Common Use C (2023)


Προλεγόμενα σε τρίτη έκδοση


Με το τρίτο κείμενο της σειράς (https://books.google.gr/books/about/%CE%A0%CE%91%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%99%CE%91%CE%A3%CE%95%CE%99%CE%A3_%CE%95%CE%A0%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%97%CE%9C.html?id=2amM0AEACAAJ&redir_esc=y) επιχειρούμε ένα ερευνητικό άνοιγμα στην εξωτερικότητα του κεφαλαίου. Σε αυτό, μια διευκρίνιση καθίσταται αναγκαία. 

Τα προηγούμενα δύο κείμενα διερευνούν κύρια μια εσωτερικότητα. Η δυναμική της επανάληψης σε αυτά αναπτύσσεται ως προς την πρώτη κειμενική αποτύπωση της εργατικής κριτικής, συγχρονικά προσαρμοσμένη και περιεχομενικά εμπλουτισμένη. Αυτό έχει να κάνει με την εκ μέρους ημών προσπάθεια παρουσίασης του μηχανικού ασυνείδητου της εργατικής κριτικής, ενώ στην εκπηγαστική μορφή της η εργατική κριτική παρουσιάζει κριτικά την φαινομενολογία του εμπορεύματος και της βιομηχανικής εργασίας, όπως συνέχονται στον τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. 

Ως μηχανικό ασυνείδητο μπορεί να περιγραφεί ο ιδιότυπος τρόπος αρνητικής εντύπωσης στην κυβερ-νοητική λειτουργία του εργάτη, της συνάρθρωσής του με την μηχανή. Επιμένουμε σε αυτήν την ερευνητική εργασία ως αυτή που οδεύει στον εντοπισμό και διαύγαση της ίδιας της οντολογίας και του λειτουργικού γίγνεσθαι του συλλογικού εργάτη ως ζώντος βιομηχανικού οργανισμού.  Τούτου δοθέντος, το ερευνητικό άνοιγμα στην εξωτερικότητα επαναθέτει (κατά φαινόμενο προς απόκλιση από την παρουσίαση του μηχανικού ασυνείδητου) το Ουμανιστικό ζήτημα. 

Σε αυτό, ο καπιταλισμός βρίσκεται εμπλεγμένος σε μια όχι μόνο πραγματική, αλλά οντικής ισχύος αντίφαση: το κεφάλαιο, προκειμένου να ανταπεξέλθει του κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού της εργασίας εμφανίζεται όλο και πιο πολύ ως αυτοματοποιημένο μηχανικό, την ίδια στιγμή που η τυπικά δομημένη καπιταλιστική κυριαρχία (σε τελική ανάλυση το σύστημα της τυπικής υπαγωγής) δεν μπορεί να υπερβεί το επίπεδο συγκρότησης και σύνθεσης σχέσεων μέσα από την αστική κοινωνία, μέσα από την σκηνή των ανθρώπινων ανταλλαγών μέσω χρήματος. Το κεφάλαιο ως τέτοιο εμφανίζεται ως σύστημα μηχανών, και την ίδια στιγμή ο καπιταλισμός εμφανίζει το κεφάλαιο ως ανθρώπινο. 

Ειδικότερα, ο σχιζοφρενικός χαρακτήρας του καπιταλισμού, από τις αρχές του 20ου αιώνα και εντεύθεν, προκύπτει από την ταύτιση του αδιαιρέτου ανθρώπινου με την ανταλλακτική αξία: από την υποστασιοποίηση των μορφών της ανταλλακτικής αξίας και του χρήματος μέσα από ανθρωπομορφές: ο ατομικός ιδιώτης καταναλωτής στο τέλος καταναλώνεται ο ίδιος υπ' αλλότριων και υπέρτερων δυνάμεων.

Αυτό, παρά την παράνοια του, είναι μια αποικιακή, ολιστική δυναμική από την πλευρά του κεφαλαίου ως προς το κοινωνικό, μέσα από την οποία φανερώνει την ab sich μηχανική φύση του. Ωστόσο, στα μέτρα της εργατικής κριτικής, η αντιπαραβολή σε αυτό ενός διαλεκτικού Ουμανισμού, που βρίσκει την τελειότερη μορφή του στην κρατική και δικαιική φιλοσοφία, είναι ανεπαρκής. Δεν είναι τυχαίο, ότι σε πρώτο χρόνο η εργατική κριτική αναπτύσσεται μέσα από την κριτική στις δικαιικές ιδεολογίες, στον κρατισμό και στην κατεστημένη επιστήμη.

Επομένως, η απάντηση στα βάσανα της ανθρωπότητας δεν ανευρίσκεται στα ερωτήματα του νεωτερικά Διαφωτισμένου Ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον στις παραλλαγές του Γοτθικού ερωτήματος της Μαργαρίτας.

Απ' αυτήν την άποψη, δεν αρνούμεθα a priori, πλαίσια εργασίας, που έχουν να κάνουν με προτσές βιομηχανικής αυτοματοποίησης. Άλλωστε, το κείμενο που έπεται, με τέτοιον τρόπο έχει γραφτεί. Αυτό σε ένα συνθηματολογικό επίπεδο κωδικώνεται στο ότι δεν είμαστε απροϋπόθετα σε όλες τις περιπτώσεις και περιστάσεις με τον Άνθρωπο ως μυστικοποιητική αφαίρεση, πόσο μάλλον στο μετρό, κατά το οποίο βεβαιώνει εαυτόν ως κατάφαση της κρατικής καταπίεσης και της γραφειοκρατικής εξουσίας. Εξ αιτίας αυτού αναπτύσσουμε όλο και πιο πολύ πάλη ενάντια στους Καρτεσιανής εκπήγασης δυϊσμούς και στις νεωτερικές αφαιρέσεις, για την ανθρώπινη κοινωνία και την κοινωνικοποιημένη ανθρωπινότητα. 

Το ότι εμμένουμε στις βαρβαρικές προελεύσεις μας πολιτικά σημαίνει την άρνηση του νεωτερικού κονστρουκτιβισμού επί της κατηγορίας του εθνικού ως μορφής κοινωνικής συνείδησης, ως μορφής Ιδεολογίας, και στον ίδιο χρόνο την άρνηση τόσο της εμπορευματοποιημένης εαυτότητας, όσο και της εικαζόμενης θεαματικής αναπαραστάσεώς της στα επίπεδα της εικονικής κυριαρχίας. 

Ο κομμουνισμός ως ενεργό συλλογικό βίωμα είναι η αδιαμεσολάβητα υλική ανθρώπινη κοινότητα. Ο ποιοτικός προσδιορισμός υλική ξεκινάει από την διαδικασία απολαυστικής υλικής διάδρασης κατατείνουσας στο ανθρώπινο dasein. Στην πορεία ανάπτυξης του σημαίνει την επίγνωση και ενεργοποίηση της υποκειμενικής διαλεκτικής της φύσης, με ό,τι συνεπάγεται.

Αυτό σήμερα πολύ περισσότερο σημαίνει, ότι ο σύγχρονος πολιτισμένος, κοινωνικός άνθρωπος ιδιαίτερα μετά το 1945 και το 1989 δεν διαθέτει το προνόμιο της πολιτικής ανηλικότητας ή του πολιτικού παλιμπαιδισμού, παρότι παράτυπες συνθήκες πιθανόν να ενθάρρυναν κάτι τέτοιο στις δύο πρώτες μετά το 1989 αντεπαναστατικές δεκαετίες. Ωστόσο, τυχόν τέτοιες συνθήκες, από εμάς δεν γίνονταν, ούτε γίνονται αποδεκτές. Αυτό συγκροτεί μια “μεταηθική” της εργατικής ζωής και ύπαρξης σχετικά με την απόρριψη και κατάργηση φασιζουσών, ρατσιστικών, Ιδεολογικά εθνοτικών, μονοπύρηνα οικογενειοκρατικών λειτουργιών.

Μεθοδολογικά, αρνούμεθα την ψευδοδιαλεκτική της επιτέλεσης του σχηματικά αντιθέτου της αρνητικότητας, ήτοι αρνούμεθα την θετικιστική και λάγνα (“fröhlich”) επιστημολογία, γινόμενη στο όνομα της αισθητής παράστασης και σύνθεσης. Στην οπτική μας, η γνήσια εκπήγαση της διαλεκτικής είναι, αναμφισβήτητα, η κατανόηση και εκδίπλωση της εχθρότητας (νείκος), η υλιστική συγκρουσιακή κοσμολογία. Η διαλεκτική αποκτά ισχύ ως γίγνεσθαι, στο μετρό κατά το οποίο αποσκοπεί στην επαναστατική κατάργηση, και όχι στον τεχνητά και βουλησιαρχικά συμβιβαστικό εναρμονισμό.


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίο αυτό σηµατοδοτεί µια µετακίνηση σε σχέση µε τα προηγούµενα δύο. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά κινούµεθα στην συνολικότητα του καπιταλιστικού προτσές, ενώ σε αυτά που προηγήθηκαν, ασχοληθήκαµε µε βασικές πλευρές του σύγχρονου καπιταλισµού, όπως τις ερευνήσαµε στο παραγωγικό και κυκλοφοριακό προτσές κύρια της 4ης Βιοµηχανικής Επανάστασης. Στον ίδιο χρόνο εξετάσαµε κάποιες κεντρικές (συγκρότηση τραπεζών, πληθωρισµός, ποσοστά τόκου, µη ορατές όψεις του παγκόσµιου χρέους), αλλά και περιθωριακές (ψηφιακή εξόρυξη, κρυπτονοµίσµατα, χρηµατικό νοούµενο) λειτουργίες του συνολικού προτσές.

Η µέθοδός µας είναι ακριβώς ίδια. Ωστόσο, σε αυτό το βιβλίο αναπτύσσεται µια πιο συστηµατική παρουσίαση µέσα από την διαλεκτική εσωτερικότητας – εξωτερικότητας. Επιπρόσθετα, παρουσιάζουµε µια συνεκτική κριτική της καπιταλιστικής διανοµής. Κι αυτό γιατί, σε διάφορες οικονοµικές θεωρίες του 20ου αιώνα, αλλά και σε σύγχρονες, προβάλλεται ως το κοµβικό οικονοµικό ζήτηµα. Στο τρίτο κεφάλαιο επεκτείνουµε την κριτική στην κυρίαρχη µορφή της σύγχρονης αστικής επιστήµης.

Αξίζει να αναφέρουµε, ότι δεν υποκείµεθα σε κάποιο εγχείρηµα επικαιροποίησης του Μαρξισµού, ούτε ακολουθούµε κάτι τέτοιο. Συντάσσουµε και διατυπώνουµε (στοχεύοντας σε πρωτοτυπία) στο µέτρο των ικανοτήτων µας, µε όρους βιοµηχανοποιηµένης cyborg εργασίας, εργατική κριτική. Για την υλοποίησή της εργασίας µας ερευνούµε σε χρονικό διάστηµα 15ετίας νέα οικονοµικά φαινόµενα. Αυτό σηµαίνει, ότι τα κείµενά µας δεν έχουν πολεµικό χαρακτήρα. Δεν εξυπηρετούν κάποια τρέχουσα πολιτική σκοπιµότητα, πέρα απ’ τον σκοπό της ταξικής συνέπειας προς το περιεχόµενό τους.

Η ερευνητική προεργασία του βιβλίου και η κυβερτεχνική επεξεργασία των προβληµατικών του έγινε µέσα από το προσωπικό blog https://techspek999.blogspot.com/. Η συγγραφή του βιβλίου θα ήταν αδύνατη, χωρίς την αλληλογραφία µε τον Ηλία Καραβόλια, και χωρίς την διαδικασία συνεργατικής αυτοµόρφωσης µε τον Γιάννη Ευσταθίου.

Ι. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ

Α. Εσωτερικό

i. Οντολογική Περιγραφή

Η συνολικότητα του προτσές καπιταλιστικής παραγωγής προκύπτει από την φαινοµενολογική διακοπή της επαναληπτικότητας του κεφαλαιακού κυκλώµατος παραγωγή – κυκλοφορία, αναπαραγωγή.

Στο περιεχόµενό της προκύπτει από το ότι στο συνολικό προτσές η αξία έχει πάντοτε την µορφή του κέρδους, την µορφή της πραγµατωµένης στο κυκλοφοριακό προτσές πρόσθετης αξίας. Εποµένως, στην καπιταλιστική συνολικότητα, η αξία είναι πάντοτε χρηµατοµορφή. Από άποψη λειτουργικότητας, το συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής είναι το βασίλειο της µεταµορφωµένης σε χρήµα πρόσθετης αξίας: ξεκινάει µε το τι θα κάνει η καπιταλιστική επιχείρηση µε το κέρδος. Όσο αυτό το ερώτηµα τίθεται, κάτι που έχει ως άµεση επίπτωση την διάσπαση του κέρδους σε κέρδος της επιχείρησης και σε τόκο, τόσο η πρόσθετη αξία ως χρηµατοµορφή διαχωρίζεται σε όλο και πιο ειδικά προσδιορισµένες µορφές χρηµατοκεφαλαίου: ταυτίζει το υπαρκτικό εἶναι της µε τις λειτουργίες του χρηµατοκεφαλαίου, αποκτά ανεξάρτητη οντολογία µέσα σε αυτό.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η καπιταλιστική συνολικότητα χωρεί ως ανασήκωµα της άµεσης υλικότητας των παραγωγικού και κυκλοφοριακού προτσές. Αν στο κεφαλαιακό κύκλωµα η επιστροφή της συνολικής αξίας του εµπορεύµατος στο εναρκτήριο σηµείο της παραγωγής τίθεται ως αυτοσκοπός, στην καπιταλιστική συνολικότητα ως de facto σκοπιµότητα (συχνά χωρίς σκοπό) προκύπτει ο πολλαπλασιασµός της πρόσθετης αξίας ως χρήµα σε διαφοροποιηµένες µορφές. Εξ αυτού, ήτοι λόγω του πολλαπλασιασµού του κέρδους, δυναµικές λειτουργιών ως τέτοιες του παραγωγικού και του κυκλοφοριακού προτσές εγκαθίστανται στο συνολικό προτσές, ώστε το τελευταίο παρουσιάζει µια επίφαση ανεξαρτησίας προς την παραγωγή και κυκλοφορία του εµπορευµατικού κεφαλαίου -αποκτά µια επίφαση παραγωγιµότητας, έναν κατ’ επίφαση παραγωγικό χαρακτήρα.

Εννοιακά, το κεφαλαιακό κύκλωμα αναπτύσσεται ως Αντικειμενικό Γίγνεσθαι, ενώ στην καπιταλιστική συνολικότητα όλο και πιο πολύ επικρατεί ο οντολογικός προσδιορισμός, επιβληθείς από τις διασπάσεις και διαφοροποιήσεις της χρηματομορφής της πρόσθετης αξίας, όπως αποτυπώνονται στις τράπεζες, στο χρεωστικό/πιστωτικό σύστημα, στις αγορές χρηματοκεφαλαίου, και στα χρηματιστήρια.

Η κύρια δυναμική που διέπει όλη αυτήν την κίνηση, είναι η σύνθεση και η επιστροφή. Αυτό είναι εμφανές από την σκοπιά του καπιταλιστή που αντάλλαξε χρήμα με κέρδος ή με τόκο, χωρίς να έχει συμμετάσχει ως τέτοιος ή εξ ιδίων στην επιχείρηση, προκειμένου να έχει εμπορικό κέρδος στην μορφή χρήμα περισσότερο. Η ανταλλαγή αυτή έχει αποκληθεί αμοιβαίο ταμείο/βάση/κεφάλαιο (mutual fund). Σε αυτό από διαχειριστική σκοπιά, το κύριο είναι ο τεχνικός εντοπισμός του συγκεκριμένου κινδύνου στις δοσμένες ή δυνητικές προτιμήσεις συνθέσεων των προϊόντων (χρηματομορφών, διαιρέσεων χρηματοκεφαλαίου, τόκου) που αγοράσθηκαν.1 Επ’ αυτού δομείται μια συνολική επιστήμη, συχνά συγκαλυμμένη πίσω από άλλα λεξιλόγια και πεδία, η οποία περιλαμβάνει μαθηματικά, οικονομετρικές μεθόδους, στατιστικά, συμπεριφορική θεωρία.

Η πιο πρόσφατη συμπύκνωση αυτής της επιστήμης είναι η λεγόμενη Σύγχρονη Θεωρία Χαρτοφυλακίου (Modern Portfolio Theory – MPT).2 Βασισμένη πάνω στην λεγόμενη Υπόθεση Τυχαίας Βόλτας (Random Walk Hypothesis)3, επιστημολογικά υπονοεί την εγκυρότητα των περιπτώσεων της κβαντικής θεωρίας (αρχή απροσδιοριστίας, παράδοξο γάτας του Σρέντιγκερ κλπ.) στην χρηματαγορά, και πιο συγκεκριμένα στην σχέση μεταξύ κινδύνου και επιστροφής του χρηματιστικού στοιχείου (asset). Στην συγκεκριμένη πρακτική εφαρμογή του προσιδιάζει στην ψυχογεωγραφική περιπλάνηση της Καταστασιακής Διεθνούς.4 Ωστόσο, στην ανάπτυξή της, ο πρακτικός εντοπισμός της τυχαιότητας, που καταστασιακά λαμβάνει την μορφή του εντοπισμού των ίδιων των επιδρώντων κβαντικών πεδίων, φαίνεται ότι έχει υποτιμηθεί για χάρη των πιο συμβατικών μεθόδων και τεχνικών της θεωρίας της πληροφορίας.5 Αυτό αποτυπώνεται στην κριτική των Αυστριακών Οικονομικών περί έλλειψης Πραξεολογίας.6

Με τον παραμερισμό της πράξης για χάρη της πληροφορίας, το ερευνητικό επίκεντρο μετατοπίζεται από την “κβαντική παραδοξότητα”7 στην συστημική, εκ των ένδον εντροπία. Αυτό σε ένα υλιστικό συγκείμενο σημαίνει, πως όλη αυτή η επιστήμη κινείται μέσα στις συστατικές προβληματικές της Παρμενίδειας φιλοσοφίας, ώστε η έρευνα περί των κβαντικών αποδίδει την έρευνα του όντος, ενώ συχνά η πληροφοριακή θεωρία φαίνεται, ότι προσπαθεί να αποδώσει το μη όν.

Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, το πρώτο έχει να κάνει με τις συνδέσεις μεταξύ μορφών χρηματοκεφαλαίου και ενεργού (εργωδώς πραγματικού) κεφαλαίου, ενώ το δεύτερο με τους προσδιορισμούς της ονομαστικής αξίας in sich. Prima facie, φαίνεται, ότι σ’ όλες τις περιπτώσεις αυτή η επιστήμη είναι ο αδιαμεσολάβητος στοχασμός (reflektion)8 επί μιας επένδυσης, που συμπεριφορικά προβάλλει ως στοιχηματισμός, ανθρωπολογικά ως προσδοκία. Η επίτευξη ή μη, που λαμβάνει πάντοτε την μορφή της χαμηλής ή υψηλής επιστροφής, συνιστά την έκβαση (aufgang) αυτού.9 Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ότι η προσίδια θεωρία ξεκινάει κατά κύριο λόγο από την ίδια την έκβαση, από την επιστροφή ως απόδοση, πηγαίνοντας προς τα πίσω, στην στιγμή της επένδυσης και τι προηγήθηκε της λήψης της απόφασης.

Αυτό με την σειρά του αποδίδει τον μετασχηματισμό της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας από την ex nunc κατανόηση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, στην ex tunc έκθεση της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Αυτό πάλι, αν ληφθεί υπ’ όψη η απ’ το 2008-2010 κανονιστικά επιβληθείσα αναδρομική τοκοφορία στις περιπτώσεις αποτυχίας διακανονισμών και διευθετήσεων οφειλών χρέους αδιαίρετων, μας δίνει μια συνολική εικόνα λειτουργίας μέσα από το φαινόμενο της κβαντικής αναβίωσης. Εν τούτοις, δεν πρόκειται για κάτι καινούριο, καθ’ όσον προκύπτει από την ίδια την φύση του κέρδους ως πραγματωμένης πρόσθετης αξίας, ως μερίδας πραγματωμένης νεκρής εργασίας. Από αυτήν την άποψη, η καπιταλιστική συνολικότητα αποδεικνύεται ως μια αλληλουχία πραγματώσεων αυτού που έχει ήδη πραγματωθεί στο κυκλοφοριακό προτσές.

