Μυστικισμός και Χειραφέτηση. Στοιχεία Κριτικής Διανοητικής Ιστορίας

 

Κριτική Αναφορά στην Αυτοκατανόηση και Εκδήλωση του Καλλιτεχνικού Μυστικισμού ως Χειραφετητικής Πολιτικής και Στρατηγικής

 

Κατά τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα στο Παρίσι, ο Μυστικισμός δεν αναπτύχθηκε μόνο ως τελετουργικό και διανοητικό ρεύμα, αλλά και ως πραγματική και ενεργή κοινωνική πρακτική και συγκρότηση. Όψη αυτού εκτίθεται εμφατικά από τον ίδιο το Μαρξ στο υποκεφάλαιο της “Αγίας Οικογένειας” με τίτλο “Η Παγκόσμια Στάση/Θέση των Μυστικών/Μυστηρίων του Παρισιού”.[1]

Σε γενικές γραμμές, ο Εσωτερικισμός[2] και ο Οκαλτισμός/Λατρευτισμός (occultism) έλκουν την διανοητική προέλευσή τους από τα Νεοπλατωνικά, Ερμητιστικά, Γνωστικιστικά, Συγκριτικά και Καμπαλιστικά ρεύματα της Αναγέννησης και του Ουμανισμού (15ος-16ος αιώνες). Όλο αυτό συνθέτει τη διανοητική και πολιτισμική καταγωγή του νεωτερικού Μυστικισμού.

Στο Παρίσι του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν σε αυτά τα ρεύματα φιγούρες όπως ο Jean-Marie Ragon (1781-1862), ο Éliphas Lévi (1810-1875) κινούμενοι στην απόκρυφη εσωτερικότητα της αστικής κοινωνίας, σε Ελευθεροτεκτονικές κρυφίες συσσωματώσεις, ενώ τέτοιες τάσεις απαντώνται και στο Σοσιαλισμό κυρίως μέσα από τον Ουτοπιστή και Ελευθεριακό Φουριέ (1772-1837). Αντίστοιχα ρεύματα εντοπίζονται στην Αγγλία με το Θεοσοφικό “Ordo Hermeticus Aurorae Aureae”[3] και στη συνέχεια στη Ρωσία με την προσίδια Θεοσοφία[4].

Προκειμένου ο αναγνώστης να λάβει στοιχεία από την Αισθητότητα αυτών των ρευμάτων και λειτουργιών μπορεί να παρακολουθήσει δημοφιλείς και εμπορικές κινηματογραφικές ταινίες, όπως το “The Ninth Gate” (1999) του Πολάνσκυ, το “Eyes Wide Shut” (1999) του Κιούμπρικ, το “Sherlock Holmes” (2009) του Γκάι Ρίτσι, ενδεικτικά αναφερομένων.

Σημαντική επίδραση παρουσιάζουν στη Φραγκική Επικράτεια στη διαμόρφωση του Εικαστικού και ευρύτερα Καλλιτεχνικού ρεύματος του Ορφισμού[5] (ή Συγχρονικισμού[6]) το οποίο ερειδόμενο στην ποίηση του Απολλιναίρ[7] (1880-1918) και προγενέστερα στις χρωματικές ανακαλύψεις της οργανικής χημείας του Michel Eugène Chevreul (1786-1889),[8] αλλά και στις περιέργειές του περί μαγικών πραγμάτων, κατά κάποιο τρόπο υπήγαγε τα εικαστικά και τη σύνολη νοούμενη πραγματικότητα στη μουσική.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι αυτή η ποιότητα Ορφισμού ξεκινά και επιστρέφει στην Ουσία η οποία σε αυτή την την αντίληψη τελεί σε Ταυτότητα με τη Μουσική η οποία αποκαλύπτεται ως η κεκρυμμένη, η απόκρυφη ενική Ουσία πίσω από την πολυσχιδότητα και ασυνδετότητα των κοινωνικών φαινομένων και συλλήβδην του Κόσμου των Εμφανίσεων, καθώς και ως η κύρια Ερμηνευτική γραμμή.

