Aufheben, Καλώς ήλθατε στον “Κινεζικό αιώνα”; (2006). Μετάφραση


Εισαγωγικό Σημείωμα 

Ι. Η επαφή μας με την σύγχρονη Κινεζική πραγματικότητα προκύπτει μέσα από την μεσολάβηση και εισδοχή της Μαοϊστικής πολιτικής εμπειρίας στις Ευρωπαϊκές χώρες, μέσα από την μετεγγραφή της ορμής της ΜΠΠΕ στο Ευρωπαϊκό πολιτικό κίνημα, και από πρόσφατους και τρέχοντες αγώνες σε Κινεζικά εργοστάσια και επιχειρήσεις στις καπιταλιστικές χώρες. Αποτύπωση αυτής της γνωριμίας είναι δύο δημοσιευθέντα κείμενα στο συντροφικό και συνεργατικό blog Ταξικές Μηχανές (2021).1 Στον ίδιο, χρόνο η οργανικότητα της σχέσης με το aufheben είχε inter alia ως αποτέλεσμα την μετάφραση (2023) του σχετικού debate (2016) μεταξύ aufheben και Chuǎng, διά της οποίας αναδείχθηκε η δυνατότητα μια πιο ενδελεχούς και εμβριθούς κριτικής μελέτης.2

Επαναλαμβάνουμε και ξεκαθαρίζουμε, ότι δεν πρόκειται για κάποια Σινολογία, ομόλογη της παλιάς Σοβιετολογίας, ούτε για κάποια εξωτικιστική περιέργεια τύπου Μάρκο Πόλο. Η κριτική μελέτη της Κίνας επιβάλλεται από το ότι η μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευματικού κεφαλαίου παράγεται σε αυτήν την χώρα μέσα από μη διαμεσολαβημένο βιομηχανικό προτσές, και από ότι έχει την πολυπληθέστερη και πιο συγκεντρωμένη εργατική τάξη στον κόσμο. Επιπλέον, πρόκειται για μια χώρα, που με όλους τους επίσημους τόνους διακηρύττει και αναλύει την προσήλωσή της στην σοσιαλιστική οικοδόμηση και στην μέθοδο της εργατικής κριτικής για τον γενικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτό επιβεβαιώθηκε και ανά περιστάσεις ενισχύθηκε στο πρόσφατο (2022) Συνέδριο του ΚΚΚ.3

Υπάρχουν κάποια στρατηγικά επίδικα, κάποια ζητήματα διαθέτοντα βασικότητα για το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης των καπιταλιστικών χωρών σε σχέση με την Κίνα. Η σταχυολόγηση της σχετικής γραμματείας και δημοσιολογίας υποδεικνύει τρεις κεντρικούς άξονες ερωτημάτων και προβληματισμών:

-Η πραγματικότητα και η εμπειρία του “Σοσιαλισμού με Κινεζικά Χαρακτηριστικά” και η σχέση του με την εργατική κριτική.4

-Η διαπίστωση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας περί επιβράδυνσης και δυνάμει οικονομικής υποχώρησης της Κίνας.

-Η κριτική διαύγαση της εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης και του αυτοματικού σταθερού κεφαλαίου στην Κίνα.

Στις ακόλουθες γραμμές επιχειρούμε να προσεγγίσουμε (έστω και αποσπασματικά) αυτά τα ζητήματα, με όρους συνεπούς εργατικής κριτικής, σε διαχωρισμό από τις κυρίαρχες ιδεολογίες, από τις πολυπολικές ή διπολικές γεωστρατηγικές αναλύσεις, και από οποιαδήποτε παίγνιο ανακατανομής της εσωτερικής ή της εξωτερικής δυνάμεως στο ΚΚΚ, ή σε κάποιο απείκασμα αυτού.

ΙΙ. Τόσο από την μελέτη των επίσημων και θεωρητικών επεξεργασιών του ΚΚΚ και της Κινεζικής διανόησης, όσο και από την θεωρητική ανάπτυξη για την Κινεζική πολιτική οικονομία στις καπιταλιστικές χώρες, καθίσταται ευδιάκριτη η ύπαρξη και λειτουργία μιας εσωτερικής διαλεκτικής στην Κινεζική οικονομική ανάπτυξη, η οποία είναι κατανοητή με τους κλασικούς όρους και το λεξιλόγιο της Δυτικής διαλεκτικής. Αυτό σε ένα ευρύτερο επίπεδο σημαίνει, ότι παρουσιάζεται σταδιακά και προοδευτικά μείωση της διαφορετικότητας μεταξύ του Κινεζικού και του Δυτικού πολιτισμού.

Συγκεκριμένα, στην επίσημη φρασεολογία του ΚΚΚ, πρόκειται για το προτσές της “σοσιαλιστικής νεωτερικοποίησης”5 (modernisation) και για την εννοιολόγηση και θεμελίωση της Κινεζικής πολιτικής οικονομίας ως “σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς”6.

Όσον αφορά το πρώτο, πρόσφατα,7 επανεπιβεβαιώθηκε ρητά και επίσημα, ότι ο Μαρξισμός, ο επιστημονικός σοσιαλισμός συνιστά την κεντρική διανοητική και πραγματική δύναμη θέσεως σε κίνηση όλης αυτής της διαλεκτικής.8

Ο ίδιος ο όρος νεωτερικοποίηση -θέλοντας και μη- παραπέμπει στις πολιτισμικές διαστάσεις του Ευρωπαϊκού Ιστορικού προτσές (1600 - 1900).9 Από την άλλη, η προσήλωση στο ιστορικοπολιτικό φορτίο της Νεωτερικότητας μπορεί να εκληφθεί ως προσήλωση στον Ρεαλιστικό Ουμανισμό: ίσως έτσι μπορεί να κατανοηθεί κριτικά ο συνοδευτικός του σοσιαλισμού όρος “Κινεζικά χαρακτηριστικά”. Αυτό, τελεί, και πιθανά στο μέλλον τελέσει σε πιο σφοδρή αντίθεση με συγκεκριμένες επιλογές της Κινεζικής high-tech βιομηχανίας και της βιομηχανίας παραγωγής αυτοματισμών.

Σε συνολικό επίπεδο, μπορεί να ειπωθεί, ότι ο συνδυασμός των επίσημων Κομματικών και Κρατικών όρων “σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά”, “ανανέωση του έθνους”, “σοσιαλιστική νεωτερικοποίηση”, “σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς”, “μεταρρυθμίσεις”, “ανανεωμένες παραγωγικές δυνάμεις” παραπέμπει σε μια κατανόηση διαρκούς Σοσιαλιστικής Παθητικής Επανάστασης, κάτι που παρέχει το εξηγητικό και κατανοητικό νήμα των εξελίξεων και μετασχηματισμών από την λήξη της ΜΠΠΕ και εντεύθεν.

Αυτό, αδιαμφισβήτητα, είναι ένα εξαγώγιμο κρατικό και πολιτικό παράδειγμα για χώρες και σχηματισμούς μέσης ανάπτυξης, καθώς και για κάποιες απ' τις αναπτυσσόμενες χώρες.10 Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, ότι τόσο στην ιστορική διαμόρφωσή του, όσο και στις σύγχρονες μορφές της, αυτή η στρατηγική αντίληψη είναι άμεσο προϊόν της ταξικής πάλης στην παραγωγή, στην κοινωνία, στο κράτος, στο κόμμα.

Σε μια stricto sensu οπτική εργατικής κριτικής πρόκειται για απανωτούς ιστορικούς κύκλους συσσώρευσης, στους οποίους εκδηλώνεται και εξωτερικεύεται η αντίθεση μεταξύ της περιοδικά ποσοτικοποιημένης αξίας του κοινωνικού προϊόντος της εργασίας και του ποσοστού αυτής, που μετατρέπεται και λειτουργεί εντός των ίδιων περιόδων, εντός των ίδιων κύκλων, ως κοινωνικό συνολικό κεφάλαιο. Αυτό, όπως έχουμε γράψει, είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό από την σοσιαλιστική συσσώρευση στην ΕΣΣΔ και από το ΝΕΠ-“intermission” έντασης του καταμερισμού εργασίας, ειδικοποίησης και μαζικής με οιονεί αναγκαστικούς όρους εκβιομηχάνισης. Στην εσωτερικότητά του, η μετατροπή σε κοινωνικό συνολικό κεφάλαιο έχει να κάνει με την ποσοτικοποιητική εξίσωση μεταξύ κοινωνικού προϊόντος και αξίας των εμπορευμάτων, στο μέτρο που η κοινωνική εργασία μετατρέπεται και εκφράζεται σε αξία εμπορευμάτων.11 Αυτό, αναμφισβήτητα, είναι κάτι που διεξάγεται στην Κίνα, και εξαρτάται από την ίδια την ύπαρξη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.12 Επομένως, αυτό που υπόκειται σε “μεταρρύθμιση”, στο μέτρο που οι παραγωγικές δυνάμεις “ανανεώνονται”, είναι οι ίδιες οι (καπιταλιστικές) σχέσεις παραγωγής και διανομής. Η παθητική επανάσταση έγκειται στο ότι το Κράτος και το Κόμμα διασφαλίζουν την ανά κύκλους, ανά περιόδους ενότητα μεταξύ των και όχι το ξέσπασμα της μεταξύ των αντίθεσης με επιθετικούς, βίαιους τρόπους, κάτι (τα ξεσπάσματα της αντίθεσης) που έστω και με λανθάνοντες και ημιπαράνομους τρόπους συνέβαινε στην ΕΣΣΔ.

Αυτό πρέπει να αποδοθεί στην μακραίωνη διάρκεια των χαρακτηριστικών και της φύσης του Aσιατικού τρόπου παραγωγής.13 Απ’ αυτήν την σκοπιά, ο συνοδευτικός όρος “Kινεζικά χαρακτηριστικά” είναι ένας στον ίδιο χρόνο αμφίπλευρος όρος, ο οποίος παρουσιάζει την δυτική πλευρά του μέσα από την “σοσιαλιστική νεωτερικοποίηση”, αλλά και την ιστορικά ανατολική πλευρά του μέσα από το στοιχείο της “υπέρ όλων συλλογικής ενότητας” [die zusammenfassende Einheit, die über allen], το οποίο χαρακτηρίζει τον Ασιατικό τρόπο παραγωγής, σε ποιοτική διάκριση προς τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνιών. Απ’ αυτό, άλλωστε, προέκυπτε (-θέλουμε να ελπίζουμε, ότι δεν προκύπτει πια) ως ιστορικοκοινωνική νομοτέλεια η ύπαρξη της κρατικής γραφειοκρατίας με χαρακτηριστικά αυτοτελούς κοινωνικής τάξης.

Ωστόσο, η Κινεζική “σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς” ως επιστημονική ανάπτυξη πολιτικής οικονομίας επί του κεντρικού εννοιολογικού πλαισίου εργασίας της εργατικής κριτικής αναπτύσσει και εμφανίζει μια πιο δυναμική, ευέλικτη πλευρά, η οποία φαίνεται ότι αψηφά, ή αποπειράται να ενσωματώσει με άλλους τρόπους, τους ατσαλένιους πρωτότυπους προσδιορισμούς της εργατικής κριτικής.

Αυτό που φαίνεται, ότι τίθεται σε κίνηση και λειτουργία για λογαριασμό όλης αυτής της ανάπτυξης, είναι το ίδιο το ανταλλακτικό προτσές:14

Το σχετικό κεφάλαιο στον Πρώτο Τόμο του “Κεφαλαίου” έχει γραφεί με μια αναπαραστατική, παιγνιώδη διάθεση, σαν να φέρνεις ένα βιωματικό παράδειγμα σε παιδιά εργατικών οικογενειών, ώστε να κάνουν εικόνα στο μυαλό τους, το πώς τα εμπορεύματα πηγαίνουν στην αγορά (ας πούμε στο παζάρι), και πώς ανταλλάσσονται μεταξύ τους, όχι τα ίδια τα εμπορεύματα, αλλά μέσω των φυλάκων τους, των φρουρών τους. Αυτό είναι μια κοινή ενεργή κοινωνική κίνηση σε Ανατολή και Δύση. Αυτό, όμως, που συνδέεται με το παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου, είναι ο μυστικισμός του ότι στο ανταλλακτικό προτσές οι μάσκες οικονομικών χαρακτήρων των προσώπων είναι μόνο προσωποποιήσεις των οικονομικών σχέσεων, τις οποίες αντιπαραθέτουν, και των οποίων είναι φορείς.15 Αυτό ενέχει την εσωτερική αναβάθμιση της διαλεκτικής της αντιπροσώπευσης των εμπορευμάτων από τους κτήτορες και τους μεσίτες των, σε διαλεκτική προσωποποίησης των οικονομικών σχέσεων, διά των οποίων παρήχθησαν και ανταλλάσσονται, απ’ τους ίδιους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον κατανοητικό και νοηματικό ορίζοντα (παιδικών) υποκειμένων προκύπτει “ο κύριος κεφάλαιο”, “η κυρά βιομηχανία”, “το κύριο εργοστάσιο”, και πάει λέγοντας. Ωστόσο, αυτό με την σειρά του και στην συνολικότητα των οικονομικών, εμπορευματικών ανταλλαγών της αστικής κοινωνίας δομεί μια ακραία πραγμοποιημένη κοινωνία, μια κατά κυριολεξία εμπορευματική κοινωνία, όπου ακόμα και η μη εμπορευματική ανταλλαγή μεταξύ των υποκειμένων ανάγεται στα εμπορεύματα, τα οποία έχουν, φέρουν, ή έχουν καταναλώσει πριν την εκάστοτε μη εμπορευματική (μη διαμεσολαβημένη εμπορευματικά) ανταλλαγή τους.

Κρατώντας αυτές τις επισημάνσεις, μπορούμε να δούμε τις πιο πρόσφατες αναπτύξεις αυτής της γραμματείας, και δη της πτέρυγας, που έχουμε υπ' όψη μας, και αναγιγνώσκουμε τα κείμενά της: της λεγόμενης “Σχολής Σύνθεσης Νέων Μαρξιανών Οικονομικών”.

Σε αυτό, εντοπίζεται τόσο η Αντικειμενική, όσο και η α λα RealPolitik αντιμετώπιση των κατηγοριών της κλασικής πολιτικής οικονομίας και της κριτικής της:

“Ο Ζου16 (2021) επιχειρηματολόγησε ότι η ύπαρξη “κεφαλαίου” στην σοσιαλιστική οικονομία με Κινεζικά χαρακτηριστικά ήταν ένα αντικειμενικό γεγονός. Το Σοσιαλιστικό κεφάλαιο δεν έχει μόνο την γενική φύση του κεφαλαίου -η οποία είναι, μια ορμή για αυτο-διάδοση, αλλά επίσης κατέχει ειδικές ιδιότητες, οι οποίες είναι διαφορετικές από το καπιταλιστικό κεφάλαιο. Το κείμενο του Ζου ερεύνησε την κατηγορία του “κεφαλαίου” από την οπτική της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, και διερεύνησε την αντικειμενική βάση της ύπαρξης “κεφαλαίου” στην σοσιαλιστική οικονομία με Κινεζικά χαρακτηριστικά. Εκκινώντας από δύο ίχνη, που είναι, ο έλεγχος της εργασίας από το κεφάλαιο και η αποζημίωση της εργασίας από το κεφάλαιο, ο Ζου περιέγραψε την ειδική φύση του ανήκοντος στο κράτος κεφαλαίου, του συλλογικού κεφαλαίου και του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το συμπέρασμά του ήταν, ότι στο τωρινό στάδιο η εξώτερη επιβολή, που ενασκείται από το κεφάλαιο επί της εργασίας, συνεχίζει να τυγχάνει εφαρμογής, αλλά αυτοί οι τρεις τύπου κεφαλαίου είχαν διαφορετικούς σκοπούς στο ελέγχειν την εργασία, απασχολούσαν διαφορετικές μορφές για να αποζημιώνουν εργασία, και την αποζημίωναν σε διαφορετικούς βαθμούς. Γι’ αυτό, αυτοί οι τρεις τύποι κεφαλαίου μπορούν να αναφερθούν ως “ειδικό” και “ατομικό” κεφάλαιο. Τελικά, και από την οπτική διαμόρφωσης διαφωτιστικών πολιτικών, πρέπει να δοθεί μεγάλη ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της δημόσιας περιουσίας ως “οικουμενικού διαφωτισμού”, τιμωρώντας την γενική φύση του κεφαλαίου ως ενός μηχανισμού για την απόσπαση κέρδους και έτσι αποτρέποντάς το από την επέκταση με δύστακτο τρόπο”.17

Στην συνέχεια αναλύεται το σχήμα της “διττής κυκλοφορίας” (οικιακής/εσωτερικής και διεθνούς/εξωτερικής) και η “θεωρία των κύκλων”.18

Σε όλο αυτό, η προσδιοριστική επιστημολογία των συντρόφων και συντροφισσών από την Σχολή είναι τόσο οικεία και γνώριμη, που εύκολα κάποιος μπορεί να την πει Γερμανικού τύπου ή άμεσα συνδιαλεγόμενη με την Γερμανική Επιστήμη.

Παρατηρείται, βέβαια, ένας πλούτος αναλύσεων, προσεγγίσεων, προτάσεων, ανά περιστάσεις πολιτικά αποκλινουσών μεταξύ τους. Στην πιο μετριοπαθή παρουσίαση τονίζεται η συμβολή της Σχολής στην θεωρία και πολιτική της σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς.19 Σε αυτό εκτίθεται η διοικητική, κυβερνετική πλευρά των διττών σχέσεων εντός του Κινεζικού σοσιαλισμού.

Το μόνο σίγουρο είναι, ότι αυτή η ανάπτυξη σηματοδοτεί μια πιο συστηματική και εγκύκλια εμβάθυνση της Κινεζικής επιστημονικής σκέψης στην θεωρητική πλευρά της εργατικής κριτικής, που προσεγγίζει το επίπεδο των κλασικών πανεπιστημιακών και θεωρητικών κέντρων του Μαρξισμού. Απ’ την άλλη, η Κινεζική επιστήμη αυτής της μορφής πρέπει να αντιληφθεί, ότι από την σκοπιά της ενεργότητας (Wirklichkeit) η θεωρητική ανάπτυξη της εργατικής κριτικής ως ταξική πάλη είναι ab initio κάτι σχετικά διαφορετικό και σίγουρα ανεξάρτητο (ως αντικειμενική μορφή Εργατικής Αυτονομίας) από την πανεπιστημιακή ανάπτυξη του Μαρξισμού ως τέτοιου.

Ανήκει στις απόψεις μας, ότι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά στοιχεία αυτού, όπως πιθανά και παραδοσιακά δεξιές Κινεζικές προσεγγίσεις, οι οποίες μυστικοποιούνται μέσω της Κρατικής Επιστήμης (Staatswissenschaften), έχουν εσωτερικοποιηθεί σε ένα εύρος στην θεσμική και θεωρητική ανάπτυξη καπιταλιστικών χωρών, οι οποίες απέκτησαν αργότερα, σε σχέση με την Μεγάλη Βρετανία και την Γερμανία, συστηματικά κέντρα θεωρητικού Μαρξισμού. Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι, που πρέπει να ξενίζει ή να φοβίζει. Προκύπτει από την ίδια την αντικειμενική λογική του κεφαλαίου, από την ίδια την κανονικότητά του, ότι η παρουσία και λειτουργία Κινεζικού παραγωγικού κεφαλαίου στις καπιταλιστικές χώρες αποτυπώνεται είτε ως τέτοιο, είτε διαμεσολαβημένα, και στην θεσμική και επιστημονική λειτουργία αυτών των χωρών.

ΙΙΙ. Κατά τα πρόσφατα έτη, εν όψει στοιχείων και δειγμάτων οικονομικής επιβράδυνσης της Κίνας, της κρίσης και των χρεοκοπιών στην βιομηχανία κατασκευών, καθώς και των δυσκολιών στην βιομηχανία μεταφορών, από κορυφαίους και έγκυρους εκπροσώπους της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας εκφέρεται δημόσια η εκτίμηση περί μη βιωσιμότητας της Κινεζικής οικονομίας, λόγω της αβυσσαλέας απόκλισης μεταξύ πραγμάτωσης πρόσθετης αξίας από εξαγωγή κεφαλαίου και υποκατανάλωσης στην εσωτερική αγορά,20 και περί του κινδύνου της “παγίδας μεσαίου εισοδήματος”21.

Παρότι αυτές οι εκτιμήσεις πλέον διατυπώνονται ρητά από σύγχρονες αυθεντίες της οικονομικής σκέψης, κάποιος θα μπορούσε να αντιλέξει, ότι και σε προηγούμενες φάσεις είχαν διατυπωθεί παρόμοιου τύπου προβλέψεις.

Η Μονάδα Νοημοσύνης και η Νοημοσύνη του Economist στις πρόσφατες σχετικές αναφορές τεκμηρίωσης κρατάει μια πιο ψύχραιμη στάση, μάλλον αναδεικνύοντας ως κρίσιμο παράγοντα τον αναπτυσσόμενο ανταγωνισμό μεταξύ Κίνας και Ινδίας.22

Συνολικά, δεν είναι κάτι, το οποίο συναρτάται στην κύρια πλευρά του (παρά την περί τούτου εσχατολογική πολιτική ρητορική) με την έκβαση των τωρινών ενεργών πολιτικών αντιπαραθέσεων, των τρεχόντων ή και συγκυριακών διακρατικών ανταγωνισμών [όπως είπαμε, για μας ελάχιστη αναλυτική ή κατανοητική αξία σε όλο αυτό έχουν οι γεωστρατηγικές κλπ. αναλύσεις, αφορισμοί και προτιμήσεις], καθ’ όσον πρόκειται στο περιεχόμενό του για κάτι που εκδηλώνεται και διεξάγεται στην παγκόσμια αγορά. Από την άλλη, στην γενικότητά του δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το οικονομικό φαινόμενο των ψευδαισθήσεων και αυταπατών του οικονομικού ανταγωνισμού.23

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει κι η κλασική Αγγλοσαξονική και Βρετανική οπτική να κατανοήσεις κριτικά την Κινεζική οικονομία ως ούτω καλούμενο “εξουσιαστικό/αυταρχικό καπιταλισμό” (authoritarian capitalism) -κι απ’ αυτήν την άποψη είναι απλά ζήτημα πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης προς αυτό, όπως ήταν προς τον “κρατικό καπιταλισμό” της ΕΣΣΔ..24 Φρονούμε, ότι ο par excellence καπιταλιστικός τομέας της Κινεζικής οικονομίας προσιδιάζει σε κάτι τέτοιο.

Εν τούτοις, δεν αρκεί μια τέτοια γενική εκτίμηση, για να πεις πως ξεμπέρδεψες θεωρητικά με την Κινεζική πολιτική οικονομία, καθ’ όσον αυτό σε οδηγεί σε μια μερική αντιληπτικότητα.

IV. Πέρα από την τρέχουσα δημοσιολογία έχουμε κατά νου την προσφάτως εκδοθείσα έρευνα για την ιστορία και το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα,25 καθώς και βιβλία δημοσιευθέντα από το ίδιο εκδοτικό κέντρο.26

Prima facie, αυτού του τύπου η έρευνα λειτούργησε ενώπιόν ημών ως τεχνοπολιτική νοητικών ηλεκτρικών εκκενώσεων, που εισάγει νέες πραγματικότητες, αφορώσες τόσο την λειτουργία του προσίδιου σταθερού κεφαλαίου και της εργασίας, όσο και τις οριακές σχέσεις μεταξύ human agency και συστημάτων νοημοσύνης.

Στην πορεία ανάπτυξής του έγινε τόσο πολυσχιδές, ώστε συνδεόμενο με αυτό ένα νέο εγχείρημα, τα Chaosmotics, ανήλθε στην επιφάνεια.27

Ως συστατική δυναμική σε όλο αυτό εκλαμβάνουμε το μηχανικό ασυνείδητο και ως κεντρική αφηρημένη δυναμική την Χουσερλιανή έννοια της αποβλεπτικότητας, εμπροθετότητας (Intentionalität).

Η πρωτοτυπία της παραπάνω έρευνας συνίσταται στο ότι το σύστημα της AI δεν εξετάζεται ως μορφή κεφαλαίου. Επομένως, δεν αποτυπώνεται η λειτουργία του και η πραγμάτωση της αξίας του στο κυκλοφοριακό προτσές, και μετέπειτα οι διασπάσεις της αξίας του στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό σημαίνει, ότι πρόκειται για ποιότητες συστημάτων AI, οι οποίες δεν παράγονται, ούτε προκύπτουν υπό τον σκοπό της εμπορευματοποίησης και κεφαλαιακής αυτοαξιοποίησης. Παράγονται, ίστανται και λειτουργούν ως κατά κάποιο τρόπο ab sich.28

Αυτό είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό από την αμιγώς καπιταλιστική AI, είτε ιδωθεί ως per se εμπόρευμα, είτε ως συστατικό της μηχανουργίας, είτε ως λειτουργούν στο σύστημα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, είτε στην καθαρή επιχειρησιακή μορφή του Axys.

Ωστόσο, αυτή η μη καπιταλιστική Κινεζική AI διαμορφώνει με την σειρά της στοιχεία από σύστημα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας (ιδιαίτερα των κοινωνικών εκφράσεων και αποβλέψεών της) στον κεντρικό σχεδιασμό. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να ειπωθεί, ότι πρόκειται για τεχνοδυναμικές, οι οποίες συντείνουν σε μια Χουσερλιανού τύπου σχάση του εγώ, σχάση του εαυτού (Ichspaltung), σε μια ποιοτική μετάβαση από την Αδιαιρετότητα στην Πολλαπλότητα.

Αυτή η διαπίστωση είναι απλά μια τέτοιας ποιότητας εννοιολόγηση με βάση την εμπειρία. Κάποιος άλλος το εννοιολογεί διαφορετικά, ακόμα κι αν έχει την ίδια εμπειρία. Αυτό έχει να κάνει με τον ίδιο τον χαοσμοτικό, εντροπικό, ανοικτό χαρακτήρα αυτής της τεχνολογίας.

Στην πορεία εκτύλιξής της αποκτά και τους απαραίτητους γλωσσολογικούς φετιχισμούς της τεχνο-λογικής μαγείας -την φαντασμαγορία, ότι δεν έχει φτιαχτεί υπό τους όρους του τυπικού Δυτικού ορθολογισμού και της Καντιανής μηχάνευσης, ότι εκφεύγει εύκολα από τους μιμητικούς όρους του δυαδισμού της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Δεν είναι εύκολο να κατηγοριοποιηθεί ή να ταξινομηθεί με τα τρέχοντα εργοστασιακά κριτήρια της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. 

Αν είχαμε να συμβουλεύσουμε κάποιον βιομήχανο, θα τον συμβουλεύαμε να μην αγοράσει κάτι τέτοιο για να το βάλει στα εργοστάσια. Αν είχαμε να συμβουλεύσουμε κάποιον τραπεζίτη ή στρατοκράτη θα του λέγαμε, ότι μπορεί να αγοράσει ένα τέτοιο πράγμα, επειδή προσαρμόζεται και συναρθρώνεται στο προτσές μετατροπής του συνολικού Ζώντος Πράγματος (Lebensdige) σε ενεργό κεφάλαιο, ακόμα κι αν δεν έχει παραχθεί για κάτι τέτοιο.



1 Βλ. https://bestimmung.blogspot.com/2021/07/blog-post_28.html, https://bestimmung.blogspot.com/2021/08/blog-post.html

2 Βλ. https://techspek999.blogspot.com/2023/08/aufheben-24-2017-29-44.html

3 Βλ. China’s Party Congress, Transcript: President Xi Jinping's report to China's 2022 party congress, σε https://asia.nikkei.com/Politics/China-s-party-congress/Transcript-President-Xi-Jinping-s-report-to-China-s-2022-party-congress/

4 Ενδεικτικά βλ. Xinwen Zhang, “Is China Socialist? Theorising the Political Economy of China”, Journal of Contemporary Asia, Volume 53, 2023 - Issue 5: Feature section: The Question of Socialism in China. Guest Edited by Richard Westra, pp. 810-827.

5 Ενδεικτικά βλ. Xi, οπ., αποσπάσματα: “We have put forward the Chinese Dream of the great rejuvenation of the Chinese nation and proposed promoting national rejuvenation through a Chinese path to modernization … We have advanced reform, opening up, and socialist modernization and have written a new chapter on the miracles of fast economic growth and long-term social stability … Scientific socialism is brimming with renewed vitality in 21st-century China. Chinese modernization offers humanity a new choice for achieving modernization … To uphold and develop Marxism, we must integrate it with China's specific realities. Taking Marxism as our guide means applying its worldview and methodology to solving problems in China; it does not mean memorizing and reciting its specific conclusions and lines, and still less does it mean treating it as a rigid dogma. We must continue to free our minds, seek truth 14 from facts, move with the times, and take a realistic and pragmatic approach. We must base everything we do on actual conditions and focus on solving real problems arising in our reform, opening up, and socialist modernization endeavors in the new era”.

6 Βλ. Ding, Xiaoqin (1 April 2009). "The Socialist Market Economy: China and the World". Science & Society. 73 (2): 235–241, Cui, Zhiyuan (2012). "Making Sense of the Chinese 'Socialist Market Economy': A Note". Modern China. 38 (6): 665–676, Kjeld Erik Brødsgaard, Koen Rutten, From Accelerated Accumulation to Socialist Market Economy in China: Economic Discourse and Development from 1953 to the Present, Brill, Boston, Leiden, 2017, Maxence Poulin, “Comparative Analysis of the Economic Structure of the Socialist Market Economy of China and the New Economy Policy”, International Critical Thought , Volume 11, 2021 - Issue 4, pp. 519-534.

7 Βλ. Full text: Communique of the Third Plenary Session of the 20th Central Committee of the Communist Party of China, αποσπάσματα: “Chinese modernization has been advanced continuously through reform and opening up, and it will surely embrace broader horizons through further reform and opening up. We must purposefully give more prominence to reform and further deepen reform comprehensively with a view to advancing Chinese modernization in order to better deal with the complex developments both at home and abroad, adapt to the new round of scientific and technological revolution and industrial transformation, and live up to the new expectations of our people … By 2035, we will have finished building a high-standard socialist market economy in all respects, further improved the system of socialism with Chinese characteristics, generally modernized our system and capacity for governance, and basically realized socialist modernization”, σε http://en.cppcc.gov.cn/2024-07/19/c_1006186.htm

8 Βλ. Jillian Szewczak, Reno, Nevada, Evidence for Marxism's Continued Role in Chinese Economic Modernization Theory. An Analysis, Bachelor of Arts- History and English Writing, University of Nevada, Reno, 2013, A Thesis presented to the Graduate Faculty of the University of Virginia in Candidacy for the Degree of, Master of Arts, East Asian Studies Center, University of Virginia, April 2017, Wei Liu, Renmin University, Beijing, “China, Combining Marxism and China’s practices for the development of a socialist political economy with Chinese characteristics”, China Political Economy, Vol. 1 No. 1, 2018, pp. 30-44.

9 Για την κατανόηση σε καθημερινό μητροπολιτικό επίπεδο μιας δοσμένης πρότερης φάσης ανάπτυξης της Κινεζικής νεωτερικοποίησης στην Σανγκάη βλ. Anna Greenspan, Shanghai Future. Modernity Remade, Oxford University Press, November 15 2014.

10 Ενδεικτικά βλ. Wrobel, Ralph M. (2012): The social market economy as a model for sustainable growth in developing and emerging countries, Economic and Environmental Studies (E&ES), ISSN 2081-8319, Opole University, Faculty of Economics, Opole, Vol. 12, Iss. 1, pp. 47-63

11 Βλ. Das Kapital, III. Band: Der Gesamtprozeß der kapitalistischen Produktion, VII. Die Revenuen und ihre Quellen, 49. Zur Analyse des Produktionsprozesses

12 Βλ. ibid., 51. Distributionsverhältnisse und Produktionsverhältnisse

13 Ενδεικτικά βλ. Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie. 1857-1858, Das Kapitel vom Kapital - Epochen ökonomischer Gesellschaftsformation, Formen, die der kapitalistischen Produktion vorhergehen (Über den Prozeß, der der Bildung des Kapitalverhältnisses oder der ursprüngliche Akkumulation vorhergeht), extract: wie in den meisten asiatischen Grundformen, die zusammenfassende Einheit, die über allen diesen kleinen Gemeinwesen steht, als der höhere Eigentümer oder als der einzige Eigentümererscheint, die wirklichen Gemeinden daher nur als erbliche Besitzer. Da die Einheit der wirkliche Eigentümer ist und die wirkliche Voraussetzung des gemeinschaftlichen Eigentums – so kann dieseselbst als ein Besondres über den vielen wirklichen besondren Gemeinwesen erscheinen, wo der einzelne dann in fact eigentumslos ist oder das Eigentum – i.e. das Verhalten des einzelnen zu dennatürlichen Bedingungen der Arbeit und Reproduktion als ihm gehörigen, als den objektiven, als unorganische Natur vorgefundner Leib seiner Subjektivität – für ihn vermittelt erscheint durch das Ablassen der Gesamteinheit, die im Despoten realisiert ist als dem Vater der vielen Gemeinwesen – an den einzelnen durch die Vermittlung der besondren Gemeinde. Das Surplusprodukt – dasübrigens legal bestimmt wird infolge der wirklichen Aneignung durch Arbeit – gehört damit von selbst dieser höchsten Einheit. Mitten im orientalischen Despotismus und der Eigentumslosigkeit, diejuristisch in ihm zu existieren scheint, existiert daher in der Tat als Grundlage dieses Stamm- oder Gemeindeeigentum, erzeugt meist durch eine Kombination von Manufaktur und Agrikultur innerhalbder kleinen Gemeinde, die so durchaus self-sustaining wird und alle Bedingungen der Reproduktion und Mehrproduktion in sich selbst enthält. Ein Teil ihrer Surplusarbeit gehört der höhernGemeinschaft, die zuletzt als Person existiert, und diese Surplusarbeit macht sich geltend sowohl im Tribut etc. wie in gemeinsamen Arbeiten zur Verherrlichung der Einheit, teils des wirklichen Despoten, teils des gedachten Stammwesens, des Gottes.Diese Art Gemeindeeigentum kann nun, soweit es nun wirklich in der Arbeit sich realisiert, entweder so erscheinen, daß die kleinen Gemeinden unabhängig nebeneinander vegetieren und in sichselbst der einzelne auf dem ihm angewiesnen Los unabhängig mit seiner Familie arbeitet (eine bestimmte Arbeit für gemeinschaftlichen Vorrat, Insurance sozusagen, einerseits, und für Bestreitung der Kosten des Gemeinwesens als solchen, also für Krieg, Gottesdienst etc.;

14 Βλ. οπ., Das Kapital, I. Band: Der Produktionsprozeß des Kapitals, I. Ware und Geld, 2. Der Austauschprozeß

15 Βλ. οπ., απόσπασμα: Die Personen existieren hier nur füreinander als Repräsentanten von Ware und daher als Warenbesitzer. Wir werden überhaupt im Fortgang der Entwicklung finden, daß die ökonomischen Charaktermasken der Personen nur die Personifikationen der ökonomischen Verhältnisse sind, als deren Träger sie sich gegenübertreten.

16 Βλ. Zhou, S. 2021. “The Category of ‘Capital’ in the Socialist Market Economy.” [In Chinese.] Chinese Journal of Political Economics, no. 3: 102–112.

17 Βλ. Xia Lu and Xiaoqin Ding, “Socialist Political Economy with Chinese Characteristics and Research on the Chinese and Foreign Economies,. A Survey of the Viewpoints Expressed by the New Marxian Economics Synthesis School in 2021”, World Review of Political Economy, Vol. 13 No. 4 Winter 2022, pp. 482-483.