Το γεγονός, ότι όλο αυτό έχει οντολογία και μη οντολογία, είναι μόνο μια εμπειρική απόδειξη του παραγωγικού ρόλου της χρέωσης, της, όπως την ονομάσαμε στο προηγούμενο βιβλίο, εργοστασιοποίησης των τραπεζών, της παρουσίας του ενεργού κεφαλαίου σε αυτές τις λειτουργίες, και της ίδιας της σημειωτικής δυναμικής της ονομαστικής αξίας, ακόμη κι αν εμφανίζεται ως μη οντολογία.

Η ονομαστική αξία ως τέτοια πρέπει να εκληφθεί lato sensu. Σε πρώτο χρόνο είναι η ονομαστική αναπαράσταση ανύπαρκτου κεφαλαίου, επομένως ως τέτοια προβάλλει ως μη εἶναι. Ελλείψει της θεσμοθετημένης λειτουργίας της στάθμισης του χρυσού, η ονομαστική αξία είναι απόλυτη Ταυτότητα, ταυτότητα μόνο με τον εαυτό της.

Η απουσία της στάθμισης του χρυσού δεν επιτρέπει την αδιαμεσολάβητη μετατρεψιμότητα μεταξύ ονομαστικής αξίας και ενεργού χρήματος. Απ’ αυτό βγαίνει, ότι το χρεωστικό χρήμα δεν μπορεί να υπάρξει ως τέτοιο, καθ’ όσον δεν έχει ταυτότητα προς ενεργό χρυσό. Αυτό που ονομάζεται χρεωστικό/πιστωτικό χρήμα ανήκει πλέον ολοκληρωτικά στο τοκοφόρο κεφάλαιο, και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το εμπόρευμα ως την αυθύπαρκτη μορφή της αξίας, και επιπρόσθετα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το ότι η ανταλλακτική αξία λαμβάνει αυθύπαρκτη μορφή στο χρήμα. Το ούτω καλούμενο πιστωτικό χρήμα, ανήκον στο τοκοφόρο κεφάλαιο, επιτελεί τον ρόλο του στην εξωτερίκευση, στην κοινοποίηση με αληθινούς όρους της κεφαλαιακής σχέσης. Το τοκοφόρο κεφάλαιο καθίσταται η ολοκληρωμένη προβολή, η ολοκληρωμένη ιδέα του Κεφαλαιακού Φετίχ, εσώτερη οικεία ποιότητα, καθαρό Αυτόματον.

Η ονομαστική αξία ως αναπαράσταση ανύπαρκτου κεφαλαίου εμφανίζεται ιδιαίτερα όπου συναρθρώνονται τοκοφόρο και χρηματοθετικό κεφάλαιο, κύρια στις εμπορικές ανταλλαγές χρήματος, γι’ αυτό και στην εμπειρική πρακτική εμφανίζεται και προσδιορίζεται από τις συνθετικές επιλογές. Η ονομαστική αξία αυξάνει περισσότερο με την ονομαστική προκαταβολή χρήματος από τις τράπεζες μέσω της αναπτυγμένης χρέωσης. Αυτή η ονομαστική προκαταβολή τίθεται επί του χρήματος εν κυκλοφορία, συνιστά προκαταβολή της κυκλοφορίας, και όχι προκαταβολή του κυκλοφορούντος κεφαλαίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ανήκει κύρια στην τραπεζική η συγκέντρωση ονομαστικής αξίας σε ποικίλες μορφές.

Η ονομαστική αξία κυριολεκτικά είναι τέτοια, διότι διαθέτει νομιναλιστική φύση και λειτουργία. Επομένως, αντικειμενικά δεν εκπροσωπεί, ούτε μπορεί να εκπροσωπήσει, πόσω μάλλον να υποστασιοποιήσει ένα καπιταλιστικό καθόλου, ένα καπιταλιστικό ενικό (universalium). Αυτό σημαίνει, ότι αποκρίνεται στην Μιλιανή θεωρία περί της μεγάλης διάκρισης των ονομάτων σε σημαίνοντα και μη σημαίνοντα, και συγκεκριμένα αποκρίνεται στην απολυτότητα των μη σημαινόντων ονομάτων.10 Η ονομαστική αξία είναι η Ταυτότητα με το μη ον, το οποίο στην υλικοφυσική εμπειρία της καπιταλιστικής συνολικότητας συνιστά τον ίδιο τον χρόνο ως σύμφωνα με τον Επίκουρο ανύπαρκτον, ως κβαντικό φαινόμενο.11

Σε έναν προσδιορισμό Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας, η ονομαστική αξία ίσταται εως άτομο αρχή (όταν λειτουργεί χρηματιστικά μέσα στις συνθετικές επιλογές), ως άτομο στοιχείο στις ονομαστικές προκαταβολές εκ μέρους των τραπεζών.

ii. Η Ενεργότητα του συνολικού προτσές

Στο συνολικό προτσές, μαζί με την ονομαστική αξία ίσταται και λειτουργεί το ενεργό κεφάλαιο (εμπορευματικό κεφάλαιο + παραγωγικό κεφάλαιο) στην πλειονότητα των περιπτώσεων πάλι ως χρήμα καθώς περιστρέφεται στο αναπαραγωγικό προτσές του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου. Μια απ’ τις διαφορές είναι ότι το ενεργό κεφάλαιο στο συνολικό προτσές παραμένει αναλλοίωτο, καθ’ όσον δεν αλλάζει χέρια, δεν μεταβιβάζεται, εν αντιθέσει με την ονομαστική αξία, που λειτουργεί ακριβώς για χάρη της μεταβίβασής της, για χάρη της εμπορικής ανταλλαγής της -γι’ αυτό και λειτουργεί συνθετικά, μέσα από τις τέτοιες επιλογές.

Ωστόσο, το ενεργό κεφάλαιο επιθέτει την ενεργή λειτουργία του συνολικού προτσές: είναι αυτό που προσδίδει ενεργότητα στην καπιταλιστική συνολικότητα: επιβάλλει την εργωδώς πραγματική και όχι μόνο την ονομαστική αναπαράσταση. Λόγω αυτού, το συνολικό προτσές στην εσωτερικότητά του είναι ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των ποιοτικά διαφορετικής φύσης δυναμικών: σε γενικό φιλοσοφικό πλαίσιο διαλεκτική διαπάλη μεταξύ ρεαλιστικών και νομιναλιστικών λειτουργιών.

Η ορμή του ενεργού κεφαλαίου είναι προς την συγκρότηση του συνολικού προτσές ως ενεργή παραγωγή, η μορφοποίησή του ως τέτοια, κάτι που εμπλέκει την εμφάνιση μάτριξ επιπέδων, πραγμότητας, ενεργούς πραγματικότητας, ώστε το συνολικό προτσές από την σκοπιά του σε αυτό ενεργού κεφαλαίου δεν είναι τόσο ανασήκωμα του κεφαλαιακού κυκλώματος (όπως στην λειτουργία του χρηματοκεφαλαίου), όσο διαμεσολάβησή του με πραγματικούς όρους.

Απ’ την άλλη, δεν πρόκειται για έναν ανταγωνισμό δύο ab initio διαφορετικών ποιοτήτων (κάτι που ανευρίσκεται στην ανάπτυξη της μη διαμεσολαβημένης ταξικής πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας), καθ’ όσον αμφότερα προκύπτουν από το ίδιο παραγωγικό και κυκλοφοριακό προτσές, αλλά μάλλον για έναν ποσοτικό ανταγωνισμό, ανταγωνισμό για το ποιος θα ελέγξει περισσότερα από τα στοιχεία του συνολικού προτσές εκφραζόμενα σε ποσότητες. Πιο προωθητικά, το ενεργό κεφάλαιο επιδιώκει τον έλεγχο της καπιταλιστικής συνολικότητας, ως αυτό που ο Ένγκελς εννοιολογεί ως νομή/κατοχή πραγμότητας.12

Πάλι από την σκοπιά της Φυσικής Φιλοσοφίας, το ενεργό κεφάλαιο εισφέρει την χωροχρονική δυναμική, την λειτουργική σχάση της ονομαστικής αξίας, ώστε να πραγματωθεί μετατρεπόμενη σε ενεργό χρήμα.

Στις Θεωρίες επί της Πρόσθετης Αξίας διευκρινίζεται, ότι η πραγμάτωση, η πραγματική δυναμική είναι συντακτική της Σμιθικής Πολιτικής Οικονομίας, καθ’ όσον η παραγωγική εργασία προσδιορίζεται στην δεύτερη Σμιθική εξήγηση (από την σκοπιά του Εργάτη) ως αυτή που πραγματώνεται στο εμπόρευμα. Εξ αντιδιαστολής, ο Thomas Hodgskin αναπαρήγαγε τον κεφαλαιακό φετιχισμό, μη μπορώντας να κατανοήσει τις πραγματικά ενεργείς αιτίες της φετιχοποίησης, διατεινόμενος, ότι το κεφάλαιο είναι είτε απλό όνομα/ουσιαστικό (nomen) είτε πρόσχημα.

To συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής ως πραγματικά ενεργή παραγωγή είναι η μεταμόρφωση μέσω της εργασίας του ζώντος πράγματος (lebendige) σε κεφάλαιο, κάτι που αποδίδεται με το μεταμορφωτικό προτσές της συνολικής ποσότητας χρήματος σε κεφάλαιο, λαμβανόμενης υπ’ όψη της λειτουργικής διαφοροποίησης του μεταβλητού κεφαλαίου, ή απ’ την σκοπιά του Εργάτη του ονομαστικού και πραγματικού μισθού.

Αν στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου, το αντικείμενο είναι η προς μετάπλαση ύλη, στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής ως ενεργή παραγωγή, δηλαδή από την σκοπιά του (εμπορευματικού + παραγωγικού κεφαλαίου) = ενεργού κεφαλαίου, το αντικείμενο είναι το ίδιο το συνολικό αντικείμενο της (ανα-)παραγωγής, το ζων πράγμα που αποδίδεται από το: χρηματοκεφάλαιο + συνολικό προϊόν της στον ίδιο χρόνο διεξαγόμενης μη13 υλικής παραγωγής.

Σε αυτό, η τελολογία δεν προσδιορίζεται τόσο από την επιστροφή της αξίας στο εναρκτήριο παραγωγικό σημείο μέσα από την αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, αλλά από την επέκταση του προτσές. Αφ’ ής στιγμής ένας τέτοιος σκοπός αναπτύχθηκε, παρατηρείται μετακίνηση από την εσωτερικότητα του συνολικού προτσές στο συνολικό προτσές ως προς την εξωτερικότητά του και στο ίδιο ως εξωτερικότητα.

iii. Το Καπιταλιστικό Πραγματικό στο έργο του Μαρκ Φίσερ

Η Διδακτορική θέση14 (1999) του εκλιπόντος Μαρκ Φίσερ λόγω του ίδιου του αντικειμένου της δεν διαθέτει μια συστηματική προσέγγιση σε αυτό που ερευνά: την έμπλεξη και ταύτιση της cyber θεωρίας με την cyber λογοτεχνία (fiction), ή μάλλον με το γραμματειακό είδος που ασχολείται με τα cyber γεγονότα. Ωστόσο, μας ενδιαφέρει εδώ, διότι είναι μη διαμεσολαβημένα συναφής σε αυτό που ονομάσαμε πρόσδοση ενεργότητας στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής από το ενεργό κεφάλαιο.

Αυτή η ενεργότητα, η οποία πρέπει να κατανοηθεί ως ένα πραγματικό γίγνεσθαι, μπορεί να ερευνηθεί μέσα στο ίδιο το παραγωγικό και κυκλοφοριακό προτσές του μητροπολιτικού εργοστασίου, ως επίσης μέσα στις λειτουργίες του συνολικού προτσές μέσω της έρευνας του χρηματοκεφαλαίου. Αυτό είναι par excellence εργασία της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρκ Φισερ το ερεύνησε μέσα στα δίκτυα κοινωνικής και πολιτισμικής επικοινωνίας, μέσα στην ιδιότυπη κίνηση των θεαματικών μορφών της κοινωνικής συνείδησης.

Η αντίφαση του έργου συνίσταται στο ότι δέχεται ως συγκροτητική σχέση του Πραγματικού αυτή του κατά Μποντριγιάρ ομοιώματος και της μίμησης, δηλαδή επί του συγκεκριμένου την αναπαραστατική λειτουργία της ονομαστικής αξίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο οδηγείται στην κατασκευή μιας υπερπραγματικότητας, όπου όλα με ομοιωματικό τρόπο είναι στατικά ως κρυσταλλωμένα.

Αυτό έχει να κάνει με μια ιδιότυπη κατανόηση της έννοιας και της οντολογίας της νεκρής εργασίας. Ενώ, ορθά ανευρίσκεται, ότι η προνομιούχα επικράτεια του κεφαλαίου είναι η νεκρή εργασία (καθ' όσον σε αυτό ελλείπει ο ταξικός ανταγωνισμός) -ο παράδεισος του κεφαλαίου είναι ο ίδιος ο σωρός από εμπορεύματα, δηλαδή η μορφή του κοινωνικού πλούτου μέσα από την οποία το κεφάλαιο εμφανίζεται στο κοινωνικοϊστορικό προσκήνιο, στην αντιπαράθεση μεταξύ των τρόπων παραγωγής- εν τούτοις, αυτή εκλαμβάνεται μέσα από την οντολογία ή μη του ομοιώματος, και όχι σαν κάτι που μόλις βγει από το εργοστάσιο, τίθεται σε κίνηση: βιομηχανία μεταφορών – θέση προς πώληση – πραγμάτωση – μεταμόρφωση σε χρήμα – περιστροφή, αναπαραγωγή – επιστροφή/είσοδος στο συνολικό προτσές: εκ νέου μετατροπές.

Η ζωή της νεκρής εργασίας, το γίγνεσθαι του υπό μεταμόρφωση εμπορεύματος είναι in sich κίνηση. Προσδιορίζεται ως νεκρή, μόνο επειδή έχει εκφύγει από τον έλεγχο της ζώσας εργασίας: ο Εργάτης έχει αποξενωθεί από το προϊόν της εργασίας του, που τώρα ίσταται ως τεμάχιο, ως κβάντουμ νεκρής εργασίας, κι αυτή πλέον βρίσκεται υπό την κυριότητα, τον έλεγχο και την διαχείριση του κεφαλαίου.

Απ' το μεταγενέστερο έργο15 του προκύπτει, ότι το υπερπραγματικό, καλύτερα είναι να μελετάται στα πλαίσια της αισθητικής θεωρίας. Άλλωστε, στο Διδακτορικό του είχε αναφέρει επί λέξει, ότι η πηγή απ' όπου απορρέει ο Μποντριγιάρ, είναι η φιλοσοφία περί τέχνης του Μπένγιαμιν. Ο κεντρικός ρόλος, που έχει η έννοια του ομοιώματος σε αυτές τις θεωρίες, αναπέμπει στην ίδια την Πλατωνική φιλοσοφία της ομορφιάς/αλήθειας του Συμποσίου, όπως έχει εκτεθεί από τον Μπένγιαμιν στον Επιστημοκριτικό Πρόλογο της Πρότασής του περί της Εκπήγασης του Γερμανικού Τραγικού Δράματος.

Αν βγαίνει ένα πρακτικό συμπέρασμα απ' αυτήν την παρουσίαση, είναι ότι η εργασία της εργατικής κριτικής έχει πολλές από τις ιδιότητες του ερευνητικού αντικειμένου της, και δη την ιδιότητα της ενεργότητας. Η εργατική κριτική χωρεί σε όλες τις περιπτώσεις και περιστάσεις ως ζώσα εργασία: τα κειμενικά προϊόντα της είναι άμεσα εμπλεκόμενα μέσα στην ίδια την ενεργότητα που προσδίδει το ενεργό κεφάλαιο στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής, άµεσα λειτουργούντα µέσα στην ενεργή σφαίρα του κεφαλαιοπραγµατικού.

Β. Εξωτερικό

i. Συνολικό Προτσές και Εξωτερικότητα

Αυτό που επί το πλείστον ίσταται ως εξωτερικότητα έναντι του συνολικού προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής, είναι η φύση ως νοµοτέλεια (gesetz).

Το παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου άρχισε να αναπτύσσεται ως τέτοιο µέσα από την µορφή (gestalt) καθυπόταξης της φύσης από την µηχανή. Η επιστήµη της πολιτικής οικονοµίας του κεφαλαίου στην βασική µορφή της Σµιθικής πολιτικής οικονοµίας απέκτησε αυτοσυνειδησία µέσα από την πάλη της ενάντια στον Φυσιοκρατισµό. Με πιο ειδικά προσδιορισµένο τρόπο, σε αυτήν την πάλη η εργασία ως πηγή του ενεργού πλούτου τίθεται απέναντι στην φύση.

Στην παραπάνω παρουσίαση χρησιµοποιήσαµε όρους περιγράφοντες κβαντικά φαινόµενα, καθώς και όρους Φυσικής Φιλοσοφίας για την σε βάθος υλιστική κατανόηση εσωτερικών πλευρών της καπιταλιστικής συνολικότητας. Το ερώτηµα είναι, αν η φύση της καπιταλιστικής συνολικότητας προσδιορίζεται από την ίδια την εξωτερική προς αυτήν φύση ως νοµοτέλεια.

Πρόκειται για την αναδιατύπωση του ζητήµατος της Ιδέας της Φυσικής Ιστορίας:16 όχι τόσο η εννοιολόγηση του περιστατικού της ιστορίας υπό την κατηγορία της ιστορικότητας ως φυσικού περιστατικού, αλλά η εφαρµοσιµότητα των ενδοϊστορικών γεγονότων σε επαναµεταµορφωµένα φυσικά γεγονότα.17

Αυτό τίθεται ως ένας ab initio αντικειμενικός περιορισμός στο ίδιο το κεφάλαιο, με την ίδια λογική, που η εργασία είναι in perpetuum ο αντικειμενικός περιορισμός του.

Από την άλλη, αν η καπιταλιστική συνολικότητα κατανοηθεί ως απόλυτα προσδιορισμένη από την νομοτελειακότητα της εξωτερικής φύσης, τότε αυτό οδηγεί μόνο στην φυσικοποίηση της καπιταλιστικής ευταξίας, επομένως και στον αιώνιο, μη ανατρέψιμο χαρακτήρα της. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η φυσικοποίηση δεν ενέχει κινδύνους.

Υποτιθεμένου, ότι η καπιταλιστική τάξη έχει παραδοθεί στην λειτουργία της κβαντικής μέσα στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής, τίποτα δεν μπορεί εκ των προτέρων να εγγυηθεί την μη εμφάνιση και επίδραση ανεξέλεγκτων φαινομένων, όπως το Pauli effect, ειδικά στις περιπτώσεις υψηλού βαθμού ψηφιακής και μηχανοποιημένης παρέμβασης και διαμεσολάβησης.

Σε γενικές γραμμές, η εργατική κριτική άρχισε να αναπτύσσεται, παρουσιάζοντας και αναλύοντας κριτικά το κεφάλαιο ως κοινωνικοϊστορικό προϊόν, και όχι ως παράγωγο της ενεργούς πραγμάτωσης της Ιδέας της Φυσικής Ιστορίας.

Το κεφάλαιο δεν είναι μια γενική συμπαντική δομή, η οποία εξ αυτού του λόγου έχει γίνει φυσική, ή είναι τέτοια επειδή είναι φυσική, αλλά κάτι το οποίο αναπτύχθηκε σε δοσμένες κοινωνικοϊστορικές συνθήκες εντός των πλαισίων του Πλανητικού. Σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται ο Μάλθους ή ο κοινωνικός Δαρβινισμός, δεν μπορεί να εξαχθεί μια οικολογική ή ζωική δομή ομόλογη ή ισοδύναμη της λειτουργίας του κεφαλαίου.

Ωστόσο, αυτό που κατανοείται με ανθρώπινα μέτρα ως εξωτερική φύση, δεν είναι μόνο μια αντικειμενική τηλε-σκοπική εικόνα, αλλά σε ένα σημαντικό εύρος το κοσμο-είδωλο του Κεφαλαίου, η εξωτερική προβολή του κεφαλαιακού Κόσμου: ο φυσικός έναστρος ουρανός του κεφαλαίου. Η αμφισβήτηση της υπόθεσης του Bing Bang, η ανάπτυξη και οι εφαρμογές της Θεωρίας των Χορδών, η με υλικά μέσα έρευνα των μαύρων τρυπών, οι ενάντιες στον Μονοθεϊσμό και Δημιουργισμό ανταγωνιστικές κουλτούρες παράγουν ρήγματα στην θρησκευτικού τύπου αναπαράσταση του κεφαλαίου ως φυσικής τάξης.18

Στην διάλεξη του Αντόρνο περί της Ιδέας της Φυσικής Ιστορίας αυτή απολύει τον απόλυτα αντικειμενικό χαρακτήρα της, σχετικοποιείται στα ανθρώπινα μέτρα, αποβαίνει ως αγωνία περί του τραγικού χαρακτήρα της.