Από μαθηματική και μηχανολογική άποψη -όσο κι αν ακουστεί τραχύ- σε αυτά τα ρεύματα περί κατασκευής της πραγματικότητας με επίκεντρο τη μουσική και τους στίχους ανευρίσκονται οι πρώτες υποκειμενικές μορφές συνδεόμενες με τη λειτουργία των αφηρημένων μηχανών.[9] Στη σύγχρονη εποχή, αν όλο αυτό απομυστικοποιηθεί από αυστηρή υλιστική άποψη, καθίσταται ευνόητο ότι διασυνδέεται με τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία συναρθρώνονται με τα λεγόμενα πνευματικά καλλιτεχνικά δικαιώματα.

Με ιστορικά κριτήρια, η ανάπτυξη όλων αυτών των ρευμάτων αποτύπωνε όψεις της πολύπλευρης και πολυσχιδούς ανάπτυξης της Αστεακής Ζωής εκλαμβανομένων ως μορφών Αστεακής Συνείδησης που συχνά συναντάνται με τις εργατικές εξερευνήσεις και περιπλανήσεις στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Από άποψη περιεχομένου, επρόκειτο για αποκρίσεις στο γενικό αίτημα περί Χειραφέτησης στις αστεακές ζώνες όπου το Εργατικό διατέμνεται εν μέρει με το ανεπίσημο Λόγιο επί των Ελευθεριακών πρακτικών και αναζητήσεων.

Πρέπει να ειπωθεί ότι τόσο εννοιολογικά, όσο και ως πεδία έρευνας, ο Μυστικισμός δεν ταυτίζεται με τη Φιλοσοφική Μεταφυσική. Επιπρόσθετα, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ενάντια στη Θετικιστική διάβρωση και το Δογματισμό ότι στις μητροπόλεις του 19ου αιώνα επιτεύματα της Βιομηχανικής Επιστήμης, κύρια δε οι εφαρμογές του στατικού ηλεκτρισμού και της φωτογραφίας παρουσιάζονταν δημόσια στο λαϊκό και εργατικό κοινό μέσα από μαγικές εκφορές και εμφανίσεις. Η νεωτερική αστική κοινωνία, όπως το λένε ο Μαρξ και ο Ένγκελς, φέρνει στο νου το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει τις υποχθόνιες δυνάμεις τις οποίες επικαλέσθηκε,[10] και γι’ αυτό οι επιστημονικές πειθαρχίες ανά περιστάσεις φαντασμαγορούν ότι επικαλύπτονται με το απόκρυφο και το μαγικό.

Η τιθέμενη προβληματική σχετικά με το Μυστικισμό έχει να κάνει με τη μυστικοποίηση του Μυστικισμού μέσα από την εμφάνισή του ως επίσημη πολιτική, ως Κοινωνική Θεωρία η οποία αξιώνει δάφνες θεσμικής επιστημοσύνης και εγκαλεί τους τρίτους και τους άλλους θέτοντάς τους κανονιστικότητες και κατηγορικές προσταγές. Σ’ αυτήν την περίπτωση, εκδηλώνεται το φαινόμενο της αυτογελοιοποίησης, του αυτοχλευασμού (Selbstverspottung) το οποίο εντοπίζει ο Μαρξ στον πρακτικό Παρισινό Μυστικισμό.

Επικεντρώνοντας στην περίπτωση του σύγχρονου Καλλιτεχνικού Μυστικισμού, η κριτική μας δεν αποσκοπεί σε μια κατηγορική απεύθυνση δυνάμει του ιεροποιημένου Μπενγιαμινικού τσιτάτου[11] περί αισθητικοποίησης, πολιτικόποιησης, φασισμού και κομμουνισμού. -Η μετάπτωση των εννοιών και κατηγοριών, η σύμπλεξη των μορφών και η μετα/αντι-στροφή της μίας προς την αντιτιθέμενη ή την συν/διά-τιθέμενη, η ποιοτική διαφοροποίηση και διάκρισή των είναι Έλλογες στιγμές.

