Εισήγηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης (ΥΦΑΝΕΤ 26/10/2025)

 

Εισήγηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης

ΥΦΑΝΕΤ 26/10/2025

Εισαγωγή

Καταρχάς, ευχαριστούμε πολύ τις συντρόφισσες και τους συντρόφους από την πρωτοβουλία revdef για την πρόσκληση και την κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ για τη φιλοξενία. Θεωρούμε ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία μεγάλης σημασίας για την ενίσχυση των αντικρατικών, προλεταριακών διεθνιστικών θέσεων.

Εδώ και τέσσερις μήνες έχουμε συγκροτήσει την Αντιπολεμική Διεθνιστική Συνέλευση στην Αθήνα, με σκοπό την ανάδειξη της ταξικής, προλεταριακής σκοπιάς σε σχέση με την τρέχουσα παγκόσμια καπιταλιστική πολεμική πραγματικότητα, δίνοντας έμφαση στα όσα διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή. Είμαστε ένας ετερόκλητος πολιτικός σχηματισμός, το συνεκτικό στοιχείο του οποίου βρίσκεται στην εναντίωση σε κάθε εθνική και κρατική ιδεολογία, καθώς και στην προώθηση του ταξικού διεθνιστικού αντιπολεμικού κινήματος. Μέχρι αυτή τη στιγμή η διαδικασία μας έχει δημοσιεύσει μία αφίσα που εναντιώνεται στο συντελούμενο εθνικιστικό στρατοπεδισμό, στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και στην προετοιμασία ολόκληρης της κοινωνίας για την ένταξή της στους διακρατικούς πολεμικούς σχεδιασμούς. Έχουμε παράξει και εκτενή λόγο για τα γεγονότα στη Δυτική Ασία, ο οποίος έχει διακινηθεί είτε διαδικτυακά, είτε σε μορφή μοιράσματος, αλλά και μέσω μικροφωνικής παρέμβασης. Τέλος, συμμετείχαμε στην γενική απεργία της 1ης του Οκτωβρίου, δημοσιεύοντας και μοιράζοντας προκήρυξη που συνέδεε το νομοσχέδιο για τη 13ωρη εργασία με την ανάδυση της πολεμικής οικονομίας, ως μορφή εμφάνισης της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να απομυστικοποιήσουμε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, χωρίζοντας την ανάλυσή μας σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα ασχοληθούμε με τη διαδικασία ενσωμάτωσης και ομογενοποίησης του εθνικού υποκειμένου μέσα στα έθνη-κράτη, τόσο γενικά όσο και πιο ειδικά. Θα χρησιμοποιήσουμε ποικίλα ιστορικά παραδείγματα μαζικών δολοφονικών εκκαθαρίσεων στο όνομα του «έθνους», με στόχο να απομυθοποιήσουμε τις «ιδιαιτερότητες» του κράτους του Ισραήλ και της γενοκτονίας των Παλαιστινίων που συντελείται από αυτό, αντιμετωπίζοντάς τη ως εγγενές δολοφονικό χαρακτηριστικό των εθνικών κρατών πιο γενικά. Έπειτα θα εμβαθύνουμε στη διαχρονική σχέση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, εστιάζοντας στην εξέλιξη της εκμετάλλευσης του παλαιστινιακού πληθυσμού από υποτιμημένο εργατικό δυναμικό έως πλεονάζον προλεταριάτο, μέχρι το σημείο της μαζικής του εξόντωσης. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο ρόλο της Χαμάς και την παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού που ενισχύει τις πατριωτικές, εθνικιστικές ψευδαισθήσεις σε βάρος της κριτικής της καπιταλιστικής ολότητας και της ταξικής συνείδησης. Τέλος, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις δικές μας αντιστάσεις, αναδεικνύοντας και συγκεκριμενοποιώντας τη λογική του προλεταριακού διεθνισμού, οριοθετώντας τις δράσεις μας βάσει της πάλης των τάξεων.

Η εθνοκάθαρση ως αναγκαίος όρος ανάδυσης και συντήρησης του έθνους-κράτους

Η ανάδυση του έθνους-κράτους είναι αλληλένδετη με τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Προϋποθέτει την ενοποίηση των πληβειακών στρωμάτων για την οργάνωση της εκμετάλλευσής τους από τα επί μέρους εθνικά κεφάλαια, με όρους τόσο ενσωμάτωσης και αντιπροσώπευσης όσο και ιεραρχίας, αποκλεισμού και εκτοπισμού, στη βάση της εθνικής ψευδοκοινότητας, είτε αυτή ορίζεται με το δίκαιο του εδάφους ως σώμα πολιτών που γεννήθηκαν σε έναν τόπο, είτε φυλετικά, με το δίκαιο του αίματος, στις πιο αντιδραστικές εκδοχές εθνοτικού εθνικισμού. Αυτό, φυσικά, δεν είναι μια διαδικασία που σταματά στη γέννηση του έθνους-κράτους, αλλά αφορά και τη διατήρησή του όσο και την επέκτασή του, μέσα από τον τρόπο που ιεραρχεί την εκμεταλλευόμενη εργατική δύναμη και αποκλείει τους υπεράριθμους πληθυσμούς μέσα από τις εθνικές πολιτικές.

Το γνωρίζουμε αυτό πολύ καλά από την ιστορία του κράτους στο οποίο ζούμε, που ήταν και αυτό που εισήγαγε το καπιταλιστικό έθνος-κράτος στα Βαλκάνια, με τον εξαιρετικά βίαιο τρόπο της καθολικής εθνοθρησκευτικής γενοκτονίας και εκτοπισμού των μουσουλμανικών και των εβραϊκών πληθυσμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, ώστε να φτιαχτεί ένα κράτος με καθαρά ελληνορθόδοξο πληθυσμό. Δεν σταμάτησε όμως εκεί, καθώς κάθε επέκταση του ελληνικού κράτους σήμαινε, με «μαλακή» ή «σκληρή» ισχύ, έναν νέο γύρο εθνοκάθαρσης· για παράδειγμα, τον δέκατο ένατο αιώνα συνεχίστηκε με την έξοδο των Τουρκοκρητικών και την ελληνοποίηση της Κρήτης. Η κατάκτηση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου στους Βαλκανικούς πολέμους, και μετέπειτα η Μικρασιατική Εκστρατεία, σήμαναν έναν νέο γύρο εκκαθαριστικών σφαγών εναντίον αλλοεθνών, που στη μεγάλη τους κλίμακα ολοκληρώθηκαν το 1949. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η διπλή εθνοκάθαρση που συμφωνήθηκε με την Τουρκία, με το ωραιοποιημένο όνομα «ανταλλαγή πληθυσμών», τα αντισημιτικά πογκρόμ εναντίον ιδίως των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στον Μεσοπόλεμο, και η σιωπηλή και ηχηρή συναίνεση της τοπικής αστικής κοινωνίας στην εξόντωσή τους στη Shoah από τους Ναζί. Επίσης ο μαζικός εκτοπισμός των Τσάμηδων το 1944 και η μακροχρόνια πολιτική καταναγκαστικού εξελληνισμού των ντόπιων Σλαβομακεδόνων, με απαγόρευση της γλώσσας και του πολιτισμού τους από τον Μεσοπόλεμο, τον υποχρεωτικό εξελληνισμό τους και την εξορία όσων ανέπτυξαν το δικό τους εθνικό κίνημα του ΝΟΦ1 στο πλαίσιο του ΔΣΕ στη Γιουγκοσλαβία, με αφαίρεση ιθαγένειας και μη επαναπατρισμό τους όταν, στα πλαίσια της «εθνικής συμφιλίωσης», επέστρεψαν και ξαναπέκτησαν ιθαγένεια οι Έλληνες κομμουνιστές. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σημαντική θέση είχε η απόπειρα εθνοκάθαρσης των Τουρκοκύπριων, στα πλαίσια των σχεδίων προσάρτησης της Κύπρου στο ελληνικό κράτος, σε συνεργασία με το ελληνοκυπριακό κράτος-κεφάλαιο, που τελικά είχε και έχει τους δικούς του αυτοτελείς στόχους. Και βέβαια, η εθνική εκκαθάριση εναντίον των πλεοναζόντων πληθυσμών για το κεφάλαιο συνεχίζεται και σήμερα, με τον πόλεμο εναντίον των μεταναστ(ρι)ών και των προσφύγων στα σύνορα, τις δολοφονίες τους και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα με ολοένα και πιο στρατιωτικοποιημένους όρους.

