Στριφνές ξελίξεις στην ταξική σύνθεση της εργασίας και στην μηχανουργία


Το ανθρώπινο ως Μηχανικό Βιολογικό


H φιλοσοφική έρευνα περί του Ανθρώπου μέσα σε ένα δοσμένο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο, φερ’ ειπείν μέσα στην αστική κοινωνία, αναπόδραστα οδηγεί στην έρευνα των ίδιων των σχέσεων στις οποίες ο Άνθρωπος εμπλέκεται, τόσο αυτών που έχει κληρονομήσει και εμφανίζονται στην ζωή του σε παραλλαγμένες μορφές, όσο και αυτών τις οποίες συγκροτεί ο ίδιος στην διάρκεια της ζωής του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Άνθρωπος παύει να υφίσταται ως μια Αφαίρεση και γίνεται κατανοητός ως σύνολο σχέσεων: διαλεκτικοποιείται. Αυτό επιστημολογικά μπορεί να βγάζει σε μια θεωρία για το υποκείμενο, αν ιδωθεί από πολιτική και συντακτική σκοπιά, αλλά στο επίπεδο του συγκεκριμένου βγάζει νομοτελειακά σε έρευνα της κοινωνικής εργασίας, ώστε σε τελική ανάλυση ο Άνθρωπος εννοιολογείται, και όλο και πιο πολύ στην Οντικότητά του αποδεικνύεται αποτέλεσμα, προϊόν του γίγνεσθαι της εργασίας.

Αυτός o τιτάνιος κόπος (η έρευνα της κοινωνικής εργασίας και η ενεργός συμμετοχή σε αυτήν) με τα ιστορικά μέτρα της αστικής πολιτικής, όπως θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε από τους Γουέλφους, τον Μακιαβέλι, και τους θεωρητικούς της πολιτικής κυριαρχίας (Μποντέν, Χομπς κα.) μοιάζει μια απολίτικη, τεχνοκρατική παραξενιά. 

Στα πρόσφατα μεταπτυχιακά χρόνια και κατά την εκπόνηση του διδακτορικού κατετρίβην επισταμένως και ενδελεχώς με στιγμές της διαμόρφωσης του φιλοσοφικού υλισμού στον ύστερο Μεσαίωνα και με το από ποιες δυναμικές αναπτύχθηκε στις Ιταλικές πόλεις αυτό που αποκαλείται Αναγέννηση. Εκτιμήσαμε, ότι αυτό ήταν μια περαιτέρω συμβολή στην ανάδειξη της ιστορίας του εμπορικού κεφαλαίου, στην κριτική ανάλυση του εμπορεύματος όχι μόνο ως ενότητα, αλλά και ως αντίθεση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, και επομένως προχώρημα της κριτικής θεωρίας της προϊστορίας της υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου. 

Σχετικά με την τρέχουσα διδακτορική θέση σκοπεύσαμε στο να εμπεριέχει την κριτική ανάλυση των συστημάτων και μηχανισμών κοινωνικής μηχανικής της εποχής, στην οποία αναφέρεται, και ακόμα πιο προωθητικά να κεντρίσει τον αναγνώστη, προκειμένου να προβληματισθεί περί των αναλογιών και ισοδυναμιών μεταξύ της κοινωνικής και της πυρηνικής μηχανικής: δηλαδή να υποψιασθεί για το ότι το σύστημα υπαγωγής του συγκεκριμένου, υπό σχεσιοποίηση Ανθρώπου στις νομικές και εξουσιαστικές σχέσεις, προκειμένου να καταστεί πολιτισμένος (zivilisierten), αναπτύσσει αναλογικότητα προς το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα πυρηνικής ασφάλειας: συντρέχει μια αναλογικότητα μεταξύ της συγκεκριμένης σχεσιοποίησής του Ανθρώπου από την αστική κοινωνία και της quasi στοιχειοποίησής του από την πυρηνική βιομηχανία και του προσίδιου συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Το υπόβαθρο όλης αυτής της εργασίας ήταν η ίδια η άμεση εργατική έρευνα, διεξαγόμενη στα επίπεδα της προσωπικής εργασιακής καθημερινότητας και η άμεση εμπλοκή σε σύγχρονους εργατικούς αγώνες, αμφότερα διαθέτοντα τα προς τούτα ειδικά προσδιορισμένα χαρακτηριστικά. Έτσι, αυτό που μυστικοποιεί και αλλοιώνει η ιδεολογία, μπορείς να το βρεις στην καθαρή μορφή του στην εμπειρία και στην φαινομενολογία της εργασίας, μέσα στην ίδια την σφαίρα των εμφανίσεων.

Είναι γνωστό, ότι λόγω της νέας μηχανουργίας, αναπτυχθείσας σε συνθήκες παγκόσμιας αγοράς, η εργατική δύναμη (το εκάστοτε εργατικό Ego) "ως κεφάλαιο", η λεγόμενη "κεφαλαιοποίηση του εαυτού", ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (παραμονές της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης) είχε ως αποτέλεσμα την προϊόυσα ειδικοποίηση της εργασίας και των φορέων της. Αυτό συμβαίνει (από καπιταλιστική σκοπιά) σε κάθε δοσμένη επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων στο ειδικά προσδιορισμένο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου. Εν τούτοις, στον ίδιο χρόνο (2008 και εντεύθεν) παρατηρείτο ένα ποιοτικά διαφοροποιημένο φαινόμενο: η αλλοτρίωση ως παραγωγή παράπλευρων ταξινομήσεων του ανθρώπινου, κάτι που ανευρίσκεται συχνότερα και με μεγαλύτερη ευκολία στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής.

Αυτό δημιούργησε μια παρεκβολή, ένα λοξοδρόμημα στην έρευνα και ανάδειξη των τρόπων αυτοπαραγωγής και αυτοεπέκτασης της εργατικής τάξης, δηλαδή στην προλεταριακή θεωρία cyborg και στον cyborg επιταχυντισμό, καθώς και στην πολεμική στην άποψη περί του ότι τα robots παράγουν αξία. Η παρεκβολή του βιολογικού στην κριτική έρευνα της σχέσης μεταξύ εργάτη και μηχανουργίας, μεταξύ εργάτη και ανεξαρτητοποιημένων μηχανών, σχεδόν αναπόδραστα οδήγησε στην περαιτέρω μηχανοποίηση του βιολογικού, και στην προϊούσα ψηφιοποίησή του. Σ’ αυτό η κριτική έρευνα της εργαστηριακής γενετικής μηχανικής είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Η υποχώρηση της εγχώριας αντίδρασης, δηλαδή ότι προσχώρησαν στην παραδοχή περί μεταανθρωπισμού, δείχνει την συντελλούμενη αντιστροφή ως την σύγχρονη θεμελιακότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής:

Έτσι, όλο και πιο πολύ αντιστρέφεται η γενναία υλιστική αντίληψη του καπιταλισμού του 19ου αιώνα και εντεύθεν περί του ανθρωπινοβιολογικού ως μηχανικού απ’ το βιολογικό ως εξ αρχής μηχανικό.

Είναι μια κεντρική συνέπεια της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στην αυτοεικόνα της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Περί των “μετά-”

Τόσο στην χώρα, όσο και σε ένα ευρύτερο επίπεδο ιντελιγκέντσιας, η θέση περί υπέρβασης του καπιταλισμού και αντικατάστασής του από έναν νέο εκμεταλλευτικό τρόπο παραγωγής έχει πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά. 

Μπορεί να ειπωθεί, ότι είναι η ειλικρινής προσαρμογή των Αυτοκρατορικών θεωριών περί δήθεν υπεροχής της άυλης παραγωγής σε συνθήκες όπου η χρηματομηχανή της Αυτοκρατορίας έχει ανά περιστάσεις αχρηστευθεί.

Σε κάθε περίπτωση, η αναδρομή σε κάποια στοιχεία της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι χρήσιμη.

Ο James Stuart Mill, απορρίπτοντας το σύστημα του μερκαντιλισμού, καθώς και αυτό του μονεταρισμού, κατά το οποίο το κέρδος επ’ αλλοτρίωσης γεννά πρόσθετη αξία, είχε προβεί σε διάκριση της θετικής αύξησης του πλούτου (που παράγεται από την επέκταση του προτσές του κεφαλαίου, από την συσσώρευσή του) απ’ το κέρδος επ’ αλλοτρίωσης (profit upon alienation). Όριζε το δεύτερο ως πώληση σε εμπορευματικές τιμές μεγαλύτερες της αξίας των εμπορευμάτων, δηλαδή ως ένα υπερβάλλον (excess, Überschuß) της τιμής του εμπορεύματος επί της πραγματικής αξίας του. Από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας πρόκειται για μια θέση, η οποία προσδιορίζει ωφελιμιστικά τι είναι κοινωνικός πλούτος, τι συγκαταλέγεται στο κοινό καλό και τι όχι.

