συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, της πολιτικής πραγματικότητας, του αφηρημένου εμποροκρατισμού
Events and participations
Στριφνές ξελίξεις στην ταξική σύνθεση της εργασίας και στην μηχανουργία
Προκαταρκτικές Σημειώσεις για την Εργατική Επανάσταση στην Γερμανία (1918-1923)
Για λίγα ιστορικά προτσές έχει χυθεί τόσο μελάνι ψεύδους και συκοφάντησης όσο για την εργατική επανάσταση στην Γερμανία. Ο πατριώτης μικροαστός της Γερμανίας επί δεκαετίες επιδίδεται στην άμεση αιτιακή σύνδεση της εργατικής επανάστασης με τις δύο ήττες, αυτού το οποίο φαντασιώνεται ως έθνος του, σε αμφότερους τους Πολέμους, κι έτι περαιτέρω ο τυφλωμένος και αφηνιασμένος μέσα στον φανατισμό και στον μυστικισμό του εθνικοσοσιαλιστής προσπαθεί να δείξει, ότι αμφότερες οι ήττες ήταν εκ προθέσεως των κομμουνιστών, κομμάτι του και καλά «ιουδαιομπολσεβίκικου» σχεδίου.
Αναμφισβήτητα, μέσα σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο το κάθε προτσές σχετίζεται και συναρθρώνεται με το άλλο, ώστε η ιστορία σχηματικά, όπως λέει ο Ένγκελς, παρίσταται ως διάνυσμα δυνάμεων, ως ένα σύνολο ανισότιμων, μη ισοδύναμων όρων, από το οποίο βγαίνει αυτό που κατανοούμε ως έκβαση, ως αποτέλεσμα, και το οποίο ο αφηρημένος[1] Άνθρωπος κατανοεί αναδρομικά ως άμεση ή διαμεσολαβημένη αιτιακή αλληλουχία προς τα πίσω. Αλλά, για τον επιστημονικό σοσιαλισμό το κομβικό είναι να δεις ότι η ιστορική έκβαση, το ιστορικό αποτέλεσμα, ειδικά προσδιορισμένο, είναι η ίδια η αντιπαράθεση των παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ των και των παραγωγικών δυνάμεων προς τις παραγωγικές σχέσεις.
Από την άλλη, αυτό δεν οδηγεί σε κάποιον ντετερμινισμό οποιασδήποτε ποιότητας, διότι στο γενικό επίπεδο των συγκρούσεων, και κύρια όσον αφορά την πολιτική, τόσο η συγκυρία, όσο και η στιγμή ως διαλεκτική του συγκεκριμένου, ως συνόψιση πολλών προσδιορισμών αποκτούν στο συγκρουσιακό προτσές αποφασιστική σημασία. Κι αυτό διότι εντός της συγκυρίας, όπου κάθε φορά φανερώνεται η στιγμή, οι γενικές αφαιρέσεις εγείρονται στην πιο πλήρη, στην πιο πλούσια συγκεκριμένη ανάπτυξή των, και έτσι το εν εμφανίζεται στους πολλούς κοινό, κοινό σε όλους, και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να κατανοηθεί σε ιδιαίτερη μορφή.