Φυσικά, αυτή η διαδικασία αφορά κάθε καπιταλιστικό κράτος ως μία τάση, με ποικιλία μορφών σκληρής και μαλακής ισχύος. Η Τουρκία χτίστηκε στο έδαφος των γενοκτονιών και της εθνοκάθαρσης της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον Αρμενίων, Ασσυρίων και Ρωμιών, οι οποίες συνεχίστηκαν και από το κεμαλικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, με σημαντική κορύφωση τη διπλή εθνοκάθαρση/ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτή η πολιτική συνεχίστηκε να εκδηλώνεται σε όλη την ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, με τον αιματοβαμμένο πόλεμο εναντίον του κουρδικού πληθυσμού, τα καψίματα χωριών και τη μετεγκατάσταση πληθυσμών. Ο πόλεμος αυτός, τα τελευταία χρόνια, έχει επεκταθεί και στη Συρία, ενάντια στην «Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας» (ΑΔΒΑΣ) στο πλαίσιο δημιουργίας μιας ευρύτερης ζώνης επιρροής από την Τουρκία στο όνομα της προστασίας των Σουνιτών Αράβων, οι οποίοι, ταυτόχρονα, σε μεγάλο τους μέρος, συγκεντρώνονται στην Τουρκία ως προσφυγικός πληθυσμός υπεράριθμων προλετάριων που υφίστανται πογκρόμ και κάθε είδους διώξεις. Όπως επίσης, διωγμούς, εκτοπισμούς και βίαιες επιθέσεις έχουν δεχτεί Άραβες, Γιεζίντι και Ασσύριοι και από κουρδικές εθνικιστικές δυνάμεις εντός του ημικρατικού μορφώματος της ΑΔΒΑΣ.

Ένα ακόμη οικείο παράδειγμα είναι η Σερβία, λόγω και της ελληνικής συμμετοχής στη γενοκτονία των Βόσνιων Μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα και της στενής συνεργασίας του ελληνικού κεφαλαίου με το σερβικό του Μιλόσεβιτς, με τρόπο βέβαια που δεν διατάρασσε την παράλληλη συμμαχία της Ελλάδας με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ, οι οποίες έκαναν για τους δικούς τους ιμπεριαλιστικούς λόγους πόλεμο απέναντι στη Σερβία. Εδώ βλέπουμε και την πρώτη, στην ουσία, επαναφορά του γενοκτονικού πολέμου μεγάλης κλίμακας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εντός της Ευρώπης. Η αιτία ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, λόγω κατ’ αρχάς του μεγαλοσερβισμού αλλά και των άλλων εθνικισμών — ιδίως του κροατικού — με την υποδαύλιση, φυσικά, του αμερικανικού και του ρωσικού ιμπεριαλισμού.

Αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, η εθνοκάθαρση είναι μια συνεχής διαδικασία για την εθνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, σε κάθε στιγμή, σε περιόδους κρίσης μπορεί να επανέλθει σε νέα, οξυμένη μορφή, επαναφέροντας παλιές αντιθέσεις, αναχαράσσοντας τα σύνορα ή κλιμακώνοντας έναν ήδη υφιστάμενο και συνεχιζόμενο πόλεμο μαζικών σφαγών και εκτοπισμού εδώ και δεκαετίες, όπως στο παράδειγμα του ισραηλινού κράτους απέναντι στον παλαιστινιακό πληθυσμό, που το τελευταίο διάστημα έχει λάβει διαστάσεις γενοκτονίας. Ο μιλιταρισμός και ο πόλεμος είναι τρόποι συσσώρευσης και επιβολής της εξουσίας του κεφαλαίου επί της εργασίας, μέσω της απαξίωσης και της καταστροφής σταθερού αλλά και μεταβλητού κεφαλαίου: των πλεοναζόντων προλετάριων που γίνονται κρέας για κανόνια.

Σήμερα, που το κεφάλαιο βρίσκεται σε περίοδο αναδιάρθρωσης και μεταβαίνει διαρκώς από τη μία κρίση στην άλλη, βλέπουμε τα κράτη να στρατιωτικοποιούν τις οικονομίες τους. Οι πολεμικές βιομηχανίες επιδιώκουν να καλύψουν τα χαμένα κέρδη άλλων βιομηχανικών κλάδων με αύξηση του εμπορίου όπλων, ενώ η επίκληση της εθνικής ασφάλειας και του «εξωτερικού εχθρού» γίνονται το ιδανικό πρόσχημα για τη μείωση του άμεσου και του έμμεσου μισθού με πολλαπλούς τρόπους: από τη σταθερή μείωση των δαπανών για επιδόματα, υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μέχρι τις αυξήσεις μισθών που υπολείπονται του πληθωρισμού. Η άνοδος του πληθωρισμού είναι μια από τις βασικές μορφές με τις οποίες εκφράστηκε τα προηγούμενα χρόνια η κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, όπως άλλωστε και η ανάδυση της πολεμικής οικονομίας, η οποία τον επέτεινε ακόμα περισσότερο. Αφενός, λειτουργεί προς την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, και αφετέρου αποτελεί πεδίο υψηλής κερδοφορίας για τμήματα του κεφαλαίου αλλά και αυξημένων εσόδων για το ίδιο το κράτος μέσω του φορολογικού και προσοδικού μηχανισμού του.

Στην Ελλάδα, το 13ωρο, τα pushbacks και η ποινικοποίηση των μεταναστ(ρι)ών, παράλληλα με την όξυνση του διοικητικού εγκλεισμού τους σε στρατόπεδα, την αυστηροποίηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και την όξυνση της καταστολής των αρνήσεών της, όπως εκφράζεται μέσα από τις μαζικές αιτήσεις για απαλλαγή Ι5 — τα λεγόμενα «τρελόχαρτα» — αποτελούν ήδη μια συνεχή διαδικασία πολεμικής προετοιμασίας, είτε αφορά τη διαμάχη με την Τουρκία για τα θαλάσσια σύνορα είτε πιο μακρινά πολεμικά πεδία για τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου.

Η παγκόσμια κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων, στο έδαφος της κρίσης, της στρατιωτικοποίησης των οικονομιών και της ανόδου μορφών προστατευτισμού, καθώς και μιας νέας «ιμπεριαλιστικής» περιόδου, ξεγυμνώνει σε όλο τον πλανήτη το γενοκτονικό πρόσωπο του κεφαλαίου, με αιχμή τη Γάζα, το Σουδάν, το Κονγκό αλλά και τις εκατόμβες στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Η διάκριση ανάμεσα σε αμάχους και στρατευμένους χρησιμοποιείται από τον κρατικό λόγο για την απαξίωση της ζωής των εκατοντάδων χιλιάδων φαντάρων που πεθαίνουν, λες και έχουν επιλογή.