Ωστόσο, αυτό που παραγνωρίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι ότι το κέρδος επ’ αλλοτρίωσης (το οποίο κατά τον αυστηρό Βρετανικό ωφελιμισμό κείται εκτός κοινωνικού πλούτου) είναι στοιχείο της τιμής του εμπορεύματος μαζί με την ενεργώς πραγματική, πραγματικά ενεργή (wirklichen) αξία του, κατανοούμενα αμφότερα τα στοιχεία, λαμβανομένης υπ’ όψη της ιδεατής ύπαρξης της τιμής. Είναι δε το κέρδος επ’ αλλοτρίωσης στοιχείο της τιμής του εμπορεύματος, διότι πραγματώνεται, όταν τα εμπορεύματα αλλοτριώνονται, όταν πωλούνται. Σε ένα πιο συνολικό επίπεδο, μπορεί να ειπωθεί ότι οι εμπορευματικές τιμές επιτελούν έναν ανάλογο προς τα άτομα ρόλο προ της σχάσης των. 

Επομένως, ο «μετακαπιταλισμός» έγκειται μόνο στην διατάραξη της ποσοτικής αναλογίας μεταξύ της αξίας και του ως άνω κέρδους ως στοιχείων της τιμής του εμπορεύματος, με την ζυγαριά μάλλον να γέρνει στο δεύτερο στοιχείο. Είναι δηλαδή ο μερκαντιλιστικός "τυχοδιωκτισμός" λειτουργιών του προτσές κυκλοφορίας, εκεί όπου το κέρδος επ’ αλλοτρίωσης ως στοιχείο της εν ιδεατότητι εμπορευματικής τιμής μετατρέπεται πραγματούμενο σε χρήμα.

Αυτό συντελείται όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πλατιά στην παράτυπη (ήτοι, εκτός τυπικής υπαγωγής, εκτός νομικού πλαισίου) διαδικασία ιδιοποίησης (appropriation) εκ μέρους των καπιταλιστικών εταιρειών και επιχειρήσεων των αποτελεσμάτων της δραστηριότητάς μας στον ελεύθερο χρόνο, κάτι που οι συγγραφείς της γραμματείας των μετά- τόσο εύστοχα και γλαφυρά περιγράφουν και αναλύουν.

Ωστόσο, για να δεις το πώς αυτό το επ’ αλλοτρίωσης κέρδος λειτουργεί καθαρά καπιταλιστικά και είναι πολύ Βικτωριανά κλασική καπιταλιστική λειτουργία, είναι πιο εύκολο να το δεις στην συνολικότητα του προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, κατά την μετατροπή της πρόσθετης αξίας σε κέρδος, και του ποσοστού πρόσθετης αξίας σε ποσοστό κέρδους, ήτοι πρέπει να μεταβείς από το επίπεδο των ατομικών και αδιαίρετων λειτουργιών σε μια πιο σφαιρική και συνολική αντίληψη.

Έτσι, σε αυτήν την μετακαπιταλιστική περίπτωση, το κέρδος ως ποσοτικό άθροισμα, κάτι που μπορεί να μετρηθεί υλικά μόνο στην χρηματομορφή του, είναι –προς παρέκκλιση από την κλασική πολιτική οικονομία του Βρετανικού ωφελιμισμού- μεγαλύτερο από το συνολικό άθροισμα της πρόσθετης αξίας που παρήχθη επί ενός κεφαλαίου σε μια δοσμένη περίοδο κυκλοφορίας. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν χαλάει η υπόθεση (assumption), ότι το κέρδος είναι ίσο της πρόσθετης αξίας. Αυτό είναι αποτέλεσμα του μηχανισμού επίδρασης των αλλαγών και των διακυμάνσεων των εμπορευματικών τιμών. Στην εσωτερικότητα αυτού του μηχανισμού, το υπερβάλλον στην τιμή είναι τρόπος εξουδετέρωσης της αύξησης της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που απασχολήθηκε (λόγω βελτιώσεων, αντικατάστασεων, ανανεώσεων, εξελίξεων στην μηχανουργία), τυχόν αλλαγών στις τιμές του ακατέργαστου υλικού (πρώτες ύλες, προϊόντα εξόρυξης), καθώς και της πιθανής αύξησης των μισθών (λόγω απεργιών, ανάπτυξης της πάλης των τάξεων κλπ), και του πώς επιδρούν αυτές οι δυναμικές και αυτοί οι παράγοντες στο κατέβασμα του ποσοστού πρόσθετης αξίας.

Επομένως, όλο αυτό που μυστηριακά προβάλλει ως μετακαπιταλιστικό, είναι ένας από τα παλιά μηχανισμός ανεβάσματος του κέρδους και του ποσοστού κέρδους, χωρίς κατ’ ανάγκη να ανεβαίνει η πρόσθετη αξία και το ποσοστό πρόσθετης αξίας, δηλαδή από μια άλλη σκοπιά μηχανισμός διαφυγής εν όψει του κινδύνου ενεργοποίησης του νόμου της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους, λόγω αύξησης της αξίας του σταθερού κεφαλαίου.

Στοιχεία κατανόησης της αξίας

Η όλο και πληρέστερη κριτική κατανόηση της αξίας αναπτύσσεται στον ίδιο χρόνο με την ιστορική και οντολογική επίγνωση της εμφάνισης του κεφαλαίου. Αυτό συγκεκριμένα απαιτεί όλο και πιο πολύ την ικανότητα διάκρισης της αξίας και των μορφών της, συμπεριλαμβανόμενης και της χρηματομορφής της, από το χρήμα, και από τον τόκο ως ειδική μορφή χρήματος. Χρήμα και τόκος υπάρχουν ως τέτοια εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αρκεί αυτό για να έχουμε κεφάλαιο; 

Έτσι, με σημείo αναφοράς κάθε τρόπο παραγωγής που προηγήθηκε ιστορικοχρονολογικά του τρόπου παραγωγής κεφαλαίου, το κεφάλαιο στις πρώιμες, προδρομικές μορφές του εμπορικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου του εμπόρου, του επιτηδευματία, μοιάζει ότι εμφανίζεται, ότι έρχεται από το μέλλον, και έτσι μόνο αποκτά μια επίφαση αιωνιότητας, διότι δυναμικές εμπορικού κεφαλαίου μπορούμε να δούμε από τα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά με σημείο αναφοράς τον προσίδιο τρόπο παραγωγής του, δηλαδή τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το κεφάλαιο παράγεται και εμφανίζεται στην συνολικότητά του στον ίδιο χρόνο, στην ίδια συγχρονικότητα ύπαρξης, ανάπτυξης και αναπαραγωγής του καπιταλισμού, ώστε αυτό που στον καπιταλισμό κάθε φορά έρχεται από το μέλλον, είναι η προλεταριακή άρνηση, η επαναστατική απειλή και ο ταξικός εκβιασμός της εργατικής τάξης. Τούτο καθίσταται πιο εμφανές, λαμβανομένου υπ' όψη ότι τις τελευταίες δεκαετίες το κεφάλαιο εμφανίζεται περισσότερο ως εἶναι, παρά ως γίγνεσθαι, όπως στον 19ο αιώνα και προγενέστερα.

Η συμβολή της διανοητικής ιστορίας, της ιστορίας των εννοιών, του κοντεξτουαλισμού, της παλαιότερης ιστορίας των ιδεών έγκειται στο ότι εντός ενός δοσμένου τρόπου παραγωγής δείχνουν με συγκεκριμένο τρόπο στο υπερκτίσμα, στην Ιδεαλιστική Σφαίρα, τα στοιχεία εκείνα που μοιάζουν μελλοντικά, επειδή ακριβώς εκφράζουν την δυναμικότητα του εμπορικού κεφαλαίου και τις πολιτικές και πολιτισμικές συνεπαγωγές του σε σύνολα σχέσεων και σε κόσμους που δεν είναι καπιταλιστικοί. Στο επίπεδο της πραγματικής βάσης αυτό κάνει και η επιστήμη του ιστορικού υλισμού ως προς τους πριν το καπιταλισμό τρόπους παραγωγής και σχηματισμούς.

Ο τρόπος κατανόησης του κεφαλαίου είναι σε άμεση συσχέτιση με την εφαρμοζόμενη πολιτική ως προς αυτό. 

