1.
“Ein junger Mann, der wahrscheinlich, wie jetzt viele andere, zu hochmütig, den ehrlichen Weg Kants zu wandeln, und doch unfähig, sich zum wirklich Besseren zu erheben, ästhetisch irre redet, hat bereits eine solche Begründung der Moral durch Ästhetik angekündigt”.[1]
“Έτσι, η υπογραφή του καταστασιακού
κινήματος, το σημείο της παρουσίας και της διαπάλης του εντός της σύγχρονης
πολιτιστικής πραγματικότητας (αφ’ ής στιγμής δεν δυνάμεθα να αντιπροσωπεύσουμε
το οποιοδήποτε κοινό στυλ) είναι πρώτα από όλα η χρήση της εκτροπής”.[2]
_
Ξεκινήσαμε την αντι-Ρεαλιστική, νομιναλιστική έρευνα, έχοντας ένα μονεταριστικό οπτιμισμό περί της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, όπως τη θυμόμαστε απ’ τις Σοβιετικές εμπειρίες. Στην πορεία, δεν ήταν μόνο οι αντιφατικές μορφές ανάπτυξης του σύγχρονου μαρξισμού, αλλά η ίδια η ενεργή εμπειρία που μας επανωθούσε στις Καντιανές φιλοσοφικές προβληματικές.
Για να ανταπεξέλθουμε, παρέστη αναγκαία για την αναγνώριση και τον προσδιορισμό των αντικειμενικοτήτων η εφαρμογή στιγμών της πανουργίας της λογικής ως υπόδειγμα Πρακτικού Λόγου, αλλά και η πειραματική εφαρμογή όψεων του Καθαρού Λόγου.
Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η πιο αποτελεσματική και απολαυστική μέθοδο εργασίας στα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα στην εργατική κριτική, είναι η φρακταλική σε αντίθεση προς την διακλαδωτική η οποία -θέλοντας και μη- αποκαλύπτει το μυστικισμό της.
2.
Το Πνεύμα αντικειμενοποιημένο πραγματώνεται ως Εργασία. Η ζώσα εργασία αντικειμενοποιημένη πραγματωνεται ως νεκρή εργασία, ως εμπόρευμα.
Πριν τη λατρεία της Αξιακής Μορφής ως ενός νέου φετίχ κοσμικής θρησκείας, η συνολική επίγνωση της καπιταλιστικής διανοητικότητας περιλαμβάνει μια σειρά προκείμενες και συνιστώσες οι οποίες συχνά διαφεύγουν της προσοχής όσων αντιλαμβάνονται και παρουσιάζουν το σύστημα του Κεφαλαίου ως τεχνοκρατική μερικότητα.
3.
Η αποκλειστική ταύτιση της Συνείδησης με τη συμβεβηκυία οικονομική μορφή πάει πίσω κι από το Καντιανό μονοδιάστατο/μονόπλευρο το οποίο κριτικά ανέδειξε ο Σέλινγκ στο Διάλογο “Μπρούνο”[3].
Επ’ αυτού ανακύπτει η ανάγκη για μια κριτική-ριζοσπαστική Φαινομενολογία του καπιταλιστικού πραγματικού, κάτι στο οποίο η Φιλοσοφική έρευνα προσπαθεί να απαντήσει.
4.
Η Καντιανή πηγή γνώσης συνίσταται από την υπερβατική εμφάνιση ως ενάντια/αντικειμενική αναπαράσταση.[4]
Αυτό αποδίδει σε Ρεαλιστική θεώρηση το στριφνό υλικό χαρακτήρα της εργασιακής διαδικασίας στον καπιταλισμό.
Ήδη, στη καντιανή Φυσική Ιστορία (1755) ανευρίσκεται η κατανόηση της κοσμικής Δομής (Βau) και η Επικούρεια διαλεκτική της Εμφάνισης.
Στον αναπτυγμένο ιστορικό υλισμό, η Δομή καθίσταται ο τρόπος βιο-λογικής κατανόησης του κράτους και της οικονομικής λειτουργίας του εντός της Αστικής Κοινωνίας.
Η εμφάνιση του ατόμου συνιστά την προϋφιστάμενη φυσική μορφή της αξιακής μορφής, ή μάλλον την υλικοφυσική προϋπόθεση της. Η καπιταλιστική πραγμότητα συντίθεται ήδη υπό της Επικούρειας έννοιας του κόσμου των εμφανίσεων.
Η με Ελληνικούς όρους κατανόηση και αντίληψη της πραγμότητας οδηγεί στην κατανόηση του όλου συστήματος με έναν επίσης Eλληνικό όρο: κέφλειον, Kapital.