Ο Μοντερνισμός παρίσταται ως η Ζωή ως Τέχνη και η Τέχνη ως Ζωή. Στον όρο Ζωή περιλαμβάνεται κι η Πολιτική Ζωή. Αυτό δεν μας ωθεί κατά το λογικό Μπενγιαμινικό σφάλμα σε μια συναγωγή ότι δήθεν ο Μοντερνισμός είναι λογικά Φασίζων (!). Η Αισθητική είναι πανταχόθεν παρούσα και ενεργή, επιθέτει τα δικά της αυτόνομα κριτήρια, είτε με τη μορφή της Καντιανής[12] Αισθητικής Αποφαντικής Ικανότητας, είτε με τη μορφή ενός μετασχηματιστικού πεδίου αναδιοργάνωσης και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων και των υποκειμένων. Από την άλλη, αυτό δεν φτάνει ως την Αγκαμπενική ροπή ότι όλα είναι σε τελική ανάλυση αναγώγιμα στην Αισθητική, ή ότι όλα μπορούν να κατανοηθούν και να παρουσιασθούν Κατηγορικά ως κατ’ Αντόρνο αισθητικά προτσές-"εξέγερση Τέχνης"[13].

Ούτως ή άλλως, στο έργο του Μπένγιαμιν εντοπίζονται απηχήσεις και αποκρίσεις Καλλιτεχνικού Μυστικισμού τόσο στον “ΕπιστημοΚριτικό Πρόλογο” της “Εκπήγασης του Γερμανικού Τραγικού Δράματος”, όσο και στα “Έργα των Στοών”. Σ’ αυτό, η νεωτερική πόλη περιγράφεται ως η quasi μυστικιστική εκδίπλωση μιας απολυτρωτικής ιδέας, η δε αρχιτεκτονική κρυπτική λογική της συντίθεται μέσα από τέτοια αισθητικά και καλλιτεχνικά στοιχεία ιδεατότητας και ιδεώδους.

Από άποψη Κοινωνικής Ιστορίας, αυτή η κατανόηση μπορεί να αποδοθεί στην Κρυπτι-κή ιστορία των θρησκευτικών μειονοτήτων και ετεροδοξιών με επίκεντρο τη Ρώμη των διωγμών εις βάρος των πρωτοχριστιανών, κάτι που συνεχίζεται από τον 11ο αιώνα στις αναπτυσσόμενες Μεσαιωνικές πόλεις. Αυτή η Κρυπτι-κή "παράδοση των καταπιεσμένων" ανευρίσκεται τόσο στις παρουσίες του Ιουδαϊσμού, όσο και στη δογματική παραδοξότητα και δοξασιολογία λειτουργιών της αστικής κοινωνίας.

 

Η Χειραφέτηση ως Νομική Έννοια και Πρακτική

 

Η Χειραφέτηση (emancipatio) διαμορφώνεται στη Ρωμαϊκή νομική πρακτική ως κανονιστική αποδέσμευση του τέκνου από την πατρική εξουσία (“patria potestas”) με κομβικό το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής συζύγου άνευ της προτεραίας πατρικής συναινέσεως, και διαφέρει ποιοτικά από τις πρακτικές νομικής απελευθέρωσης των δούλων ως προσώπων.[14] Οι σχετικές Ρωμαϊκές νομικές ρυθμίσεις διατηρούνται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ενώ και οι Βαρβαρικές δικαιικές πρακτικές προβλέπουν δικαίωμα Χειραφέτησης κατόπιν διεξαγωγής συνέλευσης/συμβουλίου.[15]

Σε αυτό, η Νομικά προβλεπόμενη Χειραφέτηση είναι μια αρνητική κίνηση ατομικά καταργητική της Πατριαρχικής εξουσίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι η τελευταία στο Ρωμαϊκό αρχέτυπο εμπεδώνει το imperium στο επίπεδο των μοριακών, οικογενειακών σχέσεων.