18 Βλ. οπ., pp. 485 επ.

19 Βλ. Yang Zhang, “The Contribution of the “School of New Marxist Economics” to China's Socialist Market Economy”, World Review of Political Economy, Spring 2020, Vol. 11, No. 1 (Spring 2020), pp. 4-27.

20 Βλ. https://www.bloomberg.com/news/videos/2024-06-03/nobel-laureate-krugman-china-s-economic-model-is-not-sustainable

21 Βλ. China Confronts the Middle-Income Trap by Nouriel Roubini | Apr 4, 2024 | Project Syndicate σε https://nourielroubini.com/china-confronts-the-middle-income-trap/

22 Βλ. The Economist - Intelligence Unit, Economic Power Play: Accessing China’s Trade Policies, 2021, Economist Intelligence, China Going Global Investment Index 2023, The Belt and Road Initiative’s Index 2023. Παράβαλε https://merics.org/en/1-new-era-xi-steers-chinas-economy-different-path

23 Βλ. Das Kapital, III. Band, ibid, 50. Der Schein der Konkurrenz

24 Βλ. Witt, M.A. & G. Redding, ‘China: Authoritarian Capitalism’. In M.A. Witt & G. Redding (Eds.), The Oxford Handbook of Asian Business Systems. Oxford, Oxford University Press, 2014, Petry, Johannes (2020) Financialization with Chinese characteristics : exchanges, control and capital markets in authoritarian capitalism. Economy and Society, 49 (2). pp. 213-238

25 Βλ. Benjamin Bratton, Bogna Konior, Anna Greenspan (eds.), Machine Decision is Not Final. China and the History and Future of Artificial Intelligence, Urbanomic, UK, January 2nd, 2079, https://www.urbanomic.com/document/china-ai/

26 Βλ. Yuk Hui, The Question Concerning Technology in China. An Essay in Cosmotechnics, urbanomic, UK, Dec. 2016, https://www.urbanomic.com/book/question-concerning-technology-china/

27 Βλ.https://www.chaosmotics.com/en/featured/what-is-chaosmotics-beginnings-and-ends-in-the-pathway. Η ονομασία είναι άμεση αναφορά στο Felix Guattari, Chaosmosis. an ethico-aesthetic paradigm, translated by Paul Bains and Julian Pefanis, Power Institute, USA, 1995.

28 Βλ. https://www.chaosmotics.com/en/variations/machine-decision-is-not-final-i, https://www.chaosmotics.com/en/variations/machine-decision-is-not-final-ii-2, https://www.chaosmotics.com/en/variations/machine-decision-is-not-final-iii-2




Aufheben #14 – 2006, pp. 1-22



https://libcom.org/article/aufheben-14-2006



Καλώς ήλθατε στον “Κινεζικό αιώνα”;



Η μεταμόρφωση της Κίνας


Είναι ίσως δύσκολο να υπερδηλώσουμε την τεράστια απεραντοσύνη της μεταμόρφωσης, που χωρεί στην Κίνα. Σε λίγα μόνο χρόνια, ολόκληρες πόλεις έχουν έλθει σε ύπαρξη και αχανείς βιομηχανίες έχουν έλθει εν τω εἶναι –καθώς η Κίνα έχει αναδυθεί από την ύπαρξή της, η οποία ευρέως αναφέρετο ως μια στριφνή/ιδιότυπη αυταρχική αγροτική οπισθοδρόμηση, η οποία ήταν γεω-πολιτικά σημαντική μόνο για ότι είχε την μπόμπα και έναν μεγάλο στρατό, στο να αναγνωρίζεται ως ένας μείζων οικονομικός οίκος εξουσίας στην παγκόσμια σκηνή.

Παρά τις επαναλαμβανόμενες προβλέψεις του παρελθόντος, ότι όδευε σε μια πτώση, η Κίνα έχει διατηρήσει φρενήρεις ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, κατά μέσο όρο σχεδόν 10% ανά έτος επί των δύο τελευταίων δεκαετιών. Πράγματι, στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα η οικονομία της Κίνας έχει τετραπλασιασθεί σε μέγεθος. Επιπρόσθετα, η οικονομία της Κίνας δεν έχει μόνο αυξηθεί, αλλά έχει ένα αυξανόμενο αποτύπωμα στην παγκόσμια οικονομία. Από το να είναι σχεδόν αμελητέα είκοσι χρόνια πριν, το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο έχει αυξηθεί σε 13%.

Τέτοια παρατεταμένη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη έχει οδηγήσει πολλούς να βλέπουν το συνεχιζόμενο πλεονέκτημα της Κίνας ως αναπόδραστο. Αν ο τελευταίος αιώνας ήταν ο “Αμερικανικός Αιώνας”, τότε, προβλέπεται, ότι η Κίνα, στενά ακολουθούμενη από την ραγδαίως αναπτυσσόμενη Ινδία, μας οδηγεί σε έναν “Ασιατικό Αιώνα”. Σίγουρα, αν απλά παρεκταθούμε από το παρελθόν, αυτό θα σήμαινε ότι είναι η υπόθεση. Ήδη η Κίνα είναι στο σημείο να ξεπεράσει το ΗΒ, για να γίνει η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Αν το ποσοστό ανάπτυξής της παραμένει τόσο υψηλό σε σχέση με τις μείζονες οικονομίες του κόσμου, τότε η Κίνα μπορεί να επιδιώκει να ξεπεράσει την Γερμανία και την Ιαπωνία νωρίς μέσα στην επόμενη δεκαετία και να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Κάποια στιγμή στο δεύτερο τέταρτο αυτού του αιώνα η Κίνα μπορεί να επιδιώκει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ.

Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, ίσως θα έπρεπε να δείξουμε προσοχή. Εν όψει μια μπερδεμένης αλληλουχίας στατιστικών σχετικά με την Κίνα, η οποία στα προηγούμενα δύο χρόνια είχε αφθονήσει στον αστικό τύπο, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στο να δεχθούμε τις πιο πρόσφατες μόδες των επενδυτών πωλητών. Η Κίνα είναι όπου το χρήμα είναι για να γίνει, και όπως το dot.com μπουμ έδειξε πιο καθαρά, εκεί όπου είναι να γίνει άφθονο χρήμα εκεί υπάρχει προβολή.

Πάραυτα, η μεταμόρφωση της Κίνας και η ένταξή της στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου κατά τα πρόσφατα χρόνια εγείρει σημαντικά ζητήματα για την κατανόηση του κόσμου όπου βρίσκουμε τους εαυτούς μας εντός του, και για τις πιθανές εξελίξεις στο μέλλον. Ήδη, όπως θα δούμε, η μεταμόρφωση της Κίνας έχει γίνει κεντρική στην μετεγκατάσταση της μεταποιητικής βιομηχανίας, η οποία επετεύχθη μέσω της αναδόμησης του παγκόσμιου καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Ως τέτοια, η οικονομική ανάπτυξη τη Κίνας έχει ήδη ένα σημαντικό αποτύπωμα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και στην ταξική πάλη που έχει αναδυθεί εντός και εναντίον αυτού. Αν η Κίνα προορίζεται να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως ο παγκόσμιος νέος ηγεμόνας, τότε αυτό θα ενέπλεκε μια μη προβλέψιμη πολιτική και οικονομική αλλαγή των τεκτονικών αναλογιών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Πράγματι, η ανάδυση της Κίνας ως μείζων οικονομική δύναμη εγείρει κρίσιμα ερωτήματα. Περί τίνος πρόκειται η μεταμόρφωση, η οποία έχει συντελεσθεί στην Κίνα στα πρόσφατα χρόνια; Μπορεί η Κίνα να διατηρήσει την τρέχουσα ραγδαία οικονομική ανάπτυξη; Μπορεί η Κίνα πραγματικά να γίνει ένας σοβαρός ανταγωνιστής στην ηγεμονία των ΗΠΑ; Αν είναι έτσι, τι επιπτώσεις θα έχει αυτό για τον παγκόσμιο καπιταλισμό και τους ταξικούς αγώνες που ίσως εγερθούν εντός και εναντίον αυτού;

Αυτά είναι σίγουρα πλατιού φάσματος και δεινά ερωτήματα, και μπορούμε μονάχα να ελπίζουμε να υποβάλλουμε μάλλον δοκιμαστικές απαντήσεις σε αυτό το άρθρο. Για να κάνουμε έτσι, θα περιορίσουμε τους/-ις εαυτούς/-ες μας να αναδείξουμε τις μη διαμεσολαβημένα φανερές αντικειμενικές τάσεις της τρέχουσας ιστορικής δυναμικής της οικονομικής μεταμόρφωσης της Κίνας, και της ένταξής της στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Η ταξική πάλη θα εκληφθεί μόνο στο αποτέλεσμά της, καθώς αναπτύσσουμε την ανάλυσή μας στους πραγμοποιημένους όρους των γεω-πολιτικών και της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας, που μη διαμεσολαβημένα μας αντιμετωπίζουν. Βέβαια, αυτό, όπως προθύμως αποδεχόμεθα θα είναι μονό-πλευρο –θα αναλογισθούμε απλώς την λογική του ίδιου του κεφαλαίου. Ωστόσο, βλέπουμε αυτό το άρθρο ως ένα βήμα στο απευθύνειν ένα ζήτημα, που ακόμα παραμένει terra incognita. Στο επόμενο τεύχος ελπίζουμε να πάμε πέρα αυτού, για να αναλογισθούμε το πώς η μεταμόρφωση της Κίνας επιφέρει σχετικά με την ανα-σύνθεση της τάξης και τους νέους ταξικούς αγώνες.

Αυτό το άρθρο αποτελείται από δυο τμήματα. Στο Τμήμα Πρώτο θα αναλογισθούμε ευσύνοπτα την οικονομική μεταμόρφωση της Κίνας κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Στο Τμήμα Δεύτερο θα δούμε πώς αυτή η μεταμόρφωση έχει οδηγήσει στην ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου και τις επιπτώσεις, τις οποίες έχει αυτό εξ ίσου για την Κίνα και τον κόσμο. “Κινεζικός αιώνας”;

Τμήμα Πρώτο: η Κίνα από τον Μάο έως σήμερα

-Εισαγωγή

Η κυρίαρχη άποψη της μεταμόρφωσης της Κίνας, και αυτή η οποία εμπεδώνει το πιο πολύ αυτού το οποίο περνάει σαν ανάλυση στον αστικό τύπο, είναι αυτό, το οποίο θα μπορούσε να ορολογηθεί ως φαβιανός νέο-φιλελευθερισμός. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη η Κίνα από τα ξεκινήματα των φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων στα 1978 έχει βρεθεί στο προτσές του να κάνει την μετάβαση σε μια “ελεύθερη οικονομία της αγοράς”.

Επί Μάο, είπαμε, η Κίνα ήταν κύρια μια αγροτική οικονομία, η οποία βυθίζετο στην φτώχεια και την οικονομική στασιμότητα. Η Κίνα, όπως η ΕΣΣΔ εκείνου του καιρού, έμεναν πίσω για δεκαετίες από μια φυσικά γραφειοκρατική και αναποτελεσματική κρατικά-διοικούμενη προστακτική οικονομία. Ωστόσο, με τον θάνατο του Μάο μια διαφωτιστική λειτουργία της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος γύρω απ’ τον Deng Xiaoping είδε το σφάλμα των δρόμων του.

Αυτοί απέρριψαν την πολιτικά ορθή -ταιριαστή στο καζάνι- λιτότητα του Μαοϊσμού και ξεκίνησαν το μακρύ και δύσκολο προτσές του να υπερβούν τα περιβεβλημένα ειδικά συμφέροντα ώστε να επιφέρουν φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Κοιτώντας στον Άντάμ Σμιθ, παρά στον Μαρξ, ο Ντενγκ κάλεσε τον Κινεζικό λαό να εμπλουτίσει την Κίνα με το να εμπλουτίσουν εαυτούς και να επεκτείνουν τον ρόλο της αγοράς προς δαπάνη του κράτους.

Τότε βγήκε το συμπέρασμα ότι η φυσική οικονομική υπεροχή της αγοράς συνδυασμένη με τις εγγενείς επιχειρηματικές κλίσεις του Κινεζικού λαού, οι οποίες για τόσο καιρό είχαν απομείνει αδρανείς επί Μάο, έχει οδηγήσει στην ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και ευημερία που παρατηρούμε σήμερα. Για του φαβιανούς νέο-φιλελεύθερούς μας η Κίνα είναι το υπόδειγμα μιας πετυχημένης “αναδυόμενης οικονομίας της αγοράς”, που παρέχει ένα μάθημα για όλα εκείνα τα έθνη, τα οποία γυρεύουν να κάνουν την μετάβαση από μια προστακτική οικονομία σε μια “ελεύθερη οικονομία της αγοράς”.

Ωστόσο, στην δεκαετία του 1970, η Κίνα του Μάο είχε αναδειχθεί ως υπόδειγμα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες του “τρίτου κόσμου”, που γύρευαν να νεωτερικοποιήσουν και να εκβιομηχανίσουν. Για τους οικονομολόγους και θεωρητικούς της Δυτικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων αρκετών, οι οποίοι δεν ήταν αναγκαία στην αριστερά, το σοσιαλιστικό υπόδειγμα της Κίνας είχε επιτύχει όχι μόνο στο να έχει υψηλά ποσοστό εκβιομηχάνισης, αλλά είχε συνδυάσει αυτό με έναν υψηλό βαθμό ισότητας του πλούτου και του εισοδήματος, ως επίσης αποκρινόταν στις βασικές ανάγκες της πλατιάς πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Πράγματι, για τους σοσιαλιστικούς αντιπάλους των φαβιανών νέο-φιλελεύθερών μας, οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εισήχθησαν από τον θάνατο του Μάο έχουν εμπλουτίσει δεκάδες εκατομμυρίων Κινέζων, και κάνοντας έτσι, δημιούργησαν μια άφθονη Δυτικού-τύπου μεσαία τάξη, αλλά το έχουν κάνει έτσι με το να ρίχνουν εκατομμύρια σε οικονομική ανασφάλεια και εκμετάλλευση. Ως τέτοια, γι’ αυτούς τους σοσιαλιστές, η “μετάβαση σε μια ελεύθερη οικονομία της αγοράς” είναι απλά ένα ευφημισμός για την αποκατάσταση του καπιταλισμού. Όπως ορθά σημειώνουν, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών έχουν οδηγήσει σε έναν ιδιαίτερα ανηλεή Ντικενσιανό καπιταλισμό. Εκατοντάδες εκατομμυρίων Κινέζων έχουν απολέσει πρόσβαση ακόμη και στην υποτυπώδη φροντίδα υγείας που προσφερόταν επί Μάο. Δεκάδες εκατομμυρίων είναι άνεργοι και ο αριθμός των ζητιάνων και των ανθρώπων που ζούνε στον δρόμο έχει αυξηθεί αναρίθμητα. Άλλοι έχουν εξαναγκασθεί σε δουλειά δεκαέξι ωρών την μέρα με μόνο μια μέρα αργίας τον μήνα σε εργοστάσια όπου οι κανονισμοί υγιεινής και ασφάλειας κανονικά περιφρονούνται.[1]

Ωστόσο, αφ’ ής στιγμής οι σοσιαλιστές κάνουν καλά να εκθέτουν τις πραγματικότητες πίσω από την ούτω καλούμενη “μετάβαση σε μια ελεύθερη οικονομία της αγοράς”, αυτό παραμένει μια ηθική κριτική. Με το να αποδέχονται την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς επί Μάο ως αναγκαία για να αναπτυχθούν οι δυνάμεις της παραγωγής, δεν μπορούν να αρνηθούν ότι η του Ντενγκ “αποκατάσταση του καπιταλισμού” έχει επίσης οδηγήσει στην ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Τώρα, θα σκιαγραφήσουμε την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία έχει επιφέρει την πρόσφατη μεταμόρφωση. Για να κάνουμε έτσι, προσδιορίζουμε τρεις διακριτές φάσεις, τις οποίες βλέπουμε ως φάσεις στην μετάβαση της Κίνας σε έναν πλήρως πτερωμένο καπιταλισμό. Η πρώτη φάση είναι εκείνη της κρατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης της Κίνας,[2] που συνέβη επί Μάο. Η δεύτερη φάση είναι εκείνη των φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων εισαχθεισών επί Ντενγκ στην δεκαετία του 1980, οι οποίες, όπως θα δούμε, διέτρεξαν σε ένα αδιέξοδο, το οποίο οδηγήθηκε σε κλιμάκωση με τα γεγονότα στην Πλατεία Τιενανμέν στα 1989. Αυτά τα δύο επίπεδα παρείχαν τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για την τρίτη φάση, που όπως θα επιχειρηματολογήσουμε, είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε την τρέχουσα μεταμόρφωσή της, η οποία είναι η ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου.


[1] Βλ. Robert Weil, Red Cat, White Cat: China and the Contradictions of 'Market Socialism (Monthly Review Press, 1996) and Martin Hart-Landsberg and Paul Burkett, China and Socialism: Market Reforms and Class Struggle (Monthly Review Press, 2005).

[2] Το ερώτημα αν η Κίνα ήταν κρατικά καπιταλιστική επί Μάο είναι πέρα από τον σκοπό αυτού του άρθρου. Αναγνωρίζουμε, ότι η θεωρία μας περί κρατικού καπιταλισμού (βλ. “Τι ήταν η ΕΣΣΔ;”, Aufheben # 6-9) είναι ίσως τόσο αφηρημένη ώστε να λάβει υπ’ όψη τις στριφνότητες/ιδιοτυπίες της Κίνας και απαιτεί περαιτέρω ανάπτυξη. Ελπίζουμε να απευθύνουμε αυτό το ερώτημα με περισσότερες λεπτομέρειες σε μελλοντικό άρθρο, που θα αναλογισθεί τον μετασχηματισμό των ταξικών και παραγωγικών σχέσεων στην Κίνα από τον Μάο.


-Η Κίνα επί Μάο


Η διακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) τον Οκτώβριο του 1949 έστεψε ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ). Έχοντας ιδρυθεί μόλις είκοσι χρόνια πριν από λίγους δεκάδες διανοούμενους εμπνεόμενους από την Ρωσική Επανάσταση, το ΚΚΚ είχε επιφέρει την τελείωση αυτού, που οι ίδιοι αναγνώριζαν, ως Κινεζική εθνική πολιτική/αστική επανάσταση. Ύστερα από τρεις δεκαετίες πολεμαρχηγισμού/καπετανισμού, πολιτικού πολέμου και Ιαπωνικής κατοχής, η Κίνα είχε περισσότερο ή λιγότερο επανενοποιηθεί. Επιπρόσθετα, με την απαλλοτρίωση των ξένων καπιταλιστών, των γαιοκτημόνων και των συμμάχων τους, οι οποίοι είχαν για τόσο καιρό συγκρατήσει προς τα πίσω την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κίνα, ο δρόμος ήταν ανοιχτός, απ’ ό,τι φαινόταν, για την εθνική συσσώρευση κεφαλαίου.

Όμως, οι όποιες ελπίδες -ότι το ΚΚΚ ίσως ήταν ικανό να ηγηθεί επί μιας “μεικτής οικονομίας” και της σταδιακής ανάπτυξης του Κινεζικού καπιταλισμού –που ήταν αυτό που επί το πλείστον το ΚΚΚ είχε ελπίσει εντός των οικονομικά καθυστερημένων συνθηκών όπου βρήκαν τους εαυτούς τους- θρυματίσθηκαν από το ξέσπασμα του Πολέμου της Κορέας. Εντός λιγότερου από έναν χρόνο από την ανακοίνωση της ΛΔΚ τα Αμερικανικά στρατεύματα ήταν εντός του πεδίου εμβέλειας των Κινεζικών συνόρων. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, παρόλο που συχνά αντιμετώπιζε στα ίσα εχθρική δύναμη πυρός, πέτυχε στο να απωθήσει τις Αμερικανικές δυνάμεις, αλλά με το κόστος του παραπάνω από ένα εκατομμύριο απωλειών.

Παρόλο που ο Πόλεμος της Κορέας θεωρούταν μια ηρωική νίκη, ήταν μια νίκη, η οποία μόνο έδειχνε ότι εξαγόραζε χρόνο. Νωρίτερα ή αργότερα, φοβούνταν, ότι θα γινόταν μια υποστηριζόμενη απ’ τις ΗΠΑ εισβολή από το εθνικιστικό φυλάκιο της Ταϊβάν. Ως αποτέλεσμα, σύντομα κατέστη ευκρινές στην ηγεσία του ΚΚΚ ότι αν ήθελαν να υπερασπισθούν τα με σκληρό κόπο κερδιθέντα οφέλη της εθνικής επανάστασης από τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τότε θα ήταν αναγκαίο να παράξουν σύγχρονες και καλά-εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις. Ωστόσο, οι σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις χρειάζονταν τεθωρακισμένα, πυροβολικό, πολεμικά πλοία και ισχυρά εκρηκτικά, και για να τα παράξει αυτά στην αναγκαία κλίμακα για απόκρουση επίθεσης, η Κίνα χρειαζόταν βαριά βιομηχανία. Ήταν γι’ αυτό ξεκάθαρο στην ηγεσία του ΚΚΚ ότι η Κίνα έπρεπε να εκβιομηχανισθεί, και έπρεπε να εκβιομηχανισθεί γρήγορα.

Ως αποτέλεσμα, στα 1952 η Κίνα κινήθηκε αποφασιστικά προς μια προστακτική οικονομία και στον κρατικό καπιταλισμό. Προωθήθηκε ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης –το οποίο εντός τεσσάρων ετών μετέτρεψε σχεδόν όλο το εμπόριο, τις ανταλλαγές και την βιομηχανία σε δημόσια περιουσία –και το πρώτο πεντάχρονο οικονομικό πλάνο εκπονήθηκε, σχεδιασμένο για το γαλβάνισμα αυτού, το οποίο ήταν κυρίως αγροτική οικονομία για το κολοσσιαίο καθήκον της εκβιομηχάνισης.

Ως μοναδικός εργοδότης τώρα, το Κινεζικό κράτος υπέθεσε την κατεύθυνση της εργασίας προσδιορίζοντας ποιος δούλευε πού και πότε, μέσω των ποικίλων γραφείων εργασίας. Επίσης επέβαλε μια εθνική μισθολογική κλίμακα οκτώ κλιμακίων. Στον ίδιο χρόνο, η κυβέρνηση αύξησε τους φόρους στην αγροτιά, οι οποίοι συχνά συλλέγονταν σε είδος, και, εκμεταλλευόμενη την θέση της ως μοναδικός αγοραστής, πλήρωνε σε χαμηλές τιμές για το κύριο και αναγκαίο αγροτικό προϊόν. Ως αποτέλεσμα, τα εισοδήματα των εργατών, των αγροτών και πράγματι των κατώτερων στελεχών των επιπέδων του Κόμματος-Κράτους βιδώθηκαν/συμπιέσθηκαν σε ένα ελάχιστο.

Ωστόσο, παρόλο που οι μισθοί, οι αμοιβές και τα εισοδήματα συμπιέσθηκαν σε ένα ελάχιστο, το κράτος σιγούρευε μέσω του ντανβέι (danwei) συστήματος και της πολιτικής του “ατσαλένιου μπολ ρυζιού”, ότι ήταν ασφαλισμένοι, και παρείχε ένα βασικό σύστημα ευμάρειας για την μάζα των εργαζόμενων πληθυσμών –ένα μεγάλο ευεργέτημα για πολλούς Κινέζους εκείνου του καιρού, που για χρόνια είχαν γνωρίσει μόνο πόλεμο και αβεβαιότητα.[2] Ως συνέπεια, το κράτος ήταν ικανό να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη και επίσης να μεγιστοποιήσει το πρόσθετο προϊόν που συνιδιοποιούταν από τους εργάτες και αγρότες. Το πρόσθετο προϊόν, μέσω του οικονομικού πλάνου, συγκεντρωνόταν έτσι στην οικοδόμηση βαριάς βιομηχανία και στρατιωτικής παραγωγής. Στο πιο πολύ της περιόδου επί Μάο περισσότερο από το 30% της εθνικής εκροής αφιερωνόταν σε επένδυση, και στο υψηλό του έτους 1957 αυτό αυξήθηκε σχεδόν στο 50%.

Με Ρωσική συνδρομή και τεχνική βοήθεια, το πρώτο πεντάχρονο πλάνο αποδείχθηκε να είναι μια αξιοσημείωτη επιτυχία, με πολλούς από τους υψηλά φιλόδοξους στόχους να καλύπτονται πάνω από το ορισθέν. Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 κατέστη ευκρινές ότι τα πλάνα που σκόπευαν να διατηρήσουν γρήγορη εκβιομηχάνιση σύντομα θα συναντούσαν τους περιορισμούς επιβαλλόμενους από την χαμηλή παραγωγικότητα της παραδοσιακής Κινεζικής γεωργίας. Οι έγγειες μεταρρυθμίσεις, που είχαν ακολουθήσει της απαλλοτρίωσης των γαιοκτημόνων, είχαν αφεθεί στα χέρια μιας μάζας αδιαίρετων κατόχων αγροτικών νοικοκυριών, πολλοί απ’ τους οποίους δύσκολα μπορούσαν να παράξουν περισσότερο απ’ αυτό που χρειαζόνταν για την διατήρηση των ιδίων, επέφεραν μόνο την παροχή ψωμιού για ένα επεκτεινόμενο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό.

Η λύση, η οποία προτάθηκε για να πραγματευθούν αυτό το πρόβλημα, ήταν η κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας. Η συγχώνευση των μικρών ενοτήτων των αδιαίρετων αγροτικών νοικοκυριών σε μεγαλύτερες μονάδες, λεγόταν, ότι θα εξυπηρετούσε την εισαγωγή των σύγχρονων μεθόδων γεωργίας, την πιο ορθολογική χρήση της εργασίας και πάνω απ’ όλα την εκμηχάνιση της γεωργίας. Επίσης ιδωνόταν ως ένα μέσο αναχαίτισης της ανάδυσης μιας διακριτής τάξης πλουσίων “Κουλάκων” αγροτών, οι οποίοι θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τον πολιτικό έλεγχο του ΚΚΚ επί της αγροτιάς και την ικανότητά του να διεξάγει πολιτικές εκστρατείες εξώθησης της αγροτιάς να αυξήσει την παραγωγή.

Αρχικά, οι κρατικοί σχεδιαστές είχαν προβλέψει ένα σταδιακό πρόγραμμα κολλεκτιβοποίησης που θα απαιτούσε σχεδόν μια γενιά για να ολοκληρωθεί. Γι’ αυτούς η υπερισχύουσα προσταγή ήταν η οικοδόμηση βαριάς βιομηχανίας και υπήρχαν λίγες πηγές να διαθέσεις για την κατασκευή εργοστασίων τρακτέρ και άλλων βιομηχανιών αγροτικών εισροών. Πέρα απ’ αυτό, το σύνθημα “κολλεκτιβοποίηση πριν την εκμηχάνιση”, το οποίο ο Μάο προέβαλλε για μια ραγδαία επιτάχυνση του προγράμματος κολλεκτιβοποίησης οδήγησε σε αυτό, το οποίο έγινε το καταστροφικό “μεγάλο άλμα προς τα μπρος”.

Ωστόσο, παρόλο που τα πιο μεγαλειώδη σχήματα για την ενοποίηση γεωργίας και βιομηχανίας σε τεράστιες κομμούνες υπαίθρου εγκαταλείφθηκαν, τα ουσιώδη γνωρίσματα αυτού το οποίο αναγνωρίσθηκε ως το ιδιαίτερο Μαοϊκό υπόδειγμα ανάπτυξης παρέμεναν επί τόπου. Υπό την εξουσία των κομμουνών της υπαίθρου η υπο-χρησιμοποιημένη εργασία των αγροτών κατά την διάρκεια των χαλαρών χρονικών διαστημάτων του αγροτικού ημερολογίου κινητοποιήθηκε για μείζονα έργα εγγειοβελτίωσης, αρδευτικά έργα και κατασκευή δρόμων: ως επίσης για την εγκατάσταση και την διοίκηση βιομηχανιών υπαίθρου που παρήγαγαν εισροές για την γεωργία, όπως εργοστάσια λιπασμάτων, μονάδες επιδιόρθωσης τρακτέρ και πάει λέγοντας.

Χρησιμοποιώντας τεχνικές υψηλής έντασης εργασίας, ιδιαίτερα από τα μείζονα κατασκευαστικά και βελτιωτικά έργα, τέτοια γεωργική ανάπτυξη παρουσίασε κάποιες ελάχιστες απαιτήσεις στον βιομηχανικό τομέα της οικονομίας για εισροές και εργαλεία παραγωγής. Η γεωργική οικονομική ανάπτυξη μπορούσε να χωρήσει πλάι πλάι με την ταχεία εκβιομηχάνιση, ή, όπως ο Μάο το έθετε, η Κίνα μπορούσε “να περπατήσει με τα δύο πόδια”.

Ως αποτέλεσμα, στον καιρό του θανάτου του Μάο στα 1976, η Κίνα ήταν μακριά από το να βρίσκεται “βαλτωμένη σε οικονομική στασιμότητα”. Αν τα χρόνια των πολιτικών και οικονομικών διαταραχών του Μεγάλου Άλματος προς τα Μπρος (1958-61) και της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-9) αποκλεισθούν, η βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν πάνω από 10% τον χρόνο επί Μάο, μετατρέποντας την Κίνα στην έκτη μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγό στον κόσμο. Όχι μόνο αυτό, αλλά, παρόλο που επεκτεινόταν βραδύτερα από την βιομηχανία, η αγροτική παραγωγή ήταν ακόμη ικανή να ικανοποιεί την αύξηση πληθυσμού της Κίνας.

Επομένως, ίσως πρέπει να ειπωθεί, ότι με το να διατηρεί την εθνική ακεραιότητα ενάντια στην απειλή της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, και μέσω ενός υψηλού ποσοστού εκμετάλλευσης των εργατών και αγροτών, η αυταρχική προστακτική οικονομία του Μάο μπορούσε να παράσχει την βάση για τις επόμενες φάσεις στην μετάβαση της Κίνας προς τον καπιταλισμό.


[1] Για μια πιο λεπτομερή καταγραφή της Μαοϊκής περιόδου βλ. Maurice Meisner, Mao’s China: A History of the People’s Republic (Free Pres 1977). Για μια ιστορία της μεταρρυθμιστικής περιόδου βλ. Gordon White, Riding the Tiger: The Politics of Economic Reform in Post-Mao China (Macmillan, 1993).

[2] Το ντανβέι σύστημα ήταν η μορφή της κοινωνικής οργάνωσης που χαρακτήριζε τους αστεακούς χώρους δουλειάς της Κίνας. Μεταφρασμένο στα Αγγλικά ως “εργασιακή μονάδα”, η λειτουργία του, ωστόσο, απείχε από αυτό που δηλώνει αυτός ο όρος. Σε ένα βασικό επίπεδο ο ρόλος του ήταν να διοικεί το “ατσαλένιο μπολ ρυζιού” και τις κοινωνικές εγγυήσεις στην εργατική τάξη στην μορφή της παράπλευρης στέγασης, του φτηνού φαγητού και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της φροντίδας υγείας και της απονομής συντάξεων, αλλά λίγων. Προσέτι διεκπεραίωνε ουσιώδεις κατευθυντικές και κανονιστικές λειτουργίες. Ως τέτοιο το ντανβέι έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στο εντάσσειν την εργατική τάξη εντός του Κόμματος-Κράτους.


-Το Πρώτο Κύμα Μεταρρυθμίσεων

Παρόλο που η Κίνα δεν ήταν βαλτωμένη στην στασιμότητα, όπως η ΕΣΣΔ, ή αντιμετωπίζοντας μία έντονη οικονομική κρίση στον καιρό θανάτου του Μάο, υπήρχαν σίγουρα σκούρα σύννεφα στον ορίζοντα.[1]

Πρώτον, παρόλο που υπήρχαν βελτιώσεις στην υγεία και στην παροχή πρόνοιας, τα προσωπικά εισοδήματα της μάζας του εργαζόμενου πληθυσμού είχαν λιγοστά αυξηθεί από την δεκαετία του 1950.[2] Δεν ήταν καθαρό σε πολλούς στην ηγεσία του ΚΚΚ πόσο ακόμη μια τέτοια κατάσταση μπορούσε να συνεχισθεί. Δεύτερον, με την εγκατάλειψη της μη δημοφιλούς πολιτικής του να στέλνεις την νεολαία να “εκπαιδευθεί από αγρότες” στην ύπαιθρο, υπήρχε ένα αυξανόμενο πρόβλημα αστεακής ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους μορφωμένους γιους και θυγατέρες των κομματικών στελεχών.

Ασφαλώς, μέσα στην προστακτική οικονομία το κράτος μπορούσε απλά να αυξήσει τα εισοδήματα των εργατών και των κρατικών αξιωματούχων με το να αναθεωρεί προς τα πάνω τις εθνικές μισθολογικές κλίμακες. Παρομοίως, για την αγροτιά, θα μπορούσε να έχει περικόψει τους γεωργικούς φόρους και να αυξήσει τις τιμές στην γεωργική παραγωγή. Στον ίδιο χρόνο, το κράτος θα μπορούσε να φτιάξει δουλειά για τους ανέργους.

Ωστόσο, όλ’ αυτά τα τρία μέτρα θα είχαν αυξήσει την αναγκαία εργασία που απαιτούταν για την αναπαραγωγή του εργαζόμενου πληθυσμού, και ως εκ τούτου θα είχε καταλάβει το μέγεθος της πρόσθετης εργασίας, που το κράτος θα μπορούσε να συνιδιοποιείται για συσσώρευση. Όχι μόνο αυτό, αυξημένα προσωπικά εισοδήματα, που κάποτε δαπανιόνταν, θα είχαν οδηγήσει σε μια αύξηση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά. Αυτό θα σήμαινε ότι μια μεγαλύτερη αναλογία της εκμειωμένης πρόσθετης εργασίας που συνιδιοποιούταν, θα έπρεπε να επενδυθεί στην επέκταση των καταναλωτικά-προσανατολισμένων βιομηχανιών προς δαπάνη της βαριάς βιομηχανίας και της στρατιωτικής παραγωγής. Ακόμη, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το περισσότερο της βαριάς βιομηχανίας που οικοδομήθηκε στην δεκαετία του 1950, προσέγγιζε το τέλος της χρήσιμης ζωής της, και στην επόμενη δεκαετία ή σε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να αντικατασταθεί ή να εκσυγχρονισθεί. Υπήρχε γι’ αυτό μια οικονομική προσταγή να αυξηθεί το μέγεθος του πρόσθετου προϊόντος που ήταν αφιερωμένο στην επένδυση στην βαριά βιομηχανία.

Η προφανής επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά η αυταρχική προστακτική οικονομία, που είχε αναπτυχθεί επί Μάο, επέβαλε απαγορευτικούς φραγμούς για μια τέτοια λύση. Πρώτον, η απομόνωση της Κίνας, ιδιαίτερα μετά την ρήξη της με την ΕΣΣΔ στα 1960, σήμαινε ότι το περισσότερο της Κινεζικής βιομηχανίας παρέμενε τεχνολογικά καθυστερημένο. Η συσσώρευση κεφαλαίου ήταν κυρίως εκτατική, και επεκτεινόταν απλά με το χτίσιμο περισσότερων εργοστασίων και μονάδων, οι οποίες απασχολούσαν περισσότερο ή λιγότερο την ίδια τεχνολογία, η οποία είχε κληρονομηθεί από την δεκαετία του 1950. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας παρέμενε βραδυκίνητη.

