Προκαταρκτικές Σημειώσεις για την Εργατική Επανάσταση στην Γερμανία (1918-1923)

Για λίγα ιστορικά προτσές έχει χυθεί τόσο μελάνι ψεύδους και συκοφάντησης όσο για την εργατική επανάσταση στην Γερμανία. Ο πατριώτης μικροαστός της Γερμανίας επί δεκαετίες επιδίδεται στην άμεση αιτιακή σύνδεση της εργατικής επανάστασης με τις δύο ήττες, αυτού το οποίο φαντασιώνεται ως έθνος του, σε αμφότερους τους Πολέμους, κι έτι περαιτέρω ο τυφλωμένος και αφηνιασμένος μέσα στον φανατισμό και στον μυστικισμό του εθνικοσοσιαλιστής προσπαθεί να δείξει, ότι αμφότερες οι ήττες ήταν εκ προθέσεως των κομμουνιστών, κομμάτι του και καλά «ιουδαιομπολσεβίκικου» σχεδίου.

Αναμφισβήτητα, μέσα σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο το κάθε προτσές σχετίζεται και συναρθρώνεται με το άλλο, ώστε η ιστορία σχηματικά, όπως λέει ο Ένγκελς, παρίσταται ως διάνυσμα δυνάμεων, ως ένα σύνολο ανισότιμων, μη ισοδύναμων όρων, από το οποίο βγαίνει αυτό που κατανοούμε ως έκβαση, ως αποτέλεσμα, και το οποίο ο αφηρημένος[1] Άνθρωπος κατανοεί αναδρομικά ως άμεση ή διαμεσολαβημένη αιτιακή αλληλουχία προς τα πίσω. Αλλά, για τον επιστημονικό σοσιαλισμό το κομβικό είναι να δεις ότι η ιστορική έκβαση, το ιστορικό αποτέλεσμα, ειδικά προσδιορισμένο, είναι η ίδια η αντιπαράθεση των παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ των και των παραγωγικών δυνάμεων προς τις παραγωγικές σχέσεις.

Από την άλλη, αυτό δεν οδηγεί σε κάποιον ντετερμινισμό οποιασδήποτε ποιότητας, διότι στο γενικό επίπεδο των συγκρούσεων, και κύρια όσον αφορά την πολιτική, τόσο η συγκυρία, όσο και η στιγμή ως διαλεκτική του συγκεκριμένου, ως συνόψιση πολλών προσδιορισμών αποκτούν στο συγκρουσιακό προτσές αποφασιστική σημασία. Κι αυτό διότι εντός της συγκυρίας, όπου κάθε φορά φανερώνεται η στιγμή, οι γενικές αφαιρέσεις εγείρονται στην πιο πλήρη, στην πιο πλούσια συγκεκριμένη ανάπτυξή των, και έτσι το εν εμφανίζεται στους πολλούς κοινό, κοινό σε όλους, και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να κατανοηθεί σε ιδιαίτερη μορφή.

Η εργατική επανάσταση στην Γερμανία έφτασε μέχρι το πεδίο του συγκεκριμένου, ωστόσο δεν κατάφερε να επιλύσει με αποφασιστικό τρόπο το συντακτικό πρόβλημα. Ήδη απ’ το 1802 ο Χέγκελ στο "Über die Reichsverfassung" το είχε θέσει: "Deutschland ist kein Staat mehr …", διότι "αυτό που δεν μπορεί πια να συνδεθεί με μια έννοια (Begriffen), δεν υπάρχει πια". Έτσι, οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, όπως οι ομόλογοί τους στα 1848 επαναλάμβαναν την Ρωμαϊκή Σύγκλητο και την Φραγκική Επανάσταση, επαναλάμβαναν την Πρωσική αξίωση και αιτίαση των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Πρωσισμός των κηνσόρων, της λογοκρισίας, των περιορισμών και των απαγορεύσεων εμφανίζεται πάντα ως επίσημη, αξιωματουχική (offizielle) κριτική, οι νόρμες του είναι κριτικές νόρμες:

Απέναντι στην επαναστατική ορμή τοποθετείται ένας λανθάνων, ένας απαστράπτων φιλελευθερισμός (Scheinliberalismus): ο φιλελευθερισμός των εκλάμψεων, και των ψευδαισθήσεων των ανταγωνισμών, ο οποίος θέλει να μετατρέψει την ενεργή, γεγονοτική εξόργιση σε κάτι προσωπικό, ο οποίος νομίζει ότι, αν αλλάξει ένα πρόσωπο, θα έχει δήθεν αλλάξει και το θέμα. Πολλώ δε μάλλον, στα 1918-1919 αυτές οι δυνάμεις οικειοποιήθηκαν μέσα στην παράδοση του Πρωσικού κρατισμού, αυτό που λέει ο Ένγκελς, τον χύδην Συνταγματισμό (grobschlächtiger Konstitutionalismus) και τον χοντροκομμένο, αμπλάνιστο (gröberer) Ρεπουμπλικανισμό.[2]

Για να κατανοηθεί, όμως, η διαλεκτική της εργατικής επανάστασης στην Γερμανία στην συνολικότητά της, είναι χρήσιμο να κατανοηθεί ως Γίγνεσθαι (Werden): "μία κίνηση εντός της οποίας αμφότερα (καθαρό εἶναι καθαρό οὐδὲν) είναι διακριθέντα, αλλά εκ μίας διάκρισης που έχει λυθεί αδιαμεσολάβητα"[3]. Το Επαναστατικό Γίγνεσθαι ως κίνηση παράγει στιγμές έως το σημείο αναίρεσής του.[4] Επομένως, η απάντηση, την οποία έδωσε η εργατική επανάσταση, στο συντακτικό πρόβλημα, ήταν το αναιρούμενο Γίγνεσθαι. Στην οπτική μας η εργατική επανάσταση στην Γερμανία, και αυτό είναι που την ξεχωρίζει σε σχέση με την Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, τοποθετήθηκε ως εξωτερικότητα και διαφορά έναντι όλων των προϋπαρχόντων και υπαρχόντων. Είναι αυτός, όπως το λέει ο Λένιν, «ο ιδιαιτέρως σκληρός και επώδυνος δρόμος του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης στην Γερμανία»[5].

Αυτό στην έναρξη των επαναστατικών ενεργειών δημιουργούσε τέτοια ορμή, ώστε αγνοήθηκε το αναπτυσσόμενο κομματικό πρόβλημα, όπως το έθεσε με διανοητική ευκρίνεια τότε ο Λένιν: η δυνατή και αναγκαία ενότητα στο βασικό ζήτημα (για Σοβιετική αρχή, ενάντια στον αστικό κοινοβουλευτισμό).[6]

Η θέση ως εξωτερικότητα ως προς όλους αποδίδεται σε ένα σύνολο ειδικά προσδιοριστικών κομματικών παραγόντων, από ότι στην ηγεσία της ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Καρλ Λιέμπκνεχτ, έως τις ειδικές συνθήκες με τις οποίες έγινε η απόσπαση των Σπαρτακιστών απ’ την σοσιαλδημοκρατία, και η συγκρότηση του KPD. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραμελείται, καθ’ όσον είναι το κύριο, η εργατική έρευνα της σύνθεσης και των χαρακτηριστικών του προλεταριάτου και των πληβειακών, λαϊκών μαζών που υλοποίησαν την επανάσταση.

Εδώ, αυτό που διαφοροποιεί, είναι η προλεταριακή αδιαφορία και άρνηση του να είσαι υποκείμενο, καθώς και της συνθήκης του να είσαι υποκείμενο: η κατανόηση και πραγμάτωση της επαναστατικής κίνησης ως μετάβαση από το καθ’ εαυτό στο conatus (εμμενή ροπή, τάση) προς το δι’ εαυτώ: ο αυτοπροσδιορισμός του προλεταριάτου ως γίγνεσθαι, ως ενεργή συμμετοχή σ’ αυτό. Έτσι, το επαναστατικό προλεταριάτο αυτοκατανοείται ως σύνολο παραγωγικών δυνάμεων ως τέτοιων, αδιαμεσολάβητα, και όχι από την σκοπιά των υποκειμενικοτήτων ως εντός-εκτός-και επί τα αυτά. Συνεπώς, η Τροτσκική, και κάθε τόσο Τροτσκιστική κατηγοριοποίηση και αντεστραμμένη δικαιολογία περί ανωριμότητας είναι αβάσιμη, ή η περι ού ο λόγος Αναφορά του Τρότσκυ δεν αναφέρεται στο δι' εαυτώ επαναστατικό προτσές, αλλά από την σκοπιά του σεκταρισμού, στις εσωτερικές κομματικές προσωπικές σχέσεις.[7]

Η άρνηση των συνθηκών να είσαι υποκείμενο είναι κάτι σχεδόν άγνωστο και μη γινόμενο εύκολα αντιληπτό στους πληθυσμούς, οι οποίοι απέκτησαν μια Γερμανική και Ευρωπαϊκή συνείδηση (κι αυτή δανεισμένη ως αντάλλαγμα για την αντεπαναστατική στάση τους στην Κομμούνα) μετά την ένωση του Ράιχ στα 1871, και των οποίων ο καθορισμός της συνείδησης λίγο-πολύ έχει να κάνει με τις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες, τις οποίες περιγράφει η Judith Butler στο βιβλίο της για τα Υποκείμενα της Επιθυμίας. Όπως το λέει η Ρόζα: 

“Ω πώς είναι Ντόιτς αυτή η Ντόιτς Επανάσταση;”.[8]

Απ’ αυτήν την άποψη, η εργατική επανάσταση στην Γερμανία έθεσε με πληρότητα τόσο το ζήτημα της εξόδου, του απεγκλωβισμού από την διαλεκτική της υπαγωγής υποκειμένου-αντικειμένου, όσο και της άρσης του δυισμού μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμού. Είναι επομένως όχι μόνο μια αδιάκοπη κριτική στις Ηπειρωτικές εθνικές συνθήκες, αλλά, όπως και στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθεια οικοδόμησης ποιοτικά διαφορετικών, νέου τύπου συνθηκών ύπαρξης και ζωής.

Δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ότι είχε να αντιπαλέψει με ένα επί δεκαετίες σμιλεμένο και έμπειρο απαράτ θεωρητικών και επιχειρησιακών στελεχών της Β΄ Διεθνούς, οι οποίοι τότε αξίωναν τους τίτλους των νομίμων κληρονόμων του Ένγκελς. Αλλά, αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά.[9]

Στην μορφή και στο άπλωμά της έχει μια ιδιαίτερη στρατιωτική διάσταση, η οποία έχει την δική της αξία.[10] Έτσι, ειδικά οι εξεγέρσεις στην Ρηνανία με τον σχηματισμό Κόκκινου Στρατού στο Ρούρ και στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Ρήνου, οι εξεγέρσεις σε Κίελο και Αμβούργο μπορούν να ιδωθούν και ως κατ’ εξοχήν στρατιωτικά γεγονότα με την δική τους τεχνική και τις τακτικές τους.

Προσέτι, η διερεύνηση της εργατικής σύνθεσης αποδεικνύει ότι το επαναστατημένο προλεταριάτο, ειδικά στις εκτός Βερολίνου βιομηχανικές περιοχές εργαζόταν και δούλευε σε βιομηχανίες υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, και επομένως είχε άμεση γνώση των τελευταίων εξελίξεων της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.[11] Έτσι, εδώ η κεντρικότητα εντός της κοινωνικής εργασίας του σε ποιοτική μεταμόρφωση εργάτη μάστορα σε έργατη μάζα (ήτοι η τότε μείωση της απόστασης μεταξύ συλλογικού και λεπτομερειακού εργάτη) αποτυπωνόταν και αντανακλούσε στην κομμουνιστική υπεροχή εντός της πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης, αλλά, απ’ την άλλη αντικειμενικά δημιουργούσε απόσταση από τις απαλλοτριωμένες αγροτικές μάζες και από την παραδοσιοκρατική φτωχολογιά των πόλεων, κάτι που στον Ρωσικό χώρο το είχε γεφυρώσει δεκαετίες πριν το αναρχικό και το ναρόντνικο κίνημα, και εν τω επαναστατικώ προτσές του Οκτώβρη κατά το μάλλον οι Εσσέροι.

Ο Κόκκινος Στρατός σε Ρουρ και Ρηνανία (το Kernland, το Herzland της Γερμανικής βιομηχανίας), υπό την σκέπη του οποίου καλύφθηκαν και έδρασαν ετερόκλητες επαναστατικές οργανώσεις, δείχνει τον βαθμό στρατιωτικοποίησης της μεγάλης βιομηχανίας, την μιλιταριστικοποίηση της κοινωνικής ζωής, που είχε προηγηθεί της Επανάστασης πριν και κατά την διάρκεια του Πολέμου, αλλά και τον βαθμό εξοικείωσης των εργατών με την νέα μηχανουργία.[12] Έτσι, όπως αναφέρει ο Κανονισμός υπ’ αριθμό Ένα των Μονάδων του Ρηνανικού Κόκκινου Στρατού, “καθένας που συμμετέχει στον Κόκκινο Στρατό, συμμετέχει στο επαναστατικό προλεταριάτο”. Πιο διεισδυτικά, από εδώ βγαίνει, ότι η εργατική ισχύς είχε τόσο καταλάβει το εργοστάσιο, ώστε έθετε με τα όπλα ζήτημα επιβολής προλεταριακής τάξης (order) στον δημόσιο βιομηχανικό χώρο, δηλαδή ζήτημα προλεταριακής οργάνωσής του, και επομένως ζήτημα εν τω προτσές παραγωγής προλεταριακής κοινωνικής συντακτικότητας.

Από την άλλη, το BlutMai, οι ταραχές και τα μπάχαλα του KPD και των επαναστατικών δυνάμεων στο Βερολίνο ενάντια στους μπάτσους και ενάντια στους φασίστες, την Πρωτομαγιά του 1929 και τις επόμενες ημέρες, μπορεί να ειπωθεί ότι έστω ex post factum δείχνουν, ότι στην πρωτεύουσα, όπως και με κρίσιμη σπουδαιότητα στο Μόναχο, ένα από τα ζητήματα που έμπαιναν για το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, ήταν το ζήτημα της επιβολής και του καθορισμού της Εγελιανά προσδιορισμένης Polizei.[13] Αυτό, μαζί με τις εξουσιαστικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της μητρόπολης του Βερολίνου, όπως ανέλυσε ο Sergio Bologna, είχε να κάνει και με την διαφοροποιημένη κομματική σύνθεση (εμπεριέχουσα ανέργους, απολυμένους, φτωχούς, περισσότερους διανοούμενους, τύπους χαρακτηρισμένους ως εθνικά μειονοτικούς).[14] Κάτι τέτοιο φανερώθηκε και στην Επανάσταση, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις στο Βερολίνο δεν έφτασαν στο επίπεδο συγκρότησης και οργάνωσης Κόκκινου Στρατού, αλλά στο επίπεδο συγκρότησης και οργάνωσης πολιτοφυλακών και ένοπλων φρουρών.[15]



[1] Στον Χέγκελ το αφηρημένως σκέπτεσθαι είναι ως προς την μεταφυσική σαν πανούκλα. Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Wer denkt abstrakt? (1807).

[2] Βλ. Friedrich Engels, Revolution und Konterrevolution in Deutschland, II [Der preußische Staat], απόσπασμα, (1852).

[3] Βλ. Hegel, Wissenschaft der Logik, Erster Teil. Die objektive Logik, Erstes Buch: Die Lehre vom Sein, Erster Abschnitt: Bestimmtheit (Qualität), Erstes Kapitel: Sein, C. Werden, a. Einheit des Seins und Nichts, απόσπασμα: "Das reine Sein und das reine Nichts ist also dasselbe. Was die Wahrheit ist, ist weder das Sein noch das Nichts, sondern daß das Sein in Nichts und das Nichts in Sein – nicht übergeht, sondern übergegangen ist. Aber ebensosehr ist die Wahrheit nicht ihre Ununterschiedenheit, sondern daß sie nicht dasselbe, daß sie absolut unterschieden, aber ebenso ungetrennt und untrennbar sind und unmittelbar jedes in seinem Gegenteil verschwindet. Ihre Wahrheit ist also diese Bewegung des unmittelbaren Verschwindens des einen in dem anderen: das Werden; eine Bewegung, worin beide unterschieden sind, aber durch einen Unterschied, der sich ebenso unmittelbar aufgelöst hat".

[4] Βλ. οπ., b. Momente des Werdens, c. Aufheben des Werdens.

[5] Βλ. V. I. Lenin, A Letter to the German Communists, Regarding The Discussion On The Second Congress Of The Communist International,14/8/1921, σε Lenin’s Collected Works, 1st English Edition, Progress Publishers, Moscow, 1965, Volume 32, pages 512-523.

[6] Βλ. του ιδίου, Letter To The Central Committee Of The Communist Party Of Germany Regarding The Split, To Comrades Paul Levi, Clara Zetkin, Eberlein And The Other Members Of The Cc. Of The Communist Party Of Germany, 28/10/1919, σε Collected Works, Volume 30,p. 87-88 Progress Publishers, 1965.

[7] Αντιπαράβαλε Leon Trotsky, Report on the Communist International, (December 1922), First Published: In Russian, official anniversary volume issue in 1926 by the Bureau of Party History.

[8] Βλ. Rosa Luxemburg, A Duty of Honor, in Die Rote Fahne (Berlin), No. 3 from November 18, 1918, σε A Duty of Honor* - Rosa-Luxemburg-Stiftung (rosalux.de)

[9] Ενδεικτικά βλ. Marxism and Social Democracy, Edited and translated by H. Tudor and J. M. Tudor With an introduction by H. Tudor, Cambridge University Press, USA, 1988.

[10] Ενδεικτικά βλ. Walter Rankin Pierce, The German Officer Corps and the Socialists, 1918-1920: A Reappraisal, Thesis Presented to the Graduate Council of the North Texas State University in Partial
Fulfillment of the Requirements For the Degree of Master of Arts by Walter Rankin Pierce, Denton, Texas, May, 19 73.

[11] Βλ. Simon Schaupp, De-centering the Revolution: Class Composition in the Making and Defeat of the Bavarian Council Republic, ILWCH, 100, Fall 2021.

[12] Βλ. All Power to the Councils, A Documentary History of the German Revolution of 1918–1919, Edited and Translated by Gabriel Kuhn, Merlin Press, 2012, pp. 265-276.

[13] Βλ. Eve Rosenhaft, The German Communists and Political Violence 1929-1933, Cambridge University Press, 1983.

[14] Βλ. Sergio Bologna, Ναζισμός και Εργατική Τάξη. Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, εκδ. antifa scripta, 9/2015.

[15] Βλ. All Power to the Councils, οπ., pp. 31-78.

Εισαγωγή στην Κριτική στην θεωρία εξίσωσης του χρήματος με το χρέος

 

Στο προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο μας προέβημεν στην εξέταση και στην έρευνα των θεωριών και των νέων φαινομένων στην λειτουργία του χρήματος. Προσπάθησα να είμαι συνεπής ως προς τις κατευθύνσεις και τις γραμμές της το πρώτον εργατικής κριτικής πολιτικής οικονομίας έως εμετικό σημείο. Ο inter alia πίσω από τις γραμμές κεντρικός σκοπός μου ήτο ο απεγκλωβισμός της κριτικής σκέψης από τον εσχατολογισμό της υποταγμένης στα τρέχοντα χρηματιστηριακά παζάρια πολιτικής οικονομίας. Στον ίδιο χρόνο, μέσα απ’ αυτό ανοίγει η αντιπαράθεση με τον οικονομικό ιδεαλισμό, με την ιδεατότητα της προβεβλημένης, εργαλειοποιημένης στην κάθε εξουσία, οικονομικής σκέψης.

