Επισημάνσεις περί εμπορευματικής τιμής

  

Η τιμή του εμπορεύματος είναι η σε πρώτο χρόνο κοινωνική εκδήλωση του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου. Η εμπορευματική τιμή στο κυκλοφοριακό προτσές λειτουργεί για το αδιαίρετο ως σημείο εισόδου στην συνολική καπιταλιστική οικονομική πραγματικότητα. Η εμπορευματική τιμή αναπτύσσει τις ιδιότητές της, λειτουργεί, για την αγορά και εντός αυτής ως σημείο οικονομικής βαρύτητας.

Σε συνολικό επίπεδο, από την σκοπιά του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου, η τιμή είναι ανεξάρτητη της ανταλλακτικής αξίας, παρότι στην εσωτερική σχέση τους, η τιμή είναι μόνο μια ποσοτικοποίησή της: χωρίς αυτήν, η ανταλλακτική αξία δεν μπορεί να πραγματωθεί, αφού πρώτα έχει μεταμορφωθεί σε χρήμα, έχει αποκτήσει χρηματομορφή, η οποία έχει αφηρημένη ταυτότητα προς την τιμή ως ποσοτική εξωτερίκευσή της.

Σχηματικά, η εμπορευματική τιμή είναι προς την ανταλλακτική αξία το αφηρημένο μερικό, και η ανταλλακτική αξία το αφηρημένο συνολικό ως προς αυτήν. Αυτό σημαίνει, ότι η τιμή επιβάλλεται ως αφαίρεση στο εμπόρευμα, συνιστώσα την ιδεατότητα της ανταλλακτικής αξίας.

Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα, στα οποία προσπαθεί να απαντήσει η κλασική πολιτική οικονομία, είναι, τι καθορίζει τις τιμές των εμπορευμάτων. Ανάλογα της απάντησης στο ερώτημα διαμορφώνονται και οι αντίστοιχες θεωρίες, με τις κύριες εξ αυτών την Ποσοτική Θεωρία και την Θεωρία Προσφοράς και Ζήτησης. Οι θεωρίες της κλασικής πολιτικής οικονομίας περί εμπορευματικών τιμών είναι περιγραφικές θεωρίες, λειτουργούσες εν μέρει. Η μερικότητα του χαρακτήρα τους, τους προσδίδει σχετική εγκυρότητα, απ’ την οποία η οικονομική επιστήμη διαμορφώνει μοντέλα για τις τιμές.

Η ατομικά παρμένη εμπορευματική τιμή είναι ένας κβαντικός κόμπος, ένα κβαντικό προς στιγμήν αμετάβλητο:[1] μια ποσοτικοποιημένη στάση, μια αριθμητικοποιημένη ποσότητα: κατ’ ιδέαν προβάλλονται αδιαφοροποίητα σ’ αυτήν διαφορετικές ποιότητες, διαφορετικές κατηγορίες (αξία, χρήμα, νόμισμα).  

Οι ιδιότητες κι οι λειτουργίες της εμπορευματικής τιμής ως οικονομικής κατηγορίας καθίστανται στριφνότερες, όπου το χρήμα επιδιώκει να ταυτισθεί με την ανταλλακτική αξία, κι όπου η ανταλλακτική αξία επιδιώκει την ανεξαρτητοποίησή της από την χρηστική αξία, ήτοι στον τρόπο ύπαρξης και λειτουργίας του χρηματοκεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, στην καπιταλιστική συνολικότητα.

Οι εμπορευματικές τιμές στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής αναπτύσσουν την ενεργότητά τους ως λειτουργία σε ιδεατότητα, μέσα από την επίδρασή τους στο ποσοστό κέρδους:

