Ενημερωτικά Στοιχεία
1_ Ένας αιώνας ο οποίος δεν ήλθε
Στην ανάλυση του Aufheben στα 2006 είχε ορθά διαπιστωθεί ότι η κατά μελλοντολογική προβολή παγκόσμια οικονομική κυριαρχία της Κίνας περνάει μέσα από την αυτοκινητοβιομηχανία. Παρόλο που από τα 2008-2009 η Κινέζική παραγωγή στην αυτοκινητοβιομηχανία πέρασε πρώτη όσον αφορά τα απόλυτα ποσοτικά μεγέθη,1 κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη.
Αυτό έχει να κάνει με την ίδια την οικονομική οντολογία και το οικονομικό γίγνεσθαι του αδιαίρετου εμπορεύματος (ως δοσμένη λειτουργική και περιεχομενική ενότητα χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας), όπως περιγράφεται στα πρώτα κεφάλαια του Πρώτου Τόμου του “Κεφαλαίου”.
Με κριτήριο την εμπορευματική αξία των εξαγωγών αυτοκινητοβιομηχανίας η Γερμανία συνεχίζει να είναι πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο με 19% στα 2022, ενώ η Κίνα είναι έκτη με 5,78%, πίσω από Ιαπωνία με 11,4%, ΗΠΑ με 7,36%, Νότια Κορέα με 6,67%, Μεξικό με 6,19%.2 Σε αυτό δεν μπορεί να υποτιμηθεί ή να αμεληθεί η οικονομική σημασία των εισαγωγέων χωρών (πρώτες οι ΗΠΑ), καθ' όσον μέσω της πώλησης ιδιοποιούνται ένα κομμάτι της πρόσθετης αξίας, ένα κομμάτι του κέρδους, ενώ στο μέτρο που κάνουν και την μεταφορά των εμπορευμάτων-αυτοκινήτων προς τις χώρες τους και τελικά προς την τοπική εμπορική έκθεση αυτοκινήτων, ιδιοποιούνται και την νέα αξία που παράγεται μέσα από την μεταφορά.
Αυτό καθίσταται εύλογα κατανοητό, αν αναχθεί στο επίπεδο της κυκλοφοριακής πραγματικότητας: στην μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων ο αγοραστής δεν αγοράζει ένα πλήθος αδιαίρετων εμπορευμάτων που μας δίνουν ένα όχημα ως αδιαίρετο εμπόρευμα, αλλά εξ αρχής ένα όχημα ως ένα ενιαίο αδιαίρετο εμπόρευμα, που έχει μια συγκεκριμένη μάρκα, που λειτουργεί μέσα από εμπειρία δεκαετιών ως εχέγγυο για την ποιότητα και τα μέτρα του οχήματός του. Όσο πιο ενιαίο, πιο μηχανουργικά-λειτουργικά δεμένο και συναρθρωμένο είναι το εμπόρευμα-αυτοκίνητο ως Gestalt, τόσο μεγαλύτερη ποσότητα και ποσοστό πρόσθετης αξίας πραγματώνεται μέσα από την αγοραπωλησία του, και αυτό δίνει μεγαλύτερη ποσότητα και ποσοστό κέρδους τόσο στην βιομηχανία όσο και στον πωλητή.
Για όσους και όσες έχουν μνήμη, θα ακουστεί απόλυτα εύλογο, ότι η αυτοκινητοβιομηχανία της Κίνας ως τέτοια είναι πιο πίσω από αυτό που ήταν η αυτοκινητοβιομηχανία της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της ΕΣΣΔ, της Πολωνίας. Κι αυτό γιατί αυτές οι χώρες κατά τις δεκαετίες 1950-1980 είχαν καταφέρει να παράγουν σε μαζική κλίμακα και να πωλούν στις κατά τ' άλλα αντίπαλες Ευρωπαϊκές, Μεσογειακές, Μεσανατολικές αγορές η καθεμιά τους ένα ή και περισσότερα ενιαία αδιαίρετα εμπορεύματα στην μορφή μιας διακριτικής μάρκας: φερ' ειπείν Scoda, Yugo, Lada, Polski Fiat και πάει λέγοντας. Η Κίνα δεν έχει καταφέρει κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, έχει καταφέρει να έχει μια διακριτή μάρκα στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα: την BYD (Build Your Dreams).3 Αυτό σημαίνει ότι έχει εκ τούδε κατοχυρώσει μια σημαντική θέση στον ανταγωνισμό για την συνολική μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, που θα ολοκληρωθεί τα επόμενα 20 περίπου χρόνια. Από την άλλη, αυτό που επελαύνει σε αυτόν τον ανταγωνισμό, είναι η ενίσχυση της συγκέντρωσης, κεντρικοποίησης και μονοπώλησης του αυτοκινητοβιομηχανικού κεφαλαίου, μετά την κάμψη του 2019-2021, και ως απάντηση στις απεργίες στην ΗΠΑ αυτοκινητοβιομηχανία και στα εργοστάσια της TESLA στην Σκανδιναβία, και η συνεχιζόμενη κάθε τόσο επέκταση της TESLA, εμβληματικό σημείο της οποίας αποτελεί το γιγα-εργοστάσιο4 στην περιοχή του Βερολίνου-Βραδεμβούργου.
Κατά τα λοιπά, η Κίνα δεν έχει καταφέρει κάτι αλματώδες (από εμπορική άποψη) στο επίπεδο της βιομηχανίας πληροφορικής και τεχνολογιών αιχμής. Σίγουρα, πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα συντελούνται στα πεδία της πυρηνικής και της διαστημικής βιομηχανίας. Ωστόσο, λαμβανομένης υπ' όψη της Σοβιετικής εμπειρίας, αυτό λύνει σε ένα τρέχον επίπεδο κρίσιμα (και ανά περιστάσεις κεφαλαιώδη) ζητήματα ζήτησης για ενέργεια, επομένως προσδίδει στην Κίνα μια μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια και σιγουριά, αλλά, από 'κει και πέρα, θέλοντας και μη, εμπλέκει σε στρατηγικούς ανταγωνισμούς, με το ανάλογο οικονομικό κόστος.
Η Κίνα ανταγωνίσθηκε με τις ΗΠΑ σε ένα εν μέρει στρατιωτικοστρατηγικό πεδίο τόσο επί διακυβέρνησης Τραμπ με αφορμή την κρίση με την ΛΔΚ (2017-2018)5, όσο και κυρίως κατά την κρίση της Φορμόζα/Ταϊβάν, το καλοκαίρι του 2022,6 με αφορμή την επίσκεψη της Πελόζι. Αυτές οι περιστάσεις επιβεβαίωσαν την εδώ και χρόνια ανάλυση πολλών συντρόφων περί του Ειρηνικού Ωκεανού ως κύρια στρατηγικού πεδίου του ΠΠΔ.
Αν θέλει κάποιος Ευρωπαίος να ερευνήσει ή και να μπει σε όλο αυτό (κάτι που δεν προτείνουμε) θα πρέπει να έχει κατά νου, ότι τα μέσα και οι τρόποι διεξαγωγής αυτού του ανταγωνισμού σε αυτήν την άγνωστη για μας θαλάσσια περιοχή του κόσμου δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τις θεαματικές αναπαραστάσεις τις οποίες πιθανά έχει στην μνήμη του ή και στο λογισμικό του περί ΠΠΓ/Ψυχρού Πολέμου. -Δεν είναι μόνο η Αμερικανική υπεροπλία σε αεροπλανοφόρα, ή η από τα 1945 κατοχύρωση του Αμερικανικού στρατηγικού ελέγχου σε αυτήν την περιοχή, αλλά κυρίως ότι η Δύση ήδη από τα 2021 όχι μόνο κάλυψε με την Συμφωνία AUKUS7 τα στρατηγικά νώτα της, αλλά κατά κάποιο τρόπο έθεσε προκεχωρημένες στρατηγικές θέσεις.
Οι εξελίξεις αυτές μεταθέτουν τουλάχιστον σχεδιαστικά τον ανταγωνισμό σε ένα πιο prima facie αφηρημένο επίπεδο πυρηνικού ανταγωνισμού.8
Είναι γνωστό, ότι ανήκει στις απόψεις μας από τα χρόνια της Ιταλικής Εργατικής Αυτονομίας (post-1969), ότι ο πυρηνικός ανταγωνισμός είναι ένας ιδιότυπος overall τροπος εξασφάλισης της αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου σε μια δοσμένη κατεύθυνση. Η διαφορά από την κριτική περιγραφή του Δεύτερου Τόμου του “Κεφαλαίου” είναι ότι η αναπαραγωγή δεν γίνεται μη διαμεσολαβημένα με τους όρους της περιστροφής της αξίας ab sich, αλλά με την ενεργητική παρέμβαση των κρατών στην μορφή της στον ίδιο χρόνο πυρηνικής απειλής και εξασφάλισης. Κατά κάποιο τρόπο, ο πυρηνικός ανταγωνισμός είναι το δίκοπο μαχαίρι που τα πυρηνικά κράτη στρέφουν προς τα πιο μεγάλα τμήματα και συστατικά του κεφαλαίου υψηλής οργανικής σύνθεσης, το τρομερό urging που απευθύνουν προς αυτό, ώστε να προβεί και να επιταχύνει στις εξισορροπητικές διαδικασίες του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής (διάσπαση κέρδους, μετατροπή κέρδους σε μέσο κέρδος, ανασυγκρότηση χρηματοσυστήματος, τραπεζικό σύστημα ως ο manager της καπιταλιστικής συνολικότητας, πλήρες πέρασμα σε απόλυτη εδαφική πρόσοδο) με στόχο την επεκτεινόμενη-διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου σε όλο και πιο παγκόσμιες “κλίμακες”.
Απ' αυτήν την άποψη, κάθε φορά που από την Πυραυλική Κρίση της Κούβας (1962) και εντεύθεν τίθεται κάποιο τέτοιο ζήτημα, η προσοχή και η ανάλυσή μας το πρώτο που προσβλέπει, είναι η αποφυγή και εκδιάλυση της εσχατολογίας, του καταστροφισμού, του δυισμού και του φαταλισμού.
Βέβαια, στις προκείμενες περιστάσεις, κάποιος δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι η όξυνση του στρατηγικού ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας κατά τα χρόνια 2017-2022, καθώς συγχρονίσθηκε με την πολεμική αναθέρμανση του Ουκρανικού και του Μεσανατολικού, μοιραία έχει φέρει Κίνα και Ρωσία πιο κοντά, τόσο με την μορφή της Κινεζικής οικονομικής και χρηματιστικής επέκτασης στην Ρωσία, όσο και με την μορφή της πιο προοπτικής στρατηγικής συνεργασίας και συμμαχίας.
Αυτό, από την άλλη, κατά τόπους έρχεται σε ισχυρές αντιφάσεις με το βασικό στρατηγικό project της Κίνας, τον “Νέο Δρόμο του Μεταξιού” ή “Πρωτοβουλία Μία Ζώνης Ενός Δρόμου”9. Θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί, ότι αυτό (η βιομηχανική, ενεργειακή και εμπορική σύνδεση της Βορειοδυτικής και Νοτιοδυτικής Κίνας καθ' όλο τον οδικό και σιδηροδρομικό δρόμο έως το Λονδίνο) είναι ab initio και απ' όλες τις απόψεις ποιοτικά διαφορετικό -αν όχι αντιτιθέμενα μεταξύ τους- από την Ρωσικής καταγωγής Ευρασιατική στρατηγική. -Κι είναι εμφανές, ότι τόσο το lockdown, όσο και οι τρέχοντες πόλεμοι το έχουν διακόψει ως ολότητα, με όλες τις παράπλευρες και ενέγγυες συνέπειες και επιπτώσεις.
Φυσικά, το εγχώριο κοινό, το οποίο συχνά (αντι-)φετιχοποιεί όλες αυτές τις εξελίξεις ή παίρνει μια εκστατική έκφραση, ακούγοντας για όλ' αυτά, όπως και στα 2006, με τον ίδιο τρόπο και τώρα, απαιτεί μια ολιστική μελλοντολογική πρόβλεψη για το ποια θα είναι η γεωπολιτική όψη του 21ου αιώνα, του οποίου η ανθρωπότητα διανύει τα μισά της τρίτης δεκαετίας, χωρίς να έχει γίνει και τίποτα πολύ τρομερά απρόβλεπτο από genuine σκοπιά -πλην της πολιτειακής και Συνταγματικής εξαιρετικότητας της διακυβέρνησης Τραμπ, (άντε ίσως) και του Brexit -αν και ήταν παλιά γραμμένο στο πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος.
Αν το όραμα ενός Κινεζικού αιώνα ήδη από τα 2006 είχε ενταφιασθεί, η ορμητική προώθηση του Ευρασιατισμού, όπως πάντα, σκοντάφτει πάνω στην πολιτική, θεσμική και οικονομική λειτουργία του Ευρώ και της ΕΕ, χωρίς να φαίνονται μετά την κρίση του 2010-2015 ισχυρές προς τούτο αντίρροπες τάσεις εντός Ευρωζώνης. Η υπό χρεοκοπία Ελληνική χώρα σε εκείνα τα χρόνια ήταν ένα κρίσιμο σημείο προώθησης αυτής της στρατηγικής, όμως, η έστω και με αντιφάσεις εγχώρια πολιτικοδημοκρατική λειτουργία -καλώς ή κακώς- (και με μαζικούς όρους) έκανε ρητές και συγκεκριμένες επιλογές -στο τέλος της ημέρας- υπέρ ΕΕ και ΗΠΑ. Στην ίδια χώρα, το ίδιο έργο έχει παιχτεί στα 1944-1950 και στα 1973-1981, και ο λαός έκανε τις ίδιες βασικές στρατηγικές επιλογές. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνιέται, ότι ο Ευρασιατισμός αντικειμενικά και εκ των πραγμάτων (δηλαδή γεωστρατηγικά) δεν εξυπηρετεί χώρες που επί αιώνες έχουν μεγάλα και ζωτικά συμφέροντα στην ναυσιπλοΐα και την θάλασσα, οι οποίες αντιλαμβάνονται τα θαλάσσια πεδία ως Lebensraum, και τα καθιστούν τέτοια.
Αυτό που σε γενικές γραμμές μπορούμε να εισφέρουμε και προέρχεται από τον βιωματικό ορίζοντα του διεθνικού εργασιακού και περιπλανητικού εμπειρισμού μας, είναι ότι οι απλοί, εργαζόμενοι άνθρωποι στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ, στα βιομηχανικά χωριά των Μίντλαντς και της Σαξονίας, στα πανεπιστήμια της Θουριγγίας, στις μητροπόλεις της Ιταλίας κοκ., δεν νιώθουν κάποιο φόβο ή κάποια εναντίωση προς τον Κινέζο ή τον Ρώσο συνάνθρωπό τους, οι Άφρο εργάτες στα εργοστάσια του Σιατλ δεν νιώθουν και πολύ διαφορετικοί από τις Κινέζες εργάτριες στις ίδιες βιομηχανικές ζώνες ή στις ίδιες εργατογειτονιές. Το ίδιο ισχύει και για τους Κινέζους εργάτες στις τεράστιες παράκτιες μητροπολιτικές περιοχές της Κίνας με δυτικό πληθυσμό. -Στις σύγχρονες παγκόσμιες μητροπόλεις δεν υπάρχουν παραπετάσματα, ούτε Σινικά τείχη.
Σήμερα, πολύ πιο πολύ από πριν 176 χρόνια, το προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε, και το οι εργάτες δεν έχουνε πατρίδα, ισχύουν πρώτ' απ' όλα μέσα στην ίδια την κοινωνική, βιοπολιτική πρακτική των άμεσων παραγωγών του κοινωνικού πλούτου, των άμεσων παραγωγών των κόσμων (ακόμη κι αν δεν έχουν διαβάσει ούτε γραμμή από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ή ακόμη κι αν αγνοούν την ύπαρξή του) -πολύ πιο πολύ απ' αυτό που νομίζουν ότι έχουν μπροστά τους τα επίσημα αριστερά κόμματα και οργανώσεις των ιεροποιημένων και αγιοποιημένων γεωπολιτικών, ταυτοτικών και εθνοτικών αντιθέσεων.
Αν σώνει και ντε, κάποιος θέλει από εμάς, μια μελλοντολογικής διάστασης πρόβλεψης, θα επιστρατεύαμε όλη την sci-fi όρεξή μας και θα του λέγαμε, ότι το πιο πιθανό, για τις μη νησιωτικές χώρες, είναι η ανάδυση και παραγωγή μη διαμεσολαβημένα οικονομικοπαραγωγικά συνδεδεμένων Μητροπόλεων σε ένα “πιο παγκόσμιο” επίπεδο, που αναπτυσσόμενες, εκ των πραγμάτων και αντικειμενικά αποκτούν προοδευτικά και σταδιακά λειτουργίες προσιδιάζουσες σε πόλεις-κράτη, ήτοι αποκτούν λειτουργίες συντακτικής αυτονομίας που αντικειμενικά βάζει το ζήτημα της μητροπολιτικής συμβουλιακής διακυβέρνησης στις πρώτες γραμμές της ατζέντας του μητροπολιτικού κινήματος της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Αυτό στο τέλος της γραφής σημαίνει, ότι στην περιορισμένη, ταπεινή και περιθωριακή οπτική μας, ο 21ος αιώνας κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει ή δεν θα έχει κάποιον εθνικό προσδιορισμό -φαίνεται ότι ο 21ος αιώνας ως ιστορικό γίγνεσθαι τείνει να ξεκόψει από τις κακοτοπιές και παλιοπαρέες του 20ου.
2_ Εργατική Τάξη και Κόμμα-Κράτος ως επιπρόσθετος χώρος διεξαγωγής ταξικής πάλης
Η ανάπτυξη10 απεργιακών αγώνων κατά την περίοδο 2022-2023 σε μια σειρά εργοστασίων και μεγάλων βιομηχανιών στην Κίνα, που συγχρονίσθηκε αφενός με τα απεργιακά κινήματα σε Γαλλία, Γερμανία, ΗΒ, ΗΠΑ, και αφετέρου με το πιο πρόσφατο συνέδριο του ΚΚΚ, επιβάλλει μια πιο συστηματική μελέτη της πορείας και των ποιοτήτων της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της Κίνας.
Στην συναφή δυτική γραμματεία μικροαστικής κοπής, υπάρχει μια μόδα, οι αγώνες των Κινέζων εργατών να παρουσιάζονται ως πρόσκαιρα και συγκυριακά ξεσπάσματα, και να εργαλειοποιούνται νοητικά ούτω τρόπω. Από την άλλη, οι αγώνες αυτοί, σε πλήρη ποιοτική διαφοροποίηση από τις απεργίες πχ. στην Πολωνία της δεκαετίας του 1980, δεν είναι απεργίες κατά του καθεστώτος ή συνολικά κατά της πολιτικής εξουσίας του ΚΚΚ. Δηλαδή, σε γενικές γραμμές πρόκειται για απεργίες με άμεσο αντικείμενο την παραγόμενη αξία και τους όρους παραγωγής της, καθώς και συνολικά τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, κι απ' αυτήν την άποψη είναι απεργίες επί της μη διαμεσολαβημένης αντίθεσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.
Από άποψη μορφής, μεθόδου και τεχνογνωσίας, στην γιγάντωσή τους πρόκειται για άγριες απεργίες, διεξαγόμενες όχι μέσα από τα επίσημα συνδικάτα, αλλά μέσα από αδιαμεσολάβητες προωθημένες οργανωτικές μορφές αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης της εργασίας, ενώ συχνά οι εργάτες προβαίνουν σε καταλήψεις εργοστασίων και βιομηχανικών μονάδων. Οι αγώνες αναπτύσσονται σε εργοστάσια αλλοδαπής ιδιοκτησίας, και σε εργοστάσια Κινεζικής ιδιωτικής ή κρατικής περιουσίας. Κατά την διάρκεια των απαγορευτικών μέτρων κατά τόπους οι απεργίες έλαβαν και οιονεί εξεγερτικό χαρακτήρα αφορώσες ολόκληρες μικρού συνήθως μεγέθους πόλεις. Σημειώνουμε, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι εργάτες αντιμετωπίζουν τόσο την κρατική καταστολή όσο και την εργοδοτική απεργοσπασία με όρους άμεσης υλικής βίας.
Επί τη ευκαιρία, να σημειώσουμε, ότι σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ και το ΚΚΣΕ, το Κινεζικό Κόμμα-Κράτος αντιλαμβάνεται σχεδόν a priori ως πολιτική απειλή κάθε εργατική πραγματικά κομμουνική οργανωτικότητα, κάτι το οποίο δικαιολογείται εσωτερικά με βάση τις σχετικές εμπειρίες της ΜΠΠΕ. Απ' αυτήν την άποψη, ο κομμουνισμός ως τέτοιος ως ενεργή κίνηση κλπ. στην Κίνα είναι ακόμα σε θεωρησιακό/επικοινωνιακό και όχι σε πραγματικό-εμπειρικό επίπεδο ανάπτυξης. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί, ότι η φοβία του ΚΚΚ και του Κινεζικού Κόμματος-Κράτος προς οποιαδήποτε εργατική κομμουνική μορφή και λειτουργία, αντικειμενικά τελεί σε αντίθεση προς τον επαναλαμβανόμενα διακηρυγμένο στόχο της "ανανέωσης", ήτοι της επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και της "ανανέωσης του έθνους", καθ' όσον η είτε άμεσα είτε έμμεσα παραγωγική κομμούνα είναι ο βασικός και αναντικατάστατος φορέας για κάτι τέτοιο. Σε όλες τις περιστάσεις, όπως λένε οι συνεπείς Ιταλοί κομμουνιστές, ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου. Συνολικά, δεν πρόκειται για δευτερεύον ζήτημα, καθ' όσον στην κρινόμενη περίπτωση ο θεσμικός σοσιαλισμός τελεί σε αντίθεση με την ενεργή κομμουνιστική κίνηση και εμπειρία, και έτσι ο σύνδεσμος στο σοσιαλισμός-κομμουνισμός σπάει, κι ο σοσιαλισμός ξεπέφτει στην βέλτιστη περίπτωση σε μια ακόμη εκδοχή αληθούς ή Γερμανικού σοσιαλισμού.
Για να γίνει πιο κατανοητή η ανάπτυξη της ταξικής πάλης με εργατική πρωτοβουλία και εργατική καθοδήγηση, θα πρέπει να ειπωθεί, ότι οι εργοστασιακοί αγώνες και οι βιομηχανικές δράσεις της εργατικής τάξης διεξάγονται στον ίδιο χρόνο σε δύο επίπεδα: από την μια στο επίσημο επίπεδο ανταγωνισμού μέσα από τα κομματικά-επίσημα συνδικάτα και τις παραγωγικές-εργοστασιακές κομματικές οργανώσεις συχνά σε συνεργασία με τις εδαφικές, κάτι που φέρνει inter alia ως αποτέλεσμα την βελτίωση της εργατικής νομοθεσίας,11 και από την άλλη υπάρχει το επίπεδο της άγριας απεργίας, όπως πολύ ακροθιγώς παρουσιάσθηκε παραπάνω, όπου τα in actu αγωνιζόμενα τμήματα της εργατικής τάξης παρουσιάζονται fur sich σε πραγματικό διαχωρισμό από το ΚομματικοΚρατικό. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται για επιθετικούς και στην μεγάλη πλειονότητα νικηφόρους αγώνες, ήτοι για αγώνες που έχουν άμεσα υλικά και κοινωνικά αποτελέσματα προς όφελος της εργασίας και της εργατικής τάξης.
Σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο αυτοί οι αγώνες αναδεικνύουν σε καθαρή μορφή την αντίθεση μεταξύ της εργασίας και της κοινωνικά αντίπαλης μπάντας (αλλοδαποί καπιταλιστές, γραφειοκράτες επιχειρηματίες, "νέα" εθνική αστική τάξη, προνομιούχοι μανδαρίνοι, καπιταλιστικοποιημένη κατεστημένη διανόηση), με την λεγόμενη κόκκινη μπουρζουαζία της Κίνας συνήθως αμφιταλαντευόμενη.12 Επίσης, επ' αυτών των αγώνων, Κινέζοι μελετητές, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι κλπ. κάνουν λόγο και τεκμηριώνουν την συγκρότηση και πολύπλευρη ύπαρξη και λειτουργία μιας νέας Κινεζικής εργατικής τάξης με αυτοτελή χαρακτηριστικά.13
Όμως, πέρα απ' την επίδραση των αγώνων της Κινεζικής εργατικής τάξης στα πεδία εκδήλωσης και εξωτερίκευσης των μη διαμεσολαβημένων κοινωνικών αντιθέσεων, αυτό που -όπως πάντα- έχει το πιο ευρύ ενδιαφέρον, είναι το γεγονός ότι η εργατική ισχύς μέσα στο εργοστάσιο μεταφέρεται και μεταφράζεται ως πολιτική ισχύς της εργατικής τάξης μέσα στο ΚΚΚ και μέσα στο Κόμμα-Κράτος.14 Αυτό -φυσικά- είναι που τρομάζει και τελικά αποθαρρύνει όλους όσους στοιχηματίζουν τόσο μέσα, όσο και έξω, σε διαδικασίες αντεπαναστατικής καπιταλιστικοποίησης της Κίνας. Έτσι, λοιπόν, το ΚΚΚ μέσα από αυτούς τους αγώνες καθίσταται στον ίδιο χρόνο δέκτης και σε ένα βαθμό (θέλοντας και μη) ενεργητικό υποκείμενο των αγώνων, κάτι που με την σειρά του πυροδοτεί την ταξική πάλη στο εσωτερικό του Κόμματος-Κράτους, αλλά και στο εσωτερικό του ΚΚΚ την ταξική πάλη με την μορφή της πολιτικοϊδεολογικής διαπάλης.
Το να ταμπελιασθεί αυτή η παρουσίαση από τους γνωστούς εδώ και πολλές δεκαετίες καλοθελητές του κάθε λογής εθνικοπατριωτικού σταλινισμού ή σταλινίστικου αριστεροδέξιου εθνικισμού (δηλαδή απ' τους ιδεολογικούς και δημαγωγικούς αντιπρόσωπους και τηλεπλασιέδες των διευθυντών, επιστατών, των επιτηρητών κλπ, και της κόκκινης μπουρζουαζίας) ως φιλο-μαοϊκή ή κάτι τέτοιο, είναι το τελευταίο πράγμα που μας ενδιαφέρει στον κόσμο.
Για όποιον εγκύκλιο μελετητή θέλει να εμβαθύνει σε αυτές τις εμπειρίες, το πιο ενδιαφέρον είναι αυτό το νέο επίπεδο συγκρότησης και ανασύνθεσης σχέσεων μεταξύ εργατικής τάξης-κράτους-κόμματος που παράγεται μέσα από τους αγώνες. Από συστηματική-επιστημονική άποψη πρόκειται για το πεδίο ανάπτυξης μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής πολιτικής θεωρίας, που σίγουρα ενδιαφέρει πολλούς στα Δυτικά ιδρύματα και ινστιτούτα.
Σε ό,τι μας αφορά, θεωρητικά, ερευνητικά και επιστημονικά, η εμπειρία αυτών των αγώνων θέτει με σχετική αμεσότητα το ζήτημα του πώς και σε ποια ποσότητα, τόσο σχετική όσο και απόλυτη, η παραγόμενη αξία μετατρέπεται σε κεφάλαιο, και του πως η ποιοτική διαφοροποίηση της χρηστικής αξίας υπό της συγκεκριμένης εργασίας σε συνθήκες κεντρικού σχεδιασμού επιδρά στην παραγωγή και μορφοποίηση της ανταλλακτικής αξίας. Όπως είδαμε, στο προηγούμενο κείμενο, η Κινεζική Σχολή Σύνθεσης έχει επιλέξει την κατηγοριοποίηση του Κινεζικού σοσιαλιστικού κεφαλαίου, προφανώς σε ποιοτική αντίστιξη προς το Κινεζικό κεφάλαιο παραγόμενο υπό καπιταλιστικούς όρους, το οποίο γίνεται άμεσα εμπόρευμα και τίθεται στο προτσές της καπιταλιστικής αξιοποίησης, ενώ το σοσιαλιστικό κεφάλαιο κατά το μάλλον κυκλοφορεί και λειτουργεί για την εξυπηρέτηση και ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Οι Ρικαρντιανοί φίλοι μας ή ακόμη και οι Κεϋνσιανοί θα αντιλέξουν ότι αυτό είναι ένας αντικειμενισμός: το κεφάλαιο ως τέτοιο (εννοιολογικά) είναι ένα αντικείμενο ως τέτοιο (εμπειρικά-άμεσα υλικά), κάτι που απομειώνει την οικονομική σημασία της παρουσίασης του εμπορεύματος και συνεπακόλουθα του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης.
Ουδείς μπορεί να απαρνηθεί, κάτι που έχει καταδειχθεί από όλα τα σχετικά κείμενα του Aufheben, αλλά και από όλη την συναφή γραμματεία, ότι αυτό που εννοιολογείται στον Δεύτερο Τόμο του “Κεφαλαίου” ως κατά κανόνα μη κυκλοφορούν πάγιο, σταθερό κεφάλαιο, στην Κίνα παράγεται επί το πλείστον με μη καπιταλιστικούς όρους, μέσα από μη καπιταλιστικές σχέσεις, και γι' αυτό δεν εμπορευματοποιείται: δεν τίθεται ως τέτοιο στο κυκλοφοριακό προτσές στις περιπτώσεις κρίσης και χρεοκοπίας (πχ. στην περίπτωση της Evergrand), σε αντίθεση με ό,τι έγινε στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες (κυρίως σε ΗΠΑ, ΗΒ, post-DDR, Φραγκική Επικράτεια, Ιταλία) στις δεκαετίες του 1970 και 1980 (και μετέπειτα), καθώς και σε μια σειρά χώρες μετά την κρίση του 2008. Επίσης, κρίσιμοι και σχετικά μαζικοί τομείς της βιομηχανικής παραγωγής [εξορύξεις, ενεργειακή βιομηχανία, παραγωγή υποδομών για ποιοτικό μετασχηματισμό αγροτικής παραγωγής, άμεση (από σκοπιά παραγωγικών μέσων) εκβιομηχάνιση γεωργίας, υψηλά επιστημονική και τεχνογνωσιακή έρευνα, ανώτατη εκπαίδευση] λειτουργούν με όρους κεντρικού σχεδιασμού, επομένως και σε αυτό η διαδικασία εμπορευματοποίησης και καπιταλιστικής αξιοποίησης είναι είτε μικρή μπροστά στην ποσότητα της παραγόμενης αξίας, είτε πολλαπλά και δη αλλεπάλληλα διαμεσολαβημένη, επομένως κρατικοκομματικά ελεγχόμενη. Απ' την άλλη, καθίσταται ευκρινές από την ίδια την εμπειρία των αγώνων, ότι στην γενικότητα του κυκλοφοριακού προτσές (σε διαφοροποίηση προς το σοσιαλιστικό/μη-καπιταλιστικό μη διαμεσολαβημένο παραγωγικό προτσές) η ανταλλακτική αξία λειτουργεί ως γενική κοινωνική σύνδεση, παρόλο που αυτό διαθέτει λιγότερη σημασία και βαρύτητα απ' ότι σε μια κλασική καπιταλιστική χώρα, λόγω της "υποκατανάλωσης" και του "αποπληθωρισμού".
Σίγουρα, αυτό που λείπει, αν ενεργοποιήσουμε την Σοβιετική μνήμη ή ακόμα και την εμπειρία του NHS, είναι η ύπαρξη και λειτουργία ενός αμιγώς δημόσιου-κοινωνικοποιημένου τομέα βιομηχανίας και υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας με κεντρικό και προσδιοριστικό ρόλο στην συνολική κοινωνική αναπαραγωγή, καθώς σε αυτό (όπως έχουμε γράψει) η εργατική ισχύς έχει υποχωρήσει εν όψει των πολυσχιδών λειτουργιών του τραπεζικά οργανωμένου συστήματος κοινωνικής χρέωσης/πίστωσης. Αυτό το πρόβλημα μεγενθύνεται από το ότι η νεόκοπη Κινεζική μπουρζουαζία -ανεξαρτήτως είδους- έχει εθισθεί στο διυποκειμενικό ανταλλακτικό προτσές, το οποίο εισπράττει ως παίγνιο κοινωνικότητας.
3_ Στις επόμενες γραμμές, προϊόντος του χρόνου, θα προβούμε σε ενιαία μετάφραση του εξαγγελθέντος από τα 2006 κειμένου του Aufheben, δημοσιευθέντος στα 2008, για τις ταξικές συγκρούσεις και την ταξική εργατική σύνθεση στην Κίνα, και μ' αυτήν την μετάφραση ολοκληρώνεται η σειρά των εξ ανάγκης σχετικά αποσπασματικών κειμένων περί Κίνας.
σύνδεσμος για το πρωτότυπο: https://libcom.org/article/class-conflicts-transformation-china
Εισαγωγή
Όπως προηγούμενα
επιχειρηματολογήσαμε στο τεύχος 14,[1]
η αχανής οικονομική μεταμόρφωση που συμβαίνει στην Κίνα δεν έχει καθοδηγηθεί
από την κίνηση της Κίνας προς μια αγοραία οικονομία, όπως οι νεο-φιλελεύθεροι
ιδεολόγοι επιμένουν, μα από την επιτυχία του Κινεζικού κράτους στην προσέλκυση
και δέσιμο διεθνούς κεφαλαίου επί των ιδίων όρων του. Όταν ο Deng Xiaoping άνοιξε την
Κινεζική οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ύστερα από τέσσερις
δεκαετίες αυταρχικής ανάπτυξης, επιτράπηκε είσοδος στο αλλοδαπό κεφάλαιο μόνο
στο εύρος κατά το οποίο υποθέτει την μορφή του πραγματικού παραγωγικού
κεφαλαίου. Σε κοινά εγχειρήματα με το Κινεζικό κράτος, απαιτήθηκε από το
αλλοδαπό κεφάλαιο να παράσχει εξ ίσου την μονάδα, την μηχανουργία και την
αναγκαία τεχνολογία ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της Κινεζικής εργασίας και
η πρόσβαση στις Δυτικές αγορές. Ως αντάλλαγμα το Κινεζικό κράτος προμήθευσε
επενδύσεις σε υποδομή (πχ., μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρική ενέργεια και
άλλες εγκαταστάσεις) αναγκαία για την συσσώρευση κεφαλαίου, την κοινωνική
ειρήνη, και το πιο σημαντικό, μια σχεδόν ανεξάντλητη παροχή φθηνής και συμμορφούμενης
εργασιακής δύναμης.
Η ένταξη της Κίνας
στην παγκόσμια οικονομία κατά την παρελθούσα δεκαετία ή κάτι τέτοιο δεν έχει
μόνο οδηγήσει σε ραγδαία και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα, αλλά και
στην ανανέωση αμφοτέρων του παγκόσμιου καπιταλισμού και της Αμερικανικής
οικονομικής ηγεμονίας. Πρώτον, όπως έχουμε προηγούμενα επισημάνει, η ένταξη της
Κίνας στην παγκόσμια οικονομία έχει βασισθεί στην ειδίκευση στην μαζική
παραγωγή φθηνών εργοστασιακών εμπορευμάτων, τα οποία η Δύση, και οι ΗΠΑ ιδιαίτερα,
είτε παράτησαν την παραγωγή τους κατά την διάρκεια της
ανασυγκρότησης/αναδιάρθρωσης των δεκαετιών 1970 και 1980, όπως ρούχα και
παιχνίδια, ή δεν παράγονταν ποτέ πριν, όπως DVDs
και κινητά τηλέφωνα. Κατά συνέπεια, η Κίνα είναι ικανή να εγκαθιδρύσει μια συμπληρωματική
δυναμική συσσώρευσης με τις ΗΠΑ. Ως τέτοια, η αχανής και αυξανόμενη πλημμύρα
φθηνών Κινεζικών εμπορευμάτων στην ΗΠΑ οικονομία, έχει κατά το πλείστον,
επιδράσει όχι μόνο στο να εκτοπίζει το Αμερικανικά-βασισμένο κεφάλαιο, και εξ
αυτού στο να δημιουργεί ανεργία, αλλά έχει συμβάλει στο να μειώνει
πληθωριστικές πιέσεις. Στον ίδιο χρόνο, το Κινεζικό κράτος έχει ανακυκλώσει την
αυξανόμενη ενροή ΗΠΑ δολαρίων κερδιζόμενων από τις εξαγωγές του, αγοράζοντας
Αμερικανικές χρηματιστικές ασφάλειες, και γι' αυτό βοηθώντας στην χρηματοδότηση
του εμπορίου της Αμερικής και των κυβερνητικών ελλειμμάτων. Αυτό έχει δώσει
στις ΗΠΑ αρχές πολύ μεγαλύτερη ελευθερία να χρησιμοποιήσουν χρηματική και
ταμειακή πολιτική ώστε να εξασφαλίσουν μια πιο ραγδαία και συνεχή συσσώρευση
κεφαλαίου και ανάπτυξη στην Αμερικανική οικονομία.