Κάποιος μπορεί να βλέπει το κεφάλαιο ως μια ενική κοινωνική σχέση δυο αδιαίρετων, δύο ατόμων. Σε αυτήν την περίπτωση το «κεφάλαιο» είναι -ας πούμε- ένα συζυγικό ζεύγος ανθρώπων. Αν καταφέρεις να τους χωρίσεις, θα έχεις καταστρέψει το κεφάλαιο ή το κεφάλαιο θα έχει πεθάνει; Στο συνηθέστερο σφάλμα της χυδαίου χαρακτήρα πολιτικής οικονομίας το κεφάλαιο επίτηδες ταυτίζεται αδιάκριτα, δηλαδή μη ιστορικά, με το χρήμα. Έτσι, ο προνεωτερικός money-lender, λχ. ο Σάιλοκ είναι κατ’ αυτήν την εσφαλμένη και με εγκληματικές προθέσεις άποψη κεφάλαιο, και μάλιστα η πιο απεχθής μορφή του, καθ’ όσον ταυτίζεται με τις λειτουργίες ενός Ιουδαίου. Σε πρώιμες εργατικές οπτικές το κεφάλαιο μέσα από τον ίδιο τον εμπειρισμό της εργασίας (και σωστά έως αυτό το σημείο) συνδέεται με την λειτουργία του διευθυντικού δικαιώματος επί της εργασίας, δηλαδή με τον επιστάτη και με τον νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης. Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος μιας καπιταλιστικής επιχείρησης είναι όσον αφορά το εργασιακό προτσές προσωποποίηση του κεφαλαίου, ή αν προτιμάτε, των λειτουργιών του. Αλλά, το προτσές συσσώρευσης κεντρικοποιεί το κεφάλαιο, κάτι που σημαίνει ότι οι προσωποποιήσεις του υποβαθμίζονται στην συνολικότητα του προτσές: το κεφάλαιο που προέβαλε και παρίστατο ως πρόσωπο διά του προτσές συσσώρευσης αποπροσωποποιείται.

Πιο αφηρημένα, κάποιος μπορεί να αντιλαμβάνεται ως κεφάλαιο τις εσώτερες αλληλεπικαλύψεις της αστικής κοινωνίας, όπως ας πούμε τις λύσεις του κ. Σέλιγκα, και την κατάσταση του κόσμου των μυστικών του Παρισιού, ή κάποιος άλλος που μόλις και διαφωτίζεται αστικά, μπορεί να αντιλαμβάνεται ως κεφάλαιο την πολυσχιδότητα του Ιουδαϊκού Ζητήματος. Πολύ χειρότερα, σε ένα ακόμα πιο σύνηθες Προυντονιστικής και Λασσαλικής κοπής σφάλμα κάποιος ταυτίζει την Κρατόσφαιρα με το κεφάλαιο.

Η θεώρηση, ότι το κεφάλαιο πέθανε ή υπέστη υπέρβαση εντός του καπιταλισμού, κατά λογική αναγκαιότητα σημαίνει, ότι άπαξ και σε μία χώρα επικρατήσει εργατική σοσιαλιστική επανάσταση, τότε δια παντός εξαφανίζεται και το κεφάλαιο. Αλήθεια, όλα αυτά τα εμπορεύματα από την Κίνα που καταναλώνουμε στις καπιταλιστικές χώρες, τι είναι; Προφανώς κεφάλαιο. Αυτό από μόνο του αρκεί για να χαρακτηρισθεί η Κίνα καπιταλιστική;

Γενικά, οι απόψεις που θέλουν το κεφάλαιο να πεθαίνει, να υπερβαίνεται εντός του καπιταλισμού, ή ακόμα και εντός μιας σοσιαλιστικής χώρας, μέσα από την διάλυση κάποιων συγκεκριμένων διατομικών, διαπροσωπικών σχέσεων έστω διαμεσολαβητικών και αναπαραγωγικών της αστικής ιδεολογίας, είναι απόψεις, των οποίων πηγή είναι ο βολουνταρισμός, ανεξάρτητα με ποιον –ισμό πολώνονται κάθε φορά.

Σε ένα γενικότερο επίπεδο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ποια είναι η διαφορά της κριτικής της πολιτικής οικονομίας από την κλασική πολιτική οικονομία, και που συνίσταται η συμβολή της κριτικής όσον αφορά την εσωτερικότητα της ανάπτυξης της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας.

Ο Άνταμ Σμιθ ήταν ο πρώτος, που εξέτασε τις κοινωνίες στην πραγματική βάση της παραγωγής. Ο Ρικάρντο ήταν αυτός που εντόπισε την σύνδεση εργασίας και αξίας, ο Μιλ αυτός που πρωτοδιατύπωσε τον νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους, ο Μάλθους αυτός που εντόπισε την σύνδεση μεταξύ κεφαλαιακής επέκτασης και συσσώρευσης και της δημιουργίας υπερπληθυσμού. Η πρωτοπόρα και επαναστατική συμβολή της εργατικής κριτικής, πέρα από την αντιστροφή της ταξικής οπτικής, συνίσταται στην κριτική ανάδειξη και ανάλυση του προτσές δημιουργίας παγκόσμιας αγοράς, και στην κριτική ανάδειξη και ανάλυση της σχέσης και της συνάρθρωσης μεταξύ εργάτη και μηχανών μέσα από την κριτική της τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, καθώς και η κριτική ανάλυση από το σημείο θέασης της συνολικότητας του προτσές των λειτουργιών και των σχέσεων μεταξύ ειδικών και στριφνών μορφών κεφαλαίου (χρηματοθετικού, τοκοφόρου, γινόμενου κεφαλαίου, πραγματικού κεφαλαίου, ονομαστικής αξίας, τραπεζών, χρέωσης, νομισμάτων, χρηαμτοσυστήματος κλπ).

Το κεφάλαιο πιο πολύ στα σύγχρονα εργοστάσια έχει έναν ρεαλιστικό φετιχισμό μελλοντικότητας, ή κάτι που έστω φενακισμένα φαίνεται ως τέτοιο. Κι αυτό διότι, όλο και πιο πολύ μέσα στην τεχνική σύνθεσή του και στις μηχανουργικές λειτουργίες του, υπάρχει ενταγμένη οργανικά μηχανοποιημένη τεχνητή νοημοσύνη, ώστε ακριβώς χάρη σε αυτό οι μηχανές όχι μόνο φαίνονται ως τέτοιες (απίστευτα πιο πολύ από την εποχή του αποσπάσματος των μηχανών των Grundrisse), αλλά λειτουργούν ως έμψυχες, ως σκεπτόμενες. -Η αστική κοινωνία, πλήρως υπηγμένη στην εργαλειακή, αντικειμενική λογική του κεφαλαίου, όλο και πιο πολύ μοιάζει με video game, αλλά τα πράγματα στο εργοστάσιο δεν είναι καθόλου παιγνιώδη.

Αν, όμως, αυτό είναι κάτι σχετικά εύκολα εμφανές, πώς ακούγεται το γεγονός, ότι στοιχεία μελλοντικού κεφαλαίου έρχονται στο εδώ και στο τώρα με την γέννηση των βρεφών Τα σύγχρονα μαιευτήρια είναι εργοστάσια όχι μόνο προδιαμόρφωσης εργατικής δύναμης, αλλά και μεταφοράς στοιχείων μελλοντικού κεφαλαίου, καθώς και της άρνησής του.

Το κεφάλαιο στην αντικειμενικότητά του έχει αποικιοποιήσει την ψηφιακή λειτουργία της αστικής κοινωνίας. Έτσι, την αντιμετωπίζει ως ένα ευρύ σύνολο πεδίων απόσπασης, συνιδιοποίησης των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων των μελών της: δηλαδή αυτό που πριν ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης, έχει γίνει αχανής απλήρωτη εργασία. Τα αποτελέσματα αυτής της απλήρωτης εργασίας διοχετεύονται σε και τροφοδοτούν τα data, και έτσι έρχεται η υψηλά ειδικευμένη εργασία στην βιομηχανία πληροφορικής, προκειμένου με βάση αυτά τα data (τα οποία τα βλέπει ως πρώτη ύλη και ως ακατέργαστο υλικό) να παράξει νέα εμπορεύματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο (ως μάνα εξ ουρανού και ως εκ μηχανής θεός) το ποσοστό της πρόσθετης αξίας ανεβαίνει και στον ίδιο χρόνο τα εμπορεύματα είναι φτηνά, διότι το ψηφιακό εμπόρευμα παράγεται με μικρότερη ποσότητα σταθερού κεφαλαίου (επομένως συνολικά με μικρότερη αξία σταθερού κεφαλαίου από καθαρά ποσοτική άποψη) και με λιγότερη εργασία (επομένως συνολικά με μικρότερη αξία μεταβλητού κεφαλαίου από ποσοτική άποψη), και επίσης στον ίδιο χρόνο μειώνεται αλματωδώς ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής αυτων των κεφαλαίων (λόγω της ψηφιακής φύσης αυτών των εμπορευμάτων, αλλά και λόγω του ότι το ψηφιοποιημένο κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο δεν χρειάζεται τόσο συχνά επισκευές και επιδιορθώσεις).