Η γενοκτονία, λοιπόν, των Παλαιστινίων από το Ισραήλ δεν κλιμακώνεται τώρα λόγω κάποιας μυθικής ιδιαιτερότητας και εξαιρετικότητας του σιωνισμού, όπως ισχυρίζονται οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, αλλά ως μέρος της κλιμάκωσης των στρατιωτικών αντιπαραθέσεων παγκόσμια και της εντατικοποίησης της εκκαθάρισης πλεοναζόντων πληθυσμών από τα κράτη. Ειδικότερα στο Ισραήλ, εκδηλώνεται αυτό το φαινόμενο ως μόνιμη οικονομική κρίση και φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ισραηλινού προλεταριάτου, σε μια οικονομία που είναι ήδη στρατιωτικοποιημένη, οπότε το γρήγορο πέρασμα σε μια συνθήκη διαρκούς πολέμου μεγάλης κλίμακας για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι το προσφορότερο μέσο για να αποκατασταθεί το κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να διασφαλιστεί η πολιτική πειθαρχία, αλλά και η κυβερνητική σταθερότητα του ακροδεξιού πολιτικού προσωπικού, που πριν τον γενοκτονικό πόλεμο απειλούνταν από μια πολιτική κρίση, μέσα στην οποία με στρεβλό τρόπο εκδηλωνόταν και μεγάλο μέρος της ταξικής δυσαρέσκειας του πολυεθνικού προλεταριάτου της ισραηλινής κοινωνίας.

Πέρα από τα ειδικά συμφέροντα του ισραηλινού κεφαλαίου, η γενοκτονία των Παλαιστινίων και η απόπειρα εξάλειψης της Χαμάς και των συμμάχων της εντάσσονται στην ευρύτερη στρατηγική του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ στη Μέση Ανατολή. Δεν πρόκειται για την εφαρμογή ενός προκαθορισμένου και αμετάβλητου «σχεδίου», αλλά για μια στρατηγική που διαρκώς αναπροσαρμόζεται μέσα στις αντιφάσεις της συγκυρίας, καθώς αναζητείται τρόπος διαχείρισης για την κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του οξυμένου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού που αυτή συνεπάγεται σε έναν πολυπολικό κόσμο. Στην παρούσα συγκυρία, η αποδυνάμωση και ελαχιστοποίηση της επιχειρησιακής δυνατότητας της Χεζμπολάχ, ο εξοβελισμός των ιρανικών πολιτοφυλακών από τη Συρία και η απομάκρυνση ενός βασικού εχθρού τους, του Άσαντ και του καθεστώτος του αποτελούν πλευρές της απόπειρας εξάλειψης του περιφερειακού ιμπεριαλιστικού μπλοκ που αποκαλείται «Άξονας της Αντίστασης», η οποία ωστόσο απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος των Ανσάρ Αλλάχ, γνωστών ως Χούθι, στην Υεμένη και την αποσταθεροποίηση του Ιράν. Στόχος δεν είναι μόνο η αποκατάσταση της ασφάλειας των εμπορικών δρόμων και της απρόσκοπτης κυκλοφορίας του κεφαλαίου που έχει διαταραχτεί σοβαρά από τις επιθέσεις των Χούθι στα εμπορικά πλοία που διέρχονται από το εξαιρετικά στρατηγικής σημασίας Στενό του Μπαμπ Αλ-Μαντέμπ, πέρασμα από το οποίο διέρχεται περίπου το 12% του παγκόσμιου εμπορίου. Βασικό επίδικο είναι η εγκαθίδρυση μιας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που θα εξασφαλίζει την πρωτοκαθεδρία του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ σε έναν κατακερματισμένο και ολοένα πιο ανταγωνιστικό καπιταλιστικό κόσμο, έναντι της απειλής από την πλευρά του «ευρασιατικού» μπλοκ.

Σαφώς, βέβαια, το Ισραήλ ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη δεν δουλεύει μόνο με τις ΗΠΑ. Διατηρεί προνομιακές σχέσεις και με τη Ρωσία, η οποία θέλει κι αυτή την αποδυνάμωση του Ιράν, ώστε αυτό να καταστεί πιο εξαρτημένο από αυτήν, αλλά και να ενισχύσει συνολικά την επιρροή της ως διαμεσολαβητής και δύναμη εμπιστοσύνης μεταξύ των δυσαρεστημένων από το «δυτικό μπλοκ», όπως κάνει και στη Βόρεια Αφρική. Δηλαδή φιλοδοξεί να πάρει μερίδιο από τη νέα πίτα που θα διαμορφωθεί στο πλαίσιο ενός πολυπολικού ιμπεριαλισμού και, βέβαια, ανταγωνιστικά με τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ επίσης διατηρεί προνομιακή συνεργασία με την Κίνα, με ανταλλαγές στρατιωτικής τεχνολογίας αλλά και εξασφαλίζοντάς της πρόσβαση σε λιμάνια που ελέγχει. Με την Κίνα το δένει το κοινό συμφέρον της αποδυνάμωσης των αναθεωρητικών σουνιτικών πολιτικών δυνάμεων, όπως είναι και η Χαμάς και ο παντουρκισμός, καθώς και η ίδια αντιμετωπίζει τον Ουιγουρικό ισλαμικό εθνικισμό στην επαρχία Σινγιάνγκ και απαντά με μια επίσης γενοκτονική πολιτική που αντλεί «μαθήματα» από τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και ιμπεριαλιστικών μπλοκ δεν αναιρεί την οικονομική, πολιτική ή ακόμα και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ ενίσχυαν στρατιωτικά τόσο το Ιράν όσο και το Ιράκ τη δεκαετία του 1980, ενώ το Ισραήλ συνέχιζε να πουλά όπλα στο Ιράν ακόμα και μετά την άνοδο του Χομεϊνί στην εξουσία, μέχρι και το 1987.

Επίσης, για να πάμε και στα καθ’ ημάς, σημαντική είναι και η «λυκοσυμμαχία» με την Ελλάδα, που επιδιώκει, μέσα από τη στρατηγική σύμπλευση με το Ισραήλ, τον υποσκελισμό της Τουρκίας, την ικανοποίηση των ιμπεριαλιστικών της σχεδίων για τη μεγάλη ΑΟΖ που ελέγχει την Ανατολική Μεσόγειο και την απόκτηση ισχυρότερης θέσης στους παγκόσμιους εμπορικούς δρόμους.

 

Οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ως πλεονάζον προλεταριάτο, οι εποικισμοί και οι πολλαπλές όψεις του αντιπαλαιστινιακού ρατσισμού

Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, το κράτος του Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αποκτώντας πρόσβαση στην εκμετάλλευση του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού, με όρους ιεραρχίας, αποκλεισμού και εκτοπισμού αλλά και μερικής ενσωμάτωσης και αντιπροσώπευσης. Οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίστηκαν ως εργάτες με περιορισμένα έως και καθόλου δικαιώματα, η εκμετάλλευση των οποίων χτίστηκε πάνω στην εργασιακή τους επισφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διατηρηθεί η κερδοφορία του ισραηλινού κεφαλαίου παρακάμπτοντας προσωρινά την πίεση που δέχονταν από το ισχυρό οργανωμένο εβραϊκό εργατικό κίνημα. Η κατοχή λοιπόν δεν ήταν αμιγώς στρατιωτική, αλλά αποτέλεσε εργαλείο αναδιάρθρωσης της ισραηλινής καπιταλιστικής παραγωγής. Πάνω σε αυτή τη λογική, η εποικιστική πολιτική απέκτησε τη δική της δυναμική από το ισραηλινό κράτος και κεφάλαιο, επεκτείνοντας τους εποικισμούς ως «δημόσια έργα» και επενδύοντας σε στρατιωτικές και οικιστικές υποδομές. Η παραπάνω διαδικασία ανανέωσε την καπιταλιστική συσσώρευση, καθώς τόσο ο στρατός όσο και οι έποικοι αύξησαν τη ζήτηση για εργασία, κατασκευές και παροχή υπηρεσιών. Ωφελημένοι βγήκαν και οι μεγαλοεργολάβοι, καθώς ήταν αυτοί που ανέλαβαν την πραγματοποίηση των παραπάνω.