Δεύτερον και πιο
γενικά, η ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία, επί της βάσης του παρέχειν
μια επαρκή προσφορά φθηνών και συμμορφούμενων εργατών, έχει διανοίξει μια αχανή
νέα πηγή για την παραγωγή πρόσθετης αξίας. Ως αποτέλεσμα, η είσοδος της Κίνας
στην παγκόσμια οικονομία έχει συμβάλει στο να διατηρήσει την παλινόρθωση στο
ποσοστό κέρδους παγκόσμια, που έχει συμβεί από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών
1970 και 1980, ως το σημείο που προσεγγίζουν επίπεδα ανείδωτα από το μακρύ
μεταπολεμικό μπουμ.[2]
Πράγματι, με αυτήν την αναβίωση του ποσοστού κέρδους, έχουμε εισέλθει σε αυτό
που όλο και πιο πολύ μοιάζει σαν μια Κροντράτιεφ-στυλ μακροπρόθεσμη άνοδο στην
Αμερικανο-κεντρική παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου.[3]
Το άμεσο ερώτημα
που εγείρεται, είναι πόσο πολύ αυτή η ροδαλή κατάσταση υποθέσεων μπορεί να
είναι βιώσιμη για το κεφάλαιο. Δεν θα διαρρηχθεί νωρίτερα ή αργότερα η
συμπληρωματική δυναμική συσσώρευσης κεφαλαίου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ; Στο
προηγούμενο άρθρο μας για την Κίνα αναδείξαμε τρία πιθανά σενάρια. Πρώτον, η
ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας αυξάνει την ζήτηση για ενέργεια και
ακατέργαστα υλικά. Αυτό έχει ήδη οδηγήσει σε αυξανόμενες τιμές για ακατέργαστα
καύσιμα και υλικά: και γι' αυτό αντισταθμίζοντας την αποπληθωριστική επίδραση
των φθηνών εργοστασιακών εξαγωγών της Κίνας και μεταθέτοντας τα κέρδη μακριά
από την Αμερική και την Δύση σε παραγωγούς τέτοιων καυσίμων και ακατέργαστων
υλικών. Όσο οι γεω-συγκρούσεις αυξάνονται, ιδιαίτερα περί του πετρελαίου, τότε
η παγκόσμια Pax Americana η οποία υπήρξε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα επέλθει υπό αυξανόμενης
έντασης.
Δεύτερον,
προτείναμε, ότι, καθώς είναι υποχρεωμένη να ανοιχθεί στο παγκόσμιο χρηματιστικό
κεφάλαιο, ίσως γίνει αυξανόμενα δύσκολο για την Κίνα να διατηρήσει το μοντέλο
της για την κρατικά-διευθυνόμενη συσσώρευση κεφαλαίου. Η επένδυση στην Κίνα θα
γίνει αυξανόμενα προσδιορισμένη από τις παγκόσμιες κεφαλαιακές αγορές παρά απ'
τις Κινεζικές. Πράγματι, αν το χρηματιστικό σύστημα της Κίνας αναμοχλεύεται για
ν' ανοίξει τόσο σύντομα, τότε η οικονομία της Κίνας θα μπορούσε να εκτροχιασθεί
από μια χρηματιστική κρίση σαν εκείνη που έριξε τις Νοτιοανατολικοασιατικές
οικονομίες τίγρεις στα 1997, αλλά σε μια ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα.
Τρίτον, αν αυτή “η
συμπληρωματική δυναμική συσσώρευσης” αποφύγει τις παγίδες των
δι-ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων επί του πετρελαίου και των ακατέργαστων υλικών ή
των χρηματιστικών κρίσεων, τότε τελικά θα μετατραπεί στο αντίθετό της. Όπως
αναπόδραστα κινείται στην παραγωγή όλο και πιο εκλεπτυσμένων και υψηλότερης
αξίας εμπορευμάτων, όπως ήδη κάνει, τότε η της Κίνας συσσώρευση κεφαλαίου
αυξανόμενα θα ανταγωνίζεται με εκείνη των ΗΠΑ και της Δύσης. Σε κάποιο σημείο,
ίσως προς τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, η συμπληρωματική δυναμική της
συσσώρευσης μεταξύ ΗΠΑ και Κινεζικού κεφαλαίου θα γίνει ανταγωνιστική. Θα είναι
σε αυτό το σημείο όταν η Κίνα θα ξεκινήσει να αμφισβητεί σοβαρά την οικονομική
ηγεμονία του ΗΠΑ κεφαλαίου.
Ωστόσο, ένα σενάριο ήταν η πιθανότητα ότι η συσσώρευση κεφαλαίου της Κίνας θα μπορούσε να εκτραπεί στους περιορισμούς της κοινωνικής αναταραχής και της ταξικής σύγκρουσης. Πράγματι, μπορεί να ερωτηθεί πόσο ακόμη το Κινεζικό κράτος μπορεί να εξασφαλίζει κοινωνική ειρήνη, και πόσο ακόμη μπορεί να προμηθεύει το παγκόσμιο κεφάλαιο με φθηνή και συμμορφούμενη παροχή εργασιακής δύναμης. Είναι σε αυτό τεύχος που θα αρχίσουμε να αναλογιζόμεθα.
Η κοινωνική επίδραση της οικονομικής μεταμόρφωσης της Κίνας
Η αχανής
οικονομική μεταμόρφωση της Κίνας έχει εμπλέξει τεράστιες ανθρώπινες και
περιβαλλοντικές απώλειες.[4]
Φυσικά, οι απολογητές της δεικνύουν στο γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει
επιτρέψει το μέσο επίπεδο κατανάλωσης να αυξηθεί.[5]
Δεικνύουν στην αυξανόμενη Κινεζική μεσαία τάξη της οποίας το επίπεδο διαβίωσης
είναι συγκρίσιμο στους Δυτικούς αντίποδές της, κάτι που θα ήταν αδιανόητο δέκα
ή είκοσι χρόνια πριν. Κι αυτοί δεικνύουν στα 200 εκατομμύρια χωρικών των οποίων
τα χρηματικά εισοδήματα είναι τώρα πάνω από τα διεθνή επίπεδα προσδιορίζοντα
την απόλυτη φτώχεια.
Κι όμως σε
λιγότερο από μια γενιά η Κίνα έχει κινηθεί από το να είναι μια από τις πιο
εξισωτικές κοινωνίες στον κόσμο σε μια από τις λιγότερο εξισωτικές. Παρόλο που
δέκα εκατομμύρια ανθρώπων έχουν καταστεί ουσιωδώς καλύτεροι σε υλικούς όρους, η
θέση εκατοντάδων εκατομμυρίων έχει καταστεί χειρότερη. Το ατσαλένιο “μπολ
ρυζιού”, που παρείχε ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδηματικής ασφάλειας, ελεύθερης (:
εννοεί δημόσιας και δωρεάν) φροντίδας υγείας και εκπαίδευσης έχει συνθλιβεί.
Παρόλο που οι άνθρωποι έχουν περισσότερο χρήμα, πρέπει να ξοδέψουν περισσότερα,
καθώς οι κρατικές παροχές σε είδος έχουν αποσυρθεί. Όπως θα δούμε, στην
σκουριασμένη ζώνη (: όπως και στις ΗΠΑ υπάρχει και στην Κίνα παρόμοια περιοχή)
της βορειοανατολικής Κίνας η ερήμωση των παλιών βιομηχανιών έχει ρίξει δεκάδες
εκατομμυρίων εκτός εργασίας, αφήνοντάς τους εξαρτώμενους σε γλίσχρες παροχές
και σε επισφαλή περιστασιακή απασχόληση που μπορούν να βρουν. Εκατομμύρια
χωρικών έχουν οδηγηθεί εκτός των γαιών τους με μικρή ή ουδόλως αποζημίωση.
Καθώς στα αναπτυσσόμενα εργοστάσια του νότου δεκάδες εκατομμυρίων μεταναστών
εργατών είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν υπερβολικά πολλές ώρες σε συχνά φρικτές
συνθήκες. Στον ίδιο χρόνο, χιλιάδες εργάτες εξόρυξης και εργάτες
κατασκευών/οικοδόμοι σκοτώνονται σε εργατικά ατυχήματα κάθε χρόνο, διότι η
βασική υγεία και τα επίπεδα ασφάλειας παραμελώνται. Και σαν να μην έφτανε αυτό,
τότε η αμείλικτη ορμή επέκτασης του κεφαλαίου σημαίνει ελλιπή σεβασμό που έχει
καταβληθεί στην επίδραση στο περιβάλλον. Όπως θα δούμε πιο λεπτομερειακά, περί
της Κίνας η ραγδαία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση οδηγεί σε μια ανησυχητική
αύξηση στην μόλυνση. Ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια Κινέζων ανθρώπων
δηλητηριάζονται, καθώς ο αέρας της Κίνας, η στεριά, τα ποτάμια και η θάλασσα
μετατρέπονται σε δεξαμενές τοξικών αποβλήτων. Οι Κομμουνιστές ηγέτες της Κίνας
έχουν σίγουρα απελευθερώσει έναν καπιταλισμό κόκκινο στα σαγόνια και στις
δαγκάνες.
Κι όμως, φαινόταν,
τουλάχιστον σε πρώτη ματιά, ότι όλο αυτό έχει γίνει με ελάχιστη ή όχι
ευδιάκριτη αντίσταση. Οι αντικειμενικοί νόμοι του κεφαλαίου φαίνεται να έχουν
επιβάλει εαυτούς χωρίς αναχώματα ή εμπόδια. Πράγματι, προς φόβο αρκετών
φιλελεύθερων σχολιαστών, οι οποίοι κάποτε τοποθετούσαν τόσες πολλές ελπίδες
στους διαδηλωτές της μεσαίας τάξης στην Πλατεία Τιενανμέν, η Κίνα ισχυρίζεται
ότι έχει βρει την μαγική φόρμουλα για το συνδυάζειν τον οικονομικό δυναμισμό
μιας “αγοραίας οικονομίας” με τον ολοκληρωτισμό ενός μονοκομματικού κράτους.
Ωστόσο, σε στενότερη εξέταση καθίσταται καθαρό, ότι καθώς η Κινεζική μεσαία
τάξη καταναλώνεται από τον καταναλωτισμό, εκεί έχει υπάρξει πλατιά αντίσταση εξ
ίσου από χωρικούς και εργάτες, που συχνά αγνοείται από τα Δυτικά μπουρζουάδικα
μέσα.
Σύμφωνα με τα
νούμερα της Κινεζικής κυβέρνησης, τα οποία είναι πιθανό να είναι υπεκτιμήσεις,
έχει υπάρξει μια σταθερή ανάπτυξη σε διαμαρτυρίες από τις αρχές της δεκαετίας
του 1990. Στα 2005 η κυβέρνηση κατέγραψε 87.000 περιστατικά κοινωνικής
αναταραχής εμπλέκοντα μια κατοστάδα ή και περισσότερους ανθρώπους, πάνω από
74.000 στα 2004, και 58.000 στα 2003. Αυτά τα περιστατικά ευρύνονται από μικρές παράνομες αλλά ειρηνικές διαμαρτυρίες
έως πλήρους κλίμακας μπάχαλα. Ακόμα κι αν ξεφουσκώσουμε αυτούς τους αριθμούς
σύμφωνα με τον τεράστιο πληθυσμό της Κίνας, αυτό ακόμα σωρεύεται σε ένα
υποστασιακό επίπεδο αναταραχής συγκρινόμενης ας πούμε με το Ηνωμένο Βασίλειο
(παρόλο που αυτό που λέμε δεν είναι και τόσο πολύ). Αυτό είναι σίγουρα η
υπόθεση αν αναλογισθούμε ότι η ποινή για το οργανώνειν διαμαρτυρίες άνευ
επίσημης αδείας ίσως είναι περισσότερα από επτά χρόνια στην φυλακή. Πράγματι,
υπάρχουν πολλοί σχολιαστές στην Δύση και εντός Κίνας οι οποίοι προμηθεύουν το
καθεστώς με τελικές προειδοποιήσεις ότι αν δεν εισάγουν βαλβίδα ασφαλείας από
κάποια μορφή μπουρζουάδικης δημοκρατίας, τότε νωρίτερα ή αργότερα θα υπάρξει
κοινωνική έκρηξη στην Κίνα. Η ίδια η Κινεζική κυβέρνηση έχει στα πρόσφατα
χρόνια γίνει όλο και πιο ανησυχούσα με την αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή
μεταξύ των χωρικών και εργατών, και επαναλαμβανόμενες ανακοινώσεις έχουν γίνει,
προωθούσες την κοινωνική αρμονία.
Λοιπόν, οδεύει η
Κίνα σε μια κοινωνική έκρηξη; Θα είναι ικανό το Κινεζικό κράτος να συνεχίσει να
εξασφαλίζει μια επαρκή παροχή φθηνής και συμμορφούμενης εργασιακής δύναμης; Σε
αυτό το άρθρο, ως ένα αναγκαίο βήμα προς το να απαντήσουμε τέτοια ερωτήματα, θα
κοιτάξουμε στις ταξικές συγκρούσεις που έχουν εγερθεί επί της αχανούς
οικονομικής μεταμόρφωσης της Κίνας, που έχουν συμβεί κατά τα τελευταία δέκα
χρόνια ή κάπως έτσι, και πως μέχρι τώρα το Κινεζικό κράτος έχει καταστεί ικανό
να τις περιέχει.
Θα ξεκινήσουμε,
στον τομέα 1, ευσύνοπτα εξετάζοντας την μορφοποίηση των τάξεων που εγέρθηκε
κατά την διάρκεια της Μαοϊκής περιόδου του κρατικού καπιταλισμού. Στον τομέα 2,
θα αναλογισθούμε την επίδραση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στις δεκαετίες
1980 και 1990, ιδιαίτερα όσον αφορά την ανασυγκρότηση της παλιάς βιομηχανικής
βάσης της Κίνας που είχε παραχθεί επί Μάο. Μετά, στους τομείς 3, 4 και 5, θα
αναλογισθούμε τα τρία διακριτά χρόνια ταξικής σύγκρουσης που εγέρθηκαν ως
απάντηση στον οικονομικό μετασχηματισμό της Κίνας: πρώτον, τους αγώνες της
παλιάς βιομηχανικής εργατικής τάξης, που έχει αντιμετωπίσει την απώλεια της
κάποτε ασφαλούς και προνομιακής θέσης της, δεύτερον της αγροτιάς, που έχει
αντιμετωπίσει την απαλλοτρίωση (απώλεια κατοχής/νομής) και την καταστροφή των
γαιών της, και τελικά, την νέα αναδυόμενη εργατική τάξη, που έχει υποφέρει
υπερεκμετάλλευση στους ραγδαία επεκτεινόμενους εξαγωγικούς και κατασκευαστικούς
τομείς της Κίνας.
1. Ταξική σύνθεση επί Μάο
1.1 Η εκπήγαση/προέλευση της
κρατικο-κεφαλαιακής συσσώρευσης επί Μάο
Ακολουθώντας τους
πολέμους του οπίου στα μισά του δεκάτου ενάτου αιώνα, η αυτοκρατορική Κίνα
ανοίχθηκε στο αλλοδαπό εμπόριο. Αυτό είχε οδηγήσει στην ανάπτυξη θυλάκων μικρής
κλίμακας καπιταλιστικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας σε μια σειρά παράκτιων πόλεων
της Κίνας, οι οποίες ήταν ευρέως προσανατολισμένες προς την προμήθεια της
παγκόσμιας αγοράς. Αυτή η βιομηχανία κύρια κυριαρχούταν από αλλοδαπούς
εμπορικούς καπιταλιστές και μια τοπική κομπραδόρικη μπουρζουαζία, η οποία είχε
μικρό συμφέρον στην συσπείρωση βιομηχανικού κεφαλαίου πέρα από τα μάλλον
περιοριστικά απαιτούμενα του αλλοδαπού εμπορίου.
Με την κατάρρευση
της Αυτοκρατορίας στα 1916, οι εθνικιστικές κυβερνήσεις οι οποίες αναρριχήθηκαν
στην εξουσία, είχαν επιδιώξει να προωθήσουν μια ανεξάρτητη εθνική καπιταλιστική
ανάπτυξη. Στην δεκαετία του 1930, κατά την διάρκεια της Ιαπωνικής κατοχής,
βαριά βιομηχανία είχε αναπτυχθεί στην Μαντζουρία ώστε να προμηθεύει τις
πολεμικές προσπάθειες της Ιαπωνίας. Ωστόσο, το περισσότερο των κινητών μονάδων
και της μηχανουργίας είχε λεηλατηθεί και μεταφερθεί στην Ρωσία στα τέλη του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ως συνέπεια, με το
που ήλθε στην εξουσία στα 1949, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) βρήκε
εαυτό να επικρατεί σε αυτό που ήταν ακόμα μια προϋπάρχουσα αγροτική κοινωνία.
Μικροσκοπικές νησίδες βιομηχανίες υπήρχαν εντός ενός αχανούς ωκεανού ευρείας
γεωργίας διαβίωσης, του οποίου οι τεχνικές παραγωγής είχαν σπάνια αλλάξει σε
μια χιλιετία.
Δοσμένων τέτοιων
οπισθοδρομικών οικονομικών περιστάσεων, ο Μαό υποστήριξε ένα εθνικιστικό και
αντι-ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα σταδιακής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το κράτος
επρόκειτο να εγκαθιδρύσει ένα μονοπώλιο στο αλλοδαπό εμπόριο, η περιουσία
αμφότερων των αλλοδαπών και κομπραδόρων καπιταλιστών εθνικοποιήθηκε, και ένα
πρόγραμμα έγγειας μεταρρύθμισης εισήχθη. Όμως, πέρα από τέτοια μέτρα, δεν
σημειώνονταν περαιτέρω άμεσες κινήσεις προς τον σοσιαλισμό. Απεναντίας, σύμφωνα
με το πρόγραμμα “Νέας Δημοκρατίας” του Μάο, το ΚΚΚ επρόκειτο να ηγηθεί μιας
εθνικιστικής κυβέρνησης, η οποία θα ενοποιούσε τους “πατριώτες” γαιοκτήμονες
της Κίνας και την μπουρζουαζία με τους χωρικούς, την εργατική τάξη, και τις
μικροαστικές μάζες.
Ωστόσο, ο
Κορεατικός Πόλεμος έφερε στο εσωτερικό στην ηγεσία του ΚΚΚ τους κινδύνους μιας
ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην Κίνα από τις ΗΠΑ. Τώρα κατέστη καθαρό ότι, αν η
Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) επρόκειτο να επιβιώσει για αρκετό καιρό ακόμα,
τότε θα έπρεπε να αναπτύξει έναν σύγχρονο καλά εξοπλισμένο στρατό. Αλλά, για να
είναι ικανή να κάνει έτσι, η Κίνα έπρεπε να εκβιομηχανισθεί ραγδαία.
Ως συνέπεια, το
ΚΚΚ αποφάσισε να υιοθετήσει την κρατικοκαπιταλιστική μορφή οικονομικής
ανάπτυξης που είχε εισαχθεί είκοσι χρόνια νωρίτερα στην ΕΣΣΔ. Όλα τα μέσα
παραγωγής εθνικοποιήθηκαν, η αγορά καταπιέστηκε και μια προστακτική οικονομία
εισήχθη. Όλο το οικονομικό πρόσθετο προϊόν που μπορούσε να αποσπασθεί από τους
χωρικούς και την μικρή υπάρχουσα εργατική τάξη, επρόκειτο να συγκεντρωθεί σε
μια όλα για όλα προσπάθεια συσπείρωσης παραγωγικού κεφαλαίου στην μορφή της
βαριάς βιομηχανίας. Ωστόσο, αυτό το πρόγραμμα ραγδαίας εκβιομηχάνισης αναγκαία
συνεπήχθη την ραγδαία μεταμόρφωση ενός μεγάλου τομέα της αγροτιάς της Κίνας σε
μια νέα βιομηχανική εργατική τάξη.
1.2 Η μορφοποίηση της βιομηχανικής
εργατικής τάξης επί Μάο
Όχι όπως οι Ρωσοι αντίποδές τους, στο να εγκολπώσουν ένα
πρόγραμμα ραγδαίας εκβιομηχάνισης, οι Κινέζοι κρατικοί σχεδιαστές δεν εισήλθαν
ταχέως στα προβλήματα μιας γενικής έλλειψης βιομηχανικής εργασίας. Εν
αντιθέσει, ένα από τα κύρια προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν, ήταν πως να ελέγξουν
την αχανή μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις που η ραγδαία εκβιομηχάνιση
ίσως γεννά.
Φυσικά, η ραγδαία
εκβιομηχάνιση απαίτησε μια τεράστια επέκταση της βιομηχανικής και αστεακής
εργασιακής δύναμης, ιδιαίτερα, με δεδομένο το γεγονός, ότι με την οικονομική
απομόνωση της Κίνας, υπήρχαν λίγες επιλογές από το να απασχολήσεις υψηλά
εντατικές εργασιακές μεθόδους στην κατασκευή αυτής της νέας βιομηχανίας. Ακόμα
κι ανάμεσα στον αχανή αγροτικό πληθυσμό της Κίνας υπήρχε δυνητικά περισσότερο
από αρκετή μεταναστευτική εργασία ώστε να συναντήσει τις ζητήσεις του
σχεδιαστικού προγράμματος εκβιομηχάνισης. Το πρόβλημα ήταν ότι, αν περισσότεροι
εργάτες συνέρεαν στις πόλεις σε αναζήτηση εργασίας στην κατασκευή νέων
βιομηχανιών, όπου μπορούσαν άμεσα να απασχοληθούν, τότε, αυτό -φοβόνταν- θα
οδηγούσε σε αυξανόμενη αστεακή ανεργία και θα προκαλούσε μη βιώσιμες ζητήσεις
στην περιορισμένη αστεακή παροχή φαγητού. Πιο πολλοί παραγωγοί θα έπρεπε να
αποσπασθούν από την αγροτιά ώστε να ταΐσουν τις πόλεις. Αυτό όχι μόνο απειλούσε
να υπονομεύσει την υποστήριξη του ΚΚΚ στην ύπαιθρο, αλλά επίσης διακινδύνευε να
δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο, καθώς αυτό το μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης
ανάγκαζε περισσότερο αγροτικό πληθυσμό να μεταναστεύσει σε βιομηχανικές και
αστεακές περιοχές.
Αυτή η ευρεία
δυνητική παροχή μεταναστών δεν ήταν κάτι νέο. Πράγματι, ο φόβος ότι η
μετανάστευση από αγροτικές περιοχής ίσως τελμάτωνε τις πόλεις, είχε γίνει
επαναλαμβανόμενος για τους γραφειοκράτες του κράτους της Κίνας για εκατοντάδες
χρόνια και ήταν ριζωμένος στις ταξικές δομές της υπαίθρου της Κίνας. Σε
αντίθεση προς τους χωρικούς στην μεσαιωνική Ευρώπη, η Κινεζική αγροτιά ουδέποτε
ήταν δεμένη στην γη από εξω-οικονομικούς φεουδαλικούς δεσμούς και υποχρεώσεις.
Απεναντίας, κάθε αγροτικό νοικοκυριό εισέρχετο σε αυτό το οποίο πρωταρχικά ήταν
οικονομική συμβολαιακή συμφωνία διαμοιρασμένης (επίμορτης) καλλιέργειας με τον
γαιοκτήτη τους. Το αγροτικό νοικοκυριό θα παρείχε την εργασία, ο γαιοκτήτης θα
παρείχε την γη, και το προϊόν θα μοιραζόταν σύμφωνα με την προτεραία
συμφωνία.
Οι γαιοκτήτες
συνήθως ήταν σε μια ισχυρή διαπραγματευτική θέση. Με τις αχανείς ορεινές και
ερημώδεις περιοχές, το μέγεθος της γης κατάλληλο για καλλιέργεια στην Κίνα ήταν
περιορισμένο. Επιπρόσθετα, το περισσότερο της γης, η οποία είναι κατάλληλη για
γεωργία, δεν είναι άμεσα τέτοιο, και απαιτεί μεγάλης κλίμακας επένδυση πριν η
καλλιέργειά της λάβει χώρα. Αυτό είναι ιδιαίτερα η υπόθεση για την απαιτούμενη
γη για καλλιέργεια ρυζιού -η βασική καλλιέργεια για το περισσότερο της νότιας
Κίνας. Η καλλιέργεια ρυζιού απαιτεί την κατασκευή και διατήρηση μακράς κλίμακας
αρδευτικών έργων. Τέτοιες επενδύσεις ήταν από τα μέσα των αγροτικών νοικοκυριών
και ήταν συνήθως η ευθύνη των γαιοκτητών της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας. Ως
συνέπεια, οι γαιοκτήτες και η άρχουσα τάξη πιο γενικά, ήταν ικανοί να πιέζουν
την αγροτιά κρατώντας την καλλιεργήσιμη γη σε μικρή παροχή.
Με την γη σε μικρή
παροχή, μια ουσιώδης αναλογία της αγροτιάς κατέληγε με λίγη ή καθόλου γη.
Πολλοί απ' αυτούς ήταν ικανοί να εξαρτώνται σε δίκτυα συγγένειας εντός του
χωριού ώστε να επιβιώσουν, παρέχοντας σε αντάλλαγμα την πιο αναγκαία εργασία
στους πιο οικονομημένους συγγενείς τους κατά την διάρκεια των ετήσιων περιόδων
φυτέματος και σποράς. Ωστόσο, πολλοί άλλοι, πολύ φτωχοί ώστε να παντρευτούν, έβρισκαν
εαυτούς περιθωριοποιημένους από τις οικογενειακοκεντρικές κοινότητες των χωριών
και ξέκοβαν. Λίγοι εξ αυτών των περιθωριοποιημένων αγροτών γινόντουσαν ληστές
-ή στις δεκαετίες του 1930 και 1940 εντάσσονταν στις αγροτικές στρατιές του Μάο
-αλλά, οι πιο πολλοί γινόντουσαν αυτό που είναι γνωστό ως “γυμνές πλάτες” και
περιπλανιόντουσαν από χωρίον εις χωρίον, ή από πόλη σε πόλη, ψάχνοντας για
οποιαδήποτε δουλειά μπορούσαν να βρουν. Επομένως, η Κινεζική ύπαιθρος πάντα
περιείχε μια ουσιώδη δεξαμενή μόνιμης μεταναστευτικής εργασίας, που υπό
συγκεκριμένες περιστάσεις θα ριχνόταν στις κώμες και στις πόλεις της Κίνας.
Αφού είχε
παραδώσει ένα ουσιώδες μερίδιο της σοδειάς του στον γαιοκτήτη του, και αφού
είχε ταΐσει την οικογένειά του, ακόμα κι ο σχετικά καλοβαλμένος χωρικός
αφηνόταν με λίγα για να πουλήσει. Με τον έμπορο να κάνει μια σκληρή
διαπραγμάτευση, και έχοντας πληρώσει τους φόρους και τις εισφορές του, τότε θα
υπήρχαν πολύ λίγα χρήματα για τον χωρικό να αποταμιεύσει για τους δύσκολους
καιρούς ή αλλιώς να πληρώσει για τις αναγκαίες υπερβολές, όπως γάμους και
κηδείες. Ως συνέπεια, ακόμα και σχετικά ευήμεροι χωρικοί θα αναγκάζοντο να
στείλουν τους γιους τους στην πόλη για να βρουν δουλειά κατά την διάρκεια των
χαλαρών καιρών στον αγροτικό κύκλο. Έτσι, μαζί με τις “γυμνές πλάτες”, υπήρχε
επίσης πάντοτε μια ουσιώδης δεξαμενή εποχιακής μεταναστευτικής εργασίας, που
μπορούσε να ριχθεί στις κώμες και στις πόλεις της Κίνας, σε συγκεκριμένες
εποχές κατά την διάρκεια του χρόνου.
Φυσικά, η έλευση
του ΚΚΚ στην εξουσία είχε επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις ταξικές σχέσεις της
Κινεζικής υπαίθρου. Το εθνικό πρόγραμμα έγγειας μεταρρύθμισης της δεκαετίας του
1940, και το συνεπακόλουθο πρόγραμμα ραγδαίας κολεκτιβοποίησης της γεωργίας που
έγινε δέκα χρόνια αργότερα, πήγε κατά κάποιο τρόπο στο να ανακουφίσει τα δεινά
των στερούμενων γη αγροτών.
Στον ίδιο χρόνο το
κράτος είχε απαλλοτριώσει αμφότερους του γαιοκτήτες και τους εμπόρους σιτηρών.
Κι όμως, τα σχέδια της κρατικής γραφειοκρατίας για ραγδαία εκβιομηχάνιση
απαιτούσαν φαγητό για έναν αχανώς επεκτεινόμενο βιομηχανικό και αστεακό πληθυσμό
και γεωργικά παραγόμενα ακατέργαστα υλικά για την κατασκευή και λειτουργία των
νέων βιομηχανιών. Ο μόνος τρόπος συνάντησης τέτοιων απαιτούμενων ήταν για το
κράτος, όπως και για τον ατομικό γαιοκτήτη των χωρικών, και όπως για τον
ατομικό αγοραστή των βασικών καλλιεργειών, να διατηρήσουν ένα υψηλό ποσοστό
εκμετάλλευσης της αγροτιάς. Έχοντας τώρα να μοιρασθούν μια ουσιώδη αναλογία των
καλλιεργειών τους με το κράτος παρά με έναν γαιοκτήτη, και λαμβάνοντας χαμηλές
τιμές για αυτό το οποίο έπρεπε να πουλήσουν στο κράτος, η χρηματιστική θέση των
περισσοτέρων των χωρικών ήταν λίγο καλύτερη απ' ό,τι ήταν στο παρελθόν.
Επομένως, οι
οικονομικές πιέσεις των αγροτικών νοικοκυριών για να μεταναστεύσουν, παρόλο που
ίσως εκμειώνονταν, ακόμη παρέμεναν. Κι όμως στον ίδιο χρόνο, η αποκατάσταση των
μέσων επικοινωνιών και μεταφορών που ακολούθησε τις δεκαετίες του πολέμου, και
η αναπόδραστη παραπέρα ανάπτυξή τους με το πρόγραμμα ραγδαίας εκβιομηχάνισης,
σήμαινε ότι κατέστη πολύ ευκολότερο να μεταναστεύσουν σε μεγάλες αποστάσεις. Με
την αποκατάσταση και επέκταση των δρόμων της Κίνας και των σιδηρόδρομων θα
γινόταν πιθανό για τους αγρότες στις απόμακρες εσωτερικές επαρχίες να κάνουν
μακρινά ταξίδια στις βιομηχανικές και αστεακές περιοχές της Κίνας.
Ωστόσο, παρόλο που
υπήρχαν περισσότεροι από αρκετοί μετανάστες εργάτες στην Κινεζική ύπαιθρο για
να συναντήσουν την ζήτηση ανειδίκευτης εργασίας, η απροσδόκητη κλίμακα και ο
βηματισμός της βιομηχανικής παραγωγής που σχεδιαζόταν, σήμαινε ότι μπορούσε
μόνο να υπάρχει μια αυστηρή έλλειψη ειδικευμένης εργασίας. Οι Κινέζοι κρατικοί
σχεδιαστές δι' αυτό αντιμετώπισαν ένα διττό πρόβλημα αναφορικά με την συνάντηση
των εργασιακών απαιτούμενων της ραγδαίας εκβιομηχάνισης: μια δυνητική υπερπροσφορά
ανειδίκευτης εργασίας συνδυασμένη με μια οξεία έλλειψη ειδικευμένων εργατών.
Αυτό το διττό
πρόβλημα απευθύνθηκε σε δυο διακριτούς αλλά συμπληρωματικούς δρόμους. Πρώτον,
προκειμένου να περιορίσει την ανέγκριτη μετανάστευση σε κώμες και πόλεις, το
αρχαίο χούκου σύστημα των αδειών διαμονής αναβίωσε και επανισχυροποιήθηκε
αυστηρά, ειδικά ακολουθώντας το Μεγάλα Άλμα προς τα Μπρος (ΜΑΜ). Δεύτερον, ως
γενικός κανόνας, σε διευθυντές των αδιαίρετων κρατικών εγχειρημάτων και
κατασκευαστικών έργων δεν τους επιτρέπετο να προσλάβουν εργάτες άμεσα.
Αντίθετα, οι εργάτες στρατολογούνταν από κρατικά γραφεία εργασίας και μετά
τοποθετούνταν σε κρατικά εγχειρήματα και κατασκευαστικά έργα σύμφωνα με τις
προτεραιότητες τιθέμενες από τους κεντρικούς κρατικούς σχεδιαστές.
Ως αποτέλεσμα,
ήταν πολύ δύσκολο για χωρικούς να μεταναστεύσουν σε κώμες και πόλεις χωρίς να
πάνε μέσω κρατικο-κομματικών καναλιών. Στον ίδιο χρόνο ήταν ικανοί να
εξασφαλίζουν ότι ειδικευμένη εργασία σε μικρή προσφορά θα κατευθυνόταν όπου
ήταν πιο πολύ αναγκαία, και στον ίδιο χρόνο, οι αχανείς στρατιές της
ανειδίκευτης εργασίας θα μπορούσαν να στρατολογηθούν όταν και όπου ήταν
αναγκαίο χωρίς το ρίσκο ανοίγματος των θυρών σε μια ανέλεγκτη μετανάστευση
εργασίας που ίσως υπερσκέλιζε τους περιορισμένους πόρους των αστεακών περιοχών.
Έτσι, εν αντιθέσει
προς την ΕΣΣΔ, υπήρχαν περισσότεροι από αρκετοί χωρικοί στην ύπαιθρο πρόθυμοι
και ικανοί να ξοδεύουν περιόδους του χρόνου παρέχοντας μυϊκή δύναμη αναγκαία
για την σχεδιασμένη ραγδαία κατασκευή βαριάς βιομηχανίας. Αυτή η δεξαμενή
εργασίας μπορούσε εύκολα να στρατολογηθεί σε απαιτούμενους αριθμούς από τα
κρατικά γραφεία εργασίας μέσω των εκτεταμένων οργανώσεων του Κόμματος στην
ύπαιθρο, με βραχυπρόθεσμα συμβόλαια για την διάρκεια των ιδιαίτερων
κατασκευαστικών έργων. Αφ' ής στιγμής αυτα τα έργα ολοκληρώνονταν, αυτοί οι
συμβληθέντες εργάτες μπορούσαν είτε να έχουν νέα συμβόλαια σε νέα έργα ή
υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στην ύπαιθρο.
Τέτοιοι
συμβληθέντες εργάτες επρόκειτο να παραμείνουν ένα ουσιώδες τμήμα του
αναδυόμενου Κινεζικού προλεταριάτου κατά την διάρκεια της εποχής του Μάο.
Ωστόσο, καθώς η κατασκευή του πρώτου κύματος χαλυβουργείων, σταθμών παραγωγής
ενέργειας, ορυχείων και εργοστασίων ήλθε σε ολοκλήρωση από τα μέσα έως τα τέλη
της δεκαετίας του 1950, τότε άρχισε να αυξάνει η ανάγκη για έναν πυρήνα
περισσότερο ή λιγότερο μόνιμων εργατών που θα αποκτούσαν τις ποικίλες
δεξιότητες να τα λειτουργήσουν. Αυτό επρόκειτο να δώσει αύξηση στην διακριτά
Κινεζική μορφή απασχόλησης ενσωματωμένη στο σύστημα ντανβέι.
1.3 Η μορφοποίηση της “αριστοκρατίας της εργασίας” της Κίνας
Όπως έχουμε δει, υπήρχαν παραπάνω από αρκετοί χωρικοί έτοιμοι να σπαταλήσουν περιόδους εργασιακού χρόνου στις νέες βιομηχανίες, που ερχόντουσαν σε ύπαρξη, ακόμα και για πολύ χαμηλούς μισθούς σε προσφορά. Ζώντας σε αυτό το οποίο ήταν ευρέως μια αγροτική οικονομία διαβίωσης, όπου το χρήμα ήταν σπάνιο, χρειαζόντουσαν μετρητά. Νεαροί χωρικοί θα έλπιζαν να αποκέρδαιναν αρκετά χρήματα, για να παντρευτούν, να μισθώσουν γη και να στήσουν το δικό τους νοικοκυριό. Οι παλιότεροι χωρικοί θα έλπιζαν να συμπληρώσουν τις αποταμιεύσεις τους ώστε να μπορούσαν να πληρώσουν τις προίκες των θυγατέρων τους, να εξασφαλίσουν εαυτούς σε γηραιά ηλικία και να έχουν καλά τους εαυτούς τους κατά την διάρκεια δύσκολων καιρών όπως στις σιτοδείες. Κι όμως, είτε γέροι είτε νέοι παρέμεναν χωρικοί, και ανεξάρτητα από το πόσο πολύ ξόδευαν ως βιομηχανικοί εργάτες, επιδίωκαν να επιστρέψουν σπίτι στο χωριό τους. Το να σπάσουν τις ρίζες τους στην ύπαιθρο και να μετακινηθούν στις βιομηχανικές κώμες και πόλεις, ήταν μια πολύ διαφορετική και ακόμα πιο πολύ τρομακτική προοπτική.
Το πρόβλημα το οποίο αντιμετώπιζαν οι κρατικοί σχεδιαστές στο να εξασφαλίζουν έναν πυρήνα μόνιμων εργατών για τις νέες παραγόμενες βιομηχανίες, ήταν δι’ αυτό, πώς να προλεταριοποιήσουν την αγροτιά χωρίς να υπονομεύσουν την πολιτική βάση του ΚΚΚ στην ύπαιθρο. Στην Δυτική Ευρώπη το προτσές του αποχωρισμού της αγροτιάς από την γη είχε πάρει αιώνες να συντελεσθεί και είχε συχνά απαιτήσει υλική ισχύ και αιματηρή σύγκρουση. Ωστόσο, η λύση σε αυτό το πρόβλημα ήταν πάλι εξ ίσου διευκολυμένη και τιθέμενη από την ιδιαίτερη φύση των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων στην Κινεζική ύπαιθρο.