Η εργατική επανάσταση στην Γερμανία έφτασε μέχρι το πεδίο του συγκεκριμένου, ωστόσο δεν κατάφερε να επιλύσει με αποφασιστικό τρόπο το συντακτικό πρόβλημα. Ήδη απ’ το 1802 ο Χέγκελ στο "Über die Reichsverfassung" το είχε θέσει: "Deutschland ist kein Staat mehr …", διότι "αυτό που δεν μπορεί πια να συνδεθεί με μια έννοια (Begriffen), δεν υπάρχει πια". Έτσι, οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, όπως οι ομόλογοί τους στα 1848 επαναλάμβαναν την Ρωμαϊκή Σύγκλητο και την Φραγκική Επανάσταση, επαναλάμβαναν την Πρωσική αξίωση και αιτίαση των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Πρωσισμός των κηνσόρων, της λογοκρισίας, των περιορισμών και των απαγορεύσεων εμφανίζεται πάντα ως επίσημη, αξιωματουχική (offizielle) κριτική, οι νόρμες του είναι κριτικές νόρμες:
Απέναντι στην επαναστατική ορμή τοποθετείται ένας λανθάνων, ένας απαστράπτων φιλελευθερισμός (Scheinliberalismus): ο φιλελευθερισμός των εκλάμψεων, και των ψευδαισθήσεων των ανταγωνισμών, ο οποίος θέλει να μετατρέψει την ενεργή, γεγονοτική εξόργιση σε κάτι προσωπικό, ο οποίος νομίζει ότι, αν αλλάξει ένα πρόσωπο, θα έχει δήθεν αλλάξει και το θέμα. Πολλώ δε μάλλον, στα 1918-1919 αυτές οι δυνάμεις οικειοποιήθηκαν μέσα στην παράδοση του Πρωσικού κρατισμού, αυτό που λέει ο Ένγκελς, τον χύδην Συνταγματισμό (grobschlächtiger Konstitutionalismus) και τον χοντροκομμένο, αμπλάνιστο (gröberer) Ρεπουμπλικανισμό.[2]
Για να κατανοηθεί, όμως, η διαλεκτική της εργατικής επανάστασης στην Γερμανία στην συνολικότητά της, είναι χρήσιμο να κατανοηθεί ως Γίγνεσθαι (Werden): "μία κίνηση εντός της οποίας αμφότερα (καθαρό εἶναι καθαρό οὐδὲν) είναι διακριθέντα, αλλά εκ μίας διάκρισης που έχει λυθεί αδιαμεσολάβητα"[3]. Το Επαναστατικό Γίγνεσθαι ως κίνηση παράγει στιγμές έως το σημείο αναίρεσής του.[4] Επομένως, η απάντηση, την οποία έδωσε η εργατική επανάσταση, στο συντακτικό πρόβλημα, ήταν το αναιρούμενο Γίγνεσθαι. Στην οπτική μας η εργατική επανάσταση στην Γερμανία, και αυτό είναι που την ξεχωρίζει σε σχέση με την Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, τοποθετήθηκε ως εξωτερικότητα και διαφορά έναντι όλων των προϋπαρχόντων και υπαρχόντων. Είναι αυτός, όπως το λέει ο Λένιν, «ο ιδιαιτέρως σκληρός και επώδυνος δρόμος του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης στην Γερμανία»[5].
Αυτό στην έναρξη των επαναστατικών ενεργειών δημιουργούσε τέτοια ορμή, ώστε αγνοήθηκε το αναπτυσσόμενο κομματικό πρόβλημα, όπως το έθεσε με διανοητική ευκρίνεια τότε ο Λένιν: η δυνατή και αναγκαία ενότητα στο βασικό ζήτημα (για Σοβιετική αρχή, ενάντια στον αστικό κοινοβουλευτισμό).[6]
Η θέση ως εξωτερικότητα ως προς όλους αποδίδεται σε ένα σύνολο ειδικά προσδιοριστικών κομματικών παραγόντων, από ότι στην ηγεσία της ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Καρλ Λιέμπκνεχτ, έως τις ειδικές συνθήκες με τις οποίες έγινε η απόσπαση των Σπαρτακιστών απ’ την σοσιαλδημοκρατία, και η συγκρότηση του KPD. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραμελείται, καθ’ όσον είναι το κύριο, η εργατική έρευνα της σύνθεσης και των χαρακτηριστικών του προλεταριάτου και των πληβειακών, λαϊκών μαζών που υλοποίησαν την επανάσταση.