Οι εποικισμοί στη Δυτική Όχθη αποτέλεσαν επίσης ένα μέσο άμβλυνσης του ταξικού ανταγωνισμού εντός του Ισραήλ, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι των εποίκων δεν ήταν φανατικοί θρησκευόμενοι, αλλά φτωχοί και περιθωριοποιημένοι Ισραηλινοί που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν στα αστικά κέντρα. Τα κίνητρα ήταν τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά. Από τη μία, οι φτηνές στέγες στις εποικισμένες περιοχές, οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές καθώς και η εύρεση εργασίας μέσω των κρατικών έργων στις περιοχές αυτές αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για μετακίνηση. Από την άλλη, η υπόσχεση της «κοινωνικής ανόδου» και της απόκτησης κάποιας «ιδιοκτησίας» συμπλήρωνε με ιδεολογικό τρόπο το οικονομικό σκέλος. Με αυτόν τον τρόπο αποσπάστηκε σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική συναίνεση των εποίκων στα όσα διαδραματίζονταν, μετατρέποντάς τους σε ζωντανές ασπίδες του ισραηλινού κράτους απέναντι στους εκμεταλλευόμενους Παλαιστινίους.

Τη δεκαετία του 1980 σχεδόν 45% του πληθυσμού της Γάζας εργαζόταν στο Ισραήλ σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Στερείτο πλήρως της προστασίας που είχε παραχωρηθεί στην ισραηλινή εργατική τάξη και είχε το καθεστώς του εφεδρικού στρατού φτηνής εργασιακής δύναμης. Μέσα στη δεκαετία του 1990 οι Παλαιστίνιοι εργάτες άρχισαν όλο και περισσότερο να αντικαθίστανται από μετανάστες από την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και τη Ρουμανία, που αποτελούν το πιο υποτιμημένο σήμερα κομμάτι της εργασιακής δύναμης στο Ισραήλ καθώς συχνά  αμείβονται χαμηλότερα και από τους Παλαιστίνιους. Από το 2007 με τον πλήρη αποκλεισμό της Γάζας από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, και την εφαρμογή ενός καθεστώτος πολιορκίας, και μέχρι την 7η Οκτωβρίου του 2023 ο αριθμός των κατοίκων της Γάζας που εργάζονταν στο Ισραήλ περιορίστηκε σε μόλις 3,5% του εργαζόμενου πληθυσμού. Η ίδια η οικονομία της Γάζας υπέστη τεράστιο πλήγμα, εφόσον εισαγωγές και εξαγωγές μπορούσαν να γίνονται μόνο παράνομα μέσω των τούνελ στα σύνορα με την Αίγυπτο με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται σε περίπου 50% και σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Γάζας να εξαρτάται αποκλειστικά για την επιβίωσή του από τα προγράμματα «ανθρωπιστικής» βοήθειας. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα απολύτως αναλώσιμο, πλεονάζον προλεταριάτο τόσο ως προς την ισραηλινή οικονομία όσο και από τη σκοπιά της επιβολής της «εθνικής καθαρότητας» στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση έχει αναπτυχθεί ένας ακραίος ρατσισμός εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας εντός της ισραηλινής κοινωνίας που φτάνει στην απανθρωποποίηση. Οι Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζονται «ανθρώπινα κτήνη» ενώ ακόμα και ο πρόεδρος του Ισραήλ που προέρχεται από το Εργατικό Κόμμα είπε ότι στη Γάζα «δεν υπάρχουν αθώοι». Αυτή η εθνικιστική κρατική ιδεολογία εξυπηρετεί επιπλέον τη νομιμοποίηση της σφαγής και του πολέμου στην ισραηλινή κοινωνία, χτίζει το αμυντικό αφήγημα που χρειάζεται το κράτος του Ισραήλ για να δικαιολογήσει μια πολεμική επίθεση στην Γάζα και εκφράζει τις εδαφικές βλέψεις του ισραηλινού επεκτατισμού.

Ωστόσο, αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός υπάρχει και σε πολλές αραβικές χώρες. Δεδομένου ότι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη μεγάλη τους πλειοψηφία έμειναν χωρίς χαρτιά και παρέμειναν απάτριδες στα γειτονικά αραβικά κράτη, όντας συχνά αποκλεισμένοι εντός των προσφυγικών καταυλισμών και χωρίς να διαθέτουν καμία ελευθερία μετακίνησης, αντιμετωπίζονται εκεί ως παρείσακτοι, ως βάρος για την τοπική οικονομία και ως «ξένο σώμα» απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα στους πρόσφυγες σε ολόκληρο τον κόσμο, λειτουργώντας ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα κοινωνικά δεινά. Επιπλέον, θεωρούνται δύναμη αποσταθεροποίησης, καθώς η μερίδα του παλαιστινιακού προσφυγικού πληθυσμού που οργανώθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά ενεπλάκη σε ένοπλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης (κατά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» στην Ιορδανία), συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και στήριξε το Ιράκ κατά την εισβολή στο Κουβέιτ (με αποτέλεσμα τον καθολικό εκτοπισμό 300 έως 400 χιλιάδων Παλαιστινίων από το Κουβέιτ μετά το 1991 και την επιβολή αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση στα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου). Οι Παλαιστίνιοι προλετάριοι αντιμετωπίστηκαν εξαρχής και εν συνόλω ως πιόνια και όχι ως άνθρωποι στη διπλωματική και στρατιωτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής από τη μεριά των αραβικών κρατών.

Στην Ευρώπη και, ευρύτερα, στον «δυτικό» κόσμο έχει τα τελευταία χρόνια ενισχυθεί ο αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός, ως εκδοχή του ευρύτερου ρατσισμού εναντίον των μουσουλμάνων, που τα τελευταία χρόνια προωθούν συστηματικά τόσο οι ακροδεξιές θεωρίες περί «μεγάλης αντικατάστασης» όσο και ο ηθικός πανικός που καλλιεργείται συνολικά από τις κυβερνήσεις –σοσιαλδημοκρατικές και δεξιές– απέναντι στην είσοδο μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων. Έτσι, η δυσαρέσκεια για το επιδεινούμενο βιοτικό επίπεδο καναλιζάρεται προς τα πιο αδύναμα και περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης μας προκειμένου η οργή να στραφεί μακριά από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Το Ισραήλ προβάλλεται σε αυτές τις άθλιες ρατσιστικές αφηγήσεις ως προμαχώνας του «δυτικού πολιτισμού» έναντι της «ισλαμικής βαρβαρότητας». Φαίνεται παράδοξο διότι η ακροδεξιά ρητορική που αποδίδει στην «ελίτ της παγκοσμιοποίησης» τα σχέδια περί της «αντικατάστασης του πληθυσμού» είναι ταυτοχρόνως δομικά αντισημιτική. Από την άλλη μεριά, η αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους που έχει επίσης ενισχυθεί εντός των πιο προοδευτικών κοινωνικών κομματιών, συχνά δεν έχει ένα ταξικό περιεχόμενο αλλά αρθρώνεται στη βάση μιας αντιδραστικής εν τέλει μυθολογίας περί του επαναστατικού χαρακτήρα της δράσης της Χαμάς και των συνεργαζόμενων με αυτήν οργανώσεων, που στην πραγματικότητα εκφράζουν εθνικιστικές και καπιταλιστικές πολιτικές καταπίεσης συχνά σε στενή σύνδεση με μια κρατική θρησκευτική ιδεολογία. Είδαμε ότι αυτή η θέση εξελίχθηκε ακόμα παραπέρα με την ανοιχτή στήριξη κρατών όπως το Ιράν και η Ρωσία, δηλαδή τη στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Όσον αφορά τη Χαμάς δεν τίθεται αμφιβολία ότι αποτελεί το πολιτικό προσωπικό μιας μερίδας της άρχουσας τάξης των Παλαιστινίων που ασκούσε εξουσία στη Γάζα. Ως τέτοια, συμμετείχε στην εκμετάλλευση των Παλαιστίνιων προλετάριων τόσο ως εργασιακής δύναμης –μέσω της επιβολής φόρων και δασμών στο εμπόριο που πραγματοποιείτο μέσω των τούνελ– όσο και μέσω της άντλησης προσόδων από τη διαχείριση της «ανθρωπιστικής βοήθειας» για τη σίτιση του πληθυσμού και της οικονομικής ενίσχυσης από το Ιράν και το Κατάρ. Η Χαμάς και οι συνεργαζόμενες οργανώσεις έχουν το μονοπώλιο της βίας και των όπλων σε αντίθεση με οποιοδήποτε είδος ταξικής επαναστατικής βίας. Αντιθέτως, ο πληθυσμός της Γάζας είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία στην κατάσταση του απολύτως αναλώσιμου πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή κρέας για τα κανονιά.