Πέρα από την τυπικότητα των νομικών προσδιορισμών και προνοιών, το περιεχόμενο της νομικής Χειραφετητικής πρακτικής συνίσταται από μια πρώτη μορφή άρνησης προς την ίδια την Πατριαρχία, άρνηση εκφερόμενη από την υποκειμενικότητα του (προ-)εφήβου. Απ’ αυτήν την άποψη, δεν είναι κάτι μερικό ή αποσπασματικό, καθ’ όσον μια νομική πρόβλεψη διάλυσης της Πατριαρχικής εξουσίας επισύρει και τη διάλυση ή τουλάχιστον την ποιοτική διαφοροποίηση ενός συνολικού πλέγματος οικονομικών και ανταλλακτικών σχέσεων (προικών, συνοικεσίων, επιγαμιών, γαμήλιων συμβολαίων, κληρονομικών δικαιωμάτων κλπ).

Παρότι κάποιοι στις προσφάτως παρελθούσες μέρες νοσταλγούσαν τις επίσης μυστικιστικές αναβιώσεις της ασφάλειας και της ιδρυματοποίησης των προνεωτερικών κοινοτήτων τους μέσα από “ουράνια συνοικέσια”, είναι ευκρινές ότι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εντεύθεν ένα από τα επιτεύγματα του κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού είναι η θεσμοθέτηση του απεγκλωβισμού από τα πατριαρχικά οικογενειακά κανονιστικά και εξουσιαστικά δεσμά μέσα από τη νομική Χειραφέτηση του τέκνου.

 

Η Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση

 

Στη γραμματεία της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, η Χειραφέτηση αναπτύσσεται σε συνδυασμό με την Αυτονομία του Υποκειμένου εντός της Ηθικότητας και των Ελεύθερων συνθηκών Ανάπτυξης. Αυτό δεν οδηγεί σε κάποια ποιότητα Ατομικισμού/Αδιαιρετισμού, καθ’ όσον ο όρος της Ηθικότητας συνδέει Υλικά, Γνωσιακά, Κατηγορικά και Προστακτικά το Υποκείμενο με το Κοινωνικό και την Ολότητα.

Στην Κριτική Σκέψη, στη Διαλεκτική, η Χειραφέτηση εμφανίζεται ως τελολογική/οργανική κίνηση της Συνείδησης εντός της Φαινομενολογίας του Πνεύματος. Για να γίνει κατανοητή η Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση, αντιπαρατίθεται στην Αλλοτρίωση και στις μορφές της Δυστυχούς Συνείδησης. Η Χειραφέτηση είναι η Αρνητική Κίνηση έναντι αυτών. Φαινομενολογικά, η Χειραφέτηση αναπτύσσεται μέσα από τη Σιγουριά και την Αλήθεια του Λόγου. Η ανάπτυξή της αυτή γίνεται μέσα από Λογικούς, Φυσιο-γνωμικούς και Ψυχολογικούς Νόμους, και κατά την Πληρότητά της λαμβάνει τη μορφή της Ενεργοποίησης/Πραγμάτωσης της Έλλογης Αυτοσυνείδησης μέσω του Εαυτού.[16]

Συχνά και τεχνηέντως, η Θετικιστική στενομυαλιά -κάτι που δεν σχετίζεται με την κριτική των Μαρξικών Χειρογράφων του 1844, άλλωστε την Ουσιακή-Υλική συγκρότηση του ανθρωπίνου όντος τη δέχεται η Φαινομενολογία μέσα από τα κεφάλαια για τον Παρατηρητικό Λόγο επί της Ανόργανης και Οργανικής Φύσης, πλην όμως διαχωρίζει ποιοτικά το ανθρώπινο ον ως Αυτοπραγματωνόμενη και Αυτενεργοποιούμενη Αυτοσυνείδηση από την λοιπή υπάρχουσα έμβια ύλη- στρεβλώνει τη Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση εμφανίζοντάς την ως κάποια ποιότητα μπουρζουάδικης υποκειμενικής ατομικότητας. Σε αντίθεση μ’ αυτό, στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, η Ατομικότητα/Αδιαιρετότητα αποδεικνύεται ως η Κατηγορία ως τέτοια περί του Αντικειμένου/Ενάντιου της Συνείδησης, όπου ο Προσδιορισμός δι’ εαυτώ τω ιδίω ή της αρνητικής Αυτοσυνείδησης εντός της οποίας ο Λόγος συντελείται, έχει καταργηθεί.[17] Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ατομικότητα/Αδιαιρετότητα συναρτάται με τον Παρατηρητικό Λόγο και την Τέχνη η οποία προκύπτει απ’ αυτόν.[18]