Η κοινότητα του χωριού στην Κίνα παραδοσιακά ήταν πολύ λιγότερο ενταγμένη απ’ αυτό που ήταν οπουδήποτε αλλού στην Ασία. Η βασική κοινωνική και οικονομική μονάδα ήταν το νοικοκυριό, συντιθέμενο από μια εκτεινόμενη οικογένεια. Οι γαιοκτήτες είχαν νοικιάσει γη σε αδιαίρετα νοικοκυριά, και κάθε αδιαίρετο νοικοκυριό οργάνωνε την εργασία του αναγκαία εξ ίσου για να αναπαράξει εαυτό και να πληρώσει φόρους και ενοίκια. Είναι αληθές, ιδιαίτερα στις ριζοκαλλιεργητικές περιοχές της νότιας Κίνας, ότι υπήρχε ανάγκη για συν-εργασία μεταξύ των νοικοκυριών προκειμένου να διατηρήσουν και να ρυθμίσουν τα κοινόχρηστα αρδευτικά συστήματα. Οι περίοδοι της εργασιακά εντατικής σοδειάς επίσης απαιτούσαν έναν βαθμό οργάνωσης της εργασίας μεταξύ των νοικοκυριών. Πάραυτα, όπως ο Barrington Moore έχει συμπεράνει:
Το Κινεζικό χωριό, το βασικό κύτταρο της αγροτικής κοινωνίας στην Κίνας, όπως αλλού, προφανώς εστερείτο συνεκτικότητας εν συγκρίσει με εκείνα σε Ινδία, Ιαπωνία, και σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Υπήρχαν πολύ λιγότερες περιστάσεις στις οποίες αρκετοί από το χωριό συνεργάζονταν σε ένα κοινό καθήκον με τρόπο ο οποίος δημιουργεί τα χούγια και τα συναισθήματα της αλληλεγγύης. Ήτο εγγύτερα σε μια χωρική σύμπηξη αρκετών αγροτικών νοικοκυριών παρά σε μια ζώσα και λειτουργική κοινότητα, παρόλο που ήταν λιγότερο ατομικοποιημένη, επί παραδείγματι, από ένα σύγχρονο ΝοτιοΙταλικό χωριό όπου η ζωή φαίνεται να είναι μια ειρηνική πάλη όλων εναντίον όλων.[6] Ήταν γι’ αυτό σχετικά εύκολο να ξελογιάσεις άτομα ή σύνολα νοικοκυριών από τα χωριά, και, όπως θα δούμε, να δημιουργήσεις νέες κοινότητες.
Προκειμένου να ενθαρρύνουν την οικογενειακοκεντρική αγροτιά να καταστούν βιομηχανικοί εργάτες, προσπάθειες καταβλήθηκαν ώστε να διευκολύνουν την μετεγκατάσταση ολόκληρων νοικοκυριών στις νέες βιομηχανίες. Πρώτον, χώροι εργασίας επρόκειτο να παράσχουν φθηνή στέγαση, δωρεάν ιατρική μέριμνα, συντάξεις και άλλες παροχές πρόνοιας στους νέους πυρηνικούς εργάτες τους και στις οικογένειές τους. Δεύτερον, στους πυρηνικούς εργάτες δίνονταν μια απεριόριστη συλλογική εγγύηση όχι μόνο ισόβιας εργασίας, αλλά ισόβιας εργασίας και για τους απογόνους τους.
Αυτό επρόκειτο να συντελέσει στην δημιουργία επικεντρωμένων στον χώρο εργασίας κοινοτήτων γνωστών ως ντανβέι.[7] Συγκεντρώνοντας ολόκληρα πρώην αγροτικά νοικοκυριά, πολλά από τα οποία συχνά στρατολογούνταν από την ίδια τοπικότητα, αν όχι από το ίδιο χωριό, το ντανβέι έτεινε να επαναδημιουργήσει πολλά από τα παραδοσιακά πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και στάσεις του Κινεζικού χωριού. Πράγματι, πολλοί παρατηρητές έχουν περιγράψει το ντανβέι σύστημα ως “αστεακά χωριά”.[8]
Στην κλασική μορφή καπιταλισμού, οι ευθύνες του αδιαίρετου καπιταλιστή προς την κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, είναι, επί το πλείστον, επιφορτισμένες με την πληρωμή των μισθών στους ατομικούς εργάτες που έχουν προσληφθεί. Όσο είναι ικανός να προσλαμβάνει εργάτες στην επόμενη παραγωγική περίοδο, ήταν μικρής σημασίας στον καπιταλιστή, αν η εργατική τάξη ως όλο είναι ικανή να διατηρήσει το εαυτό της σε μακρά πορεία. Η ευθύνη για την εφ’ όλων κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής τάξης αναγκαία για το κεφάλαιο γενικά αφηνόταν στο κράτος, που μέσω της παροχής ενός συστήματος οικουμενικής πρόνοιας εξασφαλίζει ότι οι εργάτες είναι ικανοί να διατηρήσουν εαυτούς στις περιόδους ανεργίας, κακής κατάστασης υγείας, καθώς και εκπαίδευσης και κατάρτισης της νέας γενιάς εργατών, και να σιγουρέψουν ότι οι εργάτες είναι ικανοί και υγιείς για να εργασθούν.
Εν αντιθέσει, στον κρατικό καπιταλισμό της Κίνας –όπου το κράτος είχε συγχυσθεί με το κεφάλαιο –το ντανβέι σύστημα εξασφάλιζε το περισσότερο των προνοιακών λειτουργιών του κράτους που αποκεντρωνόταν σε κάθε αδιαίρετο κράτος-κεφάλαιο ή σε κάθε αδιαίρετο εγχείρημα. Αναφορικά μ’ αυτό υπήρχαν στενές ομοιότητες με τον κρατικό καπιταλισμό στην ΕΣΣΔ, όπου αδιαίρετα κρατικοκεφάλαια ήταν επίσης υπεύθυνα για την κοινωνική αναπαραγωγή των “δικών” τους εργατών. Ωστόσο, υπήρχαν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ Κίνας επί Μάο και ΕΣΣΔ αναφορικά μ’ αυτό. Παρόλο που η πρόνοια παρεχόταν συλλογικά από τους εργοδότες των εργατών, κατά το περισσότερο καταναλωνόταν ατομικά. Ο εργάτης θα έτρωγε στις καντίνες της εταιρείας, θα ζούσε σε εταιρικά-παρεχόμενα διαμερίσματα, θα πήγαινε στους εταιρικούς γιατρούς, όμως για το περισσότερο θα έκαναν έτσι ως άτομα χωρισμένα από το κράτος-κεφάλαιο. Εν αντιθέσει, το ντανβέι εξ ίσου αναπαρήγαγε την εργατική δύναμη ως κοινότητα και την ενέτασσε εντός του κράτους-κεφαλαίου.
Κεντρικό στην λειτουργία του ντανβέι στο εντάσσειν τους εργάτες μέσα στο αδιαίρετο κράτος-κεφάλαιο ήταν ο πολιτικός ρόλος του. Ο Κομματικός πυρήνας σε κάθε ντανβέι ήταν η βασική Κομματική μονάδα εξ ίσου στην βιομηχανία και στις αστεακές περιοχές. Ως τέτοιο, συνέβαλε στο να μεσολαβεί μεταξύ της ΚΚΚ γραφειοκρατίας και του βιομηχανικού προλεταριάτου. Ο Κομματικός πυρήνας και η συνέλευση εργατών συνέβαλαν ως μέσα κινητοποίησης των εργατών πίσω από τους αντικειμενικούς σκοπούς του Κόμματος. Ωστόσο, η πολιτική κινητοποίηση έπρεπε να είναι κάπως ένα αμφίδρομο προτσές. Ο Κομματικός πυρήνας και η συνέλευση εργατών επίσης έπρεπε να αφήνονται να δίνουν φωνή στις ανησυχίες των εργατών, μολονότι εκφρασμένες στους όρους και στην τιθέμενη από το Κόμμα ατζέντα, και περιορισμένες εντός των ορίων των υποθέσεων του ντανβέι.
Στην κλασική μορφή καπιταλισμού, που έχουμε στην Δύση, η εργατική τάξη κατακερματίζεται, και μετά επανεντάσσεται εντός του συνολικού προτσές αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ως αδιαίρετος καταναλωτής/πολίτης μέσω της λειτουργίας του εμπορευματικού φετιχισμού. Στον κρατικό καπιταλισμό υπάρχει λίγος χώρος για την εργατική τάξη αδιαίρετα να τοποθετηθεί από το κράτος και το κεφάλαιο ως κάτι περισσότερο από ένας εργάτης. Πράγματι, σε αυτά τα “εργατικά κράτη” ο ατομικός εργάτης είναι εξυψωμένος ως τέτοιος. Εκεί, γι’ αυτό, πρέπει να υπάρχουν εναλλακτικά μέσα κατακερματισμού και ένταξης της εργατικής τάξης εντός του συνολικού προτσές αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, η εργατική τάξη διαιρούταν μέσω της πολιτικής εξατομίκευσης.[9] Στην περίπτωση της Κίνας ήταν η συλλογική οργάνωση του ντανβέι συστήματος η οποία συνέβαλε στην διαίρεση της εργατικής τάξης. Όπως έχουμε προηγούμενα επισημάνει, ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομικούς συντελεστές που δέσμευε από κοινού τα αδιαίρετα νοικοκυριά τα οποία συνέθεταν το παραδοσιακό Κινεζικό χωριό, ήταν η ανάγκη αποκλεισμού των ξένων από τον ανταγωνισμό για την γη. Αυτό έδωσε αύξηση σε παροχικές και ενδοστρεφείς απόψεις στην Κινεζική αγροτιά, και σε εχθρότητα προς τους ξένους που έρχονται εκτός χωριού. Τέτοιες απόψεις συντηρούνταν στο ντανβέι. Αυτό ήτο ιδιαίτερα φανερό στις απόψεις των μονίμων εργατών, που ως τέτοιοι ήταν μέλη του ντανβέι, ως προς τους εποχικούς και ορισμένου χρόνου εργάτες, ιδιαίτερα αυτούς που απασχολούνταν από καιρό σε καιρό από το αδιαίρετο κράτος-κεφάλαιο του ντανβέι, που παρόλο που δούλευαν στο ντανβέι, δεν ήταν μέλη αυτού, και γι’ αυτό δεν ελάμβαναν τις ίδιες παροχές όπως οι μόνιμοι εργάτες.[10]
Αυτή η διαίρεση της εργατικής τάξης της Κίνας περαιτέρω επανισχυροποιείτο με την στρωματοποίηση του ντανβέι συστήματος. Το ντανβέι στις υψηλά κατατασσόμενες βιομηχανίες έτεινε να είναι ικανό να παράσχει μεγαλύτερες προνοιακές παροχές. Υψηλά κατατασσόμενα εγχειρήματα έτειναν να είναι μεγάλης κλίμακας βιομηχανίες, που μπορούσαν να αντέξουν πιο κατανοητική πρόνοια. Θεωρούνταν επίσης στρατηγικές βιομηχανίες που είχαν προτεραιότητα στην πρόσβαση σε σπάνιους πόρους και ήταν υπό την άμεση αιγίδα του υπουργείων του κεντρικού κράτους και των επιτροπών ή των περιφερειακών κυβερνήσεων, και είχαν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή. Το ντανβέι στις υψηλά κατατασσόμενες βιομηχανίες ήταν γι’ αυτό καλύτερα εφοδιασμένο απ’ αυτό στις μικρότερες βιομηχανίες διοικούμενες από τα χαμηλότερα κλιμάκια του Κόμματος. Πράγματι, παρόλο που όλοι οι χώροι εργασίας υποτίθεντο να έχουν το δικό τους ντανβέι, ήταν μόνο στις μεγάλες και υψηλά κατατασσόμενες βιομηχανίες που τα ντανβέι ήταν πραγματικά αναπτυσσόμενα.
Έτσι, παρόλο που
υπήρχε μια υψηλά εξισωτική εθνική μισθολογική δομή, το ντανβέι δημιουργούσε μια
διακριτή “εργατική αριστοκρατία” εργατών στις μεγαλύτερες και υψηλά
κατατασσόμενες βιομηχανίες, που ήταν ζηλότυπες για τα δικά τους προνόμια και
πιστές στα δικά τους ντανβέι. Αυτή η “εργατική αριστοκρατία” επρόκειτο να
παράσχει μια ισχυρή βάση για το ΚΚΚ εντός του αναδυόμενου Κινεζικού
προλεταριάτου.[11]
1.4 Η σχέση του κράτους προς την αγροτιά επί Μάο
Ο έσχατος περιορισμός που αντιμετώπιζαν οι προσπάθειες των κεντρικών σχεδιαστών της Κίνας στο να διατηρήσουν ραγδαία εκβιομηχάνιση στην δεκαετία του 1950, ήτο ο χαμηλός βαθμός παραγωγικότητας της Κινεζικής γεωργίας. Μια αυξανόμενη βιομηχανική εργατική δύναμη μπορούσε μόνο να ταϊσθεί με το να αυξήσεις το μέγεθος του πρόσθετου προϊόντος που μπορούσε να αποσπασθεί από την αγροτιά. Κι όμως αυτό απαιτούσε την συγχρονικοποίηση[12] της Κινεζικής γεωργίας.
Σε συμφωνία με το Ρωσικό μοντέλο, η λύση σε αυτό το πρόβλημα είχε ιδωθεί στους όρους της τελικής αναδιοργάνωσης της Κινεζικής γεωργίας σε βιομηχανικές γραμμές. Προβλεπόταν ότι μεγάλες συλλογικές φάρμες θα εγκαθιδρύοντο που θα επέτρεπαν αμφότερα την εκμηχάνιση της γεωργίας και την εισαγωγή σύγχρονων ορθολογικοποιημένων εργοστασιακών μεθόδων παραγωγής. Ως συνέπεια, οι χωρικοί θα μεταμορφώνονταν σε αγροτικό προλεταριάτο.
Ωστόσο, προκειμένου να αποφύγουν την συμφορά η οποία είχε προκληθεί από την εξαναγκασμένη κολεκτιβοποίηση της Ρωσικής γεωργίας στην δεκαετία του 1930, οι Κινέζοι σχεδιαστές είχαν αυθεντικά σχεδιάσει ότι η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας θα ήταν ένα σταδιακό προτσές που θα έπαιρνε παραπάνω από μια γενιά για να ολοκληρωθεί. Πρώτ’ απ’ όλα, τα αγροτικά νοικοκυριά θα πείθονταν να σχηματίσουν κοοπερατίβες. Μετά, όταν το πρώτο ζευγάρι Πεντάχρονων Πλάνων είχε εγκαθιδρύσει την βιομηχανική βάση της Κίνας, η γεωργία θα εκμηχανιζόταν σταδιακά και θα συλλογικοποιούταν.
Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Μάο εισήγαγε την πρωτοβουλία της πολιτικής κινητοποίησης, που επιδίωκε εξ ίσου να επανεπιβεβαιώσει την θέση του στο Κόμμα και τον έλεγχο του Κόμματος επί της αγροτιάς, καθώς προέβη σε μεγάλη επιτάχυνση του προτσές της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας. Αυτό επρόκειτο να κορυφωθεί στο ΜΑΜ που είχε εισάγει στα 1958.
Η μάλλον ουτοπική προσπάθεια του Μάο να δημιουργήσει σε δυο χρόνια μεγάλες αγροτικές κομμούνες που θα καταργούσαν την διάκριση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, και κάνοντας έτσι, θα έφερναν μαζί την γεωργία και την βιομηχανία εντός ενός αχανούς οργανισμού, κατέληξε με συμφορά. Ωστόσο, ακολουθώντας την περισυλλογή που ακολούθησε το ΜΑΜ, μια νέα σχηματοποίηση της Κινεζικής υπαίθρου εγκαθιδρύθηκε. Παρόλο που ο άμεσος έλεγχος επί της αγροτικής παραγωγής κατέληξε με το να είναι αποκεντρωμένος πάλι σε “ομάδες παραγωγής” –που ήταν συχνά λίγο παραπάνω από αγροτικές κοοπερατιβές- οι κομμούνες ήταν ικανές να κινητοποιούν την αναξιοποίητη εργασία των αγροτών. Οι κομμούνες έστησαν και λειτούργησαν εργοστάσια που παρήγαγαν εργαλεία, λιπάσματα και άλλες εισροές για την τοπική γεωργία. Επιπρόσθετα, κατά την διάρκεια της αναδουλειάς εντός του γεωργικού χρόνου, οι διοικήσεις των κομμουνών απαιτούσαν από τους αγρότες να εργασθούν σε έργα υποδομών όπως χτισίματα δρόμων και αρδευτικές εργασίες. Κινητοποιώντας την αναξιοποίητη εργασία της αγροτιάς σε τέτοιους δρόμους, οι κομμούνες ήταν ικανές να αυξάνουν ευσταθώς την γεωργική εκροή. Νέες γαίες μπορούσαν να επιφερθούν στην παραγωγή και οι γαίες επί χρήσει μπορούσαν να γίνουν πιο γόνιμες και παραγωγικές. Αυτό αύξησε την εκροή συνδυασμένη με μια στενότερη επιθεώρηση της αγροτικής παραγωγής, επιτρέποντας στο κόμμα-κράτος να αποσπάσει ένα μεγαλύτερο πρόσθετο προϊόν από τους αγρότες που απαιτείτο για να συναντήσει[13] τις ανάγκες ενός επεκτεινόμενου αστεακού πληθυσμού.
Έτσι, παρόλο που
διευκόλυνε μια ευσταθή αύξηση στην αγροτική παραγωγή, το σύστημα κομμουνών
απέτυχε να επιφέρει μια μεγάλης κλίμακας αγροτική επανάσταση. Πιο εκμηχανισμένες
παραγωγικές μέθοδοι εισήχθησαν σε κάποιες περιοχές της υπαίθρου, περισσότερη γη
επιφέρθηκε σε καλλιέργεια, και βελτιωμένες τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν, αλλά
ουσιωδώς περισσότεροι χωρικοί έφτιαξαν φάρμες και έζησαν όπως πάντα έκαναν.
1.5 Ταξική σύνθεση επί
Μάο συμπερασμένη/συνοψισμένη
Όπως έχουμε δει, το σύστημα Κομμουνών είχε αποτύχει να φέρει είτε μια κοινωνική είτε ακόμα και μια τεχνολογική επανάσταση στην Κινεζική ύπαιθρο. Ως τέτοια, κατά τον καιρό του θανάτου του Μάο στα 1976, η Κίνα παρέμενε μια κύρια αγροτική κοινωνία. Ωστόσο, το πρόγραμμα ραγδαίας εκβιομηχάνισης που προωθήθηκε στην δεκαετία του 1950, είχε μεταμορφώσει εκατομμύρια αγροτών σε μια μόνιμη βιομηχανική και αστεακή εργατική τάξη. Ενθυλακωμένη και στρωματοποιημένη με την οιονεί-προκαπιταλιστική κοινωνική μορφή του ντανβέι, αυτή η εργατική τάξη ίστατο σε μια προνομιακή θέση ως προς τους χωρικούς. Πράγματι, θα πρέπει με χαλαρότητα να ειπωθεί, ότι η αστεακή εργατική τάξη, ή τουλάχιστον, αυτοί που εργάζονταν στις μεγαλύτερες κρατικές επιχειρήσεις, συγκροτούσαν μια αριστοκρατία της εργασίας.
Όπως θα δούμε
τώρα, κεντρικός στην ταξική ανα-σύνθεση επιφερθείσα από την τρέχουσα οικονομική
μεταμόρφωση της Κίνας ήτο ο εξανδραποδισμός της παλιάς εργατικής τάξης, που
είχε εγερθεί κατά την διάρκεια της Μαοϊκής περιόδου, και μ’ αυτήν η
αποδιάρθρωση του ντανβέι συστήματος.
2. Ταξικές
συγκρούσεις επί της αποδιάρθωσης του ντανβέι
2.1 Πλατεία
Τιενανμέν
Για τους μπουρζουάδες σχολιαστές στην Δύση, ίσως η πιο διάσημη και σίγουρα η πιο μνημονευόμενη κοινωνική αναταραχή στην Κίνα από την Πολιτιστική Επανάσταση των τελών της δεκαετίας του 1960, ήταν η μαζική φοιτητικά-καθοδηγούμενη διαμαρτυρία κεντρωμένη στην Πλατεία Τιενανμέν την άνοιξη του 1989. Συμπίπτουσα με την αυξανόμενη πολιτική κρίση στην Ανατολική Ευρώπη, οι μαζικές διαμαρτυρίες στην Πλατεία Τιενανμέν φαινόντουσαν σε πολλούς εκείνο τον καιρό ότι ανήγγειλλαν το ξεκίνημα της “βελούδινης επανάστασης” της Κίνας. Φαινόταν, ότι, όπως συνέβαινε στην Ανατολική Ευρώπη, ένα στην κύρια πλευρά του κίνημα της μεσαίας τάξης μαζικής ειρηνικής διαμαρτυρίας επρόκειτο να επιφέρει την πτώση ενός ακόμα ετοιμόρροπου Κομμουνιστικού καθεστώτος. Αυτό έπειτα θα άνοιγε τον δρόμο για εξ ίσου φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και για μια κίνηση προς μπουρζουάδικη δημοκρατία στην Κίνα.
Ωστόσο, παρά τις τέτοιες κατά φαινόμενο ομοιότητες, η κατάσταση στην Κίνα στα 1989 ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη στην Ανατολική Ευρώπη, και ως τέτοια επρόκειτο να παράξει μια πολύ διαφορετική έκβαση. Στην Ανατολική Ευρώπη τα αιτήματα τα οποία απευθύνονταν από τους διανούμενους της μεσαίας τάξης για φιλελευθεροποίηση και δημοκρατία, είχαν μια πολύ μεγαλύτερη απήχηση μέσα στον πληθυσμό ως όλο, συμπεριλαμβανομένων πολλών στελεχών των Κομμουνιστικών κομμάτων, απ' ότι τα παρόμοια αιτήματα των διαδηλωτών φοιτητών στην Πλατεία Τιενανμέν.
Οι χωρικοί, οι οποίοι φυσικά συγκροτούσαν την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, παρέμεναν αδιάφοροι, αν όχι απληροφόρητοι για τις καθημερινές μαζικές διαμαρτυρίες στο Πεκίνο και σε άλλες μείζονες πόλεις στην Κίνα. Στον ίδιο χρόνο οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις των δέκα προηγούμενων ετών είχαν δημιουργήσει μια “κόκκινη μπουρζουαζία” επιχειρηματιών γραφειοκρατών που είχαν ένα περιβεβλημένο συμφέρον στο να υπερασπισθούν το πολιτικό και ιδεολογικό μονοπώλιο του κόμματος-κράτους ενάντια στην φιλελεύθερη πολιτική μεταρρύθμιση. Η αστεακή εργατική τάξη, ιδιαίτερα η εργατική αριστοκρατία του ντανβέι συστήματος, τα είχαν πάει καλά, όπως θα δούμε, για το περισσότερο κομμάτι κατά την διάρκεια της μεταρρυθμιστικής περιόδου, και παρόλο που ένας ογκώδης τομέας αναμφίβολα ήταν συμπαθής στην από τους φοιτητές αποκήρυξη της μη λογοδοσίας και διαφθοράς των αξιωματούχων του κόμματος-κράτους, ήταν εν πρώτοις απρόθυμοι να συμμετάσχουν στις διαμαρτυρίες.
Χωρίς αμφιβολία, πολλοί της “σκληρής γραμμής” στην ηγεσία του Κόμματος πέταξαν μια νευρική ματιά επί των συνεχιζόμενων διαμαρτυριών και των ομοιοτήτων τους με τα γεγονότα τα οποία συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, ο Deng Xiaoping, υποστηριζόμενος από την φράξια[14] των “αγοραίων μεταρρυθμίσεων” εντός της Κομματικής ηγεσίας, ήταν αρχικά αρκετά βέβαιος ώστε να ανέχεται τις διαμαρτυρίες. Πράγματι, παρόλο που σίγουρα δεν ήταν προετοιμασμένος να κάνει τις οποιεσδήποτε παραχωρήσεις στους διαδηλωτές, οι οποίες ίσως υπονόμευαν την πολιτική κυριαρχία του ΚΚΚ, ο Ντενγκ έχει φανεί ιδιαίτερα επιδέξιος στο να χρησιμοποιεί παρόμοιες διαμαρτυρίες σε προηγούμενες περιστάσεις ώστε να διευρύνει την φραξιονιστική πάλη του εντός του Κόμματος, και άνευ αμφιβολίας ήλπιζε να κάνει ξανά έτσι.
Ωστόσο, στο ξεκίνημα του Μαΐου, η αστεακή εργατική τάξη ξεκίνησε να συμμετάσχει στις διαμαρτυρίες σε σημαντικούς αριθμούς υπό τα λάβαρα κάποιων εκ των ηγετικών ντανβέι του Πεκίνου. Σύνδεσμοι άρχισαν να σφυρηλατούνται μεταξύ των εργατών και εκείνων των φοιτητών που είδαν την κινητοποίηση της εργατικής τάξης ως το μόνο μέσο διάρρηξης της αδιαλλαξίας της κυβέρνησης. Προσπάθειες άρχισαν να καταβάλλονται ώστε να σχηματίσουν ανεξάρτητα συνδικάτα σε ευθεία αντίθεση στα επίσημα κρατικο-κομματικά συνδικάτα. Μετά, καθώς οι φόβοι της κυβερνητικής καταστολής άρχισαν να αυξάνουν, οι εργάτες ήταν στην πρώτη γραμμή των πρωτοβουλιακών προσπαθειών να μορφοποιήσουν επιτροπές ένοπλης άμυνας για να υπερασπισθούν το κίνημα.
Καθώς κατέστη
καθαρό στην ηγεσία του Κόμματος ότι η κατάσταση ξεκινούσε να διολισθαίνει πέρα
από τον έλεγχό τους, ο συσχετισμός της γνώμης εντός της κυβέρνησης μετεβλήθη
προς την καταστολή. Την 3η Ιουνίου τα άρματα εστάλησαν στην Πλατεία Τιενανμέν
και το κίνημα διαμαρτυρίας συνετρίβη. Οι φοιτητικοί ηγέτες των διαμαρτυριών είτε
πιάστηκαν και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλακίσεων ή αναγκάσθηκαν να εξορισθούν,
συχνά στις φιλόξενες αγκάλες των Αμερικανικών πανεπιστημίων. Ωστόσο, ήταν οι
ηγέτες της εργατικής τάξης που είχαν συμμετάσχει στις διαμαρτυρίες που
επρόκειτο να υποστούν το πλήρες κάψιμο της καταστολής. Χωρίς ευκαιρία να
φύγουν, σε πολλούς από αυτούς που αναγνωρίσθηκαν ως ηγέτες των κύκλων (του
κινήματος) είτε τους επιβλήθηκαν μεγάλες ποινές σκληρής εργασίας είτε
εκτελέσθηκαν.[15]
2.2 Η επιτυχία κι η αποτυχία του πρώτου κύματος οικονομικών μεταρρυθμίσεων
Μία από τις κρίσιμες διαφορές μεταξύ Κίνας και Ανατολικής Ευρώπης ήταν ότι πολύ μακριά από το να είναι ο προάγγελλος των “αγοραίων μεταρρυθμίσεων”, η Κινεζική “βελούδινη επανάσταση” του 1989 ήταν επί του πρακτέου το αποτέλεσμα της κρίσης στις αγοραίου-στυλ μεταρρυθμίσεις οι οποίες είχαν εισαχθεί περισσότερο από μια δεκαετία πριν.
Στα 1978, ως κομμάτι της φραξιονιστικής πάλης εντός του ΚΚΚ, η οποία είχε ακολουθήσει τον θάνατο του Μάο, ο Deng Xiaoping -σε συμμαχία με τους κεντρικούς σχεδιαστές, που ήθελαν να επικεντρωθούν στην επέκταση και νεωτερικοποίηση της βιομηχανίας, και με επαρχιακά Κομματικά αφεντικά, που ήθελαν μια λύση στην αυξανόμενη ανυποταξία της αγροτιάς- είχε προωθήσει το τσούλισμα των αγροτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες σε λίγο περισσότερο από πέντε χρόνια επρόκειτο να συντελέσουν στην πλήρη αποδιάρθρωση των αγροτικών κομμούνων, που είχαν συγκροτηθεί κατά την διάρκεια του ΜΑΜ είκοσι χρόνια νωρίτερα. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, εισαχθείσα στην δεκαετία του 1950, αντιστρέφετο, και η ευθύνη για την παραγωγή επέστρεφε στα αδιαίρετα αγροτικά νοικοκυριά, στα οποία τώρα επιτρέποταν να πουλήσουν οποιοδήποτε κομμάτι μπορούσαν να παράξουν πάνω από τα μεγέθη που εξειδικεύονταν από τις κρατικές υπηρεσίες προμηθειών, στις τοπικές αγορές.
Στον ίδιο χρόνο, οι αξιωματούχοι του τοπικού κόμματος-κράτους, τώρα απαλλαγμένοι από τα καθήκοντα επίβλεψης της αγροτικής παραγωγής, ενθαρρύνονταν να επεκτείνουν τις γεωργικές βιομηχανίες που είχαν εγκαθιδρυθεί κατά την διάρκεια της Μαοϊκής περιόδου. Αντί να πρέπει να επιστρέψουν έσοδα βγαλμένα από αυτές, δηλαδή αυτό που ήταν τώρα γνωστό ως Εγχειρήματα Πόλεων και Χωριών (ΕΠΧ), τους επιτρεπόταν να παρακρατήσουν οποιαδήποτε έσοδα έβγαιναν πάνω από το εξειδικευμένο μέγεθος που έπρεπε να καταβληθεί στα υψηλότερα κρατικά όργανα. Αυτά τα παρακρατούμενα έσοδα μπορούσαν μετά να χρησιμοποιηθούν είτε για να αυξήσουν την παραγωγή ή αλλου για να βελτιώσουν τις τοπικές υπηρεσίες, όπου έκριναν τα στελέχη των χωριών.
Προς υποστήριξη της αρχικής επιτυχίας εκείνων των αγροτικών μεταρρυθμίσεων, ο Ντενγκ πίεσε για παρόμοιες φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις να εισαχθούν στις αστεακές περιοχές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ειδικές οικονομικές ζώνες (ΕΟΖ) εγκαθιδρύθηκαν οι οποίες ήραν τις απαγορεύσεις στο ιδιωτικό εμπόριο και στην ανταλλαγή, που είχαν λάβει χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Όπως οι αγροτικοί αντίποδές τους, οι κομματικο-κρατικές υπηρεσίες στις γειτονιές και στα δημοτικά επίπεδα ενθαρρύνθηκαν να επεκτείνουν την εκροή των αστεακών συλλογικοτήτων και κοοπερατίβων υπό την δικαιοδοσία τους, και, ως ένα κίνητρο, τους επιτράπηκε να κρατούν περισσότερο από τις συνεπακόλουθες παραγωγές.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν να εκτείνονται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Ο κεντρικός σχεδιασμός υποτιμήθηκε και δόθηκε στους διευθυντές εργοστασίων μεγαλύτερη χρηματιστική και διευθυντική ευχέρεια. Αυτό επέτρεψε σε πολλές μεγάλης κλίμακας κρατικές βιομηχανίες να επαναπροσανατολίσουν την παραγωγή προς την πώληση στους τώρα ραγδαία επεκτεινόμενους μη-σχεδιασμένους τομείς της οικονομίας.
Ίσως μάλλον ειρωνικά, η στριφνή φύση του Κινεζικού κόμματος-κράτους είχε ευρέως διευκολύνει την επιτυχία εκείνου του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων. Έχοντας αναδυθεί μέσα από δύο δεκαετίες εξεγερτικού πολέμου, το κόμμα-κράτος, που είχε αναπτυχθεί επί Μάο, είχε πάντοτε επιβάλλει μεγάλη πίεση στην πρωτοβουλία των τοπικών Κομματικών στελεχών. Τα τοπικά στελέχη είχαν καθοδηγηθεί λιγότερο μέσω λεπτομερειακών οδηγιών και εντολών εκδιδόμενων από το κέντρο και πολύ περισσότερο μέσω πλατιών ιδεολογικών προτροπών και πολιτικών κινητοποιήσεων. Τώρα, με τις αγοραίου-στυλ μεταρρυθμίσεις, οικονομικές, όχι πολιτικές, ετίθεντο εν προσταγή. Τα τοπικά Κομματικά στελέχη μπορούσαν άμεσα να μεταμορφώσουν εαυτούς σε “επιχειρηματίες γραφειοκράτες” και “κόκκινους καπιταλιστές” που είχαν την πρωτοβουλία να οδηγήσουν προς τα μπρος την κρατικά-καθοδηγούμενη συσσώρευση κεφαλαίου προς επιδίωξη των νεόκοπα εγκαθιδρυμένων αγοραίων κινήτρων. Ως αποτέλεσμα, το πρώτο κύμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων οδήγησε σε μια ραγδαία επέκταση σε αυτούς τους πιο καταναλωτικά-προσανατολισμένους τομείς της οικονομίας -όπως μικρές μανιφακτούρες, επιδιορθωτικές και εξυπηρετικές βιομηχανίες- που από καιρό είχαν παραμεληθεί προς όφελος της ανάπτυξης μεγάλης κλίμακας βαριάς βιομηχανίας κατά την διάρκεια της Μαοϊκής περιόδου.
Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αυτό το οικονομικού μπουμ είχε ξεκινήσει να εκτρέπεται του ελέγχου. Πυροδοτούμενος από εύκολη χρέωση και αυξανόμενα κερδοσκοπικές επενδύσεις, ο πληθωρισμός άρχισε να απογειώνεται. Με τις τοπικές κομματικο-κρατικές υπηρεσίες ικανές να παρακρατούν έσοδα, το κεντρικό κράτος έβρισκε τις εκροές του να αυξάνονται πολύ γρηγορότερα από τα έσοδά του, κάτι το οποίο οδηγούσε σε ένα φουσκωμένο έλλειμμα προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης. Στον ίδιο χρόνο, επιδεινούμενο όλο αυτό, η διαφθορά κατέστη αχαλίνωτη, καθώς οι πιο πολλοί παράλογοι κομματικο-κρατικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν τον εκ των πραγμάτων έλεγχο στα κρατικά περιουσιακά στοιχεία και τις εξουσίες τους στο λαμβάνειν αποφάσεις ώστε να σωρεύουν μεγάλες προσωπικές περιουσίες.[16]
Για την μάζα του Κινεζικού πληθυσμού, οι οποίοι είχαν απολαύσει δεκαετίες σταθερότητας τιμών και προσδοκούσαν απ' τους κομματικο-κρατικούς αξιωματούχους να μοιραστούν εντός της γενικής λιτότητας τα “αναγκαία για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού”, οι ραγδαία αυξανόμενες τιμές και το ότι τα Κομματικά αφεντικά έκαναν περιουσίες απ' τις θεσούλες τους και τις διασυνδέσεις τους, οδηγούσε σε αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Στο μεταξύ, για πολλούς στην ηγεσία του ΚΚΚ, το φουσκωμένο κεντρικό έλλειμμα ήταν ένα δυσοίωνο σημάδι του πως αυτοί έχαναν τον έλεγχο επί των τοπικών κομματικο-κρατικών οργάνων, αυξάνοντας τους φόβους για περιστασιακή πολιτική αποσύνθεση της ΛΔΚ. Ως αποτέλεσμα, η αρχική επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων είχε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δημιουργήσει μια οικονομική και πολιτική κρίση, η οποία επρόκειτο να κορυφωθεί στα γεγονότα της άνοιξης του 1989.
Κατά την διάρκεια της περιόδου πολιτικής καταστολής και περικοπής των φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που ακολούθησε την συντριβή των διαμαρτυριών της Πλατείας Τιενανμέν, φάνηκε, ιδιαίτερα για τους νεο-φιλελευθερους ιδεολόγους στην Δύση, ότι η “μετάβαση σε μια ελεύθερη αγορά” της Κίνας είχε επέλθει σε μια αιφνίδια και ανεπίστρεπτη παύση. Παρά το ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980 είχαν εγκαθιδρύσει έναν ουσιώδη αγοραία-προσανατολισμένο τομέα της οικονομίας -μολονότι ευρισκόμενο εντός του μάτριξ του τοπικού κόμματος-κράτους- αυτό κύρια περιοριζόταν στην παραγωγή μικρής κλίμακας και διανομή, και ήταν ευρέως συγκεντρωμένο στις ΕΟΖ. Ο όγκος της βιομηχανίας της Κίνας παρέμενε στάσιμος από την ανενημέρωτη τεχνολογία, τις περιχαρακωμένες εργασιακές πρακτικές και υπερπληθής. Αυτό που είναι το περισσότερο, είναι ότι τέτοιοι περιορισμοί είχαν ευρέως επιδεινωθεί από την αποτελεσματική μεταβολή στην κρατική επένδυση προς χαμηλής κλίμακας βιομηχανία επιφερθείσα από τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό όχι μόνο σήμαινε ότι η μεγαλύτερης κλίμακας βιομηχανία είχε στεγνώσει από επένδυση για σχεδόν μια δεκαετία, αλλά ότι επίσης αυτές οι βιομηχανίες που προμήθευαν ακατέργαστα υλικά αναγκαία για επένδυση στην βαριά βιομηχανία, είδαν μια μικρή πτώση στην ζήτηση αυτού που παρήγαγαν, αφήνοντάς τες με ουσιώδη υπερπανουργία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Ντενγκ και οι “αγοραίοι μεταρρυθμιστές” εντός της ηγεσίας του ΚΚΚ, είχαν αποπειραθεί να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα πιέζοντας για την επέκταση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στον παλιό “σοσιαλιστικό” πυρήνα της οικονομίας. Ωστόσο, ενώ η δημιουργία ενός αγοραία-προσανατολισμένου τομέα της οικονομίας είχε βασισθεί στην παροχή αγοραίων κινήτρων στα χαμηλότερα κλιμάκια του κόμματος-κράτους, η ανασυγκρότηση των παλιών κρατικών τομέων απαιτούσε την επιβολή πειθαρχίας επί της αγοράς στην μορφή της χρεοκοπίας και της ανεργίας, και ως τέτοια επέφερε ακόμη μεγαλύερη αντίσταση. Πολλοί μέσα στο ΚΚΚ ήταν ανήσυχοι για τις εφαρμοζόμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες με το να επιτίθενται τελικά στο ντανβέι και με το να δημιουργούν μαζική ανεργία, μπορούσαν να προκαλέσουν κοινωνική και πολιτική αναταραχή και να υπονομεύσουν τους παραδοσιακούς προμαχώνες της υποστήριξης στο κόμμα-κράτος. Αυτό ήταν ιδιαίτερα η υπόθεση για τα μεσαίας κατάταξης στελέχη σε αμφότερα κρατική διοίκηση και διεύθυνση της βιομηχανίας, οι οποίοι έπρεπε να πραγματευθούν ευθέως τις συνέπειες τέτοιων μεταρρυθμίσεων και των οποίων τα περιχαρακωμένα συμφέροντα μπορούσαν επίσης να απειληθούν με την απευλευθέρωση της ανταγωνιστικής πειθαρχίας της αγοράς. Ως αποτέλεσμα, προσπάθειες να επεκτείνουν τις αγοραίου-στυλ μεταρρυθμίσεις επρόκειτο να κάνουν λίγη πρόοδο.