 

Η Χαμάς και η παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού

Σε αυτή τη βάση, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς και τις συνεργαζόμενες με αυτήν οργανώσεις στο Ισραήλ ήταν μια πολεμική ενέργεια της μέχρι πρότινος ντε φάκτο κρατικής εξουσίας στη Γάζα. Δεν ήταν αντιστασιακή ενέργεια κάποιου κινήματος, ούτε είχε προλεταριακό ή επαναστατικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο και πυξίδα των προλεταριακών αγώνων. Στόχος της ήταν πρωτίστως να ανατρέψει το σκηνικό που διαμορφωνόταν από τις Συμφωνίες του Αβραάμ και να μεταβάλει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή. Δευτερευόντως, εξυπηρέτησε προσωρινά την επίλυση εσωτερικών ζητημάτων νομιμοποίησης της εξουσίας της Χαμάς στη Γάζα – όπως έδειξαν οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της. Εκ του αποτελέσματος, δηλαδή της συντριπτικά απάνθρωπης απάντησης του κράτους του Ισραήλ, η επίθεση δεν υπηρέτησε –ούτε και θα μπορούσε άλλωστε– τα συμφέροντα και τις ανάγκες του παλαιστινιακού πληθυσμού, που ήδη ζούσε σε συνθήκες απαρτχάιντ και εκτοπισμού από το ισραηλινό κράτος. Στόχευσε και αυτή εξίσου στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς στόχους, και επιχείρησε να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο πληθυσμό, όπως κάθε κρατική στρατιωτική ενέργεια, παρότι σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ωστόσο, η λογιστική των πτωμάτων και η σύγκριση των σφαγών είναι ξένη προς κάθε προλεταριακή σκοπιά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών του καπιταλιστικού πολέμου είναι δικοί μας νεκροί.

Το γεγονός ότι η Χαμάς δεν ασκούσε εξουσία εντός ενός ολοκληρωμένου, ανεξάρτητου έθνους-κράτους δεν διαφοροποιεί το περιεχόμενο της δράσης της. Εξάλλου, ο ίδιος ο στόχος της εθνικής απελευθέρωσης δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να σημαίνει τίποτα άλλο παρά τη δημιουργία ενός καπιταλιστικού κράτους, με τη βοήθεια και την έγκριση άλλων κρατών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το οποίο θα ενταχθεί στην ιεραρχία του διεθνούς συστήματος κρατών και στην καπιταλιστική διεθνή αγορά. Αυτό καθιστά αδύνατο να αποτελέσουν απειλή για τη διεθνή καπιταλιστική τάξη τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα. Η χειραφέτηση δεν είναι εθνικό αλλά ταξικό ζήτημα και απαιτεί για τη λύση του τον συνδυασμένο και ταυτόχρονο αγώνα του προλεταριάτου ενάντια σε κεφάλαιο και κράτη σε διεθνές επίπεδο. Όπως ακριβώς το αίτημα της ισότητας μεταξύ των τάξεων είναι μια φενάκη χωρίς νόημα εντός ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού έτσι και η ισότητα μεταξύ των εθνών είναι μια φενάκη χωρίς νόημα εντός του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος εθνών-κρατών. Το μόνο ορθολογικό περιεχόμενο που μπορεί να αποκτήσει το αίτημα της ισότητας και της χειραφέτησης είναι η κατάργηση των ταξικών και εθνικών διαχωρισμών. Διαφορετικά, η εκμετάλλευση και η καταπίεση δεν καταργούνται αλλά επαναφέρονται εντός ενός νέου πλαισίου, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία σε όλα τα εθνικά κράτη που απελευθερώθηκαν από τις αυτοκρατορίες ή την αποικιοκρατία.

Για αυτό και το συνειδητοποιημένο προλεταριακό ταξικό κίνημα δεν θέτει ποτέ αίτημα «δημιουργίας νέων κρατών». Δεν ζητάει «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» ή «Λευτεριά στο Κουρδιστάν» και δεν κατεβαίνει με εθνικές σημαίες. Άλλωστε η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους είναι ήδη υπόθεση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών ένα σωρό κρατών και των ηγετών τους παγκόσμια, από τον Μακρόν ως τον Σι Τζίνπινγκ.

Η ενίσχυση της Χαμάς στην Παλαιστίνη, του θρησκευτικού σιωνισμού στο Ισραήλ, του ινδουιστικού αυταρχικού καστισμού στην Ινδία, του προτεσταντικού ευαγγελικού φονταμενταλισμού και του αμερικανικού εξαιρετισμού2 στις ΗΠΑ είναι κομμάτι μιας ευρύτερης ανόδου ενός ορθολογικά οργανωμένου ανορθολογισμού, ενός νεορομαντισμού που αντιστοιχεί ιδεολογικά ακριβώς στην πολεμική προετοιμασία και στη στροφή των κρατών στον προστατευτικό μιλιταρισμό, εδραιώνοντας παγκόσμια την ηγεμονία μεταφασιστικών ρευμάτων εντός της πολιτικής μορφής της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Ο νεορομαντισμός αφορά ακριβώς τη σύνδεση ενός αντιδραστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού με την αντιδραστική τεχνοκρατία, όπου πλέον η τεχνολογία και ο στρατός ερμηνεύονται σαν εξωτερίκευση της μεταφυσικής δύναμης της φυλής, του έθνους, της θρησκευτικής κοινότητας.

Η alt-right και η μιμιδιακή3 κουλτούρα ενσωματώνουν και διαδίδουν κάθε είδους νεοαρχαϊσμό και προσηλυτίζουν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε αυτά τα αντιδραστικά cult4 μέσω των κοινωνικών δικτύων και της τεχνητής νοημοσύνης. Η ορθολογικά οργανωμένη ανορθολογικότητα του νεορομαντισμού σχετίζεται ακριβώς με το φαινόμενο ότι βλέπουμε να αναβιώνουν σε high-tech περιβάλλον επιταχυντισμού οι πιο ακραίες θεωρίες συνομωσίας, ψευδοβιολογικές φυλετικές θεωρίες και πατριαρχικοί μύθοι. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είδαμε με μεγάλη οξύτητα στους φασισμούς και τον ναζισμό του Μεσοπολέμου, και το οποίο επανεμφανίζεται σήμερα, ως φάρσα μεν, αλλά μια εξαιρετικά επικίνδυνη φάρσα. Πρόκειται για μια φάρσα που προωθεί από τα κάτω τη μιλιταριστική ιδεολογία, την ταύτιση των υπηκόων με την ισχύ του κράτους τους και τη θυσία, όχι μόνο του μάχιμου αλλά και του άμαχου πληθυσμού, ως κρέας για τα κανόνια. Σε έναν πόλεμο που, της τελευταίες δεκαετίες, γίνεται όλο και πιο ολοκληρωτικός, ισοπεδώνοντας πόλεις και οικισμούς, εξοντώνοντας τους κατοίκους τους. Αυτή η τομή ξεκινά με το Γκρόζνι, στον γενοκτονικό πόλεμο της Ρωσίας κατά των Τσετσένων το 1999-2000, και κορυφώνεται σήμερα στη γενοκτονία των Παλαιστινίων της Γάζας.