Η πολιτική και συλλογική ένταξη των μεγάλων τομέων της βιομηχανικής εργατικής τάξης μέσα στο Κόμμα-Κράτος διά της μεσολάβησης του συστήματος ντανβέι ήταν ίσως ένας σημαντικός λόγος γιατί η Κίνα ήταν ικανή να αποφεύγει τα φαινόμενα ενδημικής φθοράς, τα οποία στην ΕΣΣΔ είχαν οδηγήσει σε πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ωστόσο, το σύστημα ντανβέι εξυπηρετούσε στο να εμποδίζει προσπάθειες εισαγωγής νέων εργασιακών πρακτικών που θα εντατικοποιούσαν την εργασία και θα αύξαναν το ποσοστό εκμετάλλευσης. Πολύ περισσότερο, το σύστημα ντανβέι έδινε στους εργάτες μια σταθερή συλλογική εξουσία αρνησικυρίας επί της διοίκησης των εργοστασίων τους. Στον ίδιο χρόνο οι διοικητές των εργοστασίων και οι γραμματείς του κόμματος στους χώρους εργασίας ορκίζονταν τέτοια πίστη στο ντανβέι σύστημά “τους”, όπως έκαναν στις προσταγές περί αυξανόμενης παραγωγής προερχόμενες από τα υψηλότερα επίπεδα του Κόμματος-Κράτους. Ακόμα κι αν προορίζονταν να προσλάβουν το δικό τους εργατικό δυναμικό, με εγγυήσεις ισόβιας απασχόλησης και με εθνικώς τεθειμένα μισθολογικά ποσοστά, οι διοικητές εργοστασίων δεν είχαν ούτε τα καρότα, ούτε τα μαστίγια για να ξεπεράσουν την αντίσταση σε οποιαδήποτε εντατικοποίηση της εργασίας.

Όσον αφορούσε την βιομηχανία και τις αστεακές περιοχές, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ηγεσία του ΚΚΚ, της δυνητικής αναταραχής εγειρόμενης από τους χαμηλούς μισθούς και την αστεακή ανεργία, της ανάγκης αντικατάστασης της πεπαλαιωμένης βιομηχανικής ικανότητας και της βραδυκίνητης ανάπτυξης της παραγωγικότητας της βιομηχανικής εργασίας, ήταν όλα μεσοπρόθεσμης έως μακροπρόθεσμης φύσεως. Πιο επιτακτικά ήταν τα προβλήματα που ανέκυπταν στην γεωργία, και πράγματι οι προσπάθειες απεύθυνσης σε τέτοια προβλήματα ήταν που πυροδότησαν την συνεπακόλουθη χιονοστιβάδα των φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1980.

Στην δεκαετία του 1950, ο ρόλος του ΚΚΚ και του ΛΑΣ ως αμφότεροι προστάτες από τις επιβουλές των γαιοκτημόνων και των Ιαπωνικών κατοχικών δυνάμεων και υπερασπιστές των φτωχών και καταπιεσμένων μελών των κοινοτήτων των χωριών ήταν ακόμα φρέσκος στην μνήμη της αγροτιάς της Κίνας. Σ’ εκείνον τον καιρό η εκστρατεία για κολλεκτιβοποίηση είχε εξυπηρετήσει την αναζωογόνηση της υποστήριξης ενός αυξανόμενα αστεακά επικεντρωμένου ΚΚΚ εντός των αγροτικών περιοχών. Ωστόσο, στην δεκαετία του 1970 τέτοιες μνήμες είχαν σβηστεί. Για τον αγρότη, το ΚΚΚ εμφανιζόταν στην φιγούρα του Κόμματος αφεντικού της κομμούνας που απαιτούσε εξουθενωτική δουλειά στα τοπικά κατασκευαστικά έργα ή άλλως στο πρόσχημα του φοροσυλλέκτη ή του αξιωματούχου των προμηθειών δημητριακών. Με τέτοιες διαιρέσεις μεταξύ της αγροτιάς και του Κόμματος-Κράτους, οι αγροτικές συλλογικότητες είχαν μόνο να υπηρετήσουν την ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης των αγροτών. Κατά την δεκαετία του 1970, το κράτος το έβρισκε αυξανόμενα δύσκολο να ιδιοποιηθεί κάποιο πρόσθετο προϊόν από την αγροτιά. Πράγματι, το μέγεθος των δημητριακών τα οποία προμηθεύονταν από την αγροτιά είχε μείνει στάσιμο και ακόμη είχε ξεκινήσει να μειώνεται.

Ακολουθώντας πειράματα σε ποικίλες περιοχές ανά την χώρα, στα 1980 ανακοινώθηκε ότι θεμελιακές οικονομικές μεταρρυθμίσεις της γεωργίας έμελλε να ξεκινήσουν σε μια εθνική κλίμακα. Πρώτον, αγροτικές συλλογικότητες προορίζετο να σπάσουν και το κράτος θα ετοίμαζε συμβόλαια για την αγορά των βασικών καλλιεργειών με κάθε αδιαίρετο αγροτικό νοικοκυριό. Δεύτερον, το αγροτικό νοικοκυριό θα ήταν ελεύθερο να πουλήσει οτιδήποτε αυτοί παρήγαγαν πέρα από την παραγωγή, η οποία είχε συμφωνηθεί στα συμβόλαιά τους στις τοπικές αγορές. Τρίτον, οι κομμούνες θα απαλλάσσονταν από πολλές από τις λειτουργίες τους, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών να κινητοποιούν εργασία αγγαρείας, και θα μετονομάζονταν σε αρχές κωμοπόλεων ή χωριών. Επιπρόσθετα, προκειμένου να δώσουν ένα κίνητρο για την αύξηση της παραγωγής, οι τιμές προμήθειας των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 20%.

Επί τη βάσει της βελτίωσης της γης, του πιο επαρκούς ποτίσματος και βελτιωμένων δρόμων και επικοινωνιών, οι οποίες είχαν παραχθεί από την παρελθούσα εργασία αγγαρείας που είχε κινητοποιηθεί από τις κομμούνες και από την οποία ήταν τώρα απαλλαγμένες, μαζί με κίνητρα παρεχόμενα από την αύξηση στις τιμές προμήθειας, οι αγρότες ήταν ικανοί να συγκεντρωθούν στην επέκταση της αγροτικής παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε μια ουσιώδης ανάβλυση στην αύξηση της γεωργικής εκροής. Αυτή η άμεση επιτυχία των γεωργικών μεταρρυθμίσεων εξυπηρέτησε στο χτίσιμο μιας πολιτικής στιγμής για πιο μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εισήχθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Υπήρχαν τρία κύρια επίπεδα σε αυτό το οποίο ονομάζουμε πρώτο κύμα φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που συνέβη σε αυτήν την περίοδο. Πρώτον, αρκετές ναυτικές επαρχίες και πόλεις στον νότο της Κίνας σχεδιάστηκαν ως “Ειδικές Επιχειρηματικές Ζώνες” (ΕΕΖ). Εντός αυτών των ζωνών οι περιορισμοί σε μικρού και μεσαίου μεγέθους ιδιωτικές επιχειρήσεις άρθηκαν και οι κανονισμοί επί του ξένου εμπορίου και των ανταλλαγών άρθηκαν. Δεύτερον, το κεντρικό σχέδιο ανεστάλη. Ο αριθμός των προϊόντων υποκείμενων σε κεντρικό σχεδιασμό και των τιμών μειώθηκε. Στον ίδιο χρόνο, σε αυτές τις μεγάλης-κλίμακας επιχειρήσεις, οι οποίες παρέμεναν υποκείμενες στην παραγωγή και στις τιμές, τους επετράπη να πωλούν οτιδήποτε παρήγαγαν κάτω των “αγοραίων τιμών”. Τρίτο και πιο σημαντικό, υπήρχε μια θεμελιώδης ανα-διοργάνωση της κρατικής χρηματιστικής και σχεδιασμού.

Με την βιομηχανική-γραφειοκρατική δομή, η οποία είχε αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα της προσταγής της ραγδαίας ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας, αυτά που θεωρούνταν βιομηχανίες-πυρήνες τοποθετήθηκαν εκτός του ευθέος ελέγχου της λειτουργίας του κεντρικού κράτους. Οι υπηρεσίες κεντρικού σχεδιασμού καθόρισαν ποσοστώσεις εκροών για κάθε μια από αυτές τις επιχειρήσεις σε αυτές τις βιομηχανίες-πυρήνες, και την τιμή στην οποία η εκροή ήταν να πουληθεί. Η σύσκεψη των διαχειριστών, και η συνολική διεύθυνση κάθε τέτοιας επιχείρησης επιτηρείτο από το συναφές υπουργείο ή την κρατική επιτροπή, που ήταν υπεύθυνη για την βιομηχανία ως όλον.

Ωστόσο, η ευθύνη για αυτές τις επιχειρήσεις που δεν θεωρούνταν να είναι τμήμα της καρδιάς της οικονομίας –οι οποίες είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις αναμεμειγμένες στην παραγωγή ενδιάμεσων και καταναλωτικών αγαθών- ανατέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα της Κομματικο-Κρατικής δομής. Κάθε μια από αυτές τις επιχειρήσεις ταξινομήθηκε με κριτήρια το μέγεθος και την οικονομική ή πολιτική σημασία και ο σχεδιασμός και η διεύθυνση ανατέθηκαν σε τοπικά κρατικά σώματα του αντιστοίχου διοικητικού επιπέδου. Σε πόλεις και χωριά αυτές οι επιχειρήσεις ήταν γνωστές ως αστεακές συλλογικότητες ή κο-οπερατίβες, καθώς εκείνες στις αγροτικές περιοχές έγιναν γνωστές ως Επιχειρήσεις Κωμοπόλεων και Χωριών (ΕΚΧ).

Στο παλιό σύστημα κρατικής χρηματιστικής – γνωστό ως “τρώγοντας από μια κατσαρόλα”- το χρήμα απλά ακολουθούσε το σχέδιο. Το χρήμα “έβγαινε έξω με την κουτάλα από μια κεντρική κατσαρόλα” στις διάφορες κρατικές επιτροπές και στα κρατικά υπουργεία προς χρέωση των βιομηχανιών-πυρήνων, και επίσης στις επαρχιακές κυβερνήσεις. Οι κρατικές επιτροπές και τα κρατικά υπουργεία, αφού κρατούσαν καμπόσα για να πληρώνουν τα δικά τους διοικητικά έξοδα, περνούσαν το χρήμα στις κεντρικές κρατικές βιομηχανίες με την χρέωσή[3] τους να καλύψουν τα κόστη της παραγωγής και επένδυσης, αναγκαία γι’ αυτές ώστε να πετύχουν το ποσοστό τους επί της σχεδιασμένης παραγωγής. Παρομοίως, οι επαρχιακές κυβερνήσεις περνούσαν χρηματοδοτήσεις στις επιχειρήσεις με την χρέωσή τους σύμφωνα με τα δικά τους επαρχιακά πλάνα. Μα, επίσης περνούσαν χρήμα στα κατώτερα επίπεδα της διοίκησης σε συμφωνία με τα συμφωνημένα τοπικά οικονομικά πλάνα κοκ. Αυτή η καταρροή χρηματοδοτήσεων αντισταθμιζόταν από μια προς τα πάνω ροή εσόδων, καθώς το χρήμα που λαμβανόταν από κάθε επιχείρηση ή κρατικό σώμα έπρεπε να επιστρέψει πίσω σε μια κεντρική κατσαρόλα.

Με αυτόν τον τρόπο, το χρήμα δρούσε λίγο περισσότερο από ένα μέτρο της αξίας και ως ένα μέσο κυκλοφορίας.[4] Η ροή της χρηματιστικής δεν ήταν περισσότερο από έναν συμπληρωματικό έλεγχο σε ένα σχετικά αποκεντρωμένο σχεδιαστικό σύστημα που στόχευε στην επέκταση παραγωγικού κεφαλαίου. Οι κρατικές τράπεζες υπήρχαν κύρια για να προμηθεύουν χρέωση/πίστωση (credit) ώστε να εξομαλύνουν τις διαφορετικές χρονικότητες πληρωμών και αποδείξεων πληρωμών για τις επιχειρήσεις και τα διάφορα κρατικά διοικητικά όργανα.

Το μεταρρυθμισμένο σύστημα αντικατέστησε το αξίωμα του “τρώγοντας από μια κατσαρόλα” μ’ αυτό που έγινε γνωστό ως “τρώγοντας από ξεχωριστές κουζίνες”. Τοπικά διοικητικά κρατικά σώματα και συνδεδεμένες επιχειρήσεις τώρα έπρεπε να κρατήσουν τα έσοδά τους για να πληρώνουν τα κόστη τους. Αν υπήρχε καθόλου χρήμα αφού πλήρωναν τα κόστη, ένα συμφωνημένο ποσό θα πληρωνόταν σε κεντρικά κρατικά ταμεία, καθώς το οποιοδήποτε ποσό κέρδους πάνω απ’ αυτό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με την προαίρεση των κρατικών αξιωματούχων και των διοικητών των εργοστασίων. Αναμένετο έτσι ότι το συμφωνημένο ποσό πληρωτέο στο κεντρικό κράτος συνεχώς θα αναθεωρούταν προς τα πάνω με συνεπακόλουθες συμφωνίες. Ως εκ τούτου ελπίζετο ότι οι τοπικοί κρατικοί αξιωματούχοι και οι διοικητές εργοστασίων θα είχαν αμφότεροι τα κίνητρα και την πίεση να αυξήσουν τα κέρδη και την παραγωγή των τοπικών επιχειρήσεων.

Για την ηγεσία του ΚΚΚ, το μεταρρυθμισμένο σύστημα υποσχόταν να ενθαρρύνει την επαρκή επέκταση της καταναλωτικά προσανατολισμένης βιομηχανίας, παρέχοντας περισσότερα καταναλωτικά αγαθά και αυξανόμενη απασχόληση, καθώς στον ίδιο χρόνο διασκόρπιζε την πίεση από τα κατώτερα κομματικά στελέχη για αυξανόμενα εισοδήματα επιτρέποντας τους να έχουν κάποιο χρήμα στην μπάντα. Για τους κεντρικούς σχεδιαστές, το νέο σύστημα εισήγαγε μια ελαφρύτερη και πιο ανταλλάξιμη χρηματική σχέση με τα κατώτερα κρατικά σώματα. Ανακουφίσθηκαν από το βαρύ καθήκον του επιβλέπειν λεπτομερειακά τοπικά πλάνα και αντ’ αυτού είχαν μόνο να διεξάγουν ειθισμένες διαπραγματεύσεις μοιράσματος κέρδους. Ήταν δι’ αυτό ικανοί να συγκεντρώνονται στο σχεδιάζειν την καρδιά της οικονομίας.

Ωστόσο, οι συμφωνίες μοιράσματος κέρδους αποδείχθηκαν πολύ γενναιόδωρες, και οδηγούσαν σε μια πυρετώδη επιδίωξη κέρδους από μεριάς των τοπικών κρατικών αξιωματούχων και των διοικητών εργοστασίων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα η υπόθεση στις ΕΕΖ. Η άρση των περιορισμών στο εμπόριο και τις ανταλλαγές στις ΕΕΖ είχε προτρέψει έναν επαναπατρισμό μικρών ποσοτήτων κεφαλαίου από την Κινεζική επιχειρηματική διασπορά στην Ταιβάν, στο Χονγκ Κονγκ και σε άλλα μέρη της Ανατολικής Ασίας, οδηγώντας σε μια ραγδαία ανάπτυξη στο ιδιωτικό, μικρής κλίμακας εμπόριο και βιομηχανία. Η αναδυόμενη ζήτηση από την ανάπτυξη στον ιδιωτικό τομέα, συνδυασμένη με έτοιμες παροχές εισροών από το κεντρικό κρατικό τομέα και εργασίας από τους αγρότες που είχαν χάσει από τις γεωργικές μεταρρυθμίσεις, έδωσε στους τοπικούς κρατικούς αξιωματούχους και στους διοικητές των εργοστασίων εξ ίσου τα μέσα και την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τα έκτακτα κέρδη τους για να επεκτείνουν την παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, υπήρχε μια εκρηκτική αύξηση στην παραγωγή των αστεακών συλλογικοτήτων και των ΕΚΧ, που οδηγούσε σε ένα οικονομικό μπουμ, το οποίο γρήγορα άρχισε να ξεφεύγει του ελέγχου.

Οι γενναιόδωρες συμφωνίες μοιράσματος κέρδους και εσόδων συνετέλεσαν σε μια τεράστια τρύπα στον προϋπολογισμό του κεντρικού κράτους. Συσσωρευόμενα τα κρατικά ελλείμματα, συνδυασμένα με εύκολη πίστωση, η οποία παρεχόταν από έναν μη μεταρρυθμισμένο τραπεζικό τομέα, οδήγησαν σε επιταχυνόμενο πληθωρισμό τιμών και σε ένα μικρό αλλά αυξανόμενο έλλειμα ξένου εμπορίου. Η άμεση απάντηση του κράτους σε αυτήν την αυξανόμενη πληθωριστική κρίση ήταν να επιχειρήσει να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό περικόπτοντας την επένδυση στον κεντρικό κρατικό τομέα της οικονομίας. Αυτό όχι μόνο εξοικονόμησε κρατικό χρήμα και συνέδραμε στην μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού, αλλά επίσης σήμαινε ότι οι ποσοστώσεις σχεδιασμένης παραγωγής από τις κεντρικές κρατικές βιομηχανίες θα μειώνονταν, αφήνοντάς τους να πωλούν περισσότερο από τις εκροές τους στην αγορά, επομένως μειώνοντας την αγοραία τιμή των βιομηχανικών εμπορευμάτων που πωλούνταν στους μη-κεντρικούς κρατικούς τομείς.

Ακόμη, τέτοιες έκτακτες περικοπές εξυπηρέτησαν στην εξαγορά χρόνου. Αντί να ανιχνεύουν τις μεταρρυθμίσεις, οι ρεφορμιστές εντός της ηγεσίας του ΚΚΚ ήταν ικανοί στο να χρησιμοποιούν την κρίση ώστε να πιέσουν με περαιτέρω φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να επιδιορθώσουν τις οικονομικές ανισορροπίες.

Πρώτον, προσπάθειες έγιναν ώστε να μεταρρυθμίσουν την οργάνωση των κεντρικών κρατικών επιχειρήσεων και δη να τις κάνουν πιο προσανατολισμένες στο κέρδος επιχειρήσεις. Οι εξουσίες των διοικητών εργοστασίων επί της διοίκησης των επιχειρήσεών τους αυξήθηκε. Η πολιτική παρεμβολή των κομματικών γραμματέων στην διοίκηση των επιχειρήσεων περιορίσθηκε και οι διακριτικές εξουσίες επί της παραγωγής και της επένδυσης ενισχύθηκαν από την εισαγωγή των συμφωνιών μοιράσματος κέρδους. Σε συγκεκριμένες κεντρικές κρατικές επιχειρήσεις ήταν ικανοί να απόσχουν από τις εθνικές μισθολογικές κλίμακες ώστε μπορούσαν να εισάγουν αμοιβή σχετιζόμενη με την απόδοση και οι εγγυήσεις ισόβιας απασχόλησης αντικαταστάθηκαν, τουλάχιστον τυπικά, από χρονικά περιορισμένα συμβόλαια απασχόλησης. Δεύτερον, προσπάθειες έγιναν να αντιπαλέψουν τον έλεγχο των κρατικών χρηματοδοτήσεων αντικαθιστώντας την διαδικασία διαπραγμάτευσης μοιράσματος εσόδων και κέρδους με κάθε ιδιαίτερο τοπικό κρατικό σώμα, από ένα σταθμισμένο οικουμενικό φορολογικό σύστημα, που θα επιβαλλόταν όχι ως ένα σταθερό ποσό αλλά ως αναλογίες των κερδών. Εν τέλει, το τραπεζικό σύστημα ανα-διοργανώθηκε σε πιο κεντρικοποιημένη βάση.

Στο μεγαλύτερο κομμάτι αυτές οι μεταρρυθμίσεις απέτυχαν ή εκτροχιάσθηκαν. Αρκετοί διοικητές κεντρικών κρατικών εργοστασίων χρησιμοποίησαν την νέα διακριτική ευχέρειά τους επί των εταιρικών χρηματοδοτήσεων και των ποσοστών των μισθών για να κατευνάσουν το εργατικό δυναμικό τους με το να χρησιμοποιούν έκτακτα κέρδη ώστε να χρηματοδοτούν τις μισθολογικές αυξήσεις του διοικητικού συμβουλίου και για να αποζημιώνουν τους εργάτες έναντι των αυξανόμενων πληθωριστικών τιμών. Αυτοί που δεν το ‘καναν, βρήκαν τους εαυτούς τους να αντιμετωπίζουν ένα κύμα βιομηχανικών αντιδικιών. Η εισαγωγή ενός οικουμενικού φορολογικού συστήματος συναντούσε την επιδραστική άρνηση παραχωρήσεων καμωμένων για να παράσχουν εχέγγυα σε εκείνα τα τοπικά κρατικά σώματα τα οποία πιθανά να έχαναν με το νέο σύστημα. Στο μεταξύ οι τραπεζικές μεταρρυθμίσεις αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές στο να χαλιναγωγήσουν την επέκταση της εύκολης πίστωσης.

Στο ενδιάμεσο, αυξανόμενα προβλήματα στην γεωργία απειλούσαν να παράξουν μια σοβαρή πολιτική και οικονομική κρίση. Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το ξεπέταγμα της αγροτικής παραγωγής, η οποία είχε ακολουθήσει την εισαγωγή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Οι μεταρρυθμίσεις είχαν δώσει στους αγρότες το κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή, όχι μόνο μέσω της αύξησης των τιμών προμηθειών, αλλά και μέσω του επιτρέπειν σε αυτούς να πωλούν οτιδήποτε το οποίο παρήγαγαν πάνω από αυτό το οποίο συμφωνούταν προς το κράτος σε υψηλότερες αγοραίες τιμές. Ωστόσο, καθώς οι αγρότες αύξαναν την παραγωγή για την αγορά, οι αγοραίες τιμές είχαν πέσει.

Επιπρόσθετα, παρόλο που οι μεταρρυθμίσεις είχαν δώσει στους αγρότες το κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή, λίγα είχαν κάνει στο να αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα της γεωργίας της Κίνας. Πράγματι, αν μη τι άλλο την είχαν ζημιώσει. Πρώτον, με την τάση να επεκτείνουν τις βιομηχανίες υπαίθρου, οι αρχές των κωμοπόλεων και των χωριών λίγα είχαν κάνει για την διατήρηση των δρόμων και των αρδευτικών έργων που είχαν κατασκευασθεί στην προτού των μεταρρυθμίσεων περίοδο, που σε αρκετές περιοχές ήταν ζωτικές στην διατήρηση της παραγωγικότητας της γεωργίας. Δεύτερον, το σπάσιμο των συλλογικοτήτων σήμαινε ότι τα πλεονεκτήματα της εκμηχάνισης και των συγχρόνων μεθόδων γεωργίας εξαρτώμενα στην μεγάλη κλίμακας συλλογική γεωργία είχαν χαθεί.

Προσπάθειες να αυξήσουν τις τιμές προμήθειας ώστε να τονώσουν μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή εξυπηρέτησαν μόνο να παροξύνουν τα προβλήματα που προκαλούνταν από τον πληθωρισμό στις αστεακές περιοχές. Είτε το κράτος έπρεπε να επιδοτεί τα τρόφιμα, οπότε το κρατικό έλλειμμα θα διογκωνόταν βαθύτερα, ή αλλού οι τιμές των τροφίμων θα έπρεπε να αυξηθούν, απ’ όπου αναφλέγετο η αυξανόμενη αναταραχή μεταξύ της αστεακής εργατικής τάξης που ήδη πιεζόταν από την αυξανόμενη τιμή των αναγκαίων.

Ήδη κατά τέλη της δεκαετίας του 1980 τα αυξανόμενα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα είχαν οδηγήσει σε επιβράδυνση στην στιγμή της φιλελεύθερης μεταρρύθμισης, και πράγματι, σε κάποιες περιστάσεις είχε απαιτηθεί μια επαναφορά σε ποιο ευθείες μεθόδους οικονομικού ελέγχου. Ακολουθώντας τα γεγονότα στην Πλατεία Τιενανμέν τον Ιούνιο του 1989, ο Zhao Ziyang –ο οποίος ήτο o επικεφαλής υποστηρικτής των μεταρρυθμίσεων- καθαιρέθηκε από το αξίωμα και η μεταρρυθμιστική διαδικασία επιφέρθηκε σε μια απότομη παύση.


[1] Το ερώτημα του σε τι έκταση οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εισήχθησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν ένα αποτέλεσμα του καθαρού σχεδίου από μεριάς του Deng Xiaoping ή της ακούσιας έκβασης των ενδο-κομματικών αγώνων, είναι εκτός του σκοπού αυτού του άρθρου.

[2] Στα 1978 υπολογίσθηκε ότι 150 εκατομμύρια Κινέζοι αγρότες ακόμη υπέφεραν από περιοδική πείνα.

[3] Στην σοσιαλιστική ορολογία η λέξη χρέωση (charge) δεν σημαίνει την δανειστική χρέωση (credit), αλλά την ανάθεση ενός καθήκοντος, ευθύνης, έργου.

[4] Το χρήμα, όπως λέει ο Σέυ, γινόταν ο βολικός πράκτορας.


-Στο ξύπνημα της Τιενανμέν

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980 έδειχναν να έχουν προσεγγίσει ένα ανυπέρβλητο αδιέξοδο. Πράγματι, από την οπτική πολλών της παλιάς φρουράς στην ηγεσία του ΚΚΚ αυτές προφανώς αντιμετωπίζονταν ως καταστροφική αποτυχία. Σίγουρα ήταν αληθές ότι οι μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια, είχαν αυξήσει τα εισοδήματα εκατομμυρίων αγροτών και πολλών εργατών, καθώς ακόμη και ότι λίγοι κρατικοί αξιωματούχοι είχαν κάνει περιουσίες. Η ανάπτυξη των αστεακών συλλογικοτήτων και κο-οπερατίβων, καθώς και των ΕΚΧ είχε συνδράμει στην επιδιόρθωση της ανισορροπίας μεταξύ βαριάς και ελαφράς βιομηχανίας.

Ωστόσο, ύστερα από μια δεκαετή έλλειψη ανάπτυξης, η βαριά βιομηχανία εντός του κρατικού τομέα ήταν τώρα σε μια πολύ πιο ξεχαρβαλωμένη συνθήκη. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις είχαν συντελέσει στην δημιουργία της ίδιας της κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης, την οποία είχαν σκοπό να αποτρέψουν.

Δέκα χρόνια πριν, αρκετοί Δυτικοί παρατηρητές είχαν χειροκροτήσει την πρώιμη επιτυχία των Κινεζικών μεταρρυθμίσεων, και επιχειρηματολογούσαν ότι έδειξαν πόσο εύκολο ήταν για την προστακτική οικονομία να κάνει την μετάβαση σε μια “ελεύθερη οικονομία της αγοράς”. Τώρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, για αρκετούς Δυτικούς παρατηρητές, η Κινεζική εμπειρία, ακολουθώντας την μοίρα παρόμοιων μεταρρυθμίσεων στην Ανατολική Ευρώπη, έδειχνε μόνο να επιβεβαιώνει την άποψη ότι προσπάθειες να γίνει μια σταδιακή μετάβαση σε μια “ελεύθερη οικονομία της αγοράς” μέσω ενός σταδίου “αγοραίου σοσιαλισμού” αναπόδραστα θα κατέληγαν σε αποτυχία. Πράγματι, για εκείνους, οι οποίοι γύρευαν να πείσουν τον Γιέλτσιν να ανοίξει στην Ρωσία μια ελεύθερη αγορά ελεύθερη για όλους, οι αποτυχημένες μεταρρυθμίσεις της Κίνας υπογράμμιζαν την υπόθεση ότι δεν υπήρχε επιλογή αλλά μια bing bang προσέγγιση σε μια τέτοια μετάβαση σε μια “οικονομία της ελεύθερης αγοράς”.

Πώς έγινε λοιπόν, και οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980, οι οποίες αρχικά είχαν επιτύχει τόσο πολύ, κατέληξαν σε ένα τέτοιο αδιέξοδο;

Όπως πολλές ακαδημαϊκές έρευνες έχουν επιχειρηματολογήσει, ένας από τους κρίσιμους παράγοντες στην πρώιμη επιτυχία των μεταρρυθμίσεων ήταν η αποκεντρωμένη δομή του Κινεζικού Κόμματος-Κράτους, αν συγκριθεί με άλλα κρατικά καπιταλιστικά συστήματα. Όπως επιχειρηματολογούν, αυτό διευκόλυνε την μεταμόρφωση των τοπικών κρατικών αξιωματούχων σε αυτό που μπορούμε να ορολογήσουμε ως “επιχειρηματικοί γραφειοκράτες” ή ίσως ακόμα καλύτερα “κόκκινοι καπιταλιστές”. Πράγματι, πολλές αστεακές συλλογικότητες και κο-οπερατίβες, και επί του πρακτέου πολλές ΕΚΧ έγιναν αποτελεσματικά ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό την εκ των πραγμάτων ιδιωτική κυριότητα των οδηγούμενων από το κέρδος κρατικών διευθυντών. Στον ίδιο χρόνο, αρκετοί από τους νεόκοπα αναδυόμενους ιδιωτικούς καπιταλιστές, σε μια πρακτική γνωστή ως “κόκκινη κάλυψη”, απέκτησαν δημόσιο κύρος για τις επιχειρήσεις τους προκειμένου να κερδίσουν κανονιστικά προνόμια. Πράγματι, η διάκριση μεταξύ και δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας γινόταν αυξανόμενα θολή.

Επιπρόσθετα, παρόλο που λίγοι ήταν απόγονοι των παλιών καπιταλιστικών οικογενειών, η πλειονότητα των νέων ιδιωτικών καπιταλιστών, οι οποίοι αναδύθηκαν στις ΕΕΣ, ήταν πρώην αξιωματούχοι του Κόμματος-Κράτους, οι οποίοι ήταν ικανοί να στήνουν επιχειρήσεις λόγω της πρόσβασής τους σε δημόσιες χρηματοδοτήσεις και των συνδέσεών τους με την γραφειοκρατία του Κόμματος-Κράτους. Πράγματι, κρίσιμο στην επιτυχία ή αποτυχία κάθε επιχειρηματικού εγχειρήματος ήταν οι συνδέσεις, τις οποίες ο επιχειρηματίας μπορούσε να εγκαθιδρύσει με τους σε κατάλληλο βαθμό αξιωματούχους του Κόμματος-Κράτους στην τοπικότητα, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την επίβλεψη και ρύθμιση του μεγέθους και του τύπου της επιχείρησής του. Τέτοιες συνδέσεις δεν παρείχαν στον επιχειρηματία μόνο προστασία από ενάντιες αλλαγές στην πολιτική, αλλά επίσης, σε μια οικονομία εισέτι κυριαρχούμενη από το κράτος, πρόσβαση σε σημαντικές επιχειρηματικές ευκαιρίες και πλεονεκτήματα.

Εν απουσία ενός καλά-προσδιορισμένου εμπορικού δικαίου και ενός “αμερόληπτου” νομικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει συμβόλαια, και με επιχειρησιακούς κανονισμούς ευρέως εξαρτώμενους στην ευχέρεια των τοπικών αξιωματούχων του Κόμματος-Κράτους, η αμοιβαία εμπιστοσύνη, αναγκαία για επιχειρηματικές συμφωνίες, χτιζόταν γύρω από το παραδοσιακό σύστημα των δια-προσωπικών συνδέσεων γνωστό ως κουάνξι1. Το κουάνξι δέσμευε τα άτομα από κοινού σε κοινωνικά δίκτυα βασισμένα στον αμοιβαίο σεβασμό, υποχρέωση και τιμή, τα οποία επικυρώνονταν μέσω αυστηρής τήρησης τελετουργικοποιημένων πρωτοκόλλων. Με το να περιορίζεις τις επιχειρηματικές συμφωνίες με τα μέσα των προσίδιων δικτύων κουάνξι, οι επιχειρηματίες, είτε δημόσιοι, είτε ιδιωτικοί, μπορούσαν εύλογα να είναι σίγουροι ότι τα συμβόλαια θα τηρούνταν και οποιεσδήποτε μη κανονικότητες δεν θα αναφέροντο στην αστυνομία ή σε άλλες αρχές.

Ως αποτέλεσμα, η καπιταλιστική τάξη, η οποία αναδύθηκε με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980, ήτο εγκλωβισμένη εντός του μάτριξ του Κόμματος-Κράτους και δεσμευμένη στην κρατική γραφειοκρατία μέσω στενών επιχειρηματικών και κουάνξι συνδέσεων. Αυτή η νεόκοπα αναδυθείσα τάξη, γι' αυτό, είχε ισχυρά προστατευόμενα συμφέροντα στην υπεράσπιση του πολιτικού status quo του εξουσιαστικού μονοκομματικού κράτους.

Απ' αυτό, φιλελεύθεροι ακαδημαϊκοί παρατηρητές συμπέραναν ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980, πολύ μακριά από το να οδηγήσουν σε μια Δυτικού τύπου κοινωνία “ελεύθερης αγοράς”, κατέληξαν με την δημιουργία ενός υβριδικού συστήματος, το οποίο τελικά ήταν ένα αδιέξοδο.2 Γι' αυτούς συντομότερα ή αργότερα, οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις έπρεπε να συνοδεύονται από πολιτική μεταρρύθμιση.

Η “οικονομία της ελεύθερης αγοράς” προϋπέθετε “δικαιοκρατική αρχή” και προστασία από την αυθαίρετη διακυβέρνηση, ξεκάθαρα δικαιώματα στην ιδιωτική περιουσία, και ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο θα έδινε στα μπουρζουάδικα άτομα και στις επιχειρήσεις ισότιμη πρόσβαση στο να επηρεάζουν την κυβερνητική πολιτική –υποκείμενη μόνο στα βάθη της τσέπης τους φυσικά. Όμως, η νεόκοπα αναδυόμενη κόκκινη μπουρζουαζία της Κίνας, η οποία είχε αναδυθεί από τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980, μπλόκαρε κάθε κίνηση προς πολιτικές μεταρρυθμίσεις αναγκαίες για φιλελεύθερη δημοκρατία. Άνευ πολιτικής μεταρρύθμισης, αυτοί οι φιλελεύθεροι ακαδημαϊκοί επέμεναν, δεν θα μπορούσε να υπάρχει περαιτέρω κίνηση σε “οικονομία ελεύθερης αγοράς”, και χωρίς “οικονομία ελεύθερης αγοράς” θα μπορούσε να υπάρχει λίγη ή όχι περαιτέρω οικονομική πρόοδος.

Ωστόσο, όπως θα δούμε, εξ ίσου η συνεχιζόμενη κυριαρχία του μονοκομματικού κράτους, και η συνεκτικότητα και αποκλειστικότητα της κόκκινης μπουρζουαζίας της Κίνας επρόκειτο να παίξουν έναν κεντρικό ρόλο στην οικονομική μεταμόρφωση που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1990.