6.
Η καπιταλιστική πολιτική οικονομία επιβεβαιώνεται ως η μεταφορά και εφαρμογή της ατομικής φυσικής φιλοσοφίας στο επίπεδο της παραγωγής εμπορευμάτων.
7.
Άτομα αρχαί ως υποστάσεις οικονομικών κατηγοριών και άτομα στοιχεία ως υποστάσεις στιγμών του Iδεατού κυκλοφορούν επί της έκτασης αυτού του Ρεαλιστικά κρυσταλλωμένου κόσμου των εμφανίσεων δεικνύοντας την πραγματική δυνητικότητα και την καπιταλιστική ανάγκη περί μιας νέας μορφής κοινωνίας του θεάματος.
Στον ίδιο χρόνο, στη σφαίρα του αδιόρατου και του μη περατού μια αχανής πραγματωτική επικράτεια εξόρυξης, μεταπλασης, μεταφορών και ασφάλισης σημαίνεται. Αυτο, άλλωστε, αναπαρίσταται ως η μετα-φυσική (μορφικά ουσιαστική) μήτρα του όλου θέματος: η μετα-φυσική της Σμιθικής πολιτικής οικονομίας.
8.
Το όλο ζήτημα δεν έχει να κάνει με αισθητικούς προσδιορισμούς, ή, όπως η εθνική αφέλεια πιστεύει, με κάποιο υποκρυπτόμενο αισθητικό προτσές, αλλά πρόκειται με Καντιανούς όρους για ζήτημα περί της τυπικής δομής ή σύστασης του πραγματικού.
Ο Καντ με τη Φυσική Ιστορία του έχει απαντήσει: η τυπική δομή του πραγματικού είναι μηχανική. Σε αυτό συναινεί η Πραγματική Φιλοσοφία της Ιένας, κι η ίδια η Αντικειμενικότητα της Έννοιας.
9.
Από αυτήν την άποψη, με τον Καντ έχουμε ήδη μια επίλυση επί της κοσμολογικής αναζήτησης. Επ’ αυτής θεμελιώνεται, λαμβανομένης επίσης υπόψη της Φιλοσοφικής κατανόησής του επί της Νευτώνειας Φυσικής Επιστήμης, η βιομηχανική επιστήμη.
Καθίσταται πιο κατανοητό, αν συνυπολογισθούν οι Καντιανές κατηγορικές προσταγές ως σημεία δυνητικής παρέκκλισης, εκτροπής (όπως τα είχε αναδείξει ο Νέγκρι στο “Καπιταλιστική Κυριαρχία και Προλεταριακό Σαμποτάζ”) ώστε μέσα από αυτές συγκροτείται το αυθεντικό, υποδειγματικό υποκείμενο της νεωτερικής εργασιακής πειθαρχίας.[5]
Το πιο καινοτόμο είναι η μηχανικά νοούμενη ολοκλήρωση της έννοιας ενός υπερβατικού χρόνου προσίδιου στη φυσική οντολογία της καπιταλιστικής παραγωγής.[6] Όπως προτείνεται, με την “Κριτική του Καθαρού Λόγου”, “ο καπιταλιστικός χρόνος καθιδρύει τον εαυτό του ως ένα οικουμενικό, συνθετικό καθεστώς”[7].
10.
Στην ανάπτυξη της εσώτερης λογικής της Καντιανής φιλοσοφίας, η “Κριτική του Πρακτικού Λόγου”, η δεύτερη “Κριτική” τελεί σε αντίφαση προς την πρώτη. -Συνιστά ένα προανάκρουσμα της άρνησης της εργασίας, ή μπορεί να χρησιμεύσει ως τέτοιο.
Στην ενεργότητά της, η δεύτερη “Κριτική” συντείνει στην κριτική του δοσμένου “raison d'état”, και στην κριτική της επιχειρηματικής τάξης, το πνεύμα της οποίας αποδίδεται με την πρώτη “Κριτική”.
Στη δεύτερη ενυπάρχει η αντιφατική ένταση μεταξύ της ικανοποίησης της απαίτησης για την εμφάνιση ενός “Ενάντιου” (“Gegenstandes”) του “καθαρού πρακτικού Λόγου”, και της διαμόρφωσης μιας έννοιας Αυτονομίας: ο ηθικός νόμος εκφράζει την Αυτονομία του “καθαρού πρακτικού Λόγου”, ήτοι την Ελευθερία.