Εδώ, αυτό που διαφοροποιεί, είναι η προλεταριακή αδιαφορία και άρνηση του να είσαι υποκείμενο, καθώς και της συνθήκης του να είσαι υποκείμενο: η κατανόηση και πραγμάτωση της επαναστατικής κίνησης ως μετάβαση από το καθ’ εαυτό στο conatus (εμμενή ροπή, τάση) προς το δι’ εαυτώ: ο αυτοπροσδιορισμός του προλεταριάτου ως γίγνεσθαι, ως ενεργή συμμετοχή σ’ αυτό. Έτσι, το επαναστατικό προλεταριάτο αυτοκατανοείται ως σύνολο παραγωγικών δυνάμεων ως τέτοιων, αδιαμεσολάβητα, και όχι από την σκοπιά των υποκειμενικοτήτων ως εντός-εκτός-και επί τα αυτά. Συνεπώς, η Τροτσκική, και κάθε τόσο Τροτσκιστική κατηγοριοποίηση και αντεστραμμένη δικαιολογία περί ανωριμότητας είναι αβάσιμη, ή η περι ού ο λόγος Αναφορά του Τρότσκυ δεν αναφέρεται στο δι' εαυτώ επαναστατικό προτσές, αλλά από την σκοπιά του σεκταρισμού, στις εσωτερικές κομματικές προσωπικές σχέσεις.[7]
Η άρνηση των συνθηκών να είσαι υποκείμενο είναι κάτι σχεδόν άγνωστο και μη γινόμενο εύκολα αντιληπτό στους πληθυσμούς, οι οποίοι απέκτησαν μια Γερμανική και Ευρωπαϊκή συνείδηση (κι αυτή δανεισμένη ως αντάλλαγμα για την αντεπαναστατική στάση τους στην Κομμούνα) μετά την ένωση του Ράιχ στα 1871, και των οποίων ο καθορισμός της συνείδησης λίγο-πολύ έχει να κάνει με τις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες, τις οποίες περιγράφει η Judith Butler στο βιβλίο της για τα Υποκείμενα της Επιθυμίας. Όπως το λέει η Ρόζα:
“Ω πώς είναι Ντόιτς αυτή η Ντόιτς Επανάσταση;”.[8]
Απ’ αυτήν την άποψη, η εργατική επανάσταση στην Γερμανία έθεσε με πληρότητα τόσο το ζήτημα της εξόδου, του απεγκλωβισμού από την διαλεκτική της υπαγωγής υποκειμένου-αντικειμένου, όσο και της άρσης του δυισμού μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμού. Είναι επομένως όχι μόνο μια αδιάκοπη κριτική στις Ηπειρωτικές εθνικές συνθήκες, αλλά, όπως και στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθεια οικοδόμησης ποιοτικά διαφορετικών, νέου τύπου συνθηκών ύπαρξης και ζωής.
Δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ότι είχε να αντιπαλέψει με ένα επί δεκαετίες σμιλεμένο και έμπειρο απαράτ θεωρητικών και επιχειρησιακών στελεχών της Β΄ Διεθνούς, οι οποίοι τότε αξίωναν τους τίτλους των νομίμων κληρονόμων του Ένγκελς. Αλλά, αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά.[9]
Στην μορφή και στο άπλωμά της έχει μια ιδιαίτερη στρατιωτική διάσταση, η οποία έχει την δική της αξία.[10] Έτσι, ειδικά οι εξεγέρσεις στην Ρηνανία με τον σχηματισμό Κόκκινου Στρατού στο Ρούρ και στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Ρήνου, οι εξεγέρσεις σε Κίελο και Αμβούργο μπορούν να ιδωθούν και ως κατ’ εξοχήν στρατιωτικά γεγονότα με την δική τους τεχνική και τις τακτικές τους.
Προσέτι, η διερεύνηση της εργατικής σύνθεσης αποδεικνύει ότι το επαναστατημένο προλεταριάτο, ειδικά στις εκτός Βερολίνου βιομηχανικές περιοχές εργαζόταν και δούλευε σε βιομηχανίες υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, και επομένως είχε άμεση γνώση των τελευταίων εξελίξεων της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.[11] Έτσι, εδώ η κεντρικότητα εντός της κοινωνικής εργασίας του σε ποιοτική μεταμόρφωση εργάτη μάστορα σε έργατη μάζα (ήτοι η τότε μείωση της απόστασης μεταξύ συλλογικού και λεπτομερειακού εργάτη) αποτυπωνόταν και αντανακλούσε στην κομμουνιστική υπεροχή εντός της πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης, αλλά, απ’ την άλλη αντικειμενικά δημιουργούσε απόσταση από τις απαλλοτριωμένες αγροτικές μάζες και από την παραδοσιοκρατική φτωχολογιά των πόλεων, κάτι που στον Ρωσικό χώρο το είχε γεφυρώσει δεκαετίες πριν το αναρχικό και το ναρόντνικο κίνημα, και εν τω επαναστατικώ προτσές του Οκτώβρη κατά το μάλλον οι Εσσέροι.