Να προτάξουμε τον προλεταριακό διεθνισμό, να οξύνουμε τον ταξικό πόλεμο

Από τη δική μας διεθνιστική, προλεταριακή σκοπιά στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο σε κάθε περιοχή του πλανήτη. Αγώνες που εμπεριέχουν ως αναπόσπαστο στοιχείο τους την εναντίωση στην πολεμική σφαγή, την απαξίωση και την πειθάρχηση του προλεταριάτου. Αν ο καπιταλιστικός πόλεμος και η γενοκτονία είναι το αποκορύφωμα της επίθεσης του κεφαλαίου στο προλεταριάτο, σε βαθμό που εξαλείφει τη φυσική του ύπαρξη, η ισχυρότερη κριτική σε αυτόν είναι η ριζοσπαστική ανάπτυξη των ταξικών αγώνων μέχρι αυτοί να λάβουν την ανοιχτή μορφή του πολέμου τάξης εναντίον τάξης, του αγώνα ενάντια στη μισθωτή εργασία και την κοινωνία του εμπορεύματος και του θεάματος και του σαμποτάζ σε κάθε κρατικό στρατό. Μια τέτοια κατεύθυνση βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με ένα «αντιπολεμικό κίνημα» που παραμένει διαχωρισμένο από τον συνολικό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος. Ένα κίνημα που συχνά περιορίζεται στο επίπεδο μιας ακόμα καμπάνιας, το οποίο δεν αναφέρεται στην προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη, αλλά σε μια θολή «διεθνιστική» έννοια «αλληλεγγύης μεταξύ των λαών», η οποία, στην καλή περίπτωση έχει ανθρωπιστικό χαρακτήρα και στη χειρότερη καταλήγει σε στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Σε αυτό το πλαίσιο, ενισχύουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εφοδιασμό της ισραηλινής και κάθε άλλης πολεμικής μηχανής, στα λιμάνια, τους σιδηροδρόμους και οπουδήποτε αλλού και προωθούμε εντός τους τις ταξικές, διεθνιστικές θέσεις ώστε να απωλέσουν τον συμβολικό-θεαματικό χαρακτήρα που συχνά αποκτούν στα πλαίσια του αριστερίστικου ακτιβισμού, ο οποίος τις βλέπει ως μια ακόμη καμπάνια. Τα καλέσματα των σωματείων των εργαζομένων του λιμανιού του Πειραιά, της Γένοβας5 και των ναυτεργατών ενάντια στη μεταφορά στρατιωτικών φορτίων, ανεξάρτητα από το αν η ιδεολογία των διοργανωτών αναπαράγει αριστερά πατριωτικά και «στρατοπεδικά» στοιχεία, ως περιεχόμενο είναι μια εξαιρετική πράξη σαμποτάζ στον κρατικό πόλεμο. Ειδικά τα σωματεία της Γένοβας με τον ταξικό διεθνιστικό τους λόγο, δείχνουν τον δρόμο.

Επίσης, στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στα στρατιωτικά ερευνητικά προγράμματα που πραγματοποιούνται από πανεπιστήμια, καθώς πρόκειται για πολιτικές πρακτικές που συμβάλλουν στο σαμποτάζ των κρατικών στρατών, ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε πλήρως με τον λόγο όλων των σωματείων και των ομάδων που εμπλέκονται σε αυτές. Σαφώς είναι πρόβλημα όταν κάποιοι συμμετέχοντες εναντιώνονται επιλεκτικά σε κάποιους στρατούς και στηρίζουν κάποιους άλλους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος να μην στηρίζουμε το σαμποτάζ αυτών των στρατιωτικών οργανισμών. Αντίθετα είναι λόγος να επιχειρούμε την επέκταση της κριτικής και της δράσης ενάντια σε όλους τους στρατούς, όποτε υπάρχει η δυνατότητα, ή και να αναδεικνύουμε τις φωνές εκείνων που το κάνουν. Ταυτόχρονα, επειδή, όπως έλεγε ο διεθνιστής κομμουνιστής Καρλ Λίμπκνεχτ, «ο εχθρός είναι πρώτα στην ίδια μας τη χώρα», δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στο σαμποτάζ ερευνών που ενισχύουν το σημαντικότερο εργαλείο ελέγχου και καταστολής του πολυεθνικού προλεταριάτου στον τόπο που ζούμε, που δεν είναι άλλος από τον ελληνικό στρατό, την ελληνική αστυνομία και την ελληνική συνοριοφυλακή. Η ακύρωση κάθε έρευνας που αφορά την ενίσχυση αυτών των μηχανισμών αποτελεί σημαντικό πεδίο αγώνα μας.

Παράλληλα, ασκούμε καθολική και συνολική κριτική σε όλα τα κράτη και σε όλους τους εθνικισμούς. Η απάντηση στον πόλεμο των αφεντικών δεν είναι η διαχείρισή του ή η διαμεσολάβηση υπέρ της «ειρήνης», αλλά ο ταξικός πόλεμος. Γιατί τόσο η «ειρήνευση» όσο και οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών αποτελούν πτυχές της ίδιας επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην παγκόσμια εργατική τάξη, στο πλαίσιο της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν προτιμούμε την ειρήνη από τον πόλεμο, αλλά γνωρίζουμε πως κάθε ειρήνη μεταξύ των κρατών και των αφεντικών δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσωρινή συμφωνία ανακωχής, που εξυπηρετεί τη συνέχιση του ταξικού πολέμου, είτε με μέσα «μαλακής ισχύος», είτε με μέσα καταναγκαστικά και στρατιωτικά. Γιατί η συσσώρευση κεφαλαίου εμπεριέχει εγγενώς τον διακρατικό ανταγωνισμό, τις νέες κρίσεις και τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Αν σταματήσουν να πέφτουν οι βόμβες σε ένα μέρος, μετά από λίγο θα ξαναπέσουν είτε στο ίδιο μέρος, είτε λίγο παραπέρα. Αν σταματήσει μια γενοκτονία σε βάρος ενός πληθυσμού, θα συνεχιστεί εναντίον κάποιου άλλου ή θα στραφεί εναντίον ενός διαφορετικού τμήματος των εκμεταλλευόμενων. Η ταξική μας συνείδηση μας οδηγεί στην επίγνωση ότι το τέλος του πολέμου και των γενοκτονιών δεν θα έρθει μέσω «ειρηνικών διακανονισμών», αλλά μόνο μέσα από το τέλος της καπιταλιστικής κυριαρχίας και όλων των διαχωριστικών της εκφάνσεων, του κράτους, της έμφυλης καταπίεσης και του εθνικισμού.

Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως ο στρατοπεδισμός έχει μετατραπεί, πέρα από μέσο κανονικοποίησης εθνικιστικών και κρατικών δυνάμεων μέσα στο εργατικό και αντιεξουσιαστικό κίνημα, και σε εργαλείο προπαγάνδας του μικρού και του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου. Συχνά, αφεντικά και επιχειρήσεις αξιοποιούν παλαιστινιακές (ιδιαίτερα έντονα το τελευταίο διάστημα λόγω της εργαλειοποίησης της γενοκτονίας), ουκρανικές, ρωσικές ή και ισραηλινές σημαίες (όπως συμβαίνει ιδίως στη Γερμανία, όπου υπάρχουν αριστερά φιλοϊσραηλινά ρεύματα), ανάλογα με τα συμφέροντά τους ή το target group στο οποίο απευθύνονται. Έτσι, προωθούν το θέαμα μιας επιλεκτικής κοινωνικής ευαισθησίας, διαμορφωμένο πάνω στις ιδεολογικές προσδοκίες των καταναλωτών, προκειμένου να πουλήσουν μια «αριστερή» ταυτότητα μαζί με τα προϊόντα τους, συγκαλύπτοντας τον εκμεταλλευτικό τους ρόλο και, πολλές φορές, την ταξική βία που έχουν ασκήσει στους εργαζόμενούς/ές τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση μετατοπίζεται βολικά: από την ταξική αλληλεγγύη και την οργάνωση των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο, στη στήριξη ή την απόρριψη κάποιου καπιταλιστή με βάση τη στάση του απέναντι σε ένα κρατικό στρατόπεδο.