Έχει πάντα αξία χρήσης για το κίνημα, αλλά και για την επιστήμη της κλασικής πολιτικής οικονομίας, το να θέτουμε συνεχώς και να υπενθυμίζουμε τμήματα από τα φιλοσοφικά και θεωρησιακά θεμέλιά της:

«ἔτι αἱ ἀρχαὶ πότερον ἀριθμῷ ἢ εἴδει ὡρισμέναι, καὶ αἱ ἐν τοῖς λόγοις καὶ αἱ ἐν τῷ ὑποκειμένῳ; καὶ πότερον τῶν φθαρτῶν καὶ ἀφθάρτων αἱ αὐταὶ ἢ ἕτεραι, καὶ πότερον ἄφθαρτοι πᾶσαι ἢ τῶν φθαρτῶν φθαρταί; ἔτι δὲ τὸ πάντων χαλεπώτατον καὶ πλείστην ἀπορίαν ἔχον, πότερον τὸ ἓν καὶ τὸ ὄν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι καὶ Πλάτων ἔλεγεν, οὐχ ἕτερόν τί ἐστιν ἀλλ' οὐσία τῶν ὄντων; ἢ οὔ, ἀλλ' ἕτερόν τι τὸ ὑποκείμενον, ὥσπερ Ἐμπεδοκλῆς φησὶ φιλίαν ἄλλος δέ τις πῦρ ὁ δὲ ὕδωρ ἢ ἀέρα· καὶ πότερον αἱ ἀρχαὶ καθόλου εἰσὶν ἢ ὡς τὰ καθ' ἕκαστα τῶν πραγμάτων, καὶ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ· ἔτι πότερον ἄλλως ἢ κατὰ κίνησιν· καὶ γὰρ ταῦτα ἀπορίαν ἂν παράσχοι πολλήν» … «σύνεγγυς δὲ τούτων ἐστὶ τὸ διαπορῆσαι πότερον δυνάμει ἔστι τὰ στοιχεῖα ἤ τιν' ἕτερον τρόπον. εἰ μὲν γὰρ ἄλλως πως, πρότερόν τι ἔσται τῶν ἀρχῶν ἄλλο (πρότερον γὰρ ἡ δύναμις ἐκείνης τῆς αἰτίας, τὸ δὲ δυνατὸν οὐκ ἀναγκαῖον ἐκείνως πᾶν ἔχειν)· εἰ δ' ἔστι δυνάμει τὰ στοιχεῖα, ἐνδέχεται μηθὲν εἶναι τῶν ὄντων· δυνατὸν γὰρ εἶναι καὶ τὸ μήπω ὄν· γίγνεται μὲν γὰρ τὸ μὴ ὄν, οὐθὲν δὲ γίγνεται τῶν εἶναι ἀδυνάτων. -ταύτας τε οὖν τὰς ἀπορίας ἀναγκαῖον ἀπορῆσαι περὶ τῶν ἀρχῶν, καὶ πότερον καθόλου εἰσὶν ἢ ὡς λέγομεν τὰ καθ' ἕκαστα".[1]

Από εδώ εξάγεται, ότι η πολιτική οικονομία, κι ακόμα περισσότερο η κλασική πολιτική οικονομία έχει μια Kraft (δύναμις). Ήτοι, αναπτύσσεται ἐν τῇ τελεολογία της. Χωρίς αυτήν την παραδοχή, δεν πρόκειται να υπάρξει κατανόηση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως κατανόηση (Verstand) της μεθόδου και του αντικειμένου της. Αντίθετα, ο καθείς θα παρασύρεται στον υποκειμενισμό, και ακόμα χειρότερα στον ατομικισμό του κάθε οικονομολόγου star, κάτι που συνδέεται με επιδιώξεις χειραγώγησης, δηλαδή με ενάντια στην χειραφέτηση σκοπιμότητες, με σκοπιμότητες εγκλεισμού στο ατοπικό Πλατωνικό σπήλαιο, σκοπιμότητες κρυμμένες πίσω από θετικιστικές αυθαιρεσίες, παρουσιαζόμενες στον τύπο ως ψευδο-επιστήμη.



Τίθεται, όμως, επί του προκειμένου και ένα ζήτημα ηθικής τάξεως. Οι συγγραφείς και θεωρητικοί της κλασικής πολιτικής οικονομίας στον 19ο αιώνα, ανεξάρτητα από τις απόψεις και τις θεωρήσεις τους, ή ακόμα και από τα συμφέροντα, τα οποία εξέφραζαν, ως πρόσωπα, ήταν υποδείγματα ταπεινότητας (humbleness, humilitas) και Δωρικής στάσεως. Κι αυτό γιατί από τα ίδια τα πράγματα έθεταν στους εαυτούς τους καθήκον διαφώτισης προς το κοινό (common), στο οποίο απευθύνονταν ή θεωρούσαν ιδίον (proprium) των. Σε ευρύτερο πλαίσιο, ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ο εγκωμιαστής της νέας ιπποσύνης των Ναϊτών, στην «Tractatus de Gradibus Humilitatis» εννοιολογεί την ταπεινότητα ως μαχητική, στρατιωτική αρετή, συνδεόντάς την με την αυτοσυνειδησία: «cognitionem veritatis fructum esse humilitatis», και ο Αυγουστίνος στο «In Johannem Tractatus»: "humilitas est virtus, qua homo verissima sui cognitione sibi ipse vilescit». Στο Περί Αιρέσεων και Φυγών του Επίκουρου το λάθε βιώσας είναι προϋπόθεση του ἡδέως ζῆν (βλ. Πλούταρχος, Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας: Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός).

Επιστρέφοντας στην φιλοσοφία της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η επαναφορά της διδασκαλίας του Χέγκελ για την δύναμη και την κατανόηση από την Φαινομενολογία του Πνεύματος μπορεί να σταθεί χρήσιμος οδηγός.[2] Η κριτική της πολιτικής οικονομίας ή θα είναι απροϋπόθετη, stricto sensu μη εν αναστολή ευρισκόμενη (Unbedingte), ή δεν θα υπάρξει.[3] Εδώ, το απροϋπόθετο είναι το άκρο, το Extrem του εἶναι δι’ ἐαυτῷ (Fürsichseins). Συγκεκριμένα, απροϋπόθετα σημαίνει, ότι η κριτική αναπτύσσεται, χωρίς κάποιο a priori ιδεολογικό σημείο αναφοράς, και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιδέα κάποιου αδιαίρετου, αντίθετα αναπτύσσεται καταργώντας τα. Έτσι μόνο μπορεί να προσεγγισθεί, να θεαθεί και να κατανοηθεί, αυτό που τίθεται ως πράγμα καθ’ εαυτό: «Η Έκθεση της Έννοιάς του ανήκει στην Επιστήμη».[4] Αλλά, η εργατική συνείδηση στην αμεσότητα της, στην μη διαμεσολαβησιμότητά της το συνιδιοποιεί ως μία ακόμα μορφή της, ή ως μια νέα συνάρθρωσή (Gestalt) της.[5]

-Να το πω με τους όρους της εργατικής κριτικής: ο συνδεδεμένος κυρίως με την Γενική Νοημοσύνη συλλογικός εργάτης, ως ζων βιομηχανικός οργανισμός εργάζεται να εντάξει στην μηχανουργία του, στην λειτουργία του οργανισμού του, αυτό που η κριτική έφερε στο φως ως πράγμα καθ’ εαυτό. Πιο απλά με ένα παράδειγμα: το πράγμα καθ’ εαυτό είναι σαν το πέτρινο μετάλλευμα το οποίο εξορύξαμε από την γαλαρία και τώρα πάει στο εργοστάσιο για να γίνει μέταλλο.

Κρατώντας αυτά, μπορούμε να εισέλθουμε στο hot stake της ταύτισης του χρήματος με το χρέος.