Επομένως, παρόλο που η στριφνή αποκεντρωμένη φύση του κόμματος-κράτους της Κίνας είχε διευκολύνει την αρχική επιτυχία του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων, έκανε έτσι μόνο μέχρι ένα σημείο. Πράγματι, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η συγκεκριμένη επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες είχαν ξεκινήσει στα 1978, συνέβαλε στο να υπονομεύσει τον συνολικό κεντρικό έλεγχο της ηγεσίας του Κόμματος επί του κόμματος-κράτους που ήταν αναγκαία για να ωθήσει την “μετάβαση σε ελεύθερο αγοραίο καπιταλισμό” της Κίνας. Κι όμως, στον ίδιο χρόνο, αυτές οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις είχαν, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, δημιουργήσει περιβεβλημένα συμφέροντα τα οποία συνέβαλαν στην δημιουργία αντερεισμάτων για το κόμμα-κράτος ενάντια σε οποιαδήποτε πρόκληση προς το πολιτικό και ιδεολογικό μονοπώλιό του.
Λοιπόν, καθώς λίγη φαινόταν ελπίδα για την συνέχιση της φιλελεύθερης οικονομικής μεταρρύθμισης από το υφιστάμενο καθεστώς, στο ξύπνημα της συντριβής του κινήματος της Πλατείας Τιενανμέν, ακόμη λιγότερη προοπτική φαινόταν για την μετάβαση της Κίνας σε έναν “καπιταλισμό ελεύθερης αγοράς” επιφερόμενη από κάποιο είδος “βελούδινης επανάστασης” απ' τα κάτω. Όπως οι μπουρζουάδες σχολιαστές στην Δύση κλαιγόντουσαν εκείνον τον καιρό, φαινόταν ότι η Κίνα είχε προσεγγίσει ένα αδιέξοδο.
Ωστόσο, χωρίς αμφιβολία για καμπόσους στο ΚΚΚ η συνεπακόλουθη πτώση του Τοίχους του Βερολίνο το φθινόπωρο του 1989 έδειξε πόσο κοντά είχαν έλθει στο να ακολουθήσουν την ίδια μοίρα, όπως οι Ευρωπαίοι αντίποδές τους μόλις λίγους μήνες πρωτύτερα. Αυτή η αντιληπτή απειλή στην ίδια την ύπαρξη της συνεχιζόμενης εξουσίας του ΚΚΚ επέτρεψε στον Ντενγκ όχι μόνο να στεγανοποιήσει την θέση του στην ηγεσία του Κόμματος, αλλά επίσης να ανακτήσει τον έλεγχο από τα χαμηλότερα κλιμάκια του κόμματος-κράτους. Ύστερα από τρία χρόνια περιχαράκωσης, ο Ντενγκ, ακολουθώντας μια εύφημη περιοδεία ανάδειξης της επιτυχίας του προηγούμενου κύματος μεταρρυθμίσεων στις νότιες επαρχίες, ήταν σε θέση να προωθήσει αυτό που επρόκειτο να είναι το δεύτερο κύμα μεταρρυθμίσεων.
Η πιο άμεσα εμφανής πλευρά αυτής της επανάληψης των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ακολούθησε την επιστροφή του Ντενγκ από την περιοδεία του στις νότιες επαρχίες ήτο η ροπή προς επέκταση της επιτυχίας του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων στην ανάπτυξη τοπικής κρατικά-καθοδηγούμενης συσσώρευσης κεφαλαίου εντός της μικρής κλίμακας βιομηχανίας. Μεταρρυθμίσεις, όπως η άρση των απαγορεύσεων στο ιδιωτικό εμπόριο και στην ανταλλαγή, οι οποίες ευρέως είχαν περιορισθεί στις ΕΟΖ των νοτίων επαρχιών, τώρα επρόκειτο να επεκταθούν εντός όλης της Κίνας, και προέτρεπαν τώρα τα Κομματικά στελέχη παντού “να γίνουν πλούσιοι”.
Ωστόσο, το νέο κύμα των μεταρρυθμίσεων επίσης σημείωσε ένα ριζικό σημείο φυγής από τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980. Εντός αυτού το οποίο επρόκειτο να καταστεί το προσδιορίζον γνώρισμα του δεύτερου κύματος των μεταρρυθμίσεων, οι έλεγχοι επί της αλλοδαπής επένδυσης που ήταν κεντρικοί στην Μαοϊκή αντι-ιμπεριαλιστική πολιτική της οικονομικής αυτάρκειας και της αυταρχικής αυτόδυναμης ανάπτυξης, χαλαρώθηκαν.[17] Αυτό επρόκειτο να οδηγήσει σε μια αχανή ενροή αλλοδαπού κεφαλαίου, που κυρίως υπέθεσε την μορφή των κοινών εγχειρημάτων με το Κινεζικό κράτος και οδήγησε στην ανάδυση ενός ραγδαία επεκτεινόμενου εξαγωγικά-προσανατολισμένου τομέα, που, όπως θα δούμε, έχει φέρει εν τω υπαρκτικω εἶναι (dasein) ένα νέο προλεταριάτο
Κι όμως, μια τρίτη πλευρά του δεύτερου κύματος των μεταρρυθμίσεων ήταν μια ανανεωμένη και πιο συγκεντρωμένη προσπάθεια να μεταρρυθμίσουν του παλιούς “σοσιαλιστικούς” τομείς της οικονομίας. Χτίζοντας επί μάλλον ad hoc και πιλοτικών μεταρρυθμίσεων που είχαν επιτευχθεί στην δεκαετία του 1980, ο Deng Xiaoping τώρα έψαχνε να προωθήσει μια θεμελιώδη ανα-διοργάνωση και ανασυγκρότηση μια μεγάλης και μεσαίου μεγέθους βιομηχανίας. Αντί να διοικούνται ως περισσότερο ή λιγότερο επεκτάσεις της κομματικο-κρατικής λειτουργίας, οι κρατικές επιχειρήσεις επρόκειτο να χωριστούν στην μορφή των ανεξάρτητων προσανατολισμένων στο κέρδος οργανισμών.
Για να επιτύχει αυτήν την μεταμόρφωση του παλιού “σοσιαλιστικού” τομέα σε αυτό που επρόκειτο να γίνει γνωστό ως κρατικά-ανηκόμενες επιχειρήσεις (ΚΑΕ) έπρεπε πρώτ' απ' όλα να εντοποθετηθεί επί μιας ανεξάρτητης χρηματιστικής πηγής. Αντί οι ΚΑΕ να προμηθεύονται με χρηματοδοτήσεις ώστε να συναντήσουν τα κόστη τους περί εκπλήρωσης των απαιτούμενων του κεντρικού σχεδιασμού, και μετά να επιστρέφουν το σύνολο ή κομμάτι των εσόδων πίσω στο κράτος, έπρεπε να αρχίσουν να πληρώνουν με τον δικό τους τρόπο. Αυτό σήμαινε ότι όχι μόνο παρακρατούν τα δικά τους έσοδα αλλά ότι επίσης τα χρησιμοποιούν για να πληρώνουν τα δικά τους κόστη. Πρώτον, αν τα έσοδα μιας ΚΑΕ έπεφταν έξω από τα κόστη, τότε αυτό μπορούσε να καλυφθεί από άμεσες εγγυήσεις από το κράτος. Ωστόσο, αυτές οι εγγυήσεις μετά σταδιακά μετακυλίονταν μετατρεπόμενες σε δάνεια.
Αφ' ής στιγμής οι ΚΑΕ είχαν εντοποθετηθεί επί μιας ανεξάρτητης χρηματιστικής πηγής, τότε αυτοί θα ήταν σε μια απόμακρη επιπλέουσα συνθήκη. Σε συμφωνία με την πολιτική η οποία έπρεπε να ενθυλακωθεί στο σύνθημα “απαλάσσοντας το μικρό καθώς κρατάμε το μεγάλο”, οι μικρότερες ΚΑΕ επρόκειτο να ξεπουληθούν ως ιδιωτικές εταιρείες, καθώς οι μεγαλύτερες ΚΑΕ επρόκειτο να επανασυσταθούν ως μετοχικές εταιρείες στις οποίες το κράτος μπορούσε να παραμείνει ο κύριος κάτοχος μετοχών, αλλά θα διευκόλυναν την ευθεία αλλοδαπή επένδυση.
Κι όμως, αν αυτά τα εγχειρήματα επρόκειτο να λειτουργήσουν ως στο κέρδος παροσανατολισμένοι οργανισμοί, ή αν επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθούν ή να παραμείνουν κρατικά-ανηκόμενα, έπρεπε επίσης να ανακουφισθούν από τις κοινωνικές υποχρεώσεις τους και ριζικά να αναδιαρθρωθούν. Πρώτον, η ευθύνη για παροχή πρόνοιας επρόκειτο να μετακυλισθεί στα ποικίλα επίπεδα της κρατικής διοίκησης. Μετά, προκειμένου να καταστήσουν αυτά τα εγχειρήματα επαρκώς αποτελεσματικά και επομένως κερδοφόρα, έπρεπε να υπάρχει μεγάλης κλίμακας αναδιάρθρωση και ορθολογικοποίηση που θα οδηγούσε σε περικοπές και απολύσεις. Επομένως, οι παλιές εγγυήσεις απασχόλησης, που είχαν γίνει ένα κεντρικό γνώρισμα του παλιού “σοσιαλιστικού” τομέα, έπρεπε να εγκαταλειφθούν.
Έτσι, τελικά, οι
ανανεωμένες μεταρρυθμίσεις του παλιού “σοσιαλιστικού” τομέα της Κινεζικής
οικονομίας αναγκαία θα περιελάμβαναν την συνολική αποδιάρθρωση του ντανβέι και
επομένως μια επίθεση στην οχυρωμένη θέση της εργατικής αριστοκρατίας της Κίνας.
2.4 Η αποδιάρθρωση
του ντανβέι – το δεύτερο κύμα μεταρρυθμίσεων
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε υπολογισθεί ότι περισσότερο από το εν τρίτο της αστεακής εργασιακής δύναμης ήταν υπερβάλλουσα ως προς τα προαπαιτούμενα -το περισσότερο αυτής της πλεονάζουσας εργασίας συγκεντρωμένο στην μεγάλη κλίμακας βιομηχανία. Το καθήκον του να κάνεις υπεράριθμους 30 ή 40 εκατόμμυρια εργατών ήταν κάτι τρομακτικό, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη ότι οι περισσότεροι εργάτες είχαν υπηρετήσει ως σημαντικός πυλώνας της υποστήριξης για το ΚΚΚ. Επιπρόσθετα, με την επανέναρξη των μεταρρυθμίσεων να έρχεται, όπως έγινε στην αρχή της κατρακύλας της οικονομίας που ακολούθησε το σπάσιμο της οικονομικής φούσκας της δεκαετίας του 1980, και πριν την απογείωση του εξαγωγικά-προσανατολισμένου τομέα, δεν ήταν οικονομικά μια ευοίωνη στιγμή προώθησης μιας τελικής επίθεσης στις οχυρωμένες θέσεις της “εργατικής αριστοκρατίας” της Κίνας.
Ως συνέπεια, στην αρχική φάση του δεύτερου κύματος μεταρρυθμίσεων η ηγεσία του ΚΚΚ έτεινε να ντρέπεται να κάνει ευρείες απολύσεις και περικοπές, και απεναντίας επικεντρώθηκε σε αλλαγές, οι οποίες αποτελεσματικά αδυνάτιζαν και υπονόμευαν την στερεότητα του ντανβέι. Είναι αληθές, ότι κατά τα 1996, η πολιτική του “αφήνοντας το μικρό” είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται στα σοβαρά. Αυτό οδήγησε σε ευρείες χρεοκοπίες και ορθολογικοποιήσεις, και δι' αυτού σε αυξανόμενες περικοπές στις μικρότερεςς επιχειρήσεις. Ωστόσο, όπως θα δούμε, δεν ήταν μέχρι τα 1997 -οκτώ χρόνια μετά τα γεγονότα της Πλατείας Τιενανμέν- που η ηγεσία του ΚΚΚ τελικά κούμπωσε την σφαίρα, και ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μαζικών περικοπών στην μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, και κάνοντας έτσι κόλλησε στην καρδιά του παλιού ντανβέι συστήματος. Όπως έχουμε επισημάνει, μία από τις συνέπειες του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων ήταν το φουσκωμένο έλλειμμα κυβερνητικού προϋπολογισμού. Κατά την διάρκεια της περιόδου της περιχαράκωσης που ακολούθησε την κρίση της Πλατείας Τιενανμέν, η κεντρική κυβέρνηση ήταν ικανή να επιβάλει αυστηρότερους προϋπολογιστικούς και χρηματικούς ελέγχους, οι οποίοι ως αποτέλεσμα μετακύλισαν αυτό το έλλειμα στα φύλα ισοζυγίου των ΚΑΕ. Ως συνέπεια, καθώς όλο και πιο πολλές ΚΑΕ προσέγγιζαν χρηματιστική αυτονομία, βρήκαν τους εαυτούς τους κολλημένους με μεγάλα ελλείμματα, ογκούμενο χρέος και επαναλαμβανόμενες κρίσεις ταμειακών ροών. Πράγματι, στα 1994 υπολογίσθηκε ότι πάνω από το 60% όλων των ΚΑΕ θα μπορούσαν να εκληφθούν ότι δημιουργούσαν απώλειες.
Το κέρδος και η απώλεια τώρα έγιναν η υπερκαλπάζουσα ανησυχία των διευθυντών εργοστασίων. Δεν είχαν μόνο τον φόβο της απόλυσης αν αποτύγχαναν να φέρουν κέρδους, αλλά με μεγαλύτερη χρηματιστική αυτονομία είχαν επίσης ελπίδες εκτροπής των κερδών στις δικές τους τσέπες. Οδηγούμενοι από τέτοιες ελπίδες και φόβους, τα αφεντικά των εργοστασίων σύντομα μεταμορφώθηκαν σε αποτελεσματικές “προσωποποιήσεις του κεφαλαίου”. Στην ζέση, παραγόμενη από τέτοιες χρηματιστικές πιέσεις και ευκαιρίες, κάθε χρονοτριβή των παλιών πατρικών δεσμών προς το ντανβέι αναμφίβολα γρήγορα εξατμίστηκε. Τώρα, καθώς άμεσα αντιμετώπιζαν την “ανάγκη” να περικόψουν τον πρησμένο μισθολογικό λογαριασμό και να συγκεντρώσουν τις διαχειριστικές προσπάθειες στην παραγωγή κέρδους, τα αφεντικά των εργοστασίων ήταν πολύ πιο επιδεκτικά σε περαιτέρω οικονομική μεταρρύθμιση και αποδιάρθρωση του ντανβέι.[18]
Ως συνέπεια, μαζί με αυτήν την μεταμόρφωση των αφεντικών των εργοστασίων, η αρχική φάση του δεύτερου κύματος μεταρρυθμίσεων είδε μια επιτάχυνση της μεταφοράς της διοίκησης των προνοιακών δραστηριοτήτων του ντανβέι στα ποικίλα επίπεδα της κρατικής διοίκησης. Έτσι, για παράδειγμα, η στέγαση που παρεχόταν από το ντανβέι για τους εργάτες του, τώρα ξεπουλιόταν στους μισθωτές που ήταν πρόθυμοι να μισθώσουν. Η διοίκηση και η διαχείριση του απομένοντος στεγαστικού αποθέματος τότε μεταφερόταν στις δημοτικές αρχές. Η φροντίδα υγείας, που παρεχόταν και διοικούταν ευθέως από το ντανβέι, μαζί με τις πληρωμές των συντάξεων, επιφορτώθηκε στα ποικίλα κρατικά-καθοδηγούμενα ασφαλιστικά σχήματα. Η επιχείρηση τώρα παρείχε την υγεία και τις συντάξεις κατά μήκος των όπλων (εφ' όπλων λόγχες) μέσω της κανονικής πληρωμής των εισφορών σε εκείνα τα ποικίλα ασφαλιστικά ταμεία.
Ως συνέπεια, οι εργάτες ήταν ακόμα συνδεδεμένοι με τον χώρο εργασίας τους καθώς η ιδιαίτερη καταχώρισή τους στις προνοιακές παροχές ακόμη καθοριζόταν από την συμμετοχή τους στο ντανβέι. Ωστόσο, οι παλιοί και πατερναλιστικοί δεσμοί που υπήρχαν μεταξύ της διοίκησης και των εργατών εντός κάθε ντανβέι, μεταλλάχθηκαν σε εμπρόσωπες χρηματιστικές καταχωρίσεις. Ο εργάτης που είχε προβλήματα πρόνοιας, δεν μπορούσε πια να πάει στον οικείο διευθυντή εργοστασίου, στον γραμματέα του Κόμματος στην επιχείρηση ή στην Κομματική επιιτροπή, αλλά τώρα έπρεπε να τα φέρει βόλτα με ανοίκειους γραφειοκράτες ποικίλων κρατικών υπηρεσιών.
Παρόλο που η επιβολή χρηματιστικών πιέσεων και η μετάλλαξη των προνοιακών προβλέψεων και παροχών του ντανβέι προχωρούσε διαλύοντας την στερεότητα και συνεννόηση μεταξύ εργατών και διοίκησης στις ΚΑΕ, οι εγγυήσεις απασχόλησης ακόμη παρέμεναν ένα μείζον φράγμα στην μεταμόρφωση των ΚΑΕ σε προσανατολισμένους στο κέρδος οργανισμούς. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι περικοπές προκληθείσες από την πολιτική του “αφήνοντας το μικρό” και από την δοκιμαστική ανασυγκρότηση των μεγαλύτερων ΚΑΕ σε ποικίλες πιλοτικές περιοχές, είχαν ήδη συντελέσει σε αυξανόμενη αναταραχή. Κι όμως, στον ίδιο χρόνο, η οικονομική ανάκαμψη των αρχών της δεκαετίας του 1990 άρχισε να ξεμένει από ατμό. Αυτό, συνδυασμένο με τον αυξανόμενο αλλοδαπό ανταγωνισμό, επιδείνωσε την χρηματιστική θέση των κρατικά-ανηκόμενων βιομηχανιών επιβαρυνόμενων από τους υπεράριθμους εργάτες. Αν η συνεχιζόμενη διάσωση των ζημιογόνων ΚΑΕ με κρατικά δάνεια δεν επρόκειτο να προσεγγίσει ένα σημείο μη επιστροφής, τότε η πλήρους κλίμακας αναδιάρθρωση δεν θα μπορούσε να αναβληθεί έτι περαιτέρω.
Ως συνέπεια, στο 15ο Συνέδριο του Κόμματος τον Σεπτέμβριο του 1997, ανακοινώθηκε ότι θα υπήρχε μια συντονισμένη ροπή στην ανασυγκρότηση και ορθολογικοποίηση των μεγάλης κλίμακας κρατικά-ανηκόμενων βιομηχανιών σε όλη την Κίνα.[19] Έτσι, το “ατσαλένιο μπολ ρυζιού” των εγγυήσεων απασχόλησης για την “εργατική αριστοκρατία”[20] της Κίνας επρόκειτο τελικά να διαρρηχθεί. Ωστόσο, σχεδιάζοντας επί των διδαγμάτων των ποικίλων ανασυγκροτητικών σχημάτων, προτάθηκαν εθνικής εκτάσεως μέτρα, ώστε να μετριάσουν την επίδραση της ανασυγκρότησης στα δεκάδες εκατομμυρίων εργατών που επρόκειτο να χάσουν τις δουλειές τους. Αυτό κύρια πήρε την μορφή αυτού που επρόκειτο να αποκληθεί οι “τρεις εγγυήσεις”.
Πρώτον, στους σαραντάρηδες και πενηντάρηδες εργάτες, που είχαν απασχοληθεί πριν την εισαγωγή ατομικών συμβάσεων εργασίας, επρόκειτο να προσφερθεί προωρη συνταξιοδότηση[21] με ανάλογη σύνταξη με τα ωφελήματα του ντανβέι. Δεύτερον, οι εργάτες που επρόκειτο να χάσουν τις δουλειές τους, αλλά είχαν απασχοληθεί πριν τις (ατομικές) συμβάσεις εργασίας οι οποίες εισήχθησαν στα 1986, δεν όφειλαν να έχουν αυστηρούς δεσμούς με το πρώην ντανβέι. Αυτοί οι εργάτες γνωστοί ως ξιαγκάνγκ δεν είναι απολυμένοι από το παλιό πόστο τους. Επίσημα, τα παλιά εγχειρήματά τους δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες τους για την ώρα, αλλά μπορούν να τους επαναπασχολήσουν αν τους χρειάζονταν, και γι' αυτό αυτοί οι εργάτες δεν είναι επίσημα μη απασχολούμενοι.[22] Ειδικά κέντρα επαναπασχόλησης στήθηκαν ώστε να παράσχουν μεταβατική υποστήριξη γι' αυτούς τους εργάτες, και επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν κατά ένα μέρος από τις ΚΑΕ κάνοντας τις περικοπές, κατά ένα μέρος από τις τοπικές αρχές κριτικής επίβλεψης των ΚΑΕ, και κατά ένα μέρος από την κεντρική κυβέρνηση. Αυτά τα κέντρα επαναπασχόλησης θα έπαιρναν την ευθύνη να πληρώνουν επιδόματα ανεργίας και να παρέχουν επανακατάρτιση για τους ξιαγκάνγκ μέχρι τρία χρόνια, και να παρέχουν συνδρομή σε αυτούς τους εργάτες, ώστε να βρούν νέα απασχόληση. Ύστερα από τρία χρόνια το κέντρο επαναπασχόλησης μπορεί να καθορίσει την σχέση του με τους εργάτες, και μ' αυτό την σχέση των εργατών με το ντανβέι.
Τελικά, οι δημοτικές κυβερνήσεις επρόκειτο να παράσχουν ένα δίκτυ βασικής ασφάλειας επιδομάτων ανεργίας για όλους τους αστεακούς εργάτες που είχαν βρεθεί υπεράριθμοι. Αυτό επρόκειτο να διασφαλίσει χρηματική στήριξη εξ ίσου για τους απολυμένους εργάτες που ήταν πολύ νέοι ώστε να ποιοτικοποιηθούν ως ξιαγκάνγκ και που ήταν ακόμα άνεργοι μετά από τρία χρόνια.
Αυτές οι “τρεις εγγυήσεις”, μαζί με την χρεοκοπία και τους εργατικούς νόμους που πέρασαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και περιέγραφαν λεπτομερείς διαδικασίες για τις απολύσεις εργατών, φαινόταν να παράσχουν ουσιώδη προστασία για την παλιά εργατική τάξη της Κίνας μπλεγμένη στην φούρια της ανασυγκρότησης της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας. Πράγματι, η ηγεσία του ΚΚΚ πλατιά διακήρυξε αυτές τις δικλείδες ασφαλείας ως απόδειξη της συνεχιζόμενης δέσμευσής των στον σοσιαλισμό. Ωστόσο, ήταν ένα πράγμα να κάνεις μεγαλόστομες ανακοινώσεις πολιτικής, και ήταν ένα αρκετά άλλο πράγμα να εξασφαλίσεις ότι αυτοί οι εργάτες χρηματοδοτούνταν πρεπόντως και απασχολούνταν επίσης πρεπόντως.
Η ευθύνη για την εφαρμογή αυτών των “τριών εγγυήσεων” αφέθηκε στην πρωτοβουλία των διευθυντών εργοστασίων και στους χαμηλής και μεσαίας κατάταξης κομματικο-κρατικούς αξιωματούχους, οι οποίοι συχνά είχαν τις δικές τους προτεραιότητες για τα περιορισμένα μεγέθη των διαθέσιμων χρηματοδοτήσεων. Για πολλούς διευθυντές εργοστασίων, η προοπτική της μείζονος ανασυγκρότησης διάνοιξε την ευκαιρία για μεγάλης κλίμακας επένδυση στις νέες μονάδες και σε νέα μηχανουργία αναγκαία για να στεριώσουν την ανταγωνιστικότητα των εγχειρημάτων/επιχειρήσεών τους. Συχνά, βαλτωμένοι με μεγάλα χρέη, κάθε παραπανίσιο χρήμα που επιτρεπόταν να δανεισθεί από τις κρατικές τράπεζες προκειμένου να συναντήσει τα κόστη της ανασυγκρότησης, μπορούσε να γίνει αντιληπτό ότι σπαταλιόταν, αν απλά πήγαινε προς πληρωμή των απολυμένων εργατών προκειμένου να μην κάνουν τίποτα. Παρομοίως, οι τοπικές αρχές, διακαείς να προσελκύουν αλλοδαπό κεφάλαιο στις περιοχές τους μέσω μεγάλης κλίμακας επένδυση στην υποδομή και κοινών εγχειρημάτων μπορούσαν επίσης να δελεασθούν να σπρώξουν μαρκαρισμένο χρήμα για να χρηματοδοτήσουν τις “τρεις εγγυήσεις”. Επιπρόσθετα, οι πιο αδίστακτοι διευθυντές εργοστασίων και αξιωματούχοι του κόμματος-κράτους ήταν συχνά σε μια θέση να εκτρέπουν την χρηματοδότηση των “τριών εγγυήσεων” στις δικές τους τσέπες.
Ωστόσο, είτε οι χρηματοδοτήσεις, που ήταν συχνά πολύ μακριά από το να είναι επαρκείς σε πρώτη μεριά, εκτρέποντο προκειμένου να διευρύνουν την συσσώρευση[23] κεφαλαίου, είτε εκτρέποντο άμεσα για να φουσκώσουν τις προσωπικές περιουσίες επέκτασης της “κόκκινης μπουρζουαζίας”, όλο αυτό γινόταν προς ζημία των εργατών. Καθώς αντιδικίες και τσακωμοί αναπτύσσονταν μεταξύ των ανασυγκροτημένων ΚΑΕ, και στις ποικίλες κρατικές υπηρεσίες, οι πληρωμές σε συνταξιούχους και ξιαγκάνγκ συχνά καθυστερούνταν, πληρώνονταν κατά διαλείψεις, ή πλήρωναν λιγότερα από όσα ώφειλαν. Στον ίδιο χρόνο, δημοτικές κυβερνήσεις έλεγαν ό,τι δικαιολογία μπορούσαν να βρουν για να χαρακτηρίσουν δυσμενώς τους απολυμένους εργάτες και να τους εμποδίσουν από το να διεκδικήσουν τα βασικά επιδόματα ανεργίας.
Ως αποτέλεσμα, η εφαρμογή των “τριών εγγυήσεων” έπεσε πολύ έξω από τις υποσχέσεις οι οποίες είχαν γίνει απ' την ηγεσία του ΚΚΚ. Εκατομμύρια απολυμένων εργατών ρίχθηκαν στην φτώχεια και υποχρεώθηκαν να διαβιούν με τα όποια προνοιακά επιδόματα των οικογενειών τους κάνοντας δουλειές του ποδαριού στους δρόμους ή αναλαμβάνοντας όποια σκατοδουλειά μπορούσε να βρεθεί.
Όπως θα δούμε,
ήταν αυτή η αντίφαση μεταξύ των υποσχέσεων οι οποίες έγιναν από την ΚΚΚ ηγεσία
και της ενεργούς εφαρμογής των απ' αυτό το οποίο συχνά αναφέρεται ως
διεφθαρμένοι Κομματικοί αξιωματούχοι και διευθυντάδες εργοστασίων, που
επρόκειτο να μορφοποιήσει το μάτριξ που εντός του οι αγώνες της παλιάς
εργατικής τάξης της Κίνας αναπτύχθηκαν.
3.2 Μια πληθώρα
διαμαρτυριών και η κληρονομιά του ντανβέι
Η ροπή ανασυγκρότησης των ΚΑΕ από τα μισά της δεκαετίας του 1990 έχει σίγουρα δώσει αύξηση σε μια πληθώρα διαμαρτυριών. Όταν ερχόταν η ώρα για ένα εγχείρημα να ξεπουληθεί, συγχωνευόμενο με άλλα εγχειρήματα ή απλά καθετοποιημένο και ορθολογικοποιημένο, τότε θα υπήρχαν διαφορετικές εφαρμογές για τις ποικίλες συστατικές ομαδοποιήσεις εντός του επηρεασμένου ντανβέι. Για τους παλιούς εργάτες, που ήταν πιθανό να συνταξιοδοτηθούν, θα υπήρχε η αβεβαιότητα του πόση σύνταξη θα έπαιρναν, και ποιός επρόκειτο να την πληρώσει. Παρομοίως, για τους μεσήλικες εργάτες που ήταν πιθανό να απολυθούν και να ενταχθούν στις γραμμές των στρατιών των ξιαγκάνγκ, το ερώτημα που εγείρετο, ήταν κατά πόσο θα ελάμβαναν τις πληρωμές απόλυσης από τα κέντρα επαναπασχόλησης, ως επίσης κατά πόσον το κέντρο θα συνεισέφερε στα ασφαλιστικά ταμεία τους μέχρι να βρουν εργασία. Για τους νεαρούς εργάτες που ήταν πιθανό να απολυθούν, το ζήτημα ήταν, αν θα ήταν ικανοί να διεκδικήσουν επιδόματα ανεργίας. Καθώς, για αυτούς που κράτησαν τις δουλειές τους, τα ζητήματα ήταν, αν έπρεπε να μεταφερθούν σε νέους χώρους εργασίας, και ποιοί θα ήταν οι νέοι όροι και συνθήκες των νέων συμβάσεων εργασίας.
Ωστόσο, παρόλο που αυτό ίσως είχε μια διαφορετική επίδραση στα ποικίλα συστατικά τμήματα του ντανβέι, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, η ανασυγκρότηση συνήθως θα αντιμετώπιζε όλους στον ίδιο χρόνο. Αν οι διευθυντές εργοστασίων και οι αξιωματούχοι του τοπικού κόμματος-κράτους επιχειρούσαν να ωθήσουν την ανασυγκρότηση πολύ γρήγορα, ή αποτύγχαναν να παράσχουν επαρκείς διαβεβαιώσεις στους ανήσυχους εργάτες, τότε εύκολα θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν ενιαίο και συχνά μακρόχρονο αγώνα ενάντια στις προτάσεις τους. Πράγματι, φαίνεται, ότι αγώνες και διαμρτυρίες εναντίον της αναδιάρθωσης έγιναν μια δικαίως κοινή περίσταση στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Κι όμως, συγκρούσεις αναπτύχθηκαν και αφού η διαδικασία αναδιάρθρωσης είχε ολοκληρωθεί. Υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις οι οποίες γινόντουσαν κατά τον χρόνο της αναδιάρθρωσης, συχνά για να διασπάσουν την αντίθεση των εργατών, δεν τηρούνταν πάντα. Επιχειρήσεις, οι οποίες πάλευαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους που γεννήθηκαν κατά την διάρκεια της ανασυγκρότησης, συχνά σταματούσαν να πληρώνουν τους εργάτες κατά ένα χρονικό διάστημα, ή εναλλακτικά αποτύγχαναν να καταβάλουν τις εισφορές τους στα ασφαλιστικά ταμεία ή στα κέντρα επαναπασχόλησης. Αντιδικίες ίσως εγείροντο σχετικά με το πως οι υποχρεώσεις στους πρώην εργάτες (αυτών των επιχειρήσεων) μοιράζονταν μεταξύ των επιχειρήσεων και των ποικίλων κρατικών υπηρεσιών οι οποίες εμπλέκοντο στην γνήσια ανασυγκρότηση. Ως αποτέλεσμα: οι εργάτες ίσως ανακαλύψουν ότι δεν πληρώνονται τους μισθούς τους, οι συνταξιούχοι δεν πληρώνονται τις συντάξεις τους, και οι απολυμένοι εργάτες ίσως ανακαλύψουν ότι το επίδομά τους έχει περικοπεί. Όλοι ίσως προκαλέσουν διαμαρτυρίες από τα ποικίλα συστατικά τμήματα του πρώην ντανβέι, είτε χωριστά είτε από κοινού, ανάλογα των περιστάσεων.
Έτσι, μαζί με τους
αγώνες ενάντια στην άμεση αναδιάρθρωση των ΚΑΕ υπήρχε πολλαπλασιασμός των
διαμαρτυριών εκ ποικίλων συστατικών τμημάτων του πρώην ντανβέι, που εγέρθηκαν
κατά την επαύριο των προτεραίων κυμάτων αναδιάρθρωσης. Πράγματι, μπορεί να
λεχθεί ότι οι ποικίλοι ύπουλοι τρόποι ενασκηθέντες υπό των διευθυντών
εργοστασίων ώστε να προωθήσουν την αναδιάρθρωση και να διασπάσουν την αντίθεση,
συχνά υπηρέτησαν μόνο στην διόγκωση των προβλημάτων για τους εαυτούς τους,
μετά.
3.3 Αγωνιστές/στρατευμένοι συνταξιούχοι
Ίσως, οι πιο πλατιά αναφερόμενες διαμαρτυρίες που εγέρθησαν κατά την διάρκεια της περιόδου της αναδιάρθρωσης, ήταν αυτές των αγωνιστών συνταξιούχων. Η θέα ομάδων συνταξιούχων, κυμαινόμενων από μερικές δεκάδες σε αρκετές χιλιάδες, θορυβωδώς να διαδηλώνουν έξω απ' τα γραφείο του τοπικού Κόμματος ή κρατικών υπηρεσιών, αλλιώς εσκεμμένα να μπλοκάρουν την κυκλοφορία, επρόκειτο να καταστεί κοινός τόπος σε πολλές μείζονες κώμες και πόλεις της Κίνας κατά την διάρκεια των τελών της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ιδιαίτερα σε πόλεις και μητροπόλεις των νοτιοανατολικών επαρχιών. Πράγματι, συνταξιούχοι ήταν σε μεγάλο βαθμό οι πιο φωνακλάδες, και όπως θα δούμε, οι πιο πετυχημένοι στο να απαιτούν την εφαρμογή των υποσχέσεων της κυβέρνησης και των κοινωνικών εγγυήσεων.
Γιατί αυτοί οι συνταξιούχοι είναι τόσο αγωνιστές και μαχητικοί; Γιατί οι αγώνες τους είναι τόσο πετυχημένοι; Και τι επιπτώσεις έχει αυτό στους αγώνες των άλλων ομάδων των πρώην ντανβέι εργατών;
Μια σημαντική πλευρά της παραδοσιακής Κινεζικής κουλτούρας, ιδιαίτερα μέσα στην αγροτιά, ήταν ο σεβασμός του παλαιού. Αυτός ο παραδοσιακός σεβασμός του παλαιού είχε αναγνωρισθεί από τον Μάο και του είχε προσδοθεί οφειλόμενη σημασία εντός της σοσιαλιστικής ιδεολογίας του ΚΚΚ. Πράγματι, στο να πείθεις αγροτικές οικογένειες να έλθουν στην πόλη, είχε σημασία να υπόσχεσαι ότι το ντανβέι θα παρείχε σε έκαστον τον οφειλόμενο σεβασμό και την ασφάλεια στην γηραιά ηλικία. Επομένως, παρόλο που οι ντανβέι εργάτες είχαν να δουλέψουν πολλές ώρες για μισθούς οι οποίοι ήταν λίγο περισσότερο από την διαβίωση, είχαν πάντα την παρηγοριά να γνωρίζουν ότι είχαν να περιμένουν ότι το ντανβέι θα τους προμήθευε με μια χρονικά εγγύς και ασφαλή συνταξιοδότηση.
Για μια γενιά εργατών που είχαν δουλέψει όλη τους την ζωή στο ντανβέι, η προοπτική την οποία τώρα αντιμετώπιζαν, μιας αβέβαιας γηραιάς ηλικίας, ήταν ίσως ιδιαίτερα εξοργιστική. Πολώ δε μάλλον, αυτή ήταν η γενιά που είχε ζήσει και συχνά συμμετάσχει στην πολιτική αναταραχή της Πολιτιστικής Επανάστασης. Οι πρώην Κόκκινοι Φρουροί και οι εξεγερμένοι εργάτες ανάμεσα σε αυτήν την γενιά εργατών σίγουρα δεν είχαν βραδυπορεύσει στο να εκφράζουν την οργή τους στους δρόμους.