Αυτό για να επιτευχθεί, προϋποθέτει και συνεπάγεται την διάρρηξη και ρευστοποίηση των ορίων μεταξύ δημοσιότητας και ιδιωτικότητας, και σε ειδικές περιπτώσεις την παραβίαση της ιδιωτικότητας, ακόμα και της προσωπικότητας, επομένως και την αλλοίωση του αστικού χώρου και της γενικότερης αστικής αντίληψης. Αυτό λοιπόν που έχει πεθάνει ή καλύτερα ψυχορραγεί, δεν είναι το κεφάλαιο, αλλά η ιστορική συγκρότηση και δόμηση της αστικής κοινωνίας, και πέθανε ακριβώς επειδή το κεφάλαιο ενδοστρεφώς ρουφάει το αίμα της, την συναισθηματική και γνωσιακή δραστηριότητά της κατά το προτσές αναπαραγωγής της.

Στην θεωρησιακή δυσκολία του αυτό το ζήτημα στρεβλώνει την κριτική ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως, οι διάφοροι επιθετικοί προσδιορισμοί του σύγχρονου καπιταλισμού (γνωσιακός, επιτηρητικός, ψηφιακός, χρεωστικός, χρηματοχρεωστικός, χρηματιστικός κλπ), όπως παλιά έλεγαν νεοφιλελελεύθερος, και πιο παλιά, κρατικομονοπωλιακός, είναι μόνο ο μερικός προσδιορισμός του τρόπου συνάρθρωσης μεταξύ κεφαλαίου και αστικής κοινωνίας, κάτι επιμέρους και δευτερεύον, που φενακισμένα αναγορεύεται σε κύρια πλευρά.

Ταξικές συνθέσεις εργασίας

Οι δοσμένες συνεκτικές ποιότητες της βιομηχανικής αφηρημένης εργασίας συχνά στην φαινομενικότητά της λαμβάνουν την μορφή της ταξικής σύνθεσης. Πρόκειται για συνεκτικότητες, για σύνολα κοινών ποιοτικών χαρακτηριστικών, ιστορικά προσδιορισμένα, μέσα στην φαινομενολογία του βιομηχανικού γίγνεσθαι. Η ανάπτυξη μιας επαναστατικοποίησης των μέσων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων στο μέτρο που γίνεται στον ίδιο χρόνο σε όλο και μεγαλύτερο επίπεδο, καλείται Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτό είναι η βασική δυναμική παραγωγής και προσδιορισμού αυτών των ποιοτήτων. Ωστόσο, αυτό το προτσές δεν φτάνει ποτέ έως τον σχηματισμό αυτοτελών κοινωνικών τάξεων επ’ αυτών των ταξικών συνθέσεων, διότι είναι η ίδια η αντικειμενική λογική του βιομηχανικού γίγνεσθαι, που δένει και κρατάει αυτές τις συνθέσεις στην συνολική ποιότητα και ποσότητα της εργατικής τάξης. Επομένως, ακόμη και αν οι ταξικές συνθέσεις της βιομηχανικής εργασίας ιδωθούν ως σε τελική ανάλυση διαμεσολαβημένα από το βιολογικό και το κοινωνικοπολιτισμικό βιομηχανικά προϊόντα, δηλαδή ως generations, αυτές οι generations δεν μπορούν να αυτοτελοποιηθούν από την συνολική εργατική τάξη στο επίπεδο an sich αναπαραγωγής της, πόσω μάλλον στο επίπεδο fur sich ύπαρξης και πάλης της.

Στον ευρωπαϊκό χώρο και δη ως επιρροή συγκεκριμένων αναλύσεων κατά την επαύριο του «γαλλικού Μάη» διάφοροι επαΐοντες επιδίωξαν να αυτοτελοποιήσουν τις generations, να στρέψουν την μία εναντίον της άλλης, και να τις αντιδιαστείλουν προς την συνολικότητα της εργατικής τάξης, προς αυτό που καλούσαν «παραδοσιακή βιομηχανική εργατική τάξη». Από ταξική και πολιτική άποψη ήτο πολιτική διάσπασης και διασάλευσης της ενότητας των γραμμών της εργατικής τάξης.

Όπως είναι γνωστό από τα Grundrisse, οι πρόγονοι των cyborgs και της cyber-εργασίας αναπτύχθηκαν στα μεταλλουργικά εργοστάσια, όπου δηλαδή εντοπίζετο υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου και μηχανουργία με προηγμένους αυτοματισμούς. Μετά την ολοκλήρωση της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης κατά την μεσοπολεμική περίοδο τόσο στην ΕΣΣΔ, όσο και στον Γερμανικό χώρο, η προλεταριακή γραμματεία σε επίπεδο σινεμά και λογοτεχνίας (fiction), και η κομματική αγκίτ-πρόπ είχαν αρχίσει να κάνουν ρητά λόγο για τα cyborgs.

Η δεκαετία του 1960, με την ορμητική είσοδο στην 3η Βιομηχανική Επανάσταση, στην ΕΣΣΔ και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες ανέδειξε όχι μόνο την εν τω προτσές της εργασίας, αλλά και την κοινωνική ύπαρξη μιας νέας εργασιακής ποιότητας, της cyber εργασίας, και των φορέων αυτής, των cyborgs. Οι παραγωγικές δυναμικές που συνετέλεσαν σε αυτό, ήταν: 1. οι ανάγκες της παραγωγής και αναπαραγωγής σε πυρηνικά εργοστάσια και σταθμούς, 2. οι εργασιακές και επαγγελματικές δραστηριότητες που αφορούσαν την οργάνωση του κεντρικού σχεδιασμού, 3. οι εργασιακές και επαγγελματικές δραστηριότητες που αφορούσαν την εξερεύνηση του διαστήματος, και 4. η νοημοσύνη που αφορούσε αστυνομικές και στρατιωτικές δραστηριότητες.

Πέρα από την σε τελική ανάλυση φύση των cyborgs ως βιομηχανικών προϊόντων, η κοινωνική ύπαρξή τους στις σοσιαλιστικές χώρες είναι μια in actu απάντηση στο ίδιο το χειραφετητικό ζήτημα, δηλαδή στην άρση της αλλοτρίωσης, στην άρση της πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων (διαπροσωπικών, διυποκειμενικών, πολιτικών, γνωσιακών, υπηρεσιακών κομματικών).

Μετά την αντεπαναστατική επίθεση της δεκαετίας του 1990, η σχετική υποχώρηση των robots στον καπιταλιστικό κόσμο, αποτέλεσμα ακριβώς της ταξικής πάλης των cyborgs, εκφράζεται και αποτυπώνεται στην προσίδια λογοτεχνική και επιστημονική παραγωγή. Αυτό, το οποίο ξεχωρίζει, είναι η ανάπτυξη γραμματείας και επιστημονικής έρευνας για το κυβερ-προλεταριάτο.












Προκαταρκτικές Σημειώσεις για την Εργατική Επανάσταση στην Γερμανία (1918-1923)

Για λίγα ιστορικά προτσές έχει χυθεί τόσο μελάνι ψεύδους και συκοφάντησης όσο για την εργατική επανάσταση στην Γερμανία. Ο πατριώτης μικροαστός της Γερμανίας επί δεκαετίες επιδίδεται στην άμεση αιτιακή σύνδεση της εργατικής επανάστασης με τις δύο ήττες, αυτού το οποίο φαντασιώνεται ως έθνος του, σε αμφότερους τους Πολέμους, κι έτι περαιτέρω ο τυφλωμένος και αφηνιασμένος μέσα στον φανατισμό και στον μυστικισμό του εθνικοσοσιαλιστής προσπαθεί να δείξει, ότι αμφότερες οι ήττες ήταν εκ προθέσεως των κομμουνιστών, κομμάτι του και καλά «ιουδαιομπολσεβίκικου» σχεδίου.

Αναμφισβήτητα, μέσα σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο το κάθε προτσές σχετίζεται και συναρθρώνεται με το άλλο, ώστε η ιστορία σχηματικά, όπως λέει ο Ένγκελς, παρίσταται ως διάνυσμα δυνάμεων, ως ένα σύνολο ανισότιμων, μη ισοδύναμων όρων, από το οποίο βγαίνει αυτό που κατανοούμε ως έκβαση, ως αποτέλεσμα, και το οποίο ο αφηρημένος[1] Άνθρωπος κατανοεί αναδρομικά ως άμεση ή διαμεσολαβημένη αιτιακή αλληλουχία προς τα πίσω. Αλλά, για τον επιστημονικό σοσιαλισμό το κομβικό είναι να δεις ότι η ιστορική έκβαση, το ιστορικό αποτέλεσμα, ειδικά προσδιορισμένο, είναι η ίδια η αντιπαράθεση των παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ των και των παραγωγικών δυνάμεων προς τις παραγωγικές σχέσεις.