Αν ένα δοσμένο αδιαίρετο εμπόρευμα έχει στον ίδιο χρόνο, τιμή στην μια αγορά Χ λίρες, και στην άλλη αγορά 2Χ λίρες, η ανταλλακτική αξία του είναι ίδια σε αμφότερες περιπτώσεις. Αυτό που αλλάζει, είναι το ποσοστό κέρδους, το οποίο αποκομίζει ο καπιταλιστής μέσα από την πραγμάτωση της αξίας του. Εδώ, το κέρδος εμφανίζεται ως ποσοστό κέρδους με σημείο αναφοράς το δοσμένο αδιαίρετο εμπόρευμα. Ωστόσο, ο καπιταλιστής, που πουλάει σε Χ λίρες, θα αποκομίσει περισσότερο κέρδος ως ποσότητα, από τον καπιταλιστή που πουλάει σε 2Χ λίρες, επειδή θα πουλήσει περισσότερα τέτοια εμπορεύματα, παρότι ο δεύτερος έχει μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους. Σε αυτό, το κέρδος εμφανίζεται ως απόλυτη ποσότητα, όμως, αν πρόκειται για μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες ανταγωνίζονται σε διαφορετικές ολόκληρες σφαίρες και τομείς παραγωγής, η απολυτοποιημένη ποσότητα του κέρδους στην συνολικότητα της καπιταλιστικής επιχείρησης μετριέται και λειτουργεί εντός του ποσοστού κέρδους.

Στην περίπτωση των πρώτων υλών, του ακατέργαστου υλικού, των πετρωμάτων κλπ., η μικρότερη τιμή επιδρά στην αύξηση του ποσοστού κέρδους της επιχείρησης που θα απασχολήσει αυτά ως σταθερό κεφάλαιο εν τω παραγωγικό προτσές, και το αντίστροφο, όταν αυξάνει.[2] Σε αυτό, έγκειται η ιδανική στιγμή της εμπορευματικής τιμής, όταν εμφανίζεται (λογιστικά) ως κόστος παραγωγής, καθ’ όσον σ’ αυτήν την λειτουργική στιγμή της εμφανίζει κατά φαινόμενο (ως φαινότυπος) ταυτότητα προς την ανταλλακτική αξία.

Η τιμή εμφανίζει αυτήν την ιδανική λειτουργία της και στον κατ’ ιδέαν ποσοτικό ορισμό της γενικής τιμής παραγωγής.[3]

Εμφανίζεται δε ως κάτι επιπρόσθετο, ως ένα υπερβάλλον πάλι στην λειτουργία της απόλυτης εδαφικής προσόδου, ως σύμπτωμα ενός εξωοικονομικού μηχανισμού ειδικής εξουσίας, η οποία έχει να κάνει με την κυριότητα επί του εδάφους. Αυτό αποτυπώνεται στα μισθώματα και στις εμπορευματικές τιμές των αστικών ακινήτων, κάτι, που, όπως έχουμε αναλύσει, επιδρά στην απότομη αύξηση των τιμών πολλών εμπορευμάτων (από τα ζαρζαβατικά και το φαγητό έως τον έτοιμο καφέ, και την τιμή της μπύρας και των ποτών) στα πλαίσια μιας σχετικά μικρής εθνικής/αποικιακής αγοράς, όπου απομένει ακόμη σημαντικό εύρος αγροτικής παραγωγής, το οποίο δεν έχει εκβιομηχανισθεί. Όσο αυτό το υπερβάλλον τις τιμής συνδέεται όλο και πιο στενά με την ειδική εξουσία του εξωοικονομικού μηχανισμού, ερειδόμενη επί της γαιοκτησίας, τόσο αυτό σχηματοποιεί σε μια τέτοια χώρα, το οικονομικό πρόβλημα της ακρίβειας, σχετικά ανεξάρτητο του πληθωρισμού. Στον ίδιο χρόνο, εντός αυτής της χώρας, η ακρίβεια λειτουργεί ως μηχανισμός απαλλοτρίωσης πληθυσμών.

Η δραστική εκμείωση αυτού του υπερβάλλοντος προϋποθέτει την μαζική εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, την συσπείρωση, συγκέντρωση και κεντρικοποίηση του κεφαλαίου που απασχολείται στην παραγωγή αυτών των προϊόντων.