Πράγματι, μια σημαντική βάση για την κινητοποίηση των συνταξιούχων ήταν μια πλατιά κοινά μοιραζόμενη νοσταλγία για την Μαοϊκή εποχή. Ύστερ' απ' όλα, επί Μάο, οι βιομηχανικοί εργάτες είχαν ανυψωθεί ως “οι μάστορες/διδάσκαλοι της κοινωνίας”. Η διαφθορά και ο αρχοντοχωριατισμός των εργοστασιακών και Κομματικών αφεντικών πάντοτε καθίστατο αντικείμενο ελέγχου από τις συχνές πολιτικές κινητοποιήσεις και εκστρατείες που θα επέτρεπαν στους εργάτες να ξεφορτωθούν τους αξιωματούχους οι οποίοι είχαν παρεκκλίνει από την γραμμή[24]. Παρόλο που οι αγωνιστές συνταξιούχοι συνήθως παραδεχόντουσαν το αναπόδραστο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, εξέφραζαν έναν προσδιορισμό, ότι έχοντας εργασθεί και παλέψει για να χτίσουν “σοσιαλισμό”, δεν είχαν σκοπό να επιτρέψουν, το σοσιαλιστικό κράτος να λιποτακτήσει από την υπόσχεσή του να τους επιμελείται στα ξεμωράματά τους. Ακόμα περισσότερο, σίγουρα δεν επρόκειτο να επιτρέψουν στους εαυτούς τους τα δικαιώματά τους να κοροϊδευθούν και να εμπαιχθούν από τα διεφθαρμένα Κομματικά στελέχη και απ' τα εργοστασιακά αφεντικά.
Για την γηραιά ηγεσία του ΚΚΚ, που είναι αγχώδης στο να προσκολλάται στα τελευταία υπολείμματα του “σοσιαλισμού με Κινεζικά χαρακτηριστικά”, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τους αγωνιστές συνταξιούχους, είναι δύσκολο να παρακαμφθούν. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες των συνταξιούχων επίσης απολαμβάνουν μιας πλατιάς λαϊκής συμπάθειας, ιδιαίτερα ανάμεσα στην αστεακή εργατική τάξη. Αυτό δεν έχει απλά να κάνει με την συνεπή και επίμονη παρουσία των παραδοσιακών πολιτισμικών αξιών του σέβεσθαι το παλαιό -τέτοιες αξίες σύντομα θα εξαφανίζοντο αν δεν αναπαράγονταν υλικά -αλλά επειδή για πολλούς εκ των επισφαλώς απασχολούμενων εργατών της αστεακής εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στις περιοχές της ζώνης της σκουριάς, οι συντάξεις που καταβάλλονταν σε γονείς, παππούδες γιαγιάδες ήταν τώρα η μόνη πηγή σχετικά ασφαλούς και κανονικού εισοδήματος για την φαμίλια. Η υπεράσπιση της σύνταξης δι' αυτό επιδρά πολύ περισσότερο απ' ότι στους συνταξιούχους, και ως τέτοια, έχει γίνει μια γραμμή βάσης για πολλούς στην αστεακή εργατική τάξη, ανεξαιρέτως ηλικίας.
Ως αποτέλεσμα, προκειμένου να περιέξει την δυσαρέσκεια, το κόμμα-κράτος, σε αμφότερα το κεντρικό και τοπικό επίπεδα, έχει αποδεχθεί μια σιωπηρή συμφωνία για να αντιμετωπίσει τους συνταξιούχους ως ειδική περίπτωση. Οι διαμαρτυρίες και οι ενοχλήσεις των συνταξιούχων συνήθως αντιμετωπίζονται με έναν συγκεκριμένο βαθμό σεβασμού και επιείκειας, καθώς οι αιτιάσεις των τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονται έγκαιρα. Πράγματι, το Ching Kwan Lee έχει υπολογίσει ότι περίπου το 90% των διαμαρτυριών των συνταξιούχων έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικές υποχωρήσεις απ' τις αρχές.[25] Η επιτυχία των διαμαρτυριών των συνταξιούχων έχει δώσει άνοδο στην έκφραση “πιέζοντας την οδοντόκρεμα” -που είναι ότι όσο περισσότερο πιέζεις τόσο περισσότερο εκκρίνεται (λχ. όσο περισσότεροι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους και όση περισσότερη αναστάτωση προκαλείς, τόσο περισσότερες υποχωρήσεις μπορείς να επιδιώκεις).
Φυσικά, η προθυμία
των αρχών να αποδεχθούν τα αιτήματα των διαμαρτυρόμενων συνταξιούχων έχει μόνο
συμβάλει στην ενθάρρυνση τέτοιων διαμαρτυριών. Ωστόσο, έχει επίσης συμβάλει στο
να τις περιέχουν. Όπως το Lee έχει επισημάνει,
προκειμένου να διατηρήσουν την ειδική μεταχείρισή τους, οι συνταξιούχοι συχνά
έχουν κρατήσει αποστάσεις από τους εργάτες και τους ξιαγκάνγκ.
3.4 Κρατώντας το καπάκι
Λίγες, αν όχι καμία, από τις διαμαρτυρίες που εγέρθηκαν από την ροπή για ανασυγκρότηση των ΚΑΕ, φαίνεται, ότι έχουν επιδιώξει να αμφισβητήσουν το αναπόδραστο της οικονομικής μεταρρύθμισης, πόσω μάλλον του να πάνε να αμφισβητήσουν τον συνεχιζόμενο ρόλο του ΚΚΚ. Απεναντίας, για το περισσότερο τμήμα, οι ανησυχίες που εκφράσθηκαν απ' αυτές τις διαμαρτυρίες, έχουν επικεντρωθεί σε αυτό το οποίο φαινόταν ως διεφθαρμένη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από τους τοπικούς Κρατικούς αξιωματούχους και τους διευθυντές εργοστασίων, και συνεπώς ως αποτυχία να τιμήσουν τις κοινωνικές εγγυήσεις ανακοινωθείσες από την κεντρική κυβέρνηση. Ως τέτοιοι οι διαμαρτυρόμενοι έχουν παραμείνει εντός της επίσημης Κομματικής γραμμής, ότι όποια προβλήματα ίσως βγουν από την αναδιάρθρωση των ΚΑΕ, απλά οφείλονται στην διεφθαρμένη εφαρμογή της.
Κατ' αυτό, περισσότερες διαμαρτυρίες ξεκίνησαν γύρω από την τυπικά εγκριθείσα διαδικασία του περάσματος μέτρων στις εργατικές συνελεύσεις και της απεύθυνσης στις υψηλότερες γραμμές στελεχών του κόμματος-κράτους. Ωστόσο, στο παρουσιάζειν τις αιτήσεις των και τις τεκμηριώσεις των περί των κακών πρακτικών και της διαφθοράς των τοπικών αξιωματούχων και των διευθυντών εργοστασίων, οι διαμαρτυρόμενοι συνήθως επιδιώκουν να καταστήσουν εαυτούς ηχηρούς και ακουσθέντες μέσω μεγάλων διαδηλώσεων και άμεσης δράσης. Μείζονες δρόμοι και σιδηροδρομικές γραμμές συχνά μπλοκάρονται επί ημερών, και τελικά, Κομματικά και κρατικά στελέχη εισβάλλουν, και προκειμένου να αποτρέψουν την μετακίνηση μονάδων και μηχανουργίας, τα εργοστάσια καταλαμβάνονται. Σε απάντηση, η αστυνομία έχει συνήθως παρενοχλήσει, συλλάβει και κρατήσει αυτόν που αντελήφθη ως ηγέτη.
Αν η διαμαρτυρία μπορεί να διατηρηθεί για καιρό, και να προκαλέσει αποτελεσματική ενόχληση, τότε τα υψηλοστελεχιακά Κομματικά αφεντικά νωρίτερα ή αργότερα θα υποχρεωθούν να προβούν σε επίλυση του ζητήματος προτού ξεφύγει απ' τα χέρια τους. Όσο οι διαμαρτυρόμενοι περιορίζουν τις δράσεις τους στην επιδίωξη αυτού το οποίο οι υψηλότερες αρχές αναγνωρίζουν ως σύννομες αιτίασεις, τότε η παρέμβαση των Κομματικών αφεντικών δεν θα είναι κάτι περισσότερο από το να οδηγήσει σε επίπληξη των τοπικών κομματικο-κρατικών αξιωματούχων και διευθυντών εργοστασίων, και να περιορίσει τις υποχωρήσεις στα αιτήματα των διαμαρτυρόμενων. Φυσικά, από την σκοπιά της άρχουσας τάξης της Κίνας, η συχνή παρέμβαση των υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων σε απάντηση στις διαμαρτυρίες και στην άμεση δράση για χάρη των εργατών, έχει το μειονέκτημα του ενθαρρύνειν όλο και πιο πολές διαμαρτυρίες και φασαρίες. Ακόμα και τα επίσημα νούμερα τοποθετούν τον αριθμό των “εργατικών αντιδικιών” στον κρατικά-ανηκόμενο τομέα σε πάνω από 75.000.[26]
Ωστόσο, τέτοιες παρεμβάσεις έχουν συμβάλει στην διατήρηση της έγνοιας, εναντίον αυτού το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυξανόμενος κυνισμός ανάμεσα στην εργατική τάξη, του ουσιώδους καλόπιστου πατερναλισμού της ηγεσίας του ΚΚΚ, και έχει βοηθήσει στην επικέντρωση της οργής[27] επί της επίδρασης της ανασυγκρότησης εναντίον των τοπικών κομματικο-κρατικών αξιωματούχων και διευθυντών εργοστασίων. Επιπρόσθετα, οι έγκαιρες υποχωρήσεις έχουν παράσχει ένα κίνητρο για διαμαρτυρίες εργατών και πρώην εργατών ώστε να διέλθουν των αποδεκτών επίσημων καναλιών. Κατόπιν όλων, αν οι διαμαρτυρόμενοι περιορίζουν εαυτούς σε “σύννομα” ζητήματα συνδεόμενα με την συμμετοχή τους στα πρώην ντανβέι, τότε είναι ικανοί να αναλάβουν αρκετά ενοχλητική δράση ξέροντας ότι η τοπική αστυνομία και οι αρχές θα είναι προσεκτικοί στο να είναι αρκετά αψείς στην απάντησή τους, διά τον φόβο πιθανών επιπλήξεων τις οποίες πιθανόν να αντιμετωπίσουν, αν προϊστάμενοι αξιωματούχοι εμπλακούν στον τσακωμό. Από την άλλη, αν οι εργάτες πάνε πέρα από τα όρια του ντανβέι τους και αναλάβουν “πολιτικά ανατρεπτικές δράσεις”, όπως οργάνωση με εργάτες συνδεόμενους με άλλα ντανβέι, τότε περιμένουν το πλήρες βάρος της κρατικής καταστολής να πέσει σε αυτούς.
Έτσι, η κληρονομιά
του ντανβέι συνδυασμένη με έγκαιρες παρεμβάσεις από ανώτερους
κομματικο-κρατικούς αξιωματούχους συνέβαλε στο να περιέχει την αυξανόμενη πίεση
προκληθείσα από την ροπή στην ανασυγκρότηση των ΚΑΕ η οποία προωθήθηκε στα
1997. Ωστόσο, τα όρια μιας τέτοιας περιεκτικότητας επρόκειτο να προσεγγισθούν
με τις πλατιά αναφερόμενες μαζικές διαμαρτυρίες που πυροδοτήθηκαν σε
Λιαογιανγκ, Ντακίνγκ και Φασούν κατά την διάρκεια της άνοιξης του 2002.
Λιαογιάνγκ
Το Λιαογιάνγκ είναι μια μεγάλη βιομηχανική πόλη στην νοτιοανατολική επαρχία του Λιαονίνγκ. Όπως οι περισσότερες βιομηχανικές πόλεις στην ζώνη σκουριάς της Κίνας, το Λιαογιάνγκ επλήγη σκληρά από το αναδιαρθρωτικό πρόγραμμα. Κατά το 2001, από το 1,8 εκατομμύριο κατοίκων της πόλης μόνο 216.892 ήταν ακόμα επίσημα στην δουλειά. Ενώ η πλατιά πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού κάποτε απασχολούνταν σε ποικίλα κρατικά-ανηκόμενα εργοστάσια, τώρα υπολογιζόταν ότι το 80% της εργασιακής δύναμης της πόλης εξαρτάτο σε χαμηλόμισθη περιστασιακή εργασία.
Στο κέντρο αυτού που επρόκειτο να γίνει οι μαζικές διαμαρτυρίες της άνοιξης του 2002, ήταν μια μακροχρόνια αντιπαράθεση στο Ferro-Alloy εργοστάσιο του Λιαογιάνγκ.[28] Αυτή η μεταλλουργική εταιρεία αυθεντικά απασχολούσε πάνω από 12.000 εργάτες, ωστόσο, κατά τα 2002 η εργασιακή δύναμη είχε περικοπεί στο μισό μέσω μιας σειράς απολύσεων κατά τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Πολλές από τις δυστυχίες του εργοστασίου, οι οποίες επρόκειτο να φανερωθούν αργότερα στο δικαστήριο, οφείλονταν σε μεγάλης κλίμακας υπεξαίρεση και απάτη –σε ποσό περισσότερο από 8 μύρια Rmb (το Κινεζικό νόμισμα γουάν) -εγκλήματα τελεσθέντα από την διοίκηση της εταιρείας σε συναυτουργία με τον Κομματικό γραμματέα του Λιαογιάνγκ και μελλοντικό δήμαρχο –Γκονγκ Σανγκού.
Αυτή η σειρά απολύσεων, επιδεινωθείσα από υποψίες σοβαρής διαφθοράς, είχε οδηγήσει σε αυξανόμενες προστριβές μεταξύ εργατών και διοίκησης. Οι εργάτες είχαν ακολουθήσει την ειθισμένη διαδρομή του απευθύνεσθαι στις αρχές και διεξάγοντας έναν αριθμό κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών, συμπεριλαμβανομένου του μπλοκαρίσματος του κύριου αυτοκινητόδρομου μεταξύ Λιαογιάνγκ και Σενιάνγκ, όμως λίγο ωφέλησε. Τα ζητήματα άρχισαν να κορυφώνονται, όταν τον Μάη του 2001 προτάσεις προωθήθηκαν για κήρυξη σε χρεοκοπία της εταιρείας. Ως αποτέλεσμα της απ’ την εταιρεία παράνομης μετακίνησης της μονάδας και της μηχανουργίας από το εργοστάσιο μέσα στα μισά της νύχτας πριν οι διαδικασίες της χρεοκοπίας να έχουν κατά το πρέπον ολοκληρωθεί, αρκετοί χιλιάδες εργάτες, ξιαγκάνγκ και συνταξιούχοι διεξήγαγαν μια διαδήλωση έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Αυτό οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία. Τις επόμενες λίγες βδομάδες οι τοπικές αρχές εκδίπλωσαν σκληρές κατασταλτικές μεθόδους για να εκφοβίσουν τους εργάτες και να περιορίσουν τις διαμαρτυρίες ενάντια στις πτωχευτικές διαδικασίες.
Ωστόσο, το αποφασιστικό σημείο καμπής σε αυτό που μέχρι τότε ήταν μάλλον μια μη εξαιρετική αντιδικία, επήλθε την 3η Μάη 2002. Εκείνη την μέρα η αστυνομία συνέλαβε τρεις εκπροσώπους εργατών λόγω του ότι συμμετείχαν σε μια συνάντηση για να σφραγισθούν οι πτωχευτικές διαδικασίες. Σε απάντηση σε αυτήν την προκλητική κίνηση των αρχών οι “Άνεργοι Εργάτες του Εργοστασίου της Χρεοκοπημένης Ferrο-Alloy” πήραν την αποφασιστική απόφαση να καλέσουν όλους τους εργάτες και ανέργους του Λιαογιάνγκ να ενωθούν μαζί τους σε διαμαρτυρία ενάντια στην κίνηση της αστυνομίας και άρχισαν να μοιράζουν αφίσες και φυλλάδια σε όλη την πόλη. Τις επόμενες λίγες μέρες μια από κοινού οργανωτική επιτροπή προέκυψε, που περιελάμβανε εκπροσώπους από πολλά ντανβέι από όλο το Λιαογιάνγκ.
Παραμονή της διαμαρτυρίας που κλήθηκε από τους “Άνεργους Εργάτες του Εργοστασίου της Χρεοκοπημένης Ferrο-Alloy” η κατάσταση περαιτέρω πυροδοτήθηκε όταν αναφέρθηκε στην τηλεόραση, ότι ο Γκονγκ Σανγκού είχε ισχυρισθεί στο Εθνικό Συμβούλιο του Λαού που εκείνο τον καιρό συνεδρίαζε στο Πεκίνο, ότι “δεν υπήρχαν άνεργοι στο Λιαογιάνγκ”! Την επόμενη ημέρα 15.000 εργάτες από εργοστάσια πιστονιών, εργαλείων, δέρματος, οργάνων ακριβείας ενώθηκαν με τους εργάτες, ξιαγκάνγκ και συνταξιούχους του Εργοστασίου Ferro-Alloy σε μια διαμαρτυρία που τώρα περιελάμβανε το αίτημα απομάκρυνσης από το αξίωμα του Γκονγκ Σανγκού.
Εν όψει αυτής της ραγδαία αναπτυσσόμενης καταστάσεως, που απειλούσε να ξεφύγει του ελέγχου, οι τοπικές αρχές επιδίωξαν να αγοράσουν χρόνο μπαίνοντας σε διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους του Εργοστασίου Ferro-Alloy. Αλλά στις 17 του Μάρτη ένας από τις ηγετικές φιγούρες στις διαμαρτυρίες, ο Γιάο Φούξιν, συνελήφθη από την αστυνομία. Την επόμενη ημέρα μεταξύ 30.000 και 80.000 ανθρώπων κατέβηκαν στους δρόμους για να κάνουν πορεία πίσω από ένα τεράστιο πορτραίτο του Μάο ώστε να απαιτήσουν την απελευθέρωση του Γιάο Φούξιν.
Η απάντηση των αρχών ήταν να προωθήσουν μια μείζονα καταστολή. Την 20η Μαρτίου μονάδες του “Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού” (ΛΑΣ) (συγκεκριμένα, αστυνομία μπαχάλων) εστάλησαν στο Λιαογιάνγκ και έθεσαν σημεία ελέγχου σε όλους τους μείζονες δρόμους. Επιπρόσθετες διαμαρτυρίες δέχθηκαν επίθεση και αυτοί που αναγνωρίσθηκαν ως ηγέτες, συνελήφθησαν. Παρόλο που οι διαμαρτυρίες συνεχίσθηκαν για ακόμα δύο μήνες, η καταστολή των αρχών είχε συμβάλει στο να σπάσει το momentum του κινήματος.
Οι αρχές ήταν ξεκάθαρα ανήσυχες να εξουδετερώσουν το κίνημα του Λιαογιάνγκ πριν θέσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο για παρόμοιες πόλεις και μητροπόλεις αλλού στην ζώνη σκουριάς της Κίνας. Όπως το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το θέτει στα σχόλιά του επί της δίκης του Γιάο και άλλων ηγετών του κινήματος “η κρατικά ελεγχόμενη Ημερησία του Λιαογιάνγκ περιέγραψε την ανάρτηση αφισών σε δημόσια μέρη και την δημιουργία συνδέσμων (συνεργασίας μεταξύ των εργατών διαφορετικών εργοστασίων) ως αποδεικτικό εγκληματικής δραστηριότητας”[29] Αυτό ίσως καθιστά ευκρινείς τους πραγματικούς φόβους των αρχών.
Ντακίνγκ
Το Ντακίνγκ είναι μια πόλη στην επαρχία του Χεϊλονγιάνγκ, κοντά στα Ρωσικά σύνορα, με πληθυσμό γύρω στα 2 εκατομμύρια. Ακολουθώντας την ανακάλυψη πετρελαίου στα 1958, το Ντακίνγκ κατέστη ένα μείζον κέντρο για την πετρελαϊκή βιομηχανία της Κίνας. Κατά την δεκαετία του 1970, οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις γύρω απ’ το Ντακίνγκ παρήγαγαν 50 εκατομμύρια κυβικά μέτρα πετρελαίου την χρονιά. Η πόλη ευημερούσε με τους αναφερόμενους μισθούς να είναι διπλάσιοι του εθνικού μέσου όρου.
Υπό την πίεση του φθηνού εισαγόμενου πετρελαίου, και με αυξανόμενο ανταγωνισμό από φθηνές αλλοδαπές εισαγωγές, η πετρελαϊκή βιομηχανία της Κίνας είχε γίνει πρώτος στόχος για ανασυγκρότηση κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τα πετρελαϊκά πεδία του Ντακίνγκ πάρθηκαν από μια νέα κρατική εταιρεία, την ΠετροΚίνα, η οποία εξέδωσε μετοχές στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκη και του Χονγκ Κονγκ τον Απρίλη του 2000. Υπό την πίεση να βγάλουν κέρδος γρήγορα ώστε να συναντήσουν τις ζητήσεις των νέων μετόχων τους, η ΠετροΚίνα προώθησε ένα επιθετικό πρόγραμμα απολύσεων. Περί το 2002 υπολογίσθηκε ότι περισσότεροι από 80.000 εργάτες είχαν απολυθεί. Ωστόσο, αυτό εισέτι άφηνε την ΠετροΚίνα με αξιόλογες αύξουσες δεσμεύσεις στους πρώην εργάτες της. Ώστε, η εταιρεία πρόσφερε στους ξιαγκάνγκ εργάτες της αυτό το οποίο παρουσιάσθηκε ως γενναιόδωρη χωριστική προσφορά. Με μία μόνη πληρωμή στα 100.000 γουάν (12.000 ΗΠΑ δολάρια) σε κάποιες περιπτώσεις, η εταιρεία πρότεινε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της σε κάθε ξιαγκάνγκ εργάτη άπαξ και διά παντός.
Ωστόσο, έχοντας αποδεχθεί την προσφορά, σύντομα κατέστη ξεκάθαρο στους απολυμένους εργάτες ότι είχαν σοβαρά εξαπατηθεί. Καθώς η εταιρεία άρχισε να αθετεί τίνες εκ των εγγυήσεών της, τις οποίες είχε αυθεντικά κάνει, και κατέστη ξεκάθαρο, ότι οι εργάτες θα έπρεπε να εισφέρουν στα ασφαλιστικά ταμεία τους και στην ασφάλιση υγείας, αναταραχή ξεκίνησε να αυξάνεται μεταξύ των ξιαγκάνγκ. Το τελευταίο άχυρο (: απ’ τον κρατικοεταιρικό πετρελαϊκό σανό) ήλθε με την ανακοίνωση ότι η εταιρεία επρόκειτο να αποσύρει τα επιδόματα θέρμανσης που παραδοσιακά πλήρωνε στους πρώην εργάτες.
Σε απάντηση, οι ξιαγκάνγκ σχημάτισαν μια ανεξάρτητη οργάνωση γνωστή ως Περιφερειακή Συνδικαλιστική Επιτροπή Αγωνιζόμενων Εργατών του Διοικητικού Γραφείου του Ντακίνγκ Πετρελαίου, και την 1η Μάρτη 2002 διεξήγαγαν μια διαδήλωση των 3.000 έξω από τα γραφεία της εταιρείας στο Ντακίνγκ. Εντός τεσσάρων ημερών ήταν ικανοί να κινητοποιήσουν περισσότερους από 50.000 για να μπλοκάρουν τις διελεύσεις τραίνων στην Ρωσία. Κι άλλες διαδηλώσεις ακολούθησαν, κορυφωθείσες στην κατάληψη του Γραφείου Διοίκησης του Πετρελαίου Ντακίνγκ στα τέλη του Μάρτη. Η δημοσιότητα που προκλήθηκε από την επιτυχία και την κλιμάκωση των δράσεων των εργατών του Ντακίγκ οδήγησε σε απεργίες αλληλεγγύης, και διαμαρτυρίες ξεκίνησαν ανάμεσα στους πετρελαϊκούς εργάτες σε όλη την Κίνα.
Όπως με την εξέλιξη που συνέβη στο Λιαογιάνγκ, ήταν ξεκάθαρο στις αρχές ότι η κατάσταση ξέφευγε απ’ τον έλεγχο. Όπως και στο Λιαογιάνγκ, οι αρχές του Ντακίνγκ απάντησαν με ένα κύμα καταστολής. Πρώτ’ απ’ όλα ανακοινώθηκε ότι όποιος ακόμα απασχολούμενος είτε ο ίδιος είτε οι συγγενείς του συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες, θα απολύετο. Μονάδες του ΛΑΣ τότε εστάλησαν για να φτιάξουν σημεία ελέγχου στους δρόμους γύρω από τα κατειλημμένα γραφεία της Διοίκησης για να εμποδίσουν διαμαρτυρίες προς υποστήριξη της κατάληψης. Τελικά, οι αρχές έδωσαν μια προθεσμία για να τελειώσει η κατάληψη. Αυτό έφερε την κατάληψη, που είχε διαρκέσει αρκετές βδομάδες, όμως τώρα είχε αποκοπεί από υποστήριξη, σ’ αδιέξοδο.
Αφού έφτασε ο Μάης, η Περιφερειακή Συνδικαλιστική Επιτροπή Αγωνιζόμενων Εργατών του Διοικητικού Γραφείου του Ντακίνγκ Πετρελαίου κινητοποίησε υπολογισμένα 20.000 ώστε να απαιτήσουν την απελευθέρωση των συλληφθέντων κατά το τέλος της κατάληψης. Αλλά, όπως στο Λιαογιάνκ η καθορισμένη σκληρή γραμμή αναληφθείσα από τις αρχές ήτο επαρκής στο να αρπάξει το μομέντουμ από το κίνημα διαμαρτυρίας. Όπως στο Λιαογιάνγκ, πολλοί απ’ αυτούς που αναγνωρίσθηκαν ως ηγέτες, συνεπακόλουθα διώχθησαν και τους επιβλήθηκαν μακρές ποινές φυλάκισης.
Φασούν
Το Φασούν είναι μια πόλη στην επαρχία Λιαονίνγκ της νοτιοανατολικής Κίνας με πληθυσμό πάνω από δυο εκατομμύρια. Το Φασούν έχει μια μακρά ιστορία εξόρυξης άνθρακα χρονολογούμενη πίσω στον εικοστό αιώνα. Με το πρόγραμμα ραγδαίας εκβιομηχάνισης που προωθήθηκε στην δεκαετία του 1950, το Φασούν αναδύθηκε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της Κίνας εξ ίσου για παραγωγή άνθρακα και άλλες συνδεόμενες βαριές βιομηχανίες.
Ωστόσο, κατά την δεκαετία του 1990, με πολλά ορυχεία να έχουν ήδη παρέλθει της κορυφής τους, οι κρατικά ανηκόμενες εξορυκτικές εταιρείες στο Φασούν βρήκαν εαυτούς σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Κατά το 1994 είχαν υπάρξει προτάσεις να απολύσουν 20.000 εργάτες εξόρυξης, αλλά μέσω βιομηχανικών δράσεων και μεγάλης κλίμακας διαμαρτυριών οι εταιρείες είχαν εξαναγκασθεί να υποχωρήσουν. Στα 1999, ωστόσο, στο Κρατικό Ορυχείο Λονγκφένγκ, του επετράπη να κηρύξει πτώχευση, οδηγώντας σε απώλεια 100.000 δουλειών. Τον επόμενο χρόνο, 24.000 εργάτες εξόρυξης απολύθηκαν στο ορυχείο Tiger Platform. Αυτές οι απολύσεις μαζί με την αναδιάρθρωση σε άλλες βιομηχανίες, σήμαιναν ότι κατά τα 2001 υπήρχαν περισσότεροι από 300.000 ξιαγκάνγκ στο Φασούν.
Ακόμα κι απ’ τα 1998 υπήρξαν διαμαρτυρίες από συνταξιούχους εργάτες εξόρυξης για την μη πληρωμή των συντάξεων, που συχνά ενέπλεκαν το μπλοκάρισμα των σιδηροδρομικών γραμμών. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2001 η κατάσταση έλαβε μια αποφασιστική καμπή. Ως αποτέλεσμα ποικίλων αντιδικιών επί των αποζημιώσεων απολύσεων, περισσότεροι από 10.000 απολυμένοι εργάτες από ανθρακωρυχεία, τσιμεντάδικα και σιδηρουργεία, χαλυβουργεία και πετροχημικά εργοστάσια άρχισαν το στήσιμο κανονικών οδοφραγμάτων στους κύριους σιδηροδρομικούς δρόμους και στους δρόμους μέσα στο Φασούν.
Όπως στο
Λιαογιάνγκ και στο Ντακίνγκ, οι αρχές κάλεσαν τον ΛΑΣ να διασπάσει την ενιαία
δράση των ξιαγκάνγκ του Φασούν. Παρά την επικεντρωμένη προσπάθεια των αρχών να
εμποδίσουν τα οδοφράγματα, οι ξιαγκάνγκ εργάτες συνέχισαν για αρκετές βδομάδες
μέχρι που περιστασιακά διαχύθηκαν[30].
3.5 Η επαύριον της άνοιξης του 2002
Η αυστηρή καταστολή των διαμαρτυριών σε Λιαογιάνγκ, Ντάκινγκ και Φασούν, έκανε αρκετά καθαρό στην εργατική τάξη της Κίνας τις συνέπειες του να προβαίνεις επέκεινα των ορίων της “σύννομης δράσης”. Κάθε απόπειρα να πας επέκεινα του πλαισίου του πρώην ντανβέι συστήματός των και να συνδεθείς με άλλους εργάτες θα συντρίβετο γρηγόρως και ανηλεώς. Κι όμως, στον ίδιο χρόνο, το κύμα αγώνων την άνοιξη του 2002 ήταν σίγουρα ένα σοκ για την Σινική άρχουσα τάξη. Το Κινεζικό κράτος δεν μπορούσε πια να είναι σίγουρο ότι μπορούσε να περιέχει την κοινωνική αναταραχή εγειρόμενη από το συνεχιζόμενο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των παλιών βιομηχανιών της Κίνας.
Όπως έχουμε επισημάνει, η αναδιαρθρωτική διαδικασία έτεινε να μετακινηθεί από τις μικρότερες ΚΑΕ, όπου η αντίσταση πιθανόν να ήταν πιο αδύνατη, στις μεγαλύτερες ΚΑΕ, όπου η αντίθεση μεγαλύτερων αριθμών εργατών θα ήτο δυσκολότερο να περιεχθεί.[31] Σε αυτόν τον δρόμο, η ηγεσία του ΚΚΚ είχε επιδιώξει να δημιουργήσει ένα ανεπίστρεπτο μομέντουμ για το πρόγραμμα της ανασυγκρότησης. Ωστόσο, σε αυτούς τους βιομηχανικούς τομείς όπου η οικονομική πίεση για μεταρρύθμιση ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη, όπως σε ανθρακωρυχεία και πετρελαϊκές βιομηχανίες, οι διευθυντές των μεγάλης κλίμακας ΚΑΕ, όπως έχουμε δει, ήταν η περίπτωση σε Ντακίνγκ και Φουσάν, όπου ήταν (: οι τομείς) ικανοί να αρπάξουν το σιδερικό.
Ήδη στα 2001, ανησυχίες μέσα στην ηγεσία του ΚΚΚ περί των συνεπειών στην κοινωνική σταθερότητα η οποία θα επέτρεπε το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των μεγαλυτέρων ΚΑΕ να χωρήσει πολύ γρήγορα, είχαν οδηγήσει στην ανακοίνωση που έμελλε να εγκριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και απαιτούσε όλες τις προτάσεις για μεταρρύθμιση των εταιρειών με περιστροφή μεγαλύτερη των 50 εκατομμυρίων γουάν.[32]
Η επίδραση των διαμαρτυριών σε Ντακίνγκ και Φασουν είχε σίγουρα υπογραμμίσει τέτοιες ανησυχίες. Επιπρόσθετα, όπως το Λιαογιάνγκ είχε δείξει, καθώς όλο και πιο πολύ εργάτες απολυμένοι από διάφορες μικρές ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις έβρισκαν εαυτούς να δοκιμάζουν τα ίδια προβλήματα, η δυνητικότητα τέτοιων εργατών και συνταξιούχων να συνδεθούν επί των ορίων των πρώην ντανβέι τους αύξανε.
Ως αποτέλεσμα, μια αλλαγή πλεύσης ανακοινώθηκε στο 16ο Συνέδριο του Κόμματος πραγματοποιηθέν στα τέλη του 2002. Υπό την νέα ηγεσία του Χου Γιντάο στην κοινωνική ειρήνη επρόκειτο να δοθεί η μεγαλύτερη προτεραιότητα. Προς μεγάλη θλίψη των Δυτικών νέο-φιλελεύθερων σχολιαστών, το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των ΚΑΕ επιβραδύνθηκε και περισσότερες χρηματοδοτήσεις απ’ την κεντρική κυβέρνηση επρόκειτο να βρεθούν για να βοηθήσουν την ικανοποίηση των “τριών εγγυήσεων”. Καθώς η οικονομία της Κίνας είχε απογειωθεί στα επόμενα λίγα χρόνια, η κυβέρνηση ήταν ικανή ώστε να αντέξει να αποπληρώνει την δυνητική δυσαρέσκεια με το να διατηρεί το υπεράριθμο κάποιων πολύ μεγάλων ΚΑΕ.
Ωστόσο, τα
προβλήματα διατήρησης κοινωνικής ειρήνης που αντιμετωπίζει η άρχουσα τάξη της Κίνας,
απλά δεν έχουν περιορισθεί σε αυτά που εγείρονται από την αναδιάρθρωση των ΚΑΕ.
Η έμφαση του Χου Γιντάο στην κοινωνική ειρήνη επεβλήθη από την κοινωνική
αναταραχή στην ύπαιθρο: μια πηγή κοινωνικής σύγκρουσης η οποία έχει αποδειχθεί
πολύ πιο δύσκολη να διασκορπισθεί από αυτήν της παλιάς εργατικής τάξης της
Κίνας, όπως τώρα θα δούμε.
4. Αγώνες χωρικών
4.1 Η αποτυχία των
“αγοραίων μεταρρυθμίσεων” και τα δεινά της αγροτιάς
Ακολουθώντας τον μεγάλο λιμό των αρχών της δεκαετίας του 1960, η ανα-διοργάνωση της Κινεζικής υπαίθρου σε κομμούνες είχε οδηγήσει σε σταθερή αύξηση εξ ίσου στην συνολική αγροτική εκροή και του μεγέθους που χορηγούταν στις αστεακές περιοχές από το Κράτος. Παρόλο που το σύστημα Κομμουνών δεν είχε μεταμορφώσει την γεωργία της Κίνας, είχε οδηγήσει σε σταδιακές βελτιώσεις στην μεταφορά των αγροτικών προϊόντων, σε πιο αποτελεσματική διατήρηση ύδατος και σε αρδευτικά συστήματα, και σε εξάπλωση της εκμηχάνισης -που όλα είχαν συμβάλει στην βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας.
Ωστόσο, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η προμήθεια του κράτους με σιτάρι είχε ξεκινήσει να επιβραδύνεται και να μένει στάσιμη. Πράγματι, όπως έχουμε προηγούμενα επισημάνει, ήτο εν μέρει ο φόβος εν όψει μιας αυξανόμενα απείθαρχης αγροτιάς, ώστε το κράτος δεν μπορούσε πια να ταΐσει τον αυξανόμενο πληθυσμό των πόλεων, αυτό το οποίο βοήθησε τον Deng Xiaoping να πείσει την ηγεσία του ΚΚΚ να εισάγει αγοραίες μεταρρυθμίσεις στην ύπαιθρο στα 1978.
Κι όμως, παρόλο που η εισαγωγή αγοραίων κινήτρων είχε επιτυχία στο παράγειν μια οξεία αύξηση στην αγροτική παραγωγή βραχυπρόθεσμα, απέτυχε να παράσχει μια μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα των οπισθοδρομήσεων και της χαμηλής παραγωγικότητας της Κινεζικής γεωργίας. Πράγματι, σε πολλές απόψεις ήτο ένα βήμα προς τα πίσω. Η διάλυση των κομμουνών και η εισαγωγή του συστήματος ευθύνης του νοικοκυριού σήμαινε ότι τα περισσότερα αγροτικά νοικοκυριά κατέληγαν με γεωτεμάχια τα οποία ήταν πολύ μικρά ώστε να επιτρέψουν αποτελεσματική χρήση της εκμηχάνισης ή την εφαρμογή των σύγχρονων τεχνικών καλλιέργειας και εκτροφής ζώων. Επίσης σήμαινε ότι η βασική υποδομή, η οποία είχε έμμεσα μαγεύσει την παραγωγικότητα και την εκροή της γεωργίας -όπως δρόμοι και αρδευτικά συστήματα- των οποίων η διατήρηση ήταν ευθύνη των Κομμουνών, ξέπεσε σε ερείπωση. Έτσι, παρόλο που τα αγοραία κίνητρα αποδείχθηκαν πιο επαρκή απ' ότι οι παλιές μέθοδοι προτροπής και εξαναγκασμού στο να κάνουν τους χωρικούς να εργασθούν σκληρότερα, απέτυχαν να επιφέρουν μια πλατιά νεωτερικοποίηση της Κινεζικής γεωργίας.