Ακόμη πιο συγκεκριμένα, η Church-Deutsch-Touring θέση/αρχή από μόνη της, μέσα στους ίδιους τους όρους της, έχει ως λογική συνέπεια, ότι η φύση είναι ή μπορεί να είναι προσομοίωση παραγόμενη από την λειτουργία μιας μηχανής, ήτοι προσομοίωση παραγόμενη από την λειτουργία σταθερού κεφαλαίου:19 η φύση ως μηχανική μίμηση του κεφαλαίου.

Αυτό που πριν ίστατο ως εξωτερικότητα ως προς το συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, τώρα έγινε εσωτερικότητά του, η φυσική επικράτειά του κεφαλαίου, όπως η αστική κοινωνία είναι η κοινωνική επικράτειά του.

Επομένως, αυτό που τίθεται με φυσικό τρόπο ως εξωτερικότητα έναντι του κεφαλαίου, είναι η κίνηση της ύλης στον βαθμό που δεν κατανοείται ως κοσμο-είδωλο, ως κοσμο-εικόνα, δηλαδή στον βαθμό που δεν διαμεσολαβείται θρησκευτικά και ιδεολογικά. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Ένγκελς ονομάζει την Διαλεκτική της Φύσης Αντικειμενική.20 Για τον ίδιο λόγο, η ύλη (στην υποκειμενική διαλεκτική κατανόησή της) δεν είναι αφαίρεση.21 Η αντικειμενική διαλεκτική κίνηση της φυσικής ύλης ως συγκεκριμένο τίθεται όχι μόνο έναντι του κεφαλαίου, αλλά συνολικά έναντι του κάθε πολιτισμού ως εξωτερικότητα σε όλες τις περιπτώσεις και περιστάσεις. Το κεντρικό αποτέλεσμα είναι, ότι αυτό το οποίο εκθέτει το κεφάλαιο ως εξωτερικότητά (του), είναι μόνο η μεταφερμένη στον ουρανό και στο μικροβιολογικό επίπεδο εικονική κυριαρχία του.

ii.Το Συνολικό Προτσές ως Εξωτερικότητα

Το συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής αναπτύσσεται το ίδιο ως εξωτερικότητα μέσα απ’ την παγκόσμια αγορά: η μορφή του ως εξωτερικότητα είναι η ίδια η παγκόσμια αγορά. Αυτό γίνεται πιο ευκρινές στην συνάρθρωση της βιομηχανίας μεταφορών, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των τεχνικών κινήσεων του χρηματοθετικού κεφαλαίου, καθώς και στην περίπτωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και επεμβάσεων.

Η εμφάνιση και ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς έρχεται ως συνολική απάντηση σε μια ιστορικά προσδιορισμένη καπιταλιστική κρίση.22 Αυτό εμπεριέχει την επέκταση: η ίδια η παγκόσμια αγορά σχηματοποιείται από την επέκταση της αξίας μέσω του αυτοσκοπού του πολλαπλασιασμού και συσπείρωσής της. Δι’ αυτού η καπιταλιστική συνολικότητα εμφανίζεται όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο διευρυνόμενη σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό, όμως, τίθεται ως εξωτερικότητα κύρια απέναντι στην δόμηση της αστικής κοινωνίας ως σύστημα αποκλειστικά εθνικής οικονομίας και ως οικονομικό ρομαντισμό,23 και όχι ως προς την εργασία. Σε αυτήν την εξέλιξη, το κεφάλαιο αντιμετωπίζει την εργασία (κύρια την εργασία παρεχόμενη στον και για τον στρατό)24 ως την τροχιοδεικτική βολή προς άγνωστα μέχρι τούδε χωροχρονικά25 και επιχειρησιακά πεδία.

Αν μη τι άλλο, ο μετά το 2001 πόλεμος των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και των λοιπών καπιταλιστικών χωρών σε Μέση Ανατολή, Ασία, Αφρική, από οικονομική άποψη, ήταν η διάνοιξη και επέκταση της παγκόσμιας αγοράς.26

Στην κριτική παρουσίασή της, η παγκόσμια αγορά συνίσταται από το υλικό χωροχρονικό προτσές, από τον σχετικιστικό χωροχρόνο.

Στην πιο άμεση και πρόσφατη εφαρμογή αυτού εκπονήθηκε το πρόγραμμα FutureMAP (Futures Markets Applied to Prediction), στοχεύον στην Μέση Ανατολή, και εξ αυτού διαμορφώθηκε η Πολιτική Ανάλυσης Αγοράς (Policy Market Analysis – PAM)27. Αυτό είναι στενά συνδεδεμένο με την εξάπλωση των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (προκαθορισμένο τίμημα σε μελλοντικό χρονικό σημείο μεταξύ αγνώστων συμβαλλόμενων ως προς το μελλοντικό χρονικό σημείο), τα οποία εκλαμβάνονται μέσα από την κατηγορία των απορρoών, των παραγώγων (derivatives)28.

Σε αυτό, το Χ – Ε τίθεται κρυσταλλωμένο29 ως τίμημα, ιστάμενο τρόπω τινί εκτός (ανα-)παραγωγικού κυκλώματος, επειδή οι συμβαλλόμενοι είναι άγνωστοι κατά την στιγμή της σύναψης-κρυστάλλωσής του. Ωστόσο, στην εσωτερική λειτουργία του μπορεί να εκληφθεί ως το απολυτοποιημένο υποκειμενικό, καθ’ όσον, εξ αιτίας του χαρακτήρα του ως απορροής, εξαρτάται τελικά από την επιτέλεση της υπο-κείμενης (underlying) οντότητας, της οποίας η συμπεριφορά στις περισσότερες των περιπτώσεων εκδηλώνεται σε εξω-οικονομικά πεδία –και γι’ αυτό οι απορροές, τα χρηματιστικά παράγωγα παρατηρούνται με πραγματικούς όρους εκτός του stricto sensu οικονομικού προτσές.

Σε διάστιξη προς την νομιναλιστική λειτουργία της ονομαστικής αξίας, σε αυτό εντοπίζεται η πλήρης οικονομικοποίηση του φιλοσοφικού Ρεαλισμού, και γι’ αυτό απαιτεί αναβάθμιση από τον απλό (ανα-)στοχασμό στην θεωρησιακή νόηση (spekulation). Η λειτουργικότητά του διαθέτει ομολογία προς το τοκοφόρο κεφάλαιο ως μορφή της οποίας το περιεχόμενο είναι η εξωτερίκευση, η κοινοποίηση της κεφαλαιακής σχέσης. Διά των παραγώγων, των απορροών, έχουμε την μοριοποίηση της κεφαλαιακής σχέσης είτε εμφανίζεται μέσα από καπιταλιστές συμβαλλόμενους, είτε μέσα από την πολυσχιδότητα της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, και συγχρόνως την διάχυση και εγκιβωτισμό της στο κοινωνικό.

Από την στιγμή που μια καθημερινή κοινωνική σχέση (πχ. μια φιλία μεταξύ δύο αδιαίρετων, μια παρέα ανθρώπων, ένα ερωτικό ζεύγος, ένας συνδυασμός υποκειμένων) συνδέθηκε με την εκ μέρους της υποκείμενης οντότητας απαιτούμενη επιτέλεση, διαμορφώνεται και ένα ολόκληρο σύστημα εποπτείας και ελέγχου τόσο όσον αφορά την δόμηση των ίδιων των καθημερινών σχέσεων, όσο και την αναγκαία συμπεριφορά των εμπλεκομένων σε αυτές.30

Κατά μία αισιόδοξη οπτική, για την πλαισίωση όλου αυτού αναπτύχθηκε η Υπόθεση της Επαρκούς Αγοράς (Efficient Market Hypothesis – EMH)31, κατά την οποία οι τιμές των στοιχείων (assets) αντανακλούν όλη την ποσότητα των διαθέσιμων πληροφοριών. Σ’ αυτό έχουμε πάλι μετατόπιση από την υλιστική (εν προκειμένω χωροχρονική) κατανόηση στην κατανόηση με όρους πληροφοριακής θεωρίας, εν είδει κλειστού προς ασφάλιση συστήματος.32 Δεν είναι κάτι που είναι άμεσα συνδέσιμο στην Σμιθική θεωρία περί αόρατου χεριού ως τέτοια, ή στις νεοφιλελεύθερες θεωρίες αυτορρύθμισης της αγοράς, αν και έχει κάποια συνάφεια προς διαδικασίες εξισορρόπησης και εξίσωσης των ποσοστών κέρδους, μέσα από την μετατροπή του κέρδους σε μέσο κέρδος.

Η σχετικά τελέσφορη33 εφαρμογή του προϋποθέτει και συνεπάγεται την εμπλοκή τεχνητής νοημοσύνης και ενεργοποίηση αλγοριθμικών συστημάτων.34 Έτσι, στην απομυστικοποιημένη τεχνικομηχανική35 αντιμετώπισή του, προσαρμόζεται σε μια αξιολογητική θεωρία data.36

Από το σημείο θέασης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, μέσω της συνολικής ποικιλομορφίας των μελλοντικών συμβολαίων στην λειτουργία τους ως απορροών, η παγκόσμια αγορά εσωτερικοποιείται στην κατ’ εξοχήν κοινωνική σφαίρα, ή αν προτιμάτε, η παγκόσμια αγορά αποικιοποιεί το κοινωνικό. Οι οικονομικές κατηγορίες δεν αποτελούν πια αφαιρέσεις κοινωνικών σχέσεων, αφαιρέσεις κοινωνικών πρακτικών (όπως στην κλασική πολιτική οικονομία), αλλά προβάλλουν ως έχουσες μη διαμεσολαβημένο κοινωνικό χαρακτήρα: κοινωνικοποιούνται.

Έχει διαπιστωθεί, ότι η εσώτερη σχέση σε όλο αυτό, η σχέση που συνδέει τις κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφωμένες κοινωνικές σχέσεις, είναι αυτή της πολυσυγγραμμικότητας (multicollinearity)37. Πρόκειται για όρο παρμένο από την στατιστική.

Μέσω αυτού, η καπιταλιστική συνολικότητα μεταθέτει τις κοινωνικές σχέσεις στην στατιστική εξέταση, ήτοι στον άμεσο κρατικό έλεγχο. Αυτό με την σειρά του ενεργοποιεί το ίδιο το σύστημα της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο με άμεσα μηχανικούς όρους:

Στην προσπάθεια επίτευξης των μελλοντικών απορροών, η καπιταλιστική συνολικότητα μηχανοποιεί τις καθημερινές σχέσεις που έχουν αποικιοποιηθεί απ’ αυτήν την λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς.38

Εξ αιτίας αυτού διαμορφώνεται μια υβριδική πολιτική (με την Αριστοτελική έννοια) πραγματικότητα, που ελάχιστη σχέση έχει με την αστική κοινωνία ως κοινωνική επικράτεια του κεφαλαίου, ή μάλλον αυτή η νέα πολιτική πραγματικότητα καθίσταται η θανατο/βιο-πολιτική επικράτεια του σταθερού κεφαλαίου:

Η cyberpunk νουβέλα του William Gibson, με τίτλο “Pattern Recognition” (2003) περιγράφει μόνο τον απορρέοντα εκ των απορροών σημειωτικά39 δομημένο μητροπολιτικό χώρο: έναν fictional κόσμο τόσο ελεγχόμενο και cyber-οδηγημένο, που προβάλλει ως ένας αχανής σημειακός ιστός, όπου κάθε σημείο άξιο αναφοράς είναι μόνο ένα σημείο, ένα ομοίωμα της ονομαστικής αξίας.

Ως συνέπεια του μαθηματικομηχανικού ελέγχου, η παγκόσμια αγορά δεν προβάλλει πλέον τόσο ως επέκταση, ως το συνολικό διαστημικό Enterprise, όσο ως in termini φυσικομαθηματικό πρόβλημα.

iii. Προσδιορισμός

Η κεντρικότητα, την οποία διαθέτουν οι απορροές, καταδεικνύεται από το ότι επί της προβληματικής τους έχουν αναπτυχθεί σύγχρονα ρεύματα νεο-Προυντονισμού με τις ονομασίες Αγορισμός και Αναρχοκαπιταλισμός, τα οποία ευαγγελίζονται έναν κοινωνικό μετασχηματισμό και εσωτερίκευση της παγκόσμιας αγοράς μέσα από την κυριαρχία του αναρχικού συναγωνισμού και της ατομικής ελευθερίας.40 Σε αυτό, η Προυντονική έννοια της στο εμπόριο συστατικής ή συνθετικής αξίας αντικαθίσταται από τον φετιχισμό της κοινωνικής οικονομίας του blockchain. Κι όπως ο Προυντόν φανέρωνε τους Ιππότες της ελεύθερης Βούλησης ως την αιτία της αντίθεσης μεταξύ χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας, ενώ η εργατική κριτική αναλύει και αποδεικνύει, ότι αυτό έχει να κάνει με τον διττό χαρακτήρα της εργασίας στο παραγωγικό προτσές κεφαλαίου, έτσι και σ’ αυτήν την ιδεολογία, η ελεύθερη βούληση κι ο ελεύθερος ανταγωνισμός ως Περιφορά της Ισότητας υποτίθεται ότι συγκροτούν μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, εντός της οποίας οικονομική, κοινωνική και πολιτική σφαίρα έχουν ενοποιηθεί: μια νέα κρυπτονομισματική Πνύκα, ένα νέο γεωπροσοδικό Ρωμαϊκό Φόρουμ. –Αυτό είναι το κινηματικό παράπλευρο προϊόν των απορροών.

Σε μια συνολική οπτική, η ποσότητα του χρηματοκεφαλαίου, που άπτεται των απορροών, είναι μεγάλη (χωρίς να είναι δυσθεώρητη εν συγκρίσει με άλλα αξιακά μεγέθη), ώστε δεν επιτρέπει τις συνήθεις Προυντονιστικές επιπολαιότητες.

Η χρηματική αξία των ανταλλαγών στις αγορές των απορροών υπολογίσθηκε στα 2020 σε 21,98 δις δολάρια, με πρόβλεψη για 54,484 δις δολάρια μέχρι το 2031.41

Υπό πιο αυστηρά κριτήρια, αν συγκριθεί ως ποσότητα προς ποσότητα με τα καθαρά βιομηχανικά αξιακά μεγέθη (λχ. η τρέχουσα κεφαλαιοποίηση του DAX εκτιμάται μεγαλύτερη των 2 τρις ευρώ), δεν είναι υπερβολική η απόφανση “Much Ado About Nothing”.

Η αξιακή βαρύτητα των απορροών ως τέτοια αφορά επί το πλείστον τις χώρες της Μέσης Ανατολής και τις καπιταλιστικές οικονομίες της Άπω Ανατολής. Αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στις απορροές από αυτήν που πραγματικά έχουν ως τέτοιες, λόγω της διασύνδεσης τους με άλλους χρηματιστηριακούς δείκτες (επί παραδείγματι με το Libor). Ωστόσο, αυτό που έχει την μεγαλύτερη επίδραση, είναι, όπως περιγράφηκε παραπάνω, η χρησιμοποίηση αυτού του “εργαλείου” για την κατασκευή ενός συστήματος κοινωνικού ελέγχου και πειθάρχησης.

Ο παραγωγικός χαρακτήρας των απορροών συνίσταται στο ότι η επίτευξη της μελλοντικής εκπλήρωσης ταυτίζεται με την παραγωγή του μεταβιβασθησόμενου εμπορεύματος, και επιπρόσθετα για να γίνει η απαιτούμενη επιτέλεση εκ μέρους της υποκείμενης οντότητας, συνήθως εκφράζουσας την κίνηση και την τάση κάποιας οικονομικής κατηγορίας, κάποιου οικονομικού ή ακόμη και χρηματιστηριακού δείκτη, αυτό που σε τελική ανάλυση θα την ωθήσει σε αυτό, είναι το παραγωγικό κεφάλαιο. Ωστόσο, αυτό διαμορφώνει μια παραγωγή υπό αίρεση, υπό προϋποθέσεις, ενώ το κεφαλαιακό κύκλωμα για να αναπτυχθεί και να επεκταθεί, χωρεί απροϋπόθετα. Το in termini απροϋπόθετο της παραγωγής είναι η ίδια η συσπείρωση κεφαλαίου.

Στην διανοητική, πολιτισμική πλαισίωση των αγορών των απορροών πρόκειται για μια Νεοπλατωνική αγορά, προφανώς εμπνεόμενη από την θεωρία του Πλωτίνου περί απορροής.42

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η σχετική θεωρία περί απορροής του κράτους από το κεφάλαιο εμφανίσθηκε μέσα στο συγκείμενο της κομμουνιστικής γραμματείας μέσω του έργου του Σοβιετικού Νομικού Ευγένιου Πασουκάνις.43 Η αντιπαράθεση για την Κρατική Απορροή (Staatsableitung) αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 1970 στην Γερμανική κομμουνιστική γραμματεία.44

Η απόφανση, ότι πλέον όλο αυτό δεν είναι βιομηχανικός καπιταλισμός έχει ιδεολογικά ελατήρια. Ο ρόλος των απορροών στην διεξαγωγή του εμπορίου στην παγκόσμια αγορά δείχνει μόνο την γενική καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, την απ’ την δεκαετία του 1970 παγίωση του νόμου πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, την προσπάθεια του συστήματος καπιταλιστικής κυριαρχίας μετερχόμενου μέσω του χρηματοσυστήματος προβλεπτικές πρόνοιες λογικομηχανικού σχεδιασμού, να ελέγξει την κίνηση των οικονομικών κατηγοριών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ωστόσο, η κατ' αυτόν τον τρόπο και καθ' ό εύρος είναι προσδιορισμένη με αυτό τον τρόπο παγκόσμια αγορά, είναι a priori πολιτισμικά υπονομευμένη και υποθηκευμένη, διότι στον ίδιο τον δομικό καθορισμό της ρέπει προς μια δοσμένη μορφή υστεροΡωμαϊκού οριενταλισμού, απόρροια του ότι διαμορφώθηκε στην ολοκληρωμένη μορφή της από τον ίδιο τον καπιταλιστικό πόλεμο στις χώρες της Ανατολής. Ήτοι, έχει απομακρυνθεί από τις αυτοκρατορικές αρχές διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου, όπως διατυπώθηκαν από τον Ρικάρντο,45 καθ' όσον εντός αυτού του καθορισμού της παγκόσμιας αγοράς καταπνίγεται η δυναμική του συγκριτικού πλεονεκτήματος, δυσχεραίνεται η μαζική παραγωγή φθηνών εμπορευμάτων μέσα από την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας. Έτι περαιτέρω, έχει απομακρυνθεί από την πρακτική σύναψης ιμπεριαλιστικών συμφωνιών μοιράσματος της παγκόσμιας αγοράς της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, επί των οποίων ο Χιλφερντινγκ, ο Κάουτσκυ, ο Λένιν ανέπτυξαν την κριτική.46 Αυτό που έχει εσωτερικεύσει ως δομικό χαρακτηριστικό από την ιμπεριαλιστική παγκόσμια αγορά της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης, είναι αυτό που ανέλυσε κριτικά η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο μιλιταρισμός ως τρόπος συσσώρευσης.47

Σε σχέση με την Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση είναι αδιαμφισβήτητα κάτι καινούριο, μια καινούρια δόμηση της παγκόσμιας αγοράς, όπως είναι κάτι καινούριο σε σχέση με την μονολιθική δόμηση της παγκόσμιας αγοράς σε συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα (1945-1993). Το ποσό θα αντέξει είναι σε άμεση συνάρτηση όχι τόσο με τις ιεροποιημένες στην αριστερή ανάλυση εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος, αλλά με την ικανότητα της ταξικής πάλης της παγκόσμιας εργατικής τάξης να μεταφέρεται, να εγκαθίσταται και να αναπτύσσεται στα επίπεδα της παγκόσμιας αγοράς.

Στην γραμματεία των ριζοσπαστικών οικονομικών υπάρχει μια γραμμή ανάλυσης των απορροών ως μορφή γινόμενου/τεχνητού (fiktives) κεφαλαίου.48 Το γινόμενο κεφάλαιο είναι μορφή χρέωσης/πίστωσης και προκύπτει μέσα από την επέκταση, γενίκευση και διευκρίνιση της φυσικής βάσης του χρεωστικού συστήματος. Υπό το φως μιας τελολογικής ερμηνείας, στις απορροές ο σκοπός δεν είναι η χρέωση ως χρέωση (ο δανεισμός), αλλά η παραγωγή, καθ’ όσον το αντικείμενο του συμβολαίου δεν είναι το χρήμα ως αντικείμενο δανεισμού, επομένως και ο τόκος που θα έλθει από την χρέωση, αλλά το μεταβιβασθησόμενο εμπόρευμα.