Ο Κόκκινος Στρατός σε Ρουρ και Ρηνανία (το Kernland, το Herzland της Γερμανικής βιομηχανίας), υπό την σκέπη του οποίου καλύφθηκαν και έδρασαν ετερόκλητες επαναστατικές οργανώσεις, δείχνει τον βαθμό στρατιωτικοποίησης της μεγάλης βιομηχανίας, την μιλιταριστικοποίηση της κοινωνικής ζωής, που είχε προηγηθεί της Επανάστασης πριν και κατά την διάρκεια του Πολέμου, αλλά και τον βαθμό εξοικείωσης των εργατών με την νέα μηχανουργία.[12] Έτσι, όπως αναφέρει ο Κανονισμός υπ’ αριθμό Ένα των Μονάδων του Ρηνανικού Κόκκινου Στρατού, “καθένας που συμμετέχει στον Κόκκινο Στρατό, συμμετέχει στο επαναστατικό προλεταριάτο”. Πιο διεισδυτικά, από εδώ βγαίνει, ότι η εργατική ισχύς είχε τόσο καταλάβει το εργοστάσιο, ώστε έθετε με τα όπλα ζήτημα επιβολής προλεταριακής τάξης (order) στον δημόσιο βιομηχανικό χώρο, δηλαδή ζήτημα προλεταριακής οργάνωσής του, και επομένως ζήτημα εν τω προτσές παραγωγής προλεταριακής κοινωνικής συντακτικότητας.
Από την άλλη, το BlutMai, οι ταραχές και τα
μπάχαλα του KPD και των επαναστατικών δυνάμεων
στο
Βερολίνο ενάντια στους μπάτσους και ενάντια στους φασίστες, την Πρωτομαγιά του
1929 και τις επόμενες ημέρες, μπορεί να ειπωθεί ότι έστω ex post factum δείχνουν,
ότι στην πρωτεύουσα, όπως και με κρίσιμη σπουδαιότητα στο Μόναχο, ένα από τα
ζητήματα που έμπαιναν για το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, ήταν το
ζήτημα της επιβολής και του καθορισμού της Εγελιανά προσδιορισμένης Polizei.[13] Αυτό,
μαζί με τις εξουσιαστικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της μητρόπολης του
Βερολίνου, όπως ανέλυσε ο Sergio
Bologna,
είχε να κάνει και με την διαφοροποιημένη κομματική σύνθεση (εμπεριέχουσα ανέργους, απολυμένους,
φτωχούς, περισσότερους διανοούμενους, τύπους χαρακτηρισμένους ως εθνικά μειονοτικούς).[14] Κάτι
τέτοιο φανερώθηκε και στην Επανάσταση, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις στο
Βερολίνο δεν έφτασαν στο επίπεδο συγκρότησης και οργάνωσης Κόκκινου Στρατού,
αλλά στο επίπεδο συγκρότησης και οργάνωσης πολιτοφυλακών και ένοπλων φρουρών.[15]
Εισαγωγή στην Κριτική στην θεωρία εξίσωσης του χρήματος με το χρέος
Στο προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο μας προέβημεν στην εξέταση και στην έρευνα των θεωριών και των νέων φαινομένων στην λειτουργία του χρήματος. Προσπάθησα να είμαι συνεπής ως προς τις κατευθύνσεις και τις γραμμές της το πρώτον εργατικής κριτικής πολιτικής οικονομίας έως εμετικό σημείο. Ο inter alia πίσω από τις γραμμές κεντρικός σκοπός μου ήτο ο απεγκλωβισμός της κριτικής σκέψης από τον εσχατολογισμό της υποταγμένης στα τρέχοντα χρηματιστηριακά παζάρια πολιτικής οικονομίας. Στον ίδιο χρόνο, μέσα απ’ αυτό ανοίγει η αντιπαράθεση με τον οικονομικό ιδεαλισμό, με την ιδεατότητα της προβεβλημένης, εργαλειοποιημένης στην κάθε εξουσία, οικονομικής σκέψης.