Από την άλλη, αυτό δεν οδηγεί σε κάποιον ντετερμινισμό οποιασδήποτε ποιότητας, διότι στο γενικό επίπεδο των συγκρούσεων, και κύρια όσον αφορά την πολιτική, τόσο η συγκυρία, όσο και η στιγμή ως διαλεκτική του συγκεκριμένου, ως συνόψιση πολλών προσδιορισμών αποκτούν στο συγκρουσιακό προτσές αποφασιστική σημασία. Κι αυτό διότι εντός της συγκυρίας, όπου κάθε φορά φανερώνεται η στιγμή, οι γενικές αφαιρέσεις εγείρονται στην πιο πλήρη, στην πιο πλούσια συγκεκριμένη ανάπτυξή των, και έτσι το εν εμφανίζεται στους πολλούς κοινό, κοινό σε όλους, και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να κατανοηθεί σε ιδιαίτερη μορφή.

Η εργατική επανάσταση στην Γερμανία έφτασε μέχρι το πεδίο του συγκεκριμένου, ωστόσο δεν κατάφερε να επιλύσει με αποφασιστικό τρόπο το συντακτικό πρόβλημα. Ήδη απ’ το 1802 ο Χέγκελ στο "Über die Reichsverfassung" το είχε θέσει: "Deutschland ist kein Staat mehr …", διότι "αυτό που δεν μπορεί πια να συνδεθεί με μια έννοια (Begriffen), δεν υπάρχει πια". Έτσι, οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, όπως οι ομόλογοί τους στα 1848 επαναλάμβαναν την Ρωμαϊκή Σύγκλητο και την Φραγκική Επανάσταση, επαναλάμβαναν την Πρωσική αξίωση και αιτίαση των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Πρωσισμός των κηνσόρων, της λογοκρισίας, των περιορισμών και των απαγορεύσεων εμφανίζεται πάντα ως επίσημη, αξιωματουχική (offizielle) κριτική, οι νόρμες του είναι κριτικές νόρμες:

Απέναντι στην επαναστατική ορμή τοποθετείται ένας λανθάνων, ένας απαστράπτων φιλελευθερισμός (Scheinliberalismus): ο φιλελευθερισμός των εκλάμψεων, και των ψευδαισθήσεων των ανταγωνισμών, ο οποίος θέλει να μετατρέψει την ενεργή, γεγονοτική εξόργιση σε κάτι προσωπικό, ο οποίος νομίζει ότι, αν αλλάξει ένα πρόσωπο, θα έχει δήθεν αλλάξει και το θέμα. Πολλώ δε μάλλον, στα 1918-1919 αυτές οι δυνάμεις οικειοποιήθηκαν μέσα στην παράδοση του Πρωσικού κρατισμού, αυτό που λέει ο Ένγκελς, τον χύδην Συνταγματισμό (grobschlächtiger Konstitutionalismus) και τον χοντροκομμένο, αμπλάνιστο (gröberer) Ρεπουμπλικανισμό.[2]

Για να κατανοηθεί, όμως, η διαλεκτική της εργατικής επανάστασης στην Γερμανία στην συνολικότητά της, είναι χρήσιμο να κατανοηθεί ως Γίγνεσθαι (Werden): "μία κίνηση εντός της οποίας αμφότερα (καθαρό εἶναι καθαρό οὐδὲν) είναι διακριθέντα, αλλά εκ μίας διάκρισης που έχει λυθεί αδιαμεσολάβητα"[3]. Το Επαναστατικό Γίγνεσθαι ως κίνηση παράγει στιγμές έως το σημείο αναίρεσής του.[4] Επομένως, η απάντηση, την οποία έδωσε η εργατική επανάσταση, στο συντακτικό πρόβλημα, ήταν το αναιρούμενο Γίγνεσθαι. Στην οπτική μας η εργατική επανάσταση στην Γερμανία, και αυτό είναι που την ξεχωρίζει σε σχέση με την Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, τοποθετήθηκε ως εξωτερικότητα και διαφορά έναντι όλων των προϋπαρχόντων και υπαρχόντων. Είναι αυτός, όπως το λέει ο Λένιν, «ο ιδιαιτέρως σκληρός και επώδυνος δρόμος του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης στην Γερμανία»[5].

Αυτό στην έναρξη των επαναστατικών ενεργειών δημιουργούσε τέτοια ορμή, ώστε αγνοήθηκε το αναπτυσσόμενο κομματικό πρόβλημα, όπως το έθεσε με διανοητική ευκρίνεια τότε ο Λένιν: η δυνατή και αναγκαία ενότητα στο βασικό ζήτημα (για Σοβιετική αρχή, ενάντια στον αστικό κοινοβουλευτισμό).[6]

Η θέση ως εξωτερικότητα ως προς όλους αποδίδεται σε ένα σύνολο ειδικά προσδιοριστικών κομματικών παραγόντων, από ότι στην ηγεσία της ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Καρλ Λιέμπκνεχτ, έως τις ειδικές συνθήκες με τις οποίες έγινε η απόσπαση των Σπαρτακιστών απ’ την σοσιαλδημοκρατία, και η συγκρότηση του KPD. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραμελείται, καθ’ όσον είναι το κύριο, η εργατική έρευνα της σύνθεσης και των χαρακτηριστικών του προλεταριάτου και των πληβειακών, λαϊκών μαζών που υλοποίησαν την επανάσταση.

Εδώ, αυτό που διαφοροποιεί, είναι η προλεταριακή αδιαφορία και άρνηση του να είσαι υποκείμενο, καθώς και της συνθήκης του να είσαι υποκείμενο: η κατανόηση και πραγμάτωση της επαναστατικής κίνησης ως μετάβαση από το καθ’ εαυτό στο conatus (εμμενή ροπή, τάση) προς το δι’ εαυτώ: ο αυτοπροσδιορισμός του προλεταριάτου ως γίγνεσθαι, ως ενεργή συμμετοχή σ’ αυτό. Έτσι, το επαναστατικό προλεταριάτο αυτοκατανοείται ως σύνολο παραγωγικών δυνάμεων ως τέτοιων, αδιαμεσολάβητα, και όχι από την σκοπιά των υποκειμενικοτήτων ως εντός-εκτός-και επί τα αυτά. Συνεπώς, η Τροτσκική, και κάθε τόσο Τροτσκιστική κατηγοριοποίηση και αντεστραμμένη δικαιολογία περί ανωριμότητας είναι αβάσιμη, ή η περι ού ο λόγος Αναφορά του Τρότσκυ δεν αναφέρεται στο δι' εαυτώ επαναστατικό προτσές, αλλά από την σκοπιά του σεκταρισμού, στις εσωτερικές κομματικές προσωπικές σχέσεις.[7]

Η άρνηση των συνθηκών να είσαι υποκείμενο είναι κάτι σχεδόν άγνωστο και μη γινόμενο εύκολα αντιληπτό στους πληθυσμούς, οι οποίοι απέκτησαν μια Γερμανική και Ευρωπαϊκή συνείδηση (κι αυτή δανεισμένη ως αντάλλαγμα για την αντεπαναστατική στάση τους στην Κομμούνα) μετά την ένωση του Ράιχ στα 1871, και των οποίων ο καθορισμός της συνείδησης λίγο-πολύ έχει να κάνει με τις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες, τις οποίες περιγράφει η Judith Butler στο βιβλίο της για τα Υποκείμενα της Επιθυμίας. Όπως το λέει η Ρόζα: 

“Ω πώς είναι Ντόιτς αυτή η Ντόιτς Επανάσταση;”.[8]

Απ’ αυτήν την άποψη, η εργατική επανάσταση στην Γερμανία έθεσε με πληρότητα τόσο το ζήτημα της εξόδου, του απεγκλωβισμού από την διαλεκτική της υπαγωγής υποκειμένου-αντικειμένου, όσο και της άρσης του δυισμού μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμού. Είναι επομένως όχι μόνο μια αδιάκοπη κριτική στις Ηπειρωτικές εθνικές συνθήκες, αλλά, όπως και στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθεια οικοδόμησης ποιοτικά διαφορετικών, νέου τύπου συνθηκών ύπαρξης και ζωής.

Δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ότι είχε να αντιπαλέψει με ένα επί δεκαετίες σμιλεμένο και έμπειρο απαράτ θεωρητικών και επιχειρησιακών στελεχών της Β΄ Διεθνούς, οι οποίοι τότε αξίωναν τους τίτλους των νομίμων κληρονόμων του Ένγκελς. Αλλά, αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά.[9]

Στην μορφή και στο άπλωμά της έχει μια ιδιαίτερη στρατιωτική διάσταση, η οποία έχει την δική της αξία.[10] Έτσι, ειδικά οι εξεγέρσεις στην Ρηνανία με τον σχηματισμό Κόκκινου Στρατού στο Ρούρ και στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Ρήνου, οι εξεγέρσεις σε Κίελο και Αμβούργο μπορούν να ιδωθούν και ως κατ’ εξοχήν στρατιωτικά γεγονότα με την δική τους τεχνική και τις τακτικές τους.