Επιπρόσθετα, είναι μεροληπτική η αντιμετώπιση των απορροών μέσω της κατηγορίας του χρηματικού φετιχισμού. Οι καπιταλιστής δεν κάνει κάτι απλά για την ικανοποίηση ενός φετίχ του, αλλά για να βγάλει κέρδος: η αξία πραγματώνεται, ώστε να επιστρέψει στην παραγωγή, προκειμένου να πολλαπλασιασθεί και να αυτοεπεκταθεί. Αυτό έχει τόση Αντικειμενικότητα όση κι ένας Μηχανισμός, αλλιώς οι καπιταλιστικές κρίσεις δεν θα ήταν νομοτελειακές, αλλά απόρροιες υποκειμενισμού.

Ο εμπορευματικός φετιχισμός εμφανίζεται στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου κατά την διάρκεια της υλικής εργασίας, και καθώς αυτή αντικειμενοποιείται σε νεκρή εργασία. Το μυστήριο της εμπορευματικής μορφής συνίσταται στο ότι υποθέτει την κοινωνική σχέση μεταξύ των εργατών προς την συνολική εργασία ως μια κοινωνική σχέση που υπάρχει εκτός των εμπορευμάτων ως αντικειμένων, και έτσι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εργασίας μέσα από την οποία παράγεται η εμπορευματική μορφή, εμφανίζονται, αντικαθίστανται από τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των ίδιων των προϊόντων της εργασίας, ως κοινωνικών φυσικών ιδιοτήτων αυτών των πραγμάτων. Κατ' αυτόν τον τρόπο η εμπορευματική μορφή εμφανίζει και αναπτύσσει αναλογίες με τα πράγματα-φετίχ του ομιχλώδους θρησκευτικού: το εμπόρευμα ως κεφάλαιο εμφανίζεται ως φαινότυπος ως εικόνα, ως σημείο, ως θέαμα.

Στην κύρια πλευρά της, η πρακτική των απορροών δεν αφορά αυτό, ούτε η κριτική του φετιχισμού επαρκεί για την κριτική ανάλυση των απορροών, οι οποίες από την συστηματική κριτική παρουσιάσθηκαν ήδη προ της κρίσης του 2008 ως μορφή (κοινωνικού συνολικού) κεφαλαίου.49

iv.Ιστορική Επισκόπηση

Η εξέταση του θέματος από την σκοπιά του ιστορικού υλισμού συμβάλλει στην περαιτέρω κριτική απομυστικοποίησή του:

Η οικονομική ιστορία έχει τεκμηριώσει, ότι οι απορροές είναι ένα παλιό μερκαντιλιστικό τρικ της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και άλλων ναυτιλιακών εταιρειών κατά τους 17ο και 18ο αιώνες,50 ενώ η απώτατη καταγωγή τους εντοπίζεται σε εμπορικές πρακτικές της Αρχαίας Μεσοποταμίας, της Ελληνιστικής Αιγύπτου και του Ρωμαϊκού Κόσμου, στο Βυζάντιο, και στην πιο πρόσφατη ιστορική εκδοχή τους σε Σεφαραδίτικες πρακτικές.51

Προκύπτει από τα ιστοριογραφικά πορίσματα, ότι ιστορικά είναι συνδεδεμένες με την ηγεμονία της ποντοπόρας βιομηχανίας μεταφορών στον ανταγωνισμό μεταξύ των κομματιών του κεφαλαίου, και δη της ναυτιλίας. Αυτή η μορφή διεθνούς εμπορίου αποκαλύφθηκε κατά την δεκαετία του 1720 με την πρώτη καταγεγραμμένη χρηματιστηριακή φούσκα της Εταιρείας Νότιας Θάλασσας, εταιρεία, που κατά κύριο λόγο μετέφερε σκλάβους.52

Επ' αυτών πρέπει να υπενθυμισθεί, ότι η Σμιθική πολιτική οικονομία, ως η πρώτη και βασική μορφή πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου, αναπτύχθηκε ως πάλη ενάντια στον φυσιοκρατισμό, και στον ίδιο χρόνο ως πάλη ενάντια στον μερκαντιλισμό.53

Ομοίως, στον Ρικάρντο, η έννοια του stock54 συνίσταται στην ποσότητα του κέρδους από την απασχόληση του κεφαλαίου, στην ποσότητα της ήδη πραγματωμένης στο κυκλοφοριακό προτσές πρόσθετης αξίας, που εν προκειμένω εισέρχεται ως stock στην χρηματιστηριακή, στην θεωρησιακή (speculative) ανταλλαγή. Στην περίπτωση των εξεταζόμενων πρακτικών έχουμε την εισδοχή στην αγορά προσδοκίας κέρδους ως πρόσθετης αξίας που θα πραγματωθεί σε ένα μελλοντικό χρονικό σημείο. Η ίδια χρονική αντιστροφή παρατηρείται στην περίπτωση του γινόμενου κεφαλαίου, πχ. με την μετατροπή της επιταγής ή της συναλλαγματικής από μέσο πληρωμής σε μέσο πίστωσης, από ενεργό χρήμα σε χρεωστικό χρήμα.

Η παγκόσμια αγορά είναι ένα μακρύ ιστορικό προτσές, που ως συμβατικό ορόσημο έχει την ίδρυση της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στα 1600, αλλά ολοκληρώνεται ως τέτοια μόνο στην δεκαετία του 1860 μετά την πρώτη παγκόσμια κρίση του κεφαλαίου και ως απάντηση σε αυτήν. Είναι γνωστές οι Μεσογειακές θεωρίες, που συνδέουν την παγκόσμια αγορά (κατανοούμενη σχεδόν αποκλειστικά μέσω της ναυτιλίας) με τον εμπορικό καπιταλισμό, ήτοι με τον αναπτυγμένο μερκαντιλισμό, κάτι που προκύπτει θεωρητικά με την ταύτιση του καπιταλισμού με το κεφάλαιο του εμπόρου, του πραματευτή, του επιτηδευματία.55

Ωστόσο, στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, η προσδιοριστική δυναμική της παγκόσμιας αγοράς δεν είναι το μέχρι που φτάνει η ναυτιλία (-Μυκηναϊκά αγγεία έχουν βρεθεί στις νότιες ακτές της Αγγλίας), αλλά η χωροχρονική δυναμική, η εκ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ικανότητα εκμηδενισμού των αποστάσεων και αφανισμού του χώρου με τον χρόνο. Η παγκόσμια αγορά σηματοδοτήθηκε από τεχνική άποψη από την πλήρη αντικατάσταση του ιστιοφόρου από το μηχανικά κινούμενο πλοίο, το οποίο στην συνολικότητά του είναι πλωτό εργοστάσιο, από την επέκταση του σιδηρόδρομου, από την τηλεγραφική υποβρύχια σύνδεση (1842), από την μαζική παραγωγή και τις εξελίξεις της φωτογραφικής μηχανής (1826/7) στην δεκαετία του 1850, από τα πρώτα πειράματα και εφαρμογές ηλεκτρομαγνητισμού, ακόμα και από την φασματολογία.56

Η όλη αντιπαράθεση δεν είναι απλά ιστοριογραφική, αλλά έχει επίπτωση στην ίδια την ταξική διαμάχη για το ποια είναι η πηγή του κοινωνικού πλούτου.

ΙΙ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

Α. Παρουσίαση του θέµατος στην κλασική πολιτική οικονοµία

Ως γενική σχέση η διανοµή προσδιορίζει την ποσοτική αναλογία, µε την οποία οι ενικοποιηµένες υπάρξεις, τα αδιαίρετα, τα άτοµα συµµετέχουν, λαµβάνουν µερίδιο από τα προϊόντα. Σε ποιοτική διαφορά ως προς την παραγωγή έχει έναν συµβεβηκότα χαρακτήρα, πολλές φορές καθορίζεται από την τυχαιότητα, από την σύµπτωση. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει, ότι η διανοµή ως αυθύπαρκτη, ανεξάρτητη σφαίρα είναι ως τέτοια εξω-οικονοµική: η διανοµή είναι κάτι που συµβαίνει, που συντελείται παραπλεύρως και συχνά εκτός παραγωγής.

Εν τούτοις, στην κλασική πολιτική οικονοµία, η διανοµή εξετάζεται προεχόντως ως λειτουργία, εσωτερική και εγγενής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αναπαραγωγής, καθώς λιγότερο ή περισσότερο αυτός κατανοείται και ερευνάται ως οργανικό όλο.

Στον Άνταµ Σµιθ η διανοµή είναι διανοµή εσόδων (µισθοί, κέρδη, εδαφικές πρόσοδοι)57:

“Η συνολική αξία του µεγάλου τροχού της κυκλοφορίας και της διανοµής προστίθεται στα αγαθά, τα οποία κυκλοφορούνται και διανέµονται µε τα µέσα του”.58 “Καθώς τα εµπορεύµατα ανταλλάσσονται, υποτίθενται επίσης να είναι ίσης αξίας, έτσι δύο κεφάλαια απασχολούµενα στο εµπορικό θέληµα, επί των πλειόνων των περιστάσεων, είναι ίσα, ή σε µεγάλη εγγύτητα ίσα: και τα δυο απασχολούνται στην αύξηση των γηγενών εµπορευµάτων δύο χωρών, το εισόδημα και η διατήρηση των οποίων θα γίνει ανεκτή από την διανομή τους στους κατοίκους εκάστης, (και) θα είναι ίση, ή με μεγάλη εγγύτητα ίση”.59

Με τον Σμιθ, η διανομή συνδέεται με τις τιμές, και από την στιγμή που το ευκταίο είναι η προσέγγιση και η επίτευξη των φυσικών τιμών, διαμορφώνονται αποκρίνοντα μοντέλα για τις διανεμητικές σχέσεις.60

Σε αυτό, ο μισθός δεν παρουσιάζεται ως στον ίδιο χρόνο μεταβλητό κεφάλαιο εισερχόμενο εν περιστροφή στο προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, και ως η χρηματικά ποσοτικοποιημένη τιμή της εργασίας, που εκφράζει/δηλώνει μόνο την ελάχιστη αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ως τέτοιας. Επομένως, η σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ διανομή είναι μια λειτουργία του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία έχει να κάνει με την μετατροπή της πρόσθετης αξίας σε κέρδος και με όλες τις επόμενες και παρελκόμενες αυτής διαδικασίες, καθώς και με τους μηχανισμούς εξισορρόπησης τιμών, και με τις καπιταλιστικές εδαφικές προσόδους. Μυστικοποιείται δε ως τέτοια, προκειμένου ακριβώς να παραμένει ακατανόητη η φύση και η ποιότητα της εργασίας στο παραγωγικό προτσές κεφαλαίου.

O Σέυ διαμόρφωσε έναν συστηματικό τρόπο έρευνας της διανομής, διακρίνοντας τον πόλο των εργοδοτών, αυτών οι οποίοι απασχολούν κεφάλαιο, τους οποίους χαρακτηρίζει ως μεσίτες, ως μεταπράτες (brokers), και του άλλου πόλου των πρακτόρων (agents) της παραγωγής.61

Σε αυτό, η διανομή λαμβάνει πλατύτερα χαρακτηριστικά και δυναμικές, καθώς δεν εξετάζεται μόνο στην κυκλοφορία του κεφαλαίου και σε προσδιορισμένες εκδηλώσεις του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής (όπως κύρια στον Σμιθ), αλλά φαίνεται, ότι συνιστά το κεντρικό επίδικο, το κεντρικό αντικείμενο του ταξικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πόλων. Επί του πρακτέου, το σύστημα του Σέυ περί διανομής είναι μια θεωρία και πρακτική μη διαμεσολαβημένης ταξικής πάλης εντός της κοινωνικής ολότητας.

Στην κυρίαρχη ιδεολογία, καθώς και στην θρησκεία, οι σχέσεις διανομής προβάλλουν ως συνθήκες με ισχύ μη μετατρέψιμων φυσικών νόμων ανεξάρτητων από την ιστορία. Επ’ αυτού εδράζεται η μεταφυσική των κοινωνικών συμβολαίων: η κατά Τρόντι συμβολαιακή λογική της κυριαρχίας.

Στο μέτρο που κάποιος αμφισβητεί αυτό, προβάλλοντας την απαίτησή του ως πράκτορας της παραγωγής, τότε σε πρώτο χρόνο αδιαίρετος ταξικός ανταγωνισμός ξεσπάει γύρω απ’ αυτό.

Στην κατανόηση του Σέυ, ο ταξικός ανταγωνισμός ως με δυνατότητα γενίκευσης πάλη μεταξύ των δύο αντιτιθέμενων πόλων αναπτύσσεται, κάθε φορά που ο εργάτης εμφανίζεται στο ανταγωνιστικό προσκήνιο όχι μόνο ως πνευματικό εξάρτημα της μηχανής, αλλά έχοντας αυτοσυνειδησία περί της ως τέτοιας επιπρόσθετης ποιοτικής διάστασης της εργασίας του ως agency. Απ’ αυτήν την σκοπιά η συστηματική θεωρία του Σέυ περί διανομής προσφέρει θέσεις επίθεσης για τον εργατικό ανταγωνισμό.

Με αυτόν τον τρόπο, η οργάνωση και η σύσταση της διανομής γίνεται συνολικά προσδιορισμένη από την οργάνωση και την σύσταση της παραγωγής, καθώς –θέλοντας και μη- γίνεται αντιληπτό, ότι κάθε τι που είναι να διανεμηθεί, είναι αποτέλεσμα του παραγωγικού προτσές, και για να διανεμηθεί, πρέπει να μπει στην σφαίρα της κυκλοφορίας, και ακόμα πιο προωθημένα να λάβει πιο ειδικά προσδιορισμένες μορφές στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής. Μόνο στην διανομή της εδαφικής προσόδου η διανομή καθιστάμενη καταμερισμένη, χωρισμένη σε μερίδια, μετατρέπεται σε ένα παραγωγικό άστραμμα, σε μια παραγωγική ψευδαίσθηση.

Με αυτό, εντοπίζεται μια διαδικασία υπαγωγής της διανομής στην παραγωγή, μέσα από την οποία η πρώτη γίνεται πρακτόρευση της δεύτερης ως πρακτοριάς. Ωστόσο, σε σχέση προς την παραγωγή η διανομή εκτυλίσσεται στο αφηρημένο επίπεδο ανάπτυξης: είναι ως τέτοια αφαίρεση παραγωγικών σχέσεων. Δι’ αυτού του τρόπου, η διανομή γίνεται το κυριολεκτικό θέμα της σύγχρονης οικονομίας εντός της αστικής κοινωνίας.

Τα ζητήματα που τίθενται είναι, με ποιόν ειδικά προσδιορισμένο τρόπο παράγεται η διανομή, σε ποιο μέτρο η σύγχρονη αστική κοινωνία ως οργάνωση και αποκρυστάλλωση διανεμητικών σχέσεων αποκρίνεται στο ανέβασμα του επιπέδου και του ποιοτικού περιεχομένου των παραγωγικών σχέσεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αντιστοιχούν στην εκάστοτε δοσμένη επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, και αν οι διανεμητικές σχέσεις είναι παραγωγικές σχέσεις.

Η κριτική διερεύνηση αυτών των ζητημάτων δεν μπορεί να προχωρήσει, αν δεν ληφθεί υπ’ όψη η διαφωνία μεταξύ της κλασικής πολιτικής οικονομίας και της Γερμανικής Οικονομικής Σχολής, σχετικά με την διανομή.

Ο Μαξ Βέμπερ ανέλυσε την διανομή ως κατ’ εξοχήν κοινωνική κατηγορία εντός των συστημάτων των κοινωνικών τάξεων, των κτήσεων, των θέσεων και των εδρών, και των κομμάτων, ιδωμένων όλων ως ομαδικών, συλλογικοποιημένων κοινοτήτων.62

Η διανομή της ισχύος διαμορφώνει την κοινωνική τάξη (order). Σ’ αυτό η διανομή είναι διαμεσολάβηση των συγκεκριμενοποιήσεων (κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών) της ισχύος, η οποία έτσι εμφανίζεται και πραγματώνεται εντός αυτών των συνόλων. Ώστε, όσο πιο πολύ η διανομή διαμεσολαβεί την ισχύ, τόσο παρίσταται ως διαμεσολάβηση της ίδιας της πραγμότητας.

Αυτό έχει να κάνει με έναν ανανεωμένο πολιτικό εκφεουδαλισμό: την αντίληψη αυτών των οργανικών συνόλων ως κτήσεων, ως estates. Η διανομή γίνεται κατ’ αναλογία η real estate πρακτική και η διαδικασία της εσωτερικότητας της αστικής κοινωνίας έως τον βαθμό “μονοπώλησης της φυσικής δυνάμεως”63 έως το σημείο κατοχής κάποιου ποσοστού Πραγμότητας.64

Β. Παρουσίαση του Θέματος από τον Ένγκελς

Εντάσσοντας το θέμα της διανομής στο εννοιολογικό συγκείμενο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, και αξιοποιώντας από εργατική σκοπιά την φιλοσοφία του ασυνείδητου του Χάρτμαν, ο Ένγκελς σε επιστολή του σε έναν εκ των επιφανέστερων εκπροσώπων της Γερμανικής Οικονομικής Σχολής, στον Βέρνερ Σόμπαρτ, προσδιορίζει την καπιταλιστική διανομή (Verteilung: δηλώνει επίσης την απονομή και την εξάπλωση) ως ασυνείδητο, συντείνον στην εξίσωση της ποσοστιαίας διανομής της συνολικής πρόσθετης αξίας επί του συνολικού κεφαλαίου.

Συνάμα, στην επιστολή του αυτή εμπλουτίζει τον ιστορικό υλισμό, καθώς παρουσιάζει τα μείζονα ιστορικά αποτελέσματα όχι ως προϊόντα σχεδίων, ούτε ως προ-νοημένα, αλλά ως μη επιθυμητά ως τέτοια, ως απρόβλεπτες συνέπειες.65

Σε αυτό, η διανομή είναι το ασυνείδητο της έχουσας καπιταλιστική αυτοσυνειδησία αστικής κοινωνίας: ο μπουρζουάς εμπλέκεται στην διανομή, όπως ο δεσμευμένος κούνελος κυνηγάει το καρότο: είναι η αδιόρατη πραγματική δέσμευση του μπουρζουά.

Για να έλθουμε σε επαφή με επιπρόσθετες πλευρές της ανάλυσης του Ένγκελς περί διανομής, είναι χρήσιμο να δούμε τα σχετικά αποσπάσματα απ’ το Αντι-Ντύρινγκ.

Οι διαφοροποιήσεις στην διανομή είναι η εμφάνιση των ταξικών διαφορών, ο χωρισμός των κοινοτήτων και της κοινωνίας σε προνομιούχους και δυσαρεστημένους.66 Εδώ, όπως και παραπάνω, η διανομή έχει ασυνείδητο, σχεδόν αυτοματικό χαρακτήρα, καθ’ όσον δεν είναι απλά παθητικό προϊόν της παραγωγής και της ανταλλαγής, αλλά εργάζεται επέκεινα αυτών.67 Η σύνδεση της εκάστοτε διανομής με τις εκάστοτε υλικές συνθήκες ύπαρξης της κοινωνίας ερείδεται επί της φύσης του αντικειμένου, το οποίο καθρεφτίζεται επί του λαϊκού πνεύματος.68 Αυτολεξεί: η διανομή διαμορφώνει μια αφόρητη ταξική κατάσταση.69

Το ασυνείδητο της διανομής φτάνει σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξης, στην παρουσίαση του σοσιαλισμού, ώστε η διανομή παρίσταται ως άμεση, που όπως η μη διαμεσολαβημένη κοινωνική παραγωγή, περιλαμβάνει την μεταμόρφωση των προϊόντων σε εμπορεύματα και των εμπορευμάτων σε αξίες.70

Για να κατανοηθεί αυτός ο προσδιορισμός, πρέπει να προσμετρηθεί και να ληφθεί υπ’ όψη η αφανής, beyond εργασία της διανομής, ώστε υπό τα κριτήρια της φιλοσοφικής συνέπειας πρέπει να κατανοηθεί ως μια μορφή εργώδους πραγματικής αφηρημένης διαμεσολάβησης.