-Το Δεύτερο Κύμα Μεταρρυθμίσεων

Με εκ των υστέρων γνώση, τα γεγονότα της Πλατείας Τιενανμέν, προκύψαντα εν τω μέσω της αποσύνθεσης του Ανατολικού Μπλοκ, παρείχαν το σοκ που επέτρεψε στην ηγεσία του ΚΚΚ να επανεπιβεβαιώσει κεντρικό έλεγχο επί της δομής του Κόμματος-Κράτους, που είχε χαλαρώσει από το πρώτο κύμα μεταρρυθμίσεων. Ο φόβος ότι το Κόμμα-Κράτος μπορεί να πήγαινε στον ίδιο δρόμο, όπως εκείνα στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να πεισθούν χαμηλότερου βαθμού γραφειοκράτες να καθυποτάξουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στα συμφέροντα του καθεστώτος ως όλο. Η ηγεσία του ΚΚΚ ήταν επομένως ικανή να αντιπαλέψει να ελέγξει την διανομή του κρατικού προϋπολογισμού και να επανεπιβάλλει χρηματική και οικονομική σταθερότητα.

Ακολούθησε μια περιοδεία στις ΕΕΖ στην Νότια Κίνα το καλοκαίρι του 1992, και ο Deng Xiaoping ένιωσε αρκετά σίγουρος για να ανακοινώσει μια ανανεωμένη προσπάθεια μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, καθώς αρχικά το κύριο στοιχείο του νέου κύματος μεταρρυθμίσεων ήταν απλά το επεκτείνειν τις ΕΕΖ σε περισσότερες πόλεις και περιφέρειες, το νέο κύμα μεταρρυθμίσεων είχε να κάνει με το να πάρει μια διακριτά νέα κατεύθυνση, η οποία έγινε εφικτή από γεγονότα, τα οποία συνέβησαν εκτός της Κίνας.

Ως αποτέλεσμα της οξείας υπερτίμησης του γιεν ως προς το δολάριο των ΗΠΑ, η οποία ακολούθησε την Συμφωνία Plazza του 1985, οι Ιαπωνικές εξαγωγές άρχισαν να επανατοποθετούν παραγωγικές διαδικασίες μεγαλύτερης έντασης εργασίας σε εκείνες τις γειτονικές χώρες στις Ανατολικοασιατικές οικονομίες, οι οποίες είχαν επαρκείς παροχές φθηνής και ελαστικής εργασιακής δύναμης και των οποίων τα νομίσματα ήταν κολλημένα στο δολάριο των ΗΠΑ. Αρχικά, το Ιαπωνικό κεφάλαιο κατέκλυσε στην Ταϊβάν και την Νότια Κορέα, αλλά τότε, καθώς οι μισθοί άρχισαν να αυξάνουν, οι επενδύσεις άρχισαν να κατακλύζουν σε αυτό, το οποίο επρόκειτο να γίνει γνωστό ως οι Τίγρεις της Ανατολικής Ασίας.3 Αυτό οδήγησε στο Ανατολικοασιατικό μπουμ, το οποίο πυροδοτήθηκε επιπρόσθετα από Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές επενδύσεις κεφαλαίου, οι οποίες θα τους ενδυνάμωναν να ξεπεράσουν την δική τους οχυρωμένη εργατική τάξη.

Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το αλλοδαπό κεφάλαιο είχε ξεκινήσει να βλέπει τα αχανή δυνητικά κέρδη, τα οποία θα μπορούσε να βγάλει, εάν αποκτούσε πρόσβαση στην φθηνή και ευέλικτη εργασιακή δύναμη της Κίνας. Πράγματι, η Κίνα δεν είχε απλά μια αχανή δεξαμενή φθηνής και ευέλικτης εργασιακής δύναμης, συχνά ήδη μετατραπείσα σε μισθωτή εργασία, αλλά, ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης εξ ίσου στην Μαοϊκή περίοδο και μέσω του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων, είχε το πλεονέκτημα επί των Ανατολικοασιατικών οικονομιών, διαθέτοντας μια σχετικά αναπτυγμένη και πλατιά βιομηχανική βάση που μπορούσε να παρέχει ζωτικές τοπικές εισροές και υπηρεσίες. Η Κίνα επίσης είχε μια σχετικά αναπτυγμένη κοινωνική και οικονομική υποδομή υποστήριξης της βιομηχανικής παραγωγής.

Ωστόσο, δοθέντος του εσώκλειστου και αποκλειστικού επιχειρηματικού κόσμου της Κίνας στενά δεμένου στις Κομματικο-Κρατικές δομές, το αλλοδαπό κεφάλαιο είχε λίγες επιλογές, αν επρόκειτο να κερδίσει πρόσβαση στο τεράστιο δυνητικό κέρδος, το οποίο προσφερόταν από τα αχανή αποθέματα φθηνής και ευέλικτης εργασιακής δύναμης της Κίνας, (όμως είχε επιλογές) στο να κάνει συμφωνίες με το Κινεζικό κράτος. Πράγματι, το Κινεζικό κράτος βρήκε το εαυτό του σε μια ισχυρή διαπραγματευτική θέση, ακόμα και με τις μείζονες πολυεθνικές επιχειρήσεις, και ήταν αρκετά προετοιμασμένο, ώστε να επιβάλλει όρους.

Επί το πλείστον, στο αλλοδαπό κεφάλαιο επιτρεπόταν να έχει πρόσβαση στην Κίνα, αν έπαιρνε την μορφή της ευθείας επένδυσης σε πραγματικό παραγωγικό κεφάλαιο: που είναι οι συγκεκριμένες μορφές μονάδων, μηχανουργίας και εργοστασίων. Για τις μεγάλης-κλίμακας επενδύσεις αυτό συνήθως έπαιρνε την οργανωτική μορφή των κοινών εγχειρημάτων μεταξύ μιας κρατικά-ανηκόμενης επιχείρησης και μιας πολυεθνικής εταιρείας, στην οποία το κράτος συνήθως επιφυλάσσει ένα ελεγκτικό ενδιαφέρον. Σε τέτοια κοινά εγχειρήματα η πολυεθνική επρόκειτο να παράσχει την ανεπτυγμένη τεχνολογία ενσωματωμένη σε σύγχρονες μονάδες και μηχανουργία, και την τεχνική τεχνο-γνωσία και τις διαχειριστικές δεξιότητες, ώστε να χρησιμοποιηθεί. Η πολυεθνική επιχείρηση συνήθως επρόκειτο να παράσχει το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις και τα δίκτυα διανομής αναγκαία για να πουλήσεις τα παραγόμενα στις παγκόσμιες αγορές εμπορεύματα.

Προς αντιπαροχή, το Κινεζικό κράτος παρέχει την κοινωνική και οικονομική υποδομή –που είναι τα καταλύματα των εργατών, δρόμοι και δίκτυα επικοινωνιών κλπ. -και φυσικά φθηνή και ευέλικτη εργασιακή δύναμη που συχνά αγοράζεται μέσω κρατικών γραφείων απασχόλησης από το εσωτερικό της Κίνας. Μετά, τα κέρδη σε αυτά τα κοινά εγχειρήματα τότε μοιράζονταν μεταξύ του κράτους και της πολυεθνικής εταιρείας.

Μέχρι και τα 1992 το περισσότερο της αλλοδαπής επένδυσης στην Κίνα ήταν σε μικρής ή μεσαίας κλίμακας επενδύσεις προερχόμενες από το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και σε λιγότερο εύρος από την Ιαπωνία. Ωστόσο, με την νέα βολική στάση, η οποία ακολούθησε την Νότια περιοδεία του Deng, μεγάλης-κλίμακας επενδύσεις άρχισαν να κατακλύζουν πολύ περισσότερα από ένα πεδία. Ως αποτέλεσμα, η ευθεία αλλοδαπή επένδυση εκτοξεύθηκε από λίγο περισσότερο από 1 δις δολάρια ΗΠΑ σε περισσότερα από 50 δις δολάρια ΗΠΑ σε έναν χρόνο στα 1994. Αυτό το παλιρροϊκό κύμα αλλοδαπής ευθείας επένδυσης έδειξε την ραγδαία ανάπτυξη της εξαγωγικά-προσανατολισμένης μεταποιητικής βιομηχανίας, που είχε γίνει ο καθοδηγητικός βιομηχανικός τομέας της συσπείρωσης κεφαλαίου στην Κίνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ωστόσο, αυτή η πλημμυρίδα αλλοδαπής ευθείας επένδυσης επίσης είχε περισσότερες μη διαμεσολαβημένες επωφελείς επιδράσεις για το Κινεζικό κράτος. Πρώτον, καθώς τα κέρδη από τα κοινά εγχειρήματα άρχισαν να μπαίνουν στα κρατικά κοφίνια, το κράτος είχε καταστεί ικανό να γεμίζει την τρύπα στο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Δεύτερον, καθώς οι εξαγωγές αυξάνονταν, ως αποτέλεσμα αυτής της αλλοδαπής ευθείας επένδυσης, το έλλειμμα αλλοδαπού εμπορίου της Κίνας μετετράπη σε εμπορικό πλεόνασμα. Αυτό το πλεόνασμα είχε παράσχει το κράτος με αποθέματα αλλοδαπού νομίσματος, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αγορά φαγητού στην παγκόσμια αγορά, όταν ήταν αναγκαίο λόγω των κακών σοδειών στην Κίνα. Τρίτον, με το να δημιουργείς απασχόληση και με το να εξαπλώνεις επιχειρηματικές πρακτικές σε υψηλότερα κλιμάκια της κρατικής γραφειοκρατίας, τα κοινά εγχειρήματα επρόκειτο να δημιουργήσουν πιο βολικές συνθήκες για την ανασυγκρότηση των αυξανόμενα ξεχαρβαλωμένων βιομηχανιών, οι οποίες ακόμα ανήκαν στο, και διευθύνονταν από το κεντρικό κράτος.


-Ανασυγκροτώντας τις κεντρικές κρατικές βιομηχανίες

Όπως έχουμε δει, το πρώτο κύμα μεταρρυθμίσεων στην δεκαετία του 1980, είχε επικεντρώσει σε μικρής και μεσαίας κλίμακας βιομηχανία και γεωργία. Καθώς αστεακές συλλογικότητες, ΕΚΧ, και ιδιωτικό εμπόριο και βιομηχανία επεκτείνονταν, η μεγάλη βαριάς-κλίμακας βιομηχανία κληρονομημένη από την Μαοϊκή περίοδο είχε ξεμείνει από επενδύσεις και είχε αφεθεί σε παρακμή. Τώρα, με το δεύτερο κύμα μεταρρυθμίσεων, η προσοχή εστράφη σε αυτό τον αγνοημένο κρατικό τομέα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το σύστημα ευθέος κρατικού σχεδιασμού μέσω επιβολής ποσοστών παραγωγής και μέσω επίσημης κρατικής τιμολόγησης ήταν σε αφασία και οι κινήσεις του προσδίδειν στους διευθυντές εργοστασίων περισσότερη αυτονομία χρηματοδοτήσεων, η οποία είχε πιλοτικά εισαχθεί στην δεκαετία του 1980, επεκτείνονταν στον κεντρικό κρατικό τομέα. Τότε, στο 15ο Συνέδριο του Κόμματος στα 1997, μια συνολική ανασυγκρότηση του κεντρικού κρατικού τομέα ανακοινώθηκε, που στόχευε να μεταμορφώσει ό,τι ήταν τώρα γνωστό ως κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις (ΚΑΕ) σε αποκλειστικά προσανατολισμένες στο κέρδος εταιρείες.

Το πρώτο βήμα στο πρόγραμμα ανασυγκρότησης ήταν η ιδιωτικοποίηση των μικρότερα ΚΑΕ, κυρίως στην μορφή των εξαγορών της διοίκησης ή των εργατών. Το επόμενο βήμα ήταν να μεταμορφώσεις τις εναπομείνασες ΚΑΕ σε πιο Δυτικού-στυλ ανώνυμες εταιρείες. Ωστόσο, παρόλο που κάποιες μετοχές πουλήθηκαν σε ιδιώτες επενδυτές στην νεόκοπα ιδρυθείσα χρηματιστηριακή αγορά της Κίνας, η πλατιά πλειοψηφία των μετοχών ήταν “μη πωλήσιμες” και συνήθως κατέχονταν από διάφορα κρατικά σώματα. Ως αποτέλεσμα, το Κινεζικό κράτος είχε επί του πρακτέου μεταμορφωθεί σε μια αχανή μετοχική εταιρεία που είχε την πλειοψηφία των μετοχών στις περισσότερες μεγάλης-κλίμακας επιχειρήσεις.

Μέσω του χωρισμού ιδιοκτησίας και διοίκησης μέσα στις γραμμές των Δυτικών εταιρειών, αυτές οι οργανωτικές μεταρρυθμίσεις είχαν καταστήσει πολύ ευκολότερο να εγκαθιδρύσεις κοινά εγχειρήματα με το αλλοδαπό κεφάλαιο. Ωστόσο, είχαν επίσης στρώσει τον δρόμο για το τρίτο βήμα της διαδικασίας της εταιρικοποίησης, το οποίο εμπλέκει την μεταμόρφωση των ΕΚΧ σε αποκλειστικά προσανατολισμένους στο κέρδος οργανισμούς. Κεντρική σε αυτήν την μεταμόρφωση ήταν η μεταφορά των κοινωνικών λειτουργιών των ΕΚΧ σε κρατικές αρχές, η οποία είχε σημάνει την αποδιάρθρωση του ντανβέι συστήματος και μ' αυτό μια ευθεία επίθεση στην οχυρωμένη θέση του μεγαλύτερου κομματιού της Κινεζικής εργατικής τάξης. Αυτό το τρίτο βήμα της ανασυγκρότησης των ΕΚΧ ήταν και το πιο δύσκολο και επί μακρόν παρατεινόμενο, όπως θα δούμε με πιο πολλές λεπτομέρειες στο Τμήμα Δεύτερο.


-Εμπορική φιλελευθεροποίηση και είσοδος στον ΠΟΕ

Καθώς αυτό το φιλόδοξο πλάνο για την ανασυγκρότηση του κεντρικού κρατικού τομέα ανακοινωνόταν, η Κίνα χτυπιόταν από τον οικονομικό τυφώνα που σάρωνε την Ανατολική Ασία. Όπως έχουμε δει, η Κίνα είχε ριχθεί στο Ανατολικοσιατικό οικονομικό μπουμ που είχε επιφερθεί μέσω της επανατοποθέτησης της συσσώρευσης κεφαλαίου από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπό την πίεση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, οι Ανατολικοασιατικές Τίγρεις είχαν χαλαρώσει τους ελέγχους κεφαλαίων ώστε να επιτρέψουν την εισροή δανείσιμου/πιστωτικού κεφαλαίου. Καθώς οι Δυτικές τράπεζες και τα επενδυτικά ταμεία έβλεπαν τις τεράστιες επιστροφές που μπορούσαν να γίνουν στις “οικονομίες θαύμα” της Ανατολικής Ασίας, έσπευσαν να δανείσουν χρηματοκεφάλαιο σε Ανατολικοασιατικές τράπεζες και εταιρείες, και να αγοράσουν μετοχές σε Ανατολικοασιατικά εγχειρήματα. Αρχικά, αυτή η πλημμυρίς αλλοδαπού χρηματοκεφαλαίου συνέβαλε στο να επιταχυνθεί η συσπείρωση πραγματικού κεφαλαίου στις Ανατολικοασιατικές Τίγρεις.

Ωστόσο, καθώς περικοπές εργασίας και άλλα κωλύματα άρχισαν να επιβραδύνουν το ποσοστό της πραγματικής συσσώρευσης, τέτοιες επενδύσεις έγιναν αυξανόμενα θεωρησιακές/ριψοκίνδυνες. Τότε στα 1997 ξεκίνησε να γίνεται καθαρό ότι τα προοπτικά κέρδη επί των οποίων αυτές οι θεωρησιακές επενδύσεις είχαν γίνει, μάλλον δεν θα υλοποιούνταν. Το αλλοδαπό χρηματοκεφάλαιο έσπευσε για εξόδους. Καθώς έσπευσαν να μετατρέψουν τα επενδυτικά κεφάλαιά τους πίσω σε δολάρια ΗΠΑ, τα εθνικά νομίσματα των Ανατολικοασιατικών Τίγρεων δεν μπορούσαν πια να διατηρήσουν το δέσιμό τους σε δολάρια ΗΠΑ, και κατέρρευσαν μία προς μία.

Έχοντας δανεισθεί σε δολάρια ΗΠΑ και με κέρδη και επιστροφές στα δικά τους νομίσματα, πολλές τράπεζες και εταιρείες στις ταλαιπωρημένες Ανατολικοασιατικές οικονομίες τώρα δεν ήταν σε θέση να συναντήσουν τους χρεωστικούς οργανισμούς τους και είτε χρεοκόπησαν είτε εθνικοποιήθηκαν. Ως αποτέλεσμα, σε κάτι λιγότερο από δεκαοκτώ μήνες δεκάδες εκατομμυρίων Ανατολικοασιατών εργατών απολύθηκαν και βυθίστηκαν σε απόλυτη εξαθλίωση.

Ο πανικός που ξέσπασε από την Ανατολικοασιατική κρίση εξαπλώθηκε γρήγορα γύρω στον κόσμο, καθώς το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο πήρε τρομάρα σε επενδύσεις σε αυτό το οποίο καλείτο “νεόκοπα αναδυόμενες οικονομίες αγοράς”, προκαλώντας σοβαρές χρηματιστικές κρίσεις σε Νότια Αμερική και Ρωσία. Ωστόσο, παρόλο που είχε στενές συνδέσεις στην συσσώρευση κεφαλαίου στις Ανατολικοασιατικές Τίγρεις, η Κίνα ήταν ικανή να εξέλθει της οικονομικής καταιγίδας χωρίς τόσο μεγάλο πρόβλημα. Ο κύριος λόγος γι' αυτό ήταν ότι το κράτος συνέχιζε τον ελέγχό του στην οικονομία. Επειδή το Κινεζικό κράτος ήταν ικανό στο να επιμείνει το αλλοδαπό κεφάλαιο να είναι δεμένο σε επενδύσεις σε πραγματικό παραγωγικό κεφάλαιο βασισμένο στην Κίνα, και επειδή οι Κινεζικές αρχές επέμεναν στο να διατηρούν σφιχτούς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίου εντός και εκτός της χώρας, οι αλλοδαποί καπιταλιστές δεν ήταν σε θέση να ρευστοποιήσουν τις επενδύσεις τους και να πάνε προς τις πόρτες όταν χτύπησε ο χρηματιστικός πανικός. Το Κινεζικό κράτος ήταν γι' αυτό ικανό να συγκρατήσει τον χρηματιστικό πανικό συντελεσθέντα από την Ανατολικοασιατική κρίση, και να εμποδίσει το οικονομικό λιώσιμο.

Έχοντας κάψει τα δάκτυλά τους με επενδύσεις σε “νεόκοπα αναδυόμενες οικονομίες αγοράς”, οι διεθνείς επενδυτές τώρα έστρεψαν την προσοχή τους στο dot.com μπουμ στις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η αλλοδαπή επένδυση εντός Κίνας ξεκίνησε να παρακμάζει ως άμεσο επακόλουθο της Ανατολικοασιατικής κρίσης. Αυτό απείλησε να φέρει μια παύση στην στρατηγική της Κίνας περί εξαγωγικά-οδηγούμενης συσσώρευσης κεφαλαίου. Σε απάντηση σε αυτό η ηγεσία του ΚΚΚ αποφάσισε να κάνει το αμετάκλητο βήμα στην ένταξή της στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου με το να συμμετάσχει στον ΠΟΕ, ακόμα κι αν σήμαινε ότι αποδέχεται μάλλον βαρείς όρους αποδοχής.

Κατόπιν παρατεταμένων διαπραγματεύσεων η Κίνα εντάχθηκε στον ΠΟΕ στα τέλη του 2001. Σε μια πενταετή μεταβατική περίοδο απαιτήθηκε από την Κίνα να ανοίξει την οικονομία της, τουλάχιστον τυπικά, στον αλλοδαπό ανταγωνισμό. Ως αποτέλεσμα, δασμοί στα εισαγόμενα εμπορεύματα περικόπηκαν από ένα μέσο όρο περισσότερο του 40% μόνο σε ένα 6%, το χαμηλότερο οποιασδήποτε μείζονος “αναπτυσσόμενης” οικονομίας στον κόσμο, καθώς οι εξαγωγικές επιχορηγήσεις επίσης καταργήθηκαν. Ωστόσο, καθώς τέτοια οικονομική φιλελευθεροποίηση προκάλεσε προβλήματα, ιδιαίτερα για την υποανάπτυκτη γεωργία της Κίνας, η ένταξη στον ΠΟΕ συνέβαλε στο να περιορίσει τις προστατευτικές κινήσεις, ιδιαίτερα από την μεριά των ΗΠΑ, εναντίον των εξαγωγών της Κίνας.

Επιπρόσθετα, η ένταξη στον ΠΟΕ έκανε πολλά στο να επανεπιβεβαιώσει στους αλλοδαπούς επενδυτές ότι το ΚΚΚ ήταν αμετάκλητα αφοσιωμένο στην ένταξή του στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Πράγματι, ακολουθώντας την dot.com συντριβή, το αλλοδαπό κεφάλαιο είχε διαχυθεί στην Κίνα τροφοδοτώντας την εξαγωγικά-οδηγούμενη ανάπτυξη. Επί του πρακτέου, η Κίνα στα 2004 έγινε ο παγκόσμια μεγαλύτερος αποδοχέας αλλοδαπής ευθείας επένδυσης.

Στο Τμήμα Δεύτερο θα αναλογισθούμε με πιο πολλές λεπτομέρειες την ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου και τι επιπτώσεις αυτό μπορεί να έχει στο μέλλον. Τώρα θα κάνουμε λίγες ευσύνοπτες παρατηρήσεις συνοψίζοντας την ανάλυσή μας για την οικονομική μεταμόρφωση της Κίνας.


-Τί είναι η Κίνα και πού πηγαίνει;

Όπως έχουμε επισημάνει, η κυρίαρχη μπουρζουάδικη άποψη για την Κίνα είναι ότι είναι σε μια σταδιακή μετάβαση σε μια “οικονομία ελεύθερης αγοράς”. Ακόμη, για τους φαβιανούς νεο-φιλελεύθερους μας, αυτή η μετάβαση δεν έχει μόνο οδηγήσει σε οικονομική ευημερία, αλλά επίσης επιφυλάσσει την υπόσχεση δημοκρατίας. Γι' αυτούς η “ελεύθερη αγορά” αναγκαία οδηγεί σε μια Δυτικού-στυλ φιλελεύθερη μπουρζουάδικη δημοκρατία. Ωστόσο, εκείνοι οι Δυτικοί επιχειρηματίες, οι οποίοι είναι κλειδωμένοι εκτός του κλειστού επιχειρηματικού κόσμου της Κίνας, και προσβλέπουν σε δημοκρατικές αλλαγές, ώστε να τους δώσουν μια πιο “ισότιμη και δίκαιη” πρόσβαση στα τεράστια κέρδη, τα οποία μπορούν να γίνουν στην Κίνα, είναι πολύ λιγότερο αισιόδοξοι για την υποτιθέμενη μετάβαση της Κίνας σε μια “οικονομία ελεύθερης αγοράς”.

Όπως αρκετοί “bing bang” νεο-φιλελεύθεροι σημειώνουν, η Κίνα έχει διέλθει οικονομικών μεταρρυθμίσεων για περισσότερο από 25 χρόνια αλλά από πολλές απόψεις δεν είναι εγγύτερα στα ιδεώδη της Δυτικής μπουρζουάδικης δημοκρατίας. Αυτοί οδύρονται για την συνεχιζόμενη κυριαρχία του κράτους που ακόμα κατέχει πάνω από το μισό της οικονομίας. Πράγματι σημειώνουν ότι παρόλο που αυτό παρήκμασε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με το ξεπούλημα των μικρότερων κρατικά-ανηκόμενων επιχειρήσεων, με την ραγδαία ανάπτυξη της εμπλοκής του κράτους σε κοινά εγχειρήματα με πολυεθνικές εταιρείες, η αναλογία κεφαλαίου ανηκόμενου στο κράτος έχει τώρα αρχίσει να αυξάνεται πάλι.

Αυτοί οι “bing bang” νεο-φιλελεύθεροι προειδοποιούν ότι η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας θα γίνει μη βιώσιμη λόγω των αυξανόμενων κοινωνικών εντάσεων, εκτός κι αν αντιμετωπισθούν μέσω ριζικής πολιτικής μεταρρύθμισης και διάλυσης του μονοκομματικού κράτους. Ωστόσο, όπως θα αναλογισθούμε με περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα, αν η ευχή τους για ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις βγουν αληθινές θα ήταν σαν να σκοτώνεις την κότα η οποία κάνει τα χρυσά αυγά.

Όπως έχουμε δει, η μεταμόρφωση της Κίνας και η τρέχουσα ραγδαία οικονομική ανάπτυξη δεν έχει επιφερθεί από το μαγικό της “μετάβασης σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς”. Είναι σίγουρα αληθές ότι οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις των παρελθόντων είκοσι πέντε ετών έχουν οδηγήσει σε μια αύξηση στην εμπορευματοποίηση και χρηματοποίηση των οικονομικών σχέσεων που έχει συνεπαχθεί μια σημαντική αλλαγή στην σχέση του κράτους προς την συσσώρευση κεφαλαίου από εκείνη η οποία υπήρχε επί Μάο. Ακόμη κι αυτή η αλλαγμένη σχέση του κράτους προς την συσσώρευση κεφαλαίου ήταν μόνο μια αναγκαία προϋπόθεση για την τρέχουσα μεταμόρφωση της Κίνας σε μια παγκόσμια οικονομική δύναμη. Η αιτία αυτής της μεταμόρφωσης είναι η ικανότητα του Κινεζικού κράτους να ιππεύει και να διευθύνει το ευθύ αλλοδαπό κεφάλαιο στην εκμετάλλευση της αχανούς εργασιακής δύναμης της Κίνας μέσω της ένταξής του στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι το Κινεζικό κράτος έχει παίξει έναν μείζονα ρόλο στην διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης με το να αντιμετωπίζει την ταξική πάλη και παρέχοντας την υλική και κοινωνική υποδομή αναγκαία για την συσπείρωση κεφαλαίου. Μα όχι μόνο αυτό, σημαίνει επίσης ότι το κράτος έχει παίξει έναν μείζονα ρόλο στην επανάκτηση ενός μεγάλου κομματιού πρόσθετης αξίας παραγόμενης από την Κινεζική εργατική τάξη για περαιτέρω εθνική συσσώρευση, υπερνικώντας τον βραχύ οροθετισμό των παγκόσμιων χρηματιστικών αγορών -όπως καθαρά έδειξε η επιβίωση της Κίνας από την Ανατολικοασιατική κρίση του 1998.


1 Πρόκειται για την Κινεζική μορφή της αστικής κοινωνίας σε επιχειρηματικό περιβάλλον.

2 Βλ. Susan L. Shirk, The Political Logic of Economic Reform in China (University of California Press, 1993). Για μια μελέτη περίπτωσης των κοινωνικών καταγωγών της αναδυόμενης καπιταλιστικής τάξης της Κίνας και των στενών συνδέσεών της με τους τοπικούς κρατικούς αξιωματούχους στην δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 βλ. David L. Wank, Commodifying Communism: Business, Trust, and Politics in a Chinese City (Cambridge University Press, 1999). Για μια πιο πρόσφατη μελέτη αφορώσα τις συνεχιζόμενες σχέσεις των καπιταλιστών της Κίνας με το κόμμα-κράτος βλ. Bruce J. Dickson, Red Capitalists in China: The Party, Private Entrepreneurs and Prospects for Political Change (CUP, 2003).

3 Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιππίνες και Ταϋλάνδη.




Τμήμα Δεύτερο: Η Κίνα και η παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου


Όπως έχουμε επιχειρηματολογήσει στο Τμήμα Πρώτο, η τρέχουσα μεταμόρφωση της Κίνας και η ραγδαία οικονομική ανάπτυξή της, είναι το αποτέλεσμα της ένταξής της ως ένα διακριτό επίκεντρο στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Θα δούμε τώρα στο Τμήμα Δεύτερο, πώς αυτή η ένταξη στην παγκόσμια οικονομία έχει συμβάλει όχι μόνο στο να επαναζωογονήσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό αλλά και στο επαναβεβαιώσει την Αμερικανική οικονομική ηγεμονία, και έπειτα θα αναλογισθούμε πώς η θέση της Κίνας εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού πιθανά εξελιχθεί.

Θα ξεκινήσουμε με το να αναλογισθούμε την επίδραση της Κίνας στην οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ.


-Οι ΗΠΑ και η Παγκόσμια Συσσώρευση Κεφαλαίου

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έμοιαζε σε πολλούς ότι αν ο 20ος αιώνας ήταν ο “Αμερικανικός Αιώνας”, τότε ο ερχόμενος αιώνας θα ανήκε στην Ασία. Ωστόσο, σ’ εκείνον τον χρόνο δεν ήταν η Κίνα που φαινόταν ως προορισμένη να εκτοπίσει τις ΗΠΑ ως την οικονομική υπερδύναμη του κόσμου –αλλά η Ιαπωνία. Το Ιαπωνικό “μοντέλο” καπιταλισμού, με τις στενές συνδέσεις μεταξύ του κράτους, των τραπεζών και των μονοπωλιστικών βιομηχανικών ομίλων, το οποίο είχε σφυρηλατηθεί μέσω της ήττας της εργατικής τάξης της Ιαπωνίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε μεταμορφώσει την Ιαπωνία στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Με τις πρωτοποριακές μορφές επιχειρηματικών οργανισμών της, την συμμορφούμενη εργασιακή δύναμή της και την ικανότητά της να αφομοιώνει και να αναπτύσσει νέα τεχνολογία για εμπορικούς σκοπούς, η άνοδος της Ιαπωνίας στην οικονομική κυριαρχία έμοιαζε αναπόδραστη, ιδιαίτερα συγκρινόμενη με την προφανώς ετοιμοθάνατη κατάσταση της ΗΠΑ οικονομίας.

Από την δεκαετία του 1960 η ΗΠΑ οικονομία έχανε έδαφος σε Ιαπωνία και Ευρώπη. Αργή ανάπτυξη στην παραγωγικότητα της εργασίας συνδυασμένη με υψηλούς μισθούς είχε οδηγήσει σε μια πτώση στο ποσοστό κέρδους. Επιπρόσθετα, οι μάλλον δραστικές προσπάθειες στην πρώτη θητεία του Ρίγκαν να θεραπεύσει αυτή την σχετική οικονομική πτώση έδειχναν να έχουν αποτύχει. Μια περιοριστική χρηματική πολιτική είχε οδηγήσει σε υψηλά ποσοστά τόκου και ένα υψηλά υπερ-τιμημένο δολάριο. Αυτό, έμοιαζε, είχε μόνο υπηρετήσει στο να σχίσει τις αχανείς λωρίδες της μη ανταγωνιστικής Αμερικανικής βιομηχανίας στην παγκόσμια αγορά, οδηγώντας σε κλεισίματα μονάδων, αυξανόμενη ανεργία και σε αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, καθώς οι εξαγωγές έπεφταν και οι εισαγωγές αυξάνονταν. Στον ίδιο χρόνο, φορολογικές περικοπές για τους πλουσίους συνδυάσθηκαν με αυξανόμενη στρατιωτική δαπάνη, καθώς ο Ρίγκαν κλιμάκωσε τον ανταγωνισμό όπλων με την ΕΣΣΔ, κάτι που οδήγησε σε ένα αυξανόμενο έλλειμμα του δημόσιου τομέα. Ως αποτέλεσμα, καθώς οι ΗΠΑ είχαν εισέλθει στην δεκαετία του 1980 ως το μεγαλύτερο δανειστικό έθνος του κόσμου, τελείωσαν την δεκαετία ως ο παγκόσμια μεγαλύτερος οφειλέτης. Πράγματι, για πολλούς, η ανάπτυξη της ΗΠΑ οικονομίας διατηρούταν μόνο από τις όλο και μεγαλύτερες ενέσεις χρέους. Μια θέση διατηρήσιμη μόνο όσο ο υπόλοιπος κόσμος ήταν πρόθυμος και ικανός να δανείζει στην Αμερική.

Με την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ, τότε, φαινόταν ότι έχοντας ανατρέψει το μεγάλο αντίπαλό της –την ΕΣΣΔ- η Αμερική είχε προσεγγίσει το υψηλό των δυνάμεών της, και (ήτο) ανίκανη να ξεπεράσει τα προβλήματα του ανταγωνισμού της εξ ίσου με Ιαπωνία και Ευρώπη.

Στα 1990 η περιουσιακή φούσκα, η οποία είχε χτισθεί στην Ιαπωνία στα προηγούμενα χρόνια έσπασε, εκθέτοντας την υποκείμενη αδυναμία της Ιαπωνικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα η Ιαπωνία στριμώχτηκε σε μια μακρά περίοδο οικονομικής στασιμότητας από την οποία δεν έχει ακόμα συνέλθει πλήρως.

Εν αντιθέσει, οι ΗΠΑ πήγαιναν όλο και πιο δυνατά. Με εκ των υστέρων γνώση τα “Ριγκανοοικονομικά” των αρχών της δεκαετίας του 1980 μπορούν τώρα να ιδωθούν ότι ήταν τμήμα μιας μείζονας ανασυγκρότησης της Αμερικανικής οικονομίας που συνέβαλε στην επαναζωογόνηση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Ο αποδεκατισμός των Αμερικανικών μεταποιητικών βιομηχανιών που ήταν μη κερδοφόρες και ένα υπερ-τιμημένο δολάριο επέτρεψαν μια αχανή ρευστοποίηση του προηγουμένως παγίου κεφαλαίου σε αυτές τις βιομηχανίες και την επανεπένδυσή του σε νέες βιομηχανίες γύρω από την αναδυόμενη ηλεκτρονική, τις επικοινωνίες και τις τεχνολογίες πληροφοριών που έμελλε να μορφοποιήσουν τον πυρήνα αυτού που έγινε γνωστό στην δεκαετία του 1990 ως η “Νέα Αβαρή Οικονομία”. Αυτή η αλλαγή από τις παλιές στις νέες βιομηχανίες διευκολύνθηκε περαιτέρω από υψηλή στρατιωτική δαπάνη μέσω τέτοιων προγραμμάτων, όπως το Πυραυλικό Αμυντικό σύστημα –αλλιώς γνωστό ως Πόλεμος των Άστρων- το οποίο ενέπλεκε μια τεράστια και μετά βίας μεταμφιεσμένη κρατική επιδότηση για έρευνα και ανάπτυξη σε νέες πληροφοριακές και επικοινωνιακές τεχνολογίες.

Η αλλαγή από τις παλιές υψηλά συνδικαλισμένες μεταποιητικές βιομηχανίες των Βορειοανατολικών των ΗΠΑ στις νέες ευρέως μη-συνδικαλισμένες βιομηχανίες του Νότου και της Δύσης συνέβαλε στο υπερφαλάγγισμα των οχυρωμένων θέσεων της Αμερικανικής εργατικής τάξης που είχαν χτιστεί στην δεκαετία του 1930. Ως αποτέλεσμα τα ποσοστά αύξησης μισθών μπορούσαν να κρατηθούν κάτω καθώς οι εργάτες μπορούσαν να υποχρεωθούν να εργάζονται περισσότερες ώρες –ως εκ τούτου αυξάνοντας την παραγωγή απόλυτης πρόσθετης αξίας.

Στον ίδιο χρόνο, μια πιο συμμορφούμενη εργασιακή δύναμη επέτρεψε πιο ευέλικτους εργασιακούς χρόνους, η οποία όταν συνδυάσθηκε με την χρήση των νέων πληροφοριακών επικοινωνιακών τεχνολογιών επέτρεψε μια πιο γρήγορη περιστροφή κεφαλαίου. Αυτό, μαζί με την πτωτική αξία των εργαλείων παραγωγής, η οποία έγινε εφικτή από το φτήνεμα των νέων τεχνολογιών, έμελλε να οδηγήσει σε μια παρατεταμένη αύξηση στο ποσοστό κέρδους του ΗΠΑ κεφαλαίου από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν. Πράγματι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα ποσοστά κέρδους είχαν προσεγγίσει επίπεδα ανείδωτα από τα χρόνια του μεταπολεμικό μπουμ των δεκαετιών 1950 και 1960.