Ως αποτέλεσμα, κατά τα μισά της δεκαετίας του 1980, η εκτόξευση στην αγροτική εκροή που είχε επιφερθεί από τις μεταρρυθμίσεις, είχε ξεκινήσει να φθίνει, οδηγώντας σε σοβαρές ελλείψεις φαγητού. Αυτές οι ελλείψεις φαγητού συνέδραμαν στην οικονομική και πολιτική κρίση των τελών της δεκαετίας του 1980, η οποία, όπως έχουμε δει, επρόκειτο να οδηγήσει στα γεγονότα της Πλατείας Τιενανμέν την άνοιξη του 1989, και επρόκειτο τελικά να υποχρεώσουν το κράτος να επανεισάγει παροδικά επίταξη σιτηρών. Το πρόβλημα των ελλείψεων φαγητού, προκληθέν από τις συνεχιζόμενες οπισθοδρομήσεις της Κινεζικής γεωργίας, επέμενε για τα καλά μέχρι και την δεκαετία του 1990, και επιλύθηκε μόνο όταν η αυξανόμενη εξαγωγή εργοστασιακών προϊόντων ήταν ικανή να προμηθεύσει την αλλοδαπή ανταλλαγή με τα αναγκαία ώστε να αγοράσουν φαγητά από το εξωτερικό.[33]
Ίσως είναι αληθές ότι πολλοί χωρικοί, που έχουν τα πλεονεκτήματα του να είναι εξ ίσου σε κλειστή εγγύτητα προς τις αυξανόμενες αστεακές αγορές και να έχουν προτιμητέες συνδέσεις με τους τοπικούς κρατικο-κομματικούς αξιωματούχους, ήταν ικανοί να μεταμορφώσουν εαυτούς σε συγχρονικοποιημένους καπιταλιστές παχτωτές κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια.[34] Ωστόσο, δεν ήταν αυτό η υπόθεση για την πλατιά πλειοψηφία των αγροτικών παραγωγών της Κίνας των οποίων οι παραγωγικές τεχνικές είχαν κάνει λίγη ή ουδόλως πρόοδο κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Πράγματι, από πολλές απόψεις η κατάσταση για την πλειοψηφία των χωρικών επρόκειτο να γίνει χειρότερη ακολουθώντας την εισαγωγή των αγοραίων μεταρρυθμίσεων. Πρώτον, με την διάλυση των κομμουνών η πρόσβαση στην δωρεάν φροντίδα υγείας και στην δωρεάν εκπαίδευση χάθηκε. Τότε, ακολουθώντας τις ευρείες χρεοκοπίες λόγω της οικονομικής περιχαράκωσης των αρχών της δεκαετίας του 1990, δεκάδες εκατομμυρίων κατέστησαν υπεράριθμοι στην ύπαιθρο, στερώντας πολλά αγροτικά νοικοκυριά από ένα σημαντικό συμπλήρωμα στα εισοδήματά τους κερδιζόμενο μέσω των καλλιεργειών και εκτροφών (farming). Η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ οδήγησε σε ουσιώδεις περικοπές στους δασμούς επί των αγροτικών εισαγωγών, και δι' αυτό αυξάνοντας τον αλλοδαπό ανταγωνισμό και μειώνοντας τις τιμές οι Κινέζοι χωρικοί μπορούσαν να προσδοκούν να αποκτήσουν αυτό το οποίο πουλούν στην αγορά.
Έτσι, παρά το ότι
λίγα εκατομμύρια ίσως έχουν καταστεί πλούσιοι καπιταλιστικοί παχτωτές, εκατοντάδες εκατομμύρια έχουν παραμείνει
παρακατιανοί χωρικοί. Πράγματι, χώρια από τα εμβάσματα που πιθανόν να λαμβάνουν
από τα μέλη των οικογενειών τους που έχουν μεταναστεύσει στις πόλεις, για την
πλατιά πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού της Κίνας η ραγδαία επέκταση των
παρελθουσών τριών δεκαετιών, τους έχει σε μεγάλο βαθμό ξεπεράσει. Αυτό ήταν
ιδιαίτερα η υπόθεση για τους χωρικούς στις απομακρυσμένες περιοχές του εσώτερου
της Κίνας.
4.2 Αγροτικός ξεσηκωμός και χωριστικότητα
Υπήρχε μια μακρά παράδοση στην Κίνα, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των περιόδων στις οποίες η αυτοκρατορική εξουσία ήτο σε παρακμή, αγροτικά-βασισμένων ενόπλων επαναστάσεων, οι οποίες, προς εναντίωση στις κεντρικές αρχές, έθεταν αυτοκυβερνώμενες περιοχές στις απομακρυσμένες και λιγότερο προσβάσιμες περιοχές. Ίσως η πιο τεκμηριωμένη απ' αυτές τις επαναστάσεις ήταν η επανάσταση των Τάιπινγκ στα 1850-1854. Πράγματι, σύμφωνα με τέτοιες παραδόσεις ο Μαό είχε εγκαθιδρύσει τις “κόκκινες” βάσεις από τις οποίες πολεμούσε τους Εθνικιστές και τις Ιαπωνικές κατοχικές δυνάμεις κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1930 και 1940, και απ' όπου προώθησε την τελική επίθεση στις πόλεις για να καταλάβει την εξουσία στα 1949.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και σε μεγάλο βαθμό επιταχυνόμενο από το πρόγραμμα της “Σοβιετικού-στυλ” ραγδαίας εκβιομηχάνισης, το κέντρο βαρύτητας του ΚΚΚ μετεβλήθη προς τις πόλεις. Πράγματι, οι πολιτικές κινητοποιήσεις της αγροτιάς και του Κόμματος, και η συνεπακόλουθη συγκρότηση αγροτικών κομμουνών, μέσω του ΜΑΜ, μπορούν να ιδωθούν ως μέσα με τα οποία ο Μάο είχε επιδιώξει εξ ίσου να εξισορροπήσει την αστικοποίηση και γραφειοκρατικοποίηση του Κόμματος και να επαναζωογονήσει τις ρίζες του στην αγροτιά. Κι όμως, παρόλο που οι κομμούνες είχαν συμβάλει στην ενδυνάμωση της θέσης του Κόμματος επί των χωρικών, μέσω της στενής επίβλεψης της αγροτικής παραγωγής, ο Μάο δεν μπορούσε να διατηρήσει την ενθουσιώδη υποστήριξη του Κόμματος ανάμεσα στους χωρικούς για πάντα -ιδιαίτερα μετά από τις ολέθριες σιτοδείες που είχαν ακολουθήσει το ΜΑΜ.
Καθώς οι χωρικοί συνέχιζαν να πιέζονται από τις χαμηλές τιμές και τους υψηλούς φόρους ώστε να παράσχουν το περίσσευμα αναγκαίο για εκβιομηχάνιση και υπόκειντο σε εξαναγκασμένη εργασία ώστε να χτίσουν δρόμους και αρδευτικά έργα από τις διοικήσεις των Κομμουνών, οι μνήμες για το Κόμμα ως απελευθερωτές από την λεηλασία των πολέμαρχων και των Ιαπώνων στρατιωτών είχαν αρχίσει να σβήνουν κατά την δεκαετία του 1970. Το Κόμμα αντιμετωπιζόταν τώρα από τους χωρικούς σαν να αντιπροσωπεύει τον φοροεισπράκτορα ή τον επιβλέποντα, παρά σαν ο χωριανός χωρικός του ΛΑΣ, που πολεμάει τους καταπιεστές. Η εισαγωγή των αγοραίων μεταρρυθμίσεων γι'αυτό μπορεί να ιδωθεί ως μια υποχώρηση του ΚΚΚ από την ύπαιθρο, καθώς το κόμμα-κράτος έλαβε μια πιο εφ' όπλου λόγχη σχέση προς την αγροτιά. Αυτό το χαλάρωμα του ελέγχου επί της υπαίθρου παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στις πιο απομακρυσμένες και απρόσβατες περιοχές του αχανούς εσώτερου της Κίνας.
Ακολουθώντας, τις γεωργικές μεταρρυθμίσεις και την διάλυση των κομμουνών, οι τοπικές αρχές είχαν γίνει αυξανόμενα εξαρτώμενες στα έσοδα που τώρα μπορούσαν να παρακρατήσουν από τα κέρδη των ΕΚΧ, καθώς οι κυβερνητικές εγγυήσεις επρόκειτο να περικοπούν. Στις φτωχότερες περιοχές του εσώτερου της Κίνας οι τοπικές αρχές έτειναν να στηρίζονται όλο και πιο πολύ στις κυβερνητικές εγγυήσεις τις οποίες μπορούσαν να αποκομίσουν από τα έσοδα που μπορούσαν να εξασφαλίσουν από τις ΕΚΧ. Ως αποτέλεσμα, ξεκίνησαν να επιβάλουν αυθαίρετες εισφορές και φόρους επί της αγροτιάς ώστε να σταματήσουν την πτώση. Ως αποτέλεσμα, εκεί εγέρθησαν αυξανόμενες προστριβές μεταξύ των τοπικών στελεχών του Κόμματος και κρατικών αξιωματούχων, και των χωρικών. Αυτό επρόκειτο να καταστεί χειρότερο με την οικονομική περιχαράκωση των τελών της δεκαετίας του 1980.
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε κάποιες από τις πιο απομακρυσμένες περιφέρειες, αγροτικοί ξεσηκωμοί άρχισαν να ξεσπάνε με τους οποίους οι κομματικο-κρατικοί αξιωματούχοι αποβλήθηκαν και αυτόνομες περιοχές εγκαθιδρύθηκαν. Στα 1997, αυτές οι εξεγέρσεις ξεκίνησαν να προσεγγίζουν μεγάλη κλίμακα, με ένοπλους ξεσηκωμούς να ξεσπάνε και σε λιγότερο απομακρυσμένες περιοχές στις κεντρικές επαρχίες του Ανούι, Χενάν, Χουμπέι και Γιανξί, κάθε μία από τις οποίες ενέπλεκε δεκάδες χιλιάδες συμμετεχόντων.
Πολλές απ' αυτές τις εξεγέρσεις εμπνέονταν από θρησκευτικές ιδεολογίες βασισμένες στην αναζωπύρωση παλιών λαϊκών θρησκειών. Ωστόσο, οι πιο πολλές έδειχναν να έχουν εμπνευσθεί από έναν νεο-Μαοϊσμό, λαμβάνοντας τέτοια ονόματα, όπως “Ο Ενάντια στην Διαφθορά Στρατός του Λαού, των Εργατών και Αγροτών”, και υιοθετώντας μορφές οργάνωσης του παλαιού ΛΑΣ και του ΚΚΚ της Μαοϊκής εποχής. Τον Ιούνιο του 1999 η “Κολώνα του Νοτιοδυτικού Γιανξί” οργάνωσε μια σειρά διαδηλώσεων σε δεκατρείς πόλεις στην περιοχή Σονγκκινγκ οι οποίες αποκήρυξαν το ΚΚΚ ως “ον διεφθαρμένο και ακατάλληλο να κυβερνήσει”[35] Γι' αυτούς τους ξεσηκωμένους, το ΚΚΚ αντιμετωπιζόταν σαν να έχει καταληφθεί από καπιταλιστές οδηγούς και ως τέτοιο είχε προδώσει τον αγροτικά-βασισμένο σοσιαλισμό του Μάο. Μπορούσαν να δουν εαυτούς σαν να χτίζουν ένα νέο Κομμουνιστικό Κόμμα επί της βάσεως ενός νέου ΛΑΣ.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990 αυτά τα αγροτικά κινήματα είχαν προσεγγίσει μια κλίμακα που αν αφηνόταν ανέλεγκτη, θα μπορούσε να έχει αμφισβητήσει στα σοβαρά την εξουσία του ΚΚΚ. Ως συνέπεια, η Κινεζική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει δράση. Πρώτον, ο στρατός εστάλη σε αυτές τις αυτόνομες περιοχές, προκειμένου να παλινορθώσει την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης και να συντρίψει τον ξεσηκωμό. Μετά η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων για να διασκορπίσει την κατάσταση. Μια σειρά εκστρατειών ενάντια στην διαφθορά προωθήθηκαν, απ' όπου διώχθηκαν ακόμη και υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι. Εκλογές εισήχθησαν για τον διορισμό των αξιωματούχων των χωριών και η κυβέρνηση ξεκόλλησε από το να επιβάλει αυθαίρετη φορολογία μέσω των τοπικών αρχών. Περαιτέρω μέτρα τότε ελήφθησαν για να μαλακώσουν την αγροτιά ακολουθώντας τον ορισμό του Χου Γιντάο ως προέδρου. Στα 2004 ανακοινώθηκε ότι οι αγροτικοί φόροι επρόκειτο να τεθούν σε αφασία για δύο χρόνια, Αναβιώνοντας την Μαοϊκή πολιτική του ανοίγματος του “δυτικού συνόρου” επιπλέον κρατική επένδυση έγινε για την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη στις απομακρυσμένες περιοχές. Στα 2005, προτάσεις τέθηκαν μπρος ώστε να παράσχουν ένα βασικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τον αγροτικό πληθυσμό της Κίνας. “Πέντε Εγγυήσεις” επρόκειτο να κατοχυρωθούν: ο παλιός, ο άνεργος, ο αναξιοπαθούντας και ο νέος, που θα εξασφάλιζαν ότι αυτοί θα έχουν κανονική παροχή φαγητού και ένδυσης μαζί με ένα ελάχιστο επίπεδο στέγασης, ιατρικής φροντίδας και αξιοπρεπούς ταφής.
Ως αποτέλεσμα, το
κύμα των αγροτικών ξεσηκωμών στις πιο απομακρυσμένες περιοχές είχε πάει παρά
'κεί κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, παρόλο που υπάρχουν ακόμη περιοχές -που δεν
πας- για τις κεντρικές αρχές σε κάποιες από τις πιο απρόσβατες περιφέρειες. Το
κράτος είναι ικανό γι' αυτό να διασκορπίζει τους αγροτικούς ξεσηκωμούς
εξαπλώνοντας τα ωφελήματα της ραγδαίας συσσώρευσης βιομηχανικού κεφαλαίου στον
συνολικό αγροτικό πληθυσμό. Ωστόσο, για πολλούς χωρικούς στις πιο πολυπληθείς
ανατολικές και νότιες περιοχές της Κίνας, η ραγδαία εκβιομηχάνιση και
αστικοποίηση της τελευταίας δεκαετίας είναι κάτι παραπάνω από μια κατάρα.
Πράγματι, από την δεκαετία του 1990 υπήρξαν αυξανόμενες αγροτικές διαμαρτυρίες
επί της απαλλοτρίωσης των γαιών και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
4.3 Συσσώρευση κεφαλαίου και αρπαγή της γης
Η ραγδαία συσσώρευση κεφαλαίου κατά τα τελευταία δέκα ή κάτι τέτοιο χρόνια έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη ζήτηση για γη. Καθώς μικρές πόλεις και χωριά έχουν μεταμορφωθεί σε αχανείς πόλεις, που μετά ζητάνε νερό, ενέργεια και δρόμους, αχανή μερίδια γης έχουν χτισθεί. Το περισσότερο αυτής της γης ήταν καλλιεργήσιμο. Πράγματι, κατά τα τελευταία λίγα χρόνια υπήρξε αυξανόμενη ανησυχία στην πλευρά των οικονομικών σχεδιαστών της Κίνας σχετικά με την ραγδαία απώλεια αγροτικής γης προς όφελος κατασκευαστικών έργων. Έχει υπολογισθεί ότι μεταξύ 2000 και 2005 πάνω από 6 εκατομμύρια από τα 128 εκατομμύρια των εκταρίων της καλλιεργούμενης γης Κίνας χάθηκαν στο προτσές αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης.[36]
Αυτή η κορακίσια ζήτηση για γη σημαίνει ότι υπάρχει ένα τεράστιο δυνητικό για “αναπτυξιακό κέρδος” καθώς η γη η οποία χρησιμοποιείται για κατασκευές, αξίζει πολλές φορές περισσότερο από την χρήση της για καλλιέργεια.[37] Ωστόσο, οι χωρικοί δεν είναι ιδιοκτήτες της δικής τους γης. Όλες οι γαίες ακόμη ανήκουν τελικά στο κράτος. Οι χωρικοί μισθώνουν την γη ευθέως από τις αρχές του χωριού ή της πόλης. Ωστόσο οι υψηλά κρατικές αρχές έχουν το δικαίωμα να απαλλοτριώνουν οποιαδήποτε γαία για χάρη του “δημόσιου συμφέροντος”. Έτσι, οι χωρικοί δεν έχουν σύννομη αξίωση στα αχανή απροσδόκητα (οφέλη και ωφελήματα) που έχουν εγερθεί με την ραγδαία εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση της περασμένης ή κάτι τέτοιο δεκαετίας.
Στην περίπτωση των υψηλού προφίλ έργων που διευθύνονται ευθέως από τα κεντρικά κρατικά υπουργεία, όπως το φράγμα των Τριών Φαραγγιών, που εκτόπισε πάνω ένα εκατομμύριο ανθρώπων από τα σπίτια τους, υπήρξε σχετικά γενναιόδωρη αποζημίωση, συνδυασμένη με συντονισμένες προσπάθειες να αποτραπεί η διαφθορά.[38] Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων η σύγκρουση μεταξύ των διεφθαρμένων χωρικών και των κομητειακών κομματικο-κρατικών αξιωματούχων σήμαινε ότι οι χωρικοί αφήνονταν με μια εμπαικτική αποζημίωση για την απώλεια της γης τους. Ως αποτέλεσμα, οι χωρικοί κατέληξαν με το να τους δίνουν ένα ασήμαντο επίδομα για αποζημίωση και μετά έβρισκαν εαυτούς χωμένους σε πρόχειρα χτισμένους κοιτώνες. Στο μεταξύ, διεφθαρμένοι αξιωματούχοι μπορούσαν να κάνουν αχανείς περιουσίες.[39]
Κι όμως, οι
χωρικοί της Κίνας δεν έχουν μόνο αποκλεισθεί από τα κέρδη της ραγδαίας
συσσώρευσης κεφαλαίου, έχουν επίσης υποφέρει από την περιβαλλοντική επίδραση
που έχει επιφέρει κατά την εκκίνησή της.
4.4 Η περιβαλλοντική
επίδραση της κεφαλαιακής συσσώρευσης
Καθώς η κλιματική αλλαγή γίνεται ένα κύριο ζήτημα, έχει καταστεί καλά γνωστό, ότι, με την ραγδαία εκβιομηχάνισή της, η Κίνα είναι σε πορεία να ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εκμπομπεύς αερίων θερμοκηπίου στο κοντινό μέλλον -αν δεν το έχει κάνει ήδη. Περισσότερο από το 70% του ηλεκτρισμού της Κίνας παράγεται από την καύση άνθρακα. Πράγματι, σύμφωνα με τους New York Times “κάθε βδομάδα έως 10 μέρες, κι άλλο ένα εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας ανοίγει κάπου στην Κίνα που είναι αρκετά ογκώδες για να εξυπηρετήσει όλα τα νοικοκυριά του Ντάλας ή του Σαν Ντιέγκο”.[40] Ωστόσο, παρόλο που αυτή η αύξηση σε εκπομπές αερίων θερμοκηπίου είναι πιθανό να έχει μια σοβαρή μακροπρόθεσμη επίδραση στο παγκόσμιο κλίμα, η ραγδαία εκβιομηχάνιση της Κίνας έχει μια πιο μη διαμεσολαβημένη περιβαλλοντική επίδραση για πολλούς Κινέζους ανθρώπους.
Με μια υπερκαλπάζουσα ορμή να συσσωρεύσεις κεφάλαιο, οι κόκκινοι καπιταλιστές της Κίνας έχουν επιδείξει ελάχιστη επιμέλεια στο περιβάλλον. Τοπικοί κομματικο-κρατικοί αξιωματούχοι κανονικά κάνουν τα στραβά μάτια στην παραβίαση ακόμη και των ελάχιστων περιβαλλοντικών κανονισμών τιθέμενων από την ηγεσία του ΚΚΚ. Ως αποτέλεσμα, πολλές από τις βιομηχανίες της Κίνας ξεβράζουν μεγάλες ποσότητες υψηλά τοξικών μολυντών με λίγο περιορισμό.
Η Κίνα τώρα φημίζεται να είναι το σπίτι των δεκαέξι από τις είκοσι πιο ρυπογόνες πόλεις στον κόσμο. Η ρύπανση έχει προσεγγίσει τέτοια κλίμακα ώστε προκαλεί σοβαρές ιατρικές ανησυχίες από πλευράς του Κινεζικού Υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με κοινή έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Κινεζικής Κυβέρνησης, υπάρχουν υπολογισμένα 750.000 πρόωροι θάνατοι εξ αιτίας αναπνευστικών ασθενειών προκαλούμενων από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Ωστόσο, αυτό το οποίο είναι εισέτι χειρότερο είναι η μόλυνση του ύδατος. Με πολλά από τα ποτάμια της Κίνας να μετατρέπονται σε ανοιχτούς υπονόμους και αγωγούς για βιομηχανικά λύματα, υπολογισμένα 700 εκατομμύρια άνθρωποι πίνουν μολυσμένο νερό, 190 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν ασθένειες ως αποτέλεσμα. Λέγεται ότι “στα μείζονα ποτάμια όλης της Κίνας, τα χωριά αναφέρουν εκρηκτικά ποσοστά διάρροιας, ασθενειών, όγκων, λευχαιμίας και καθυστερημένης ανάπτυξης”.[41]
Κατά συνέπεια, η ρύπανση ταχέως γίνεται ένα μείζον ζήτημα στην Κίνα. Τα επίσημα καταχωρισμένα παράπονα αυξάνονται 30% την χρονιά, και στα 2005 υπήρχαν περισσότερες από 50.000 αναφερόμενες διαμαρτυρίες σχετικά με την ρύπανση. Ίσως, μια από τις πιο καλά αναφερόμενες τέτοιες διαμαρτυρίες έγινε τον Μάιο (2007) στην πόλη Ξιαμέν. Ύστερα από μήνες ογκούμενων διαμαρτυριών επί της προτεινόμενης κατασκευής ενός πετροχημικού εργοστασίου οι φοιτητές και το ΔΕΠ στο πανεπιστήμιο της πόλης λέγεται ότι απέστειλαν ένα εκατομμύριο γραπτά μηνύματα καλώντας τους συμπολίτες τους να διαμαρτυρηθούν. Παρά τις απειλές από τις πανεπιστημιακές αρχές περί αποβολής των φοιτητών και απόλυσης του ΔΕΠ, αυτό το κάλεσμα οδήγησε σε μια πορεία μεταξύ 7.000-20.000 ανθρώπων.[42]
Κι όμως, καθώς σε τέτοιες ειρηνικές και κυρίως της μεσαίας τάξης διαμαρτυρίες έχει προσδοθεί ιδιαίτερη σημασία στην Δύση -δίδοντας άνοδο σε ελπίδες για το ξεκίνημα ενός Δυτικού-στυλ περιβαλλοντικού κινήματος στην Κίνα- ο όγκος των διαμαρτυριών εναντίον της μόλυνσης έχει επέλθει από τους χωρικούς. Αυτό είναι ίσως δύσκολα ιδιαιτέρως εκπληκτικό, αφ' ής στιγμής είναι οι χωρικοί οι οποίοι έχουν επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος της περιβαλλοντικής επίπτωσης της μόλυνσης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Αν μη τι άλλο, η έρημος Γκόμπι επεκτείνεται 1.900 τετραγωνικά μίλια την χρονιά. Αυτή η ερημοποίηση μαζί με τις επιδραστικές ερημωτικές αμμοθύελλες οι οποίες συχνά σαρώνουν την βόρεια Κίνα, αναγκάζουν εκατομμύρια χωρικούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κάθε χρόνο. Κι όμως, καθώς τέτοια ερημοποίηση ίσως εμφανίζεται να είναι οικεία στις φυσικές δυνάμεις, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για την βιομηχανική μόλυνση. Η βιομηχανική μόλυνση δεν προκαλεί μόνο ασθένειες, μολύνει την γη και βλάπτει τις καλλιέργειες. Είναι υπολογισμένο ότι περισσότερο από το 10% της αγροτικής γης της Κίνας είναι μολυσμένο. Επιπρόσθετα, οι χωρικοί της Κίνας έχουν να ανταγωνιστούν με αυξανόμενες βιομηχανικές ζητήσεις για νερό. Ακόμη κι όταν παρακρατούν νερό για να ποτίσουν τις καλλιέργειές τους, συχνά είναι μολυσμένο.[43]
Προς απόκλιση από τους αντίποδές τους στην μεσαία τάξη, οι αγρότες διαδηλωτές συνήθως δεν έχουν τις εικονικές συνδέσεις με τον κόσμο. Ως συνέπεια, οι αγροτικές διαμαρτυρίες οφείλουν να είναι ιδιαιτέρως μεγάλες ή βίαιες ώστε να διαρρήξουν την συνήθη λογοκρισία επιβαλλόμενη από τις Κινεζικές αρχές. Ένα πρόσφατο παράδειγμα διαμαρτυριών οι οποίες έχουν προσεγγίσει μια κλίμακα ήταν εκείνες στην επαρχία Ζεγιάνγκ την Άνοιξη και Καλοκαίρι του 2005.
Στο χωριό Χουασχούι, κοντά στην πόλη Ντονγιάνγκ, υπήρχαν σχεδόν δυο χρόνια διαμαρτυριών οι οποίες ακολούθησαν την κατασκευή ενός βιομηχανικού πάρκου που περιλάμβανε δεκατρία μείζονα εργοστάσια χημικής βιομηχανίας. Τα χωριά είχαν παραπονεθεί ότι ο τοπικός ποταμός είχε σοβαρά μολυνθεί, η γη τους είχε σοβαρά μολυνθεί -οδηγώντας στον μαρασμό των καλλιεργειών τους -και ότι υπήρχε μια ανησυχητική αύξηση στην θνησιμότητα στις γεννήσεις. Έχοντας απαιτήσει από τις τοπικές, περιφερειακές και ακόμη κι απ' τις εθνικές αρχές, αλλά με λίγο αποτέλεσμα, ένας μικρός αριθμός ηλικιωμένων συνταξιούχων ξεκίνησε ένα μπλοκάρισμα της οδικής υπηρεσίας στο βιομηχανικό πάρκο. Ύστερα από δυο εβδομάδες αυτό το μπλοκάρισμα προσέλκυσε τεράστια υποστήριξη από τοπικούς ανθρώπους από τα γύρω χωριά. Την 10η Απρίλη χιλιάδες από την αστυνομία μπαχάλων εστάλησαν να σπάσουν το μπλοκάρισμα και συνάντησαν δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σοβαρό μπάχαλο. Λεωφορεία και αστυνομικά οχήματα αναποδογυρίστηκαν, παράθυρα έσπασαν και υπήρξαν αναφορές -που οι αρχές συνεπακόλουθα αρνήθηκαν- εκατοντάδων τραυματιών (ή ακόμη και σκοτωμένων σε κάποιες αναφορές) κι από τις δύο πλευρές. Έπειτα, οι αρχές επιδίωξαν να κατηγορήσουν τους αγκιτάτορες για το μπάχαλο και τον Ιούλιο τα εργοστάσια έκλεισαν.[44]
Ακολουθώντας την
επιτυχία των διαδηλωτών στο Χουασχούι, χωριάτες από το Μεϊσχάν, κι αυτό στην
επαρχία του Ζεγιάνγκ, ξεκίνησαν ένα μπλοκάρισμα στο Εργοστάσιο Μπαταριών Τιαν
Νενγκ, επ' ανησυχιών ότι το εργοστάσιο προκαλούσε μεγάλη δηλητηρίαση, ιδιαίτερα
στα τοπικά παιδιά. Κατά τις αρχές του Αυγούστου το μπλοκάρισμα είχε προσελκύσει
την υποστήριξη γύρω στα δέκα εκατομμύρια ανθρώπων και είχε πετύχει στο να
κλείσει το εργοστάσιο για μια βδομάδα. Πάλι, η αστυνομία μπαχάλων εστάλησαν,
προκαλώντας κι άλλο ένα μπάχαλο στο οποίο η αστυνομία εδέχθη λίθους και
μπατσικά αναποδογυρίστηκαν. Μετά το μπάχαλο, αναφέρθηκαν απόπειρες εμπρησμού
του εργοστασίου. Λίγες μέρες μετά οι αρχές έκαναν πλάτες και ανακοίνωσαν ότι
μια σοβαρή έρευνα θα γινόταν επί των κατηγοριών εις βάρος του εργοστασίου.[45]
4.5 Η φύση των
διαμαρτυριών των χωρικών
Οι διαμαρτυρίες εναντίον της μόλυνσης στο Ζεγιάνγκ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2005 είναι ίσως μάλλον εξαιρετικές. Πράγματι, παρά το ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες διαμαρτυριών χωρικών επί των απαλλοτριώσεων γαιών και περιβαλλοντικών ζητημάτων κάθε χρονιά, πρέπει να ειπωθεί ότι -ακόμα πιο πολύ κι από τους αστεακούς αντίποδές τους του παλιού ντανβέι- η κύρια άποψη του Κινέζου χωρικού είναι αυτή της στωικής παραιτήσεως. Όπως ο Χιαολίν Γκούο έχει επισημάνει στην μελέτη του επί της απαλλοτρίωσης της γης από τα χέρια των χωρικών στην Γουνάν:
Στερούμενοι εναλλακτικών μέσων διαβίωσης, παρά της καλλιέργειας και εκτροφής, οι χωριάτες ήταν συνολικά στο έλεος των στελεχών του χωριού που ήλεγχαν τους ζωτικούς πόρους επί των οποίων τα νοικοκυριά εξαρτώνταν για τα προς το ζειν, και δι' αυτό δεν ηδύναντο να αντέξουν να τους αμφισβητήσουν.[46]
Επιπρόσθετα, κατά το εύρος στο οποίο οι αγροτικές κοινότητες είναι λίγο περισσότερο από συμπήξεις αδιαίρετων νοικοκυριών, τότε η χωριάτικη αλληλεγγύη μπορεί εύκολα να καταρρεύσει εν όψει εξ ίσου των κινήτρων και του εκφοβισμού απ' τα τοπικά Κομματικά στελέχη.
Όταν οι χωρικοί δρουν μαζί ώστε να αντισταθούν στις απαλλοτριώσεις γαιών ή μάχονται εναντίον της βιομηχανικής μόλυνσης, τότε, σχεδόν παρομοίως όπως οι αστεακοί αντίποδές των, συνήθως ακολουθούν την διαδικασία του επιτυχώς απευθύνθεσαι στα υψηλότερα επίπεδα του κράτους-κόμματος. Η έγνοια της πατρικής καλοπιστίας της ηγεσίας του ΚΚΚ παραμένει επίσημα οχυρωμένη ανάμεσα στους περισσότερους των χωρικών, και το πρόβλημα κανονικά αντιμετωπίζεται σαν να είναι διαφθορά και απληστία των τοπικών αξιωματούχων. Ως αποτέλεσμα, η πλατιά πλειοψηφία των διαμαρτυριών των χωρικών παραμένει μικρή και περιορισμένη σε σύννομες οδούς διαμαρτυρίας.
Ωστόσο, επειδή τα αγροτικά χωριά είναι πιο απομακρυσμένα από τα κέντρα εξουσίας, η προοπτική των υψηλού επιπέδου Κομματικών αφεντικών δι' επεμβαίνειν στις αντιδικίες είναι συνήθως λιγότερη απ' ότι με τις διαμαρτυρίες των εργατών από τα πρώην ντανβέι. Πράγματι, τα τοπικά Κομματικά στελέχη συχνά προσλαμβάνουν τραμπούκους για να εκφοβίζουν τις πιο μεγάλες διαμαρτυρίες των χωρικών προκειμένου να αποφύγουν αυτές να τραβήξουν την προσοχή των υψηλότερα ιστάμενων αρχών στο πρόβλημα και να καλέσουν κι άλλη αστυνομία. Ως αποτέλεσμα, όταν οι διαμαρτυρίες των χωρικών απογειώνονται, τείνουν να κλιμακωθούν όλο και παραπέρα όλο και πιο γρήγορα από αυτές στις πόλεις. Όπως τα παραδείγματα της επαρχίας Ζεϊγιάνγκ δείχνουν, άπαξ και μια διαμαρτυρία ξέφυγε από τους περιορισμούς των κοινοτήτων των αδιαίρετων χωριών, τότε μπορούν συχνά γρήγορα να συμπεριλάβουν δεκάδες χιλιάδων εμπλεκόμενων σε οδομαχίες είτε με την αστυνομία είτε εις βάρος των πληρωμένων τραμπούκων.
Σε κάποιες πολύ εξαιρετικές
περιπτώσεις, η κατάσταση κλιμακώνεται τόσο πολύ που παραστρατιωτικές δυνάμεις
κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις διαμαρτυρίες και πυροβόλησαν στους διαδηλωτές.
Ίσως η πιο πλατιά αναφερόμενη απ' αυτές τις υποθέσεις ήταν οι διαμαρτυρίες από
χωρικούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν από την γη τους, προκειμένου να χτισθεί ένα
φράγμα στο Χανγουάν στην Επαρχία Σιχουάν. Τον Νοέμβριο του 2004 αναφέρθηκε μια
καθιστική διαμαρτυρία από δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτών που επιχειρούσαν να
εμποδίσουν την κατασκευή του φράγματος, η οποία διαλύθηκε από την αστυνομία
μπαχάλων και παραστρατιωτικές δυνάμεις που πυροβόλησαν σε έναν μεγάλο αριθμό
ανθρώπων. Πιο πρόσφατα, τον Δεκέμβριο του 2005, μια διαμαρτυρία για την
απαλλοτρίωση της γης ώστε να χτιστούν εργοστάσια στο Πανγκόνγκ, στην επαρχία
Γκουανγντόνγ, αναπτύχθηκε σε ένα πλήρους κλίμακας μπάχαλο. Ένοπλη αστυνομία
εστάλη φέρουσα αυτόματα όπλα και ηλεκτρικά ραβδιά ώστε να καταστείλει το
μπάχαλο. Αναφέρθηκε ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα εξήντα άνθρωποι να
τραυματισθούν, και ένα δεκατριάχρονο κορίτσι να σκοτωθεί.[47]
4.6 Από χωρικοί σε
μετανάστες εργάτες
Εξ ίσου επί Μάο και του πρώτου κύματος μεταρρυθμίσεων, η κεφαλαιακή συσσώρευση σε μεγάλο εύρος ήτο εξαρτώμενη στην εκμετάλλευση των αγροτών. Ωστόσο, η απόσπαση πρόσθετης εργασίας από τους αγρότες κατέστη ήσσονος σημασίας με την ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία. Πράγματι, εν όψει της αγροτικής αναταραχής, το κράτος ήταν προετοιμασμένο σε περιορισμένο εύρος να ανακουφίσει τις συνθήκες του αγροτικού πληθυσμού. Επομένως, όπως έχουμε δει, η κύρια ενάντια επίδραση επί των χωρικών στην τρέχουσα φάση της κεφαλαιακής συσσώρευσης ήταν η απαλλοτρίωση της γης με ελάχιστη αποζημίωση και περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Κι όμως, παρόλο
που η τρέχουσα συσσώρευση κεφαλαίου ίσως είναι λιγότερο εξαρτώμενη στην
εκμετάλλευση των αγροτών ως αγροτών, είναι εξαρτώμενη στην απόσπαση πρόσθετης
εργασίας από τους χωρικούς ως μετανάστες εργάτες. Είναι αυτήν την μεταμόρφωση
των χωρικών σε μια νέα αναδυόμενη εργατική τάξη που τώρα θα αναλογισθούμε.
5. Η νέα αναδυόμενη εργατική τάξη
5.1 Κεφαλαιακή συσσώρευση και η μορφοποίηση της νέας εργατικής
τάξης
Όπως έχουμε προηγούμενα επισημάνει, η οικονομική και χρηματιστική περιχαράκωση η οποία επήλθε στα τέλη του μπουμ της δεκαετίας του 1980, είχε μια μείζονα επίδραση στις ΕΚΧ. Υπολογίσθηκε ότι πάνω από είκοσι εκατομμύρια εργάτες γης έχασαν τις δουλειές του σε όλη την Κίνα. Για πολλούς χωρικούς, η δουλειά στις ΕΚΧ τους είχε προμηθεύσει με ένα ζωτικό συμπλήρωμα των λιγοστών εισοδημάτων τους προερχόμενων από την καλλιέργεια και εκτροφή. Τώρα, όχι μόνο όντες υπεράριθμοι από τα εργοστάσια αγροτικών προϊόντων, αλλά αντιμετωπίζοντας μια πίεση στα αγροτικά εισοδήματά τους με αυξανόμενα κόστη αγροτικών εισροών, αυτοί οι χωρικοί ήταν συχνά απελπισμένοι για να βρουν δουλειά. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι υπεράριθμοι εργάτες παρείχαν μια εύκαιρη δεξαμενή φτηνής, ήδη εργοστασιακά καταρτισμένης και συμμορφούμενης εργασιακής δύναμης που επρόκειτο να καταστεί αναγκαία για την ραγδαία ανάπτυξη του εξαγωγικά-προσανατολισμένου τομέα χρηματοδοτούμενου από την αλλοδαπή ευθεία επένδυση.