Έχει πάντα αξία χρήσης για το κίνημα, αλλά και για την επιστήμη της κλασικής πολιτικής οικονομίας, το να θέτουμε συνεχώς και να υπενθυμίζουμε τμήματα από τα φιλοσοφικά και θεωρησιακά θεμέλιά της:
«ἔτι αἱ ἀρχαὶ πότερον ἀριθμῷ ἢ εἴδει ὡρισμέναι, καὶ αἱ ἐν τοῖς λόγοις καὶ αἱ ἐν τῷ ὑποκειμένῳ; καὶ πότερον τῶν φθαρτῶν καὶ ἀφθάρτων αἱ αὐταὶ ἢ ἕτεραι, καὶ πότερον ἄφθαρτοι πᾶσαι ἢ τῶν φθαρτῶν φθαρταί; ἔτι δὲ τὸ πάντων χαλεπώτατον καὶ πλείστην ἀπορίαν ἔχον, πότερον τὸ ἓν καὶ τὸ ὄν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι καὶ Πλάτων ἔλεγεν, οὐχ ἕτερόν τί ἐστιν ἀλλ' οὐσία τῶν ὄντων; ἢ οὔ, ἀλλ' ἕτερόν τι τὸ ὑποκείμενον, ὥσπερ Ἐμπεδοκλῆς φησὶ φιλίαν ἄλλος δέ τις πῦρ ὁ δὲ ὕδωρ ἢ ἀέρα· καὶ πότερον αἱ ἀρχαὶ καθόλου εἰσὶν ἢ ὡς τὰ καθ' ἕκαστα τῶν πραγμάτων, καὶ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ· ἔτι πότερον ἄλλως ἢ κατὰ κίνησιν· καὶ γὰρ ταῦτα ἀπορίαν ἂν παράσχοι πολλήν» … «σύνεγγυς δὲ τούτων ἐστὶ τὸ διαπορῆσαι πότερον δυνάμει ἔστι τὰ στοιχεῖα ἤ τιν' ἕτερον τρόπον. εἰ μὲν γὰρ ἄλλως πως, πρότερόν τι ἔσται τῶν ἀρχῶν ἄλλο (πρότερον γὰρ ἡ δύναμις ἐκείνης τῆς αἰτίας, τὸ δὲ δυνατὸν οὐκ ἀναγκαῖον ἐκείνως πᾶν ἔχειν)· εἰ δ' ἔστι δυνάμει τὰ στοιχεῖα, ἐνδέχεται μηθὲν εἶναι τῶν ὄντων· δυνατὸν γὰρ εἶναι καὶ τὸ μήπω ὄν· γίγνεται μὲν γὰρ τὸ μὴ ὄν, οὐθὲν δὲ γίγνεται τῶν εἶναι ἀδυνάτων. -ταύτας τε οὖν τὰς ἀπορίας ἀναγκαῖον ἀπορῆσαι περὶ τῶν ἀρχῶν, καὶ πότερον καθόλου εἰσὶν ἢ ὡς λέγομεν τὰ καθ' ἕκαστα".[1]
Από εδώ εξάγεται, ότι η πολιτική οικονομία, κι ακόμα περισσότερο η κλασική πολιτική οικονομία έχει μια Kraft (δύναμις). Ήτοι, αναπτύσσεται ἐν τῇ τελεολογία της. Χωρίς αυτήν την παραδοχή, δεν πρόκειται να υπάρξει κατανόηση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως κατανόηση (Verstand) της μεθόδου και του αντικειμένου της. Αντίθετα, ο καθείς θα παρασύρεται στον υποκειμενισμό, και ακόμα χειρότερα στον ατομικισμό του κάθε οικονομολόγου star, κάτι που συνδέεται με επιδιώξεις χειραγώγησης, δηλαδή με ενάντια στην χειραφέτηση σκοπιμότητες, με σκοπιμότητες εγκλεισμού στο ατοπικό Πλατωνικό σπήλαιο, σκοπιμότητες κρυμμένες πίσω από θετικιστικές αυθαιρεσίες, παρουσιαζόμενες στον τύπο ως ψευδο-επιστήμη.
Τίθεται, όμως, επί του προκειμένου και ένα ζήτημα ηθικής τάξεως. Οι συγγραφείς και θεωρητικοί της κλασικής πολιτικής οικονομίας στον 19ο αιώνα, ανεξάρτητα από τις απόψεις και τις θεωρήσεις τους, ή ακόμα και από τα συμφέροντα, τα οποία εξέφραζαν, ως πρόσωπα, ήταν υποδείγματα ταπεινότητας (humbleness, humilitas) και Δωρικής στάσεως. Κι αυτό γιατί από τα ίδια τα πράγματα έθεταν στους εαυτούς τους καθήκον διαφώτισης προς το κοινό (common), στο οποίο απευθύνονταν ή θεωρούσαν ιδίον (proprium) των. Σε ευρύτερο πλαίσιο, ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ο εγκωμιαστής της νέας ιπποσύνης των Ναϊτών, στην «Tractatus de Gradibus Humilitatis» εννοιολογεί την ταπεινότητα ως μαχητική, στρατιωτική αρετή, συνδεόντάς την με την αυτοσυνειδησία: «cognitionem veritatis fructum esse humilitatis», και ο Αυγουστίνος στο «In Johannem Tractatus»: "humilitas est virtus, qua homo verissima sui cognitione sibi ipse vilescit». Στο Περί Αιρέσεων και Φυγών του Επίκουρου το λάθε βιώσας είναι προϋπόθεση του ἡδέως ζῆν (βλ. Πλούταρχος, Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας: Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός).