Η διανομή γίνεται στιγμή της παραγωγής, μόνο όταν εγείρεται εντός της Αντικειμενικής Λογικής της τελευταίας. Σε αυτό, σε πρώτο χρόνο, στην αμεσότητα του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου τείνει προς την ταύτισή της με τον καταμερισμό εργασίας, και γι’ αυτό δεν εξωτερικεύεται ως ποσοτικές σχέσεις και αναλογίες, αλλά ως διανομή ποιοτικών στοιχείων και δυναμικών. Η διανομή ως στιγμή της παραγωγής είναι η διανομή των πρακτόρων της παραγωγής: ποιος δουλεύει πού, ποιος δουλεύει σε τί: σε ποια τμήματα του μητροπολιτικού εργοστασίου, σε ποιες καθορισμένες λειτουργίες της αστικής κοινωνίας δουλεύει, απασχολείται σε αυτές έκαστος εκ των πρακτόρων της παραγωγής. Η διανομή ως στιγμή της παραγωγής έλκεται από τον κεντρικό σχεδιασµό, και όσο έλκεται απ’ αυτόν, τόσο προσιδιάζει σε λειτουργία του, ώστε το πρόβληµα της διανοµής στην πλήρη, απελευθερωµένη ανάπτυξή του γίνεται πρόβληµα κεντρικού σχεδιασµού, σοσιαλιστικό πρόβληµα, κάτι που εντόπισε ο Ένγκελς.

Αλλά, αυτό είναι κάτι που είναι εντελώς οργανικά ενταγµένο στην παραγωγή, κείται ανεξάρτητα της έχουσας καπιταλιστικές λειτουργίες και χαρακτηριστικά αστικής κοινωνίας. Η αστική κοινωνία ως προνοµιακός χώρος της καπιταλιστικής διανοµής αναπτύσσεται ως αυτοτελής της παραγωγής φαινοµενικότητα, η οποία είναι αντιληπτή και κατανοήσιµη µόνο µέσα από τις προς τούτο ικανότητες και δυναµικές της πραγµατικής παραγωγής.

Γ. Σύγχρονες θεωρίες επί της Καπιταλιστικής Διανοµής

Ο Νικολάι Μπουχάριν στο κείµενό του µε τίτλο «Μια Οικονοµία άνευ Αξίας»71 (1914), ασκώντας κριτική στον Mikhail Tugan-Baranovsky για το έργο του µε τίτλο «Η Κοινωνική Θεωρία της Διανοµής» (1913) προέβη σε µια µε συστηµατική πρόθεση εξέταση της καπιταλιστικής διανοµής, ξεκινώντας από Ρικαρντιανή αφετηρία. Αντιπαρατίθεται ευθέως στην Αυστριακή Σχολή, καταλογίζοντας, ότι η παρουσίαση της διανοµής γίνεται «διά του ἀφαιρεῖσθαι εκ των κοινωνικοϊστορικών συνθηκών της δοσµένης οικονοµικής ευταξίας της ζωής»72, και µ' αυτόν τον τρόπο συγκαταλέγει την ανάδειξη της κοινωνικής λειτουργίας της καπιταλιστικής διανοµής από τον Tugan-Baranowsky στις πρόνοιες των Αυστριακών οικονοµικών.

Στην αµέσως επόµενη σειρά του κειµένου του υποπίπτει σε λογική αντίφαση, καθ' όσον κατηγορεί τα Αυστριακά οικονοµικά περί της καταχώρισης του ζητήµατος της διανοµής στην ανταλλακτική αξία ως εν εαυτώ και δι' εαυτώ,73 ενώ αυτό είναι τάση της κλασικής πολιτικής οικονοµίας.

Εποµένως, στην «οικονοµία» του Μπουχάριν, η διαφωνία µεταξύ της πολιτικής οικονοµίας της Αγγλίας και αυτής της Γερµανίας αναπαράγεται σε Μαρξιστικό συγκείµενο, και κατ' αυτόν τον τρόπο τροποποιείται περιεχοµενικά.

Στην συνέχεια αναφέρει: «στην διανομή προσδιορισμένες κοινωνικά εργασιακές σχέσεις βρίσκουν την έκφρασή τους».74

Επιπρόσθετα: «οι μορφές διανομής εμφανίζονται πάντοτε ως μορφές της μόνιμης αναπαραγωγής των προσδιορισμένων παραγωγικών σχέσεων».75

Σ' αυτό έχουμε μια δυναμική-σχεσιακή έκθεση του θέματος, ωστόσο λίγες γραμμές παρακάτω προβαίνει σε μια απολυτοποίηση περί του ότι «η καπιταλιστική παραγωγή ως ιστορική μορφή διανομής αποκρίνεται στην καπιταλιστική ανταλλαγή»76. Δι' αυτού υποπίπτει στο γνωστό μερκαντιλιστικής κοπής σφάλμα, καθ' όσον αποδίδει οντολογικά το πρωτείο στο εμπόριο έναντι της παραγωγής.

Στην συνέχεια, de facto υποτιμά την εργατική κριτική, παρουσιάζοντάς την ως εκπροσώπηση της Ρικαρντιανής εργασιακής θεωρίας της αξίας. Επ’ αυτού κάποιος θα μπορούσε να πει, ότι ο Μπουχάριν απ' την στιγμή που κατά το 1914 δεν κατανοούσε την ανταγωνιστική ποιότητα της εργατικής κριτικής ως αυτό που είναι, ήτοι κριτική -και όχι εκπροσώπηση- της κλασικής πολιτικής οικονομίας (τις θέσεις της οποίας ο ίδιος αναπαράγει πιστά στο κείμενό του, καθ' όσον ναι μεν δεν εμφανίζει την καπιταλιστική διανομή οργανικά ενταγμένη στο συνολικό προτσές, όπως στην θεωρία του Σμιθ, αλλά την εμφανίζει ατόφια Ρικαρντιανά, κυρίως ενταγμένη στο προτσές κυκλοφορίας, στην καπιταλιστική ανταλλαγή), όλο το θεωρητικοοικονομικό οικοδόμημά του είναι σαθρό και ελλειμματικό.77

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που δείχνει η παραπάνω θεωρία, προς σχετική απόκλιση από τις επί τούτου αναπτύξεις της εργατικής κριτικής στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, είναι η πραγμάτευση της διανομής με τους καθαρούς θεωρησιακούς όρους (με την ορολογία, όπως λέει ο Μπουχάριν) της ανταλλακτικής αξίας, του εμπορεύματος, του κοινωνικού προϊόντος, της ανταλλαγής και του μισθού. Αυτό δείχνει την επιδίωξη οικονομικοποίησης της διανομής από την σκοπιά των εργατικών συμφερόντων. Από την άλλη, καταδεικνύονται οι εμφανισθείσες στρεβλώσεις στην κατανόηση της εργατικής κριτικής, ανακύψασες στους κόλπους της μέσης και ύστερης Β΄ Διεθνούς, δηλαδή καταδεικνύεται, πως η εκ μέρους της Β΄ Διεθνούς ανάγνωση στα πρωτότυπα έργα της εργατικής κριτικής γινόταν διά της τεθλασμένης, κύρια από Ρικαρντιανή σκοπιά,78 και όχι με σημείο αναφοράς την ίδια την εργατική κριτική.

H όλη συζήτηση στην προεπαναστατική Ρωσία και στις χώρες της μετέπειτα ΕΣΣΔ καθιέρωσε (κόντρα στα τότε λεγόμενα περιθωριακά οικονομικά)79 -κάτι το οποίο εκφράζεται μεταπολεμικά στα έργα της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας- μια γραμμή ανάλυσης περί άμεσης σύνδεσης της διανομής με το εισόδημα των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων, καθώς και με το πως κατανέμεται το συνολικό κοινωνικό προϊόν ανάμεσα στις χώρες.80

Σε μια παραπλήσια κατεύθυνση κινήθηκε μεταπολεμικά και η Γερμανική επιστήμη, υποχωρώντας σχετικά από τις θέσεις της Γερμανικής Οικονομικής Σχολής.81 Εντούτοις, στην πρόσφατη Γερμανική γραμματεία η Βεμπερικoύ τύπου γραμμή ανάλυσης έχει επανέλθει.82

Στο «Κεφάλαιο»83 του Πικετύ, η καπιταλιστική διανομή αφενός αναβαθμίσθηκε από θέμα σε ζήτημα (frage), και αφετέρου επαναφέρθησαν όψεις της εισοδηματικής γραμμής του Μπουχάριν, ώστε πάλι πίσω απ' αυτήν την θεωρία υποκρύπτεται ως κύρια πλευρά η θεωρία περί ιμπεριαλιστικών σχέσεων εξάρτησης και ανισοτιμίας.84 Πρόκειται δηλαδή στην ουσία της για μια ανάλυση Χομπσονιανής υφής. Ο γενικός άξονας είναι ίδιος, όπως και στον Μπουχάριν: με την ταχυδακτυλουργική εμφάνιση της διανομής στο καπιταλιστικό πρώτο πλάνο, δηλαδή με τον παραγκωνισμό της ζώσας εργασίας, η ανάλυση πάει με κρυπτομερκαντιλιστικό τρόπο πιο πίσω κι απ’ τον Σμιθ, καθ’ όσον η εργασιακή πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής συσκοτίζεται και μυστικοποιείται.

Πιο διαφωτιστικό χαρακτήρα μπορεί να λάβει η κριτική σ’ αυτές τις θεωρίες, με την παρουσίαση της κριτικής πρόσληψης του έργου του Πικετύ στον Γερμανικό χώρο.85

Κατ' αυτήν την κριτική, το εξηγητικό μοντέλο για τον προσδιορισμό των μισθών και των κερδών του Πικετύ είναι συναφές στις βασικές αρχές της νεοκλασικής μεγέθυνσης και της θεωρίας περί διανομής, αλλά, έχουν αλλάξει οι ιδεολογικές προθέσεις.86

Απ' αυτήν την άποψη, το έργο του Πικετύ συγκαταλέγεται στην συνολική γραμματεία της εναλλακτικής προς την καπιταλιστική οικονομία γραμματεία, η οποία ντρέπεται ή δεν θέλει να μιλήσει ανοιχτά για σοσιαλισμό. Στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, καθώς και στο LSE, όπου εδράζεται ο Πικετύ, (όπως και ο Χόμπσον και εκπρόσωποι της Φαβιανής Εταιρείας) τέτοιας ποιότητας εναλλακτική φιλολογία είναι στην ημερήσια διάταξη.87

Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, αυτό το οποίο υποκρύπτουν τέτοιες εναλλακτικές θεωρίες περί της καπιταλιστικής διανομής, είναι ο τρόπος λειτουργίας της διανομής ως αναπόσπαστης δυναμικής της πορείας συσπείρωσης και συγκέντρωσης κεφαλαίου μέσα απ' την μείωση του μεταβλητού τμήματος του κεφαλαίου, και δη ότι σε αυτήν την πορεία αφενός η αύξουσα συγκέντρωση κοινωνικών μέσων παραγωγής στα χέρια αδιαίρετων καπιταλιστών μειώνεται από τον βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού πλούτου, και αφετέρου εκείνο το τμήμα του κοινωνικού κεφαλαίου, που ενοικεί σε κάθε ξεχωριστή σφαίρα της παραγωγής, διανέμεται μεταξύ ποικίλων ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους καπιταλιστών -σε αυτό η διανομή παρίσταται ως παραγωγική σχέση μεταξύ καπιταλιστών, αφορώσα αποκλειστικά το παραγωγικό προτσές κεφαλαίου. Έτσι, αυτή η πορεία, που αφορά την βαθιά εσωτερικότητα του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου, όπως εμφανίζεται στο προτσές συσπείρωσης και συσσώρευσής του, αποσπάται εκ μέρους αυτής της γραμματείας από το ίδιο το προτσές, και εφαρμόζεται μηχανιστικά κατ' ισοδυναμία μάλιστα των σχέσεων και ανταλλαγών μεταξύ χωρών, με αποτέλεσμα, αντί να έχει την κεντρικότητα η εργασία και συνεπακόλουθα η εργατική τάξη, την έχει -θεωρητικά και ιδεολογικά- η διανομή ως νεοϊμπεριαλιστική σχέση μεταξύ χωρών και εθνικών σχηματισμών. Κατά τον ίδιο τρόπο η είσοδος ενός ποσοστού πρόσθετης αξίας στο συνολικό προτσές και στην παγκόσμια αγορά εμφανίζεται (με ιδεολογικές προθέσεις) ως «μεταφορά υπεραξίας από τις αδύναμες στις ισχυρές χώρες».

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η διανομή ως δυναμική του προτσές συσπείρωσης και συσσώρευσης κεφαλαίου απολύει -πάλι θεωρητικά και ιδεολογικά- τον ρόλο της στην διαδικασία κεντρικοποίησης κεφαλαίου, ο οποίος είναι τέτοιος μέσω της αλλαγής του ποσοτικού γκρουπαρίσματος των συστατικών, των συνιστωσών του κοινωνικού κεφαλαίου, πρακτικά μέσω της απόσυρσης τεράστιων μαζών κεφαλαίου από πολλά ενικά χέρια, ώστε το έσχατο όριο της κεντρικοποίησης σε μια δοσμένη επιχείρηση προσεγγίζεται, όταν όλα τα επενδυμένα κεφάλαια έχουν συνενωθεί, έχουν συγχωνευθεί σε ένα ενικό κεφάλαιο, και με την ίδια λογική σε κοινωνικό επίπεδο, όταν το κοινωνικό συνολικό κεφάλαιο είναι στα χέρια μιας ενικής καπιταλιστικής εταιρείας.

Συνεπεία των ως άνω, μια διάκριση στους δηλούντες την διανομή όρους καθίσταται αναγκαία: αυτή μεταξύ της distribution (διανομή lato sensu) και verteilung (διανομή stricto sensu, που δηλώνει και την εξάπλωση). Προκειμένου να μην γίνει παρανόηση, πρέπει να διευκρινισθεί, ότι η αστική κοινωνία συνδέεται με το πρώτο, ενώ το δεύτερο αφορά σχεδόν αποκλειστικά το παραγωγικό προτσές κεφαλαίου και το συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής.

Η διανομή εργαζόμενου πληθυσμού στους διακριτούς τομείς της παραγωγής, που αναφέρθη ανωτέρω στο κείμενο ως ποιότητα της διανομής ως παραγωγική σχέση (ως στιγμή της παραγωγής), είναι μια διαδικασία, η οποία αφορά την προοδευτική παραγωγή σχετικού υπερπληθυσμού ή βιομηχανικού εφεδρικού στρατού μέσα από το προτσές συσσώρευσης, συσπείρωσης κεφαλαίου. Συχνά, αυτής της ποιότητας η διανομή συνδέεται άμεσα με τον ίδιο τον μιλιταρισμό ως τρόπο συσσώρευσης.88

Η διανομή stricto sensu εμφανίζεται ως άμεση σχέση μεταξύ εργατών και καπιταλιστών (επομένως σε αυτό έχει την μεγαλύτερη αμεσότητα ως παραγωγική σχέση) κατά την ενεργοποίηση του νόμου (ως τέτοιου) της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους: η µάζα των κερδών µένει ίδια, µόνο αν διανέµεται διαφορετικά, αλλιώτικα, µεταξύ του συνόλου των εµπορευµάτων, και αυτή η αλλαγή στην διανοµή δεν αλλάζει την διανοµή της ποσότητας της αξίας, παραχθείσας υπό της νέας προστιθέµενης εργασίας, µεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών. Με ίδιο τρόπο, η τυχαία, η συγκυριακή διανοµή της πρόσθετης αξίας µεταξύ ποικίλων κατηγοριών δεν αφορά και δεν αγγίζει την πτωτική σχέση της ίδιας της πρόσθετης αξίας προς το επενδυµένο, καταβεβληµένο κεφάλαιο, που αποτυπώνει την πτώση του ποσοστού κέρδους.

Εποµένως, ο Μπουχάριν ορθά ανέδειξε στο κείµενό του, ότι στην διανοµή ως παραγωγική σχέση µεταξύ καπιταλιστών και εργατών η καθοριστική δυναµική είναι µη διαµεσολαβηµένα η πάλη των τάξεων. Με αυτόν τον τρόπο, επικαθήµενης επ' αυτής της ταξικής πάλης, η διανοµή stricto sensu γίνεται, όπως ανέλυσε ο Σέυ, διανοµή lato sensu.

Όµως, η παραπάνω λειτουργία της stricto sensu διανοµής στους µηχανισµούς του νόµου ως τέτοιου, συσκοτίζεται από την εναλλακτική γραµµατεία, καθώς στην θέση των εργατών παντελώς αυθαίρετα τίθενται οι αδύναµες χώρες και στην θέση των καπιταλιστών οι ισχυρές χώρες. Σ' αυτό, η εναλλακτική Verteilungstheorie εµφανίζεται ως η µεταφυσική του ιµπεριαλισµού: µετά-φραση µυστικοποιηµένων σχέσεων, οι οποίες αποδίδουν την ίδια την ιµπεριαλιστική στατικότητα.

ΙΙΙ. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Α. Ιστορικός Υλισµός και Θεωρία Ταξικής Πάλης

Από το δεύτερο µισό του 20ου αιώνα, ο ιστορικός υλισµός κατέστη µια πειθαρχία µε την Φουκοϊκή έννοια του όρου, δηλαδή κάτι που καθιδρύει νέες σχέσεις µεταξύ λέξεων και πραγµάτων, ένα λιγότερο ή περισσότερο γνωσιακό καθεστώς. Το επιφαινόµενο αυτού είναι η εδραίωσή του στα πανεπιστήµια και συλλήβδην στον ακαδηµαϊκό χώρο.

Στην πρωτότυπη εργατική κριτική, ο ιστορικός υλισµός εκπηγάζει από την έκβαση της Κλασικής Γερµανικής Φιλοσοφίας και την κριτική στην Γερµανική Ιδεολογία, συνιστώντας την υλιστική κατανόηση της ιστορίας. Απ' αυτήν την σκοπιά δεν διαθέτει αυτοτέλεια έναντι της εργατικής κριτικής. Ακόμα και σε σχέση με την ειδικά προσδιορισμένη μορφή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αναπτύσσεται στον ίδιο χρόνο με αυτήν, συχνά ως προϋπόθεση της συγγραφής και άσκησής της.

Ο Σοβιετικός ακαδημαϊσμός ήδη από τις δεκαετίες του 1920 και 1930 εμφάνιζε τόσο τον ιστορικό υλισμό, όσο και αυτό που ονομάσθηκε διαλεκτικός υλισμός, ως θεματικά αυτοτελείς (σε σχέση με την κριτική της πολιτικής οικονομίας) επιστήμες, ενταγμένες πολιτικοϊδεολογικά σε έναν πολιτικό προοδευτισμό, σε έναν παραγωγικό εξελικτισμό, και στον ίδιο χρόνο η κριτική της πολιτικής οικονομίας εμφανιζόταν ως κάτι προσαρμοσμένο κύρια στην κριτική της Αγγλόσφαιρας, του Αγγλοσαξονικού κόσμου.

Η “κρίση του [δοσμένου] Μαρξισμού”89 πράγματι επήλθε κατά την διάρκεια του παγκόσμιου 1968 ως απόρροια της κριτικής εις βάρος του ακαδημαϊσμού, συχνά εκφερόμενης από τους ίδιους τους φορείς της εργατικής κριτικής τόσο στην Ευρώπη, όσο και κύρια στην Κίνα της Μ.Π.Π.Ε.

Η “κρίση του Μαρξισμού” δεν μας αφορά τόσο, καθ' όσον αναπτύσσεται κάθε τόσο μέσα στα ίδια τα πανεπιστημιακά κέντρα, μέσα στα κατά Γκράμσι οχυρά της κουλτούρας, δηλαδή είναι κάτι που συντάσσεται ένθεν και ένθεν με σχετικά Σχολαστικούς όρους, κάτι που η ίδια η ανηλεής κριτική του υπάρχοντος μπορεί να παρουσιάσει ως ένθεν και ένθεν ιδρυματισμό.

Η ιστορία συνολικά τίθεται ως προς την εργατική κριτική ως διανοητικό και πραγματικό πρόβλημα με την κεντρική μορφή της φιλοσοφίας της ιστορίας. -Δεν είναι ένα πεδίο απόσπασης, εξαγωγής, εξόρυξης μιας τεκμηρίωσης ή ακόμα μιας δικαιολόγησης για την επιθυμητή κατεύθυνση των πραγμάτων ή για την ex post factum δικαίωση των πεπραχθέντων. Πολύ περισσότερο, η ιστορία ab sich δεν παρέχει κάποιο ασφαλές και αξιόπιστο δίδαγμα για την επιτυχή διεξαγωγή της ταξικής πάλης. Ακόμα και κατά τα τελευταία 25 χρόνια το κομματικά οργανωμένο κομμουνιστικό κίνημα (παρόλη την ανάπτυξη των ενδελεχών ερευνών του ιστορικού υλισμού) υπέπεσε σε παρόμοια λάθη και σφάλματα (με μικρότερη κλίμακα και ένταση), μ’ αυτά στα οποία είχε υποπέσει καθ' όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα.