Προσέτι, η διερεύνηση της εργατικής σύνθεσης αποδεικνύει ότι το επαναστατημένο προλεταριάτο, ειδικά στις εκτός Βερολίνου βιομηχανικές περιοχές εργαζόταν και δούλευε σε βιομηχανίες υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, και επομένως είχε άμεση γνώση των τελευταίων εξελίξεων της δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.[11] Έτσι, εδώ η κεντρικότητα εντός της κοινωνικής εργασίας του σε ποιοτική μεταμόρφωση εργάτη μάστορα σε έργατη μάζα (ήτοι η τότε μείωση της απόστασης μεταξύ συλλογικού και λεπτομερειακού εργάτη) αποτυπωνόταν και αντανακλούσε στην κομμουνιστική υπεροχή εντός της πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης, αλλά, απ’ την άλλη αντικειμενικά δημιουργούσε απόσταση από τις απαλλοτριωμένες αγροτικές μάζες και από την παραδοσιοκρατική φτωχολογιά των πόλεων, κάτι που στον Ρωσικό χώρο το είχε γεφυρώσει δεκαετίες πριν το αναρχικό και το ναρόντνικο κίνημα, και εν τω επαναστατικώ προτσές του Οκτώβρη κατά το μάλλον οι Εσσέροι.

Ο Κόκκινος Στρατός σε Ρουρ και Ρηνανία (το Kernland, το Herzland της Γερμανικής βιομηχανίας), υπό την σκέπη του οποίου καλύφθηκαν και έδρασαν ετερόκλητες επαναστατικές οργανώσεις, δείχνει τον βαθμό στρατιωτικοποίησης της μεγάλης βιομηχανίας, την μιλιταριστικοποίηση της κοινωνικής ζωής, που είχε προηγηθεί της Επανάστασης πριν και κατά την διάρκεια του Πολέμου, αλλά και τον βαθμό εξοικείωσης των εργατών με την νέα μηχανουργία.[12] Έτσι, όπως αναφέρει ο Κανονισμός υπ’ αριθμό Ένα των Μονάδων του Ρηνανικού Κόκκινου Στρατού, “καθένας που συμμετέχει στον Κόκκινο Στρατό, συμμετέχει στο επαναστατικό προλεταριάτο”. Πιο διεισδυτικά, από εδώ βγαίνει, ότι η εργατική ισχύς είχε τόσο καταλάβει το εργοστάσιο, ώστε έθετε με τα όπλα ζήτημα επιβολής προλεταριακής τάξης (order) στον δημόσιο βιομηχανικό χώρο, δηλαδή ζήτημα προλεταριακής οργάνωσής του, και επομένως ζήτημα εν τω προτσές παραγωγής προλεταριακής κοινωνικής συντακτικότητας.

Από την άλλη, το BlutMai, οι ταραχές και τα μπάχαλα του KPD και των επαναστατικών δυνάμεων στο Βερολίνο ενάντια στους μπάτσους και ενάντια στους φασίστες, την Πρωτομαγιά του 1929 και τις επόμενες ημέρες, μπορεί να ειπωθεί ότι έστω ex post factum δείχνουν, ότι στην πρωτεύουσα, όπως και με κρίσιμη σπουδαιότητα στο Μόναχο, ένα από τα ζητήματα που έμπαιναν για το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, ήταν το ζήτημα της επιβολής και του καθορισμού της Εγελιανά προσδιορισμένης Polizei.[13] Αυτό, μαζί με τις εξουσιαστικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της μητρόπολης του Βερολίνου, όπως ανέλυσε ο Sergio Bologna, είχε να κάνει και με την διαφοροποιημένη κομματική σύνθεση (εμπεριέχουσα ανέργους, απολυμένους, φτωχούς, περισσότερους διανοούμενους, τύπους χαρακτηρισμένους ως εθνικά μειονοτικούς).[14] Κάτι τέτοιο φανερώθηκε και στην Επανάσταση, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις στο Βερολίνο δεν έφτασαν στο επίπεδο συγκρότησης και οργάνωσης Κόκκινου Στρατού, αλλά στο επίπεδο συγκρότησης και οργάνωσης πολιτοφυλακών και ένοπλων φρουρών.[15]



[1] Στον Χέγκελ το αφηρημένως σκέπτεσθαι είναι ως προς την μεταφυσική σαν πανούκλα. Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Wer denkt abstrakt? (1807).

[2] Βλ. Friedrich Engels, Revolution und Konterrevolution in Deutschland, II [Der preußische Staat], απόσπασμα, (1852).

[3] Βλ. Hegel, Wissenschaft der Logik, Erster Teil. Die objektive Logik, Erstes Buch: Die Lehre vom Sein, Erster Abschnitt: Bestimmtheit (Qualität), Erstes Kapitel: Sein, C. Werden, a. Einheit des Seins und Nichts, απόσπασμα: "Das reine Sein und das reine Nichts ist also dasselbe. Was die Wahrheit ist, ist weder das Sein noch das Nichts, sondern daß das Sein in Nichts und das Nichts in Sein – nicht übergeht, sondern übergegangen ist. Aber ebensosehr ist die Wahrheit nicht ihre Ununterschiedenheit, sondern daß sie nicht dasselbe, daß sie absolut unterschieden, aber ebenso ungetrennt und untrennbar sind und unmittelbar jedes in seinem Gegenteil verschwindet. Ihre Wahrheit ist also diese Bewegung des unmittelbaren Verschwindens des einen in dem anderen: das Werden; eine Bewegung, worin beide unterschieden sind, aber durch einen Unterschied, der sich ebenso unmittelbar aufgelöst hat".

[4] Βλ. οπ., b. Momente des Werdens, c. Aufheben des Werdens.

[5] Βλ. V. I. Lenin, A Letter to the German Communists, Regarding The Discussion On The Second Congress Of The Communist International,14/8/1921, σε Lenin’s Collected Works, 1st English Edition, Progress Publishers, Moscow, 1965, Volume 32, pages 512-523.

[6] Βλ. του ιδίου, Letter To The Central Committee Of The Communist Party Of Germany Regarding The Split, To Comrades Paul Levi, Clara Zetkin, Eberlein And The Other Members Of The Cc. Of The Communist Party Of Germany, 28/10/1919, σε Collected Works, Volume 30,p. 87-88 Progress Publishers, 1965.

[7] Αντιπαράβαλε Leon Trotsky, Report on the Communist International, (December 1922), First Published: In Russian, official anniversary volume issue in 1926 by the Bureau of Party History.

[8] Βλ. Rosa Luxemburg, A Duty of Honor, in Die Rote Fahne (Berlin), No. 3 from November 18, 1918, σε A Duty of Honor* - Rosa-Luxemburg-Stiftung (rosalux.de)

[9] Ενδεικτικά βλ. Marxism and Social Democracy, Edited and translated by H. Tudor and J. M. Tudor With an introduction by H. Tudor, Cambridge University Press, USA, 1988.

[10] Ενδεικτικά βλ. Walter Rankin Pierce, The German Officer Corps and the Socialists, 1918-1920: A Reappraisal, Thesis Presented to the Graduate Council of the North Texas State University in Partial
Fulfillment of the Requirements For the Degree of Master of Arts by Walter Rankin Pierce, Denton, Texas, May, 19 73.

[11] Βλ. Simon Schaupp, De-centering the Revolution: Class Composition in the Making and Defeat of the Bavarian Council Republic, ILWCH, 100, Fall 2021.

[12] Βλ. All Power to the Councils, A Documentary History of the German Revolution of 1918–1919, Edited and Translated by Gabriel Kuhn, Merlin Press, 2012, pp. 265-276.

[13] Βλ. Eve Rosenhaft, The German Communists and Political Violence 1929-1933, Cambridge University Press, 1983.

[14] Βλ. Sergio Bologna, Ναζισμός και Εργατική Τάξη. Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, εκδ. antifa scripta, 9/2015.

[15] Βλ. All Power to the Councils, οπ., pp. 31-78.

Εισαγωγή στην Κριτική στην θεωρία εξίσωσης του χρήματος με το χρέος

 

Στο προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο μας προέβημεν στην εξέταση και στην έρευνα των θεωριών και των νέων φαινομένων στην λειτουργία του χρήματος. Προσπάθησα να είμαι συνεπής ως προς τις κατευθύνσεις και τις γραμμές της το πρώτον εργατικής κριτικής πολιτικής οικονομίας έως εμετικό σημείο. Ο inter alia πίσω από τις γραμμές κεντρικός σκοπός μου ήτο ο απεγκλωβισμός της κριτικής σκέψης από τον εσχατολογισμό της υποταγμένης στα τρέχοντα χρηματιστηριακά παζάρια πολιτικής οικονομίας. Στον ίδιο χρόνο, μέσα απ’ αυτό ανοίγει η αντιπαράθεση με τον οικονομικό ιδεαλισμό, με την ιδεατότητα της προβεβλημένης, εργαλειοποιημένης στην κάθε εξουσία, οικονομικής σκέψης.