Με την ραγδαία συσσώρευση βιομηχανικού κεφαλαίου που είχε συμβεί κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια τεράστιοι αριθμοί χωρικών απ’ όλη την Κίνα είχαν μετακινηθεί στις πόλεις ώστε να δουλέψουν σε νέες βιομηχανίες και σε κατασκευαστικά έργα ως μετανάστες εργάτες. Κάποιοι υπολογίζουν ότι η μεταναστευτική εργασιακή δύναμη είχε τώρα αυξηθεί πάνω από 100 εκατομμύρια. Είναι σε αυτήν την βάση αυτό το οποίο μπορεί να περιγράφει ως υπερ-εκμετάλλευση αυτής της αχανούς φθηνής και συμμορφούμενης εργασιακής δύναμης, που η τεράστια μεταμόρφωση της Κίνας κατά την προηγούμενη δεκαετία ή κάτι τέτοιο επετεύχθη.
Κι όμως, το προτσές της προλεταριοποίησης αυτών των χωρικών μεταναστών εργατών, επιφερθέν από την ραγδαία συσσώρευση κεφαλαίου στους νέους εξαγωγικά-προσανατολισμένους τομείς, πήγε πολύ μακριά. Υπό το χούκου η νομική θέση των μεταναστών ήταν ακόμη εκείνη των χωρικών. Ως τέτοιοι, οι μετανάστες εργάτες δεν έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στις αστεακές περιοχές και είναι αποκλεισμένοι από τις ποικίλες κατοχυρώσεις που οι αστεακοί κάτοικοι απολαμβάνουν. Ωστόσο, ως χωρικοί, αυτοί έχουν ένα ισόβιο δικαίωμα να αξιώνουν γη για ιδία χρήση στο χωριό όπου είναι καταχωρισμένοι σύμφωνα με τις ανάγκες των εαυτών των και των εξαρτώμενων μελών των οικογενειών των.
Οι περισσότεροι των μεταναστών εργατών, που μια μεγάλη αναλογία τους είναι νεαρές γυναίκες, επιδιώκουν να επιστρέψουν σπίτι στο χωριό τους αφ’ ής στιγμής έχουν εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να συζευχθούν και να κάνουν παιδιά, ή να φροντίσουν τους γηραιούς συγγενείς τους. Για τους μετανάστες εργάτες από τις φτωχότερες περιοχές της υπαίθρου, ένα μεγάλο τμήμα των μισθών το οποίο μπορούν να κερδίσουν και που είναι πάνω από τα σκέτα κόστη διαβίωσης στην πόλη, αποστέλλεται πίσω στους συγγενείς στην ύπαιθρο για να συμπληρώσει τα εισοδήματά τους από την καλλιέργεια και την εκτροφή. Τέτοια εμβάσματα είναι ουσιώδη, απλά για να ικανοποιήσει κάποιος τους σκοπούς του. Για τους μετανάστες από τις πλουσιότερες περιοχές, όπου η καλλιέργεια και η εκτροφή είναι περισσότερο ή λιγότερο επαρκής για να παράσχει ένα βασικό εισόδημα διαβίωσης, οι μισθοί εξοικονομούνται για κοινωνική πρόοδο/άνοδο εντός της κοινότητας του χωριού. Το χρήμα εξοικονομείται για να πληρωθούν εισφορές στο σχολείο/δίδακτρα για τα παιδιά ή αλλιώς για να χτισθεί το μεγάλο σύμβολο του Κινεζικού χωριού –το τουβλόσπιτο[48]. Ως συνέπεια, οι μετανάστες εργάτες παρέμεναν ριζωμένοι στην ύπαιθρο. Σε όρους εξ ίσου νομικής καταστάσεως και κοινωνικών απόψεων και φιλοδοξιών ο μετανάστης εργάτης παραμένει χωρικός πρώτα και εργάτης δευτερευόντως. Αμφότερες αυτή η νομική κατάσταση και η κοινωνική ταυτότητα εξυπηρέτησαν την αποδυνάμωση των μεταναστών εργατών στην σχέση τους με αμφότερα κράτος και κεφάλαιο.
Πρώτον, εκεί παραμένει μια μείζονα διαίρεση μεταξύ των χωρικών μεταναστών εργατών και της πιο προνομιακής αστεακής εργατικής τάξης, που άνευ αμφιβολίας τους βλέπει ως ανταγωνιστές. Μετανάστες εργάτες συχνά αναφέρονται με περιφρόνηση ως χωριάτικες κολοκύθες. Τέτοιες απόψεις έχουν καταστήσει πολύ δύσκολο να αναπτυχθεί οποιαδήποτε συλλογική δράση ή οργάνωση μεταξύ της παλιάς εργατική τάξης και της νέα αναδυόμενης τάξης των μεταναστών εργατών.
Δεύτερον, η κατάσταση των υπό του χούκου συστήματος σημαίνει ότι η νομική κατάσταση των μεταναστών εργατών στην πόλη είναι πολύ επισφαλής. Αν βρίσκουν εαυτούς σε μπλεξίματα με τις αρχές αυτοί μπορεί εύκολα να χάσουν τα προσωρινά χαρτιά διαμονής, και μ’ αυτά την δουλειά τους. Τότε αυτοί πρέπει να ζήσουν και να δουλέψουν παράτυπα μέσα στην πόλη, ή αλλιώς κάνουν το συχνά μακρινό ταξίδι στο σπίτι στο χωριό της καταγωγής τους. Επιπρόσθετα, οι μετανάστες εργάτες συχνά βρίσκουν εαυτούς να πρέπει να ζήσουν σε κοιτώνες εργοστασίων. Παρόλο που αυτό κάποιες φορές διευκολύνει την οργάνωση των εργατών σε ένα συγκεκριμένο εργοστάσιο επειδή όλοι αυτοί ζούνε μαζί– δουλεύουνε μαζί, συνήθως σημαίνει πως οι εργάτες είναι πιο αθέλητοι για να δημιουργήσουν μπελάδες απ’ την στιγμή που αν χάσουν τις δουλειές τους σημαίνει ότι δεν έχουν πουθενά να ζήσουν στην πόλη.
Τρίτον, η πλατιά κοινή προσδοκία ότι νωρίτερα ή αργότερα θα επιστρέψουν σπίτι τους στο χωριό, σήμαινε ότι η κύρια άποψη των μεταναστών εργατών ήταν να κρατήσουν τα κεφάλια τους κάτω και να αποφύγουν τα μπλεξίματα. Η έγνοια πως όσο και σκληρές να είναι οι συνθήκες στο εργοστάσιο, δεν θα είναι για πάντοτε, έτεινε στο να οδηγήσει σε μια άποψη στωικής παραίτησης παρά σε αντίσταση.
Τελικά, η παροδική και μεταβατική φύση της μεταναστευτικής εργασίας έχει καταστήσει δύσκολο το χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών –ακόμη και χωρίς κανέναν βαθμό οργάνωσης. Η εργασιακή δύναμη σε ένα εργοστάσιο ή σε έναν χώρο κατασκευών, σε μια οικοδομή, μπορεί να είναι σε μια μόνιμη κατάσταση ροής, καθώς οι εργάτες καταφθάνουν στην πόλη και πηγαίνουν πάλι στην ύπαιθρο είτε για τα καλά είτε για σύντομες περιόδους. Επίσης με τους μετανάστες εργάτες να έρχονται απ’ όλη την Κίνα, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πάντα πολιτιστικές διαιρέσεις και προκαταλήψεις οι οποίες πρέπει να υπερβαθούν γρήγορα.
Ως αποτέλεσμα της
αδύναμης θέσεώς των, οι αγώνες των μεταναστών εργατών ήταν, τουλάχιστον μέχρι
πρόσφατα, μάλλον περιορισμένοι. Κι όμως, αυτό δεν σημαίνει πως οι μετανάστες
εργάτες ήταν ολότελα πειθήνιοι. Σε αντίθεση, αυτοί έχουν αυξανόμενα επιχειρήσει
να παλέψουν ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από το κεφάλαιο χρησιμοποιώντας
έννομες μεθόδους. Νομικές αντιδικίες και κρατικές μεσολαβήσεις μεταξύ εργατών
και εργοδοτών έχουν εκτοξευθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 με 100.000
(δικαστικές) υποθέσεις να πραγματεύονται κάθε χρόνο. Στην Σανγκάη, επί
παραδείγματι, ο αριθμός των αγωγών κάθε χρόνο αυξήθηκε 600% μεταξύ 1995 και
2005, με το 75% να φαίνεται ότι έχουν διευθετηθεί προς όφελος των εργατών.
5.2 “Αγοραίο
σοσιαλιστικό” εργατικό δίκαιο στην θεωρία και στην πράξη
Μέσω μιας σειράς νόμων εργατικού δικαίου εισαχθέντων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το Κινεζικό κράτος έφτιαξε ένα περίτεχνο σύστημα ρύθμισης των συμβάσεων εργασίας, που ισχυρίζεται πως παρέχει ουσιώδη προστασία για τα συμφέροντα των εργατών υπό “αγοραίο σοσιαλισμό”. Επαρχιακές και δημοτικές αρχές είναι υποχρεωμένες να θέτουν ελάχιστους μισθούς που όλοι οι απασχολούμενοι υπό την αρμοδιότητά των πρέπει να παίρνουν. Ο νόμος περιορίζει την κανονική εργάσιμη εβδομάδα σε ένα μέγιστο σαράντα ωρών. Οι απασχολούμενοι είναι εκ του νόμου υποχρεωμένοι να ικανοποιούν ελάχιστα προαπαιτούμενα υγείας και ασφάλειας, και οι εργοδότες είναι αναγκασμένοι να παρέχουν γραπτές συμβάσεις εργασίας εξειδικεύοντας λεπτομερειακά τον μισθό και τους όρους (παροχής εργασίας).
Προκειμένου να επιβάλλουν την εφαρμογή αυτών των νόμων εργατικού δικαίου, και να εξασφαλίσουν “αρμονικές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και απασχολούμενων”, υπάρχει μια προβλεπόμενη διαδικασία τριών βημάτων περί διευθέτησης εργατικών διαφορών. Πρώτα, είτε οι εργοδότες είτε οι εργάτες ασκούν αίτηση στο τοπικό κρατικά-διοικούμενο Γραφείο Εργασίας να παρέμβει σε μια διαφορά. Δεύτερα, αν η παρέμβαση αποτύχει, τότε έκαστο μέρος μπορεί να απευθύνει το ζήτημα σε εκδίκαση υπ’ ενός δικαστηρίου συγκροτούμενου από τοπικούς εκπροσώπους του επίσημου εργατικού σωματείου, της εργοδοτικής οργανώσεως και της κυβερνήσεως. Τελικά, έκαστο μέρος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου σε ένα νομικό (: ήτοι συντιθέμενο από επαγγελματίες δικαστές) δικαστήριο.
Στην θεωρία, οι νόμοι εργατικού δικαίου της Κίνας έδειχναν πως παρέχουν στους εργάτες έναν ουσιώδη βαθμό προστασίας. Αλλά, φυσικά, στην (κοινωνική) πρακτική η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Το τοπικό κόμμα-κράτος έχει συνήθως περιβεβλημένα[49] συμφέροντα στην συσσώρευση κεφαλαίου και μπορεί να μετριέται από τους εργοδότες, ώστε να κάνει τα στραβά μάτια στις πιο κατάφωρες παραβιάσεις των “σοσιαλιστικών” νόμων εργατικού δικαίου. Οι περισσότεροι μετανάστες εργάτες, για παράδειγμα, δεν έχουν γραπτές συμβάσεις. Συχνά πρέπει να δουλέψουν 18 ώρες την μέρα, επτά μέρες την βδομάδα, με μόνο ένα ρεπό τον μήνα. Ανεπαρκής σεβασμός αποδίδεται στην υγεία και την ασφάλεια και οι εργάτες συχνά πρέπει να δουλέψουν σε φρικτές συνθήκες και υπάρχουν συχνά ατυχήματα και τραυματισμοί. Οι εργοδότες συχνά κάνουν αυθαίρετες μειώσεις από τους μισθούς. Πράγματι, είναι σύνηθες σύμπτωμα ότι οι μισθοί δεν καταβάλλονται για αρκετούς μήνες όταν οι παραγγελίες μειώνονται.
Στην κορυφή όλων αυτή η εργασιακή πειθαρχία συχνά επιβάλλεται μέσω καταχρηστικής, υποτιμητικής και βίαιης συμπεριφοράς προς τους εργάτες. Υπάρχουν υποθέσεις (: δικαστικές, αστυνομικές) κατά τις οποίες όλοι οι εργάτες υποχρεώθηκαν να γδυθούν πριν φύγουν από το εργοστάσιο για να γίνει έλεγχος μην είχαν κλέψει τίποτα: συχνά οι εργάτες καταθέτουν εις βάρος των εργοδοτών σχετικά με το πόσο αφήνουν τους επιστάτες να χτυπάνε του απασχολούμενους.[50]
Πάραυτα, μέσω επίμονων, συνεπών και συντονισμένων προσπαθειών έχει καταστεί δυνατό για τους μετανάστες εργάτες να χρησιμοποιήσουν τους νόμους του εργατικού δικαίου και τις επίσημες αντιδικίες ώστε να αποκομίσουν ορισμένους κόκκινους περιορισμούς ενάντια στην συμπεριφορά των εργοδοτών. Ωστόσο, αυτό πρέπει να ειπωθεί, είναι συνήθως ένα ανηφορικό καθήκον. Πρώτ’ απ’ όλα, οι περισσότεροι μετανάστες εργάτες δεν γνωρίζουν τα νομικά δικαιώματά τους. Όταν ανακαλύπτουν ότι μπορούν να απευθυνθούν στο Γραφείο Εργασίας για να παρέμβει σε μια διαφορά με τους εργοδότες τους, συχνά αντιμετωπίζονται από τα στελέχη σαν όχι κάτι περισσότερο από χωριάτικες κολοκύθες. Επιπρόσθετα, αν ο εργοδότης είναι ορισμένος να παρελκύσει την διαφορά, τότε οι εργάτες πρέπει να ψάξουν για κοστοβόρα νομική συμβουλή προκειμένου να πάνε το ζήτημα στην εκδίκαση ή τελικά στο δικαστήριο. Με τους εργάτες συχνά απελπισμένους για χρήμα, ο χρόνος είναι συνήθως στην μπάντα του εργοδότη, ο οποίος μπορεί να εύκολα να παρελκύσει τις διαδικασίες.
Κι όμως, οι εργάτες μπορούν συχνά να επισπεύδουν ζητήματα μέσω συλλογικής άμεσης δράσης. Η στενή σύνδεση μεταξύ κόμματος-κράτους και εργοδοτών σημαίνει ότι πολιτική πίεση μπορεί ταχέως να παράξει αποτελέσματα. Αιτήσεις από απομονωμένα αδιαίρετα εύκολα παραπέφτουν ή καθυστερούν, αλλά κραδαίνοντας τα εργαλεία της δουλειάς και κάνοντας πορεία κάτω στα τοπικά Γραφεία Εργασίας ή μπλοκάροντας την μετακίνηση των κομματικο-κρατικών αξιωματούχων, τους αναγκάζουν να πάρουν την αντιδικία πιο σοβαρά. Δημόσιες διαμαρτυρίες που απειλούν να συνδεθούν με άλλους εργάτες στην πόλη, δεν είναι του χεριού τους, και είναι συνήθως αποτελεσματικές στο να πείθουν τις τοπικές αρχές να βάλουν πίεση στους εργοδότες για να διευθετήσουν ή τουλάχιστον να μην καθυστερούν τις διαδικασίες.
Οι μετανάστες
εργάτες της Κίνας είναι γι’ αυτό ικανοί να αποσπούν υποχωρήσεις μέσω νομικών
καναλιών υποστηριζόμενοι από την συλλογική άμεση δράση. Πράγματι, υπάρχει ένας
αυξανόμενος αριθμός εργατών που εξ ίσου γνωρίζει τις νομικές και διαδικαστικές
περιπλοκές της παρεμβατικής και δικονομικής διαδικασίας της Κίνας, και είναι
ικανοί να οργανώνονται μαζί με τους συναδέλφους τους εργάτες και να προωθούν
τις αξιώσεις τους. Ως αποτέλεσμα, οι μετανάστες εργάτες έχουν γίνει αυξανόμενα
επιτυχείς στο να χρησιμοποιούν τον νόμο για να κερδίζουν υποχωρήσεις. Ωστόσο, στα
καλύτερά της μια τέτοια επιτυχία έχει διανύσει λίγο δρόμο προς τον περιορισμό
της υπερ-εκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών. Κι όμως, κατά τα τελευταία δύο
χρόνια υπάρχουν σημάδια σημαντικών αλλαγών στην διαπραγματευτική θέση, στην
μαχητικότητα, στο ετοιμοπόλεμο της Κινεζικής εργατικής τάξης.
5.3 Οι
καιροί αλλάζουν[51]
Όπως έχουμε επισημάνει, η νομική, κοινωνική και παροδική φύση της θέσης των μεταναστών εργατών έχει σοβαρά επηρεάσει την μαχητικότητα της νέας αναδυόμενης εργατικής τάξης της Κίνας. Ωστόσο, ο θεμελιακός συντελεστής στην αδύναμη διαπραγματευτική θέση τους είναι απλά ο οικονομικός συντελεστής της προσφοράς και ζήτησης εργασιακής δύναμης. Με ό,τι παρουσιάζεται ως μια ανεξάντλητη προσφορά εργασιακής δύναμης, η γραμμή βάσης ήταν πάντα ότι ο εργοδότης μπορούσε πάντα να αντικαθιστά την συνολική εργασιακή δύναμη αν αυτό χρειαζόταν. Αν η τρέχουσα εργασιακή δύναμη δεν αποδεχόταν το ύψος του μισθού και τις συνθήκες εργασίας που προσφέρονταν, τότε πάντοτε υπήρχαν αρκετοί ερχόμενοι από την ύπαιθρο που μπορούσαν να αποδεχθούν.
Ωστόσο, κατά τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχουν αυξανόμενες αναφορές στον επιχειρησιακό τύπο σοβαρών ελλείψεων εργασίας. Αυτές πρώτα ήταν στις νότιες επαρχίες όπου η κεφαλαιακή συσσώρευση ήταν πιο γρήγορη: όπως η επαρχία Γκουανγκτόνγκ που έχει αναφερθεί να έχει 2,5 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας. Παράπονα σχετικά με εύρεση και ανάκτηση εξ ίσου ειδικευμένων και μη ειδικευμένων εργατών τώρα εξαπλώνονται σε άλλες μείζονες βιομηχανικές πόλεις στην Κίνα.[52]
Δεν είναι σίγουρο γιατί η προσφορά εργασιακής δύναμης δεν συναντιέται πια με την ταχέως αυξανόμενη ζήτηση, αλλά μπορούμε να προτείνουμε δύο πιθανόν σημαντικούς λόγους. Πρώτον, όπως έχουμε δει, οι αγροτικοί αγώνες κατά την παρελθούσα δεκαετία έχουν οδηγήσει την κυβέρνηση στο να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις. Πρώτα, η περικοπή στον αγροτικό φόρο η οποία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και ακολουθήθηκε από την τελική παύση της στα 2006, έχει διευκολύνει την θέση πολλών αγροτικών νοικοκυριών. Τέτοιες περικοπές φόρων, συνδυασμένες με τις προοπτικές αυξανόμενης παροχής πρόνοιας προσφερόμενης από τις πέντε εγγυήσεις, σημαίνουν ότι υπάρχει λιγότερη πίεση στους χωρικούς προς εύρεση εργασίας στις πόλεις.
Δεύτερον, υπάρχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην πολιτική του ενός παιδιού εισαχθείσα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η πολιτική περιορισμού των οικογενειών στο να έχουν μονάχα ένα παιδί, απελευθέρωσε πολλές γυναίκες να εργασθούν πρώτα στις ΕΚΧ κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και μετά στους νέους εξαγωγικά-προσανατολισμένους τομείς στην δεκαετία του 1990. Ωστόσο, καθώς αυτή η πολιτική συνέβαλε στην αύξηση της παροχής εργατών, ιδιαίτερα γυναικών εργατών, τώρα έχει αντίστροφο αποτέλεσμα. Είκοσι χρόνια μετά την εισαγωγή της πολιτικής (του ενός παιδιού) οι αριθμοί των νεαρών εργατών, που είναι πιο πιθανό να στρατολογηθούν ως μετανάστες εργάτες έχει αρχίσει να πέφτει οξυμένα.
Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι για αυτές τις ελλείψεις εργασίας έχει αυξηθεί εξ ίσου η διαπραγματευτική θέση και η διεκδικητικότητα της νέας εργατικής τάξης της Κίνα. Κατά τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια έχουμε δει έναν αυξανόμενο αριθμό αναφορών συλλογικής δράση και απεργιών. Σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρα προσωπικά επιχειρήσεων απλά αρνήθηκαν να εργασθούν και επέστρεψαν στην ύπαιθρο. Πιο συχνά υπήρξαν σύντομες επιτόπιες απεργίες, που σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν σε εκατοντάδες εργατών να διαδηλώνουν μέσα στα εργοστάσια θραύοντας την μηχανουργία και κάνοντας έφοδο ενάντια στους επιστάτες και στα αφεντικά.[53]
Κι όμως, παρόλο
που οι περισσότερες απεργίες είναι σύντομες και οξυμένες, υπάρχουν επίσης
αναφορές πιο συντονισμένων και οργανωμένων βιομηχανικών δράσεων. Ένα παράδειγμα
αυτού συνέβη στην Ιαπωνικά-ανηκόμενη εταιρεία ηλεκτρικών Uniden.[54] Κατά την διάρκεια του χειμώνα του 2005, δέκα
χιλιάδες εργάτες στο εργοστάσιο Uniden κατέβηκαν σε απεργία πέντε φορές. Οι εργάτες
επιχειρούσαν να οργανώσουν ένα ανεξάρτητο σωματείο γύρω από τα ακόλουθα γενικά
σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα:
· Οι βασικοί
μισθοί πρέπει να είναι στην ίδια γραμμή με τους ελάχιστους μισθούς όπως
προβλέπεται στον νόμο.
·
Η εταιρεία
πρέπει να πληρώνει για την βασική ασφάλιση των εργατών όπως προβλέπεται στον
νόμο.
·
Οι γυναίκες εργάτες
να λαμβάνουν έναν μήνα άδεια μητρότητας.
· Η αποζημίωση
για υπερωρία πρέπει να είναι στο 150-300 τοις εκατό του βασικού μισθού.
·
Όχι
υποχρεωτική υπερωρία, όπως προβλέπεται στον νόμο.
·
Οι εργάτες θα
φτιάξουν το δικό τους σωματείο.
·
Όχι μείωση
των μισθών κατά την διάρκεια των αναρρωτικών αδειών.
·
Σίτιση και
στέγαση.
· Αυξήσεις μισθών σύμφωνα με τα χρόνια εργασίας.
Φοβούμενοι ότι οι εργάτες του Uniden θα πετύχαιναν στο να αναπτύξουν μια οργάνωση που πήγαινε πέρα από τον δικό τους χώρο εργασίας, το Κινεζικό κράτος αυστηροποιήθηκε τον Απρίλη του 2005 και οι βασικοί ηγέτες της απεργίας συνελήφθησαν.[55]
Ως αποτέλεσμα αυτών των ελλείψεων εργασίας και της αυξανόμενης διεκδικητικότητας των εργατών, τα ποσοστά μισθών έχουν αρχίσει να αυξάνουν. Καθώς τα κομματικο-κρατικά αφεντικά ανταγωνίζονται να προσελκύσουν εργάτες στις περιοχές τους, οι ελάχιστοι μισθοί τιθέμενοι από τις επαρχιακές και δημοτικές κυβερνήσεις έχουν αυξηθεί κατά 20% και έχουν δυναμικά ισχυροποιηθεί.[56] Όπου ήταν αρκετά συχνό τα ποσοστά των πραγματικών μισθών να είναι κάτω από το νόμιμο ελάχιστο, τώρα συνήθως είναι πολύ υψηλότερα. Πράγματι, όπως αρκετοί εργοδότες τώρα παραπονιούνται, τα ποσοστά των πραγματικών μισθών, που για παραπάνω από μια δεκαετία είχαν αποτύχει να κρατηθούν με τον πληθωρισμό, τώρα αυξάνονται περισσότερο από 10% τον χρόνο –διπλάσιο του ποσοστού πληθωρισμού.
Ήδη, κάποιες αλλοδαπές εταιρείες έχουν ξεκινήσει να μετεγκαθίστανται σε χώρες όπου η εργασία είναι φθηνότερη, όπως Μπαγκλαντές και Βιετνάμ. Κι όμως, χωρίς την μεγάλης κλίμακας κρατικά-ηγούμενη επένδυση σε υποδομή η οποία συνεχώς παρέχεται από το Κινεζικό κράτος, ο βαθμός στον οποίο το κεφάλαιο θα μπορεί να επανεγκαθίσταται εκτός, είναι πιθανόν να περιορισθεί. Άλλες εταιρείες ψάχνουν να επανατοποθετήσουν την παραγωγή στο λιγότερο αναπτυγμένο εσωτερικό της Κίνας. Ωστόσο, καθώς τέτοια έξοδος κεφαλαίου ίσως ανακουφίσει την δριμύτητα των πρόσφατων ελλείψεων εργασίας, γίνεται αυξανόμενα καθαρό πως το κεφάλαιο πρέπει να αποδεχθεί ότι η κατά φαινόμενο ατέλειωτη παροχή φθηνής και συμμορφούμενης εργασίας παρεχόμενη από την Κίνα φτάνει σε ένα τέλος.
Η έλλειψη εργασίας δεν οδηγεί μόνο σε μεγαλύτερη εργατική μαχητικότητα και αυξανόμενους μισθούς, επίσης ξεκινά να υπονομεύει το χούκου σύστημα. Οι μετανάστες εργάτες είναι επί μακρόν εχθρικοί σε αυτό το σύστημα το οποίο επιδραστικά τους σκιαγραφεί ως δευτέρας κατηγορίας πολίτες. Ωστόσο, τώρα εργοδότες, πρόθυμοι να προσελκύσουν και να αποκτήσουν εργάτες, φωνασκούν για ένα τέλος σε αυτό το σύστημα το οποίο εμποδίζει την “ελεύθερη μετακίνηση εργασίας”. Αναμένεται ότι στο επικείμενο 17ο Συνέδριο του Κόμματος προτάσεις θα ανακοινωθούν για πιλοτικά σχήματα όπου το χούκου σύστημα θα αντικατασταθεί ή θα καταργηθεί. Με την κατάργηση του χούκου συστήματος μια εις μακρόν ιστάμενη κακοήθης διαίρεση στην εργατική τάξη θα καταργηθεί.
5.4 Η νέα αναδυόμενη
εργατική τάξη συνοψισμένη
Λοιπόν, όπως έχουμε δει, τα τελευταία λίγα χρόνια οι ελλείψεις εργασίας έχουν οδηγήσει όχι μόνο σε μια μεγαλύτερη μαχητικότητα στην πλευρά της νέας αναδυόμενης βιομηχανικής εργατικής τάξης της Κίνας, αλλά και σε αυτό που μπορεί να ιδωθεί ως η εκκίνηση του τέλους των διαιρέσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν από το χούκου σύστημα. Κι όμως, στον ίδιο χρόνο, καθώς η Κίνα ξεκινά να ανασηκώνει την παραγωγική αλυσίδα για να παράξει πιο εκπλεπτυσμένα εμπορεύματα όπως αυτοκίνητα και μηχανικά εργαλεία, η ανασύνθεση της νέας βιομηχανικής εργατικής τάξης της Κίνας αρχίζει να αλλάζει. Στο μέλλον θα υπάρχει μια αυξανόμενη ζήτηση για μόνιμους ειδικευμένους και ημι-ειδικευμένους εργάτες παρά για μετανάστες χωρικούς εργάτες.
Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, ότι είμαστε σε
πρώιμο στάδιο σε τέτοιες αλλαγές. Είναι σίγουρα πολύ νωρίς να πούμε αν τέτοιες
εξελίξεις θα οδηγήσουν την νέα βιομηχανική εργατική τάξη της Κίνας να γίνει
ένα συνειδητό και οργανωμένο υποκείμενο.
Συμπέρασμα
Όπως έχουμε δει, ενάντια σε αυτό που ίσως παρουσιάζεται σε πρώτη όψη, η αχανής οικονομική μεταμόρφωση της Κίνας έχει συντελέσει σε πλατιά, και κατά χρόνους πολύ εντατική, αντίσταση από αμφότερους εργάτες και χωρικούς. Ωστόσο, πιθανά με την εξαίρεση των εξεγέρσεων των χωρικών στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στην βορειοανατολική Κίνα την άνοιξη του 2002, τέτοια αντίσταση δεν έχει φτάσει κοντά στο να απειλήσει τον συνεχιζόμενο ρόλο του Κινεζικού κόμματος-κράτους, παρά μόνο εκτροχιάζοντας το προτσές της ραγδαίας κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Μέσω του συνδυασμού του κάνοντας έγκαιρες ελάσσονες υποχωρήσεις και με την διαρκώς παρούσα απειλή της καταστολής, το Κινεζικό κράτος, έχει για το περισσότερο κομμάτι, πετύχει στο να περιορίζει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες σε στενά και παροχικά ζητήματα και να εστιάζει στην κακοπιστία και διαφθορά των τοπικών κομματικο-κρατικών στελεχών. Με τέτοια μέσα το Κινεζικό κράτος είναι ικανό να εμποδίζει την γενίκευση των αγώνων των εργατών και αγροτών σε συνειδητή ταξική πάλη εναντίον του ίδιου του κόμματος-κράτους. Πράγματι, η ηγεσία του ΚΚΚ είναι ακόμα ικανή να διατηρεί την λαϊκή αποδοχή του ότι αυτοί είναι πατερναλιστές “σοσιαλιστές” που κάνουν ό,τι μπορούν για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των μαζών.
Επιπρόσθετα, παρόλο που έχει παράξει πλατιά αντίσταση και κοινωνική αναταραχή, η ραγδαία συσσώρευση κεφαλαίου έχει επίσης προμηθεύσει το Κινεζικό κράτος με έσοδα και πηγές διασκορπίζειν και αποκόπτειν την ταξική σύγκρουση κάνοντας πολλές ουσιώδεις υλικές παραχωρήσεις. Καθώς τα κέρδη και οι φόροι από τον ραγδαία επεκτεινόμενο εξαγωγικό τομέα έχουν εκτραπεί στα κρατικά ταμεία, έχει γίνει δυνατό να διατηρήσει τις επιδοτήσεις στις μεγαλύτερες μη αναδιαρθρωθείσες ΚΑΕ όπως επίσης να κάνει φορολογικές περικοπές στην αγροτιά κατά τα τελευταία λίγα χρόνια. Έτσι, παρόλο που το Κινεζικό κράτος είναι σίγουρα πολύ ανήσυχο για τους κινδύνους που εμπλέκονται σε σταθερά αυξανόμενες διαμαρτυρίες και κοινωνική αναταραχή, όσο η οικονομία μεγαλώνει, φαίνεται πιθανόν οι αρχές να είναι ικανές να κρατήσουν ένα καπάκι σε αυτήν την κατάσταση. Ωστόσο, όπως έχουμε δει, υπάρχουν σημάδια ότι η Κίνα θα τα βρει αυξανόμενα δύσκολα ώστε να παράσχει στο παγκόσμιο κεφάλαιο μια πλήρη παροχή φθηνής και συμμορφούμενης εργασιακής δύναμης.
Λόγω των περιορισμών των πηγών μας,[57] η έμφαση αυτού του άρθρου ήταν στους αγώνες των ντανβέι εργατών που διεξήχθησαν αρκετά χρόνια πριν. Σημαντικές είναι για την κατανόηση της Κίνας στην τρέχουσα εποχή αυτό το οποίο μπορεί να ορολογηθεί ως συγκρούσεις ταξικής από-σύνθεσης, ή αυτό το οποίο ο Beverly Silver έχει αποκαλέσει Πολανικού τύπου αγώνες.[58] Όπως ο Silver έχει δείξει στην ιδιαίτερη περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας, το κεφάλαιο ίσως παίρνει ώθηση από την ταξική σύγκρουση και βρίσκει ένα νέο σπίτι, μα δεν μπορεί να δραπετεύει από την νεμεσιν του για πάντα. Έχοντας κατέλθει στην Κίνα, το κεφάλαιο είναι στο προτσές του καλέσματος στην ύπαρξη μιας νέας εργατικής τάξης, καθώς οι χωρικοί μετανάστες εργάτες μετατρέπονται σε ένα πλήρως πτερωμένο προλεταριάτο. Χωρίς αμφιβολία, οι αγώνες αυτής της νέας εργατικής τάξης θα καταστούν αυξανόμενα σημαντικοί στο μέλλον. Όμως, είναι ίσως πολύ νωρίς να πούμε περισσότερα. Η νέα Κινεζική εργατική τάξη είναι για πολύ ακόμα στο φτιάξιμό της.
-.-
Στοιχεία για
περαιτέρω κριτική έρευνα
Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας πραγματεύεται και θέτει το με στρατηγική βαρύτητα και επίδραση ταξικοπολιτικό ζήτημα του επιταχυντισμού ως συνεχή βελτίωση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο επιταχυντισμός είναι άρρηκτα και οργανικά δεμένος με το προτσές συσπείρωσης κεφαλαίου. Στην φαινομενολογία της βιομηχανικής εργασίας η επιταχυνόμενη συσπείρωση είναι παραγωγή κεφαλαίου από κεφάλαιο μέσα από την αύξηση της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας.[59]
Αυτό, στον συγκροτημένο φιλοσοφικά επιταχυντισμό[60] έχει σημάνει την υποστήριξη πολιτικών προωθητικών για την συγκέντρωση κεφαλαίου, επομένως προωθητικών όχι μόνο για την ποσοτική αύξηση και συγκέντρωση της εργατικής τάξης, αλλά για την ίδια την οργανική (με ό,τι περιλαμβάνει) εξέλιξή της σε όλα τα επίπεδα.
Κάτι τέτοιο, από την άλλη, δεν σημαίνει, ότι κάθε νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι επιταχυντική -πολλές φορές και δη σε κρίσιμους και νευραλγικούς τομείς, όπως στην βιομηχανία υγείας και στην ανώτατη εκπαίδευση, ο εφαρμοσμένος νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί ακόμα και με αυστηρούς οικονομικούς όρους οπισθοδρομικά και αντιδραστικά και όχι επιταχυντικά, διότι, ιδιαίτερα σε αυτές τις περιπτώσεις ενέχει μερκαντιλισμό και διαδικασίες οικονομικοποίησης του ατομικοποιημένου υποκειμένου -διαδικασίες οικονομικοποίησης του αδιαίρετου, κάτι το οποίο συνεχώς αναβιώνει και δημιουργεί μη-κεφαλαιοποιημένο πλούτο σε αποθησαυριστικές και αποθεματικές χρηματομορφές, και -κυριολεκτικά- προκαπιταλιστικές λειτουργίες. Απ' αυτήν την άποψη, η σοσιαλδημοκρατία, ακόμη και στην πιο λαϊκή εκδοχή του προγράμματος της Γκότα και της Ερφούρτης είναι ή μπορεί να προβάλει ότι είναι -όσον αφορά αυτούς τους τομείς- πιο επιταχυντική από το νεοφιλελεύθερο πολιτειακό φετίχ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, του σμπαραλιάσματος του συστήματος υγείας κοκ.: δηλαδή είναι πιο επιταχυντική σε σύγκριση με την οπισθοδρομική πορεία του νεοφιλελεύθερου φαντασιακού από τα εργοστάσια και την μεγάλη βιομηχανία στις μικρές -εύκολα ιδεολογικά ελεγχόμενες- μερκαντιλιστικά λειτουργούσες μανιφακτούρες. Το ιστορικοπολιτισμικό φορτίο αυτής της νεοφιλελεύθερης οπισθοδρομικής πορείας παραπέμπει στην “φωτισμένη δεσποτεία” του 18ου αιώνα -αν και για κάποιους αυτό “βγάζει χρήμα”. -Σίγουρα, ακόμα και η Βισμαρκικού τύπου σοσιαλδημοκρατία είναι πιο αναπτυγμένη από το γυρολόγημα του εμπόρου στην Ηπειρωτική Ευρώπη του 18ου αιώνα.
Δοθέντων των παραπάνω, αυτό που σίγουρα παραμελείται στην Κίνα είναι, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις δεν ίστανται in sich, παρότι ως ab sich έχουν αυτονομία -κάτι που υλοποιείται (και στο πολύ ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο προσωποποιείται) μέσα από τους cyborg εργάτες, όπου το εργατικό εἶναι περιστασιακά ταυτίζεται με τις αντικειμενικές συνθήκες εργασιακής ύπαρξης και cyborg βιομηχανικής εργασίας, ήτοι κυρίαρχα με τις προσίδιες παραγωγικές δυνάμεις. Οι παραγωγικές δυνάμεις λειτουργούν, βελτιώνονται, αναπτύσσονται και κυρίως έρχονται σε ένωση μεταξύ των μέσα από δοσμένες παραγωγικές σχέσεις, που με την σειρά τους έρχoνται εν τω μορφικώ υπαρκτικώ εἶναι (εν τω μορφικώ Dasein) κύρια μέσα από το προτσές του ότι οι παραγωγικές σχέσεις παράγουν ιστορικές μορφές, κάτι που για την καπιταλιστική πολιτική εξουσία συνεχίζει να διαθέτει κεντρική σημασία, όσον αφορά την διευρυνόμενη αναπαραγωγή και μεταρρύθμιση των σχέσεων εξουσίας.
Η αγνόηση της πολιτικής σημασίας των παραγωγικών σχέσεων ως κοινωνικών μορφών, εξηγεί το ότι παρόλη την ραγδαία ανάπτυξη κλπ. της Κίνας, η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση άρχισε εκπηγαστικά να αναπτύσσεται σε Γερμανικά εργοστάσια ηλεκτρονικής και σε Αγγλικά εργοστάσια σχεδίασης κινητήρων, όπου και είναι εγκιβωτισμένο το εκπηγαστικό know-how της.