Ο Ιωσήφ Σουμπέτερ στο μνημειώδες Geschichte der ökonomischen Analyse, στο Τμήμα Β΄, Κεφάλαιο Α΄ περί των Griechisch-Römische Wirtschaftslehre, αντιδιαστέλει –και ορθά- την χρηματική θεωρία του Πλάτωνα σ’ αυτήν του Αριστοτέλη, συνδέοντας την πρώτη με τον χαρταλισμό και την δεύτερη με τον μεταλλισμό.[6]
Μπορεί να ειπωθεί, ότι στον Πλάτωνα υπάρχει η αφετηρία της συμβολικής θεωρίας περί χρήματος: «Δῆλον δή, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι πωλοῦντες καὶ ὠνούμενοι. Ἀγορὰ δὴ ἡμῖν καὶ νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται ἐκ τούτου. Πάνυ μὲν οὖν»[7]. Εδώ, λοιπόν το νόμισμα παρουσιάζεται ως σύμβολο της εμπορικής ανταλλαγής, ως σύμβολο της αγοραπωλησίας, και ταυτόχρονα στην Πολιτεία έχει φτάσει στο επίπεδο επίγνωσης του νομίσματος ως διαφοροποιημένου και διαχωρισμένου από τον εαυτό του χρήματος. Επ’ αυτού εδράζονται οι χαρταλιστικές θεωρίες περί χρήματος ως simulacrum, ως δικαιολογητικές βάσεις των νομικών και οικονομικών προβληματικών του legal tender (gesetzliches Zahlungsmittel) χρήματος.[8]
Επιθυμώντας να κάνουμε μια επιβαλλόμενη κριτική απομάγευση, μπορούμε να πούμε περί των θεωριών τούτων, πως πρόκειται για την συνηγορία της χρεωκοπίας: disconnection του χρήματος από την υλική παραγωγή και ταύτισή του με τις φενάκες και τις χίμαιρες που έχουν στα κεφάλια τους οι εκπρόσωποι του κάθε failed stated, του κάθε χρεωκοπημένου corporation, της κάθε χρεωκοπημένης ψευδο-Διεθνούς.[9]
Αν όμως, η συμβολική θεωρία είναι κάτι ντροπαλό, αποτελεί σίγουρα το κατώφλι για την χρεωστική θεωρία (credit theory), που εμφανίσθηκε στην πληρότητά της παραμονές του ΑΠΠ. «Χρεωστική Θεωρία είναι αυτό: ότι μια αγορά και πώληση είναι η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος για χρέωση. Από αυτήν την κύρια θεωρία φυτρώνει η υπο-θεωρία, ότι η αξία της χρέωσης ή του χρήματος δεν εξαρτάται από την αξία του οποιουδήποτε μετάλλου ή των μετάλλων, αλλά επί του δικαιώματος το οποίο ο δανειστής/χρεωστής αποκτά επί της «πληρωμής», που είναι το ίδιο με το να πεις, επί της ικανοποίησης έναντι της χρέωσης, και επί της ενοχής/υποχρέωσης του οφειλέτη να «πληρώσει» το χρέος του, και αντίστροφα επί του δικαιώματος του οφειλέτη να απελευθερώσει εαυτόν από το χρέος του μέσω της προσφοράς ενός ισοδύναμου χρέους, οφειλόμενου από τον δανειστή, και η ενοχή/υποχρέωση του δανειστή να αποδεχθεί αυτήν την προσφορά προς ικανοποίηση της χρέωσης που παρείχε»[10].
Σε μια αγοραία οπτική κάποιος μπορεί να πει -και με το δίκιο του- ότι το χρεωστικό χρήμα είναι αέρας κοπανιστός.
Εν τούτοις, ο Keynes με έναν πιο ευφυή τρόπο διασώζει την χρεωστική θεωρία, επειδή συνδέει το «πρέπον χρήμα στην πληρέστερη έννοιά του» με το χρήμα του λογαριασμού (money of account), δηλαδή με το μέσο πληρωμής της εμπορικής και χρεωστικής διαρκούς ανταλλαγής.[11] Απ’ αυτό, μέχρι το σημείο κάποιος έμπορος να φτάσει στην αντίληψη ταύτισης του χρήματος με τον ίδιο τον ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η απόσταση είναι μικρή.[12] Άλλωστε, αυτό δεν είναι η πιο έμπρακτη εφαρμογή της χρεωστικής θεωρίας;
Ωστόσο, ο Keynes στο γνωστό σχηματοποιητικό διάγραμμα μορφοποιεί μια συνολική θεωρία: έτσι το χρήμα του λογαριασμού διασπάται σε πρέπον χρήμα, το οποίο είναι κρατικό χρήμα, και σε επίγνωση χρέους, που είναι τραπεζικό χρήμα.[13]
Αν όμως, συνεχίζει να αναπαράγεται αυτή η θεωρία, αυτό έχει να κάνει με τον κρατικισμό της, δηλαδή είναι κάτι που κατασκευάσθηκε για να εφαρμόζεται κύρια στις διακρατικές σχέσεις και συναλλαγές –και γι’ αυτό η κλασική πολιτική οικονομία δυσφορεί ως προς αυτήν. Επ’ αυτού μια εξέταση των θεωρητικών ολοκληρώσεών της είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.
Το πιο συστηματικό απ’ αυτά είναι το «State Theory of Money» του Georg Friedrich Knapp. Πρόκειται για μια συστηματική ταξινόμηση των ποιοτήτων του fiat money. Η κορωνίδα της θεωρίας του είναι ότι το χρήμα είναι κρατικός θεσμός, ένα πλάσμα δικαίου.[14]
Μ’ αυτά έχουν καταστεί σαφείς οι βασικές πλευρές της περί ἧς ο λόγος θεωρίας.



Στα μυαλά αυτωνών το κράτος αποκτά οντολογικής ισχύος υπεροχή έναντι της κοινωνικής πρακτικής. Το δυστύχημα είναι, ότι στην εγχώρια αριστερά, στην κομμουνιστική κιόλας, ενδημούν τύποι, οι οποίοι στηρίζουν και διακινούν αυτήν την θεωρία, μιλώντας μάλιστα και με τις έννοιες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, κάνοντας λες και δεν έχουν μελετήσει το Der Ursprung der Familie, des Privateigentums und des Staats του Ένγκελς.

Ρωτάει ένα cyborg: Δεν μοιάζει λίγο με θεωρία συνομωσίας; Ότι δηλαδή το χρήμα δεν προκύπτει μέσα από την εργασία, μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εντός ορισμένων τρόπων παραγωγής, σε τελική ανάλυση δεν είναι ένα πολλαπλά διαμεσολαβημένο προϊόν της κοινωνικής εργασίας, αλλά προκύπτει μέσα από αποφάσεις του κράτους; Κι αν ισχύει αυτό, τότε τι διαφορά έχει το χρήμα γενικά, το χρήμα στους λεγόμενους προ-καπιταλιστικούς σχηματισμούς, από το χρήμα που μετατρέπεται (Verwandlung) σε κεφάλαιο, και δη σε χρηματοκεφάλαιο;









[1] Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 996a, απόσπασμα, 1002b-1003a, απόσπασμα.


[2] Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Phänomenologie des Geistes, A. Bewußtsein, II. Die Wahrnehmung oder das Ding und die Täuschung, III. Kraft und Verstand, Erscheinung und übersinnliche Welt.


[3] Παράβαλε οπ.: «Dies Unbedingte wäre nun selbst wieder nichts anderes als das auf eine Seite tretende Extrem des Fürsichseins».


[4] «Die Exposition ihres Begriffs gehört der Wissenschaft» στο οπ.


[5] Βλ. Hegel, οπ.: «an; das Bewußtsein aber, wie es ihn unmittelbar hat, tritt wieder als eigene Form oder neue Gestalt des Bewußtseins auf, welche in dem Vorhergehenden ihr Wesen nicht erkennt, sondern es für etwas ganz anderes ansieht».


[6] Βλ. Joseph A. Schumpeter, Geschichte der ökonomischen Analyse Nach dem Manuskript herausgegeben von Elisabeth B. Schumpeter Mit einem Vorwort von Fritz Karl Mann und einer Einführung von Alexander Ebner, Erster Teilband, Vandenhoeck & Ruprecht, pp. 89-107.


[7] Πλάτων, Πολιτεία , 371b, απόσπασμα.


[8] Ενδεικτικά βλ. John J. Chung, Money as Simulacrum: The Legal Nature and Reality of Money, Hastings Business Law Journal, Volume 5, Number 1,Winter 2009, pp. 109-168.


[9] Βλ. Β.Ι Λένιν, Η Χρεωκοπία της Δεύτερης Διεθνούς, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Νοέμβριος 2008.


[10] Βλ. A. Mitchell Innes, The Credit Theory of Money, The Banking Law Journal, Vol. 31 (1914), Dec./Jan., Pages 151-168.


[11] Βλ. John Maynard Keynes, A Treatise on Money on Two Volumes, 1. The Pure Theory of Money, Chapter One. The Classification of Money, I. Money and Money of Account στο The Collected Writings of John Maynard Keynes, Cambridge University Press for the Royal Economic Society, 1930, pp. 3-5.


[12] Βλ. Άρειος Πάγος – Α2 Πολιτικό Τμήμα, 97/2020, 1049/2020.


[13] Βλ. Keynes, ibid, p. 8


[14] Βλ. Georg Friedrich Knapp, The State Theory of Money, 2. Chartal Means of Payment, London: Macmillan & Company Limited, St. Martin Street, 1924. p. 24-43. L. Randall Wray, Levy Economics Institute of Bard College, From the State Theory of Money to Modern Money Theory: An Alternative to Economic Orthodoxy, Working Paper No. 792, March 2014, Dirk H. Ehnts, Knapp’s State Theory of Money and its reception in German academic discourse, HWR Berlin: Hochschule für Wirtschaft und Recht Berlin, Working Paper, No. 115/2019.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑΣ


«California dreamin»

Κατά την μετάβαση από την 1η στην 2η Βιομηχανική Επανάσταση έγινε εμφανής η ανάγκη για συστηματοποίηση μιας ορισμένης οργάνωσης εργασίας, κάτι το οποίο επετεύχθη με τον Ταιηλορισμό. Είναι κάτι, που απέκτησε παγκόσμια χαρακτηριστικά αρχικά στις βιομηχανίες υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, διαθέτουσες συγκεντρωμένη μεγάλη ποσότητα εργασίας, από την στιγμή που και στην Σοβιετική Ένωση, την επαύριο των εξεγερτικών φωτιών της Κρονστάνδης, εισήχθη με την ΝΕΠ.

Η ΝΕΠ ήτο η απάντηση της Κομματικής και Κρατικής διεύθυνσης στις πιο άγριες, στις πιο πρωτοπόρες προλεταριακές αρνήσεις και επιθυμίες, προς την κατεύθυνση εμπέδωσης μιας νέας παραγωγικής εργασιακής πειθαρχίας, η οποία για να επιβληθεί σ’ εκείνη την φάση, είχε τόσο ανάγκη την συμμαχία με τα στρώματα της μικροϊδιοκτησίας και με τις μετριοπαθείς μερίδες της ιντελιγκέντσιας.

Η ανάπτυξη του Σταχανοφικού κινήματος σηματοδότησε και επικύρωσε την ανάγκη ύπαρξης ανταγωνιστικής συστηματικής οργάνωσης της εργασίας για την περαιτέρω ανάπτυξη σε σοσιαλιστική κατεύθυνση των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και της ίδιας της εργατικής δύναμης. Δεν είναι τυχαίο, ότι κατά την ίδια περίοδο στην ΕΣΣΔ αρχίζει και γίνεται όλο και πιο ρητό το πρόταγμα για τον «άνθρωπο νέου τύπου», παρότι αυτό που στην υλικότητα της βιομηχανικής παραγωγής συντελούταν, ήταν η επικράτηση των cyborg εργατών στις πιο τραχείες βιομηχανίες (μεταλλεία, σιδηρουργία, οδικά δίκτυα).

Στην οπτική της κριτικής της πολιτικής οικονομίας η συστηματική οργάνωση της εργασίας είναι άμεση, prima facie απόρροια της τυπικής υπαγωγής και σε δεύτερο χρόνο της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, και πιο συγκεκριμένα κατοχύρωση και στο ίδιο χρόνο μυστικοποίηση, μετάθεση σε ένα ανώτερο, πιο σύνθετο επίπεδο αφαίρεσης του διευθυντικού δικαιώματος, της σχέσης εξουσίας μεταξύ διεύθυνσης και εκτελεστικής εργασίας.