Από την άλλη, επί των αστικών ακινήτων, η βιομηχανοποίηση της πόλης, η λειτουργία του μητροπολιτικού εργοστασίου, η ανάπτυξη της μηχανοποιημένης αρχιτεκτονικής, σε κανονικές συνθήκες, επιδρά προς την αντίθετη κατεύθυνση: αποσύνδεση του μισθώματος από την τιμή αγοραπωλησίας του διαμερίσματος, ανέβασμα της εμπορευματικής τιμής του οικοπέδου, επί του οποίου είναι χτισμένο το κτίριο, επομένως και ανέβασμα της εμπορευματικής τιμής του διαμερίσματος. Μόνο μια ανακαίνιση, αντικατάσταση των παλιών με νέα υλικά, καινούριες εγκαταστάσεις, καινούριες εμπεπηγμένες συσκευές, και η αναλογική αύξηση στον επιβαλλόμενο φόρο, θα έπρεπε να ανεβάζουν το μίσθωμα. Επομένως, η αντικειμενική τάση σε μια μεγάλη ιμπεριαλιστική μητρόπολη είναι το μίσθωμα να καθίσταται κομμάτι της αξίας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, τμήμα του εργατικού μισθού, και όχι έκφραση της καπιταλιστικής εδαφικής προσόδου.

Η λειτουργία της ως ανωτέρω προσδιοριζόμενης ακρίβειας εμφανίζεται διττά: αφενός προσιδιάζει σε (μετα-)αποικιακές χώρες και πόλεις, και αφετέρου αναπτύσσει στο έπακρο αυτήν την ιδιότητα στις εμπορικές, χρηματιστικές και τουριστικές περιοχές των μητροπόλεων, όπου η ακρίβεια στις εμπορευματικές τιμές των ακινήτων επιδρά στο ανέβασμα των τιμών των εμπορευμάτων τόσο της προσίδιας παραγωγικής κατανάλωσης, όσο και των πολυτελειών.

Σε κάθε περίπτωση, η εμπορευματική τιμή του εδάφους ως εδαφική πρόσοδος, εκδηλώνει έναν ακόμη φετιχισμό, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον ίδιο τον φυσιοκρατισμό. Σ’ αυτό, η εμπορευματική τιμή του ακινήτου λειτουργεί ως ψευδαισθησιακή οντότητα: εμφανίζει, ότι μαζί με το ακίνητο, αγοράζεις και πραγματικό χώρο: ο κόσμος των ψευδαισθήσεων εμφανίζεται ως κόσμος των εμφανίσεων.[4]

Σε συνολικό επίπεδο, σύμφωνα με όσα ο Ένγκελς συμπεραίνει, κατ’ εφαρμογή του Αξιακού Νόμου της κλασικής πολιτικής οικονομίας, παρόλη την απόκλιση στις ενικές τιμές ως προς τις ενικές αξίες, η συνολική τιμή όλων των εμπορευμάτων πάντοτε πέφτει μαζί με την συνολική αξία των ή με την εμπεριεχόμενη στο συνολικό μέγεθος των εμπορευμάτων ποσότητα εργασίας.[5] Απ’ αυτό συνεπάγεται, ότι όσο αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η τεχνική επανάσταση της παραγωγής, η επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, των τεχνικών μέσων, της τεχνολογίας κλπ, τόσο οι εμπορευματικές τιμές στην συνολικότητά τους πέφτουν, τα εμπορεύματα είναι πιο φτηνά, πιο προσιτά. Αυτό είναι ο κυρίαρχος Ρικαρντιανά προσδιορισμένος δρόμος για μια βιομηχανική κοινωνία εσωτερικής ευημερίας (μαζική βιομηχανική παραγωγή συνεχώς εξελισσόμενη – φτηνά προϊόντα), όπως υλοποιήθηκε κατά τις δεκαετίες 1950-1970 στις σοσιαλιστικές χώρες. Παρόμοια τάση εμφανίζεται και στις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες, αφ’ ής στιγμής ο ανταγωνισμός μειώνει το ποσοστό κέρδους και εξισορροπεί τις εμπορευματικές τιμές.

Όμως, (στον Ένγκελς) η σχέση μέσω της οποίας δύο εμπορεύματα ανταλλάσσονται, η αξία τους, είναι καθαρά συμπτωτική, συμβεβηκυία, κάτι που ρέει προς τα εμπορεύματα απ’ έξω, κάτι που είναι έτσι σήμερα, αλλιώς αύριο … Η αξία είναι γι’ αυτό ταυτή στην τιμή, και κάθε εμπόρευμα έχει τόσο πολύ αξία, όση τιμή μπορεί να προσεγγίσει. Και η τιμή προσδιορίζεται από την ζήτηση και προσφορά.[6]

Αυτό εξηγεί μηχανισμούς φούσκας παραγωγής, όπου όλη η παραγωγή διευθύνεται από τον καπιταλιστή με στόχο το ανέβασμα της τιμής, επειδή γνωρίζει ότι η ανεβασμένη τιμή, του αποδίδει μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους. Αυτό, όπως έχουμε αναλύσει, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε εμπορική κρίση, σε κρίση υπερπαραγωγής.