Προωθούμε την αλληλεγγύη στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις στο Ισραήλ, ειδικά προς εκείνες τις τάσεις που έχουν ριζοσπαστικό, διεθνιστικό περιεχόμενο, καθώς τις θεωρούμε βασικό κομμάτι της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Η πρόσφατη γενική απεργία με αντιπολεμικό χαρακτήρα, με τη συμμετοχή 1.000.000 διαδηλωτών, αποτελεί ένα γεγονός καθόλου αμελητέο μέσα σε μια κοινωνία στην οποία σημαντικό μέρος έχει ενσωματωθεί στον μιλιταριστικό εθνικό κορμό και στο κρατικό δόγμα άμυνας και ασφάλειας. Αντιθέτως, πρόκειται για μια μαζική κινητοποίηση που αναδεικνύει τη δυναμική της εσωτερικής πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό του ισραηλινού κοινωνικού σχηματισμού – κρίση την οποία το κράτος επιχειρεί να συγκαλύψει μέσω του πολέμου, αλλά που φαίνεται να συναντά όρια, χωρίς να είναι ακόμα σαφές πού θα καταλήξει. Ακόμα και αν η πλατφόρμα της απεργίας δεν ξεπέρασε πλήρως τα όρια της σοσιαλπατριωτικής ρητορικής – λόγω της ρεφορμιστικής ηγεμονίας εντός του κινήματος – η μαζικότητα της διαδήλωσης και της απεργίας μέσα σε συνθήκες επιθετικού πολέμου δείχνει μια έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση στο Ισραήλ. Σημαντική ένδειξη αυτής της κρίσης είναι επίσης το γεγονός ότι 100.000 έφεδροι αγνοούν τις κλήσεις κατάταξης, ενώ 350 εξ αυτών δήλωσαν δημόσια την άρνησή τους να στρατευθούν. Η μαζική αυτή άρνηση συμμετοχής στο στρατιωτικό σώμα φανερώνει ρωγμές στη συναίνεση και κρίση νομιμοποίησης στην ίδια τη στρατιωτική και εθνικιστική αναπαραγωγή του ισραηλινού κράτους.

Από τη δική μας σκοπιά, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε κινητοποιήσεις που έχουν καθαρά στρατοπεδικό χαρακτήρα, δηλαδή που τάσσονται ανοικτά υπέρ ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ ενάντια σε κάποιο άλλο. Διαφοροποιούμαστε από κινήσεις που στοχοποιούν μόνο μερικά κράτη ή κεφάλαια όπως το BDS στοχοποιεί αποκλειστικά το Ισραήλ ή όπως διάφοροι ευρωενωσιακοί φιλελεύθεροι οργανισμοί αποκλειστικά τη Ρωσία. Δεν μας αντιπροσωπεύουν αφηγήσεις που εξισώνουν συνολικά τους πληθυσμούς με τα κράτη ή τις ηγεσίες τους. Τέτοιες θέσεις τείνουν να προσωποποιούν σε συγκεκριμένες ομάδες το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, όπως για παράδειγμα οι κινητοποιήσεις ενάντια στους τουρίστες και στα κρουαζιερόπλοια. Το περιεχόμενο της πολιτικής μας κριτικής και δράσης καθορίζεται από την ανάγκη να ενισχυθεί η πραγματικά αντιπολεμική, ταξική, διεθνιστική κατεύθυνση ως η μόνη ρεαλιστική διέξοδος απέναντι στην κλιμακούμενη καπιταλιστική πολεμική σύγκρουση. Και χρησιμοποιούμε τον όρο «πραγματικά» ακριβώς γιατί ορισμένοι, με τρόπο οργουελιανό, οικειοποιούνται τον λόγο της «διεθνιστικής» και «αντιπολεμικής» αλληλεγγύης, την ώρα που στηρίζουν ανοιχτά τον εθνικισμό και παίρνουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου στρατοπέδου του καπιταλιστικού πολέμου.

Στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην άρνηση της στρατιωτικής θητείας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Ισραήλ και οπουδήποτε αλλού. Υπερασπιζόμαστε την άρνηση συμμετοχής στον πόλεμο, όχι μόνο ως πράξη συνείδησης, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα ενάντια στην άνοδο της μιλιταριστικής ιδεολογίας που εδραιώνεται στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης.

Σε αυτό το σημείο ολοκληρώνουμε τη σχετικά μακροσκελή εισήγησή μας και ελπίζουμε να γίνει μια ενδιαφέρουσα και παραγωγική συζήτηση.

 

Σημειώσεις

1 Το ΝΟΦ ήταν μια εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση Σλαβομακεδόνων, που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και πολέμησε ως τμήμα του ΔΣΕ.

2 Ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι η εθνικιστική ιδεολογία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατέχουν ένα μοναδικό ρόλο στον κόσμο, λόγω της «ιδιαιτερότητας» της ιστορίας, του πολιτικού συστήματος και των αξιών τους.

3 Αναφορά στην κουλτούρα των διαδικτυακών memes και στην εκτεταμένη χρήση τους από την ακροδεξιά προπαγάνδα.

4 Κοινότητα που συγκροτεί μια ισχυρή ενδοομαδική υπεροχή στη βάση ενός συνδυασμού λατρείας προσωπικοτήτων και ιδιόρρυθμων αντιλήψεων.

5 Ενδεικτικά αναφέρουμε την αφίσα του σωματείου FIOM Γένοβας σε πρόσφατη απεργία για τη Γάζα:

Μπροστά στη σφαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γάζα, δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι. Για αυτό:

· Ενάντια στη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας

· Ενάντια σε όλους τους πολέμους του ιμπεριαλισμού

· Ενάντια στην αυξανόμενη κούρσα εξοπλισμών και σε ένα κλίμα πολέμου που πλέον εξαπλώνεται παντού

· Για την ενότητα των Παλαιστίνιων, Ισραηλινών, Αράβων και Ευρωπαίων εργαζομένων

Η FIOM Γένοβας κηρύσσει ΟΚΤΩ ΩΡΕΣ ΑΠΕΡΓΙΑ


https://antiwar.noblogs.org/eisigisi/?sfnsn=mo&fbclid=IwY2xjawOaDY1leHRuA2FlbQIxMQBzcnRjBmFwcF9pZBAyMjIwMzkxNzg4MjAwODkyAAEeQWfhBnVvTyM9V0Z7SrPtfed4LV1u5F5JWGpG1-Ju3AkKmSxNMYZfI0mj3fA_aem_WauKlPJKN4gsqqG3AafgPA

 

Matériaux Critiques, Τί είναι η Αντεπανάσταση?, Αύγουστος 2025


Matériaux Critiques, Τί είναι η Αντεπανάσταση?, Αύγουστος 2025

 

Ίσως η νίκη της Επανάστασης είναι πιθανή μόνο όταν η αντεπανάσταση έχει λήξει

Κ. Μαρξ, Ομιλία στη Δική της Κολωνίας (Φεβρουάριος 1849)

Σε αυτήν την περίοδο επιτάχυνσης των καπιταλιστικών καταστροφών φαίνεται σημαντικό σε εμάς να διευκρινίσουμε τη συγκεκριμένη έννοια της αντεπανάστασης, και να το κάνουμε αυτό εντός του μακροπρόθεσμου συγκειμένου των προλεταριακών πολιτικών κύκλων. Πράγματι, αυτός ο ουσιώδης χαρακτήρας μιας ιστορικής φάσης που μπορεί να διαρκέσει για δεκαετίες, συχνά ανάγεται στον περιορισμένο ισχυρισμό της μπουρζουάδικης άμεσης αντίδρασης στον κίνδυνο της επανάστασης. Επιπρόσθετα, είναι απίθανο να προσδιορίσεις την αντεπανάσταση χωρίς πρώτα να διευκρινίσεις σε ποια δυνητική επανάσταση τίθεται ως απάντηση. Γι' αυτό, προσδιορίζοντας την αντεπανάσταση επίσης σημαίνει το να αναλύεις τις συνθήκες αλλαγής μιας εποχής που μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε ενεργά μια προ-επαναστατική περίοδο χωρίς να αναγγέλλουμε την επικείμενη άφιξή της κάθε μέρα.