Στο σημείο αυτό, η οργάνωση της εργασίας διασταυρώνεται με την ίδια την κατανομή εργασίας στην βιομηχανική παραγωγή. Επομένως, αποτελεί συστατικό στοιχείο της φαινομενολογίας της κοινωνικής εργασίας. Είναι κάτι, που κάνει πιο φανερές τις ιδιότητες και τις λειτουργίες του συλλογικού εργάτη, την εκάστοτε απόστασή του από τους λεπτομερειακούς εργάτες, ως επίσης την διαφορά μεταξύ ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών, τις ικανότητες προσαρμογής της εργασίας και των ταξικών συνθέσεών της στις αλλαγές της μηχανουργίας, στις αλλαγές του συστήματος πραγματικής υπαγωγής. Προσέτι, η οργάνωση της εργασίας έχει μεγάλες επιδράσεις στους τρόπους εμφάνισης του κεφαλαίου ως in actu διευθυντικού δικαιώματος. Ήτοι, το κεφάλαιο, ως διευθύνων το προτσές της άμεσης υλικής παραγωγής δεν εμφανίζεται τόσο προσωποποιημένο –ο καπιταλιστής ως αδιαίρετο πρόσωπο, εμφανιζόμενος σε αυτήν την περίπτωση ως νόμιμος εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρείας δεν προσωποποιεί, όπως παλιά, το σύστημα του κεφαλαίου, αλλά μέσα στο ίδιο το προτσές αποπροσωποποιείται:

Το κεφάλαιο ως διεύθυνση εμφανίζεται ως ένα πολυπλόκαμο σύστημα που περιλαμβάνει από το ρολόι, το χρονόμετρο, την κάρτα εισόδου, το λεωφορείο της εταιρείας, τον επιστάτη, τον χαφιέ της εργοδοσίας, τον απεργοσπάστη, έως τον εθνικά υπεύθυνο συνδικαλιστή, και φυσικά σε δεύτερο χρόνο όλες τις επίσημες ή ανεπίσημες «κοινοτικές» (πειθαρχικές) αρχές της γειτονιάς (από παπάδες, φιλάνθρωπες κυρίες, κουτσομπόλες γειτόνισσες, διώκτες του αναρχοκομμουνισμού μέχρι κομματικούς νεολαίους που πιθανόν σου ασκούν συναγωνιστική κριτική, επειδή τα σαββατοκύριακα ξυπνάς μεσημεριανές ώρες). –Αυτό ητο μέσες-άκρες το επικρατούν σύστημα διεύθυνσης στις ευρωπαϊκές χώρες.

Ωστόσο, η συστηματική οργάνωση της εργασίας δεν είναι κάτι, που αφορά στενά το κεφάλαιο-εργασία ως σύνολο σχέσεων μεταξύ ατόμων, υποκειμένων και πραγμάτων, που έρχονται σε άμεση επαφή, διάδραση και συνεπιχείρηση στο εργασιακό προτσές, αλλά επεκτείνεται στο συνολικό κοινωνικό, ώστε όλες οι μέχρι πριν αμόλυντες κοινωνικές σχέσεις και κατασκευές (οικογένεια, σχολείο, ελεύθερος χρόνος, σωματειακή ζωή, λειτουργίες της γραφειοκρατίας) οργανώνονται με τον ίδιο ή με παρόμοιο τρόπο. Σε συνθήκες ύπαρξης και σε μορφές ζωής του μητροπολιτικού εργοστασίου αυτό γίνεται όλο και περισσότερο, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο αθόρυβα.

Η αριστερή κριτική στην οργάνωση της εργασίας ως οργανικό στοιχείο του Αμερικανισμού είναι γνωστή. Αυτό που έχει την μεγαλύτερη αξία, είναι οι μετασχηματισμοί των καπιταλιστικών στοχεύσεων προϊόντος του χρόνου, οι συνδεδεμένες στην ίδια την ποιότητα της παραγωγής αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας.

Επ’ αυτού, αυτό που διαθέτει την μεγαλύτερη διακριτότητα, την μεγαλύτερη εξωτερίκευση, είναι η οργάνωση της εργασίας μέσω της ψηφιοποίησης, κάτι που εμφανίζεται και αναπτύσσεται κατά την μετάβαση από την 3η στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση.

Είναι ειρωνικό, αν και εύστοχο, ότι στο 1995 εκ των πρώτων, που εντόπισαν τα νέα παραδείγματα οργάνωσης της εργασίας, την ανάπτυξη μιας νέας εργασιακής ηθικής μέσω της ψηφιακότητας, οι Richard Barbrook και Andy Cameron, ονόμασαν αυτήν ως Καλιφορνέζικη Ιδεολογία.[1]

Σ' αυτό, τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της εργασίας, τα οποία παράγονται ως υποπροϊόντα της (συναισθήματα, λεκτικές εκφράσεις, προγενέστερες τάσεις και ενδιαθέσεις, πρωτόλειες ιδέες, στοιχεία που έρχονται απ’ έξω, ενύπνια, φαντασιώσεις, λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές εμμονές, «αυθορμητισμοί») αποκτούν μια αυταξία ως τέτοια, ώστε μοιάζει ότι αυτά είναι που δίνουν τους τόνους, και όχι η άμεση συνεπιχείρηση μεταξύ εργάτη και συσκευής, ο υλικός χειρισμός των μηχανημάτων από τα εργατικά χέρια. Μπορεί να ειπωθεί, ότι σε διανοητικό επίπεδο ήτο μια αντιστροφή στην ίδια την ανάλυση των συστατικών του τρόπου παραγωγής, που περιέχεται στον Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (1858-1859). Εν τέλει, η Καλιφορνέζικη Ιδεολογία είναι ακριβώς αυτό: η ψηφιακή αντιστροφή της μηχανουργικής υπεροχής της πραγματικής βάσης επί του υπερκτίσματος, ώστε το υπερκτίσμα προβάλλει, ότι αποκτά την κρίσιμη σημασία σε σχέση με την πραγματική βάση. Το θεμελιακό αξίωμά μας ισχύει ως τέτοιο: όλα παράγονται από την εργασία. Στην Καλιφορνέζικη Ιδεολογία: όλα μπορούν να αναπαρασταθούν προβαλλόμενα.

Την ίδια περίοδο, συλλογικότητες σαν το CCRU άνοιγαν και διένυαν δρόμους προς την διερεύνηση της αναπτυσσόμενης cyber-culture μέσα από μεθόδους, που θα μπορούσαν με κάπως εμφατικό τρόπο να ονομασθούν πολιτικές κοσμολογίες:

Δεν ετέθη στο επίκεντρο τόσο η σχέση μεταξύ ψηφιακού και εργασιακού, αλλά κύρια η διαπλοκή μεταξύ πολιτικού,  κοσμολογικού, cyber. Έτσι, σε διαφοροποίηση προς το Καλιφορνέζικο παράδειγμα, η εκκίνηση δεν ήταν η επιδίωξη της επιχειρηματικής περιπετειώδους/παιγνιώδους πραγμάτωσης και υλοποίησης μιας «ιδεάς», η οποία κατέβηκε στο κεφάλι κάποιου, αλλά το πώς θα χειρισθούμε μια υπολογιστική μηχανή (το pc), προκειμένου στην συνέχεια να ανακαλύψουμε με ενεργό τρόπο πράγματα, που ήταν κάπου εκεί έξω, αντικειμενικά αντι-κείμενα προς εμάς. Αυτό τροφοδοτούσε την κριτική έρευνα και ανάλυση του πως διαμορφώνονταν και μετασχηματίζονταν οι σχέσεις μεταξύ κοινωνικής παραγωγής (κατανοούμενης ως ενέργειας, κίνησης υπαρκτών παραγωγικών δυνάμεων) και πολιτικής κατά την κορύφωση της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης και μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ.

Υπήρχε και μια σημαντική αισθητική διαφορά, που είχε να κάνει με την ίδια την τοπιογραφία: σε εκείνες τις συνθήκες η cyber διερεύνηση διεξάγετο σε μουντά, κρύα βιομηχανικά τοπία, χτυπημένα από τις Θατσερικές και μετασοβιετικές πολιτικές, καθώς και στις σχετικά επικίνδυνες ερημιές της εκάστοτε ευρύτερης περιοχής, και όχι σε συνθήκες Baywatch ή Beverly Hills, όπως προβαλλόταν στο Καλιφορνέζικο παράδειγμα.  

Θέλοντας να γίνουμε πιο διεισδυτικοί, μπορούμε να πούμε, ότι στην ψηφιοποίηση του εργασιακού κατά τον Καλιφορνέζικο τύπο, καλλιεργείται ένας νέος-παλιός εργασιακός ιδεότυπος: ο οικουμενικός (universal) εργάτης, ο οποίος ντρέπεται να πει φωναχτά την λέξη εργάτης. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει την αντικατάσταση, ή καλύτερα την ποσοτική συρρίκνωση της υψηλά ειδικευμένης εργασίας από την «διά βίου κατάρτιση». Η πολιτισμική μυστικοποίησή του είναι το Aναγεννησιακό πρότυπο του βιτρούβιου ανθρώπου: ο τύπος που μοιάζει, ότι ξέρει να κάνει τα πάντα με γρήγορο, φτηνό και κάπως καλλιτεχνικό και φυσικά ευγενικό τρόπο, και δεν του φτάνει ο χρόνος. Έτσι, για να εξασφαλίσει χρόνο, από κάποιο σημείο και μετά χρεώνεται: ο τύπος που βλέπει κάθε εργασιακή ενασχόληση ως χαρά, διότι έτσι νιώθει ότι προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στην "μητέρα-φύση" ως καλός πρώην χίπις.