Ακολουθώντας την Ανατολικοασιατική κρίση του 1997-8, το θεωρησιακό/κερδοσκοπικό κεφάλαιο που είχε επιδιώξει ταχείες επιστροφές σε “νεόκοπα αναδυόμενες αγοραίες οικονομίες” επέστρεφε σπίτι ώστε να λάβει το πλεονέκτημα των αυξανόμενων επενδυτικών ευκαιριών της αναδυόμενης “Νέας Οικονομίας”. Εν μέσω της μεγάλης τάσεως αναφορικά με το πώς οι νέες τεχνολογίες, όπως το ίντερνετ, επρόκειτο να επαναστατικοποιήσουν τον κόσμο, και με το πώς όλοι οι νόμοι της χρηματιστικής και των οικονομικών υπήρχε ανάγκη να ξαναγραφτούν με την ανάδυση της “Νέας Οικονομίας”, αυτή η ενροή θεωρησιακού κεφαλαίου πυροδότησε την τεράστια dot.com φούσκα των τελών της δεκαετίας του 1990.

Στα 2000, η τρέλα της dot.com φούσκας, η οποία στην κλιμάκωσή της είχε δει τις dot.com εταιρείες, αρκετές απ’ τις οποίες ουδέποτε είχαν βγάλει κέρδος και απλά απασχολούσαν λίγες δεκάδες ανθρώπων, να τους δίνονται αγοραίες αξιοποιήσεις μεγαλύτερες από της General Motors –αναπόδραστα ήλθε σε ένα τέλος. Το σπάσιμο της dot.com φούσκας άφησε αρκετές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων αρκετών εκτός της “Νέας Οικονομίας”, οι οποίες είχαν εγκλωβισθεί στην ανορθολογική υπερβολική αφθονία των τελών της δεκαετίας του 1990, επικίνδυνα υπερεκτεινόμενες. Φορτωμένες με τα κόστη εξυπηρέτησης τεράστιων χρεών και την προοπτική μείωσης των εσόδων από τις πωλήσεις, μεγάλες λωρίδες Αμερικανικού κεφαλαίου αντιμετώπισαν χρεοκοπία. Η ΗΠΑ οικονομία έφτασε στο χείλος του σπιράλ σε μια βαθιά οικονομική ύφεση η οποία απείλησε να σκοτώσει την “Νέα Οικονομία” της Αμερικής –με βάση την στα σπάργανα αναζωπύρωσή της.

Ωστόσο, οι ΗΠΑ αρχές ήταν ικανές να απαντήσουν ταχέως με την υιοθέτηση τολμηρών Κεϋνσιανών ρυθμιστικών πολιτικών ώστε να αποσοβήσουν τις προοπτικές μιας οικονομικής ύφεσης. Πρώτον, μέσα σε κάτι λίγο περισσότερο από έξι μήνες, η FED περιέκοψε τα ποσοστά τόκου βάσης από 6,5% σε 1%, ρίχνοντας μιας ζωτική γραμμή σε πολλά υπερεκτεινόμενα κεφάλαια στον ίδιο χρόνο που στήριξε την Αμερικανική κεφαλαιαγορά. Τότε, μετά την εκλογή του, ο Μπους (jnr) προώθησε μια σειρά ουσιωδών φορολογικών περικοπών, κυρίως επ’ ωφελεία των πλουσίων. Αυτά τα μέτρα περικοπής φόρων συνδυασμένα με μια ουσιώδη αύξηση στην στρατιωτική δαπάνη, συνοδεύθηκαν από οξεία αύξηση στο κυβερνητικό έλλειμμα. Στο τελευταίο έτος της δεύτερης θητείας του Κλίντον υπήρχε ένα πλεόνασμα προϋπολογισμού ίσο σε 2% του ΑΕΠ. Τέσσερα χρόνια αργότερα αυτό είχε τραπεί σε ένα έλλειμμα προϋπολογισμού 4% του ΑΕΠ.

Ως αποτέλεσμα των ρυθμιστικών πολιτικών των ΗΠΑ αρχών η Αμερικανική οικονομία ήταν ικανή να ιππεύσει το συνεπακόλουθο της dot.com συντριβής με λίγο παραπάνω από μια μεσαία ύφεση. Τώρα, πέντε χρόνια μετά το σπάσιμο της φούσκας, η ΗΠΑ οικονομία αυξάνει περισσότερο από 4% τον χρόνο, η ανεργία σταθερά πέφτει για πάνω από δύο χρόνια, το δολάριο ΗΠΑ δυναμώνει και ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός. Με τις κεντρικές οικονομίες της Ευρώπης – Φραγκία, Γερμανία και Ιταλία- ακόμα να παλεύουν να συνέλθουν από την ύφεση, και την Ιαπωνία ακόμη να κάνει μια παρατεταμένη απόδραση από περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια οικονομικής στασιμότητας, οι ΗΠΑ εμφανίζονται να είναι ικανές να επανεπιβεβαιώσουν την θέσης τους ως η κυρίαρχη και πιο δυναμική αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία του κόσμου.

Ωστόσο, συχνά λέγεται ότι ο τρέχων δυναμισμός της ΗΠΑ οικονομίας έχει βασισθεί σε ένα μη διατηρήσιμο χρεωστικά-πυροδοτούμενο καταναλωτικό μπουμ, το οποίο έχει συμβάλει στο να κρύψει την ουσιώδη αδυναμία της συσσώρευσης κεφαλαίου στις ΗΠΑ. Πράγματι, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχουν ιδωθεί ως το ινδικό καλοκαίρι των ΗΠΑ. Τα χρόνια του λυκόφωτος της Αμερικανικής ηγεμονίας εντός της οποίας οι ΗΠΑ όλο και πιο πολύ βρίσκουν εαυτές εξαρτώμενες στην κυρίαρχη χρηματιστική θέση χτισμένη κατά την διάρκεια της ακμής των ώστε να διακρίνουν το άδειασμα της οικονομίας των, παρέχοντας μια τελευταία περίοδο ευημερίας. Νωρίτερα ή αργότερα, λέγεται, ο υπόλοιπος κόσμος θα σταματήσει να δανείζεται το ΗΠΑ χρήμα και αυτό το ινδικό καλοκαίρι θα έλθει σε ένα τέλος.

Φυσικά, είναι σίγουρα αληθές ότι η ΗΠΑ οικονομία διατηρείται από ένα μακρύ χρεωστικά-πυροδοτούμενο καταναλωτικό μπουμ. Περικοπές στους φόρους έχουν προμηθεύσει τους πλούσιους με επαρκές χρήμα για να σπαταλάνε. Στον ίδιο χρόνο, χαμηλά ποσοστά τόκου έχουν οδηγήσει σε μια κερδοσκοπική φούσκα τιμών ακινήτων κατά τα πρόσφατα χρόνια η οποία έχει επιτρέψει στους Αμερικάνους σπιτοϊδιοκτήτες να δανείζονται ενάντια στην ραγδαία αυξανόμενη αξιοποίηση των σπιτιών τους. Ως αποτέλεσμα, όχι μόνο το κυβερνητικό χρέος έχει μετακινηθεί οξυμένα στο κόκκινο αλλά και το προσωπικό αναξιόχρεο έχει αυξηθεί σε απρόβλεπτα επίπεδα.

Στον ίδιο χρόνο, η ραγδαία αύξηση σε καταναλωτική ζήτηση έχει συναντηθεί με έναν συνεχιζόμενο κατακλυσμό εισαγωγών, όχι μόνο από Κίνα, που έχει οδηγήσει σε μια ουσιώδη ισορροπία του ελλείμματος πληρωμών. Εξ ίσου η συνεπακόλουθη ισορροπία (ισοζύγιο) των ελλειμμάτων πληρωμών και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της κυβέρνησης έχουν ευρέως χρηματοδοτηθεί από εξωτερικό δανεισμό.

Αλλά αυτή η επί μακρόν χρεωστικά-πυροδοτούμενη καταναλωτική υπερφαγία έχει τοποθετήσει την ΗΠΑ οικονομία σε μια επικίνδυνη χρηματιστική θέση; Είναι απλά ζήτημα χρόνου, πριν η καλή θέληση των αλλοδαπών δανειστών της Αμερικής, που μέχρι τώρα έχουν προετοιμασθεί να δεχθούν ΗΠΑ δολάρια και δολάριο αποονομαστικοποιημένων χρηματιστικών στοιχείων χρησιμοποιηθέντων να χρηματοδοτούν το ΗΠΑ χρέος, εξαντληθεί; Έχουν οι ρυθμιστικές πολιτικές επιδιωχθείσες επί Μπους (jnr) απλά καθυστερήσει μια κρίση που αναπόδραστα θα εκθέσει την παρακμή του ΗΠΑ καπιταλισμού;

Είναι σίγουρα αληθές ότι επί τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια εξ ίσου το συνολικό συσσωρευθέν χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, και τα χρέη, τα οποία η Αμερική ως όλο χρωστάει σε αλλοδαπούς, έχουν αυξηθεί οξυμένα. Μεταξύ του 2000 και του 2003 το συνολικό χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης έχει ήδη αυξηθεί περισσότερο από ένα τέταρτο σε 4 τρις δολάρια. Εν τω μεταξύ το συνολικό χρέος που οι Αμερικάνοι χρωστούσαν στον υπόλοιπο κόσμο αυξήθηκε σε περισσότερο από 10 τρις δολάρια, καθώς το δικτυωμένο χρέος (η διαφορά μεταξύ αυτού που οι Αμερικάνοι χρωστούν στον κόσμο και αυτού που ο υπόλοιπος κόσμος χρωστάει στις ΗΠΑ) αυξήθηκε σε αυτά τα τρία χρόνια κατά 60% σε περισσότερα από 2,6 τρις δολάρια.[1]

Ωστόσο, ενώ αυτά τα νούμερα ίσως εμφανίζονται αστρονομικά σε μέγεθος, αυτό είναι για να αγνοήσεις τον απλά (ποσοτικά) τεράστιο χαρακτήρα της ΗΠΑ οικονομίας. Το ομοσπονδιακό χρέος είναι ακόμα λιγότερο από το 40% του ΗΠΑ ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο είναι συγκριτικά χαμηλό με εξίσου διεθνή και ιστορικά μέτρα. Το Ευρωπαϊκό σύμφωνο σταθερότητας, που θεωρείται αρκετά περιοριστικό, απαιτεί από τα κράτη να συμμετάσχουν στο Ευρώ ώστε να κρατήσουν το κυβερνητικό χρέος σε λιγότερο από το 60% του ΑΕΠ. Ακολουθώντας τα μεγάλα ελλείμματα επί Ρίγκαν στην δεκαετία του 1989 το Ομοσπονδιακό χρέος στάθηκε πάνω από 50% στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, συντονισμένες προσπάθειες να μειώσουν τα ελλείματα του προϋπολογισμού της κυβέρνησης μειωμένα εξ ίσου από τον Μπους (snr) και τον Κλίντον, επέτρεψαν στον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη να μειώσουν το εύρος του Ομοσπονδιακού χρέους σε λιγότερο από 35% στο έτος 2000. Το δικτυωμένο αλλοδαπό χρέος συσσωρευθέν από την Αμερικανική οικονομία ως όλο στα 2,6 τρις δολάρια είναι ακόμη λιγότερο από το 25% του ΗΠΑ ΑΕΠ.

Επιπρόσθετα, λόγω της κυρίαρχης θέσης των ΗΠΑ στο παγκόσμιο χρηματιστικό σύστημα, τα ποσοστά επιστροφών που οι ΗΠΑ κερδίζουν επί επενδύσεων και δανείων τα καθιστούν στον υπόλοιπο κόσμο κατά μέσο όρο μεγαλύτερα από τα ποσοστά επιστροφών που πρέπει να πληρώσουν στο συσσωρευθέν χρέος. Κατά συνέπεια, εκεί εισέτι παραμένει μια δικτυωμένη ενροή επενδυτικού εσόδου στις ΗΠΑ. Άρα, οι ΗΠΑ έχουν ακόμα ώστε να προσεγγίσουν το χείλος της ολισθηρής πλαγιάς όπου θα έπρεπε να δανεισθούν προκειμένου να ξεπληρώσουν τον τόκο επί των χρεών τους.

Εν ολίγοις, τότε, παρόλο που το ποσοστό αύξησης του αναξιόχρεου στις ΗΠΑ οικονομία κατά τα παρελθόντα τέσσερα χρόνια είναι άνευ αμφιβολίας κάποιας ανησυχίας, η Αμερικανική οικονομία είναι ακόμα χρηματιστικά γερή. Πράγματι, θα έμοιαζε ότι έχει ακόμα έναν μακρύ δρόμο να διέλθει πριν οι καμπάνες του συναγερμού θα χρειαζόταν να ηχήσουν. Ακόμη, παρόλο που χρηματιστικά ακούγεται στο παρόν, είναι σίγουρα η υπόθεση, ότι η ανάπτυξη της ΗΠΑ οικονομίας δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα από ένα καταναλωτικό μπουμ διατηρούμενη από όλο και πιο αυξανόμενες δόσεις ιδιωτικού και κρατικού χρέους. Ωστόσο, οι ενδείξεις είναι ότι δεν θα χρειαστεί να είναι.

Η φρενίτις η οποία συνόδευσε το dot.com μπουμ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχε εξαπλωθεί πολύ παραπέρα από την “Νέα Οικονομία” των πληροφοριακής και υπολογιστικής τεχνολογίας εταιρειών. Ήτο ευρέως πιστευτό ότι ο δυναμισμός της dot.com επανάστασης είχε ριζικά μεταλλάξει όλους τους παλιούς κανόνες οικονομικών και χρηματιστικής και προσέφερε εκείνους οι οποίοι ήταν αρκούντως τολμηροί ώστε να επενδύσουν γρήγορα με την προοπτική υπέρογκων κερδών. Συνεπώς, Αμερικανικές εταιρείες, μεγάλες και μικρές, δανείσθηκαν ώστε να επενδύσουν σε μαζική κλίμακα. Ως αποτέλεσμα, με το που έσπασε η dot.com φούσκα, οι Αμερικανικές επιχειρήσεις βρήκαν εαυτούς με τεράστιες αξιώσεις στα κέρδη τους στην μορφή των πληρωμών τόκων και μετοχικών μεριδίων, σε μια συγκυρία κατά την οποία οι προοπτικές των μελλοντικών κερδών ουσιωδώς υποβαθμίζονταν. Παρά το ότι οι περισσότερες από τις εικονικές dot.com εταιρείες πετάγονταν μακριά, η οξεία περικοπή στα ποσοστά τόκου επιβληθείσα από την FED επέτρεψε στην κατεστημένη επιχειρηματική Αμερική να αποσοβήσει την χρεοκοπία.

Έχοντας επιβιώσει από την dot.com συντριβή, το ΗΠΑ κεφάλαιο εισήλθε σε μια περίοδο εξορθολογισμού και περικοπής εξόδων, που έμελλε να συντελέσει σε μια οξεία αύξηση στην ανεργία μεταξύ 2001 και 2003. Καθώς εκείνοι που παρέμεναν στην εργασία έκαναν να δουλεύει όλο και πιο σκληρά και παρατεταμένα η εισαγωγή νέας τεχνολογίας που χρησιμοποιούταν για περικοπές εξόδων, και η αύξηση της περιστροφής του κεφαλαίου. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό κέρδους των ΗΠΑ είχε επανακάμψει στην ανοδική τάση του. Έτσι, όλο και πιο πολύ από την αύξηση στα κέρδη χρησιμοποιούταν για να αποκαταστήσει την χρηματιστική θέση της “επιχειρηματικής Αμερικής”. Τα χρέη αποπληρώθηκαν και μερίσματα και μετοχές είχαν επαναφερθεί, αποσύροντας γινόμενο/τεχνητό κεφάλαιο για να επιφέρουν τις χρηματικές αξιώσεις επί της μελλοντικής πρόσθετης αξίας πίσω στην γραμμή με ρεαλιστικές προοπτικές παραγωγής και πραγμάτωσης πρόσθετης αξίας στο μέλλον.[2]

Καθώς η χρηματιστική θέση του Αμερικανικού κεφαλαίου αποκαθίσταται, οι συνθήκες τοποθετούνται για ανανεωμένη επένδυση προς επέκταση του πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου. Πράγματι, υπάρχουν ενδείξεις ότι τέτοια επενδυτικά-οδηγούμενη ανάπτυξη ήδη ξεκινάει να απογειωθεί. Εκτός κι αν εκτροχιασθεί από μια οξεία απόκλιση στην καταναλωτική ζήτηση εγειρόμενη από το σπάσιμο της φούσκας τιμών των ακινήτων ή τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές πετρελαίου, μοιάζει πιθανό ότι τα επόμενα λίγα χρόνια θα μπορούσαν δουν ένα επενδυτικά-οδηγούμενο μπουμ βασισμένο σε μια αυτό-διατηρούμενη πραγματική συσσώρευση του ΗΠΑ κεφαλαίου.

Το γεγονός ότι αλλοδαποί επενδυτές έχουν προετοιμασθεί να επανακτήσουν επενδύσεις στην ΗΠΑ οικονομία, παρά την πτώση στο ΗΠΑ δολάριο κατά περισσότερο από 30% κατά τα παρελθόντα τέσσερα χρόνια, δείχνει την συνεχιζόμενη εμπιστοσύνη τους στην βασική ευστάθεια της ΗΠΑ οικονομίας. Πράγματι, τεράστιο χρέος θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα σημάδι ισχύος, όχι αδυναμίας, του Αμερικανικού καπιταλισμού.

Πρώτον, παρά τον αυξανόμενο θρησκευτικό ανορθολογισμό της μάζας του Αμερικανικού πληθυσμού, επιδέξια αντανακλώμενο στην εύκολα ξανα-γεννημένη Χριστιανοσύνη αρκετών κατά την Μπους διακυβέρνηση, οι ΗΠΑ παραμένουν το παγκόσμιο κέντρο επιστήμης και τεχνολογίας. Οι ΗΠΑ εταιρείες παραμένουν στο εμπρόσθιο μέτωπο των περισσότερων τεχνολογιών αιχμής, επιτρέποντάς τους να αιχμαλωτίζουν πρόσθετα κέρδη με το να είναι πρώτες στο πεδίο με τα νέα εμπορεύματα. Δεύτερον, παρά την ανασυγκρότηση της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ ακόμα έχουν μια πλατιά βιομηχανική βάση. Στους περισσότερους των βιομηχανικών τομέων η παραγωγικότητα του Αμερικανού εργάτη είναι μεγαλύτερη από των αντιπόδων του στις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Τρίτον, η Αμερικανική αγορά είναι μακράν η μεγαλύτερη ενιαία αγορά στον κόσμο. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται και πωλούνται στις ΗΠΑ είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από την συνολική αξία των πωλούμενων εμπορευμάτων διεθνώς, κάνοντας τις ΗΠΑ το κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου. Όμως, οι ΗΠΑ δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη αγορά για εμπορεύματα, είναι επίσης μακράν το μεγαλύτερο κέντρο για το χρηματικό και χρηματιστικό κεφάλαιο.

Φυσικά, είναι αληθές ότι η Αμερικανική προπόρευση στην επιστήμη και τεχνολογία δεν είναι τόσο μεγάλη όσο ήταν στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες εργάτες έχουν γίνει σχεδόν τόσο καλά-εξοπλισμένοι όσο οι Αμερικάνοι αντίποδές τους. Ωστόσο, με την οχύρωση της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, οι Αμερικάνοι καπιταλιστές είναι ικανοί να κάνουν τους εργάτες τους να εργασθούν περισσότερο και πιο ευέλικτα. Αυτό μπορεί να μην διαρκέσει για πάντα. Όσο ο αχανής εφεδρικός στρατός της Ανατολικής Ευρώπης γίνεται ενταγμένος στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιείται ώστε να υπονομεύσει τις οχυρωμένες θέσεις της εργατικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, για την ώρα οι ΗΠΑ παραμένουν το παγκόσμιο κέντρο για την παραγωγή, πραγμάτωση και ιδιοποίηση πρόσθετης αξίας. Ως τέτοιες, είναι η πρώτιστη οικονομική δύναμη, βιομηχανικά, εμπορικά και χρηματιστικά. Και επομένως, για τον αλλοδαπό επενδυτή, οι ΗΠΑ παραμένουν ο τόπος όπου υπάρχει το περισσότερο χρήμα για να γίνει.

Έτσι, ακολουθώντας την ανασυγκρότηση της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ έχουν επανεπιβεβαιώσει την θέση τους ως το κέντρο της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου. Με την πρόκληση από τους εγγύτερους ανταγωνιστές τους –Ιαπωνία και Ευρώπη- επί το πλείστον κολλημένη, ποιες είναι οι προοπτικές της Κίνας να έλθει από το εξωτερικό ώστε να σωρεύσει σοβαρές προκλήσεις στην ΗΠΑ ηγεμονία; Για να το απαντήσουμε πρέπει πρώτα να δούμε πως η Κίνα για τόσο καιρό έχει γίνει ενταγμένη στην παγκόσμια συσσώρευση κατά την παρελθούσα δεκαετία και τι αυτό σημαίνει για τις οικονομικές σχέσεις με τις ΗΠΑ.

 



[1] Αυτά τα νούμερα εξάγονται από το ΔΝΤ Διεθνή Χρηματιστικά Στατιστικά (2004).

[2] Η απόσυρση του γινόμενου κεφαλαίου ενδεικνύεται εξ ίσου από τα νούμερα των εκκρεμών εμπορικών αξιογράφων και αποπληρωμών μετοχών. Στα δύο χρόνια τα οποία ακολούθησαν το σπάσιμο της dot.com φούσκας η αξία του εκκρεμούς εμπορικού χαρτιού (χρέη εταιρειών) έπεσε σχεδόν κατά ένα τέταρτο από 1,6 τρις δολάρια σε 1,2 τρις δολάρια. Από τα 2001 οι πληρωμές μετοχών αυξήθηκε από 70 δις δολάρια σε σχεδόν 120 δις δολάρια.


-Η Κίνα και η Παγκόσμια Συσσώρευση Κεφαλαίου

Ένα ουσιώδες στοιχείο στην ανασυγκρότηση της συσσώρευσης κεφαλαίου στην δεκαετία του 1980, το οποίο ήτο κρίσιμο για το υπερφαλάγγισμα των οχυρωμένων θέσεων της εργατική τάξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, ήτο η επανατοποθέτηση παραγωγικού κεφαλαίου σε αυτό που ήταν να γίνει γνωστό ως “Νεόκοπα Βιομηχανοποιητικές Χώρες” στην οικονομική περιφέρεια του κόσμου. Αυτή η επανατοποθέτηση παραγωγικού κεφαλαίου ευρέως ενέπλεκε δύο διακριτούς τύπους μεταποιητικής παραγωγής. Πρώτον, υπήρχαν οι ώριμες, συχνά σχετικά έντασης εργασίας βιομηχανίες, στις οποίες ο σκοπός για περαιτέρω βελτιωμένες μεθόδους παραγωγής περιοριζόταν ή ήταν απαγορευτικά εκτατικός. Τέτοιες βιομηχανίες, συμπεριελάμβαναν κλωστοϋφαντουργίες, ένδυση, υποδήματα και παιχνίδια. Δεύτερον, υπήρχε η τοποθέτηση νέων και ραγδαία αναπτυσσόμενων βιομηχανιών που εγείροντο γύρω από πληροφοριακές, επικοινωνιακές και υπολογιστικές τεχνολογίες προμηθεύοντας συστατικά και σκληρό υλικό (hardware). Αμφότεροι αυτοί οι τύποι μεταποίησης έπαιζαν έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό που ήταν να γίνει γνωστό ως το “Ασιατικό οικονομικό θαύμα”, καθώς ένα δυναμικό προτσές καπιταλιστικής συσσώρευσης συντελείτο, πρώτα με την Ιαπωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έπειτα αυξανόμενο με τις ΗΠΑ στην δεκαετία του 1990.

Όπως έχουμε δει, στο ξύπνημα της ολέθριας χρηματιστικής και οικονομικής κρίσης που χτύπησε τις “Ανατολικοασιατικές τίγρεις” στα 1998, η Κίνα άρχισε να ανασυγκροτεί την Ασιατική συσσώρευση στους δικούς της σκοπούς. Η Κίνα είχε γνήσια εισαχθεί στο Ασιατικό σύστημα συσσώρευσης κεφαλαίου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 καταλαμβάνοντας τα πιο πολλά στάδια συναρμολόγησης εντατικής εργασίας στις πιο πολλές γραμμές παραγωγής, αυξανόμενα εμπορεύματα παραγόμενα στην Ασία διοχετεύονταν μέσω Κίνας, συνήθως προς τον δρόμο τους στην μεγάλη ΗΠΑ αγορά. Παρόλο που αυτό σήμαινε ότι άλλες Ασιατικές χώρες απώλεσαν παραγωγικό κεφάλαιο εμπλεκόμενο στα τελικά στάδια συναρμολόγησης, στην Κίνα αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με το γεγονός ότι τα χαμηλότερη κόστη της Κινεζικής συναρμολογητικής παραγωγής επέτρεπαν χαμηλότερες τιμές για το τελικό προϊόν, και έτσι μεγαλύτερες πωλήσεις.

Ωστόσο, μαζί με μια τέτοια ποικιλοποίηση, η Κίνα είχε αυξανόμενα από το 1998 “ανεβάσει την αλυσίδα προϊόντος”, αφ’ ή στιγμής είχε καταλάβει όλο και πιο πολλά στάδια παραγωγής Ασιατικών εμπορευμάτων προορισμένων για τις ΗΠΑ και Παγκόσμιες αγορές. Ως αποτέλεσμα, η Ασιατική μεταποιητική βιομηχανία είχε επανατοποθετηθεί και συγκεντρωθεί στην Κίνα. Αυτή η επανατοποθέτηση του μεταποιητικού κεφαλαίου στην Κίνα είχε μια ιδιαίτερη δριμεία επίδραση στις τέως Ανατολικοασιατικές τίγρεις, οι οποίες στην δεκαετία του 1990 ήταν το κεντρικό σημείο του Ασιατικού “οικονομικού θαύματος” και ένας πρωταρχικός προορισμός για Δυτική επένδυση στις “νεόκοπα αναδυόμενες αγοραίες οικονομίες”. Ωστόσο, η απώλεια της μεταποίησης είχε αποζημιωθεί από την συνεχώς αναπτυσσόμενη ζήτηση της Κίνας για ακατέργαστα υλικά. Επανακληθείσες στις παραδοσιακές, προ της δεκαετίας του 1990 εξαγωγές τους, οι τέως “Ανατολικοασιατικές τίγρεις” είχαν συμμετάσχει μαζί με άλλες χώρες στην Ασία, και ακόμα πιο μακριά στην Αφρική και στην Νότια Αμερική, στην τροφοδότηση της προφανώς ακόρεστης όρεξης της Κίνας για ακατέργαστα υλικά και πρωταρχικά εμπορεύματα.

Κι όμως αυτό δεν είναι όλο. Καθώς η Κίνα “είχε σηκώσει την αλυσίδα προϊόντος” ώστε να καταλάβει όλο και πιο πολλά σύνθετα στάδια της παραγωγής, η ζήτησή της για μηχανουργικά εργαλεία και άλλον βιομηχανικό εξοπλισμό είχε αυξηθεί. Αυτή η ζήτηση συναντήθηκε από εισαγωγές από τους πιο τεχνολογικά αναπτυγμένους γείτονες της Κίνας. Νότια Κορέα και Ιαπωνία. Πράγματι, η αύξηση των εξαγωγών στην Κίνα έγινε τώρα η κύρια ελπίδα της Ιαπωνίας ώστε περιστασιακά να τελειώσει τα δεκαπέντε χρόνια οικονομικής στασιμότητάς της.

Ως αποτέλεσμα, η Κίνα αναδύεται ως ένα διακριτό επίκεντρο στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Πράγματι, καθώς η Κίνα ξεπερνά τις ΗΠΑ, ώστε να γίνει ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ιαπωνίας, ακόμα και οι οικονομικά ισχυροί Ιάπωνες φαίνονται να έχουν συρθεί στην Κινεζική τροχιά. Το ερώτημα που τώρα τίθεται, είναι πως αυτό το διακριτό επί-κεντρο Κινεζο-Ασιατικής συσσώρευσης κεφαλαίου σχετίζεται στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου κεντρωμένη σε ΗΠΑ και Ευρώπη;

Στριμωγμένο μεταξύ της πτωτικής τάσης του κέρδους και μιας οχυρωμένης εργατικής τάξης εντός των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, το κεφάλαιο στις δεκαετίες του 1970 και 1980 είχε οδηγηθεί να αναζητά πηγές φθηνής και συμμορφούμενης εργασιακής δύναμης γύρω στον κόσμο. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό ώστε απλά να βρεις φθηνές και συμμορφούμενες πηγές εργασιακής δύναμης –υπήρχαν αρκετές τέτοιες πηγές γύρω από τον “αναπτυσσόμενο κόσμο” –ήταν επίσης αναγκαίο ότι η κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας θα μπορούσε να αυξηθεί σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά που επικρατούσαν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Τα αυταρχικά καθεστώτα της Ανατολικής Ασίας ήταν ικανά να παράσχουν τέτοιες ουσιώδεις προ-συνθήκες για την επανατοποθέτηση του μεταποιητικού κεφαλαίου. Δεν ήταν μόνο οι Ανατολικοασιατικές οικονομίες ικανές να παράσχουν φθηνή και συμμορφούμενη εργασιακή δύναμη, αλλά μετά από αρκετές δεκαετίες προστατευμένης εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία είχε επιτραπεί κατά την διάρκεια των χρόνων του Ψυχρού Πολέμου, είχαν αναπτύξει την ουσιώδη οικονομική υποδομή που εγγυόταν ότι η κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας ήταν αρκούντως υψηλή ώστε να ανταγωνιστεί στις παγκόσμιες αγορές.

Ως αποτέλεσμα, οι “Νεόκοπα Βιομηχανοποιητικές Χώρες” της Ανατολικής Ασίας έγιναν ένα από τα πρωταρχικά μέρη για την επανατοποθέτηση του μεταποιητικού κεφαλαίου. Κάνοντας τους Ανατολικοασιάτες εργάτες να δουλεύουν πιο πολύ και πιο σκληρά για λιγότερο μισθό από ότι οι Δυτικοί αντί-ποδές τους, το κεφάλαιο ήταν ικανό να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης και να αντιστρέψει την πτώση στο παγκόσμιο ποσοστό κέρδους. Η Κίνα ήταν ικανή στο να πάρει το πρωτείο στην Ασιατική συσσώρευση κεφαλαίου επειδή ήταν ικανή να παράσχει τα βασικά απαιτούμενα σε μια πολύ πιο μεγάλη κλίμακα. Με το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού, και μετά από πέντε δεκαετίες ραγδαίας εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου, η Κίνα δεν έχει μόνο ένα αχανές δυνητικό απόθεμα φθηνής εργασιακής δύναμης, αλλά μπορεί επίσης να παράσχει την οικονομική υποδομή αναγκαία για υψηλή κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας. Ως τέτοια, η ένταξη της Κίνας στον παγκόσμιο καπιταλισμό έχει δώσει μεγάλη ώθηση στην συσσώρευση κεφαλαίου ακολουθώντας την ανασυγκρότηση του κεφαλαίου στις δεκαετίες του 1970 και 1980.

Σε πρώτο βαθμό, τα κέρδη που έγιναν από την αύξηση στο ποσοστό εκμετάλλευσης, παίρνουν την μορφή των πρόσθετων κερδών (που είναι κέρδη πάνω από το επιδιωκόμενο κέρδος επί ενός δοσμένου επενδυμένου κεφαλαίου), τα οποία εγείρονται από την διαφορά μεταξύ της τιμής ενός ιδιαίτερου εμπορεύματος στην διεθνή αγορά και της τιμής παραγωγής στην Κίνα. Αυτά τα πρόσθετα κέρδη πρώτ’ απ’ όλα αιχμαλωτίζονται από τις πολυεθνικές εταιρείες εμπλεκόμενες στα κοινά εγχειρήματα στην Κίνα, και από το Κινεζικό Κράτος.

Ωστόσο, εισαγωγείς, όπως η Wal Mart, που παρέχουν πρόσβαση σε Δυτικές αγορές, είναι επίσης ικανές να αρπάξουν ένα ουσιώδες κομμάτι των πρόσθετων κερδών. Έτσι, εκείνα τα κεφάλαια στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες που είναι ικανά να κάνουν δουλειές με την Κίνα, είναι ικανά να κερδίζουν μια ουσιώδη αναλογία από τα γεννώμενα πρόσθετα κέρδη. Ωστόσο, καθώς η Κινεζική παραγωγή οποιουδήποτε ιδιαίτερου εμπορεύματος εκτείνεται και καταλαμβάνει ένα μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς, η τιμή αυτού του εμπορεύματος στην διεθνή αγορά θα πέσει προς την τιμή παραγωγής που επικρατεί στην Κίνα. Με αυτόν τον τρόπο το κέρδος από το αυξανόμενο επίπεδο εκμετάλλευσης της Κινεζικής εργασιακής δύναμης γενικεύεται μέσω των πτωτικών εξόδων αμφοτέρων των μέσων παραγωγής και των μέσων διατήρησης. Πράγματι, η αύξηση στην παραγωγή εμπορευμάτων στην Κίνα έχει ενθέσει αξιοσημείωτη πτωτική πίεση στις τιμές μεταποίησης γενικά. Αυτή η αποπληθωριστική πίεση έχει παίξει έναν μείζονα ρόλο στο θεραπεύειν τον ενδημικό πληθωρισμό, ο οποίος εμφανίσθηκε κατά την διάρκεια της περιόδου έντονων ταξικών συγκρούσεων και ανασυγκρότησης των δεκαετιών 1970 και 1980 στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.

Η “απειλή του Κινεζικού ανταγωνισμού” έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα επιχείρημα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, ώστε να πιέσουν για την υιοθέτηση νέο-φιλελεύθερων πολιτικών και για πιο “ευέλικτες” εργασιακές πρακτικές. Ωστόσο, παρά αυτά τα επιχειρήματα, ο κατακλυσμός των Κινεζικών εισαγωγών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες γενικά, και στις ΗΠΑ ιδιαίτερα, δεν έχει εκτοπίσει και τόσο πολύ υπαρκτό παραγωγικό κεφάλαιο, και κατά συνέπεια, η επίδρασή του στην απασχόληση είναι αρκετά περιθωριακή. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός. Το μεταποιητικό κεφάλαιο, και τα επαγγέλματα που πάνε με αυτό, ευρέως επανατοποθετήθηκαν στην Ασία κατά την διάρκεια της ανασυγκρότησης της δεκαετίας του 1980. Οι Κινεζικές εισαγωγές, γι’ αυτό, δεν ανταγωνίζονται με τα εμπορεύματα που παράγονται στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.

Η ανάδυση της Κίνας, και η ένταξή της στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου, έχει υπηρετήσει στο να επιμηκύνει και να εμβαθύνει την επαναζωογόνηση του καπιταλισμού, που έχει συντελεσθεί από την ανασυγκρότηση των δεκαετιών του 1970 και 1980. Επιπρόσθετα, η Κίνα έχει συμβάλει στο να συνδράμει την Αμερικανική αποκατάσταση από την dot.com συντριβή, η οποία είχε απειλήσει να εκτροχιάσει αυτήν την επναζωογονημένη συσσώρευση κεφαλαίου εξ ίσου σε ΗΠΑ και στον κόσμο ως όλο.

Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, σε απάντηση στην dot.com συντριβή η FED των ΗΠΑ περιέκοψε δραστικά τα ποσοστά τόκου από 6,5% σε 1% σε λιγότερο από έξι μήνες. Αυτό έκανε τις ΗΠΑ λιγότερο ελκυστικές στους αλλοδαπούς επενδυτές και η ενροή αλλοδαπού κεφαλαίου συνεπακόλουθα άρχισε να μειώνεται. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε μια πτωτική πίεση στο δολάριο ΗΠΑ. Πράγματι, στα επόμενα τρία χρόνια το ΗΠΑ δολάριο έπεσε περισσότερο από 30% ως προς το Ευρώ. Αυτό έκανε τις ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές ως προς τους Ευρωπαίους αντιπάλους των και συνέβαλε στο να μετατοπίσει κάποια από τα αποπληθωριστικά βάρη της dot.com συντριβής στην Ευρώπη. Ωστόσο, μια τέτοια οξεία περικοπή στα ποσοστά τόκου θα είχε απειλήσει να θέσει το ΗΠΑ δολάριο σε ελύθερη πτώση, αν δεν ήταν οι κεντρικές τράπεζες της Κίνας, Ιαπωνία και άλλων Ασιατικών χωρών που αγόραζαν επιπρόσθετα δολάρια προκειμένου να διατηρήσουν μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του δολαρίου και των δικών τους νομισμάτων. Πράγματι, στις προσπάθειές της να κρατήσει το γουάν κολλημένο στο ΗΠΑ δολάριο, η Κινεζική κεντρική τράπεζα από μόνη της υποχρεώθηκε να αγοράσει σχεδόν μισό τρις ΗΠΑ δολάρια κατά τα τέσσερα παρελθόντα έτη.

Πολύ περισσότερο, η FED ήταν μόνο ικανή να διατηρεί τέτοια χαμηλά ποσοστά τόκου εν όψει των ραγδαία αυξανόμενων ελλειμμάτων του κυβερνητικού προϋπολογισμού, προκληθέντα από φορολογικές περικοπές και μεγαλύτερη στρατιωτική δαπάνη, επειδή η Κινεζική και άλλες Ασιατικές κεντρικές τράπεζες προετοιμάζονταν να μετατρέψουν τους λογαριασμούς σε δολάριο που είχαν συσσωρεύσει για να αποτρέψουν τα νομίσματά τους απ’ το να ανεβούν έναντι του ΗΠΑ δολαρίου, σε ΗΠΑ λογαριασμούς θησαυροφυλακίου, ώστε να χρηματοδοτήσουν το ΗΠΑ κυβερνητικό χρέος. Έτσι, επί του πρακτέου, η Κίνα έπαιξε έναν μείζονα ρόλο στην χρηματοδότηση των ρυθμιστικών πολιτικών που αποσόβησαν μια μείζονα ύφεση ακολουθώντας την “ανορθολογική υπερφαγία” του dot.com μπουμ.

Η Κίνα έχει αναδυθεί ως ένα διακριτό επίκεντρο εντός της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου. Ως τέτοια έχει εγκαθιδρύσει μια σχέση της αμοιβαία επανισχυροποιημένης ανάπτυξης με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες γενικά, και ιδιαίτερα με τον κύριο εμπορικό εταίρο της –τις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, η Κίνα έχει παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της κυριαρχίας της Αμερικής εντός της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου. Πράγματι, μέχρι τώρα, μακριά από το να προκαλεί την ΗΠΑ οικονομική ηγεμονία, η ανάδυση της Κίνας έχει συμβάλει ώστε να την στερεώσει!

Το ερώτημα που τώρα εγείρεται είναι ποιοι πολιτικοί ή οικονομικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλουν ώστε να διαταράξουν τις ευρέως πράες σχέσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί από αμοιβαία επανισχυροποιημένη συσσώρευση κεφαλαίου. Το πρώτο πρόβλημα είναι ο ανταγωνισμός επί σπανίων φυσικών πόρων.

-Ανταγωνισμός επί σπανίων φυσικών πόρων

Δύο από τα πιο επιστρεφόμενα θέματα που μπορούν να ανευρεθούν στις ανακοινώσεις της Κινεζικής εξωτερικής πολιτικής στα πρόσφατα χρόνια, είναι η αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενός “πολύ-πολικού κόσμου” και η επιμονή στην μη-επέμβαση στις υποθέσεις των κυρίαρχων εθνών. Αμφότερα τα θέματα έχουν εκδιπλωθεί σε διάφορες διπλωματικές πρωτοβουλίες μέσω των οποίων η Κίνα έχει αναζητήσει να χτίσει συμμαχίες μεταξύ των “αναπτυσσόμενων κρατών” ώστε να αντισταθμίσει τις καταπατήσεις από την ΗΠΑ ηγεμονία. Πράγματι, αυτά τα θέματα έχουν γίνει τμήμα αυτού που έχει γίνει γνωστό ως “Consensus του Πεκίνου”[1], το οποίο παρουσιάζεται ως μια εναλλακτική στον ευαγγελικό νέο-φιλελευθερισμό του “Consensus της Ουάσιγκτον”, το οποίο έχει πλατιά ιδωθεί ως απόπειρα οικουμενικοποίησης του Αμερικανικού-στυλ καπιταλισμού και της δημοκρατίας.

Ωστόσο, καθώς οι παραγωγοί της Κινεζικής εξωτερικής πολιτικής καλά αναγνωρίζουν, η Κίνα δεν είναι σε θέση, τουλάχιστον προς το παρόν (2006 όταν δημοσιεύθηκε το άρθρο), να προκαλέσουν σοβαρά την ΗΠΑ ηγεμονία, ούτε να αμφισβητήσουν τα βασικά δόγματα της νέο-φιλελεύθερης ιδεολογίας της. Πράγματι, υπογράφοντας στον ΠΟΕ, η Κίνα μπορεί να ιδωθεί ότι έχει κάνει μια ανεπίστρεπτη αφοσίωση στην αρχή της προοδευτικής φιλελευθεροποίησης του εμπορίου και της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίου. Έχει γίνει ένα αξιοσέβαστο μέλος της διεθνούς μπουρζουάδικης κοινότητας και έχει εγγραφεί στην Αμερικανοκρατούμενη Νέα Παγκόσμια Τάξη, η οποία εγκαθιδρύθηκε ακολουθώντας την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ. Για την Κίνα το “Consensus του Πεκίνου” απλά επιβεβαιώνει το δικαίωμα των “αναδυόμενων αγοραίων οικονομιών” να επιδιώξουν νέο-φιλελεύθερες πολιτικές με τον δικό τους τρόπο, με σεβασμό στις δικές τους πολιτικές και κοινωνικές περιστάσεις και παραδόσεις.

Πράγματι, έχοντας αποδεχθεί τους κανόνες του παιχνιδιού, η Κίνα έχει αναζητήσει να τους μετατρέψει σε δικό της πλεονέκτημα. Η Κίνα έχει αναζητήσει να στεριώσει την οικονομική θέση της ως το αναδυόμενο κέντρο της Ασιατικής μεταποίησης προωθώντας συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου στην Ασία. Έχει εγκαθιδρύσει στενούς διπλωματικούς δεσμούς με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας εξ ίσου ευθέως, και μέσω του Συνδέσμου των ΝοτιοΑνατολικών Ασιατικών Εθνών (ΣΝΑΕ) έχει κερδίσει περιορισμένη πρόσβαση στην ΣΝΑΕ Περιοχή Ελεύθερου Εμπορίου.[2] Παρομοίως, η Κίνα έχει εγκαθιδρύσει στενούς διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς με τις χώρες της Νότιας Ασίας και ως αποτέλεσμα έχει κατοχυρώσει “ειδική εταιρική σχέση” με την ΝοτιοΑνατολική Ένωση για την Περιφερειακή Συνεργασία (ΝΑΕΠΣ) και την συνδεδεμένη Νοτιοανατολική Περιοχή Ελεύθερου Εμπορίου.[3] Περαιτέρω, μακρόθεν, η Κίνα έχει συνάψει διμερείς εμπορικές συμφωνίες με την Βραζιλία, ώστε να εξασφαλίσει φαγητό και ακατέργαστα υλικά.

Στον ΠΟΕ, η Κίνα μαζί με την Ινδία και την Βραζιλία, έχει ηγηθεί μιας χαλαρής συμμαχίας “αναπτυσσόμενων οικονομιών”, οι οποίες έχουν επιτύχει στο να αμφισβητούν τις προτεραιότητες της φιλελευθεροποίησης προωθούμενης από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αυτή η συμμαχία, κάποιες φορές γνωστή όπως η G20, πέτυχε στο να μπλοκάρει τον πιο πρόσφατο γύρο εμπορικής φιλελευθεροποίησης προταθέντα στο Cancun στα 2003. Και, κάνοντας ούτω τρόπω, έχει επιμείνει ότι οι χώρες του “Βορά” θα έπρεπε, ως ζήτημα προτεραιότητας, να διαλύσουν τα υψηλά επίπεδα προστασίας των φάρμερ τους.

Διπλωματικές προσπάθειες να προωθήσει την “κοινή ασφάλεια”, οικονομική συνεργασία και ελεύθερο εμπόριο μπορούν να ιδωθούν ότι τελούν σε τέλεια συμφωνία με τον πολυμερισμό της “νέας παγκόσμιας τάξης”. Ωστόσο, είναι ακριβώς η ικανότητα των μακροπρόθεσμων αντιπάλων στην ηγεμονία της Αμερικής να στρέψουν την “νέα παγκόσμια τάξη” ώστε να εξυπηρετεί τους δικούς τους σκοπούς, που έχει ενδυναμώσει την υπόθεση των νέο-συντηρητικών ενός της διακυβέρνησης Μπους. Οι νέο-συντηρητικοί επιχειρηματολογούν ότι αν οι ΗΠΑ σκοπεύουν να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους, πρέπει να προετοιμασθούν, όποτε είναι αναγκαίο, να διακόψουν τις διπλωματικές διεμπλοκές, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί με την “νέα παγκόσμια τάξη”, ώστε μονομερώς να επιβεβαιώσουν τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντά τους. Πουθενά αυτό δεν φαίνεται τόσο αναγκαίο όσο η εξασφάλιση της παροχής ακατέργαστων υλικών, ιδιαίτερα πετρελαίου, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ έχει καθαρά δείξει.


-Η Ζήτηση της Κίνας για ενέργεια

Κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η Κίνα δεν έχει μόνο την εμπειρία της ραγδαίας εξαγωγικά-οδηγούμενης ανάπτυξης στην μεταποίηση, απαιτώντας το χτίσιμο νέων εργοστασίων και αυξανόμενα μεγέθη εισροών ακατέργαστων υλικών, αλλά επίσης ένα επί μακρόν διατηρούμενο κατασκευαστικό μπουμ, καθώς ολόκληρες πόλεις έχουν έλθει στην ύπαρξη. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση της Κίνας για ακατέργαστα υλικά ώστε να τροφοδοτήσει την ραγδαία ανάπτυξή της, έχει εκτοξευθεί. Όμως, η ραγδαία οικονομική μεταμόρφωση της Κίνας δεν έχει απαιτήσει μόνο αχανείς και όλο και πιο αυξανόμενες ποσότητες ακατέργαστων υλικών, αλλά επίσης και αυξανόμενα μεγέθη ενέργειας. Πράγματι, κατά τα τελευταία δύο χρόνια, οι ελλείψεις ενέργειας έχουν καταστεί ένα μείζον όριο στην συνεχιζόμενη συσσώρευση κεφαλαίου –καθώς οι οικονομικοί σχεδιαστές της Κίνας απασχολούνται με τα σοβαρά εμπόδια στην παραγωγή και διανομή άνθρακα, ηλεκτρισμού και πετρελαίου, έχουν οξυμένη επίγνωση. Έτσι, για παράδειγμα, παρά την εγκατάσταση γεννήτριας ικανότητας 440GW ηλεκτρικής ενέργειας περισσότερης από την συνολική γεννήτρια ικανότητα ηλεκτρισμού του ΗΒ, Φραγκίας, Γερμανίας μαζί –η ζήτηση για ηλεκτρισμό  ακόμα ξεπερνάει την παροχή.[4] Ως αποτέλεσμα, κατά τα τελευταία δύο έτη έχουν παρατηρηθεί σοβαρές ενεργειακές περικοπές στις πιο ραγδαία αναπτυσσόμενες Νότιες επαρχίες. Παράτολμες προσπάθειες να διατηρηθεί υψηλά η αυξανόμενη ζήτηση για άνθρακα για παραγωγή ηλεκτρισμού έχουν οδηγήσει σε μια σειρά σοβαρών ατυχημάτων στα ορυχεία. Στους πρώτους έξι μήνες του 2005, 2.672 εργάτες ορυχείων καταγράφτηκαν πεθαμένοι σε ατυχήματα ορυχείων –αναγκάζοντας την κυβέρνηση να ανακοινώσει πρόσφατα το κλείσιμο του ενός τρίτου των ορυχείων της Κίνας για λόγους ασφαλείας. Ενώ η πρόσφατη αύξηση στην τιμή του πετρελαίου, συνδυασμένη με τα μεταφορικά προβλήματα, έχει οδηγήσει σε δριμείες περικοπές πετρελαίου.

Τέτοια μπλοκαρίσματα στην παραγωγή και διανομή ενέργειας γενικά, φυσικά, εν μέρει αντανακλούν το πιο γενικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οικονομικοί σχεδιαστές της Κίνας περί διατήρησης επαρκούς κρατικής επένδυσης στις βασικές εγκαταστάσεις και οικονομικές υποδομές, ώστε να διατηρήσουν υψηλά την ραγδαία επέκταση του εξαγωγικά-προσανατολισμένου μεταποιητικού τομέα. Ωστόσο, αυτό εμπλέκει επίσης το μακροπρόθεσμο πρόβλημα εξασφάλισης επαρκών παροχών πετρελαίου. Παρόλο που η Κίνα έχει επαρκή αποθέματα άνθρακα ώστε να συναντήσει την επιδιωκόμενη αύξηση της ζήτησης για παραγωγή ηλεκτρισμού, έχει αυξανόμενα εξαρτηθεί στο εισαγόμενο πετρέλαιο ώστε να συναντήσει τις ανάγκες των αυξανόμενων οδικών μεταφορών. Στα 1994 η Κίνα εισήγαγε μόνο το 6% της ζήτησής της για πετρέλαιο, κατά το 2004 αυτό αυξήθηκε σε 42% και αναμένεται να αυξηθεί σε 60% στα 2014. Με την ζήτησή της για εισαγόμενο πετρέλαιο να αναμένεται να διπλασιασθεί εντός των επόμενων δέκα ετών, οι κρατικοί σχεδιαστές της Κίνας έχουν καταστεί αγχωτικοί ώστε να εξασφαλίσουν αλλοδαπές παροχές πετρελαίου.[5]

Καθώς η Κίνα είναι υποχρεωμένη να ψάξει στον υπόλοιπο κόσμο για τις μελλοντικές πετρελαϊκές παροχές της, βρίσκει την παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου σε μια υψηλής αβεβαιότητας κατάσταση μετάβασης.

 

-Τα μεταβαλλόμενα γεω-πολιτικά του πετρελαίου και των πετρελαϊκών προσόδων

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 γινόταν αυξανόμενο καθαρό ότι τα μείζονα πετρελαϊκά πεδία της Βόρειας Θάλασσας και της Αλάσκα είχαν προσεγγίσει το υψηλό της παραγωγής του και ότι εντός μιας δεκαετίας θα ήταν σε πτώση. Ως συνέπεια, η εποχή της υπερβάλλουσας ικανότητας στην παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου, η οποία είχε τις ρίζες της στην μαζική υπερεπένδυση στην βιομηχανία σε απάντηση των πετρελαϊκών σοκ της δεκαετίας του 1970, θα τελείωνε. Με άλλα Δυτικά πετρελαϊκά πεδία να ακολουθούσαν σύντομα, η παγκόσμια βιομηχανία πετρελαίου θα γινόταν αυξανόμενα εξαρτώμενη σε αυτό το οποίο έχει γίνει τώρα γνωστό ως Ευρύτερη Μέση Ανατολή: το οποίο είναι τα πετρελαϊκά πεδία του Περσικού Κόλπου, του Καυκάσου και Κεντρικής Ασίας.

Κατά την διάρκεια της υπερβάλλουσας πετρελαϊκής ικανότητας, η ΗΠΑ πολιτική αναφορικά με το πετρέλαιο ήταν να αποτρέψει την κατάρρευση στην τιμή του πετρελαίου που θα σήμαινε το γκρέμισμα της Αμερικανικής υψηλού κόστους πετρελαϊκής βιομηχανίας. Σε αυτόν τον στόχο οι ΗΠΑ επιδίωκαν να κρατήσουν το πετρέλαιο εκτός της παγκόσμιας αγοράς. Οι Αμερικανοί υποστήριζαν τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να αστυνομεύσει τις αυστηρές πετρελαϊκές ποσοστώσεις του OPEC και να επιδιώξει μέσω πολεμικών και οικονομικών κυρώσεων να αποτρέψει την ανάπτυξη των μειζόνων πετρελαϊκών πεδίων σε Ιράν και Ιράκ.[6] Ωστόσο, με την προοπτική αυτής της εποχής να τελειώνει, ήταν αναγκαίο, αν οι ΗΠΑ σκόπευαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην παγκόσμια πετρελαϊκή βιομηχανία, να αναπτύξουν μια στρατηγική ώστε να διευθύνουν την μετάβαση στην νέα εποχή.

Η στρατηγική που εξελίχθηκε επί της Κλίντον διακυβέρνησης είναι πρώτα να ανοίξουν τα πετρελαϊκά πεδία του Ιράν και του Ιράκ σε Αμερικανική και Δυτική επένδυση κεφαλαίου. Αυτό έμελλε να γίνει είτε μέσω διπλωματικών προσπαθειών να πεισθούν οι κυβερνήσεις του Ιράν και του Ιράκ να λάβουν μια πιο φιλο-Δυτική θέση, ή αποτυγχάνοντας αυτό, με το να επιφέρουν μια αλλαγή καθεστώτος σε αμφότερες αυτές τις χώρες μέσω κεκαλυμμένων επιχειρήσεων. Δεύτερον, σε σύζευξη με το άνοιγμα των πετρελαϊκών πεδίων σε Ιράκ και Ιράν, η στρατηγική του Κλίντον ήταν να λάβει την ευκαιρία της αποσύνθεσης της ΕΣΣΔ και της ιδιωτικοποίησης της Ρωσικής βιομηχανίας πετρελαίου, ώστε να κερδίσει πρόσβαση για τις ΗΠΑ πετρελαϊκές βιομηχανίες στην Ρωσία, Καύκασο και Κεντρική Ασία, με ευνοϊκούς όρους.

Ωστόσο, η στρατηγική του Κλίντον ξεπεράσθηκε από τα γεγονότα. Ακολουθώντας τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970, η ανάπτυξη των νέων πηγών ενέργειας και της τεχνολογίας αποθεματοποίησης ενέργειας, μαζί με την βραδεία οικονομική ανάπτυξη, σήμαναν, ότι κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο μόλις και αυξανόταν. Ως αποτέλεσμα, η κύρια αιτία της προοπτικής πτώσης στην υπερβάλλουσα ικανότητα της παγκόσμιας βιομηχανίας πετρελαίου φαινόταν να είναι στην πλευρά της παροχής: η οποία είναι η πτώση στην παροχή πετρελαίου από τα γερασμένα πετρελαϊκά πεδία. Ως τέτοιο, το επιδιωκόμενο σημείο, στο οποίο η εποχή του υπερβάλλοντος πετρελαίου ήταν να φτάσει σε ένα τέλος, ήταν κάπου γύρω στα 2010, κάτι που παρείχε επαρκή χρόνο για την ανοιχτή τιμολόγηση των νέων πετρελαϊκών πεδίων. Όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο ξεκίνησε να αυξάνει οξυμένα. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης στην ζήτηση προερχόταν από την μη αναμενόμενη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Όπως οι πρόσφατες οξυμένες αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου έχουν επιβεβαιώσει, το πετρελαϊκό ράγισμα έχει έλθει αρκετά νωρίτερα απ’ αυτό που αναμενόταν πριν δέκα χρόνια.

Όπως έγινε ξεκάθαρο, ότι η μακροπρόθεσμη στρατηγική του Κλίντον ξεπεράσθηκε από τα γεγονότα, η θέση των νέο-συντηρητικών στο κατεστημένο της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έγινε ενδυναμωμένη. Ακολουθώντας την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους τον Σεπτέμβρη του 2001, οι νέο-συντηρητικοί εντός της νέας διακυβέρνησης του Μπους (jnr) έλαβαν την ευκαιρία να πιέσουν για μια ριζική αλλαγή στην ΗΠΑ εξωτερική πολιτική. Σε ανοιχτή εναντίωση προς τον πολυμερισμό της κατεστημένης Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, επιχειρηματολόγησαν ότι ήταν αναγκαίο να διακόψουν όλες τις διπλωματικές διεμπλοκές, ώστε μονόπλευρα να επανασυστήσουν τα γεω-πολιτικά της ευρύτερης Μέσης Ανατολής μέσω ξεκάθαρης στρατιωτικής ισχύος.

Πρώτον, με την εισβολή στο Αφγανιστάν στα 2002, οι ΗΠΑ ήταν ικανές να αποκτήσουν ένα πάτημα στην Κεντρική Ασία, που μέχρι τότε γινόταν αποδεκτό ότι ήταν εντός της Ρωσικής σφαίρας επιρροής, όχι μόνο με το να καταλάβουν το Αφγανιστάν, αλλά και με την εγκαθίδρυση στρατιωτικών βάσεων στις Κεντρικοασιατικές δημοκρατίες. Δεύτερον, η εισβολή στο Ιράκ όχι μόνο επέτρεψε στις ΗΠΑ να καταλάβουν μια χώρα με τα παγκόσμια δεύτερα μεγαλύτερα γνωστά αποθέματα πετρελαίου, αλλά τις τοποθέτησε σε μια θέση εξ ίσου ικανή να στηλώσει, διά στρατιωτικής ισχύος αν ήταν αναγκαίο, το φιλο-Αμερικανικό Σαουδικό καθεστώς- το οποίο φυσικά επικρατεί επί των παγκοσμίων μεγαλύτερων γνωστών αποθεμάτων πετρελαίου –και να επέμβουν ώστε να ανατρέψουν το αντι-Αμερικανικό Ιρανικό καθεστώς.

Ωστόσο, το θρασύ αλλά παράτολμο σχέδιο των νέο-συντηρητικών για να επιλύσουν το πρόβλημα της συνεχιζόμενης κυριαρχίας της Αμερικής επί της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας με το διά της ισχύος να επαναδιατάσσουν τα γεω-πολιτικά της “ευρύτερης Μέσης Ανατολής” είχε αποτύχει. Είχε τραπεί στην άμμο της Ιρακινής αντίστασης. Μακριά από το να προβάλλει την ΗΠΑ στρατιωτική δύναμη, και να δείχνει στον κόσμο ότι είχε εξορκίσει το φάντασμα του Βιετνάμ, το Ιράκ έχει δείξει τα όρια της ΗΠΑ δύναμης. Κάνοντας έτσι, έχει διανοίξει αυτό το οποίο έχει γίνει γνωστό ως το “νέο μεγάλο παίγνιο δύναμης” επί του ελέγχου της παραγωγής και διανομής του πετρελαίου –και των πετρελαϊκών προσόδων, οι οποίες εγείρονται εξ ενός τέτοιου ελέγχου –των πλατιά αναξιοποίητων πετρελαϊκών πεδίων της Κεντρικής Ασίας.  



[1] Ενδεικτικά βλ. Joshua Cooper Ramo, The Beijing Consensus, The Foreign Policy Centre, London, 2004. Σε αυτό το βιβλίο η παρουσίαση δεν περιορίζεται μόνο στα τυπικά γνωρίσματα της επίσημης εξωτερικής πολιτικής, αλλά διεισδύει και εμβαθύνει σε κομβικές πλευρές της Κινεζικής επιστημονικής αντίληψης για την κοσμική συγκρότηση του πραγματικού, όπως η αξιωματική ανάπτυξη της φυσικής επιστήμης, των μαθηματικών, της κβαντικής, των χωροχρονικών προβλημάτων.

[2] Το ΣΝΑΕ περιλαμβάνει τις τέως Ανατολικοασιατικές τίγρεις: Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιππίνες, και την Σιγκαπούρη, μαζί με Ταϊλάνδη, Μπρουνέι, Βιετνάμ, Λάος, Μιανμάρ (τέως Μπούρμα) και Καμπότζη.  

[3] Η ΝΑΕΠΣ αποτελείται από την Ινδία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Μπουτάν, τις Μαλβίδες, Νεπάλ και Σρι Λάνκα. Η Κίνα έχει αποκτήσει την ειδική σχέση του “διαλογικού εταίρου” με την ΝΑΕΠΣ.  

[4] Βλ. ‘China’s Electric Power Sector Reaches Growth Limit’, Asian Times, May 5th, 2005

[5] Βλ. ‘Pressure on Beijing Over Fuel Shortages’, Financial Times, August 18th, 2005.

[6] Για την πιο λεπτομερή ανάλυσή μας περί των γεω-πολιτικών του πετρελαίου και του πρόσφατου Πολέμου στο Ιράκ βλ. ‘Oil Wars and World Orders Old and New’, Aufheben #12, 2004.


-Το μεγάλο παίγνιο δύναμης

Οι κύριοι παίκτες στο νέο μεγάλο παίγνιο δύναμης[1] στην Κεντρική Ασία είναι πρώτα: οι κύριες αναπτυγμένες καπιταλιστικές δυνάμεις: οι ΗΠΑ, των οποίων οι πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες κυριαρχούν στην παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά, οι δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης, και η Ιαπωνία. Δεύτερον, υπάρχουν οι κύριες Ασιατικές δυνάμεις των οποίων η εγγύτητα στην Κεντρική Ασία ενισχύει την γεωπολιτική θέση τους: Κίνα, Ρωσία και Ινδία. Τρίτον, υπάρχουν τα πέντε Κεντρικοασιατικά κράτη: Καζακστάν και Τουρκμενιστάν, που μαζί με την Ρωσία επικάθονται στο περισσότερο του πετρελαίου και των αποθεμάτων φυσικού αερίου, μαζί με: Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Κιργιστάν, που είναι όλοι στρατηγικά τοποθετημένοι για όποιον εύχεται να ελέγξει την διανομή πετρελαίου στην περιοχή.

Καθώς οι ΗΠΑ έχουν βαλτώσει κάτω στο Ιράκ, το Κινεζικό κράτος έχει επιδιώξει ένα σύνθετο σύνολο από διπλωματικές, εμπορικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες για να εξασφαλίσει τις μελλοντικές πετρελαϊκές παροχές του και να προωθήσει τις επιχειρηματικές θέσεις του στο αιχμαλωτίζειν τις πετρελαϊκές προσόδους. Κεντρικό σε αυτό είναι μια σειρά από διπλωματικούς ελιγμούς σχεδιασμένη να δημιουργήσει ένα Ασιατικό μπλοκ που είναι ικανό να αντιτεθεί στην κυριαρχία των ΗΠΑ και των Δυτικών πετρελαϊκών συμφερόντων στην Κέντρική Ασία.[2]

Ίσως, το πιο σημαντικό απ’ αυτά είναι το κορτάρισμα της Ρωσίας. Η πρόσφατη ανάκαμψη της Ρωσίας από την καταστροφική “νέο-φιλελεύθερη θεραπεία του σοκ” της δεκαετίας του 1990, που είδε την Ρωσική οικονομία να βυθίζεται κοντά 50%, είναι ευρέως το αποτέλεσμα του αυξανόμενου κρατικού ελέγχου επί των Ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών –οι οποίες είναι τώρα τουλάχιστον υποχρεωμένες να πληρώνουν τους φόρους τους –και η αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου. Η εξάρτηση της Ρωσίας στον πετρελαϊκό πλούτο σημαίνει ότι είναι υπό δυνατή πίεση να εκμεταλλευθεί την θέση της ως παίκτης κλειδί στο σκάλισμα της “ευρύτερης Μέσης Ανατολής”. Το περισσότερο των μη αναπτυχθέντων πετρελαϊκών αποθεμάτων στην Κεντρική Ασία κείνται είτε στην Ρωσική επικράτεια είτε στην επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ. Η οικονομική υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των αγωγών πετρελαίου, των πρώην ΕΣΣΔ δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας, όσο υπάρχουν, είναι ακόμα ευρέως ενταγμένη στην Ρωσική οικονομία. Κατά συνέπεια, η Ρωσία είναι ο θυροφύλακας των πετρελαϊκών πεδίων της Κεντρικής Ασίας, ελέγχοντας, όπως κάνει, όχι μόνο την απόσπαση από τα δικά της πετρελαϊκά πεδία, αλλά και την μεταφορά του περισσότερου πετρελαίου αποσπασμένου εντός της πρώην αυτοκρατορίας της.

Από τότε που ο Hu Jintao παρέλαβε από τον Jiang Zemin ως ο διαπρεπής ηγέτης της Κίνας στα 2002, έχει επισκεφτεί την Ρωσία για συζητήσεις υψηλού επιπέδου όχι λιγότερες από πέντε φορές. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα αυτό έδειχνε να έχει λίγη επίδραση στις Σινο-Ρωσικές σχέσεις.

Αναφορικά με το πετρέλαιο, η Ρωσία επιδιώκει να χτίσει εμπορικές σχέσεις με Δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες για να κερδίσει την αναγκαία επένδυση και τεχνολογία ώστε να εκμεταλλευθεί τα αποθέματά της και δυνητικά να αποκτήσει επικερδή συμβόλαια για να προμηθεύσει τις Ευρωπαϊκές οικονομίες με πετρέλαιο και φυσικό αέριο, απ’ την στιγμή που οι υδρογονάνθρακες της Βόρειας Θάλασσας έχουν γίνει εξαντλημένοι. Πιο γενικά, παρόλο που η Ρωσία αντιτέθηκε στην ΗΠΑ εισβολή στο Ιράκ, ο Πούτιν σκέφτεται ότι είναι σοφό να διατηρήσει εγκάρδιες σχέσεις με τις ΗΠΑ.

Προκειμένου να διατηρήσει την διαπραγματευτική θέση της ως προς την Ευρώπη, η Ρωσία πρότεινε να χτίσει έναν δια-Σιβηρικό αγωγό έως τον Ειρηνικό, που θα της έδινε μια εναλλακτική έξοδο για το πετρέλαιό της. Επέτρεψε έναν πόλεμο προσφορών μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας επί του πού ο αγωγός έπρεπε να καταλήγει και ποιος θα πλήρωνε για την κατασκευή του. Στα 2004 οι Ρώσοι κατέληξαν υπέρ της Ιαπωνικής προσφοράς.

Ωστόσο, ακολουθώντας την προώθηση της “Πορτοκαλί Επανάστασης” από την Αμερική στην Ουκρανία, που ευθέως απειλεί τα πετρελαϊκά συμφέροντα της Ρωσίας στον Καύκασο, η εξωτερική πολιτική του Πούτιν έχει σημειώσει μια αποφασιστική στροφή προς την Κίνα. Αυτό έχει γίνει γεγονός με την εκτεταμένη κοινή στρατιωτική άσκηση διεξαχθείσα από την Κίνα και την Ρωσία στον Αύγουστο του 2005 –η πρώτη τέτοια κοινή στρατιωτική άσκηση για παραπάνω από πενήντα χρόνια.[3] Των ασκήσεων αυτών προηγήθηκε η ανακοίνωση της 30ης Ιουνίου ότι η Ρωσική κυβέρνηση είχε συμφωνήσει να έχει ένα παράρτημα του δια-Σιβηρικού αγωγού διελθόντος της Κίνας, προς δυσαρέσκεια των Ιαπώνων. 

Η ανακοίνωση ότι θα υπήρχε ένα παράρτημα του αγωγού ήλθε στην φόρα μιας συνεδριακής συνάντησης του Οργανισμού της Σανγκάης για Συνεργασία (ΟΣΣ). Μια συνάντηση που κάποιοι αναλυτές βλέπουν να έχει μεγαλύτερη παγκόσμια σημασία από την πολύ πιο δημοσιοποιημένη περίσταση της συνάντησης των G8 που γίνεται στον ίδιο χρόνο. Ο ΟΣΣ αρχικά συστήθηκε στα 2001 ως διακυβερνητικός οργανισμός για να προωθήσει την συνεργασία επί οικονομικών και ασφάλειας ζητημάτων μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και τεσσάρων από τις πέντε Κεντρικοασιατικών δημοκρατιών: Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Κιργιστάν.[4]

Όσο αφορά τα οικονομικά ζητήματα η Κίνα ενδιαφερόταν στο να αποκτήσει πρόσβαση όχι μόνο στα αναξιοποίητα πετρελαϊκά και φυσικού αερίου αποθέματα των Κεντρικοασιατικών δημοκρατιών αλλά επίσης σε τέτοια ακατέργαστα υλικά, όπως βαμβάκι, αλουμίνα, ψευδάργυρο, μόλυβδο, σιδηρομετάλλευμα και χρυσό. Η Κίνα επίσης ήλπιζε ότι οι Κεντρικοασιατικές δημοκρατίες θα παρείχαν κλειστές αγορές για τις μεταποιητικές βιομηχανίες που είχαν σχεδιασθεί για τις οικονομικά μη αναπτυχθείσες δυτικές περιοχές.

Όσον αφορούσε την ασφάλεια όλα τα κράτη μέλη της ΟΣΣ αντιμετώπιζαν στρατιωτικές Ισλαμικές ομάδες, οι οποίες τότε γινόντουσαν πιο τολμηρές, καθώς οι Ταλιμπάν στερέωναν τον έλεγχό τους επί του Αφγανιστάν, καθώς και διάφορα εθνικά βασισμένα χωριστικά κινήματα. Η ίδια η Κίνα αντιμετώπιζε αυξημένα περιστατικά εθνικών ταραχών, πολιτικών δολοφονιών και σαμποτάζ των εργοστασίων πετρελαίου και των αγωγών στην μακρινή δυτική αυτόνομη περιοχή της, του Σινγκάνγκ. Μέσω του ΟΣΣ ελπίζετο ότι η συντονισμένη δράση μεταξύ των κρατών μελών θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική στο να τσακίσει τέτοια “τρομοκρατία”, η οποία ευρέως βασιζόταν στα ορεινά χερσαία σύνορα.

Ωστόσο, εντός μηνών από την σύσταση του ΟΣΣ η κατάσταση στην Κεντρική Ασία μεταμορφώθηκε ριζικά από την ΗΠΑ εισβολή στο Αφγανιστάν. Αρπάζοντας την ευκαιρία να ελευθερωθούν από την παραδοσιακή καθυπόταξή τους στην Μόσχα, οι Κεντρικοασιατικές δημοκρατίες συμμετείχαν στον από την Αμερική καθοδηγούμενο πόλεμο ενάντια στην “τρομοκρατία”. Προς αντάλλαγμα για ουσιώδη μεγέθη στρατιωτικής και οικονομικής συνδρομής, το Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν επέτρεψαν στην Αμερική να χτίσει αεροπορικές βάσεις και σταθμούς περισσότερων από 3.000 στρατευμάτων στο έδαφός τους, ενώ το Καζακστάν και το Τατζικιστάν συμφώνησαν να αφήσουν τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τον εναέριο χώρο τους για στρατιωτικές υπερ-πτήσεις.