Επιστρέφοντας στην φιλοσοφία της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η επαναφορά της διδασκαλίας του Χέγκελ για την δύναμη και την κατανόηση από την Φαινομενολογία του Πνεύματος μπορεί να σταθεί χρήσιμος οδηγός.[2] Η κριτική της πολιτικής οικονομίας ή θα είναι απροϋπόθετη, stricto sensu μη εν αναστολή ευρισκόμενη (Unbedingte), ή δεν θα υπάρξει.[3] Εδώ, το απροϋπόθετο είναι το άκρο, το Extrem του εἶναι δι’ ἐαυτῷ (Fürsichseins). Συγκεκριμένα, απροϋπόθετα σημαίνει, ότι η κριτική αναπτύσσεται, χωρίς κάποιο a priori ιδεολογικό σημείο αναφοράς, και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιδέα κάποιου αδιαίρετου, αντίθετα αναπτύσσεται καταργώντας τα. Έτσι μόνο μπορεί να προσεγγισθεί, να θεαθεί και να κατανοηθεί, αυτό που τίθεται ως πράγμα καθ’ εαυτό: «Η Έκθεση της Έννοιάς του ανήκει στην Επιστήμη».[4] Αλλά, η εργατική συνείδηση στην αμεσότητα της, στην μη διαμεσολαβησιμότητά της το συνιδιοποιεί ως μία ακόμα μορφή της, ή ως μια νέα συνάρθρωσή (Gestalt) της.[5]
-Να το πω με τους όρους της εργατικής κριτικής: ο συνδεδεμένος κυρίως με την Γενική Νοημοσύνη συλλογικός εργάτης, ως ζων βιομηχανικός οργανισμός εργάζεται να εντάξει στην μηχανουργία του, στην λειτουργία του οργανισμού του, αυτό που η κριτική έφερε στο φως ως πράγμα καθ’ εαυτό. Πιο απλά με ένα παράδειγμα: το πράγμα καθ’ εαυτό είναι σαν το πέτρινο μετάλλευμα το οποίο εξορύξαμε από την γαλαρία και τώρα πάει στο εργοστάσιο για να γίνει μέταλλο.
Κρατώντας αυτά, μπορούμε να εισέλθουμε στο hot stake της ταύτισης του χρήματος με το χρέος.
Ο Ιωσήφ Σουμπέτερ στο μνημειώδες Geschichte der ökonomischen Analyse, στο Τμήμα Β΄, Κεφάλαιο Α΄ περί των Griechisch-Römische Wirtschaftslehre, αντιδιαστέλει –και ορθά- την χρηματική θεωρία του Πλάτωνα σ’ αυτήν του Αριστοτέλη, συνδέοντας την πρώτη με τον χαρταλισμό και την δεύτερη με τον μεταλλισμό.[6]
Μπορεί να ειπωθεί, ότι στον Πλάτωνα υπάρχει η αφετηρία της συμβολικής θεωρίας περί χρήματος: «Δῆλον δή, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι πωλοῦντες καὶ ὠνούμενοι. Ἀγορὰ δὴ ἡμῖν καὶ νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται ἐκ τούτου. Πάνυ μὲν οὖν»[7]. Εδώ, λοιπόν το νόμισμα παρουσιάζεται ως σύμβολο της εμπορικής ανταλλαγής, ως σύμβολο της αγοραπωλησίας, και ταυτόχρονα στην Πολιτεία έχει φτάσει στο επίπεδο επίγνωσης του νομίσματος ως διαφοροποιημένου και διαχωρισμένου από τον εαυτό του χρήματος. Επ’ αυτού εδράζονται οι χαρταλιστικές θεωρίες περί χρήματος ως simulacrum, ως δικαιολογητικές βάσεις των νομικών και οικονομικών προβληματικών του legal tender (gesetzliches Zahlungsmittel) χρήματος.[8]