Από την σκοπιά του ιστορικού υλισμού,  ο Ενγκελσικός προσδιορισμός συνδέεται με ιστορικά καθορισμένα μακρά κύματα αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων (οι λεγόμενες επαναστάσεις των τιμών, μέσα 14ου – 17ος αιώνες)[7]: σε επαρκή βαθμό συνέπεια μεγαλύτερης εισροής χρήματος στην μορφή των μετάλλων. Γενικά, μια τέτοια αύξηση είναι ο ασφαλέστερος ιστορικός ενδεικτής για την συντέλεση βαθιών αλλαγών στο παγκόσμιο status quo.  

 



[1] Παράβαλε https://en.wikipedia.org/wiki/Knot_theory,  S. Chmutov, S. Duzhin, J. Mostovoy, Introduction to Vassiliev Knot Invariants, 24/3/2011, σε https://arxiv.org/abs/1103.5628, Stavros Garoufalidis, Quantum Knot Invariants, 16/1/2012, σε https://arxiv.org/abs/1201.3314, David M. Jackson , Iain Moffatt, An Introduction to Quantum and Vassiliev Knot Invariants, Springer, 2019, Modesto Orozco-Ruiz, Selwyn Simsek, Sahra A. Kulmiya, Samuel J. Hile, Winfried K. Hensinger, Florian Mintert, Optimal control with a multidimensional quantum invariant, σε https://arxiv.org/abs/2212.07872

[2] Βλ. Das Kapital, III. Band: Der Gesamtprozeß der kapitalistischen Produktion, I. Die Verwandlung des Mehrwerts in Profit und der Rate des Mehrwerts in Profitrate, 6. Wirkung von Preiswechsel, I. Preisschwankungen des Rohstoffs, ihre direkten Wirkungen auf die Profitrate

[3] Βλ. οπ., VI. Verwandlung von Surplusprofit in Grundrente, 45. Die absolute Grundrente, απόσπασμα: Nennen wir den allgemeinen, den Markt regulierenden Produktionspreis P, so fällt P für das Produkt der schlechtesten Bodenart A mit ihrem individuellen Produktionspreis zusammen; d.h. es zahlt der Preis das in der Produktion verzehrte konstante und variable Kapital plus dem Durchschnittsprofit (= Unternehmergewinn plus Zins).

[4] Παράβαλε Damien Cahill, «Market analysis beyond market fetishism», Environment and Planning A: Economy and Space, Volume 52, Issue 1, February 2020, Pages 27-45, σε https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/0308518X18820917

[5] Βλ. Das Kapital,  οπ., Engels: Ergänzung und Nachtrag zum III. Buche des «Kapital», I. Wertgesetz und Profitrate, απόσπασμα: trotz der Abweichung der Einzelpreise von den Einzelwerten falle der Totalpreis der sämtlichen Waren stets zusammen mit ihrem Totalwert oder mit der in der Totalmenge der Waren enthaltnen Arbeitsquantität.

[6] Βλ. οπ., απόσπασμα: Das Verhältnis, worin zwei Waren sich austauschen, ihr Wert, ist also etwas rein Zufälliges, den Waren von außen Angeflogenes, das heute so, morgen so sein kann … Der Wert ist also identisch mit dem Preis, und jede Ware hat so viel Werte, als sie Preise erzielen kann. Und der Preis wird bestimmt dur Nachfrage und Angebot.

[7] Ενδεικτικά βλ. Douglas Fisher, «The Price Revolution: A Monetary Interpretation», The Journal of Economic History, Vol. 49, No. 4 (Dec., 1989), pp. 883-902, David Hackett Fischer, The Great Wave. Price Revolutions and the Rhythm of History, Oxford University Press, Oxford, New York, 1996

No comments:

Post a Comment

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...