Έχει πάντα αξία χρήσης για το κίνημα, αλλά και για την επιστήμη της κλασικής πολιτικής οικονομίας, το να θέτουμε συνεχώς και να υπενθυμίζουμε τμήματα από τα φιλοσοφικά και θεωρησιακά θεμέλιά της:

«ἔτι αἱ ἀρχαὶ πότερον ἀριθμῷ ἢ εἴδει ὡρισμέναι, καὶ αἱ ἐν τοῖς λόγοις καὶ αἱ ἐν τῷ ὑποκειμένῳ; καὶ πότερον τῶν φθαρτῶν καὶ ἀφθάρτων αἱ αὐταὶ ἢ ἕτεραι, καὶ πότερον ἄφθαρτοι πᾶσαι ἢ τῶν φθαρτῶν φθαρταί; ἔτι δὲ τὸ πάντων χαλεπώτατον καὶ πλείστην ἀπορίαν ἔχον, πότερον τὸ ἓν καὶ τὸ ὄν, καθάπερ οἱ Πυθαγόρειοι καὶ Πλάτων ἔλεγεν, οὐχ ἕτερόν τί ἐστιν ἀλλ' οὐσία τῶν ὄντων; ἢ οὔ, ἀλλ' ἕτερόν τι τὸ ὑποκείμενον, ὥσπερ Ἐμπεδοκλῆς φησὶ φιλίαν ἄλλος δέ τις πῦρ ὁ δὲ ὕδωρ ἢ ἀέρα· καὶ πότερον αἱ ἀρχαὶ καθόλου εἰσὶν ἢ ὡς τὰ καθ' ἕκαστα τῶν πραγμάτων, καὶ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ· ἔτι πότερον ἄλλως ἢ κατὰ κίνησιν· καὶ γὰρ ταῦτα ἀπορίαν ἂν παράσχοι πολλήν» … «σύνεγγυς δὲ τούτων ἐστὶ τὸ διαπορῆσαι πότερον δυνάμει ἔστι τὰ στοιχεῖα ἤ τιν' ἕτερον τρόπον. εἰ μὲν γὰρ ἄλλως πως, πρότερόν τι ἔσται τῶν ἀρχῶν ἄλλο (πρότερον γὰρ ἡ δύναμις ἐκείνης τῆς αἰτίας, τὸ δὲ δυνατὸν οὐκ ἀναγκαῖον ἐκείνως πᾶν ἔχειν)· εἰ δ' ἔστι δυνάμει τὰ στοιχεῖα, ἐνδέχεται μηθὲν εἶναι τῶν ὄντων· δυνατὸν γὰρ εἶναι καὶ τὸ μήπω ὄν· γίγνεται μὲν γὰρ τὸ μὴ ὄν, οὐθὲν δὲ γίγνεται τῶν εἶναι ἀδυνάτων. -ταύτας τε οὖν τὰς ἀπορίας ἀναγκαῖον ἀπορῆσαι περὶ τῶν ἀρχῶν, καὶ πότερον καθόλου εἰσὶν ἢ ὡς λέγομεν τὰ καθ' ἕκαστα".[1]

Από εδώ εξάγεται, ότι η πολιτική οικονομία, κι ακόμα περισσότερο η κλασική πολιτική οικονομία έχει μια Kraft (δύναμις). Ήτοι, αναπτύσσεται ἐν τῇ τελεολογία της. Χωρίς αυτήν την παραδοχή, δεν πρόκειται να υπάρξει κατανόηση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως κατανόηση (Verstand) της μεθόδου και του αντικειμένου της. Αντίθετα, ο καθείς θα παρασύρεται στον υποκειμενισμό, και ακόμα χειρότερα στον ατομικισμό του κάθε οικονομολόγου star, κάτι που συνδέεται με επιδιώξεις χειραγώγησης, δηλαδή με ενάντια στην χειραφέτηση σκοπιμότητες, με σκοπιμότητες εγκλεισμού στο ατοπικό Πλατωνικό σπήλαιο, σκοπιμότητες κρυμμένες πίσω από θετικιστικές αυθαιρεσίες, παρουσιαζόμενες στον τύπο ως ψευδο-επιστήμη.



Τίθεται, όμως, επί του προκειμένου και ένα ζήτημα ηθικής τάξεως. Οι συγγραφείς και θεωρητικοί της κλασικής πολιτικής οικονομίας στον 19ο αιώνα, ανεξάρτητα από τις απόψεις και τις θεωρήσεις τους, ή ακόμα και από τα συμφέροντα, τα οποία εξέφραζαν, ως πρόσωπα, ήταν υποδείγματα ταπεινότητας (humbleness, humilitas) και Δωρικής στάσεως. Κι αυτό γιατί από τα ίδια τα πράγματα έθεταν στους εαυτούς τους καθήκον διαφώτισης προς το κοινό (common), στο οποίο απευθύνονταν ή θεωρούσαν ιδίον (proprium) των. Σε ευρύτερο πλαίσιο, ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, ο εγκωμιαστής της νέας ιπποσύνης των Ναϊτών, στην «Tractatus de Gradibus Humilitatis» εννοιολογεί την ταπεινότητα ως μαχητική, στρατιωτική αρετή, συνδεόντάς την με την αυτοσυνειδησία: «cognitionem veritatis fructum esse humilitatis», και ο Αυγουστίνος στο «In Johannem Tractatus»: "humilitas est virtus, qua homo verissima sui cognitione sibi ipse vilescit». Στο Περί Αιρέσεων και Φυγών του Επίκουρου το λάθε βιώσας είναι προϋπόθεση του ἡδέως ζῆν (βλ. Πλούταρχος, Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας: Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός).

Επιστρέφοντας στην φιλοσοφία της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η επαναφορά της διδασκαλίας του Χέγκελ για την δύναμη και την κατανόηση από την Φαινομενολογία του Πνεύματος μπορεί να σταθεί χρήσιμος οδηγός.[2] Η κριτική της πολιτικής οικονομίας ή θα είναι απροϋπόθετη, stricto sensu μη εν αναστολή ευρισκόμενη (Unbedingte), ή δεν θα υπάρξει.[3] Εδώ, το απροϋπόθετο είναι το άκρο, το Extrem του εἶναι δι’ ἐαυτῷ (Fürsichseins). Συγκεκριμένα, απροϋπόθετα σημαίνει, ότι η κριτική αναπτύσσεται, χωρίς κάποιο a priori ιδεολογικό σημείο αναφοράς, και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ιδέα κάποιου αδιαίρετου, αντίθετα αναπτύσσεται καταργώντας τα. Έτσι μόνο μπορεί να προσεγγισθεί, να θεαθεί και να κατανοηθεί, αυτό που τίθεται ως πράγμα καθ’ εαυτό: «Η Έκθεση της Έννοιάς του ανήκει στην Επιστήμη».[4] Αλλά, η εργατική συνείδηση στην αμεσότητα της, στην μη διαμεσολαβησιμότητά της το συνιδιοποιεί ως μία ακόμα μορφή της, ή ως μια νέα συνάρθρωσή (Gestalt) της.[5]

-Να το πω με τους όρους της εργατικής κριτικής: ο συνδεδεμένος κυρίως με την Γενική Νοημοσύνη συλλογικός εργάτης, ως ζων βιομηχανικός οργανισμός εργάζεται να εντάξει στην μηχανουργία του, στην λειτουργία του οργανισμού του, αυτό που η κριτική έφερε στο φως ως πράγμα καθ’ εαυτό. Πιο απλά με ένα παράδειγμα: το πράγμα καθ’ εαυτό είναι σαν το πέτρινο μετάλλευμα το οποίο εξορύξαμε από την γαλαρία και τώρα πάει στο εργοστάσιο για να γίνει μέταλλο.

Κρατώντας αυτά, μπορούμε να εισέλθουμε στο hot stake της ταύτισης του χρήματος με το χρέος.