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η κεντρική συνιστώσα της πολιτικής οικονομίας της Καλιφορνέζικής Ιδεολογίας (σχήμα οξύμωρο) είναι το credo, ότι η μορφή είναι αξία από μόνη της, ως τέτοια. Απ’ την σκοπιά της κριτικής της πολιτικής οικονομίας αυτό είναι τάση ή φιλοδοξία αποδέσμευσης της ανταλλακτικής αξίας από την αξία χρήσης. Σε ένα οντικό επίπεδο το πραγματικό ζήτημα, που θέτει η Καλιφορνέζικη Ιδεολογία, είναι η επιστημονικοτεχνική δυνητικότητα υλικοποίησης πραγμάτων που εμφανίζονται σε μάτριξ επίπεδα: η παραγωγή ύλης σχεδόν ex nihilo, εξ αιτίας της υποτιθέμενης οντολογικής υπεροχής της μορφής.

Ως ορόσημο το 2001 σηματοδότησε το απόγειο της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας και την αρχή της έμπρακτης αμφισβήτησής της. Η έρευνα των γεγονοτικών και πραγματικών περιστάσεων αυτών των εξελίξεων είναι κάτι, που ακόμα γίνεται. Ωστόσο, το θέμα πρέπει να διατυπωθεί στους όρους της κριτικής.

Το ερώτημα είναι, αν μπορεί να εντοπισθεί ένας κλονισμός της τεχνοψηφιακής υπεροχής, που εδράζει στο Καλιφορνέζικο παράδειγμα, ως αποτέλεσμα της αναπτυσσόμενης πάλης των τάξεων στα εργοστάσια παραγωγής εμπορευμάτων υψηλής τεχνολογίας. Oι άγριες απεργίες κυρίως στα εργοστάσια στην Κίνα, οι αναταραχές στα πανεπιστήμια που είναι οργανικά συνδεδεμένα με αυτό, οι ιδιότυπες αρνήσεις των insiders εργατών, η περιστασιακή αποστασιοποίηση κάποιων εκ των engineers και των προγραμματιστών της Silicon Valley έχουν επιφέρει μια ποικιλία ανταγωνιστικών ή αποκλινόντων τεχνολογικών παραδειγμάτων, που εύκολα και σχετικά οικονομικά αναπτύσσονται εξ αιτίας της ψηφιοποίησης.



[1] Βλ. Richard Barbrook and Andy Cameron, The Californian Ideology, 995-09, Mute Vol 1 #3 CODE


Η θεωρία περί μη υλικής παραγωγής και η ψηφιακότητα

Η θεωρία του Jean Baptist Say περί μη υλικών προϊόντων και μη υλικής παραγωγής είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα επιστημολογικά θεμέλια της κλασικής πολιτικής οικονομίας, δηλαδή για τον ίδιο τον υλισμό, όπως αναπτύχθηκε στην Μεγάλη Βρετανία.

Παρότι οι προηγούμενες κριτικές σημειώσεις στον Σέυ είχαν να κάνουν με το ότι έφερνε στο προσκήνιο την εκ του σχολαστικισμού αντιπαράθεση για την διάστιξη μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, σήμερα μετά από τις έρευνες του αυτόνομου χώρου περί της μη υλικής εργασίας, και κύρια υπό το φως της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των επιτευγμάτων της κοινωνικής εργασίας στην 3η και στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, μπορεί να ειπωθεί, ότι πρόκειται για μια δυναμική πρόσδοσης στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας φιλοσοφικού βάθους και επεκτάσεώς της σε ιδιότυπα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με την ίδια την θεωρητικοφιλοσοφική έρευνα και εννοιολόγηση της πραγμότητας.

Ήδη, από το πρώτο κεφάλαιο της Διδαχής του, ασκώντας κριτικές παρατηρήσεις στον Άνταμ Σμιθ, περί στενέματος των ορίων της επιστήμης, διότι αποκλειστικά περιόρισε τον όρο πλούτο (wealth) σε σταθερές αξίες πραγματωμένες σε υλικές υποστάσεις, ο Σέυ κάνει λόγο περί μη υλικότητας (immateriality).[1] Δι’ αυτού του τρόπου υπονοεί, ότι ο πλούτος περιέχει δύο διαστάσεις, την υλικότητα και την μη υλικότητα.

Στο Κεφάλαιο περί μη υλικών προϊόντων εισάγει την έννοια των μη υλικών προϊόντων ή μη υλικών αξιών ως αναλωτών κατά την στιγμή της παραγωγής των.[2] Έτσι εδώ συγκαταλέγονται οι υπηρεσίες (από την κούρα που κάνει ένας γιατρός και την επί σκηνής εργασία του τραγουδιστή και του ηθοποιού, έως την παρόλα ενός δημοσίου υπαλλήλου και την προφορική συμβουλή ενός νομικού)[3].

Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι ο Σέυ θεωρεί την παραγωγή μη υλικών προϊόντων ως παραγωγή αξίας, ως βιομηχανία μη υλικών προϊόντων, και όχι απλά ως εργασία αναπαραγωγής στην κύρια πλευρά της, όπως δέχεται η πλειοψηφία της κλασικής πολιτικής οικονομίας, εμού συμπεριλαμβανομένου. Αυτή η θεώρησή του τεκμηριώνεται με βάση την προσφυγή στην έννοια της απόλαυσης (pleasureamusement), την οποία προσφέρει η βιομηχανία μη υλικών προϊόντων, ως κάτι που εκφεύγει της αυστηρής θεώρησης της χρηστικής αξίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην κλασική πολιτική οικονομία η κεντρική αρχή είναι η ωφέλεια, η ωφελιμότητα (utility). Η απόλαυση συνιστά ένα από τα συστατικά στοιχεία της ωφελιμότητας. Ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι κάποιος καταναλωτής εθίζεται στην απόλαυση, την οποία του δίνει κάποιο δοσμένο αδιαίρετο εμπόρευμα (απαγορευμένο ή νόμιμο, δεν έχει σημασία για το παράδειγμά μας), όσο εθίζεται σε αυτήν, τόσο η συνολική οικονομική του ωφέλεια τίθεται σε άμεσο κίνδυνο.

Περαιτέρω, αυτές οι στιγμιαίως καταναλούμενες άμα τῇ παραγωγῇ των υπηρεσίες, έχουσες, όπως λέει, πραγματική αξία, είναι προϊόντα της agency, ήτοι της των υποκειμένων ικανότητας πράττειν και δρᾶν συνειδητώς και εμπροθέτως.[4]

Στην συνέχεια προσδίδει αυτή την απολαυστική ωφέλεια ακόμα και στα υλικά προϊόντα. Πχ. η χαρά, η απόλαυση που δίνει ένα καινούργιος καναπές, ή ένα καινούργιο πιάτο σε ένα ζευγάρι νεόνυμφων (παρότι η χαρά και η απόλαυση είναι το ίδιο με το ότι το ζεύγος κάθεται ή κάνει διάφορες δραστηριότητες στον καναπέ, ή τρώει απ’ το πιάτο). Έτσι, ο Σέυ, διακρίνει την αξία χρήσης, αυτοτελοποιώντας την απολαυστική διάστασή της, καθ’ όσον την θεωρεί ως ανήκουσα στην μη υλικότητα. Αυτή την θεώρηση ευθαρσώς την είχε αναπτύξει και στις Επιστολές του προς τον Μάλθους.[5] Σ’ αυτό θεωρεί την μη υλική εργασία ως αλεσμένη, τετηγμένη απ’ το κεφάλαιο (rendered by capital), και ότι προσθέτει αξία στο κεφάλαιο.

Εδώ, λοιπόν εισάγεται μια διττότητα της αφηρημένης εργασίας, κατά την οποία: σε κάθε περίπτωση αφηρημένη εργασία παράγει υλική + μη υλική αξία = συνολική αξία εμπορεύματος, ακόμα και όταν το εμπόρευμα, η τελική αξία είναι υλικό. Αυτό σημαίνει, ότι η εργασία διεξάγεται και πραγματοποιείται σε δύο οντολογικές επικράτειες, στην υλική και στην μη υλική, σε δύο διακριτούς οντικά κόσμους, στον υλικό και στον μη υλικό, στο ορατό και στον αόρατο.[6]

Με αυτό συγκροτείται μια νέα αλυσίδα: agency – intelligence system – immaterial production.

Η θεωρία περί μη υλικότητας του Σέυ δεν αμφισβητεί, ούτε προκαλεί την Ρικαρντιανή θεωρία της αξίας, ή την αντίληψη για την αντικειμενικότητα του κεφαλαίου και την οντικότητα της αξίας, αλλά με έναν πανούργο νομιναλιστικό τρόπο την αναδιπλασιάζει, προσπαθώντας να εντοπίσει την λειτουργία της στον μη υλικό, μη ορατό κόσμο. Σε μία απλοποιητική λογική, για ό,τι δουλειά και εργασία κάνουμε, πρέπει να πληρωνόμαστε τουλάχιστον διπλά.

Η θεωρία περί μη υλικής παραγωγής δεν είναι το ίδιο, με αυτό που αποκάλεσα πρόσφατα αφαιρετικοποιημένη αφηρημένη εργασία, διότι σε αυτό, το επιπρόσθετο επίπεδο πραγμάτωσης της αφηρημένης εργασίας εντοπίζεται με συγκεκριμένο τρόπο στον υλικό, αισθητηριακά αντιληπτό κόσμο.

Η μη υλικότητα έρχεται σε σχετική αντίθεση προς την έννοια της εμμένειας. Το προτσές υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου, οι μηχανισμοί της μετατροπής της διαφορικής σε απόλυτη εδαφική πρόσοδο, αλλά κυρίως η μηχανουργία της 1ης Βιομηχανικής Επανάστασης χρειαζόταν την κατανοητικότητα της εμμένειας ως το ίδιο το πεδίο επιβολής και ανάπτυξής τους. Ωστόσο, όσο η μηχανουργία αναπτύσσεται, όσο εξελίσσεται η κοινωνική εργασία, τόσο οι κατανοητικοί και οπτικοί ορίζοντες διευρύνονται.