Επιθυμώντας να κάνουμε μια επιβαλλόμενη κριτική απομάγευση, μπορούμε να πούμε περί των θεωριών τούτων, πως πρόκειται για την συνηγορία της χρεωκοπίας: disconnection του χρήματος από την υλική παραγωγή και ταύτισή του με τις φενάκες και τις χίμαιρες που έχουν στα κεφάλια τους οι εκπρόσωποι του κάθε failed stated, του κάθε χρεωκοπημένου corporation, της κάθε χρεωκοπημένης ψευδο-Διεθνούς.[9]
Αν όμως, η συμβολική θεωρία είναι κάτι ντροπαλό, αποτελεί σίγουρα το κατώφλι για την χρεωστική θεωρία (credit theory), που εμφανίσθηκε στην πληρότητά της παραμονές του ΑΠΠ. «Χρεωστική Θεωρία είναι αυτό: ότι μια αγορά και πώληση είναι η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος για χρέωση. Από αυτήν την κύρια θεωρία φυτρώνει η υπο-θεωρία, ότι η αξία της χρέωσης ή του χρήματος δεν εξαρτάται από την αξία του οποιουδήποτε μετάλλου ή των μετάλλων, αλλά επί του δικαιώματος το οποίο ο δανειστής/χρεωστής αποκτά επί της «πληρωμής», που είναι το ίδιο με το να πεις, επί της ικανοποίησης έναντι της χρέωσης, και επί της ενοχής/υποχρέωσης του οφειλέτη να «πληρώσει» το χρέος του, και αντίστροφα επί του δικαιώματος του οφειλέτη να απελευθερώσει εαυτόν από το χρέος του μέσω της προσφοράς ενός ισοδύναμου χρέους, οφειλόμενου από τον δανειστή, και η ενοχή/υποχρέωση του δανειστή να αποδεχθεί αυτήν την προσφορά προς ικανοποίηση της χρέωσης που παρείχε»[10].
Σε μια αγοραία οπτική κάποιος μπορεί να πει -και με το δίκιο του- ότι το χρεωστικό χρήμα είναι αέρας κοπανιστός.
Εν τούτοις, ο Keynes με έναν πιο ευφυή τρόπο διασώζει την χρεωστική θεωρία, επειδή συνδέει το «πρέπον χρήμα στην πληρέστερη έννοιά του» με το χρήμα του λογαριασμού (money of account), δηλαδή με το μέσο πληρωμής της εμπορικής και χρεωστικής διαρκούς ανταλλαγής.[11] Απ’ αυτό, μέχρι το σημείο κάποιος έμπορος να φτάσει στην αντίληψη ταύτισης του χρήματος με τον ίδιο τον ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η απόσταση είναι μικρή.[12] Άλλωστε, αυτό δεν είναι η πιο έμπρακτη εφαρμογή της χρεωστικής θεωρίας;
Ωστόσο, ο Keynes στο γνωστό σχηματοποιητικό διάγραμμα μορφοποιεί μια συνολική θεωρία: έτσι το χρήμα του λογαριασμού διασπάται σε πρέπον χρήμα, το οποίο είναι κρατικό χρήμα, και σε επίγνωση χρέους, που είναι τραπεζικό χρήμα.[13]
Αν όμως, συνεχίζει να αναπαράγεται αυτή η θεωρία, αυτό έχει να κάνει με τον κρατικισμό της, δηλαδή είναι κάτι που κατασκευάσθηκε για να εφαρμόζεται κύρια στις διακρατικές σχέσεις και συναλλαγές –και γι’ αυτό η κλασική πολιτική οικονομία δυσφορεί ως προς αυτήν. Επ’ αυτού μια εξέταση των θεωρητικών ολοκληρώσεών της είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.
Το πιο συστηματικό απ’ αυτά είναι το «State Theory of Money» του Georg Friedrich Knapp. Πρόκειται για μια συστηματική ταξινόμηση των ποιοτήτων του fiat money. Η κορωνίδα της θεωρίας του είναι ότι το χρήμα είναι κρατικός θεσμός, ένα πλάσμα δικαίου.[14]
Μ’ αυτά έχουν καταστεί σαφείς οι βασικές πλευρές της περί ἧς ο λόγος θεωρίας.