Η δοκιμαστική πρόταση να χτιστεί ένας αγωγός 3.000 χλμ από τα πετρελαϊκά πεδία του Καζακστάν κοντά στην Κασπία Θάλασσα και στην Κίνα κρατήθηκε σε αναστολή. Απεναντίας, η κυβέρνηση του Καζακστάν ανανέωσε την δέσμευσή της στην Αμερικανική πρόταση για έναν αγωγό διερχόμενο κάτω από την Κασπία Θάλασσα κατά μήκος του Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας στο Τουρκικό λιμάνι του Κεϋχάν. Ένα αγωγός που θα παρείχε μια εναλλακτική στον υπάρχοντα αγωγό που φτάνει στο Ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ στην Μαύρη Θάλασσα.

Κι όμως, όπως η Ρωσία, οι απόψεις των Κεντρικοασιατικών δημοκρατιών προς τις ΗΠΑ έχουν διέλθει μια απότομη στροφή κατά το προηγούμενο έτος. Υπό πίεση από τους Αμερικάνους να ανοίξουν τις οικονομίες τους στην “ελεύθερη αγορά”, και με την απειλή των ΗΠΑ-χορηγούμενων “πορτοκαλί επαναστάσεων”, αν δεν το κάνουν, οι Κεντρικοασιατικές δημοκρατίες έχουν επιστρέψει στις αγκαλιές της Κίνας και της Ρωσίας. Ως αποτέλεσμα, ο ΟΣΣ έχει επαναζωογονηθεί. Στην συνάντηση του Ιουλίου 2005 συμφωνήθηκε ότι ο αγωγός μεταξύ Καζακστάν και Κίνας θα χτιζόταν όπως και να είχε. Επιπρόσθετα, ο ΟΣΣ κάλεσε τις ΗΠΑ να αποσύρουν όλα τα στρατεύματά τους από την Κεντρική Ασία. Εντός εβδομάδων το Καζακστάν ακολούθησε αυτό ανακοινώνοντας ότι οι Αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός του θα έκλειναν. Μόνο μια φωτιστική περιοδεία των κεφαλαίων της Κεντρικής Ασίας από τον Ντόναλντ Ράμσφέλντ κατάφερε να αποσοβήσει, τουλάχιστον για την ώρα, την ανάληψη παρομοίων δράσεων απομάκρυνσης της Αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας κάπου άλλου στην περιοχή.

Μαζί με τις διπλωματικές πρωτοβουλίες στοχεύουσες στην Ρωσία και τις Κεντρικοασιατικές δημοκρατίες, η Κίνα έχει επίσης προσπαθήσει να χτίσει στενότερους διπλωματικούς δεσμούς με την Ινδία, ιδιαίτερα επί του ζητήματος του πετρελαίου. Ως τέτοια, η Ινδία είναι ένας δυνητικός αντίπαλος με την Κίνα επί του σκαλίσματος των πετρελαϊκών αποθεμάτων της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, η Κίνα επιδιώκει να χτίσει επί του κοινού συμφέροντός της με την Ινδία για να αμφισβητήσει την “Δυτική κυριαρχία” της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας. Σε αυτό τον σκοπό η Κίνα έχει εισάγει ένα κοινό εγχείρημα με την Ινδία και το Ιράν για να αναπτύξει την Ιρανική πετρελαϊκή παραγωγή.[5] Επιπρόσθετα, ως ένα βήμα προς την μορφοποίηση του Ασιατικού μπλοκ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ινδία θα συμμετάσχει σε στρατιωτικές ασκήσεις στα 2006 με Ρωσία και Κίνα.

Στο εμπορικό επίπεδο, οι κρατικά-ανηκόμενες πετρελαϊκές εταιρείες της Κίνας ασχολούνται με το να αγοράζουν δικαιώματα πετρελαϊκής έρευνας και εκμετάλλευσης γύρω στην Ασία. Η πιο θρασεία από αυτές τις κινήσεις ήταν η προσφορά από την Κινεζική Εθνική Εξωχώρια Πετρελαϊκή Εταιρεία (ΚΕΕΠΕ) να εξαγοράσει την σχετικά μικρή ΗΠΑ πετρελαϊκή εταιρεία, Unocal. Μια εξαγορά η οποία μπλοκαρίσθηκε στο όνομα του “Αμερικανικού εθνικού συμφέροντος”. Το περισσότερο της αντίθεσης στο ντιλ βασιζόταν στο επιχείρημα ότι οι Κινέζοι ίσως καταλάμβαναν Αμερικανικά πετρελαϊκά αποθέματα. Ωστόσο, η ΚΕΕΠΕ θα εξαγόραζε, αλλά θα αποσυρόταν από τα συμφέροντα της Unocal στα πετρελαϊκά πεδία στην Αμερική, αν το ντιλ προχωρούσε. Το κύριο συμφέρον της ΚΕΕΠΕ στην Unocal ήτο το πετρέλαιό της και τα συμφέροντα φυσικού αερίου στην Ασία, όπως κι οι επιχειρήσεις της στην Μιανμάρ (πρώην Μπούρμα), Μπαγκλαντές, Τουρκμενιστάν.

Παρά το ότι η προσφορά της ΚΕΕΠΕ για την Unocal μπλοκαρίσθηκε, αυτό αποζημιώθηκε από μια άλλη κρατικά-ανηκόμενη Κινεζική πετρελαϊκή εταιρεία –την Κινεζική Εθνική Πετρελαϊκή Εταιρεία (ΚΕΠΕ) –σπρώχνοντας συμφωνία 580 μύρια δολάρια για να πάρει την καταχωρισμένη στον Καναδά Πετρο-Καζακστάν. Η Πετρο-Καζακστάν είναι η τρίτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός στο Καζακστάν.[6]

Αυτό το ντιλ, μαζί με τον προτεινόμενο αγωγό, όχι μόνο συμβάλει στο παραπέρα στέριωμα της πρόσβασης της Κίνας στους πετρελαϊκούς και φυσικού αερίου πόρους του Καζακστάν αλλά επίσης επιτρέπει την αιχμαλωσία των πετρελαϊκών προσόδων εγειρόμενων από την εξαγωγή τους.

Έτσι, εν ολίγοις, στους πρόσφατους μήνες το “νέο μεγάλο παίγνιο δύναμης” να σκαλίσεις τα αποθέματα υδρογονανθράκων της Κεντρικής Ασίας έχει οξυμένα μεταβληθεί κατά των ΗΠΑ και υπέρ της Κίνας. Αυτό, μαζί με τις ανησυχίες προκαλούμενες από την αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου, συμβάλει στο να πυροδοτεί την έννοια μιας επικείμενης Κινεζικής απειλής στα συμφέροντα της Αμερικής στα διάφορα οικοδομικά τετράγωνα της Αμερικανικής μπουρζουαζίας. Αυτό έχει εκδηλώσει εαυτό, όχι μόνο στην ισχυρή αντίθεση στην ΚΕΕΠΕ  προσφορά για την Unocal, αλλά επίσης στις κινήσεις στο ΗΠΑ Κογκρέσο για να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις ενάντια στην Κίνα αν αποτύχει να επαναξιοποιήσει/υπερτιμήσει το γουάν. Εκ των ένδον της ίδιας της διακυβέρνησης Μπους, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ έχει δημόσια εκφράσει τις ανησυχίες του εν όψει της αυξανόμενης στρατιωτικής ισχύος του ΛΑΣ.

Ωστόσο, το “νέο μεγάλο παίγνιο δύναμης” γύρω στην Κεντρική Ασία είναι σε ένα πρώιμο στάδιο και η κατάσταση είναι εισέτι σε μια αναλογίσιμη κατάσταση ροής. Μαζί με αμφότερες Ινδία και Ρωσία να κρατάνε τις διπλωματικές επιλογές τους ανοιχτές, αμφότερες γενικά και αναφορικά με το πετρέλαιο, η σταθεροποίηση ενός συνεκτικού αντι-Δυτικού Ασιατικού μπλοκ είναι ακόμη μακριά. Πράγματι, η κατάσταση θα μπορούσε να στραφεί εναντίον της Κίνας τόσο γρήγορα όσο έχει στραφεί υπέρ της κατά τους παρελθόντες μήνες.

Στις συμφωνίες του Μπους με την Κίνα, οι ανησυχίες περί της “Κινεζικής απειλής”, είναι πιθανόν να χρησιμοποιούνται ως κάτι περισσότερο από διαπραγματευτικά αντισταθμίσματα επί ελάσσονων ζητημάτων. Η διακυβέρνηση Μπους έχει ανάγκη συνεχιζόμενη Κινεζική συνεργασία στο να περιέχει την Βόρεια Κορέα. Επίσης μοιράζεται με την Κινεζική κυβέρνηση κοινά συμφέροντα σε αντιστεκόμενες κλήσεις από την Ευρώπη για μειωμένες εκπομπές άνθρακα για να αποφύγουν την κλιματική αλλαγή, και αμφότερες οι κυβερνήσεις έχουν κοινό σκοπό στο να αντιτίθενται σε προτάσεις επέκτασης του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ.

Ωστόσο, πολύ πιο σημαντικό από τέτοια κοινά συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής, είναι το γεγονός ότι ο Μπους δεν μπορεί να αγνοήσει τα συμφέροντα του Αμερικανικού κεφαλαίου στο να κάνει κέρδη από την ραγδαίως επεκτεινόμενη Κινεζική οικονομία. Όσο η σχέση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ παραμένει μία σχέση αμοιβαίας επανισχυροποίησης της συσσώρευσης κεφαλαίου, η προοπτική της ευθείας στρατιωτικής αντιπαράθεσης παραμένει μακρινή.

Πράγματι, όπως θα επιχειρηματολογήσουμε, η άριστη προοπτική για τις ΗΠΑ να υπερφαλαγγίσει την μακροπρόθεσμη απειλή της Κίνας στην ηγεμονία της θα έμοιαζε να είναι, όχι οι νέο-συντηρητικά-εμπνεόμενες στρατιωτικές περιπέτειες του είτε να περιέχεις ή ακόμα και να αντιμετωπίσεις την Κίνα, αλλά ο Τρωϊκός ίππος γεμισμένος με νέο-φιλελεύθερους ιδεολόγους.

 

-Τρωικοί ίπποι;

Για τους Αμερικανούς μπουρζουάδες σχολιαστές υπάρχουν δύο εξέχουσες ανησυχίες αναφορικά με το τρέχον στάδιο φιλελευθεροποίησης της Κίνας και ένταξής της στην “παγκόσμια οικονομία”. Η πρώτη και πιο επικρατούσα, είναι το ζήτημα του ποσοστού ανταλλαγής (συναλλαγματικής ισοτιμίας) του γουάν με το ΗΠΑ δολάριο. Η δεύτερη είναι η βραδύτητα των Κινεζικών αρχών στο να επιφέρουν χρηματιστικές και τραπεζικές μεταρρυθμίσεις. Όπως θα δούμε, αμφότερα των ζητημάτων είναι διασυνδεδεμένα, όντα πλευρές μιας πιο θεμελιακής αντίθεσης στην τρέχουσα κρατικά-διευθυνόμενη εθνική συσπείρωση κεφαλαίου στην Κίνα.

Ύστερα από αύξουσα πίεση από τις ΗΠΑ, ανακοινώθηκε στην 21η Ιουλίου 2005 ότι οι Κινεζικές χρηματικές αρχές είχαν αποφασίσει ότι, μετά από δέκα χρόνια, δεν θα επιδίωκαν πια να κρατήσουν το ποσοστό ανταλλαγής του γουάν με το ΗΠΑ δολάριο σταθερό εντός ενός στενού εύρους. Αντί να έχουν κολλημένο το γουάν στο ΗΠΑ δολάριο, θα ήταν από τώρα και μπρος κολλημένο στο καλάθι των πιο προβεβλημένων νομισμάτων του κόσμου.[7] Ωστόσο, αυτή η παραχώρηση έχει μέχρι τώρα συντελέσει σε μια μετριοπαθή υπερτίμηση 2% του γουάν έναντι του ΗΠΑ δολαρίου, πολύ μικρή ως προς το 30% της υπερτίμησης του ευρώ που έχει συμβεί κατά τα τελευταία λίγα χρόνια.

Για το ΗΠΑ λαϊκίστικο προστατευτικό λόμπι, που είναι πιο ηχηρό και πολιτικά ενεργό στο να εγείρει αυτό το ζήτημα, η επιμονή της Κίνας στο να έχει κολλημένο το γουάν στο ΗΠΑ δολάριο έχει δώσει στους εξαγωγείς της Κίνας ένα άδικο εμπορικό πλεονέκτημα. Αυτό, λέγεται, φαίνεται στο αυξανόμενο εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας ως προς τις ΗΠΑ. Αν οι Κινεζικές αρχές απείχαν από το να παρεμβαίνουν στις αλλοδαπές ανταλλακτικές αγορές, και γι’ αυτό επέτρεπαν στο γουάν να υπερτιμηθεί στο αγοραίο επίπεδό του, τότε η μεγάλη ανισορροπία εμπορίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ θα περιορίζετο. Δοσμένης της άρνησης της Κίνας να ακολουθήσει μια τέτοια ελεύθερη αγοραία πολιτική αναφορικά με το νόμισμά της, τότε η ΗΠΑ κυβέρνηση θα έπρεπε να επέμβει στο “πεδίο του επιπέδου του παιγνίου” επιβάλλοντας δασμούς στις Κινεζικές εισαγωγές, προκειμένου να προστατεύσει τις “Αμερικανικές δουλειές”.

Σε απάντηση, οι Κινέζοι σημειώνουν ότι παρόλο που η Κίνα έχει ένα ουσιώδες εμπορικό πλεόνασμα ως προς τις ΗΠΑ, αυτό είναι συμψηφισμός από ένα ισότιμα ουσιώδες εμπορικό έλλειμμα με τον υπόλοιπο κόσμο. Πράγματι, στα 2004, η Κίνα είχε ένα συνολικό εμπορικό έλλειμμα. Αυτό, λέγεται, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι η υπεραξιοποίηση του γουάν, αλλά η αποτυχία των Αμερικανικών εταιρειών να παράξουν αυτό που θέλει ο Κινέζος καταναλωτής να αγοράσει, και επομένως η αποτυχία να αυξηθούν οι Αμερικανικές εξαγωγές στην Κίνα, τόσο ώστε να μειωθεί η εμπορική ανισορροπία μεταξύ των δύο χωρών.

Φυσικά, είναι σίγουρα αληθές ότι ο κατακλυσμός των φθηνών Κινεζικών εισαγωγών στην Αμερική κατά τα πρόσφατα χρόνια έχει οδηγήσει αρκετές μικρές επιχειρήσεις στον τοίχο και έχει επιταχύνει την πτώση συγκεκριμένων βιομηχανιών και βιομηχανικών περιοχών στις ΗΠΑ. Αυτή η επίδραση στις “Αμερικανικές δουλειές” έχει υπηρετήσει ως ένα σημείο καμπάνιας για μια πολιτικά πιθανή λαϊκίστικη συμμαχία μεταξύ τομέων της βιομηχανικής μπουρουαζίας, των μικροαστών και τομέων της εργατικής τάξης. Ωστόσο, για την Αμερικανική μπουρζουαζία όλη αυτή η “απώλεια Αμερικανικών δουλειών” είναι μικρής ανησυχίας συγκρινόμενη με τις επικερδείς ευκαιρίες που η συνεχιζόμενη Κινεζική συσσώρευση κεφαλαίου διανοίγει.

Πράγματι, η Κινεζική απάντηση στα επιχειρήματα των Αμερικανών προστατευτιστών απολαμβάνει μιας συγκεκριμένης συμπάθειας μέσα στην Αμερικανική μπουρζουαζία και στους νέο-φιλελεύθερους προπαγανδιστές τους. Ωστόσο, έχοντας πει αυτό, αρκετοί ανάμεσα στην Αμερικανική μπουρζουαζία έχουν τους δικούς τους λόγους να θέλουν ένα τέλος σε ένα σταθερό ποσοστό ανταλλαγής του γουάν, βλέποντάς το ως ένα μέσο να μοχλεύσουν το άνοιγμα των ορίων της Κίνας στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου. Ως αποτέλεσμα αυτοί έχουν προβάλει τους δικούς τους διακριτούς και ίσως πιο αποπλανητικούς λόγους για τις Κινεζικές αρχές να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές της να διευθύνουν το νόμισμά τους.

Σε αντίθεση στα λαϊκίστικα επιχειρήματα ότι το κόλλημα του γουάν στο δολάριο είναι ενάντια στα Αμερικανικά συμφέροντα, αρκετοί νέο-φιλελεύθεροι ιδεολόγοι επιχειρηματολογούν ότι αυτό είναι επίσης ενάντια στα της Κίνας ιδία οικονομικά συμφέροντα. Επισημαίνεται ότι το περισσότερο από τα πρόσθετα δολάρια που εισέρχονται στην Κίνα, που αγοράζονται από την Κινεζική κεντρική τράπεζα, είναι λόγω της ενροής της Αμερικανικής αλλοδαπής επένδυσης παρά αποτέλεσμα του εμπορικού πλεονάσματος της Κίνας. Μετά, χρησιμοποιώντας αυτά τα πρόσθετα δολάρια για να αγοράζουν ΗΠΑ λογαριασμούς θησαυροφυλακίου, οι Κινεζικές αρχές επί του πρακτέου εγγυώνται τα ΗΠΑ βραχυπρόθεσμα δάνεια, τα οποία μετά χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην Κίνα που έχουν την προοπτική του να δίνουν πολύ υψηλότερες επιστροφές. Έτσι, στην μακρά πορεία η Κίνα χάνει επί της διαφοράς μεταξύ του τόκου λαμβανόμενου επί των ΗΠΑ λογαριασμών θησαυροφυλακίου και των μελλοντικών επιστροφών που πρέπει να ξεπληρώσουν σε Αμερικανικές επενδύσεις. Πράγματι, θα μπορούσε να λεχθεί, ότι η Κίνα θα ήταν καλύτερα με το να επενδύει τα δικά της αυξανόμενα αποθέματα αλλοδαπού νομίσματος στις δικές της βιομηχανίες.

Φυσικά, παρά την σαγηνευτική απλότητα τέτοιων επιχειρημάτων, η Κινεζική κυβέρνηση έχει καλούς λόγους για να διατηρεί ένα σταθερό ποσοστό ανταλλαγής μεταξύ του γουάν και του ΗΠΑ δολαρίου. Αν μη τι άλλο, με το να κολλάς το γουάν στο ΗΠΑ δολάριο, οι Κινεζικές αρχές είναι ικανές να διατηρούν όχι μόνο το επίπεδο αλλά επίσης το ποσοστό αύξησης των εξαγωγών στις ΗΠΑ. Στον ίδιο χρόνο, καθώς το γουάν έχει πέσει με το ΗΠΑ δολάριο έναντι του Ευρώ, οι Κινεζικές εξαγωγές είναι ικανές να διανοίξουν περισσότερες αγορές στην Ευρώπη. Ωστόσο, ίσως πιο σημαντικό, από το να διατηρεί ένα σταθερό ποσοστό ανταλλαγής με ένα δολάριο σε πτώση κατά τα παρελθόντα πέντε χρόνια, η Κινεζική κυβέρνηση είναι ικανή να μετριάζει την επίδραση του αυξανόμενου αλλοδαπού ανταγωνισμού στον εισέτι ευρέως καθυστερημένο και αναποτελεσματικό αγροτικό τομέα της, ο οποίος έχει ακολουθήσει την ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ.

Ωστόσο, ο πιο εσωτερικός λόγος, και αυτός ο οποίος πιο συχνά παρουσιάζεται στις κρυφίες ανακοινώσεις των Κινεζικών χρηματικών αρχών, είναι η σημασία του να διατηρείς “χρηματιστική σταθερότητα”. Για τις Κινεζικές χρηματικές αρχές η σημασία του να διατηρείς ένα σταθερό ποσοστό ανταλλαγής, είτε αυτό είναι στους όρους του ΗΠΑ νομίσματος είτε στους όρους ενός “καλαθιού ηγετικών νομισμάτων”, είναι αυτό που δημιουργεί αντέρεισμα στις προσπάθειές τους να ελέγξουν την ενροή του θεωρησιακού χρηματοκεφαλαίου. Πράγματι, ένα σταθερό ποσοστό ανταλλαγής με αυστηρούς ελέγχους κεφαλαίου είχε γίνει ζωτικό στην μόνωση του Κινεζικού χρηματιστικού συστήματος από τις αποσταθεροποιητικές παλιρροϊκές κινήσεις του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.[8]


[1] Το “μεγάλο παίγνιο δύναμης” αρχικά εισήχθη για να περιγράψει τους διπλωματικούς και στρατιωτικούς ελιγμούς μεταξύ Ρωσία και Βρετανίας για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας στον 19ο αιώνα. Ήταν μια φράση που εσφαλμένα αποδόθηκε στον Rudyard Kipling, που την έκανε διάσημη στο μυθιστόρημά Kim.

[2] Βλ. ‘China’s Hunger for Central Asian Energy’, Asian Times, June 11th, 2003.

[3] Βλ. ‘Brothers in Arms Again’, Asian Times, August 20th, 2005; ‘Hu Jintao Seeks to Secure Deliveries of Russian Oil to Fuel China’s Economic Growth’, Mosnews, June 30th, 2005 and 'China and Russia, New Shooting Stars', Asian Times, September 9th, 2005.

[4] Chien-peng Chung, 'The Shanghai Co-operation Organization: China's Changing Influence in Asia', China Quarterly, 180, December 2004; ‘Hu’s Central Asian Gamble to Counter the U.S. “Containment Strategy”’, Willy Lam, China Brief, July 2005, Jamestown Foundation; also ‘Energy: The Catalyst for Conflict’, Asian Times, August 30, 2005.

[5] Βλ. ‘China’s Foot in India’s Door’, Asian Times, August 24th, 2005; και ‘India and China: Comrades in Oil’, Asian Times, August 19th, 2005.

[6] Βλ. ‘Kazakh Oil Coup for China, India Cries foul’, Asian Times, August 24th, 2005.

[7] Βλ.‘Aim is to Allow Greater Flexibility While Still Keeping Control’, Financial Times, July 22nd, 2005; επίσης ‘Exchange Rate Reform in Long-Term Interests’, China Daily, July 22nd, 2005.

[8] Ότι ο στόχος της δυτικής χρηματιστικής είναι η διάλυση των ελέγχων κεφαλαίου αποκαλύπτεται σε άρθρο ενός σοβαρού οικονομολόγου στην τράπεζα Westpac, βλ. ‘What About the Capital Account?’, Huw McKay, Asian Times, July 26th, 2005.


-Χρηματιστική Μεταρρύθμιση

Κατά τον χρόνο της εισόδου της Κίνας στον ΠΟΕ πολλοί Δυτικοί σχολιαστές είχαν εκφράσει σοβαρές αμφιβολίες αναφορικά με την ικανότητα της Κινεζικής κυβέρνησης να περάσει τις νεο-φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εντός της συμφωνηθείσας πενταετούς μεταβατικής περιόδου. Πράγματι, πολλοί πίστευαν ότι η Κίνα θα κατέληγε υπαναχωρώντας από αυτό που ήταν κατόπιν όλων ένα αρκετά δύσκολο ντιλ για τους Κινέζους. Ωστόσο, στις πιο πολλές περιοχές της φιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης του εμπορίου και της βιομηχανίας η Κινεζική κυβέρνηση έχει προσπεράσει τέτοιες προσδοκίες και παραμένει αφοσιωμένη στις ΠΟΕ συμφωνίες. Εντούτοις, εκεί υπάρχει ένας τομέας της οικονομίας ο οποίος είναι εξαίρεση, και αυτό είναι ο τραπεζικός τομέας.

Είναι αληθές ότι η Κινεζική κυβέρνηση έχει διέλθει έναν υπολογίσιμο δρόμο στο χωρίζειν κανονιστικές και χρηματιστικές λειτουργίες στο τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες επίσης έχουν κινηθεί προς Δυτικά πρότυπα και διαδικασίες υπολογισμού και έχουν καταστεί λιγότερο μυστικοπαθείς σχετικά με την χρηματιστική θέση τους. Πάραυτα, οι σχολιαστές Δυτικών επιχειρήσεων κλαίγονται για το πως οι Κινέζοι τραπεζίτες δρουν περισσότερο ως κράτος και κομματικοί αξιωματούχοι παρά ως τραπεζίτες, και, κατά συνέπεια, για το πώς οι πολιτικοί αναλογισμοί συνεχίζουν να υπερσκελίζουν τα εμπορικά κριτήρια στην λήψη αποφάσεών τους.

Οι σχολιαστές Δυτικών επιχειρήσεων επισημαίνουν το πως αυτή η καθ-υπόταξη του εμπορικού στο πολιτικό έχει συντελέσει σε ένα σχεδόν αξεπέραστο πρόβλημα μιας αχανούς και συνεχιζόμενης συσσώρευσης “κακών” και “μη λειτουργικών” δανείων. Αυτό, λένε, οφείλεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να επενδύουν χρήμα στην κρατικά-ανηκόμενη βιομηχανία και στην τοπική διοίκηση για “πολιτικούς λόγους”, δίνοντας ανεπαρκή προσοχή, αν ο τόκος μπορεί να πληρωθεί επ' αυτών των δανείων, ή αν ακόμα μπορούν συνολικά να αποπληρωθούν. Πράγματι, έχει υπολογισθεί ότι το 50% όλων των δανείων δοθέντων από τις μείζονες Κινεζικές τράπεζες είναι “μη λειτουργικά” -καθώς οι οφειλέτες είναι ανίκανοι να πληρώσουν τον τόκο εξ υπαιτιότητάς των και έχουν σωρεύσει πάνω από 500 δις δολάρια κακού χρέους.1

Ως αποτέλεσμα, με Δυτικά μέτρα, οι περισσότερες απ' τις Κινεζικές τράπεζες θα έπρεπε να εκληφθούν ως αφερέγγυες, και θα έπρεπε να έχει κηρυχθεί χρεοκοπία πολύ καιρό πριν, αν δεν ήταν το γεγονός των επαναλαμβανόμενων παρεμβάσεων από το κράτος, εξ ίσου για να ανακεφαλαιοποιήσει το τραπεζικό σύστημα και να συγκεντρώσει τα κακά δάνεια των φύλων του τραπεζικού ισοζυγίου σε ειδικά εγκαθιδρυμένες κρατικά-ανηκόμενες Εταιρείες Διαχείρισης Στοιχείων.2 Ακόμα κι έτσι, τέτοιες κρατικές παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα συμβάλλουν στο ξεκαθάρισμα των τρεχόντων φύλων τραπεζικού ισοζυγίου από παρελθόντα κακά δάνεια, ωστόσο ουδέν κάνουν για να αποτρέψουν την γέννηση νέων κακών δανείων. Λέγεται, ότι ο μόνος τρόπος για να μπορεί να λυθεί το πρόβλημα είναι να μεταρρυθμίσουν τις τράπεζες έτσι ώστε αυτές να επιχειρούν σύμφωνα με καθαρά εμπορικά κριτήρια. Ωστόσο, για τόσο καιρό η Κινεζική κυβέρνηση είναι αργή στο να επιφέρει τέτοιες μεταρρυθμίσεις.

Για τους Δυτικούς σχολιαστές αυτή η αργοπορία στην μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα είναι αινιγματική δοσμένης της αφοσίωσης της κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις στους άλλους τομείς της οικονομίας. Έχει προταθεί ότι αυτή η απροθυμία στην μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα έχει να κάνει με την σημασία αυτού του τομέα για τα παίγνια πολιτικής εξουσίας εντός του Κόμματος-Κράτους. Καθώς οι επεκτάσεις των δανείων και της χρέωσης είναι σημαντικές στην κατανομή των πόρων εντός του κρατικού στελεχικού δυναμικού, ο έλεγχος επί της τραπεζικής πολιτικής είναι ένα σημαντικό στοιχεία στο χτίσιμο βάσεων εξουσίας εντός της Κομματικο-Κρατικής γραφειοκρατίας.3 Χωρίς αμφιβολία αυτό είναι σίγουρα αληθές όσο πάει. Ωστόσο, αυτό που αγνοεί αυτό το επιχείρημα, είναι η ζωτική σημασία του τρέχοντος τραπεζικού συστήματος για την κρατικά-διευθυνόμενη εθνική συσσώρευση κεφαλαίου.

Οι Κινεζικές τράπεζες έχουν περισσότερο ή λιγότερο αποκλειστική πρόσβαση μέσω των δικτύων των καταστημάτων τους εξ ίσου στις προσωπικές αποταμιεύσεις του αχανούς και μεγάλου ολιγαρκή πληθυσμού της Κίνας, και στις άεργες/οκνηρές χρηματικές καταθέσεις των εταιρειών και οργανισμών της Κίνας. Είναι γι' αυτό ικανές να προσελκύουν ουσιώδεις αποταμιευτικές καταθέσεις σε πολύ χαμηλά ποσοστά τόκου, οι οποίες μετά μορφοποιούν την βάση της δεξαμενής των τραπεζών για δανειακές επενδυτικές χρηματοδοτήσεις. Κομμάτι αυτών των δανειακών επενδυτικών χρηματοδοτήσεων μπορεί μετά να πάει για δανεισμό ως εμπορικά δάνεια στον μη-κρατικό τομέα σε υψηλά εμπορικά ποσοστά τόκου. Τα υψηλά περιθώρια κέρδους τα οποία εξ αυτού γίνονται σε αυτά τα εμπορικά δάνεια μετά πάνε για συμψηφισμό με τις απώλειες που υποφέρουν οι τράπεζες επί του κομματιού των δανειακών επενδυτικών χρηματοδοτήσεών τους, τις οποίες είναι υποχρεωμένες να δανείζουν σε υπο-εμπορικούς όρους στις κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις και σε άλλα κρατικά σώματα. Μ' αυτόν τον τρόπο οι τράπεζες είναι ικανές να προμηθεύουν το κράτος με μια πολύ φθηνή πηγή χρηματοδοτήσεων η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους δικούς τους σκοπούς.

Τώρα, φυσικά, υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας στις νεο-φιλελεύθερες διαμαρτυρίες, ότι το κράτος ρουφάει τις επενδυτικές χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες της Κίνας ώστε να παράσχει “πολιτικά κινούμενες” επιδοτήσεις στις ανεπαρκείς και υπεράριθμεςκρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις. Όπως έχουμε δει, κεντρικό στην μεταμόρφωσή τους σε προσανατολισμένους στο κέρδος εμπορικούς οργανισμούς ήταν οι κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις να υποστούν περικοπές των κοινωνικών λειτουργιών τους περί παροχής απασχόλησης και πρόνοιας στους εργάτες τους μέσω του ντανβέι συστήματος. Αλλ' αυτό επίσης σήμαινε ένας τέλος στις ευθείες κυβερνητικές εγγυήσεις και επιδοτήσεις.

Ωστόσο, προκειμένου εξ ίσου να ελαχιστοποιήσουν και να προλάβουν την ταξική σύγκρουση, που έχει εγερθεί από μαζικές απολύσεις και την διάλυση του ντανβέι συστήματος, η ενεργή μεταμόρφωση των κρατικά-ανηκόμενων επιχειρήσεων έχει καταστεί μια μακρόσυρτη και συχνά διακοπτόμενη διαδικασία. Ως αποτέλεσμα, οι κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις έχουν βρει εαυτούς ακόμα γεμάτες με απαρχαιωμένες μονάδες και μηχανουργία, συνεχιζόμενες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις κληρονομημένες από το ντανβέι σύστημα και με υπερβάλλοντα αριθμό εργατών: όμως, στον ίδιο χρόνο, δεν είναι πια ικανές να αποκτήσουν κυβερνητικές εγγυήσεις και επιδοτήσεις. Για να βολέψουν τέτοιες κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις, ή αλλιώς, να τις ενισχύσουν με το να επενδύσουν σε νέα μονάδα ή νέα μηχανουργία προκειμένου να πετύχουν το καλύτερο της ανασυγκρότησής τους, οι τράπεζες έχουν υποχρεωθεί να τους προκαταβάλουν δάνεια, ακόμα κι αν η προοπτική της αποπληρωμής των ίσως δεν είναι μεγάλη.4

Επιπρόσθετα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ενεργή ή δυνητική αντίσταση στην ανασυγκρότηση των κρατικά-ανηκόμενων επιχειρήσεων ίσως χρειάζεται να εξαγορασθεί ή αλλιώς να διασκορπισθεί, έχει απαιτηθεί από τις τράπεζες να προκαταβάλλουν: αυτό το οποίο θα μπορούσε να ονομασθεί “δάνεια ειρήνης και φιλίας”.

Στο εύρος κατά το οποίο η αντίσταση των εργατών έχει καθυστερήσει την μεταμόρφωση των κρατικά-ανηκόμενων επιχειρήσεων σε προσανατολισμένους στο κέρδος οργανισμούς, τότε έχει συμβάλει στο να κρατήσει πίσω μεταρρυθμίσεις στο τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, η χρηματιστική του εταιρισμού δεν είναι η μόνη λειτουργία την οποία οι Κινεζικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να επιτελέσουν εντός της κρατικά-διευθυνόμενης συσσώρευσης κεφαλαίου στην Κίνα. Μπορεί επίσης να ιδωθεί ως ένα μέσο να σιγουρέψουν μια πιο ισορροπημένη συσσώρευση κεφαλαίου.

Προς επιδίωξη των πρόσθετων κερδών που μπορούν να γίνουν στα Κινεζικά εργοστασιακά εμπορεύματα πωλούμενα στην παγκόσμια αγορά, αλλοδαπή ευθεία επένδυση στην Κίνα έχει ευρέως συγκεντρωθεί στον εξαγωγικά-προσανατολισμένο μεταποιητικό τομέα. Όπως έχουμε δει, αυτή η ευθεία επένδυση συνήθως παίρνει την μορφή των πολυεθνικών οργανισμών που εισέρχονται σε κοινά εγχειρήματα με το Κινεζικό κράτος -με το κράτος συχνά να επιφυλάσσει ένα ελεγκτικό ενδιαφέρον. Τέτοια κοινά εγχειρήματα απαιτούν το Κινεζικό κράτος να αντέξει το επενδυτικό κεφάλαιο ώστε να το συνταιριάξει με τους πολυεθνικούς εταίρους του. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι από τις επενδυτικές χρηματοδοτήσεις του κράτους, τραβηγμένο από την φορολόγηση και τα μερίσματα, αντλούμενο από το μερίδιο του κράτους στο κεφάλαιο των κρατικά-ανηκόμενων επιχειρήσεων και των κοινών εγχειρημάτων, είναι επίσης αφοσιωμένο στον εξαγωγικά-προσανατολισμένο μεταποιητικό τομέα. Ως αποτέλεσμα, η συσπείρωση κεφαλαίου σε αυτόν τον τομέα τείνει να υπερβαίνει εκείνη όλων των άλλων τομέων της οικονομίας.