Το να μπορεί μια εργατική συλλογικότητα να διεξάγει πάλη εις βάρος της τεχνητής νοημοσύνης για την εξάπλωση μιας απεργίας είναι απίστευτα πιο χρήσιμο από την επίλυση κάποιου παρελθόντος ιστορικού μυστηριακού γεγονότος, ακόμα κι αν αυτό το μυστηριακό γεγονός έχει άμεση αναφορά στην ταξική πάλη.

Ωστόσο, στην οπτική της εργατικής κριτικής, ο επιστημονικά οργανωμένος και έτσι παραγόμενος ιστορικός υλισμός, όπως κάθε μορφή επιστήμης, είναι άμεση παραγωγική δύναμη: από μια πιο ειδικά προσδιορισμένη σκοπιά μη διαμεσολαβημένη μορφή τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει, ότι ο ιστορικός υλισμός, όπως και πολλές άλλες συναφείς και αναφερόμενες στην κριτική επιστήμες, είναι στο μέσο της κονίστρας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας για το ποιός τις ελέγχει, για το ποιός τις βάζει να δουλεύουν για λογαριασμό του.

Από την άλλη, όπως είδαμε, καινούρια ζητήματα αναδεικνύονται, από το γεγονός, ότι η cyber θεωρία και φιλολογία, ακόμα περισσότερο η με επιστημονικά ερείσματα sci-fi γραμματεία είναι πιο συναφής στην σύγχρονη εργατική κριτική από την οποιαδήποτε κατά Γκράμσι σεκταριστική ιστορία του οποιουδήποτε κομμουνιστικού, αριστερού, αναρχικού κλπ. κόμματος.

Αυτό είναι αποτέλεσμα της ίδιας της σε μεγάλο βαθμό μηχανικής διαμεσολάβησης ακόμα και της Διαλεκτικής Σκέψης. Για όποιον βρίσκεται και δουλεύει μέσα στην ενεργή βιομηχανική πραγματικότητα, αυτή η διαμεσολάβηση είναι κάτι αντικειμενικά αναπόφευκτο.

Επομένως, όπως έχουμε αναπτύξει σε διάφορες δουλειές και έρευνες, από τα ίδια τα πράγματα τίθεται ως κριτήριο για τις αυτοτελοποιημένες πειθαρχίες, που έχουν σημείο αναφοράς στην εργατική κριτική, το κατά πόσο μετέχουν, βρίσκονται σε ενεργή διαλεκτική επικοινωνία με την Γενική Νοημοσύνη. Αυτό είναι η δυναμική που τους προσδίδει την απαιτούμενη βιομηχανική συνάφεια, που τις κάνει συναφείς στην σύγχρονη εργατική εμπειρία, στις αντικειμενικές επιστημονικές εξελίξεις.

Τέτοιας ποιότητα κριτήρια τίθενται με μεγαλύτερη επιτακτικότητα, όσο δυσχεραίνεται η ανάπτυξη ανεξάρτητου από το κράτος και το κεφάλαιο πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης. Δεν είναι κάτι που προκύπτει από τον οποιοδήποτε υποκειμενισμό ή εμπειρισμό, αλλά αφορά τις αντικειμενικές συνθήκες, τους δοσμένους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης στον λεγόμενο Δυτικόκοσμο.

Ο ιστορικός υλισμός αποκρίνεται κατά κύριο λόγο στην κατανόηση της έννοιας και της ιστορικής εμπειρίας του τρόπου παραγωγής, στην αντιπαράθεση και διαδοχή μεταξύ των διαφορετικών τρόπων παραγωγής, στην απ' την σκοπιά του γίγνεσθαι διάκριση μεταξύ οικονομίας και μορφών κοινωνικής συνείδησης, μεταξύ βάσης και υπερκτίσματος, Ιδεαλιστικής Σφαίρας, στην κριτική εξέταση της Κρατόσφαιρας.

Η διατύπωση, ότι η επιστήμη είναι άμεση παραγωγική δύναμη είναι μια γνήσια διατύπωση της εργατικής κριτικής επί της ανάλυσης της οικονομικής κρίσης των τελών του 1850, και της πρώτης περιγραφής της Γενικής Νοημοσύνης μετά τον εντοπισμό του ειδικά προσδιορισμένου τρόπου συνάρθρωσης μεταξύ Εργάτης και Μηχανής, και της διαπίστωσης περί ύπαρξης και λειτουργίας του Αυτόματου της Γενικής Νοημοσύνης. -Το Αυτόματο της Γενικής Νοημοσύνης είναι ο κατά Μαίρη Σέλλεϋ “Σύγχρονος Προμηθέας” της εργατικής κριτικής.

Ωστόσο, η μπουρζουάδικη κρατική μορφή, το γνήσιο πολιτικό κράτος (ιδωμένο σύμφωνα με την Λενινική κριτική ως μηχανισμός) είναι ιστορικά εμμενές στην Γερμανική Ιδεολογία, παρ' όλη την μετά- φιλολογία. Αυτό σημαίνει, ότι όσο συμφέρον έχει η εργατική τάξη να παρουσιάζει και να επιβεβαιώνει στην πρακτική της κοινωνικής εργασίας την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη, άλλο τόσο (και συχνά αντίρροπο) συμφέρον έχει το κράτος να παρουσιάζει και να στρεβλώνει την επιστήμη ως στην κύρια πλευρά της ιδεολογική μορφή, ως μορφή (φενακισμένης, ψευδαισθησιακής) κοινωνικής συνείδησης, ακόμα κι αν αναγκάζεται στα ντροπαλά να την παρουσιάζει στην πλέον αναπτυγμένη μορφή της ως Γερμανική Επιστήμη, ήτοι ως μια τάξη με προσανατολισμό προς τον σοσιαλισμό. Σε αυτό, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Μανιφέστο έχει αντικατασταθεί από τους θεσμούς της προχωρημένης Γερμανικής Ιδεολογίας, από τις ίδιες τις κρυσταλλώσεις της Γερμανικής Επιστήμης: το κόμμα των επιστημόνων έχει γίνει η σύγχρονη κομματική μορφή.

Ουδείς ιστορικός υλισμός, ουδεμία ποιότητα ή μορφή Μαρξισμού δεν μένει έξω απ' αυτό, όσο έχει την κύρια έδρα μέσα στα ιδρύματα της καπιταλιστικής επιστήμης, κι όχι μέσα στα πεδία της ταξικής πάλης, στο μητροπολιτικό εργοστάσιο.

Αυτό δεν είναι ένας ταξικός εμπειρισμός, ή ένας τραχύς εργατισμός. Κι αυτό γιατί δεν είναι το κέλυφος που καθορίζει την ποιότητα. Ο per se χώρος της καθαρής εμπειρίας, το προνόμιο του εμπειριοκριτικισμού δεν είναι η ταξική πάλη, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό ίδρυμα: η θερμοκηπιακή συνθήκη της αντανακλαστικής ιστορίας μέσα από την λειτουργία μάτριξ γεννητριών -που κι αυτό δεν είναι τόσο πραγμάτωση ιστορίας, όσο επί του πρακτέου εφαρμογή κβαντικής μηχανικής. Στην σύγχρονη εκδοχή του, ο εμπειριοκριτικισμός λαμβάνει την μορφή της αξίωσης “να δώ πως έγιναν τα πράγματα μέσα στην άμεση απλή εμπειρία για να βγάλω συμπέρασμα, για να πάρω θέση”, δηλαδή “όσο μπορώ να αποφύγω τις θεωρησιακές σκοτούρες και τις πρακτικές σπαζοκεφαλιές της διαλεκτικής”. Φυσικά, το ίδιο το καπιταλιστικό θέαμα προσαρμόζεται σε αυτές τις αξιώσεις, κάτι που έχει ως επίπτωση την θεαματική δόμηση των οικείων σε αυτό δημοσίων σχέσεων.

-Αυτό είναι που διαμορφώνει πάλι την κατά Γκράμσι τερατώδικη, την ασφυκτική κατάσταση.

Η πολιτική επιστήμη και πρακτική του Λένιν σφυρηλάτησε μια νέα συστηματική μορφή εργατικής κριτικής, την οποία η καπιταλιστική επιστήμη δεν έχει καταφέρει να θεσμοποιήσει: την θεωρία της ταξικής πάλης, τόσο ως θεωρία της άμεσης υλικοπρακτικής διεξαγωγής της, όσο και ως θεωρία για την πρακτική οικοδόμηση και οργάνωση του Κόμματος Νέου Τύπου. Το ίδιο μέσα από τους ίδιους δρόμους, παρά τις επιμέρους διαφωνίες, σφυρηλάτησε κι η Ρόζα. Το ίδιο κι ο Γκράμσι με τα κείμενά του στην L’ Ordine Nuovo και στην L’ Unita. Καθένας μπορεί να προσθέσει κι άλλους επαναστάτες.

Το αδιαμφισβήτητο είναι, ότι με την εμφάνιση της Ρόζας και του Λένιν στα 1897-1898 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης είχε καταφέρει την σφυρηλάτηση μιας νέας διακριτής συστηματικής μορφής εργατικής κριτικής: αυτό που μπορεί να αποκληθεί θεωρία της ταξικής πάλης, συναφής σε μια σειρά επιστημονικών πεδίων, όπως σπουδές πολέμου, στρατηγική, cybernetics, θεωρία παιγνίων, εργατική έρευνα, πολιτική επιστήμη, πολιτική φιλοσοφία.

Απ’ την άλλη, η σε αυτό κριτική του Εργατισμού και της Εργατικής Αυτονομίας από την δεκαετία του 1960 έγκειται στο ότι η θεωρία της ταξικής πάλης συχνά αποσπάται από την stricto sensu κριτική της πολιτικής οικονομίας, συχνά αποδίδει τα πρωτεία στο κράτος και όχι στην εργασία, καθίσταται επίσημη πολιτική, απολύοντας τον εργατικό, τον μη διαμεσολαβημένο χαρακτήρα της, κάτι που οδηγεί σε τελική ανάλυση στην μορφοποίηση ιδεολογικών διαχωρισμών μέσα στο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, στην γραφειοκρατικοποίηση του κοµµουνιστικού κινήµατος, όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 20ο αιώνα.

Η αντιµετώπιση του υπαρκτού αυτού ζητήµατος µε όρους ποσοτικής αναλογίας µεταξύ των τοµέων, των τάσεων, των ρευµάτων της εργατικής κριτικής, πιο διευρυµένα του επιστηµονικού σοσιαλισµού, είναι αναπαραγωγή της Προυντονικής αντίληψης περί εφαρµογής του νόµου ποσοτικής αναλογικότητας της αξίας.

Στο διά ταύτα της πολιτικής πρακτικής, τα ζητήµατα αυτά αναπαράγουν την ίδια την προβληµατική90 της Μιζέριας της Φιλοσοφίας: την Προυντονιστική αναδίπλωση του κινήµατος της κρίσιµης µάζας µετά από µια αποφασιστική αντιπαράθεση κόντρα στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία.

Β. Το άκρο της Βιοπολιτικής Επιστήµης

Στις οικονοµίες των προηγµένων χωρών, η βιοµηχανική παραγωγή είναι συνδεδεµένη µε την βιοπολιτική παραγωγή ως διαδικασία στο κοινωνικό και δη στην σφαίρα της κυκλοφορίας της αξίας, ώστε στην αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, παράγεται µε πολυσχιδή τρόπο ένα βιοπολιτικό πλεόνασµα, ένα βιοπολιτικό πρόσθετο προϊόν -συχνά µε σάρκα και οστά. Αυτό είναι µια εκ των πραγµάτων ενεργή κοινωνικοποίηση του βιοµηχανικού προτσές, επιβολή της κοινωνικοποίησης της εργασίας, ώστε η Διαφορά Κεφαλαίου στην Συσπείρωση Κεφαλαίου δεν εµφανίζεται µόνο ως χρηµατική συσσώρευση και συσπείρωση αδιαίρετων εµπορευµάτων. Εµφανίζεται επιπροσθέτως µε το ότι το προτσές της βιοµηχανικής παραγωγής ενός αδιαίρετου εµπορεύµατος συνοδεύεται και διεξάγεται στον ίδιο χρόνο µε την βιοπολιτική παραγωγή που στοιχίζεται, που αποκρίνεται σε αυτό το προτσές από την σκοπιά της πλατιάς κοινωνικής εργασίας. Έτσι, δι' αυτού έχουµε την παραγωγή αδιαίρετου εµπορεύµατος και βιοπολιτικού αποτελέσµατος, πιο συγκεκριµένα, βιοπολιτικού προϊόντος, που δεν θα µπορούσε να παραχθεί χωρίς την διεξαγωγή του δοσµένου προτσές βιοµηχανικής παραγωγής του δοσµένου αδιαίρετου εµπορεύµατος.

Αυτής της ποιότητας η βιοπολιτική παραγωγή τίθεται ως και συνιστά μια πρόκληση ως προς την ανάπτυξη της δοσμένης “βιοπολιτικής επιστήμης”91, ιδιαίτερα όπου αυτή εφαρμόζεται ως βιοεξουσία, ως εξουσία επί των σωμάτων και των σκέψεων. Η βιοπολιτική επιστήμη στην κοινωνική πρακτική λαμβάνει την μορφή μιας ψευδο-Καντιανoύ τύπου Απόφανσης (Urteil).

Η ακαδημαϊκή γραμματεία και φιλολογία για την βιοπολιτική είναι αχανής. Η επί τούτου βασική θέση μας συνιστά το ότι η βιοπολιτική παραγωγή ως γίγνεσθαι είναι διακριτή από την βιοπολιτική ως μορφή ψευδο-Καντιανής Απόφανσης, καθ’ όσον η πρώτη είναι οργανικό τμήμα του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου. Αυτό πιθανά μας φέρνει σε διαφοροποίηση προς την σχετική θεωρία του εκλιπόντος Νέγκρι, διά της οποίας η βιοπολιτική παραγωγή έχει μια μεγάλη διατομή με την μη υλική παραγωγή. Για εμάς, η βιοπολιτική παραγωγή είναι εντοπίσιμη περισσότερο στα κατ’ εξοχήν πεδία της φαρμακευτικής βιομηχανίας, της βιομηχανίας τροφίμων, της γενετικής μηχανικής, της βιομηχανίας εκτογεννήσεων, της βιομηχανίας ανθρώπινης επαύξησης, και πλειοψηφικά στο ίδιο το γεγονός της βιολογικής παραγωγής ανθρώπων.

Η κρατική μηχανή και η κυρίαρχη πολιτική εξουσία μάλλον πρέπει να προσεγγίζονται κριτικά μέσα από την έννοια και την εμπειρία της θανατοπολιτικής. Σε αυτό η σχετική θεωρία του Αγκάμπεν είναι πάντοτε χρήσιμη και διεισδυτική.

Η δυναμική της βιοπολιτικής παραγωγής ως κάτι που υπόκειται σε επαναστατικοποίηση και απελευθέρωση, έχει το θεμέλιό της στην ανάπτυξη της συντακτικής θέσης της εργατικής κριτικής περί ανθρώπινης κοινωνίας και κοινωνικοποιημένης ανθρωπινότητας: η ολική απελευθέρωση είναι η Επιστροφή του ανθρώπινου Κόσμου, η επιστροφή των σχέσεων στον ίδιο τον Άνθρωπο. Όταν ο ενεργός αδιαίρετος άνθρωπος αναγνωρίζει και οργανώνει τις ιδίες δυνάμεις ως κοινωνικές δυνάμεις, και έτσι η κοινωνική δύναμη δεν ξεχωρίζει πια από την μορφή της πολιτικής δύναμης, τότε επιτυγχάνεται η ανθρώπινη απελευθέρωση, παύει το αδιαίρετο ανθρώπινο ον να είναι απλά ένα ακόμη άτομο, σχεσιοποιείται και διαλεκτικοποιείται, καθίσταται το σύνολο των κοινωνικών σχέσεών του.

Εύκολα γίνεται κατανοητό, ότι σε αυτό, στο επίπεδο της άμεσης κοινωνικής πρακτικής, η απολαυστική γενετήσια ένωση διαθέτει κεντρικό ρόλο. -Αντιλαμβανόμεθα σύγχρονες μορφές ρατσισμού, εκφασισμού, ρατσισμού, αντισημιτισμού κοκ. ως συντείνουσες ακριβώς στην δαιμονοποίηση της συναινετικής, ισότιμης σεξουαλικής δραστηριότητας. Στην εμπειρία του πολιτικού πολέμου έχει φανερωθεί, ότι η κανονιστική απαγόρευση της ταξικής πάλης συνδυάζεται με την βιοπολιτική κηρυγματικής υφής παρεμπόδιση αυτής της ποιότητας συναινετικής και ισότιμης απόλαυσης και επικοινωνίας. Στην οπτική μας, ο πιο κοφτερός τρόπος άσκησης κριτικής σε αυτά, είναι η ίδια η έμπρακτη κριτική ενάντια στον Μαλθουσιανισμό. Η επικινδυνότητα αυτού του εχθρού είναι τέτοια, ώστε όλοι οι συγγραφείς της κλασικής πολιτικής οικονομίας θεμελίωσαν το έργο τους στην πολεμική ενάντια σε αυτό.

Αναμετρώμενες με τις συνθήκες οπισθοδρόμησης, ατομικισμού και αντιδραστικοποίησης, οι θέσεις μας σε όλες τις εποχές, ηλιόλουστες ή μουντές, ακούγονται ως πραγματικός “οδηγός αισιοδοξίας”. Αυτό για μας κορυφώνεται στην ίδια την Κομμουνική εμπειρία, λαμβάνει την πιο υψιπετή μορφή του στο οδόφραγμα. Απ’ αυτήν την άποψη, επιθυμούμε τον διαχωρισμό της βιοπολιτικής παραγωγής από την βιοπολιτική επιστήμη ως εξουσιαστική ή εθνικολαϊκά κοινοτική απόφανση επί του τρόπου και της μορφής οργάνωσης της Ζωής.

Επ’ αυτού διανοίγεται ένα συνολικό καταστατικό πεδίο πρακτικής κριτικής των βιοπολιτικών αρχών της (προ/μετά-)νεωτερικότητας.92

Δεν πρόκειται για κάποια καινούρια σοφία. Έχει τεθεί με το πλέον εμφατικό τρόπο από τον ίδιο τον Μπορντίγκα με το Εμπρός Βάρβαροι (1951) ως Σχολιασμός στο σχετικό Έργο του Ένγκελς.

Κατανοούμε όλο αυτό ως μια εφαρμοσμένη Φιλοσοφία Ζωής, ως τον στοιχειώδη εργατικό βιταλισμό, ως την υλική εκπήγαση της Κομμουνιστικής Πνευματικότητας, ως το μέλλον απ’ όπου η κοινωνική επανάσταση αντλεί την Ποίησή της.

Για τον ίδιο λόγο, έχουμε διατυπώσει στην σύνταξη της εργατικής κριτικής, ότι η ίδια η έννοια και η εμπειρία της ενεργούς πραγματικής παραγωγής, επομένως και πρακτικές βιοπολιτικής παραγωγής, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές, χωρίς την γνωριμία με την Ορφικής εκπήγασης έννοια του κοσμικού ωού. Αυτό συνεπάγεται μια ριζοσπαστικά και ρηξικέλευθα ανταγωνιστική αντίληψη και κατανόηση της Κοσμικής Ενεργότητας, της ίδιας της Κοσμικής Τάξης, ανεξάρτητα από τις κοσμολογικές προτιμήσεις και συμπάθειες. Είναι κάτι που παράγεται και αναπτύσσεται ως άμεσο αποτέλεσμα της ίδιας της κριτικής της θρησκείας.

Επομένως, η κριτική κατατείνει στην απόφανση, ότι η βιοπολιτική επιστήμη έχει λάβει την χύδην μορφή της Κοσμικής Θρησκείας. Αυτό αποκαλύφθηκε ιδιαζόντως μέσα από την δοσμένη μαζική προπαγάνδιση και cybernetical διαχείριση των περιορισμών κατά την διάρκεια των lockdowns.

Αυτό είναι το ίδιο το άκρο της βιοπολιτικής επιστήμης (αναφορικά με την νομιμότητά της), εμφανισθέν με τέτοια πρωτόγνωρη οξύτητα, ώστε το Ποτέ Ξανά επιβάλλεται ως κατηγορική προσταγή.

Από την άλλη, οι περιορισμοί λειτούργησαν εκ των υστέρων ως εν μέρει επικαιροποίηση του μικροαστικού δικαιωματισμού, ως μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το παραπαίον από Συνταγματική άποψη μπουρζουάδικο πολιτικό κράτος. Επρόκειτο για την στιγμή της αντίθεσης μεταξύ Συνταγματικής και Βιοπολιτικής Επιστήμης -για την ώρα ενεργοποίησης του Υλικού Συντάγματος.