Στα μυαλά αυτωνών το κράτος αποκτά οντολογικής ισχύος υπεροχή έναντι της κοινωνικής πρακτικής. Το δυστύχημα είναι, ότι στην εγχώρια αριστερά, στην κομμουνιστική κιόλας, ενδημούν τύποι, οι οποίοι στηρίζουν και διακινούν αυτήν την θεωρία, μιλώντας μάλιστα και με τις έννοιες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, κάνοντας λες και δεν έχουν μελετήσει το Der Ursprung der Familie, des Privateigentums und des Staats του Ένγκελς.
Ρωτάει ένα cyborg: Δεν μοιάζει λίγο με θεωρία συνομωσίας; Ότι δηλαδή το χρήμα δεν προκύπτει μέσα από την εργασία, μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εντός ορισμένων τρόπων παραγωγής, σε τελική ανάλυση δεν είναι ένα πολλαπλά διαμεσολαβημένο προϊόν της κοινωνικής εργασίας, αλλά προκύπτει μέσα από αποφάσεις του κράτους; Κι αν ισχύει αυτό, τότε τι διαφορά έχει το χρήμα γενικά, το χρήμα στους λεγόμενους προ-καπιταλιστικούς σχηματισμούς, από το χρήμα που μετατρέπεται (Verwandlung) σε κεφάλαιο, και δη σε χρηματοκεφάλαιο;
[1] Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 996a, απόσπασμα, 1002b-1003a, απόσπασμα.
[2] Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Phänomenologie des Geistes, A. Bewußtsein, II. Die Wahrnehmung oder das Ding und die Täuschung, III. Kraft und Verstand, Erscheinung und übersinnliche Welt.
[3] Παράβαλε οπ.: «Dies Unbedingte wäre nun selbst wieder nichts anderes als das auf eine Seite tretende Extrem des Fürsichseins».
[4] «Die Exposition ihres Begriffs gehört der Wissenschaft» στο οπ.
[5] Βλ. Hegel, οπ.: «an; das Bewußtsein aber, wie es ihn unmittelbar hat, tritt wieder als eigene Form oder neue Gestalt des Bewußtseins auf, welche in dem Vorhergehenden ihr Wesen nicht erkennt, sondern es für etwas ganz anderes ansieht».
[6] Βλ. Joseph A. Schumpeter, Geschichte der ökonomischen Analyse Nach dem Manuskript herausgegeben von Elisabeth B. Schumpeter Mit einem Vorwort von Fritz Karl Mann und einer Einführung von Alexander Ebner, Erster Teilband, Vandenhoeck & Ruprecht, pp. 89-107.
[7] Πλάτων, Πολιτεία , 371b, απόσπασμα.
[8] Ενδεικτικά βλ. John J. Chung, Money as Simulacrum: The Legal Nature and Reality of Money, Hastings Business Law Journal, Volume 5, Number 1,Winter 2009, pp. 109-168.
[9] Βλ. Β.Ι Λένιν, Η Χρεωκοπία της Δεύτερης Διεθνούς, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Νοέμβριος 2008.
[10] Βλ. A. Mitchell Innes, The Credit Theory of Money, The Banking Law Journal, Vol. 31 (1914), Dec./Jan., Pages 151-168.
[11] Βλ. John Maynard Keynes, A Treatise on Money on Two Volumes, 1. The Pure Theory of Money, Chapter One. The Classification of Money, I. Money and Money of Account στο The Collected Writings of John Maynard Keynes, Cambridge University Press for the Royal Economic Society, 1930, pp. 3-5.
[12] Βλ. Άρειος Πάγος – Α2 Πολιτικό Τμήμα, 97/2020, 1049/2020.
[13] Βλ. Keynes, ibid, p. 8
[14] Βλ. Georg Friedrich Knapp, The State Theory of Money, 2. Chartal Means of Payment, London: Macmillan & Company Limited, St. Martin Street, 1924. p. 24-43. L. Randall Wray, Levy Economics Institute of Bard College, From the State Theory of Money to Modern Money Theory: An Alternative to Economic Orthodoxy, Working Paper No. 792, March 2014, Dirk H. Ehnts, Knapp’s State Theory of Money and its reception in German academic discourse, HWR Berlin: Hochschule für Wirtschaft und Recht Berlin, Working Paper, No. 115/2019.
De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista
De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...