Ωστόσο, η ραγδαία επέκταση της μεταποίησης απαιτεί την παροχή φθηνής στέγασης για την επεκτεινόμενη εργασιακή δύναμή της, απαιτεί περισσότερους δρόμους, σιδηρόδρομους και λιμάνια, απαιτεί περισσότερους σταθμούς ενέργειας και μια μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου και άνθρακα, και την μεγαλύτερη παραγωγή ατσαλιού, το πλείστον εκ των οποίων παράγονται ή παρέχονται από κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις ή άλλα κρατικά σώματα. Ωστόσο, οι αργές και συχνά αβέβαιες επιστροφές επί των μειζόνων μακροπρόθεσμων κατασκευαστικών έργων, όπως χτίσιμο δρόμων, σιδηρόδρομων και σταθμών ενέργειας, είναι μη ελκυστικές για ιδιώτες ή αλλοδαπούς επενδυτές, ιδιαίτερα όταν το κράτος το νοιάζει να κρατά την τιμή των βιομηχανικών εισροών, όπως τέλη μεταφοράς και κόστη καυσίμων, των οποίων τέτοια έργα ίσως συμβάλλουν στην παραγωγή των. Κι όμως, με το περισσότερο της επενδυτικής χρηματοδότησης του κράτους αφοσιωμένο σε κοινά εγχειρήματα στον μεταποιητικό τομέα υπάρχει έλλειψη κρατικού κεφαλαίου για επένδυση σε τέτοια μακροπρόθεσμα κρατικού τομέα έργα. Αυτό έχει συντελέσει, όπως έχουμε δει αρκετά καθαρά σε σχέση με την ενέργεια, σε σοβαρές οικονομικές συμφορήσεις, οι οποίες απειλούν να εκτροχιάσουν την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας.5

Η αξιοποίηση των επενδυτικών χρηματοδοτήσεων των τραπεζών παρέχει έναν δρόμο γύρω απ' το πρόβλημα της σχετικής υπο-επένδυσης στον κρατικό τομέα. Υποχρεώνοντας τις τράπεζες να δανείσουν στις κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις και στις κρατικές αρχές για μακροπρόθεσμες επενδύσεις παραγωγής παγίου κεφαλαίου, οι Κινέζοι σχεδιαστές μπορούν να διορθώσουν την πτώση στην επένδυση σε αυτόν τον τομέα.

Έτσι, το μερικά μη μεταρρυθμισμένο Κινεζικό τραπεζικό σύστημα έχει λειτουργήσει εξ ίσου για χρηματοδότηση και λείανση της διαδικασίας εταιρικοποίησης, και για να εξασφαλίσει μια πιο ισορροπημένη συσσώρευση κεφαλαίου. Όμως, η ερώτηση που τώρα εγείρεται, είναι: πόσο ακόμα το Κινεζικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να λειτουργεί σε αυτούς τους δρόμους; Ποια θα είναι η επίδραση μιας πλήρους εφαρμογής των δεσμεύσεων στον ΠΟΕ περί τραπεζικής μεταρρύθμισης;

Τον Δεκέμβριο του 2006 η πενταετής μεταβατική περίοδος για τις ΠΟΕ μεταρρυθμίσεις θα έλθει σε ένα τέλος. Ο Κινεζικός τραπεζικός τομέας είναι τότε υποχρεωμένος να ανοιχθεί πλήρως για αλλοδαπές τράπεζες. Ήδη, η απορρύθμιση έχει οδηγήσει στην εγκαθίδρυση σχεδόν διακοσίων αλλοδαπών τραπεζών με καταστήματα στην Κίνα. Ωστόσο, έχουν περιορισθεί τόσο, ώστε μπορούν μόνο να μετράνε το 1% των αποταμιευτικών καταθέσεων της Κίνας. Πάραυτα, η Κίνα είναι μια δελεαστική προοπτική για αλλοδαπές τράπεζες, και αφ' ής στιγμής οι παραμένοντες περιορισμοί αρθούν, θα υπάρχει μάλλον μεγάλη πρεμούρα να εισέλθουν.

Φυσικά, οι ιδεολόγοι της ελεύθερης αγοράς είναι επίμονοι στο να επισημαίνουν όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία η Κίνα θα θερίσει με το άνοιγμα του τραπεζικού συστήματός της στον αλλοδαπό ανταγωνισμό. Νέα “χρηματιστικά προϊόντα” και σύγχρονες προσανατολισμένες-στον πελάτη τραπεζικές πρακτικές θα μπορούν να ρίξουν στο τραπεζικό σύστημα περισσότερες καταθέσεις και να προωθήσουν πιο επαρκή και ευέλικτη χρηματοδότηση στο εμπόριο, στην βιομηχανία, και στο αδιαίρετο/άτομο.

Συγκεκριμένες αλλοδαπές αυθεντίες στην “λιανική τραπεζική” -που πραγματεύεται την μάζα των ιδιωτών αδιαίρετων/ατόμων- σίγουρα θα βελτιώσουν αυτό το οποίο είναι για καιρό μια παραμελημένη πλευρά της Κινεζικής τραπεζικής. Με τους επιβαλλόμενους περιορισμούς από τους χαμηλούς μισθούς και τα αγροτικά εισοδήματα, η παροχή επαρκούς και “ευέλικτης” πίστωσης στην αναδυόμενη Κινεζική μεσαία τάξη θα βοηθήσει να επεκτείνει την οικιακή αγορά.

Κι όμως, η ανάπτυξη της λιανικής τραπεζικής θα μπορούσε να τελειώσει εκτρέποντας τις δανειακές χρηματοδοτήσεις των τραπεζών από την χρηματοδότηση της πραγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου, είτε στους κρατικούς ή ιδιωτικούς τομείς, ώστε να πυροδοτήσει ένα καταναλωτικό ξοδευτικό μπουμ και σπάσιμο (φούσκας). Ως εκ τούτου, όχι μόνο ρίχνει κάτω το ποσοστό της συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά επίσης αυξάνει την χρηματιστική αστάθεια στην οικονομία και στο χρηματιστικό σύστημα.

Επιπρόσθετα, ο αλλοδαπός ανταγωνισμός θα οδηγήσει επίσης σε υψηλότερα ποσοστά τόκου που οι τράπεζες θα πρέπει να αποπληρώσουν επί των αποταμιευτικών καταθέσεων, και σε χαμηλότερα ποσοστά που είναι ικανές να αποκτήσουν στα δάνεια που βγάζουν. Ως αποτέλεσμα, τα περιθώρια κέρδους για τις Κινεζικές τράπεζες πιθανόν να συμπιεσθούν, κάνοντας πιο δύσκολο γι' αυτές να ανταπεξέλθουν στα βάρη επιβαλλόμενα από τα υπο-εμπορικά δάνεια τα οποία είναι υποχρεωμένες να κάνουν. Έτσι, η ικανότητα των τραπεζών να υποστηρίξουν την συσσώρευση κεφαλαίου εντός του κρατικού τομέα είναι πιθανό να εξασθενήσει από τον αυξανόμενο αλλοδαπό ανταγωνισμό.

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, ότι οι Κινεζικές τράπεζες δεν είναι απροετοίμαστες. Παίρνοντας το πλεονέκτημα των νέων κανόνων που επιτρέπουν το αλλοδαπό κεφάλαιο να κατέχει το 25% των μετοχών τους, οι Κινεζικές τράπεζες έχουν εισέλθει σε έναν αριθμό συμφωνιών με αλλοδαπές τράπεζες. Σε αντάλλαγμα για την εκκίνηση στην Κινεζική τραπεζική αγορά, αυτές οι αλλοδαπές τράπεζες παρέχουν αυθεντίες (ειδικούς) επί των Δυτικών τραπεζικών μεθόδων. Αντιμέτωπες με την αποκλειστικότητα και την αδιαφάνεια του Κινεζικού επιχειρηματικού κόσμου, οι αλλοδαπές τράπεζες θα το βρουν δύσκολο να κάνουν πολλές εκκινήσεις στο χρηματιστικό σύστημα της Κίνας χωρίς συνδέσεις -δίνοντας στις Κινεζικές τράπεζες ένα δυνατό χέρι στις διαπραγματεύσεις τους με δυνητικούς αλλοδαπούς εταίρους. Πράγματι, η αποκλειστικότητα και η αδιαφάνεια της “κόκκινης μπουρζουαζίας” της Κίνας είναι πιθανό να αμβλύνει την επίδραση του αλλοδαπού ανταγωνισμού στην τραπεζική, όπως έχει κάνει σε άλλους οικονομικούς τομείς. Έτσι, παρόλο που είναι πιθανό να προκαλέσει προβλήματα στην χρηματοδότηση της συσσώρευσης κεφαλαίου στον κρατικό τομέα και να παροξύνει τα προβλήματα της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, τιμώντας τις ΠΟΕ δεσμεύσεις στην τραπεζική μεταρρύθμιση, είναι απίθανο να προκαλέσει ο ίδιος μια χρηματιστική ή οικονομική κρίση.

Ωστόσο, το ζήτημα που αυτή η τραπεζική φιλελευθεροποίηση φωτίζει, είναι το αυξανόμενο δίλημμα το οποίο οι οικονομικοί σχεδιαστές της Κίνας αντιμετωπίζουν. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έχει βασισθεί στον κατακλυσμό ευθείας αλλοδαπής επένδυσης. Κι όμως, καθώς το αλλοδαπό κεφάλαιο ελκύεται από τα δυνητικά κέρδη που μπορούν να γίνουν, είναι ανήσυχο περί της ελλείψεως αστικοδημοκρατικών κανόνων στην Κίνα. Η έλλειψη καλά-προσδιορισμένων και κατοχυρωμένων περιουσιακών δικαιωμάτων, η απουσία της “δικαιοκρατικής αρχής” και της νομικής προστασίας από αυθαίρετες κυβερνητικές αποφάσεις, σημαίνει ότι η ασφάλεια της επένδυσης επί πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου στην Κίνα εξαρτάται στην καλή βούληση/πίστη της ηγεσίας του ΚΚΚ. Αλλά, πίσω από το μυαλό των αλλοδαπών καπιταλιστών ελλοχεύουν τα μαθήματα της ιστορίας περί της εξουσίας του ΚΚΚ, που δείχνει ότι εκεί δεν μπορεί να αποκλεισθεί μια αιφνίδια αλλαγή πολιτικής που θα διακινδύνευε το κεφάλαιό τους.

Για να καθησυχάσει τέτοιους φόβους η Κινεζική ηγεσία έχει αναζητήσει να κάνει καθαρή την αφοσίωσή της στην συνεχιζόμενη φιλελευθεροποίηση και απορρύθμιση, και, κάνοντας ούτω τρόπω, έχει υποχρεωθεί να ενσωματώσει τα νεο-φιλελεύθερα γιατροσόφια στην δική της πραγματική ιδεολογία. Κι όμως, καθώς η παλίρροια της φιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης ξεκινά να προσεγγίζει πέρα από το τραπεζικό σύστημα και εντός του χρηματιστικού συστήματος ως όλο, η συνεχιζόμενη φιλελεύθερη οικονομική μεταρρύθμιση απειλεί να υπονομεύσει τον πυρήνα της κρατικά-διευθυνόμενης συσσώρευσης κεφαλαίου της Κίνας.

Το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο ήδη χτυπάει την πόρτα της Κίνας, πρόθυμο να θέσει το ζήτημα της αξίωσής του στα προοπτικά κέρδη που είναι να γίνουν, είτε μέσω αγοράς στο Κινεζικό κεφάλαιο ή αλλιώς προσφέροντας δάνεια. Οι προπαγανδιστές τους επιμένουν στην αναπόδραστη προόδευση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην εγκατάλειψη των εμποδίων για μια ελεύθερη ροή κεφαλαίου, όπως έλεγχοι κεφαλαίου, και, όπως έχουμε δει, μαζί μ' αυτούς, και τα σταθερά συναλλαγματικά ποσοστά. Κι όμως, τέτοια καλέσματα για την αναγκαιότητα περαιτέρω φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων αντηχούν εντός της Κίνας, όχι μόνο από την Δυτικοποιημένη διανόηση, αλλά κι απ' τους κόκκινους καπιταλιστές της Κίνας και “γραφειοκράτες επιχειρηματίες”, οι οποίοι προσβλέπουν στην αχανή δυνητική πηγή επενδυτικών χρηματοδοτήσεων διαθέσιμων στις παγκόσμιες χρηματαγορές.

Κι όμως, καθώς η πίεση μεγαλώνει εξ ίσου μέσα και έξω για περαιτέρω οικονομική μεταρρύθμιση που θα επιτρέψει την ελεύθερη ροή κεφαλαίου εντός -και πράγματι εκτός- της Κίνας, θα γίνει αυξανόμενα πιο δύσκολο για το Κινεζικό κράτος να δέσει την πραγματική συσσώρευση κεφαλαίου στην συσσώρευση χρηματοκεφαλαίου. Η Κινεζική οικονομία θα καταστεί ευάλωτη στην αστάθεια των μεταπτώσεων του θεωρησιακού χρηματιστικού κεφαλαίου. Ένας ξαφνικός πανικός ίσως οδηγήσει σε μια μαζική έξοδο θεωρησιακού κεφαλαίου, οδηγώντας σε μια ολέθρια κρίση, όπως αυτή η οποία ενέσκηψε στις Ανατολικοασιατικές Τίγρεις στα 1998, μόνο που θα είναι σε μεγαλύτερη κλίμακα.


-Το μελλοντικό μεσο-βασίλειο;

Μέχρι τώρα η ανάδυση της Κίνας ως μείζονα δύναμη εντός της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου δεν έχει μόνο προκαλέσει την ηγεμονία των ΗΠΑ. Πράγματι, όπως έχουμε πει, η Κινεζική κρατικά-ηγούμενη εξαγωγικά-προσανατολισμένη ανάπτυξη έχει επί του πρακτέου υπηρετήσει εξ ίσου να ενισχύσει την οικονομική θέση της Αμερικής και τις τάσεις προς την “παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού” απ' όπου οι ΗΠΑ επικρατούν. Φυσικά, όπως έχουμε παρατηρήσει, ίσως υπάρχουν σοβαρές παγίδες στο ανοδικό μονοπάτι της Κίνας. Όμως, το ερώτημα που τώρα εγείρεται, είναι, αν η κόκκινη μπουρζουαζία της Κίνας μπορεί να περιέχει την εσωτερική ταξική σύγκρουση, να διατηρήσει την τρέχουσα συνοχή της εναντίον των παλιρροϊκών δυνάμεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίο, και να αποφύγει τις συγκρούσεις με τις ΗΠΑ επί του πετρελαίου και άλλων φυσικών πόρων -μπορεί η παρούσα σχέση της αμοιβαία επανισχυροποιημένης συσσώρευσης κεφαλαίου με την Αμερική να διατηρηθεί; Είναι πιθανό για την οικονομία της Κίνας να συνεχίσει απλά και λειασμένα να επεκτείνεται στον τρέχοντα ιλιγγιώδη ρυθμό της μέχρι να ξεπεράσει Γερμανία, Ιαπωνία και περιστασιακά τις ΗΠΑ, ώστε να γίνει η παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη; Η απάντηση είναι: κατά το μάλλον σίγουρα όχι!

Ήδη η Κίνα παράγει το 90% όλων των παιδικών παιχνιδιών και κοντά στο 60% του παγκόσμιου ρουχισμού, επίσης παράγει, ή τουλάχιστον συναρμολογεί, το 30% των παγκόσμιων τηλεοπτικών συσκευών, το 50% των παγκόσμιων καμερών και το 70% των παγκόσμιων φωτοτυπικών. Καθώς η Κίνα γίνεται ο κυρίαρχος Ασιάτης κατασκευαστής, οι παγκόσμιες τιμές τέτοιων εργοστασιακών εμπορευμάτων αυξανόμενα θα προσδιορίζονται από την τιμή παραγωγής στην Κίνα. Καθώς οι παγκόσμιες τιμές πέφτουν προς τις Κινεζικές τιμές παραγωγής, τα πρόσθετα κέρδη, που εγείρονται από την διαφορά μεταξύ αυτών των δύο, επίσης θα πέφτουν. Ως αποτέλεσμα, οι αχανείς ενροές της αλλοδαπής ευθείας επένδυσης, που έχουν κολλήσει από τις προοπτικές πρόσθετων κερδών, θα ξεκινήσουν να ματαιώνουν.

Κατά συνέπεια, είτε ο ρυθμός της συσσώρευσης κεφαλαίου στην Κίνα θα επιβραδυνθεί, με ίσως απρόβλεπτες συνέπειες για την ανάσχεση της ταξικής πάλης εκεί, ή αλλιώς η Κίνα θα πρέπει να χωρισθεί σε παραγωγή εμπορευμάτων που απαιτούν πιο εκπλεπτυσμένη και σύνθετη μηχάνευση και σχεδιασμό. Για να εισάγει τέτοιες νέες high-tech γραμμές παραγωγής, η Κίνα αυξανόμενα θα βρίσκει το εαυτό της σε ευθύ ανταγωνισμό με τους κατασκευαστές στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Στην πάλη ανταγωνισμού εντός αυτών των πιο high-tech γραμμών παραγωγής η διαθεσιμότητα φθηνής και απλής εργασιακής δύναμης θα είναι πολύ μακριά από το να είναι ένα πλεονέκτημα απ' αυτό το οποίο είναι μέχρι τώρα. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της επένδυσης του κράτους στην εκπαίδευση κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Κίνα έχει χτίσει μια ουσιώδη βάση επιστημόνων και μηχανικών. Πράγματι, Κίνα και Ινδία συνδυασμένες βγάζουν τώρα περισσότερους αποφοίτους πανεπιστημίων από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη -αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ότι η μεγαλύτερη αναλογία αυτών των αποφοίτων είναι επιστήμονες και μηχανικοί.6

Το κίνημα της Κίνας προς μια πιο high-tech παραγωγή είναι ίσως παραδειγματοποιημένο από την ανάδυση της Κινεζικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η ανάπτυξη μιας πλήρως γηγενούς αυτοκινητοβιομηχανίας είναι για καιρό ένας σταθερός αντικειμενικός σκοπός της οικονομικής στρατηγικής της ηγεσίας του ΚΚΚ. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει παρατηρηθεί αξιοσημείωτη πρόοδος προς αυτόν τον σκοπό. Απ' όταν η Κίνα μπήκε στον ΠΟΕ, οι περισσότεροι των παγκόσμιων ηγετικών κατασκευαστών αυτοκινήτων έχουν εισέλθει σε κοινά εγχειρήματα με Κινεζικές εταιρείες. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή αυτοκινήτων, ή τουλάχιστον η συναρμολόγηση αυτοκινήτων, στην Κίνα έχει επεκταθεί ραγδαία. Στα 2001 τα νούμερα της Κινεζικής παραγωγής αυτοκινήτων έφτασαν ένα εκατομμύριο τον χρόνο: αυτό είχε αυξηθεί σε πέντε εκατομμύρια στα 2004, και αναμένεται να ξεπεράσει τα δέκα εκατομμύρια κατά τα τέλη της δεκαετίας (2010).

Ωστόσο, μέχρι τώρα, η αναδυόμενη αυτοκινητοβιομηχανία της Κίνας έχει παραμείνει ευρέως περιορισμένη στην συναρμολόγηση αυτοκινήτων προκειμένου να παρέχει στην δική της οικιακή αγορά. Κι όμως, στην χαμηλόμισθη οικονομία της, η ζήτηση για αυτοκίνητα είναι το περισσότερο κομμάτι που περιορίζεται στην εύπορη αλλά σχετικά μικρή μεσαία τάξη της Κίνας. Δοσμένης της ζωτικής σημασίας της παραγωγής αυτοκινήτων για τις οικονομίες κλίμακας, φαίνεται απίθανο ότι η οικιακή αγορά θα είναι ικανή να διατηρήσει επαρκή ζήτηση στην μακρά πορεία ώστε να καταστήσει μια πλήρως αναπτυγμένη Κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία οικονομικά βιώσιμη.7

Κατά συνέπεια, η Κίνα αυξανόμενα θα πρέπει να κοιτάξει προς την εξαγωγή αυτοκινήτων αν θέλει να εγκαθιδρύσει μια πλήρως αναπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία. Αλλά, κάνοντας έτσι, αντιμετωπίζει σοβαρά εμπόδια. Πρώτον, μέχρι τώρα, η έλλειψη οικονομιών κλίμακος, λόγω των μεγεθών χαμηλής παραγωγής, συνδυασμένη με τα υψηλά κόστη εισαγωγής συστατικών εμπλεκόμενων για συναρμολόγηση, σημαίνει ότι τα φθηνά εργασιακά έξοδα της Κίνας είναι ανεπαρκή ώστε να κάνουν τα Κινεζικά αυτοκίνητα ανταγωνιστικά στις αλλοδαπές αγορές.

Δεύτερον, παρόλο που είναι πιο πρόθυμοι να εκμεταλλευθούν την φθηνή εργασιακή δύναμη της Κίνας για την συναρμολόγηση αυτοκινήτων, οι παγκόσμιοι μείζονες κατασκευαστές αυτοκινήτων είναι δύσθυμοι να μοιραστούν το πλείστον των σχεδιαστικών, μηχανευτικών και εμπορικών δεξιοτήτων τους με τους Κινέζους εταίρους τους -και πιθανά μελλοντικούς ανταγωνιστές τους -και είναι επίσης απρόθυμοι να μεταφέρουν την παραγωγή των συστατικών-κλειδιών στην Κίνα. Ως αποτέλεσμα, η αναδυόμενη αυτοκινητοβιομηχανία της Κίνας έχει τόσο πολύ έλλειψη από μέσα αναγκαία για την σχεδίαση, χτίσιμο και προώθηση των αυτοκινήτων σε υπεράκτιες αγορές.

Για να ξεπεράσει το πρόβλημα της έλλειψης αυθεντιών στην σχεδίαση και ανάπτυξη προϊόντος, το Κινεζικό κράτος έχει ενθαρρύνει κρατικά-ανηκόμενες εταιρείες αυτοκινήτων να αγοράσουν τέτοιες αυθεντίες μέσω της εξαγοράς προβληματικών αλλοδαπών αυτοκινητοβιομηχανιών. Ένα παράδειγμα αυτού ήταν η πρόσφατη εξαγορά της Rover MG. Στις σύνθετες διαπραγματεύσεις εξαγοράς μεταξύ BMW και δύο Κινέζων πλειοδοτών -Εταιρεία Αυτοκινητικής Βιομηχανίας Σανγκάης και Αυτοκινητική Εταιρεία Νατζίνγκ- ήταν καθαρό ότι ουδεμία εκ των δύο Κινεζικών εταιρειών ενδιαφερόταν ιδιαίτερα στο να παράξει αυτοκίνητα στην Βρετανία. Ο πρώτιστος σκοπός τους ήταν να αποκτήσουν την σχεδίαση μηχανής των Rover οχημάτων και τις ερευνητικές και αναπτυξιακές δεξιότητές της.

Για να ελαχιστοποιήσει το πρόβλημα της έλλειψης οικονομιών κλίμακος λόγω της περιορισμένης κλίμακας της οικιακής βάσης της, η αυτοκινητοβιομηχανία της Κίνας συγκεντρώνεται στην εξαγωγή υπεραγοραίων πολυτελών αυτοκινήτων και SUVs.

Νωρίτερα αυτόν τον χρόνο, η Κινεζική εταιρεία αυτοκινήτων Cherry ανακοίνωσε σχέδια να παράξει τέτοια υπεραγοραία οχήματα στις ΗΠΑ. Κατά το 2007 η Cherry σχεδιάζει να πουλήσει 250.000 οχήματα στις ΗΠΑ και ελπίζει ότι αυτό θα αυξηθεί σε ένα μύριο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (2010-). Ωστόσο, η Κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία, ακόμη και κρατικά υποστηριζόμενη, ακόμα αντιμετωπίζει μια ανηφορική πάλη να χωρισθεί σε αυτό το οποίο είναι οι υπερκορεσμένες αλλοδαπές αγορές αυτοκινήτων, ιδιαίτερα καθώς θα έχει να αντιμετωπίσει τους απαιτητικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Ακόμη κι αν η Κίνα περιστασιακά χωρισθεί στις δυνητικά επικερδείς αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης δεν θα είναι για κάμποσο χρόνο. Η σύλληψη, η σχεδίαση και το χτίσιμο των εργοστασίων αυτοκινήτων για να παράξει νέα μοντέλα στοχευμένα στις νέες αγορές μπορεί να πάρει αρκετά χρόνια, και με την Κίνα μόλις τώρα να ξεκινάει προς μεγάλης κλίμακας εξαγωγές, είναι απίθανο, ότι οι Κινέζοι παραγωγοί θα είναι ένας μείζων παίκτης, εκτός συγκεκριμένων οριακών αγορών, μέχρι και τα γεμάτα της επόμενης δεκαετίας.

Αν η Κίνα επιτύχει στο να κερδίσει την μάχη ανταγωνισμού επί της παραγωγής των high-tech εμπορευμάτων, όπως των αυτοκινήτων, τότε θα εμπλακεί σε μια περαιτέρω ανασυγκρότηση/αναδιάρθρωση του παγκόσμιου καπιταλισμού σε κλίμακα ίσως μεγαλύτερη από εκείνη στις δεκαετίες 1970 και 1980. Το μεταποιητικό κεφάλαιο σε ΗΠΑ και στις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες θα έλθει αντιμέτωπο είτε με χρεοκοπία είτε με επανατοποθέτηση του παραγωγικού κεφαλαίου τους σε χαμηλόμισθες χώρες ή ακόμα και στην ίδια την Κίνα. Καθώς το βιομηχανικό κεφάλαιο επανατοποθετείται, οι ΗΠΑ και άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες θα γίνουν “εκκενωμένες/κούφιες”. Θα γίνουν ραντιέρικες οικονομίες, αυξανόμενα εξαρτώμενες στις επιστροφές των χρηματιστικών επενδύσεών των στην Κίνα και αλλού. Τα χρόνια του λυκόφωτος της ΗΠΑ, και πράγματι της Ευρωπαϊκής και Ιαπωνικής, οικονομικής κυριαρχίας τότε θα έχουν σίγουρα φτάσει.

Κι όμως, μια τέτοια μεταφορά παραγωγικού κεφαλαίου θα εμπλέξει επίσης την συνολική μεταφορά μεταποιητικών επαγγελμάτων και έτσι μαζική ανεργία στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες (θα ξεσπάσει).

Συνεπώς, η Κίνα θα βρει το εαυτό της να εξάγει καταναλωτικά εμπορεύματα τα οποία οι άνεργοι εργάτες στην Δύση δεν θα αντέχουν πια να αγοράσουν. Σε αυτό το σημείο, ο κόσμος είναι πιθανό να μπει σε μια μείζονα οικονομική κατρακύλα. Σε τέτοιες περιστάσεις εντατικοποιημένου οικονομικού ανταγωνισμού πιθανά δούμε μια άνοδο του προστατευτισμού και του εθνικισμού: η οποία είναι πιθανό να οδηγήσει σε εμπορικούς πολέμους, δι-ιμπεριαλιστική σύγκρουση και πόλεμο. Η εποχή του “ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης” μιας ενιαίας “διεθνούς μπουρζουάδικης κοινότητας” και της Αμερικανο-κεντρικής “αυτοκρατορίας”, την οποία έως τώρα η ανάδυση της Κίνα έχει βοηθήσει να διατηρηθεί, θα επιφερθεί σε ένα τέλος.

Κι όμως, πρέπει να λεχθεί, ότι παρόλο που τα προμηνύματα ίσως είναι ήδη γεγονότα, μια τέτοια περίοδο “μετα-παγκοσμιοποίησης”, και η τερματική παρακμή της ΗΠΑ ηγεμονίας, παραμένει κατά κάποιο τρόπο εκτός στο μέλλον.


Συμπέρασμα

Έτσι, θα είναι η Κίνα ικανή να διατηρήσει το τρέχον ποσοστό οικονομικής επέκτασης; Αν ναι, μπορεί ανά περιστάσεις να σωρεύει μια σοβαρή αμφισβήτηση στην Αμερικανική ηγεμονία; Τι επιπτώσεις θα έχει αυτό για την ταξική πάλη;

Όπως έχουμε δει, στην αξιοποίηση του αλλοδαπού κεφαλαίου στην εκμετάλλευση της αχανούς εργατικής τάξης της, η Κίνα έχει καθιερώσει εαυτό ως ένα διακριτό επίκεντρο στην Αμερικανο-κεντρική παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Κάνοντας ούτω τρόπω, έχει για τα καλά εγκαθιδρύσει μια σχέση αμοιβαία επανισχυροποιημένης συσσώρευσης κεφαλαίου με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ, οι οποίες αμφότερες έχουν υπηρετήσει το δικό τους ποσοστό ανάπτυξης και εκείνο του κόσμου.

Με αυτόν τον ενάρετο κύκλο επανισχυροποιημένης συσσώρευσης κεφαλαίου, θα έμοιαζε πιθανό ότι η Κίνα θα είναι ικανή να διατηρήσει το τρέχον ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Μα, αυτό σημαίνει ότι η Κίνα θα είναι ικανή να ξεπεράσει τις ΗΠΑ ώστε να γίνει η παγκόσμια νέα ηγεμονική δύναμη; Αυτό είναι πολύ λιγότερο σίγουρο. Η Κίνα έχει ακόμη να διαβεί μακρύ δρόμο.

Η οικονομία της Κίνας είναι ακόμη μόνο το εν πέμπτο από αυτή των ΗΠΑ σε όρους εκροής, και είναι αρκετά μια “αναπτυσσόμενη οικονομία”. Σε όρους ΑΕΠ η Κίνα ίσως ξεπεράσει το ΗΒ για να γίνει η παγκόσμια τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία, αλλά αυτό αγνοεί τον τεράστιο πληθυσμό της. Σε όρους ανά κεφαλή ΑΕΠ η Κίνα ακόμη κατατάσσεται ως μία από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο. Ίσως πιο σημαντικά, όπως είδαμε στην αυτοκινητοβιομηχανία της Κίνας, η Κίνα είναι ακόμη πολύ εξαρτώμενη εξ ίσου στην τεχνολογία και στις αυθεντίες σε μηχάνευση, έρευνα και ανάπτυξη, των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών.

Επιπρόσθετα, η σχέση αμοιβαίου πλεονεκτήματος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, που έχει διατηρήσει την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, δεν θα διαρκέσει για πάντα. Όπως έχουμε επισημάνει, συγκρούσεις μπορεί να εγερθούν μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ επί των φυσικών πόρων, ιδιαίτερα επί του πετρελαίου. Παραπέρα φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις ίσως οδηγήσουν είτε σε διάλυση της κρατικά-ηγούμενης εθνικής συσσώρευσης κεφαλαίου της Κίνας και στην αποσύνθεσή της ως διακριτού επίκεντρου στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου ή αλλιώς στο να συμπαρασυρθεί από τις παλιρροϊκές δυνάμεις του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.

Ωστόσο, ακόμα κι αν η Κίνα αποφύγει τέτοιες παγίδες στον δρόμο για την παγκόσμια ηγεμονία, νωρίτερα ή αργότερα -πιθανά κάποια στιγμή στην επόμενη δεκαετία (2010-19), η σχέση επανισχυροποίησης της συσσώρευσης κεφαλαίου μεταξύ Κίνας και αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών θα τραπεί στο αντίθετό της. Η Κίνα τότε θα πρέπει είτε να αποδεχθεί το μέρος, το οποίο έχει κατοχυρώσει στην παγκόσμια οικονομική τάξη, ή αλλιώς να κάνει την αξίωσή της για παγκόσμια ηγεμονία. Είναι τότε που η πάλη θα αρχίσει να θρυμματίζει την επισφαλή ενότητα της παγκόσμιας μπουρζουαζίας. Πράγματι, αν αυτός ο αιώνας είναι να καταστεί Ασιατικός Αιώνας, τότε θα είναι τόσο αιματηρός όσο κι τελευταίος.

Η ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία έχει συμβάλει στην διατήρηση της επαναζωογόνησης της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου που ακολούθησε την ανασυγκρότηση/αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970 και 1980. Η εκμετάλλευση της Κινεζικής εργατικής τάξης έχει συμβάλει στην παλινόρθωση του ποσοστού κέρδους και έχει προσδώσει φρέσκια ώθηση στην συσσώρευση κεφαλαίου παγκόσμια.

Ωστόσο, η Βρετανική μπουρζουαζία έχει ίσως ωφεληθεί απ' αυτήν την επαναζωογόνηση της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου περισσότερο από πολύ. Μια απροσδόκητη περίοδος αδιάκοπης οικονομικής ανάπτυξης, πτωτικής ανεργίας, χαμηλού πληθωρισμού και αυξανόμενων πραγματικών μισθών έχει επιτρέψει στους Νέους Εργατικούς να στεριώσουν και να επεκτείνουν την ήττα της Θάτσερ εκ μέρους του παλιού εργατικού κινήματος και να επαναδιαπραγματευθούν την μεταπολεμική διευθέτηση. Η ικανότητα συγκέντρωσης πραγματικών υλικών κερδών έχει επιτρέψει στο Βρετανικό κεφάλαιο να απογαλακτίσει την εργατική τάξη του από τα υπολείμματα του παλιού κολλεκτιβισμού και αλληλεγγύης, και να την επανεντάξει ως αδιαίρετους/ατομικούς καταναλωτές/πολίτες. Κι όμως, όπως έχουμε δει, αυτή η περίοδος σχετικής μπουρζουάδικης ειρήνης, ευημερίας και κοινωνίας ηρεμίας είναι μόνο έκτακτη και μεταβατική. Πράγματι, ίσως το μεσημβρινό σημείο αυτής της περιόδου έχει υπερβαθεί ήδη.

Ωστόσο, όλα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, είναι συναρτώμενα στην συνεχιζόμενη εκμετάλλευση της Κινεζικής εργατικής τάξης. Ο μετασχηματισμός της Κίνας έχει εμπλέξει ένα υπερμέγεθες ανα-φτιάξιμο/ανα-δημιουργία της Κινεζικής εργατικής τάξης και μια μορφοποίηση ενός νέου βιομηχανικού προλεταριάτου. Στο επόμενο τεύχος ελπίζουμε να εξετάσουμε αυτήν την ανα-σύνθεση της Κινεζικής εργατικής τάξης με παραπάνω λεπτομέρειες.



1 Βλ. ‘Banking Means Never Having to Repay a Loan’, John Mulcahy, Asia Times, Aug 20 2003; και ‘A Clearer Path Ahead for China’s Banks?’, George Zhibin Gu, Asia Times, July 2nd, 2005.

2 Βλ. ‘China’s AMC Reforms Running Off the Rails’, Qiu Xin, Asian Times, September 2005

3 Επί παραδείγματι βλ.‘Dealing with Non-Performing Loans: Political Constraints and Financial Policies in China’, Victor Shih, China Quarterly, 180, December 2004.

4 Αυτά τα “δάνεια” μπορούν ίσως να ιδωθούν ως ένα είδος μεταβατικής μορφής. Στο μέτρο που πρέπει να διαπραγματευθούν με την τράπεζα, παρά με ένα κυβερνητικό γραφείο, είναι δάνεια, ωστόσο, καθώς είναι επί του πρακτέου μη-πληρώσιμα, είναι εν κρυπτώ επιδότηση.

5 Περί των προβλημάτων της χρηματιστικής της οικονομικής υποδομής της Κίνας βλ. ‘Privatising the Iron Rooster’, M. Mackey, Asian Times, June 18th, 2005.

6 Ίσως μια ένδειξη της αυξανόμενης ερευνητικής και αναπτυξιακής βάσης της Κίνας είναι τα ραγδαίως αυξανόμενα νούμερα πατεντών οι οποίες καταχωρούνται από τα Κινεζικά πανεπιστήμια. Πέρσι, 6.000 πατέντες καταχωρίσθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο με το ίδιο μέγεθος όπως στις ΗΠΑ. Βλ. ‘The West Must Heed China’s Rise in the Global Patent Race’, Financial Times, September 21st, 2005.

7 Υπολογίζεται ότι μόνο το 2% του Κινεζικού πληθυσμού -ή γύρω στα 30 εκατομμύρια ανθρώπων- μπορούν να αντέξουν έναν τρόπο ζωής συγκρίσιμο με τις Αμερικανικές ή Ευρωπαϊκές μεσαίες τάξεις.
  

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...