Η δυναμική, από την οποία απορρέει ο οικονομισμός του Κινεζικού κόμματος-κράτους (από την καταστολή της ΜΠΠΕ και της Συμμορίας των Τεσσάρων, ήτοι απ' τον Ντενγκ και εντεύθεν) είναι τα ίδια τα λεγόμενα “Κινεζικά χαρακτηριστικά” του σοσιαλισμού, δηλαδή στο Δυτικό λεξιλόγιο ο ουμανιστικός ρεαλισμός, παρότι στην πολιτική συνείδησή του έχει καθαρό, ότι όσο μεγαλύτερος ο βαθμός και όσο μεγαλύτερο το επίπεδο συγκέντρωσης και κεντρικοποίησης του κεφαλαίου τόσο περισσότερες οι υλικές προϋποθέσεις για εργατικό σοσιαλισμό πλήρους κλίμακας, όσο υψηλότερη η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερη και πιο κεντρικοπολιτική η εργατική ισχύς.
Ωστόσο, ο οικονομισμός, ο ρεαλιστικός ουμανισμός και η “νεωτερικοποίηση” χρειάζονται για την συνεχή αναπαραγωγή, βελτίωση, μεταρρύθμιση των δοσμένων παραγωγικών σχέσεων,[61] που είναι σαν να λες, ότι χρειάζονται για την αναπαραγωγή της ίδιας της Κομματικο-κρατικής εξουσίας.
Στην εμπειρική κοινωνική καθημερινότητα πρόκειται για διαδικασίες υποκειμενοποίησης (σε ένα αφηρημένο, χρονικοϊστορικά προσδιορισμένο επίπεδο) του κοινωνικού πληθυσμού, ειδικά στις μεγάλες πόλεις και μητροπόλεις. Αυτές οι διαδικασίες από ταξική σκοπιά είναι διαδικασίες διάσπασης της τάξης και δυνάμει ταξικής επανένωσης σε πιο σύνθετα επίπεδα συγκρότησης σχέσεων διαθέτοντα αποκλειστικότητα. Ενδεικτικό γι' αυτό είναι η εμμονή του κόμματος-κράτους στο να εμποδίζει τις άμεσες συνδέσεις, τις άμεσες σχέσεις εργατών απο διαφορετικούς τομείς και πόλεις. Απ' αυτήν την άποψη, είναι κεντρικό ζήτημα για το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης το “με τους εργάτες μην μιλάς” να κοπεί, να κατασταλεί.
Την κρίσιμη τεχνοπολιτική σημασία (ως sine qua non) σε όλο αυτό την έχει η μάτριξ λειτουργία η οποία τίθεται σε κίνηση με τέτοιον τρόπο, ώστε συνεχώς δημιουργεί συνθήκες αναφτιαγμένης, νέας νεωτερικότητας, συνθήκες χρονικής συνθετότητας και πολλαπλότητας εντός ενός δοσμένου και ενιαίου μητροπολιτικού (εμμενούς) χώρου.[62] Απ' αυτήν την άποψη, το Σινικό υποκείμενο, ο ίδιος ο κάτοικος στην Κινεζική μητρόπολη κινείται και ζει σε αυτήν ως χρονο-πράκτορας, ως πράκτορας της Φιλοσοφίας της Ιστορίας.
Στο πρώτο πιλοτικό κείμενο περί Κίνας (28/7/2021) είχαμε επισημάνει και αναλύσει κάποια στοιχεία από την σημασία που έχει η πραγματική λειτουργία για το Κινεζικό κεφάλαιο: η ανάδυση της Σινικής κεφαλαιοπραγματικότητας.[63] Φαίνεται, ότι στην Κίνα το πραγματικό λειτουργεί ως δοκιμή της οικονομίας και της κοινωνίας, και η οικονομικοκοινωνική δοκιμή λειτουργεί ως πραγματικό. Το ουσιώδες αυτό συμπέρασμα από το εναρκτήριο περί Κίνας κείμενό μας κουμπώνει περιεχομένικά με μια από τις εναρκτήριες αναλυτικής αξίας δηλώσεις του παρόντος κειμένου του Aufheben που μεταφράσαμε: επιτράπηκε είσοδος στο αλλοδαπό κεφάλαιο μόνο στο εύρος κατά το οποίο υποθέτει την μορφή του πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου.
Αυτό σημαίνει ότι
στην Κίνα το κόμμα-κράτος με έναν –όσο κι αν ακούγεται απίστευτο-
Χαϊντεγκεριανό τρόπο, όπως και οι οικονομίες των πιο προηγμένων χωρών (ΗΠΑ, ΗΒ,
Γερμανία, Ιαπωνία), διαχωρίζει ως προς την φαινομενικοτητα τους το υλικό παραγωγικό προτσές από το προτσές της
πραγματικής παραγωγής αφ’ εαυτά, απαιτώντας συνάμα να διεξάγονται στον ίδιο από
παραγωγική-οικονομική σκοπιά χρόνο. Αυτό για να είναι επιτευκτό, προϋποθέτει
και συνεπάγεται την διεξαγωγή βιοπολιτικής παραγωγής με μαζικούς όρους –καθ’
όσον οι εποχές της με καθαρό Εγελιανό τρόπο αντανακλαστικότητας/αναστοχαστικότητας
(reflectivity) έχουν παρέλθει αμετάκλητα, ή δεν αρκούν για
αυτές τις σύγχρονες οικονομικές απαιτήσεις του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου.[64]
Από την άλλη, αυτό συνεπάγεται, όπως και στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, ότι με τον
ίδιο περίπου τρόπο με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές, η Κινεζική οικονομία και
το Κινεζικό κόμμα-κράτος είναι όχι μόνο intelligent ως
τέτοια, αλλά οργανικά τμήματα του συστήματος Γενικής Νοημοσύνης.
[1] 'Welcome to the 'Chinese century?', Aufheben #14, 2006.
[2] Η υψηλή παραγωγικότητα του Κινέζου εργάτη
εξοπλισμένου με δυτική τεχνολογία και δουλεύοντας πολλές ώρες, συνδυασμένη με
χαμηλούς μισθούς σημαίνει μια υψηλή παραγωγή εξ ίσου απόλυτης και σχετικής
πρόσθετης αξίας, η οποία φυσικά αυξάνει το γενικό ποσοστό κέρδους αφ' ής
στιγμής γενικεύεται μέσω των πτωτικών σχετικών τιμών των Κινέζων κατασκευαστών.
Ωστόσο, όσον αφορά την τοποθέτηση της παραγωγής στην Κίνα, τα χαμηλά
μισθολογικά κόστη έχουν επίσης ενθαρρύνει το κεφάλαιο να υιοθετήσει λιγότερο κεφαλαιακές
εντατικές μεθόδους παραγωγής αφήνοντας μια πτώση στην οργανική σύνθεση
κεφαλαίου που θα γοητεύσει επίσης το γενικό ποσοστό κέρδους.
[3] Ο Ρώσσος οικονομολόγος Κροντράτιεφ σημείωσε ότι
υπήρξαν σαράντα έως πενήντα χρόνια οικονομικού κύκλου στην καπιταλιστική
οικονομία. Αυτός ο κύκλος θα παρείχε μια ενθυλάκωση εντός της οποίας ο συνήθης
πενταετής έως δεκαετής επιχειρηματικός κύκλος θα συντελείτο. Κατά την διάρκεια
καθόδου της κυκλικής ύφεσης (ο κύκλος) θα ήταν βαθύς και οι οικονομικές
αποκαταστάσεις αδύναμες. Στα συνεπακόλουθα ανοδικά οικονομικά μπουμς θα ήταν
ισχυρός και διακοπτόμενος από επιπόλαιες υφέσεις.
[4] Βλ. Robert Weil, 'Condition
of the Working Class in China', Monthly Review, June 2006.
[5] Για μια κριτική των
ορθόδοξων απόψεων περί της οικονομικής μεταμόρφωσης της Κίνας βλ. 'China, Capitalist Accumulation, and Labor', Monthly Review, May 2007.
[6] Barrington Moore, Jr., Social Origins of Dictatorship and Democracy:
Lord and Peasant in the Making of the Modern World, Penguin University Press,
1966, p.208
[7] Η ντανβέι μορφή μπορεί να
εντοπισθεί πίσω στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Βλ. Hsaio-Pu Lu, Elizabeth
Perry and Xiaobo Lu, Danwei: The Changing Chinese Workplace in Historical and
Comparative Perspectives, M.E. Sharpe, 1997.
[8] Όπως ο Moore
επισημαίνει, παρόλο που σε κάποιες
πλευρές το παραδοσιακό Κινεζικό χωριό ήταν λίγο περισσότερο από περιοχική
σύμπηξη νοικοκυριών, συγκρινόμενο με τις κοινότητες χωριών αλλού στην Ασία,
συνεχίζει να λέει: “Υπήρχε τουλάχιστον μια περιορισμένη αίσθηση κοινότητας. Το
χωριό συνήθως είχε έναν ναό και αρκετές γιορτές στις οποία όλοι οι εν καλή
πίστη χωριανοί μπορούσαν να συμμετάσχουν σε κάποιο βαθμό. Επίσης, στην τοπική
ολιγαρχία των μεγαλόσχημων το χωριό είχε γενικά αποτελεσματικά μέσα διευθέτησης
των διαφορών μεταξύ των κατοίκων, και αποτροπής εκρήξεων από επιθετικότητες που
εγείρονται σε οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων ζώντων σε κλειστή εγγύτητα. Μια
ένδειξη αυτής της αίσθησης κοινότητας είναι το γεγονός ότι πολλοί χωριανοί
αψήφιστα απέκλειαν τους εξωτερικούς από το να είναι μέλη της. Ο λόγος ήταν
απλός: δεν υπήρχε αρκετή γη για να προχωρήσεις”. Barrington
Moore, Jr., Social Origins of Dictatorship and Democracy, p.212.
[9] Βλ. H.Ticktin, Origins of
the Crisis in the USSR, Armonk, 1992. Στην οπτική μας εκλαμβάνεται
ως ο πολιτικός κατακερματισμός της Σοβιετικής εργατικής τάξης μέσω της
μετενσωμάτωσης στις εργατικές πολιτικές και κομματικές λειτουργίες των
αντιφάσεων της πολιτικής του ΚΚΣΕ ως προς τις τρίτες καπιταλιστικές ή μη-
χώρες, αλλά και των ίδιων των διασπάσεων του κομμουνιστικού κινήματος κύρια
στην Ευρώπη.
[10] Κατά την διάρκεια της
Μαοϊκής περιόδου καθώς περισσότερες απεργίες και διαμαρτυρίες από τους εργάτες συνέβησαν στο συγκείμενο της κινητοποίησης και των λειτουργικών
αντιδικιών εντός του Κόμματος, ήταν οι εποχικοί και ορισμένου χρόνου εργάτες
αποκλεισμένοι από τις πλήρεις παροχές του ντανβέι, που επί συγκεκριμένων περιστάσεων αναλάμβαναν
ανεξάρτητη δράση σε μια προσπάθεια να κερδίσουν τις ίδιες κατακτήσεις όπως οι
ντανβέι εργάτες. Βλ. Elizabeth Perry, 'Shanghai's Strike Wave of 1957', The China
Quarterly, No. 137 (Mar. 1994). Για
μια πιο λεπτομερειακή γενική επισκόπηση
του αγώνων των Κινέζων εργατών κατά την διάρκεια
της Μαοϊκής περιόδου βλ. Jackie Sheehan, Chinese Workers: A New History, Routledge, 1998.
[11] Σε αυτό παρατηρείται η
πραγματική κοινωνική αντιστροφή της σχετικής Λενινικής διαπίστωσης, ότι η
εργατική αριστοκρατία είναι η κοινωνική βάση της ρεφορμιστικής
σοσιαλδημοκρατίας και του σοσιαλιμπεριαλισμού, ενώ στην Κίνα είναι η εργατική
ραχοκοκαλιά του ΚΚΚ, και αντικειμενικά και εκ των πραγμάτων η βασική κινητήρια
δύναμη -από οικονομική άποψη- του προχωρήματος του προτσές σοσιαλιστικής
οικοδόμησης.
[12] Αποφεύγουμε χάριν της
νοηματικής ευκρίνειας τον με πολιτική σήμανση όρο του εκσυγχρονισμό διότι
μπερδεύεται σημασιολογικά με την αγγλική λέξη desynchronization, η οποία σημαίνει το αντίθετο.
[13] Για λόγους Σμιθικής
ορθότητας δεν το μεταφράζουμε ως “να ικανοποιήσει”, προκειμένου να προϊδεάσουμε
για την λειτουργία του οικονομικού μηχανισμού συνάντησης προσφοράς-ζήτησης.
[14] Πρέπει να επισημανθεί, ότι η φραξιονιστική και
τασεακή δραστηριότητα εντός του ΚΚΚ ως τέτοιες είναι σχετικά ανεκτές, σε
αντίθεση προς το 10ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Έχει μείνει εμβληματική η φράση η οποία
αποδίδεται στον Πρόεδρο Μάο: “Στην κοινωνία υπάρχουν τάξεις, στην πολιτική
κόμματα, στα κόμματα φράξιες”. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι στα πρώτα βήματα του ΣΔΕΚΡ και αργότερα του ΠΚΚ (μπ.), οι φράξιες και οι
τάσεις ήταν κατοχυρωμένες -άλλωστε κι ο ίδιος ο Λένιν λειτουργούσε κατά καιρούς
μέσα από τέτοιες. Στην συνέχεια, η Λενινική μετατόπιση λόγω της πολιτικής
διαπάλης με την Εργατική Αντιπολίτευση και τους Δημοκράτες Κεντριστές, κα.,
είχε να κάνει με το ότι επιτρέπονταν οι φράξιες μόνο πριν και κατά την διάρκεια
των Συνεδρίων (9ο Συνέδριο ΚΚΣΕ), όμως, και μετά την απαγόρευση του
φραξιονισμού επιτρέπονταν η ύπαρξη και λειτουργία εσωκομματικών πλατφορμών (10ο
Συνέδριο).
[15] Βλ. Andrew Walder and Gong Xiaoxia, 'Workers in the Tiananmen Protests: The Politics of the Beijing Workers' Autonomous Federation', Australian Journal of Chinese Affairs, No. 29 (Jan. 1993) για μια επισκόπηση της εμπλοκής των εργατών στις διαμαρτυρίες της Πλατείας Τιενανμέν.
[16] Μπορεί να ειπωθεί ότι η ευρεία διαφθορά των
κρατικο-κομματικών στελεχών ήταν μια μορφή πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου με
την οποία η νέα “κόκκινη μπουρζουαζία” ήταν ικανή να σωρεύει όχι μόνο πλούτο
αλλά και κεφάλαιο.
[17] Γίνεται ευνόητο, ότι το δεύτερο κύμα
μεταρρυθμίσεων κατέστη υποδειγματικό -και ανά περιστάσεις σχεδόν υποχρεωτικό-
για όλες τις απόπειρες επιβολής μπουρζουάδικου ρεφορμισμού σε μια σειρά μεσαίας
και χαμηλής ανάπτυξης καπιταλιστικές χώρες από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του
21ου αιώνα και εντεύθεν, καθώς και για τις προσίδιες μπουρζουάδικες
πολιτικές.
[18] Στον ίδιο χρόνο (μέσα και τέλη δεκαετίας 1990)
σημειώθηκε και στις Ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες μια συνδυασμένη από κράτος
και κεφάλαιο επίθεση στην εργατική κοινωνική ασφάλιση, ιδιαίτερα στην Φραγκική
Επικράτεια. Βλ.
https://libcom.org/article/french-pensions-strikes-1995-sam-lowry, Aufheben #05 (Autumn 1996), The class struggles in France,
https://libcom.org/article/class-struggles-france
[19] Αυτό το πρόγραμμα ανασυγκρότησης έλαβε αύξουσα
επιτακτικότητα από την χρηματιστική κρίση που απλωνόταν στην Ανατολική Ασία
στον ίδιο χρόνο, η οποία -πολλοί φοβούνταν ότι- θα αποσταθεροποιούσε την
Κινεζική οικονομία.
[20] Στα Λενινικά σχετικά με την εργατική αριστοκρατία
γραφτά η αναπαραστατική παρουσίαση των τύπων της εργατικής αριστοκρατίας έχει
να κάνει με διεφθαρμένους “κίτρινους” τύπους (κύρια συνδικαλιστές,
εργαζόμενους οργανικούς διανούμενους, υψηλόμισθους μηχανικούς και τεχνικούς,
δημοσιογράφους κλπ) οι οποίοι διάγουν πολυτελή βίο σε συμπαιγνία με τους
παρασιτικούς καπιταλιστές, οι οποίοι κερδίζουν εισπράττοντας προσόδους,
αξιόγραφα και χρεόγραφα. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται, ότι η “εργατική
αριστοκρατία” της Κίνας που επί δεκαετίες μέσα στην εβδομάδα σιτίζεται τις
περισσότερες ημέρες με ρύζι (όπως οι εργάτες στην Δύση και στην Μέση Ανατολή
σιτίζονται κατά κύριο λόγο με προϊόντα με πρώτη ύλη το άμυλο και τους υδατάνθρακες:
δημητριακά, προϊόντα ζύμης, πατάτες, κάτι που αφορά, πέρα από τους
ανειδίκευτους και τους χαμηλόμισθους χειρώνακτες, όλο και πιο πολλούς
γνωσιοπληροφοριακούς εργάτες και υπηγμένους αυτοαπασχολούμενους εργάτες, free launchers, digital nomads κοκ) απέχει παρασάγγας
-αν δεν έρχεται σε αντίθεση- από την Λενινική αναπαράσταση, όσον αφορά τα μέσα
διαβίωσής της και το επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμής της.
[21] Όπως τα προγράμματα εθελουσίων εξόδων από μεγάλες
επιχειρήσεις στις καπιταλιστικές χώρες.
[22] Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, πρόκειται
για αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και αύξησης της πρόσθετης εργασίας
(επομένως με όρους τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και αύξηση της
απόσπασης πρόσθετης αξίας), καθ' όσον αυτή η εργασιακή-κοινωνική
κατάσταση/συνθήκη μόνιμης διαθεσιμότητας προς τους παλιούς και νέους
εργοδότες τείνει σε μορφές απασχόλησης με το κομμάτι, σε ημερομισθιακή και
ωρομισθιακή εργασία, κάτι το οποίο αντικειμένικά επιφέρει εντατικοποίηση μέσα
από την ένταση της τυπικής υπαγωγής, σε αύξηση των παρεχόμενων υπερωριών, σε
αντικειμενικά και πραγματικά εμπόδια ένταξης αυτών των εργατών σε εργοστασιακές
εργατικές συλλογικότητες και συμβολής στην συλλογική ταξική πάλη μέσα στο
εργοστάσιο καθώς και στον ευρύτερο κοινωνικοταξικό ανταγωνισμό. Πρόκειται επί
του πρακτέου για με οιονεί-νομαδικά χαρακτηριστικά εργάτες-μονάδες
με κεντρικό κοινωνικοπολιτικό χαρακτηριστικό τον μόνιμο αποκλεισμό τους από τις
εδραίες λειτουργίες Κόμματος, κράτους, συνδικάτων, αστικής κοινωνίας. Σε ένα
πιο μοριακό επίπεδο πρέπει να ειπωθεί ότι συχνά τα Κινεζικά μικροαστικά και
λαϊκά στρώματα αντιμετωπίζουν αυτούς τους εργάτες ενοχικά ως δήθεν
στιγματισμένους, εξ ου και η εις βάρος τους παραπάνω διακριτική ονομασία (discrimination), κάτι που ενισχύεται και από τον πρότερο ή και
τωρινό αποκλεισμό τους από τα ντανβέι. Ωστόσο, η εργατική εν τω μη
διαμεσολαβημένο εργασιακό προτσές ισχύς των εν λόγω εργατών αντικειμενικά και
εκ των πραγμάτων αυξάνεται, διότι η εργασία τους από την ίδια την φύση της,
καθώς και απ' τις συνθήκες και περιστάσεις παροχής της, διαθέτει συνήθως
μεγαλύτερο βαθμό γνώσης, εμπειρίας, προσαρμοστικότητας, ειδικοποίησης (spezifikat). Εν ολίγοις, μαζί με τους μετανάστες εργάτες
πρόκειται δι' εκ των πιο κολασμένων τμημάτων της συνολικότητας της εργατικής
τάξης της Κίνας. Η διαπίστωση αυτή εισάγει την ταξική προβληματική για το ΚΚΚ,
ότι στην χώρα του έχει αναπτυχθεί ταξικός με εξω-οικονομικά και επί του
πρακτέου αντιπαραγωγικά κριτήρια κολασμός τμημάτων της βιομηχανικής εργασίας,
κάτι το οποίο αντικειμενικά και εκ των πραγμάτων μειώνει την παραγωγικότητα
της εργασίας.
Βλ. https://journals.openedition.org/chinaperspectives/802?lang=en
[23] Αυτά τα επί δεκαετίες παράτυπα τσεπωμένα χρήματα
πηγαίνουν σε προσωπικό αποθησαυρισμό μέσω money hoarding, ή τίθενται στο αλλοδαπό κυκλοφοριακό προτσές
μέσα από την αγορά πολυτελών αντικειμένων, ή καθ' αυτόν τον τρόπο αξιοποιούνται
σε τέτοια και άλλα παράνομα κυκλώματα εμπορικού κεφαλαίου. Στην τελευταία
περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για συσσώρευση κεφαλαίου.
[24] πραγματικής πολιτικής κυριαρχίας της εργατικής τάξης
[25] Βλ. Ching Kwan Lee, Against
the Law: Labor Protests in China's Rustbelt and Sunbelt, University of
California Press, London, 2007.
[26] Υπήρχαν
327.152 αναφερθείσες εργατικές
αντιδικίες στην Κίνα στα 2000, το 24% εξ αυτών ήταν σε
ΕΚΧ. Βλ. Tim Pringle, 'Industrial Unrest in China - A
Labour Movement in the Making?', China Labour Bulletin, January 31st 2002.
[27] Σε αυτό, μπορεί να παρατηρηθεί μια φαινόμενη
ιστορικοπολιτισμική διαφορά μεταξύ της Κινεζικής και Δυτικής εργατικής τάξης,
καθ' όσον αυτό το οποίο στην Κίνα καλείται θυμός, οργή, στην Δύση προέρχεται
από την μακραίωνη πολιτική πρακτική της εχθρότητας, απ' όπου αναπτύσσεται το
αποκαλούμενο ως εργατικό ταξικό μίσος -αν και πρέπει να σημειωθεί ότι πολιτικές
πρακτικές εχθρότητας ήταν εκτεταμένες στην ΜΠΠΕ από τους νεολαίους Κόκκινους Φρουρούς,
από τους εξεγερμένους εργάτες, από τους εργάτες των εξεγερμένων κομμουνών. Απ'
αυτήν την άποψη, σε κάθε περίπτωση -επαναλαμβάνουμε- δεν πρόκειται για μια απλή
(δήθεν αυθόρμητη) έκφραση ενδόμυχης διάθεσης, ψυχοσυναισθηματικών
τάσεων, πικρίας κλπ., αλλά για μια κατά Σμιτ πολιτική θεμελίωση και
συντακτική κανονικοποίηση της εργατικής ταξικής πάλης επί της διάκρισης φίλου
και εχθρού.
[28] Για μια πιο λεπτομερειακή
ιστορία και αναφορά αυτής της αντιδικίας και αυτής του Ντακίνγκ και του Φασούν
βλ. 'Paying the Price: Workers' Unrest in North East
China', Human Rights Watch, August 2002, Vol. 14, No.6. Επίσης
βλ. Trini Leung, 'The Third
Wave of the Chinese Labour Movement in the Post-Mao Era', China Labour
Bulletin, June 2nd 2002. Also see Erik Echolm, 'Leaner Factories, Fewer Workers
Bring More Labour Unrest', New York Times, March 18th 2002.
[29] 'Paying the Price: Workers' Unrest in North East China', Human Rights
Watch, August 2002, Vol. 14, No.6, p.25.
[30] … ΕΙΜΑΣΤΕ
ΑΟΡΑΤΟΙ
[31] Βλ. Yongshun Cai, 'The
Resistance of Chinese Laid-off Workers in the Reform Period', The China
Quarterly, No. 170, 2002.
[32] Βλ. Yongshun Cai,
'Resistance', p.343.
[33] Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, σε αντίθεση με τις ειθισμένες οικονομικά δυιστικές αντιλήψεις, ότι μόνο όταν η αγροτική παραγωγή και η ύπαιθρος εντάσσονται/υπάγονται στην συνολική λειτουργία του βιομηχανικού κύκλου, τότε επέρχεται επίλυση από αιώνες κληρονομημένων προβλημάτων. Στο παράδειγμα της Κίνας, όπως πιθανά και στην ΕΣΣΔ επί Στάλιν, η συγκρότηση αγροτικών Κομμουνών και η κολεκτιβοποίηση, ανεξάρτητα από τους υπερβάλλοντες ζήλους σε αμφότερα τα παραδείγματα, πρέπει να ιδωθούν ως par excellence βιομηχανικού χαρακτήρα διαδικασίες, καθ' όσον το πρώτο ζήτημα που έλυσαν, ήταν η βιομηχανική παραγωγή βασικών υποδομών για την γεωργία (δρόμοι, αδρευτικά έργα, αποξηράνσεις, εργοστάσια αγροτικών προϊόντων και εργαλείων κλπ.). Αυτό το προτσές, όπως σε ΗΒ και ΗΠΑ, οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής.
[34] Επρόκειτο για προτσές ισοδύναμο και ομόλογο του
προτσές μετατροπής της διαφορικής σε απόλυτη εδαφική πρόσοδο και της γέννησης
του καπιταλιστικού παχτωτή μέσα από στην κύρια πλευρά τους ραντιέρικες
μεθόδους. Βλ. Das
Kapital, I. Band: Der Produktionsprozeß des Kapitals, VII.
Der Akkumulationsprozeß des Kapitals, 24. Die sogenannte ursprüngliche
Akkumulation, 4. Genesis der kapitalistischen Pächter, ibid, III. Band: Der Gesamtprozeß der
kapitalistischen Produktion, VI. Verwandlung von Surplusprofit in Grundrente ,
45. Die absolute Grundrente, 47. Genesis der kapitalistischen Grundrente
[35] Kathy Le Mons Walker, '“Gangster Capitalism” and Peasant Protest',
Journal of Peasant Studies, Vol. 33, No.1, 2006, p.13.
[36]Βλ. 'Food Security Fears as China's Farmland
Shrinks', Asia Times, China Business, May 7th 2007.
[37] Σε αυτό έχουμε ποιοτικό πέρασμα από το έδαφος ως
απόλυτη πρόσοδο (το οποίο είναι μορφή πρόσθετης αξίας) στην γη ως per se καπιταλιστικό
εμπόρευμα, υλικό συστατικό της βιομηχανίας κατασκευών και μεταφορών.
[38] Η Κινεζική κυβέρνηση
διένειμε το ισοδύναμο των 4.000 δολαρίων για κάθε πρόσωπο το οποίο ήθελε
μετεγκατάσταση, το μισό του οποίο καταβάλλετο ευθέως σε μετρητά, το άλλο μισό
σε στέγαση και παροχές. Κατά το 2001 140 αξιωματούχοι διώχθηκαν
για διαφθορά -ένας απ' τους οποίους εκτελέσθηκε και στους δύο επιβλήθηκαν
θανατικές ποινές- καθώς το Κόμμα τήρησε μια σκληρή γραμμή για να αποκεφαλίσει
διαμαρτυρίες ότι τα λεφτά υπεξαιρούντο. Βλ. 'Relocation for Giant
Dam Inflames Chinese Peasants', National Geographic News, May 15th 2001.
[39] Επί
παραδείγματι, μια υπόθεση μελέτης μιας πόλης στο νοτιοανατολικό Γιουνάν στα
1999 αποκάλυψε ότι οι χωρικοί πληρώνονταν 3000 γουάν ανά μου ως αποζημίωση. Η
γη συνεπακόλουθα επωλείτο για 150.000 γουάν ανά μου (ένα μου είναι περίπου το
εν έκτο μιας άκρας). Βλ. Xiaolin Guo, 'Land Expropriation and Rural Conflicts in China', The
China Quarterly 166, 2001.
[40] New York Times, June 11th 2006.
[41] Νούμερα και αναφορές από το Elizabeth C. Economy, 'The Great Leap Backward?: The Costs of China's
Environmental Crisis', Foreign Affairs, September/October 2007.
[42] Βλ. Economy, 'The Great Leap Backward?', Foreign Affairs, September/October
2007.
[43]Βλ. Elizabeth C. Economy , 'The Great Leap
Backward?'.
[44] Για αναφορές βλ.: 'Large Scale
Riot Erupts in Huashi Town, Zhejiang Province', The Epoch Times, April 15th
2005, http://en.epochtimews.com/news/5-4-1/27880.html; Jim Yardley, 'Thousands
of Chinese Villagers Protest Factory Pollution', The New York Times, April 13th
2005; and Economy, 'The Great Leap Backward?', Foreign Affairs,
September/October 2007.
[45] Βλ. Zhang Jianming and Shao
Xiaoyi, 'Farmers Protest over Alleged Lead Poisoning', China Daily, 25th
August, 2005.
[46] Βλ. 'Land Expropriation and
Rural Conflicts in China', The China Quarterly 166, 2001.
[47] Βλ. Howard W. French, 'Police in China Battle Villagers in Land Protest',
New York Times, January 17th 2006.
[48] Η αρέσκεια προς την
αρχιτεκτονική και δομική του τούβλου πιθανόν έχει να κάνει με τις Βικτωριανές
επιρροές και επιδράσεις.
[49] Εδώ, πρέπει να ξεκαθαρισθεί
ότι ο επιθετικός προσδιορισμός περιβεβλημένα έχει να κάνει με το τελετουργικό
λειτουργίας και λήψης αποφάσεων της Κινεζικής αστικής κοινωνίας σε
επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο είναι λειτουργικά ομόλογο του γνωστού
Ευρωπαϊκού τεκτονισμού. Η διαπίστωση αυτή τίθεται Βεμπερικά. Απ’ αυτήν την
άποψη, όπως και το κείμενο του Chuang (2016) δήλωσε εμμέσως
πλην σαφώς, η κομματική λειτουργία έχει και παράλληλο επίπεδο τεκτονιστικής
λειτουργίας. Επομένως, οι κατά καιρούς επίμονες και με ύφος χιλίων καρδιναλίων
ακαδημαϊκές δηλώσεις ότι το ΚΚΚ είναι οργανικά Λενινικό κόμμα, εξ αυτού δεν
ισχύουν, ούτε μπορούν να τεκμηριωθούν.
[50] Βλ. Ching Kwan Lee, Against
the Law: Labor Protests in China's Rustbelt and Sunbelt, University of
California Press, London, 2007.
[51] Τίτλος δίσκου του Μπομπ
Ντίλαν.
[52] Για παράδειγμα βλ. 'How Rising
Wages are Changing the Game in China', Business Week, March 27th 2006.
[53] Βλ. για παράδειγμα την αναφορά του μπαχάλου σε ένα εργοστάσιο υποδημάτων στο Ντονγκουά, 'In China, Workers Turn Tough: Spate of Walk Outs May Signal a New
Era', Washington Post Foreign Service, November 27th 2004. Και την
αναφορά των μπαχάλων σε ένα
εργοστάσιο παιχνιδιών επίσης στο Ντονγκουάν
από τον Donald Greenless and David Laque, 'An Unhappy Toy
Story: Unrest in China', International Herald Tribune, July 28th 2006.
[54] Βλ. Wong Kam Yan, 'A Second
Wave of Labour Unrest in China?', Socialist Outlook, Summer 2005.
[55] Παρόλο που το
Κινεζικό κράτος προετοιμάζεται να αφήσει
έναν συγκεκριμένο βαθμό βιομηχανικής δράσης, τραβάει
την γραμμή σε κάθε οργάνωση
εργατών ανεξάρτητη από το κράτος-κόμμα, που πηγαίνε παραπέρα
ενός ιδιαίτερου χώρου εργασίας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, εξ ίσου εργάτες και
διανοούμενοι που έχουν συλληφθεί για απόπειρα οικοδόμησης σωματείων. Βλ. China Labour Bulletin για
έναν κατάλογο κρατούμενων εργατών ακτιβιστών. Ωστόσο, το κράτος έχει προσέτι
προσπαθήσει να εμποδίσει προληπτικά την μορφοποίηση ανεξάρτητων εργατικών
οργανώσεων. Προκειμένου να αποκόψει την αυξανόμενη μαχητικότητα και οργάνωση
της νέας αναδυόμενης εργατικής τάξης, οι επίσημες κομματικο-κρατικές
συνδικαλιστικές οργανώσεις –η ΠανΣινική Ομοσπονδία Συνδικάτων (ΠΣΟΣ) έχει
αναλάβει πολύ πιο ενεργό ρόλο στην εκπροσώπηση των εργατικών συμφερόντων. Αυτό
που είναι πιο πολύ είναι ότι η Κινεζική κυβέρνηση επιμένει ότι μείζονες
αλλοδαπές εταιρείες αναγνωρίζουν την ΠΣΟΣ. Πράγματι, τον Νοέμβρη του 2004, υπό
πίεση από την κυβέρνηση, η Wal-Mart,
έστω και απρόθυμα απ’ ό,τι φαίνεται,
συμφώνησε να αναγνωρίσει την ΠΣΟΣ.
[56] Βλ. Tom Mitchel, 'Shenzen
Plans Rise of Up to 23 Percent in Minimum Wage', Financial Times, April 19th
2006.
[57] In writing this article we have, like anyone else in the West writing
on China, faced the problem of finding reliable information. Lacking any direct
contacts we have had to rely on reports in the business pages of the bourgeois
press and the burgeoning, but often dated, academic literature and case
studies.
[58] See the review of Silver's Forces of Labour in this issue.
[59] Βλ. Das Kapital, I. Band: Der Produktionsprozeß des Kapitals, VII. Der Akkumulationsprozeß des Kapitals, 23. Das allgemeine Gesetz
der kapitalistischen Akkumulation, 2. Relative Abnahme des variablen
Kapitalteils im Fortgang der Akkumulation und der sie begleitenden
Konzentration, extract:
Aber alle Methoden zur Steigerung der gesellschaftlichen Produktivkraft der
Arbeit, die auf dieser Grundlage erwachsen, sind zugleich Methoden der
gesteigerten Produktion des Mehrwerts oder Mehrprodukts, welches seinerseits
das Bildungselement der Akkumulation. Sie sind also zugleich Methoden der
Produktion von Kapital durch Kapital oder Methoden seiner beschleunigten
Akkumulation. Die kontinuierliche Rückverwandlung von Mehrwert in Kapital
stellt sich dar als wachsende Größe des in den Produktionsprozeß eingehenden
Kapitals. Diese wird ihrerseits Grundlage einer erweiterten Stufenleiter der
Produktion, der sie begleitenden Methoden zur Steigerung der Produktivkraft der
Arbeit und beschleunigter Produktion von Mehrwert. Wenn also ein gewisser Grad
der Kapitalakkumulation als Bedingung der spezifisch kapitalistischen Produktionsweise
erscheint, verursacht die letztere rückschlagend eine beschleunigte
Akkumulation des Kapitals. Mit der Akkumulation des Kapitals entwickelt sich
daher die spezifisch kapitalistische Produktionsweise und mit der spezifisch
kapitalistischen Produktionsweise die Akkumulation des Kapitals. Diese beiden
ökonomischen Faktoren erzeugen, nach dem zusammengesetzten Verhältnis des
Anstoßes, den sie sich gegenseitig erteilen, den Wechsel in der technischen
Zusammensetzung des Kapitals, durch welchen der variable Bestandteil immer
kleiner und kleiner wird, verglichen mit dem konstanten.
[60] Ενδεικτικά βλ. Robin Mackay, Armen Avanessian (eds.), Accelerate#, Urbanomic, UK,
2014, Nick Land, A Quick and Dirty Introduction to Accelerationism, published
on 2017 in already non-existent site, https://ia804704.us.archive.org/7/items/nick_land_writings/LAND%2C%20Nick%20-%20A%20Quick%20and%20Dirty%20Introduction%20to%20Accelerationism.pdf
[61] Κάτι που προσιδιάζει σε Λουθηρανική διαλεκτική,
και μέχρι έναν ορισμένο βαθμό αναπόδραστα σε Germanization. Φυσικά, στον ίδιο χρόνο παρατηρούνται στις
Δυτικές καπιταλιστικές χώρες διαδικασίες Σινοποίησης
της μπουρζουαζίας, κάτι το οποίο ερείδεται υλικά πάνω στην συγκριτικά
μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών που δουλεύουν με Κινεζοποιημένους
όρους.
[62] Ενδεικτικά βλ. Nick Land, Urbanatomy Electronic, Urban Future Pamphlets, Series 1:
Time Sequence (2011-13), #1, Shanghai Times, Templexity, Disordered Loops
through Shanghai Time 2014, ŠUM, Journal for Contemporary Art Criticism and Theory,
Special issue No. 13, Shangai Frequencies, Cοnversations with Anna Greenspan
& Nick Land, pp. 1869-1906, et al.
[63] Βλ.
https://bestimmung.blogspot.com/2021/07/blog-post_28.html
[64] Ενδεικτικά βλ. https://techspek999.blogspot.com/2024/04/blog-post.html
No comments:
Post a Comment