Ο Ιωσήφ Σουμπέτερ στο μνημειώδες Geschichte der ökonomischen Analyse, στο Τμήμα Β΄, Κεφάλαιο Α΄ περί των Griechisch-Römische Wirtschaftslehre, αντιδιαστέλει –και ορθά- την χρηματική θεωρία του Πλάτωνα σ’ αυτήν του Αριστοτέλη, συνδέοντας την πρώτη με τον χαρταλισμό και την δεύτερη με τον μεταλλισμό.[6]
Μπορεί να ειπωθεί, ότι στον Πλάτωνα υπάρχει η αφετηρία της συμβολικής θεωρίας περί χρήματος: «Δῆλον δή, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι πωλοῦντες καὶ ὠνούμενοι. Ἀγορὰ δὴ ἡμῖν καὶ νόμισμα σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται ἐκ τούτου. Πάνυ μὲν οὖν»[7]. Εδώ, λοιπόν το νόμισμα παρουσιάζεται ως σύμβολο της εμπορικής ανταλλαγής, ως σύμβολο της αγοραπωλησίας, και ταυτόχρονα στην Πολιτεία έχει φτάσει στο επίπεδο επίγνωσης του νομίσματος ως διαφοροποιημένου και διαχωρισμένου από τον εαυτό του χρήματος. Επ’ αυτού εδράζονται οι χαρταλιστικές θεωρίες περί χρήματος ως simulacrum, ως δικαιολογητικές βάσεις των νομικών και οικονομικών προβληματικών του legal tender (gesetzliches Zahlungsmittel) χρήματος.[8]
Επιθυμώντας να κάνουμε μια επιβαλλόμενη κριτική απομάγευση, μπορούμε να πούμε περί των θεωριών τούτων, πως πρόκειται για την συνηγορία της χρεωκοπίας: disconnection του χρήματος από την υλική παραγωγή και ταύτισή του με τις φενάκες και τις χίμαιρες που έχουν στα κεφάλια τους οι εκπρόσωποι του κάθε failed stated, του κάθε χρεωκοπημένου corporation, της κάθε χρεωκοπημένης ψευδο-Διεθνούς.[9]
Αν όμως, η συμβολική θεωρία είναι κάτι ντροπαλό, αποτελεί σίγουρα το κατώφλι για την χρεωστική θεωρία (credit theory), που εμφανίσθηκε στην πληρότητά της παραμονές του ΑΠΠ. «Χρεωστική Θεωρία είναι αυτό: ότι μια αγορά και πώληση είναι η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος για χρέωση. Από αυτήν την κύρια θεωρία φυτρώνει η υπο-θεωρία, ότι η αξία της χρέωσης ή του χρήματος δεν εξαρτάται από την αξία του οποιουδήποτε μετάλλου ή των μετάλλων, αλλά επί του δικαιώματος το οποίο ο δανειστής/χρεωστής αποκτά επί της «πληρωμής», που είναι το ίδιο με το να πεις, επί της ικανοποίησης έναντι της χρέωσης, και επί της ενοχής/υποχρέωσης του οφειλέτη να «πληρώσει» το χρέος του, και αντίστροφα επί του δικαιώματος του οφειλέτη να απελευθερώσει εαυτόν από το χρέος του μέσω της προσφοράς ενός ισοδύναμου χρέους, οφειλόμενου από τον δανειστή, και η ενοχή/υποχρέωση του δανειστή να αποδεχθεί αυτήν την προσφορά προς ικανοποίηση της χρέωσης που παρείχε»[10].
Σε μια αγοραία οπτική κάποιος μπορεί να πει -και με το δίκιο του- ότι το χρεωστικό χρήμα είναι αέρας κοπανιστός.
Εν τούτοις, ο Keynes με έναν πιο ευφυή τρόπο διασώζει την χρεωστική θεωρία, επειδή συνδέει το «πρέπον χρήμα στην πληρέστερη έννοιά του» με το χρήμα του λογαριασμού (money of account), δηλαδή με το μέσο πληρωμής της εμπορικής και χρεωστικής διαρκούς ανταλλαγής.[11] Απ’ αυτό, μέχρι το σημείο κάποιος έμπορος να φτάσει στην αντίληψη ταύτισης του χρήματος με τον ίδιο τον ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η απόσταση είναι μικρή.[12] Άλλωστε, αυτό δεν είναι η πιο έμπρακτη εφαρμογή της χρεωστικής θεωρίας;
Ωστόσο, ο Keynes στο γνωστό σχηματοποιητικό διάγραμμα μορφοποιεί μια συνολική θεωρία: έτσι το χρήμα του λογαριασμού διασπάται σε πρέπον χρήμα, το οποίο είναι κρατικό χρήμα, και σε επίγνωση χρέους, που είναι τραπεζικό χρήμα.[13]
Αν όμως, συνεχίζει να αναπαράγεται αυτή η θεωρία, αυτό έχει να κάνει με τον κρατικισμό της, δηλαδή είναι κάτι που κατασκευάσθηκε για να εφαρμόζεται κύρια στις διακρατικές σχέσεις και συναλλαγές –και γι’ αυτό η κλασική πολιτική οικονομία δυσφορεί ως προς αυτήν. Επ’ αυτού μια εξέταση των θεωρητικών ολοκληρώσεών της είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.
Το πιο συστηματικό απ’ αυτά είναι το «State Theory of Money» του Georg Friedrich Knapp. Πρόκειται για μια συστηματική ταξινόμηση των ποιοτήτων του fiat money. Η κορωνίδα της θεωρίας του είναι ότι το χρήμα είναι κρατικός θεσμός, ένα πλάσμα δικαίου.[14]
Μ’ αυτά έχουν καταστεί σαφείς οι βασικές πλευρές της περί ἧς ο λόγος θεωρίας.



Στα μυαλά αυτωνών το κράτος αποκτά οντολογικής ισχύος υπεροχή έναντι της κοινωνικής πρακτικής. Το δυστύχημα είναι, ότι στην εγχώρια αριστερά, στην κομμουνιστική κιόλας, ενδημούν τύποι, οι οποίοι στηρίζουν και διακινούν αυτήν την θεωρία, μιλώντας μάλιστα και με τις έννοιες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, κάνοντας λες και δεν έχουν μελετήσει το Der Ursprung der Familie, des Privateigentums und des Staats του Ένγκελς.

Ρωτάει ένα cyborg: Δεν μοιάζει λίγο με θεωρία συνομωσίας; Ότι δηλαδή το χρήμα δεν προκύπτει μέσα από την εργασία, μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εντός ορισμένων τρόπων παραγωγής, σε τελική ανάλυση δεν είναι ένα πολλαπλά διαμεσολαβημένο προϊόν της κοινωνικής εργασίας, αλλά προκύπτει μέσα από αποφάσεις του κράτους; Κι αν ισχύει αυτό, τότε τι διαφορά έχει το χρήμα γενικά, το χρήμα στους λεγόμενους προ-καπιταλιστικούς σχηματισμούς, από το χρήμα που μετατρέπεται (Verwandlung) σε κεφάλαιο, και δη σε χρηματοκεφάλαιο;









[1] Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 996a, απόσπασμα, 1002b-1003a, απόσπασμα.


[2] Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Phänomenologie des Geistes, A. Bewußtsein, II. Die Wahrnehmung oder das Ding und die Täuschung, III. Kraft und Verstand, Erscheinung und übersinnliche Welt.


[3] Παράβαλε οπ.: «Dies Unbedingte wäre nun selbst wieder nichts anderes als das auf eine Seite tretende Extrem des Fürsichseins».


[4] «Die Exposition ihres Begriffs gehört der Wissenschaft» στο οπ.


[5] Βλ. Hegel, οπ.: «an; das Bewußtsein aber, wie es ihn unmittelbar hat, tritt wieder als eigene Form oder neue Gestalt des Bewußtseins auf, welche in dem Vorhergehenden ihr Wesen nicht erkennt, sondern es für etwas ganz anderes ansieht».


[6] Βλ. Joseph A. Schumpeter, Geschichte der ökonomischen Analyse Nach dem Manuskript herausgegeben von Elisabeth B. Schumpeter Mit einem Vorwort von Fritz Karl Mann und einer Einführung von Alexander Ebner, Erster Teilband, Vandenhoeck & Ruprecht, pp. 89-107.


[7] Πλάτων, Πολιτεία , 371b, απόσπασμα.


[8] Ενδεικτικά βλ. John J. Chung, Money as Simulacrum: The Legal Nature and Reality of Money, Hastings Business Law Journal, Volume 5, Number 1,Winter 2009, pp. 109-168.


[9] Βλ. Β.Ι Λένιν, Η Χρεωκοπία της Δεύτερης Διεθνούς, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Νοέμβριος 2008.


[10] Βλ. A. Mitchell Innes, The Credit Theory of Money, The Banking Law Journal, Vol. 31 (1914), Dec./Jan., Pages 151-168.


[11] Βλ. John Maynard Keynes, A Treatise on Money on Two Volumes, 1. The Pure Theory of Money, Chapter One. The Classification of Money, I. Money and Money of Account στο The Collected Writings of John Maynard Keynes, Cambridge University Press for the Royal Economic Society, 1930, pp. 3-5.


[12] Βλ. Άρειος Πάγος – Α2 Πολιτικό Τμήμα, 97/2020, 1049/2020.


[13] Βλ. Keynes, ibid, p. 8


[14] Βλ. Georg Friedrich Knapp, The State Theory of Money, 2. Chartal Means of Payment, London: Macmillan & Company Limited, St. Martin Street, 1924. p. 24-43. L. Randall Wray, Levy Economics Institute of Bard College, From the State Theory of Money to Modern Money Theory: An Alternative to Economic Orthodoxy, Working Paper No. 792, March 2014, Dirk H. Ehnts, Knapp’s State Theory of Money and its reception in German academic discourse, HWR Berlin: Hochschule für Wirtschaft und Recht Berlin, Working Paper, No. 115/2019.

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...