Η μηχανή Τούρινγκ, δηλαδή η μητρική μηχανουργία της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης μας έφερε σε επαφή με στοιχεία και πραγματικότητες αυτού που ο Σέυ συνοψίζει ως μη υλικότητα. Πρωτύτερα, είχε σημειωθεί η πλέρια ανάπτυξη των μαθηματικών μάτριξ. Κατά την μετάβαση από την 3η στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση είχε γίνει σε όλους καθαρό, ότι από την λειτουργία και τον χειρισμό των καινούργιων μηχανών σε κάθε περίπτωση παράγεται ψηφιακότητα. Είναι αυτή η παραγμένη από τις μηχανές, που έχει παράξει η εμμενής κοινωνική εργασία, ψηφιακότητα μη υλικότητα; Η απάντηση είναι αρνητική, αν και μια καταφατική απάντηση θα μας έβγαζε από πολλούς φιλοσοφικούς και θεωρητικούς μπελάδες.[7] Πλέον, και οι αρχικά πιο δύσπιστοι έχουν πεισθεί τόσο θεωρητικά, όσο και εμπειρικά, ότι η παραγόμενη από εμάς ψηφιακότητα στις κύριες πλευρές της διαθέτει υλικότητα. Η λειτουργία στο βιομηχανικό προτσές του Νόμου του Moore, οι τεράστιες αποθήκες με τεράστιες υλικές εγκαταστάσεις αποθηκευμένης ψηφιακής μνήμης στην Silicon Valley είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη του ότι η παραγόμενη από εμάς ψηφιακότητα παράγεται από την άμεση υλική παραγωγή, από το απλό, στοιχειώδες γεγονός, ότι αυτήν την στιγμή πατάω πλήκτρα, ήτοι κάνω μια χειρωνακτική εργασία, η οποία αφαιρετικοποιείται στην ψηφιακότητα, παράγοντάς την.

Επομένως η μη υλικότητα ως ψηφιακότητα, (και μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή εκτός θεολογικού και ιδεαλιστικού πλαισίου, ήτοι υλιστικά) πρέπει να αναζητηθεί αλλού.

Το Μάτριξ μπορεί να ορισθεί κατανοητικά και ως η ήδη υπάρχουσα εξ αρχής ανεξάρτητη ή ανεξαρτητοποιημένη ψηφιακότητα: ήδη υπάρχουσα με την έννοια, ότι υπάρχει ως τέτοια ανεξάρτητα και πριν την παραγωγή των μηχανών ψηφιακότητας της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης: ήδη υπάρχουσα με την έννοια της ανεξάρτητης ύπαρξης, αντι-κείμενης ως προς εμάς.[8]

Προκειμένου, όμως, να υπάρχει κάτι τέτοιο (και προκειμένου να μην καταταφύγουμε σε a priori κοσμολογικές δημιουργικές θεωρίες), προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία της μηχανής γεννήτρια μάτριξ.[9] «Τὸ γὰρ προσδοξαζόμενον περὶ τοῦ ἀοράτου, ὡς ἄρα καὶ οἱ διὰ λόγου θεωρητοὶ χρόνοι τὸ συνεχὲς τῆς φορᾶς ἕξουσιν, οὐκ ἀληθές ἐστιν ἐπὶ τῶν τοιούτων· ἐπεὶ τό γε θεωρούμενον πᾶν ἢ κατ’ ἐπιβολὴν λαμβανόμενον τῇ διανοίᾳ ἀληθές ἐστιν»[10].

Επομένως, και αυτή η τεθείσα καθ’ υπόθεση εργασίας ανεξάρτητη ή ανεξαρτητοποιημένη ψηφιακότητα, γίνεται εξαρτώμενη στην εργασία, αλλά πρόκειται για μια εργασία αβάτου εξουσίας.

Μάτριξ σημαίνει φαινοτυπικά εμφάνιση ψηφιακών ροών, οι οποίες μπορούν να οπτικοποιηθούν, μπορούν να αποκτήσουν μορφή, με την έννοια ότι με την μεσολάβηση των μηχανών μπορούμε να τις αντιληφθούμε αισθητηριακά ως μορφές. Η ικανότητα να βλέπεις τις εμφανιζόμενες ψηφιακές ροές και ακόμα πιο πολύ να τις κάνεις εικόνες, είναι ένα είδος εξουσίας. Όχι η κύρια, όχι η περισσότερο αποφασιστική, όπως η απόφαση επί πυρηνικών όπλων, αλλά είναι ένα είδος εξουσίας, από την στιγμή που μέσω των εικόνων μπορείς να διαμορφώνεις αυτό που αναλύει ο Χέγκελ στην Επιστήμη της Λογικής (βλ. 4.1.1.2 B) ως Illusorisches Wesen (ψευδαισθησιακό, φενακισμένο εἶναι). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ειδική εξουσία γίνεται διακυβερνητικότητα, καθ’ όσον, όσο ενασκείς αυτήν την ειδική εξουσία, τόσο θολώνονται, βουρκώνουν και σχετικοποιούνται τα όρια μεταξύ ψεύδους και αλήθειας, αμφισβητείται η υλικότητα της νόησης και επανεισάγονται στις μάζες τα ιδεαλιστικά και θρησκευτικά μυθεύματα. 

Σε αυτές τις περιστάσεις, το μάτριξ γίνεται η προνομιούχα επικράτεια των οργανωμένων, εκκλησιαστικοποιημένων θρησκειών, και των εξουσιών, οι οποίες χρήζουν θρησκευτικής και θεολογικής νομιμοποίησης. Αυτά, όμως, περί της σχέσης εξουσίας και θρησκείας είναι λίγο-πολύ γνωστά. Μπορούμε να επανέλθουμε στο τεχνοπαραγωγικό ζήτημα της ψηφιακότητας.

Η αλυσίδα agency – intelligence system – immaterial production δομεί το ίδιο το καθεστώς της ψηφιακότητας, λιγότερο ή περισσότερο υλικό, λιγότερο ή περισσότερο μάτριξ. Αυτό, το οποίο παρέχει στο σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης αυτό το καθεστώς, είναι η ίδια η απολυτοποίηση του φορμαλισμού του, η απολυτοποίηση των κούφιων στοιχείων του, η απολυτοποίηση της μιζέριας του.[11]



[1] Βλ. Jean-Baptiste Say, A Treatise on Political Economy; or the Production, Distribution, and Consumption of Wealth, Translated from the Fourth Edition of the French, By C. R. Prinsep, M. A. with Notes by the Translator. New American Edition. Containing a Translation of the Introduction, and Additional Notes by Clement C. Biddle, LL. D. Member of the American Philosophical Society. Philadelphia: Claxton, Remsen & Haffelfinger 624, 625, & 628 Market Street 1880. Batoche Books Kitchener 2001, p. 18.

[2] Βλ. οπ. σ. 50 και επ.

[3] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης, μια συναυλία λχ. της Μαντόνα ή των Iron Maiden, η παραγωγή μιας κινηματογραφικής ταινίας (πχ. του Star Wars, του Μπεν Χουρ) έγινε stricto sensu βιομηχανία, άμεση υλική παραγωγή, εξ ου και ο όρος βιομηχανία του θεάματος. Εν τούτοις, στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, η ψηφιακή παραγωγή καλλιτεχνικών εμπορευμάτων έκανε πιο φτηνά τα μέσα παραγωγής, ώστε εκεί που προηγουμένως απαιτούνταν μια σειρά εργατών (ηλεκτρολόγοι, χτίστες, μηχανικοί κλπ), καθώς και περισσότερες ποσότητες εργασιακού και κοινωνικού χρόνου για την παραγωγή μιας τέτοιας ταινίας, μιας τέτοιας συναυλίας, τώρα η ταινία μπορεί να παραχθεί χάρη στην ψηφιακή παραγωγή με πιο λίγα και φτηνά μέσα, και πολύ πιο γρήγορα, ώστε συχνά μοιάζει, ότι η εργασία του τραγουδιστή και του ηθοποιού προσιδιάζει, ατομικά λαμβανόμενη υπ’ όψη, στις συνθήκες, που είχε στο μυαλό του, όταν έγραφε ο Σέυ.

[4] Βλ. οπ. σ. 227.

[5] ΒλΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Letters to Mr Malthus and the Catechism of Political Economy, On Several Subjects of Political Economy and On The Cause Of The Stagnation of Commerce to which is added a Catechism of Political Economy or Familiar Conversations on The Manner In Which Wealth Is Produced, Distributed And Consumed In Society, Translated by John Richter, London: Sherwood, Neely & Jones, Paternoster Row, 182, p. 49.

[6] Ενδεικτικά βλ. Maurice Merleau-Ponty, The Visible and the Invisible, translated by Alphonso Lingis, Northwestern University Press, Evanston 1968.

[7] Ενδεικτικά βλ. Andreas Roos, Vasilis Kostakis, Christos Giotitsas (eds.), The Materiality of the Immaterial: ICTs and the Digital Commons, tripleC 14(1): 48–50, 2016.

[8] Παράβαλε Myriam Diocaretz and Stephan Herbrechter (eds.), The Matrix in Theory, European Center for Digital Communications and Infonomics, Amsterdam – New York, 2006.

[9] Ενδεικτικά βλ. Tertychny-Dauri, V. (2018) Nuclear Electromagnetic Generator: Introduction in Neutron Algebra and Elements of Neutron Kinetics. Open Access Library Journal, 5, 1-17. doi: 10.4236/oalib.1104670.

[10] Επίκουρος, Επιστολή στον Ηρόδοτο, 62, απόσπασμα.

