Η έννοια της ταξικότητας (Klassizität) στην πολιτική είναι άμεσα συναρτώμενη με την συνολικότητα της κατανόησης, εξήγησης και ερμηνείας της κλασικής πολιτικής οικονομίας ιδιαίτερα της πρώτης εποχής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό εμπεριέχει κάποιες συγκεκριμένες επιστημονικές και θεωρητικές παραδοχές, αλλά κυρίως έναν συγκεκριμένο τρόπο τοποθέτησης και μαχητικοποίησης των υποκειμένων στην ιστορική διαπάλη και ανταγωνισμό μεταξύ αφενός των προκαπιταλιστικών και Ασιατικού τρόπων παραγωγής και αφετέρου του καπιταλισμού.
Έτσι, στην αυγή του 19ου αιώνα, ταξικός σήμαινε την απροϋπόθετη πάλη όχι μόνο ενάντια στην φεουδαρχία ή τις μορφές του Ασιατικού Δεσποτισμού, αλλά και ενάντια στον Φυσιοκρατισμό και ενάντια στον Μερκαντιλισμό. Απ' αυτήν την άποψη, το πρώτο ολοκληρωμένο ιστορικά νεωτερικό ταξικό κόμμα ήταν οι Ουίγοι.
Απ' την ίδια άποψη, ο Γιακωβινισμός δεν ήταν ένα ταξικό κόμμα, δηλαδή δεν είχε κατακτήσει εισέτι ένα τέτοιο επίπεδο αυτοσυνειδησίας και τοποθέτησης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στο γίγνεσθαι του ταξικού ανταγωνισμού. Κι αυτό γιατί προσβλέπει σε ένα αφηρημένο πολιτικό σώμα, το οποίο ταυτίζει με την κοινωνική τάξη και τις κοινωνικές ομάδες τις οποίες αντιπροσωπεύει, και το οποίο ονομάζει λαό. Αυτό βέβαια δεν ήτο μόνο μια καινοτομία των Γιακωβίνων ή της Φραγκικής Επανάστασης, διότι το στον ίδιο χρόνο κείμενο του Συντάγματος των ΗΠΑ ξεκινάει με μια λαϊκίστικη φράση. Επ' αυτών εντοπίζεται η συντακτική και ιδεολογική εκπήγαση της κυρίαρχης μορφής λαϊκισμού μέχρι και σήμερα.
Πρέπει να διακριθεί από σκοπιά συνεπούς ιστορικού υλισμού αυτή η νέα μπουρζουάδικη ιδεολογία περί λαού, από την έννοια και την ιστορική εμπειρία του "popolo", όπως συναντάται τόσο στην Ρωμαϊκή νομική πραγματικότητα, όσο και στις Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές αυτοδιοικούμενες πόλεις και πόλεις-κράτη.
Στην Γερμανική ιστορία, ωστόσο, η πολιτική πρακτική και εμπειρία του λεγόμενου λαϊκισμού (πάλι σε διάκριση από την εμπειρία της εδαφικοποιημένης λαϊκής κοινότητας) έχει υλικό έρεισμα στα λαϊκά δίκαια (volksrechten) των σιδηρουργών, μεταλλουργών και των τεχνιτών μετάλλων. Αυτή η μορφή τελεί σε ποιοτική διαφορά από οποιαδήποτε αφηρημένη χρήση του όρου λαός και των παραγωγών του, καθ' όσον είναι ένα αδιαμεσολάβητο οικονομικό προϊόν συμπυκνωτικό και αποτυπωτικό κοινωνικού ανταγωνισμού.
Απ' την άλλη, όλες οι Γερμανικές πολιτικές δυνάμεις μοιράζονται ένα μίνιμουμ κοινού ή διαφοροποιημένου λαϊκισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο τα εικαζόμενα άκρα της πολιτικής σκηνής, αλλά πρώτα και κύρια την Γερμανική Χριστιανοδημοκρατία και τον Χριστιανοκοινωνισμό, καθ' όσον διαθέτουν οργανική σύνδεση με την πιο μακρά μορφή Γερμανικού λαϊκισμού: τον διαμαρτυρόμενο Χριστιανισμό. Ώστε, συχνά η πολιτική κατηγορία του λαϊκισμού ξεφτίζει σε ένα αδειανό πουκάμισο.
Όπως είναι γνωστό, μια προοικονομία ταξικότητας ή καλύτερα μια ταξική πρόνοια ήλθε με αντιφατικούς τρόπους μέσα στους Γερμανικούς λαούς με τον σταδιακό εκρωμαϊσμό των Βαρβαρικών κανονιστικών ρυθμίσεων και την συγκρότηση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Καρόλων. Ωστόσο, κύρια κατά τον 17ο αιώνα, κάτι στο οποίο ο Τριακονταετής Πόλεμος επέδρασε καταλυτικά, άρχισε η διαμόρφωση μιας σχετικά ευδιάκριτης ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας.
Πρέπει να καταστεί ευκρινές, ότι κατά την μακραίωνη ιστορία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η πρακτική της ταξικότητας εισήχθη και επιβλήθηκε μέσα από τον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό (συχνά, με ένοπλες και στρατιωτικές όπως στην περίπτωση του Μεσαιωνικού Στρασβούργου, εξεγέρσεις), έχουσα την ποιότητα και μιας αρχιτεκτονικής οργάνωσης της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των πόλεων, ως προς το Αυτοκρατορικό κέντρο, και ενάντια στα Επισκοπάτα και τα κέντρα εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας.
Έχοντας υπ' όψη τα ως άνω κομβικά στοιχεία των ιστορικών διαδρομών, η ταξικότητα μιας πολιτικής δύναμης σήμερα προσδιορίζεται από το αυταπόδεικτο: αν έχει οργανική σχέση οποιασδήποτε ποιότητας με μια βασική κοινωνική τάξη. Αυτό, άλλωστε, διαχωρίζει την ταξική πολιτική, την ταξικότητα της οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης, απ' τις λαϊκιστικές πολιτικές, οι οποίες αναφέρονται πολιτικά και συνδέονται οργανικά στην κατηγορία έθνος, ανεξάρτητα, αν ούτως ή άλλως εξυπηρετούν ταξικά προσδιορισμένα συμφέροντα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σε όλα τα ζητήματα, η κοινωνική πρακτική είναι το κριτήριο της αλήθειας. Αυτό σε ένα πιο ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο σημαίνει, ότι η προσαρμογή και η απόκριση κάποιου στις απαιτήσεις της βιομηχανικής οργάνωσης, της βιομηχανικής εργασίας, είναι μια ασφαλής ένδειξη περί ταξικότητας, ώστε αυτή κρίνεται από το ίδιο το εργασιακό προτσές.