Σε αυτό, η καντιανή έννοια της Αυτονομίας συναρτάται προς την υπερβατική αναγκαιότητα της εμφάνισης του προσίδιου “Ενάντιου” κάτι το οποίο δεν εκδηλώνεται ως έριδα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά ως κατάφαση στην αναπαράσταση ή σε μια τέτοια γνωσιακή λειτουργία.
11.
Ως σύνολο, οι τρεις “Κριτικές” είναι ένας μηχανισμός παραγωγής πραγματικών αντιφάσεων: αυτό το οποίο είχε στο μυαλό του ο Προυντόν όταν έγραφε περί του “συστήματος οικονομικών αντιφάσεων”, περίπου αυτό το οποίο είχαν στο μυαλό τους οι Μαρξ-Ένγκελς όταν έγραφαν την “Αγία Οικογένεια”.
Στη σφαιρικότητά του, πρόκειται για την ίδια την υποδειγματική σύσταση του συνειδητού της καπιταλιστικής νεωτερικότητας και των πρώτων μορφών άρνησής της.
Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η Καντιανή κριτική στην αρνητικότητά της συνιστά την πρώτη μορφή εργατικής κριτικής. Αυτό επιφέρει ως αποτέλεσμα ότι συνολικά η εργατική κριτική αποδεσμεύεται από την εκκλησιολογική οντολογία των τριών, τεσσάρων, πέντε προσώπων του μαρξισμού ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη ικανότητα επίγνωσης και μετασχηματισμού της ολότητας.
12.
Ο σύγχρονος ενεργός μαρξισμός εμφανίζει από εργασιακή σκοπιά ένα διχασμό οντολογικής ισχύος:
Αφενός ο ποιοτικοποιημένος από το US κεφάλαιο βιομηχανικός μαρξισμός -και γι’ αυτό στον
ουσιώδη χαρακτήρα του κρατικοποιημένος,[8] κι από την άλλη ένας εγχώριου τύπου
φυσικός-γενετικός μαρξισμός ο οποίος συχνά γίνεται αυτό στο οποίο έκανε κριτική
όταν αρχικά δημοσιεύθηκε: Ιστορική Σχολή Δικαίου
υποστηριζόμενη εξαιτίας φυσικών/εθνικών εννοιολογήσεων.
Εξορύκτες του Πραγματικού
[1] Friedrich
Wilhelm Joseph Schelling, Philosophische Untersuchungen über das Wesen der
menschlichen Freiheit und die damit zusammenhängenden Gegenstände,
[Philosophische Untersuchungen ...], στο του ιδίου, Werke, Band
3, Λειψία, 1907, σ. 488. Translation: “A young man
who, probably like many others now, is too arrogant to walk along the honest
path of Kant and is yet incapable of lifting himself up to a level that is
actually better, blathers about aesthetics [ästhetisch irreredet], has already
announced such a grounding of morality through aesthetics”, στο F. W. J.
Schelling, Philosophical Investigations
into the Essence of Human Freedom, Translated and with an Introduction and
Notes by Jeff Love and Johannes Schmidt, Νέα Υόρκη, State University of New
York Press, 2006, σ. 58
[2] Internationale Situationniste #3 (1959),
Détournement as Negation and Prelude, απόσπασμα.
[3] Βλ. Naomi Fisher, Kevin Mager,
“Schelling Responds to Kant. The Bruno Critique of One-Sided Idealism”, Idealistic Studies, 52(1), 2022, σ.
23-44.
[4] Βλ. Sergey Katrechko, “Kantian Appearance as an
Objective–Objectual Representation”, Con-Textos
Kantianos, International Journal of Philosophy, No 7, Junio 2018, σ. 44-59.
[5] Ενδεικτικά βλ. Nick Land, “Kant, Capital, and
the Prohibition of Incest: A Polemical Introduction to the Configuration of
Philosophy and Modernity”, στο του ιδίου, Fanged
Nooumena. Collected Writings. 1987-2007, HB, urbanomic, 2012, σ. 55-80.
[6] Βλ. Anna Greenspan, Capitalism’s Transcendental Time Machine, Άρκαμ, Λονδίνο,
Miskatonic Virtual University Press, 2023, σ. 43 επ.
[7] Οπ., σ. 45.
[8] Ενδεικτικά βλ. Giorgio Griziotti, Neurocapitalism. Technological Mediation and
Vanishing Lines, Foreword by Tiziana Terranova, Translated by Jason Francis
McGimsey, Κόλτσεστερ, Νέα Υόρκη, Πορτ Γουάτσον, Minor Compositions, 2019, σ.
13-18.