Η αντίθεση της βιοπολιτικής επιστήμης προς πυρηνικές συνιστώσες της Τυπικής Συνταγματικότητας (ελεύθερη ανάπτυξη και σεβασμός της προσωπικότητας, ελευθερία κίνησης) είναι μια χρονολογικά στραμμένη προς τα πίσω 9η Νοεμβρίου.

Στην κατακλείδα, η αστική επιστήμη στην κυρίαρχη μορφή της βιοπολιτικής έρχεται σε απόκλιση προς την ίδια την Συνταγματική θεμελιακότητα της πολιτικής Κρατόσφαιρας. –Σε αυτό συνίσταται το σύγχρονο πολιτικοδημοκρατικό ζήτημα της εποχής μας.


1 Βλ. Dew-Becker, Ian and Giglio, Stefano, Risk Preferences Implied by Synthetic Options (November 2023). NBER Working Paper No. w31833, Available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=4624235

2 Frank J. Fabozzi, Lames L. Grant With Contributions from Bruce M. Collins, Equity Portfolio Management, Chapter 2. Modern Portfolio Theory, Capital Market Theory, and Asset Pricing Models, Wiley, New Jersey, 2001, pp. 11-41, Frank J. Fabozzi, Harry M. Markowitz (eds.), Equity Valuation and Portfolio Management, Wiley, New Jersey, 2011

3 Ενδεικτικά βλ. Paul H. Cootner, The Random Character of Stock Market Prices, M.I.T. Press, 1964.

4 Ενδεικτικά βλ. Γκυ Ντεμπόρ, In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni, μτφ. Πάνος Τσαχαγέας, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα.

5 Βλ. Claude Elwood Shannon, Warren Weaver, The mathematical theory of communication, University of Illinois Press, Urbana, 1998, Patrick Verlinde, in Encyclopedia of Information Systems, 2003, IV.D The Channel Coding Theorem

6 Βλ. Frank Shostak, Modern Portfolio Theory: Economics without Praxeology, 03/12/2022, σε https://mises.org/wire/modern-portfolio-theory-economics-without-praxeology, Murray N. Rothbard, Praxeology: The Methodology of Austrian Economics, 07/11/2019, σε https://mises.org/library/praxeology-methodology-austrian-economics

7 Ενδεικτικά βλ. Ivan B. Djordjevic, Quantum Communication, Quantum Networks, and Quantum Sensing, Academic Press, 2022.

8 παρότι στην δημώδη γλώσσα χρησιμοποιείται ο όρος speculation.

9 Ενδεικτικά βλ. Òscar Jordà, Federal Reserve Bank of San Francisco, University of California, Davis, Katharina Knoll, Deutsche Bundesbank, Dmitry Kuvshinov, University of Bonn, Moritz Schularick, University of Bonn and CEPR, Alan M. Taylor University of California, Davis, NBER and CEPR, The Rate of Return on Everything, 1870–2015, Working Paper 2017-25, December 2017, σε http://www.frbsf.org/economic-research/publications/working-papers/2017/25, IN-DEPTH ANALYSIS, Requested by the ECON committee, Main factors for the subdued profitability of significant banks in the Banking Union, Banking Union Scrutiny, Economic Governance Support Unit (EGOV), Directorate-General for Internal Policies, PE 634.361 - December 2019, Michael J. Mauboussin, Dan Callahan, CFA, Morgan Stanley Counterpoint Global Insights, Return on Invested Capital, How to Calculate ROIC and Handle Common Issues, CONSILIENT OBSERVER | October 6, 2022.

10 Βλ. John Stuart Mill, A System of Logic, Ratiocinative and Inductive. Being a connected view of the principles of evidence, and the methods of scientific investigation (1843), Volume I, Book I. Of Names and Propositions, Chapter II. Of Names, Section 5. Connotative and Non-Connotative

11 Βλ. Page Don, Wootters, William, Center for Theoretical Physics, The University of Texas, Austin, “Evolution without evolution: Dynamics described by stationary observables”. Physical Review D., Vol. 27, Number 12, 15 June 1983, Aron, Jacob, “Entangled toy universe shows time may be an illusion”, New Scientist, 2 November 2013, Gerard 't Hooft, Institute for Theoretical Physics, Utrecht University, Utrecht, Netherlands, “Time, the Arrow of Time, and Quantum Mechanics”, frontiers in physics, Mathematical and Statistical Physics, σε https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fphy.2018.00081/full, Avshalom C. Elitzur, Shahar Dolev (eds.), Quantum Phenomena Within a New Theory of Time, στο Avshalom C. Elitzur, Shahar Dolev, Nancy Kolenda, Quo Vadis Quantum Mechanics?, Springer, 2005, pp. 325-349, Фундаментально ли время во Вселенной 3.7, σε https://naked-science.ru/article/nakedscience/fundamentalno-li-vremya-vo

12 Βλ. Engels an Werner Sombart in Breslau, London, 11. März 1895, 41, Regent's Park Road, N.W, MEW, Band 39, Berlin, 1968, p. 428.

13 Ενδεκτικά βλ. Jean-Baptiste Say, A Treatise on Political Economy; or the Production, Distribution, and Consumption of Wealth, Translated from the Fourth Edition of the French, By C. R. Prinsep, M. A. with Notes by the Translator. New American Edition. Containing a Translation of the Introduction, and Additional Notes by Clement C. Biddle, LL. D. Member of the American Philosophical Society. Philadelphia: Claxton, Remsen & Haffelfinger 624, 625, & 628 Market Street, 1880, Batoche Books Kitchener 2001, pp. 18, 50 επ., 227, Letters to Mr Malthus and the Catechism of Political Economy, On Several Subjects of Political Economy and On The Cause Of The Stagnation of Commerce to which is added a Catechism of Political Economy or Familiar Conversations on The Manner In Which Wealth Is Produced, Distributed And Consumed In Society, Translated by John Richter, London: Sherwood, Neely & Jones, Paternoster Row, 182, p. 49, Henrique Amorim, «Theories of immaterial labour: a critical reflection based on Marx», Work Organisation, Labour & Globalisation, Vol. 8, No. 1 (Summer 2014), pp. 88-103.

14 Βλ. Mark Fisher, Flatline Constructs: Gothic Materialism and Cybernetic Theory-Fiction, Forward by exmilitary, Exmilitary Press, New York, New York.

15 Βλ. Mark Fisher, Capitalist Realism, Is There No Alternative?, zero book, UK, 2009.

16 Ενδεικτικά παράβαλε Hermann Lotze, Mikrokosmos: Ideen zur Naturgeschichte und Geschichte der Menschheit, Birgel, Leipzig, 1864, Ann Thompon, «From Histoire naturelle de l’ homme to the Natural History of Mankind», British Journal for Eighteenth-Century Studies, 9, 1986, pp.73-80, Philip Hogh, «Die gesellschaftliche Destabilisierung der Natur und die Rückkehr des Naturschreckens. Kritische Überlegungen zum Anthropozän», Deutsche Zeitschrift für Philosophie, Band 69 Heft 6, 2022, pp. 1020-1035.

17 Βλ. T. W Adorno, Die Idee der Naturgeschichte, [1932], in: Gesammelte Schriften 1, hg. v. Tiedemann, R., Frankfurt am Main, 345–365., απόσπασµα: “Es kommt nicht mehr darauf allein an, die Tatsache der Geschichte allgemein unter der Kategorie Geschichtlichkeit als eine Naturtatsache toto coelo zu konzipieren, sondern die Gefügtheit der innergeschichtlichen Ereignisse in ein Gefügtsein von Naturereignissen zurückzuverwandeln”.

18 Ενδεικτικά παράβαλε Adolf Grünbaum, Philosophical Problems of Space and Time, Springer, Dordrecht, Holland 1973, M.C Bento, O. Bertolami, String Theory and Cosmology, CERN-TH/95-36, DFTT 20/95M, Adolf Grünbaum, «The Poverty of Theistic Cosmology», The British Journal for the Philosophy of Science, Vol. 55, No. 4 (Dec., 2004), pp. 561-614 Gasperini and G. Veneziano, String theory and pre-big bang cosmology, IL NUOVO CIMENTO 38 C (2015), David Rowland, Newest Updates in Physical Science Research Vol. 13, Chapter 8. The Big Bang Never Happened: Conclusive Proof, Book Publisher International, 2021, pp. 95-106, Michele Cicolia, Joseph P. Conlon, Anshuman Maharanad, Susha Parameswarane, Fernando Quevedof, Ivonne Zavalag, String Cosmology: from the Early Universe to Today, Preprint submitted to Physics Reports, May 8 2023.

19 Βλ. David Deutsch, Quantum theory, the Church-Turing principle and the universal quantum computer, Appeared in Proceedings of the Royal Society of London A 400, pp. 97-117 (1985).

20 Βλ. Friedrich Engels, Dialektik der Natur, [Dialektik], [a) Allgemeine Fragen der Dialektik. Grundgesetze der Dialektik], Geschrieben 1873 bis 1883; einzelne Ergänzungen wurden 1885/1886 verfaßt. Zum erstenmal in deutscher und russischer Sprache veröffentlicht in: Archiw K. Marksa i F. Engelsa. Kniga wtoraja. Moskau - Leningrad 1925, απόσπασμα: “Die Dialektik, die sog. objektive, herrscht in der ganzen Natur, und die sog. subjektive Dialektik, das dialektische Denken, ist nur Reflex der in der Natur sich überall geltend machenden Bewegung in Gegensätzen, die durch ihren fortwährenden Widerstreit und ihr schließliches Aufgehen ineinander, resp. in höhere Formen, eben das Leben der Natur bedingen”: «Η λεγόμενη αντικειμενική διαλεκτική δεσπόζει σ’ ολόκληρη τη φύση και η λεγόμενη υποκειμενική διαλεκτική, η διαλεκτική σκέψη, είναι απλώς η αντανάκλαση της κίνησης που συντελείται με αντιθέσεις, που βεβαιώνεται παντού μέσα στην φύση και η οποία, με την αδιάκοπη πάλη των αντιθέτων και την τελική μετατροπή του ενός στο άλλο ή σε ανώτερες μορφές, καθορίζει τη ζωή της φύσης» στο Φρίντριχ Ένγκελς, Η Διαλεκτική της Φύσης, μτφ. Ευτύχης Μπιτσάκης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σ. 189.

21 Βλ. οπ., [Bewegungsformen der Materie. Klassifizierung der Wissenschaften], απόσπασμα: “Causa finalis |letzte Ursache| - die Materie und ihre inhärente Bewegung. Diese Materie keine Abstraktion”.

22 Ενδεικτικά βλ. Klaus Weber, Gerald F. Davis, Michael Lounsbury, «Policy as Myth and Ceremony? The Global Spreads of Stock Exchanges, 1980-2005», Αcademy of Management Journal, 2009, Vol. 52, No. 6, pp. 1319–1347.

23 Βλ. Β.Ι Λένιν, Χαρακτηρισμός του Οικονομικού Ρομαντισμού. Ο Σισμόντι και οι οπαδοί του στη χώρα μας, [Άπαντα, τομ. 2 σελ. 125-174], εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2013, σ. 72-73, απόσπασμα: “Η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής μηχανικής βιομηχανίας στα τέλη του περασμένου αιώνα είχε δημιουργήσει υπερπληθυσμό και στην πολιτική οικονομία μπήκε το πρόβλημα να εξηγήσει το φαινόμενο αυτό. Όπως είναι γνωστό, ο Μάλθους προσπάθησε να το εξηγήσει αποδίδοντάς το σε φυσικοϊστορικές αιτίες, αρνιόταν ολότελα την προέλευσή του από ορισμένο, ιστορικά καθορισμένο, σύστημα κοινωνικής οικονομίας και έκλεινε ολότελα τα μάτια μπροστά στις αντιθέσεις που αποκαλύπτει το γεγονός αυτό. Ο Σισμόντι διαπίστωσε αυτές τις αντιθέσεις και την εκτόπιση του πληθυσμού από τις μηχανές. Κι αυτή η διαπίστωσή του αποτελεί αναμφισβήτητη υπηρεσία, γιατί στην εποχή που έγραφε η διαπίστωση αυτή ήταν κάτι το καινούργιο. Ας δούμε όμως ποια στάση κρατούσε απέναντι στο γεγονός αυτό … Η διαπίστωση της αντίθεσης χρησιμεύει στον Σισμόντι μόνο ως επιχείρημα για να κάνει συλλογισμούς για μια αφηρημένη κοινωνία, όπου δεν υπάρχουν πια καθόλου αντιθέσεις και όπου μπορεί να εφαρμοστεί το ηθικό αξίωμα του οικονόμου αγρότη!”

24 Ενδεικτικά βλ. Meredith A. Kleykamp, «Military Service as a Labor Market Outcome», Race, Gender & Class, Vol. 14, No. 3/4 (2007), pp. 65-76, Yagil Levy, «Soldiers as Laborers: A Theoretical Model», Theory and Society, Vol. 36, No. 2 (Apr., 2007), pp. 187-208, Thomas K. Bauer, Stefan Bender, Alfredo R. Paloyo, Christoph M. Schmidt, «Evaluating the labor-market effects of compulsory military service», European Economic Review, Volume 56, Issue 4, May 2012, Pages 814-829 Deepankar Basu, «The Reserve Army of Labor in the Postwar U. S. Economy», April 2013, Science & Society, 77(2):179-201, Jussi Heikkilä, Ina Laukkanen, Gender-specific Call of Duty: A Note on the Neglect of Conscription in Gender Equality Indices, [Submitted on 23 Jan 2022], arXiv:2201.09270 [econ.GN].

25 Βλ. Janelle Knox-Hayes, «Constructing Carbon Market Spacetime: Implications for Neo-Modernity», October 2008, SSRN Electronic Journal, DOI:10.2139/ssrn.1292323 Stephen I. Ternyik, K-Periodicity, «Space-Time Structures and World Economics», Kondratieff Waves: Dimensions and Prospects, 2012, pp. 77–84, John Byron Manchak, Global Spacetime Structure, Cambridge University Press, 2013, Karima Kourtit, Peter Nijkamp, John Östh, Umut Turk, «Airbnb and COVID-19: SPACE-TIME vulnerability effects in six world-cities», Tourism Management, Volume 93, December 2022, 104569

26 Βλ. Michael O Adams, Gbolahan Osho, «Policy Implications of the War in Iraq and Its Influence on the Global Market: A Public Affairs Perspective», February 2006, International Business & Economics Research Journal (IBER), 5(10), DOI:10.19030/iber.v5i10.3512, Justin Wolfers, Eric Zitzewitz, «Using Markets to Inform Policy: The Case of the Iraq War», Economica New Series, Vol. 76, No. 302 (Apr., 2009), pp. 225-250, Yousef K. Baker, «Global Capitalism and Iraq: The Making of a Neoliberal State», Ιnternational Review of Modern Sociology, Vol. 40, No. 2 (Autumn 2014), pp. 121-148.

27 Βλ. Robert E. Looney, «DARPA's Policy Analysis Market for Intelligence: Outside the 'Box or Off the Wall?», International Journal of Intelligence and CounterIntelligence, 17: 405-419, 2004, https://en.wikipedia.org/wiki/Policy_Analysis_Market

28 Ενδεικτικά βλ. IMF Working Paper, Credit Derivatives: Systemic Risks and Policy Options?, Prepared by John Kiff, Jennifer Elliott, Elias Kazarian, Jodi Scarlata, and Carolyne Spackman , Authorized for distribution by Karl Habermeier, November 2009

29 Παράβαλε George Caffentzis, Κρύσταλλοι και Αναλυτικές Μηχανές. Ιστορικά και Εννοιολογικά προαπαιτούμενα για μια Νέα Θεωρία των Μηχανών (2007), Antifa Traverso, Αθήνα, Ιούνιος 2022, σ. 46.

30 Βλ. Shoshana Zuboff, The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power, New York, Public Affairs, 2019.

31 Βλ. Eleventh Meeting of the IMF Committee on Balance of Payment Statistics, Washington D.C., October 21-23, 1998, Collecting Statistics on Financial Derivatives in UK, Prepared by the UK Office for National Statistics, BOPCOM 98/1/14, Fama, Eugene (1965). "The Behavior of Stock Market Prices". Journal of Business, 38: 34–105, Samuelson, Paul (1965). "Proof That Properly Anticipated Prices Fluctuate Randomly", Industrial Management Review, 6: 41–49.

32 Βλ. Alejandro Bernales, «The success of option listings», Journal of Empirical Finance, Volume 40, January 2017, pp. 139-161.

33 Ενδεικτικά βλ. S.M.R.K. Samarakoon, Rudra P. Pradhan, Rana P. Maradana, Premjit Sahoo, «What determines the success of equity derivatives markets? A global perspective», Borsa Istanbul Review, Available online 7 November 2023, σε https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S2214845023001151

34 Ενδεικτικά βλ. Susan V. Scott, Michael I. Barrett, «Strategic risk positioning as sensemaking in crisis: the adoption of electronic trading at the London international financial futures and options exchange», The Journal of Strategic Information Systems, Volume 14, Issue 1, March 2005, pp. 45-68

35 Βλ. Bruce Vanstone, Tobias Hahn, The Handbook of High Frequency Trading, Chapter 3 - Data Characteristics for High-Frequency Trading Systems, Academic Press, 2015, Pages 47-57, Imtiaj Khan, Efficiency Analysis and A Random Forest Based Trading Strategy for Heteroscedastic Electricity Market Data, IEEE, 2022, Sungyeob Yoo; Hyunsung Kim, Jinseok Kim, Sunghyun Park, Joo-Young Kim, Jinwook Oh, LightTrader: A Standalone High-Frequency Trading System with Deep Learning Inference Accelerators and Proactive Scheduler, IEEE, 2023.

36 Βλ. Derivatives transactions data and their use in central bank analysis, Prepared by Lena Boneva, Benjamin Böninghausen, Linda Fache Rousová and Elisa Letizia, Published as part of the ECB Economic Bulletin, Issue 6/2019, σε https://www.ecb.europa.eu/pub/economic-bulletin/articles/2019/html/ecb.ebart201906_01~dd0cd7f94 2.en.html

37 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Multicollinearity

38 Ενδεικτικά βλ. Computational Tricks with Turing (Non-Centered Parametrization and QR Decomposition) σε https://storopoli.io/Bayesian-Julia/pages/12_Turing_tricks/#qr_decomposition, Mitigating the Multicollinearity Problem and Its Machine Learning Approach: A Review by Jireh Yi-Le Chan, Steven Mun Hong Leow, Khean Thye Bea, Wai Khuen Cheng, Seuk Wai Phoong, Zeng-Wei Hong and Yen-Lin Chen, σε https://www.mdpi.com/2227-7390/10/8/1283

39 Βλ. Franco “Bifo” Berardi, Precarious Rhapsody. Semiocapitalism and the pathologies of the post-alpha generation, <.:.Min0r.:.> .c0mp0siti0ns, London, 2009.

40 Ενδεικτικά βλ. Agorism in the 21st Century. A Philosophical Journal. I-2022.

41 Βλ. https://www.businessresearchinsights.com/market-reports/derivatives-market-100600

42 Βλ. Πλωτίνος, Εννεάδων Βιβλία, 30-33.

43 Βλ. Evgeny Pashukanis, The General Theory of Law and Marxism (1924), Introduction. The Tasks of General Theory of Law, στο του ιδίου, Selected Writings on Marxism and Law (eds. P. Beirne & R. Sharlet), London & New York 1980, pp. 32-131, σε https://www.marxists.org/archive/pashukanis/1924/law/intro.htm

44 Ενδεικτικά βλ. Wolf Schäfer, Die Staatsableitungsdebatte: zur Entwicklung d. neueren marxist. Staatsdiskussion, 1982.

45 Βλ. David Ricardo, On the Principles of Political Economy and Taxation, Chapter 7. On Foreign Trade, Chapter 25. On Colonial Trade, 1817 (third edition 1821), Batoche Books, Kitchener, Ontario, 2001, pp. 85-103, 245-251.

46 Βλ. Β.Ι. Λένιν, Ο Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού . V. Το Μοίρασμα του Κόσμου Ανάμεσα στις Ενώσεις των Καπιταλιστών, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σ. 79-88. Αντιπαράβαλε Dimitris P. Sotiropoulos, Kingston University London, UK, Hilferding on Derivatives, Economics Discussion Paper 2012-3

47 Rosa Luxemburg, Die Akkumulation des Kapitals. Ein Beitrag zur ökonomischen Erklärung des Imperialismus (1913), Dritter Abschnitt. Die geschichtlichen Bedingungen der Akkumulation, Zweiunddreißigstes Kapitel. Der Militarismus auf dem Gebiet der Kapitalakkumulation, Gesammelte Werke, Bd. 5, Berlin/DDR 1975

48 Βλ. Ricardo de Medeiros Carneiro, Pedro Rossi, Guilherme Santos Mello, and Marcos Vinicius Chiliatto-Leit, «The Fourth Dimension: Derivatives and Financial Dominance», Review of Radical Political Economics, 2015, Vol. 47(4), pp. 645 επ.