Μπορούμε να φέρουμε ένα παράδειγμα απ' το χώρο της νεωτερικής Τέχνης: η Χειραφέτηση στην αρχική μορφή της (ως Σιγουριά και Αλήθεια του Λόγου) είναι η Άρνηση της Υποκειμενικής Ατομικότητας η οποία συνάγεται λχ. μέσα από το γλυπτό “Le Penseur” του Ροντέν. Ενδεικτικό και κομβικό γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι στην Κλασική Γερμανική Φιλοσοφία, κύρια σε Φίχτε και Εγελιανή Διαλεκτική, η Παρουσίαση της Χειραφέτησης και της Αυτονομίας εκκινά με την κριτική στο Σκεπτικισμό, καθώς και στο Στωκισμό.[19]

Αν η Κλασική Γερμανική Φιλοσοσφία εκθέτει και παρουσιάζει τις Λογικές προϋποθέσεις και δυναμικές της Χειραφετητικής κίνησης, η εργατική κριτική κάνει το ίδιο στα επίπεδα και στα πεδία κοινωνικής ενεργοποίησης και πραγμάτωσής των μέσω και εντός της εργασίας και της αρνητικής προς αυτήν κίνησης.

Τούτων δοθέντων, είναι ευνόητο και ευκρινές ότι ο πολιτικά μυστικοποιημένος Μυστικισμός ακόμη και στην ευφυή μορφή του σύγχρονου Καλλιτεχνικού Μυστικισμού προσήκει στις προβληματικές της Ατομικότητας/Αδιαιρετότητας, δηλαδή στις προβληματικές περί της συγκρότησης του ετεροπροσδιορισμένου, ετερονομημένου τυπικού  υποκειμένου. Συγκεκριμένα, αυτό καθίσταται εμφανές από το ότι για να μιλήσει για Χειραφέτηση ή ακόμη και για να αξιώσει κάτι τέτοιο, παρουσιάζει ουσιοκρατικά έναν τρίτο προς αυτό όρο, μια τρίτη προς αυτό αρχή (principle) από την οποία εξ/συν-αρτά με παροντιστικό τρόπο τη Χειραφετητική ιδεά και προβολή του -ανεξάρτητα πώς ονομάζεται κάθε φορά: στον 19ο αιώνα είναι η Μουσική, στον 20ο αιώνα κάποιο αντιιμπ, μοναδικά μοναδικό, επιούσιο και περιούσιο έθνος, στον 21ο πιθανά κάποιο καινούριο επινόημα.



[1] Βλ. Friedrich Engels, Karl Marx, Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik Gegen Bruno Bauer und Konsorten, V. Kapitel. Die „kritische Kritik" als Geheimniskrämer oder die „kritische Kritik" als Herr Szeliga, 7. Der Weltzustand der Geheimnisse von Paris, MEW, Band 2, Berlin, Dietz Verlag, 1962, S. 80-81.

[2] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Western_esotericism, https://en.wikipedia.org/wiki/Occult

[3] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Hermetic_Order_of_the_Golden_Dawn

[4] Ενδεικτικά βλ. Maria Carlson, No Religion Higher Than Truth: A History of the Theosophical Movement in Russia, 1875-1922, Princeton, Princeton University Press, 1993.