[11] Ενδεικτικά βλ. Georg Wilhelm Friedrich HegelPhänomenologie des GeistesVorrede, απόσπασμα: «Dabei behauptet er diese Eintönigkeit und die abstrakte Allgemeinheit für das Absoluteer versichertdaß in ihr unbefriedigt zu sein eine Unfähigkeit seisich des absoluten Standpunktes zu bemächtigen und auf ihm festzuhaltenWenn sonst die leere Möglichkeit, sich etwas auch auf eine andere Weise vorzustellen, hinreichte, um eine Vorstellung zu widerlegen, und dieselbe bloße Möglichkeit, der allgemeine Gedanke, auch den ganzen positiven Wert des wirklichen Erkennens hatte, so sehen wir hier gleichfalls der allgemeinen Idee in dieser Form der Unwirklichkeit allen Wert zugeschrieben und die Auflösung des Unterschiedenen und Bestimmten oder vielmehr das weiter nicht entwickelte noch an ihm selbst sich rechtfertigende Hinunterwerfen desselben in den Abgrund des Leeren für spekulative Betrachtungsart gelten. Irgendein Dasein, wie es im Absoluten ist, betrachten, besteht hier in nichts anderem, als daß davon gesagt wird, es sei zwar Jetzt von ihm gesprochen worden als von einem Etwas: im Absoluten, dem A = A, jedoch gebe es dergleichen gar nicht, sondern darin sei alles eins. Dies eine Wissen, daß im Absoluten alles gleich ist, der unterscheidenden und erfüllten oder Erfüllung suchenden und fordernden Erkenntnis entgegenzusetzen oder sein Absolutes für die Nacht auszugeben, worin, wie man zu sagen pflegt, alle Kühe schwarz sind, ist die Naivität der Leere an Erkenntnis. – Der Formalismus, den die Philosophie neuerer Zeit verklagt und geschmäht [hat] und der sich in ihr selbst wieder erzeugte, wird, wenn auch seine Ungenügsamkeit bekannt und gefühlt ist, aus der Wissenschaft nicht verschwinden, bis das Erkennen der absoluten Wirklichkeit sich über seine Natur vollkommen klar geworden ist. – In der Rücksicht, daß die allgemeine Vorstellung, wenn sie dem, was ein Versuch ihrer Ausführung ist, vorangeht, das Auffassen der letzteren erleichtert, ist es dienlich, das Ungefähre derselben hier anzudeuten, in der Absicht zugleich, bei dieser Gelegenheit einige Formen zu entfernen, deren Gewohnheit ein Hindernis für das philosophische Erkennen ist».

 

Ψηφιακότητα και παραγωγή πρόσθετης αξίας


Η παραγωγή πρόσθετης αξίας έχει αλλάξει άρδην κατά την φαινομενικότητά της απ’ την εποχή των κλωστοϋφαντουργιών της 1ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Όσο η βιομηχανική εργασία γίνεται όλο και πιο κοινωνική, τόσο κοινωνικοποιείται και η παραγωγή πρόσθετης αξίας, επομένως και η αλλοτρίωση του ανθρωπίνου και η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, αλλά και η συνεργασία και η συνεπιχείρηση.

Η ίδια η έννοια της πρόσθετης αξίας σε συνθήκες τελών 3ης και σε συνθήκες 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης κατανοείται όλο και πιο πολύ ως κοινωνικό εἶναι,[1] που ερείδεται στο εργοστάσιο και στους κατ’ εξοχήν χώρους βιομηχανικής εργασίας, αλλά για παραχθεί ολοκληρωμένα, προκειμένου να ενσωματωθεί στο αδιαίρετο εμπόρευμα, πρέπει να συνδυασθεί και να συσχετισθεί όλο και πιο στενά με τις ευρύτερες εργασιακοπαραγωγικές δραστηριότητες των μητροπολιτικών πραγματικοτήτων, που ορίζονται σε ικανό βαθμό από την ψηφιακότητα.[2]

Αυτό σημαίνει, ότι κάθε ουσιοκρατική και ουσιολογική κατανόηση της αξίας, η οποία κρυπτο-Προυντονιστικά αναγκάζεται να εμφανισθεί ως τέτοια, κάνοντας λήψη ζητουμένου, διότι εκείνο, το οποίο διακαώς αναζητεί, είναι η στατιστική ποσοτικοποίησή της, στις περιστάσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης πιο πολύ απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν είναι εξ αρχής καταδικασμένη σε αποτυχία και στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων. Μπορεί κάποιος να μετρήσει την υλική ουσία, αλλά το εἶναι είναι μη μετρήσιμο με απολυτοποιημένους ποσοτικούς όρους.

Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, η ψηφιακότητα τροποποιεί την μεταφορά, την εντοποθέτηση (darstellungen) της αξίας του προϊόντος στα κατ’ αναλογία τμήματα του, στα συστατικά του προϊόντος, ώστε η φόρμουλα αξία προϊόντος = αξία σταθερού κεφαλαίου + αξία μεταβλητού κεφαλαίου + πρόσθετη αξία, απολύει την όποια ποσοτική απολυτότητά της, την δυνατότητα ποσοτικής αναπαράστασής της, και συσχετίζεται στους ίδιους τους παραγωγικούς όρους των μητροπολιτικών εργοστασίων, στις ίδιες τις ψηφιακές ροές, γινόμενη υπερμεγενθυμένη, παρότι αυτή η υπερμεγένθυση στους αξιακούς όρους μυστικοποιείται και υποκρύπτεται τόσο από το απίστευτα μικρό συγκριτικά ύψος της τιμής της εργασίας, όσο και από τις τιμές των εμπορευμάτων, οι οποίες έτσι αποκτούν όλο και πιο ιδεατό χαρακτήρα.

Δι’ αυτού του τρόπου το ποσοστό πρόσθετης αξίας, επομένως και ο βαθμός και η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης υπερμεγενθύνονται. Αυτό, όμως, δεν φτάνει για την μακροημέρευση και την ευημερία του καπιταλισμού, διότι είναι οι ίδιες οι κοινωνικοποιητικές δυναμικές, το ψηφιακοκοινωνικό εἶναι της πρόσθετης αξίας (που συνιστά μόνο ένα απείκασμα, ένα ομοίωμα της αξίας), που λειτουργούν έτσι, ώστε να υπερμεγενθύνεται η πρόσθετη αξία, στον ίδιο χρόνο κατά την μετατροπή της πρόσθετης αξίας σε κέρδος, κατά την μετατροπή του ποσοστού της πρόσθετης αξίας σε ποσοστό κέρδους, και κυρίως κατά την μετατροπή του κέρδους σε μέσο κέρδος λειτουργούν έτσι, που αντικειμενικά τα ως άνω ποσοστά, το κέρδος δεν υπερμεγενθύνονται κατ’ ισοδυναμία της υπερμεγένθυσης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο εργοστασιακός εργάτης να συνδέεται όλο και πιο πολύ με την γνωσιοπληροφοριακή εργασία, της οποίας τα προϊόντα εμφανίζονται κατά κύριο λόγο στην ψηφιακότητα. Αυτό έχει να κάνει με την ίδια την ανάγκη και υποκειμενικότητά του να αναγνωρίσει την παρασχεθείσα εργασία του στο αδιαίρετο εμπόρευμα, στα συστατικά και στα τμήματά του, δηλαδή με τους ίδιους τους βασικούς όρους της πάλης των τάξεων.

Έτσι, αλλάζει και η ποιότητα της εργασίας. Αν η εργασία είναι ένα προτσές με κύριους συμμετέχοντες τον εργάτη και την φύση, τώρα και η ψηφιακότητα εμπλέκεται στο υλικό εργασιακό προτσές, ώστε ο εργάτης θέτει σε κίνηση όχι μόνο τις φυσικές δυνάμεις, ανήκουσες στην συνολική σωματικότητα και διανοητικότητά του, προκειμένου να συνιδιοποιηθεί την φυσική υπόσταση σε μια μορφή έχουσα αξία χρήσης εν τη ιδία ζωή του, αλλά, επιπρόσθετα και τις ψηφιακές δυνάμεις:

Ο αόρατος, μη υλικός κόσμος, τον οποίο υπονοεί ο Σέυ, εμφανίζεται μέσα στο εργοστάσιο διαμεσολαβημένος από την ψηφιακότητα. Ο εργάτης στο ίδιο το εργασιακό προτσές θέτει σε κίνηση τις ψηφιακές δυνάμεις, ώστε αυτό που παράγει, να έχει επίδραση, λειτουργία και υπόσταση στην ψηφιακότητα. Την ίδια στιγμή χάρη σε αυτό η αφηρημένη εργασία του αφαιρετικοποιείται διπλά, και λόγω αυτού ο εργάτης μπορεί να αντιληφθεί τις ευρύτερες κοινωνικές συνδέσεις της εργασίας του, πάλι λόγω της ψηφιακότητας.

Ο εργάτης αυτοτοποθετείται εντός του κοινωνικού όλο και πιο πολύ ως το κατ’ Αριστοτέλη πρώτο κινούν.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και ο αποσπασμένος λεπτομερειακός εργάτης με χαρακτηριστικά μάστορα, να συλλογικοποιείται, και έτσι μειώνεται συνολικά η απόσταση μεταξύ συλλογικού εργάτη και λεπτομερειακού, επομένως de facto αυξάνει η εργατική ισχύς, ωριμάζουν από την σκοπιά των συμφερόντων του προλεταριάτου έτι περαιτέρω οι συνθήκες περάσματος στον αναπτυγμένο σοσιαλισμό.

 



[1] Ενδεικτικά βλ. Kane X. Faucher, Social Capital Online: Alienation and Accumulation, University of Westminster Press, London, 2018, Robert Hassan, The Condition of Digitality: A Post-Modern Marxism for the Practice of Digital Life, οπ. 2020.

[2] Βλ. Aleksandr Buzgalin, A. Kolganov, The Anatomy of Twenty-First Century Exploitation: From Traditional Extraction of Surplus Value to Exploitation of Creative Activity, October 2013Science & Society 77(4):486-511, Gunther Teubner, The Constitution of Non-Monetary Surplus Values, Verfassungsblog of Matters Constitutional, 3/3/2020, The Constitution of Non-Monetary Surplus Values – Verfassungsblog, Shahram Azhar, Consumption, Capital, and Class in Digital Space: The Political Economy of Pay-per-Click Business Models, Rethinking Marxism, A Journal of Economics, Culture & Society, Volume 33, 2021.




De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...