49 Βλ. D. Bryan, M. Rafferty, Capitalism With Derivatives: A Political Economy of Financial Derivatives, Capital and Class, Palgrave Macmillan, 2006.

50 Βλ. Pilar Nogues-Marco, Camilla Vam Malle-Sabouret, «East India bonds, 1718–1763: early exotic derivatives and London market efficiency», European Review of Economic History, 11, 2007, 367–394, Geoffrey Poitras, «From Antwerp to Chicago: the History of Exchange Traded Derivative Security Contracts», Revue d'Histoire des Sciences Humaines, 2009/1(n° 20), pages 11 à 50.

51 Βλ. A Short History of Derivative Security Markets By Ernst Juerg Weber, The University of Western Australia, Discussion Paper, 08.10, August 2008).

52 Βλ. Gary S. Shea, «Understanding financial derivatives during the South Sea Bubble: the case of the South Sea subscription shares», Oxford Economic Papers, 59 (2007), i73–i104.

53 Βλ. Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Book IV. Of Systems of Political Economy, Chapter I. Of the Principle of Commercial or Mercantile System, pp. 341-369. Για το επιχείρημα ενδεικτικά βλ. οπ., p. 349 επ.: “It would be too ridiculous to go about seriously to prove, that wealth does not consist in money, or in gold and silver; but in what money purchases, and is valuable only for purchasing. Money, no doubt, makes always a part of the national capital; but it has already been shown that it generally makes but a small part, and always the most unprofitable part of it. It is not because wealth consists more essentially in money than in goods, that the merchant finds it generally more easy to buy goods with money, than to buy money with goods; but because money is the known and established instrument of commerce, for which every thing is readily given in exchange, but which is not always with equal readiness to be got in exchange for every thing. The greater part of goods, besides, are more perishable than money, and he may frequently sustain a much greater loss by keeping them”

54 Βλ. David Ricardo, οπ., 6. On Profits, pp. 71-84, του ιδίου, Essay on the Influence of a Low Price of Corn on the Profits of Stock, στο The Works of David Ricardo With A Notice of the Life and Writings of the Author by J.R. McCulloch, Member of the Institute of France, New Edition with A Portrait, London: John Murray, Albemarle Street, 1888, pp. 367-390. Για το επιχείρημα ενδεικτικά βλ. οπ., pp. 372-373: “If the profits on capital employed in trade were more than 50 per cent., capital would be withdrawn from the land to be employed in trade. If they were less, capital would be taken from trade to agriculture”. Επίσης βλ. του ιδίου, On Protection to Agriculture, Section VIII. On the Project of Advancing Money on Loan, to Speculators in Corn, at a Low Interest, οπ. pp. 486-487.

55 Βλ. Μώρις Ντομπ, Πωλ Σουήζυ, Ρόντνι Χίλτον, Κοατσίρο Τακαχάσι, Κρίστοφερ Χιλ, Ζωρζ Λεφεμπρ, Τζουλιάνο Προκάτσι, Έρικ Χομπσμπάουμ, Τζων Μέρινγκτον (συλλογικό), Η Μετάβαση από το Φεουδαλισμό στον Καπιταλισμό, μτφ. Παύλος Γρεβενίτης, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, Fernard Braudel, Η Δυναμική του Καπιταλισμού. Συνοδεύεται από το «Ο Καπιταλισμός – Ένα Μάθημα Ιστορίας (Συζήτηση για το Έργο του Φερνάν Μπροντέλ), μτφ. Ρίκα Μπενβενίστε, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1992.

56 Ενδεικτικά βλ. Julian Wolfreys, Victorian Hauntings. Spectrality, Gothic, the Uncanny and Literature, Red Globe Press, London, 2002.

57 Ενδεικτικά βλ. Maurice Dobb, Theories of Value and Distribution since Adam Smith. Ideology and Economic Theory, Cambridge University Press, Cambridge, 2010.

58 Adam Smith, οπ., Book II. Of the Nature, Accumulation, and Employment of Stock, Chapter III. Of the Accumulation of Capital, Or of Productive and Unproductive Labour, pp. 239-240, απόσπασµα: “When paper is substituted in the room of gold and silver money, the quantity of the materials, tools, and maintenance, which the whole circulating capital can supply, may be increased by the whole value of gold and silver which used to be employed in purchasing them. The whole value of the great wheel of circulation and distribution is added to the goods which are circulated and distributed by means of it”

59 Οπ., Book IV. Of Systems of Political Economy, Chapter III. Of the Extraordinary Restraints upon the Importation of Goods of Almost All Kinds, From Those Countries With Rich the Balanceis Supposed to be Disadvantageous, Part II. Of the Unreasonableness of those extraordinary Restraints, upon other Principles, p. 392, απόσπασμα: “As the commodities exchanged, too, are supposed to be of equal value, so the two capitals employed in the trade will, upon most occasions, be equal, or very nearly equal; and both being employed in raising the native commodities of the two countries, the revenue and maintenance which their distribution will afford to the inhabitants of each will be equal, or very nearly equal”

60 Ενδεικτικά βλ. Gerhard Sorger, «On the Long-Run Distribution of Capital in the Ramsey Model», Journal of Economic Theory, 105(1):226-243, Michal Brzoza-Brzezina/Marcin Kolasa, Warsaw School of Economics, Advanced Macroeconomics. The Ramsey Model

61 Βλ. A Treatise on Political Economy; Or the Production, Distribution and Consumption of Wealth by Jean-Baptiste Say, Translated from the fourth edition of the French, by C. R. Prinsep, M.A. with notes by the translator, Book II. Of the Distribution of Wealth, Chapter V. Of the Manner in which Revenue is Distributed Amongst Society, pp. 169 και επ.

62 Βλ. Max Weber, The distribution of power within the community: Classes, Stände, Parties, Translated by Dagmar Waters, Tony Waters, Elisabeth Hahnke, Maren Lippke, Eva Ludwig-Glück, Daniel Mai, Nina Ritzi-Messner, Christina Veldhoen and Lucas Fassnacht, Journal of Classical Sociology, 10(2), 2010, 137–152.

63 Βλ. Friedrich Engels Brief an Conrad Schmidt in Zürich, vom 12. März 1895, απόσπασμα: ‘Oder nehmen Sie das Gesetz des Arbeitslohns, die Realisierung des Werts der Arbeitskraft, der nur, und selbst das nicht immer, im Durchschnitt sich verwirklicht und in jeder Lokalität, ja jeder Branche, nach der gewohnten Lebenshaltung variiert. Oder die Grundrente, den aus einer monopolisierten Naturkraft entspringenden Surplusprofit über die allgemeine Rate darstellend. Auch da deckt sich wirklicher Surplusprofit und wirkliche Rente keineswegs ohne weiteres, sondern nur annähernd im Durchschnitt. Σημειώνεται ότι το Realität μεταφράζεται ως πραγμότητα, για να ξεχωρίζει από το Wirklichkeit = ενεργότητα/ενεργή πραγματικότητα.

64 Βλ. Engels an Werner Sombart, οπ.

65 Βλ. οπ., απόσπασµα: “Nach der Marxschen Auffassung geht alle bisherige Geschichte, was die großen Ergebnisse angeht, bewußtlos vor sich, d.h. diese Ergebnisse und ihre weiteren Folgen sind nicht gewollt; die geschichtlichen Figuranten haben entweder direkt etwas andres gewollt als das Erreichte, oder dies Erreichte zieht wieder ganz andre unvorhergesehene Folgen nach sich. Aufs ökonomische angewandt: die einzelnen Kapitalisten jagen jeder für sich dem größeren Proʨit nach. Die bürgerliche Ökonomie entdeckt, daß diese Jagd nach dem größeren Proʨit jedes einzelnen zum Resultat hat die all-gemeine gleiche Proʨitrate, den annähernd gleichen Proʨitsatz für jeden. Aber weder die Kapitalisten noch die bürgerlichen Ökonomen sind sich bewußt, daß das wirkliche Ziel dieser Jagd die gleichmäßige prozentige Verteilung des Gesamtmehrwerts auf das Gesamtkapital ist”

66 Βλ. του ιδίου, Herrn Eugen Dührings Umwälzung der Wissenschaft. (“Anti-Dühring”), Geschrieben September 1876 bis Juni 1878. Veröffentlicht im „Vorwärts" vom 3. Januar 1877 bis 7. Juli 1878. Die erste Buchausgabe erschien 1878 in Leipzig. Der vorliegende Abdruck entspricht der letzten (dritten) Friedrich Engels durchgesehenen und vermehrten Auʨlage von 1894 (Stuttgart), Zweiterabschnitt, Politische Ökonomie, I. Gegenstand und Methode, αƫόƭƫαƭµα: “Mit den Unterschieden in der Verteilung aber treten die Klassenunterschiede auf. Die Gesellschaft teilt sich in bevorzugte und benachteiligte, aubeutende und ausgebeutete, herrschende und beherrschte Klassen, und der Staat, zu dem sich die naturwüchsigen Gruppen gleichstämmiger Gemeinden zunächst nur behufs der Wahrnehmung gemeinsamer Interessen (Berieselung im Orient z.B.) und wegen des Schutzes nach außen fortentwickelt hatten, erhält von nun an ebensosehr den Zweck, die Lebens- und Herrschaftsbedingungen der herrschenden gegen die beherrschte Klasse mit Gewalt aufrechtzuerhalten”.

67 Βλ. οπ., απόσπασμα: “Die Verteilung ist indes nicht ein bloßes passives Erzeugnis der Produktion und des Austausches; sie wirkt ebensosehr zurück auf beide”.

68 Βλ. οπ., απόσπασμα: “Der Zusammenhang der jedesmaligen Verteilung mit den jedesmaligen materiellen Existenzbedingungen einer Gesellschaft liegt sosehr in der Natur der Sache, daß er sich im Volksinstinkt regelmäßig widerspiegelt”.

69 Βλ. οπ., απόσπασμα: “Diese Kritik weist nach, daß die kapitalistischen Produktions- und Austauschformen mehr und mehr eine unerträgliche Fessel Werden für die Produktion selbst; daß der durch jene Formen mit Notwendigkeit bedingte Verteilungsmodus eine Klassenlage von täglich sich steigernder Unerträglichkeit erzeugt hat”

70 Βλ. οπ., Dritter Abschnitt: Sozialismus, IV. Veteilung, απόσπασμα: “Die unmittelbar gesellschaftliche Produktion wie die direkte Verteilung schließen allen Waren-austausch aus, also auch die Verwandlung der Produkte in waren (wenigstens innheralb der Gemeinde) und damit auch ichre Verwandlung in Werte”.

71 Βλ. Nikolai Bucharin, Eine Ökonomie ohne Wert, Quelle: Die Neue Zeit, Jg. 32 1. Bd. (1913–14), Nr. 22, S. 806–16 u. Nr. 23, S. 850–58, σε https://www.marxists.org/deutsch/archiv/bucharin/1914/xx/oekon-ohne.html

72 Βλ. οπ., απόσπασµα: «Die bedeutende Mehrheit der modernen Verteilungstheorien erachtet die Lösung des von ihnen gestellten Problems als möglich, indem sie zugleich von den sozialgeschichtlichen Verhältnissen der gegebenen wirtschaftlichen Lebensordnung abstrahieren»

73 Βλ. οπ., απόσπασµα: «die Verteilungsfrage wird gewöhnlich auf die Frage des Werttausches an und für sich zurückgeführt».

74 οπ., απόσπασμα: «In der Verteilung finden bestimmte soziale Arbeitsverhältnisse ihren Ausdruck;».

75 οπ., απόσπασμα: «Die Formen der Verteilung entsprechen stets bestimmten Produktionsverhältnissen und erscheinen außerdem als die Formen ihrer stetigen Reproduktion».

76 οπ., απόσπασμα: «Somit entspricht der kapitalistischen Produktion als historische Form der Verteilung der kapitalistischen Tausch».

77 Άλλωστε, την εκ μέρους του Μπουχάριν φενακισμένη κατανόηση και στρεβλωμένη παρουσίαση του χαρακτήρα της εργατικής κριτικής την έχει διαπιστώσει κι ο Λένιν. Βλ. Β.Ι Λένιν, Παρατηρήσεις στο Βιβλίο του Ν.Ι Μπουχάριν «Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου», μτφ. Ζουνής Βασίλης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1999, σ. 13, 14, 30. Πάλι προς λογική αντίφαση, ο Μπουχάριν, ενώ στα 1914 στρεφόταν κατά της Κοινωνικής Θεωρίας, στα 1921 στρέβλωνε την επιστήμη του ιστορικού υλισμού ως «Ένα Σύστημα Κοινωνιολογίας». Περί μιας κριτικής σ’ αυτή την έκδοσή του βλ. Antonio Gramsci, III. The Philosophy of Praxis, 2. Problems of Marxism, Critical Notes On An Attempt on Popular Sociology, General Questions, Historical Materialism and Sociology, στο Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci, edited and translated by Quentin Hoare and Geoffrey Nowell Smith, ElecBook, London, 1999, Transcribed from the edition published by Lawrence & Wishart, London, 1971, pp. 769-787

78 Η με ανεπάρκειες κριτική ανάγνωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας από τους θεωρητικούς του SPD είναι εμφανής στα πρώιμα έργα κριτικής της πολιτικής οικονομίας, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, όπου κάνει λόγο για την οικονομία του κανονικού ανθρώπινου, και για την αναγνώριση της αξίας ως αφαίρεσης. Σε αυτό έχουν εμφιλοχωρήσει τόσο ανθρωπολογικές προσεγγίσεις σε στοιχεία της πολιτικής οικονομίας, όσο και μια εννοιολογική σύγχυση περί ταύτισης της γενίκευσης με την αφαίρεση, αποτέλεσμα της επί της στιγμής αγνόησης του Χέγκελ. Βλ. Rosa Luxemburg, Zurück auf Adam Smith!, σε https://rosaluxemburgwerke.de/buecher/band-1-1/seite/733, απόσπασμα: “Aber weil die allgemeinen Grundlagen der bürgerlichen Wirtschaft den Ad. Smith und Ricardo zu absoluten „Prinzipien“ ihrer Forschung wurden, so kommt darin noch eine andere Tatsache zum Ausdruck, nämlich die Tatsache, daß den Klassikern die moderne Warenwirtschaft als die absolute, als die normal menschliche galt. Und dies war der eigentliche Grundsatz, von dem sie ausgingen, dies war das eigentliche Geheimnis ihrer wundertätigen deduktiven Methode. Es war nämlich dieser unbeschränkte und völlig ungetrübte Glaube an das normal Menschliche, sozusagen an das Naturrecht der kapitalistischen Warenwirtschaft, der den Klassikern der Nationalökonomie jene Unbefangenheit der Forschung, jene Rücksichtslosigkeit der Konsequenz, jenen kühnen Flügelschlag in die Höhe gestattete, aus der sie die inneren Zusammenhänge der bürgerlichen Produktionsweise mit genialem Blicke erfaßten”. Σημειώνεται, προκειμένου να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, ότι με τον όρο κανονικός άνθρωπος εννοεί την νομική κατηγοριοποίηση του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου.

79 Ενδεικτικά βλ. Alessandro Roncaglia, A Brief History of Economic Thought, 10. The Marginalist Revolution: The Subjective Theory of Value, Cambridge University Press, Cambridge, 2017, pp. 144-152

80 Βλ. K. Sato, «The Neoclassical Theorem and Distribution of Income and Wealth» στο F. H. Hahn (ed.), Readings in the Theory of Growth a selection of papers from the Review of Economic Studies, Palgrave Macmillan, UK, 1971, pp. 197-201, Donald J. Harris, «Profits, Productivity, and Thrift: The Neoclassical Theory of Capital and Distribution Revisited», Journal of Post Keynesian Economics, Vol. 3, No. 3 (Spring, 1981), pp. 359-382 , C. E. Ferguson, The Neoclassical Theory of Production and Distribution, Cambridge University Press, Cambridge, 2011.

81 Ενδεικτικά βλ. Wilhelm Krelle, Verteilungstheorie (Die Wirtschaftswissenschaften), Gabler Verlag, Wiesbaden, 1962.

82 Βλ. Annika Beifuss, Verhandlung und Verteilung von Macht und Kapital im englischen Patronagesystem der Frühen Neuzeit, στο Oliver Leistert, Maik Bierwirth, und Renate Wieser (eds.), Ungeplante Strukturen. Tausch und Zirkulation, Wilhelm Fink Verlag, München, 2010, pp. 173–187, Jakob Kapeller und Bernhard Schütz, Verteilungstendenzen im Kapitalismus: Nationale und Globale Perspektiven, Institut für die Gesamtanalyse der Wirtschaft, ICAE Working Paper Series, No. 36, 07/2015.

83 Βλ. Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century, Translated by Arthur Goldhammer, The Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, London, England, 2014

84 Παράβαλε Nikolai Bukharin, The Politics and Economics of Transition Period, 1. The Structure of World Capitalism, Routledge Taylor and Francis Group, London and New York, 2003, pp. 57-65

85 Βλ. Peter Bofinger, Gustav A. Horn, Kai D. Schmid und Till van Treeck, Thomas Piketty und die Verteilungsfrage. Analysen, Bewertungen und wirtschaftspolitische. Implikationen für Deutschland, 2015, SE Publishing.

86Βλ. Hagen Krämer, “Make No Mistake, Thomas! Verteilungstheorie und Ungleichheitsdynamik bei Piketty”, οπ., pp. 37-72.

87 Για πρόσφατες κριτικές τοποθετήσεις εις βάρος αυτής της γραμματείας ενδεικτικά βλ. Dieter Klein Zukunft oder Ende des Kapitalismus? Eine kritische Diskursanalyse in turbulenten Zeiten Eine Veröffentlichung der Rosa-Luxemburg-Stiftung, VSA: Verlag Hamburg , 2019, Thomas Meyer, Kategoriale Kritik und die notwendige Frage nach Alternativen zum Kapitalismus, Zuerst erschienen in: Netztelegramm Februar 2022 σε https://www.exit-online.org/textanz1.php?tabelle=aktuelles&index=46&posnr=810

88 Βλ. Rosa Luxemburg, Die Akkumulation des Kapitals. Ein Beitrag zur ökonomischen Erklärung des Imperialismus (1913), οπ., απόσπασμα: ”Es ist auf den ersten Blick ein allgemeiner Ausfall in dem Produktionsumfang und auch in der Produktion von Mehrwert zu konstatieren. Dies aber nur, solange wir abstrakte Wertgrößen in der Gliederung des Gesamtprodukts, nicht seine sachlichen Zusammenhänge im Auge haben. Sehen wir näher zu, dann stellt sich heraus, daß der Ausfall gänzlich die Erhaltungskosten der Arbeitskraft und nur diese berührt. Es werden nunmehr weniger Lebensmittel und Produktionsmittel hergestellt, diese dienten aber ausschließlich dazu, Arbeiter zu erhalten. Es wird jetzt ein geringeres Kapital beschäftigt und ein geringeres Produkt hergestellt. Aber Zweck der kapitalistischen Produktion ist nicht, schlechthin ein möglichst großes Kapital zu beschäftigen, sondern einen möglichst großen Mehrwert zu erzielen. Das Defizit an Kapital ist aber hier nur dadurch entstanden, daß die Erhaltung der Arbeiter ein geringeres Kapital erfordert ... Das konstante Kapital und der Mehrwert blieben unverändert, das variable Kapital der Gesellschaft, die bezahlte Arbeit allein hat sich verringert”.

89 Βλ. Louis Althusser, Για την Κρίση του Μαρξισμού, μτφ. Τάσος Μπετζέλος, εκδ. Εκτός Γραμμής, Αθήνα, 2022.

90 Παράβαλε E.P Thompson, The Poverty of Theory and Other Essays, Merlin - London, USA, 1981.

91 Βλ. Γιάννης Ευσταθίου, Βιοπολιτική Επιστήμη και Καπιταλιστικό Κράτος. Άμυνα/Ασφάλεια, Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Τετράδια Μαρξισμού, τ. 11, χειμώνας 2019

92 Βλ. Nick Land, Kant, capital, and the prohibition of incest. A Polemical Introduction to the Configuration of Philosophy and Modernity, στο του ιδίου, Fanged Nooumena, Collected Writings 1987–2007, Introduction by Robin Mackay and Ray Brassier, Urbanomic/Sequence Press, UK, April 1, 2011, pp. 55-80

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...