[5] Ενδεικτικά βλ. https://ideelart.com/blogs/magazine/discover-the-mysteries-of-orphism-in-painting, https://thesciencesurvey.com/arts-entertainment/2025/02/27/capturing-the-essence-of-motion-in-kaleidoscopic-color-a-review-of-harmony-and-dissonance-orphism-in-paris-1910-1930-at-the-guggenheim/

[6] Ενδεικτικά βλ. https://www.tate.org.uk/art/art-terms/s/simultanism

[7] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Guillaume_Apollinaire

[8] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Michel_Eug%C3%A8ne_Chevreul

[10] Βλ. Friedrich Engels, Karl Marx, Manifest der Kommunistischen Partei, Ι. Bourgeois und Proletarier, MEW, Band 4, Berlin, Dietz Verlag, 1977, S. 467: “Unter unsern Augen geht eine ähnliche Bewegung vor. Die bürgerlichen Produktions- und Verkehrsverhältnisse, die bürgerlichen Eigentumsverhältnisse, die moderne bürgerliche Gesellschaft, die so gewaltige Produktionsund Verkehrsmittel hervorgezaubert hat, gleicht dem Hexenmeister, der die Unterirdischen Gewalten nicht mehr zu beherrschen vermag, die er heraufbeschwor”.

[11] Βλ. Walter Benjamin, Das Kunstwerk im Zeitalter seiner technischen Reproduzierbarkeit, Frankfurt/Main, Suhrkamp, 1963, S. 44.

[12] Βλ. Immanouel Kant, Kritik der Urteilskraft, Erster Teil. Kritik der ästhetischen Urteilskraft,  Werke in zwölf Bänden. Band 10, Frankfurt am Main 1977, S. 115-300.

[13] Βλ. Theodor W. Adorno, Ästhetische Theorie, Band 97: Gesammelte Schriften, Suhrkamp Verlag Frankfurt am Main 1970, S. 70: “Gesellschaftliches Denken über Ästhetik pflegt den Begriff der Produktivkraft zu vernachlässigen. Die ist aber, tief in die technologischen Prozesse hinein, das Subjekt; zur Technologie ist es geronnen. Produktionen, die es aussparen, gleichsam technisch sich verselbständigen wollen, müssen am Subjekt sich korrigieren. Die Rebellion der Kunst gegen ihre falsche – intentionale – Vergeistigung, etwa die Wedekinds im Programm einer körperlichen Kunst, ist ihrerseits eine des Geistes, der zwar nicht stets, wohl aber sich selbst verneint”.

[14] Βλ. Praefationes Iustiniani, Liber I, VII. De Adoptionibus et Emancipationibus et Aliis Modis Quibus Potestas Solvitur,  https://www.iurisprudentia.de/digesta/scott/1/7/, ibid, Liber XXXVII, VIII. Die Coniungendis cum Emancipatio Liberis Eius, https://www.iurisprudentia.de/digesta/scott/37/8/

[15] Ενδεικτικά βλ. Manuel Vial-Dumas, “Parents, Children, and Law: Patria Potestas and Emancipation in the Christian Mediterranean during Late Antiquity and the Early Middle Ages”, Journal of Family History, Vol. 39, Núm. 4, pp. 307-329, Hannah Probert, Fatherhood in Gaul between Late Antiquity and the Early Middle Ages, A thesis submitted in partial fulfilment of the requirements for the degree of Doctor of Philosophy The University of Sheffield Faculty of Arts and Humanities Department of History December, 2016.

[16] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/B.+Die+Verwirklichung+des+vern%C3%BCnftigen+Selbstbewu%C3%9Ftseins+durch+sich+selbst

[17] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/C.+Die+Individualit%C3%A4t,+welche+sich+an+und+f%C3%BCr+sich+selbst+reell+ist

[18] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/A.+Beobachtende+Vernunft/a.+Beobachtung+der+Natur

[19] Βλ. Johann Gottlieb Fichte, Rezension des Aenesidemus oder über die Fundamente der vom Herrn Prof. Reinhold in Jena gelieferten Elementarphilosophie. Nebst einer Verteidigung des Skeptizismus gegen die Anmaßungen der Vernunftkritik, https://www.gleichsatz.de/b-u-t/trad/fichte/jgf-aenesidemus.html, http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/B.+Selbstbewu%C3%9Ftsein/IV.+Die+Wahrheit+der+Gewi%C3%9Fheit+seiner+selbst/B.+Freiheit+des+Selbstbewu%C3%9Ftseins;+Stoizismus,+Skeptizismus+und+das+ungl%C3%BCckliche+Bewu%C3%9Ftsein


Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...