Αυτή η παρέκκλιση, πέρα από το να εμφανίζεται να είναι άκριτος αισιοδοξισμός, υπηρετεί πρώτιστα όλες τις αριστερές σέκτες να διατηρούν το δυναμικό τους κινητοποιημένο και κατ’ αυτόν τον τρόπο να δικαιολογούν την τυπική ύπαρξή τους, η οποία συχνά είναι περισσότερο από βλαβερή. Στην αντιδραστική έννοιά της, η αντεπανάσταση σχεδόν πάντα λογίζεται “δεξιά” ή ακροδεξιά. Ωστόσο, σε ποικίλες ιστορικές περιστάσεις του 20ου αιώνα, από τη Ρωσία στη Γερμανία, μέσω της Δημοκρατικής Ισπανίας ή της Μαοϊκής Κίνας, ήτο ο Σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία τα οποία έδρασαν και επέβαλαν τις μακριές περιόδους αντεπανάστασης. Εν τέλει, σε μια πλανητική κλίμακα, η αντεπανάσταση μπορεί επίσης να αναπτυχθεί προληπτικά, καθώς η επανάσταση παραμένει μόνο ένα “φάσμα” ή μια απραγματοποίητη πιθανότητα. Γι’ αυτό, όταν μιλάμε για τη μακρά ιστορία της αντεπανάστασης, συχνά την αναφέρουμε ως “φασιστική, Σταλινική, και δημοκρατική” ώστε να φωτίσουμε το εύρος αυτών των διαφορετικών πιθανών μορφοποιήσεων.

 

-Η στρατηγική σημασία της κατανόησης των προλεταριακών πολιτικών κύκλων

Ήταν προφανώς ο Μαρξ που κατά το μάλλον καθαρά θεωρητικοποίησε τους οικονομικούς κύκλους ως τη βασική δομή που προσδίδει ρυθμό και συνθέτει την (υπέρ-)ζωή του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής. Αυτοί οι οικονομικοί κύκλοι εγείρουν σε διαδοχικές φάσεις μέση ενεργή ανάπτυξη αντιτιθέμενη προς φάσεις κρίσης-στασιμότητας.

"Η οικονομική ζωή της βιομηχανίας μεταμορφώνεται σε μια διαδοχή περιόδων μέσης δραστηριότητας, ευημερίας, υπερπαραγωγής, κρίσης και στασιμότητας” K. Marx, Capital, Book I, PUF, “Quadrige” pp. 509-510, Paris, 1993.

Αυτοί οι οικονομικοί κύκλοι δεν προσδιορίζουν μηχανικά την άνοδο ή την πτώση των ταξικών αγώνων και το επίπεδο της αντιπαράθεσης προς τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Γι’ αυτό, οι πολιτικοί κύκλοι του προλεταριάτου είναι σχετικά ανεξάρτητοι των οικονομικών κύκλων της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Η χυδαία (αντίληψη) συχνά ερμηνεύει την κρίση της υπερπαραγωγής ως το μοναδικό επιδρώντα παράγοντα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο γενικεύει έναν αυτοματικό και μη-διαλεκτικό σύνδεσμο μεταξύ οικονομικών κρίσεων και της “υποχρέωσης” μιας κοινωνικής έκρηξης. Αξίζει να ανακαλέσουμε την κριτική του Μuni σχετικά με τον αυτοματικό προσδιορισμό “οικονομικής κρίσης-επανάστασης”: “Για τον ίδιο λόγο εκείνοι που λογαριάζουν σε μια κρίση υπερπαραγωγής, με τα συνακόλουθα δεκάδες εκατομμύρια ανέργων σε όλες τις χώρες, ώστε να προκαλέσουν αυτό το οποίο αποκαλούν “ξύπνημα του προλεταριάτου” είναι επικίνδυνα εσφαλμένοι. Αν μη τι άλλο, αποτελούν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Όχι μόνο έχουν μια ελλιπή κατανόηση του πως ο ανθρώπινος νους λειτουργεί, αλλά επίσης πιστεύουν ότι η εργατική τάξη είναι ανίκανη να επιτεθεί στον καπιταλισμό με τίποτε άλλο πέρα από την πείνα” G. Munis, Party-State Stalinism Revolution, p.96, Spartacus, Paris, 1975.

Είναι στα μπουρζουάδικα μακροοικονομικά που οι πολιτικοί κύκλοι είναι αυστηρά προσδιορισμένοι από οικονομικούς κύκλους, και κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται η τυπική άποψη του χυδαίου υλισμού, για την οποία η οικονομική κρίση αναπόδραστα υπαινίσσεται/υπονοεί μια επανέναρξη των κοινωνικών αγώνων. Μετά ταύτα αυτό που απομένει είναι να περιμένεις για μια μείζονα, “μυθική” οικονομική κρίση (ιδωμένη ως μια εσωτερική μοίρα του κεφαλαίου) ώστε να αξιώσεις να δεις σε αυτήν το ξεκάθαρο σημάδι της επικείμενης επανάστασης. Αυτή η άποψη έχει αποδείξει το εσφαλμένο και τη ματαιοπονία της στην ιστορία των εργατών. Για να πάρουμε το κλασικό παράδειγμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε στα 1929 στις ΗΠΑ και συνεχίσθηκε διεθνώς, σε ουδεμία περίπτωση προκάλεσε επαναστατικά κινήματα. Εν αντιθέσει, εξ αιτίας κύρια της ανάπτυξης των Κεϋνσιανών οικονομικών μέτρων και της πολιτικής του "New Deal," το κράτος συνέχισε να καθυποτάσσει το προλεταριάτο και προετοιμάστηκε ιδεολογικά για τη μαζική καταστροφή του κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου προωθώντας τη ψευδή αντίθεση μεταξύ φασισμού και αντι-φασισμού. Αντίθετα σε μια μηχανιστική άποψη η οποία βλέπει μόνο τη βάναυση και τραυματική φύση της κρίσης, η κρίση είναι επί όλων μια ευκαιρία για το κεφάλαιο να ανασυγκροτηθεί και να αναδιοργανωθεί, επιτρέποντάς του να επαναλανσάρει την επέκτασή του μέσω ενός νέου ποσοστού πρόσθετης αξίας.

Με άλλα λόγια -(από τη στιγμή που) και το κέρδος είναι απλά μια άλλη ονομασία για την πρόσθετη αξία, ή την πρόσθετη εργασία, ο κύκλος της κρίσης μπορεί να εξηγηθεί μέσω της διάδοχης εξαφάνισης και επανέγερσης ενός επαρκούς ποσοστού εκμετάλλευσης” Paul Mattick, The Economic Cycle, in Marx and Keynes, p.90, Gallimard, Paris, 1972.

Ήταν ο Ένγκελς που μηχανεύθηκε ένα διάγραμμα για να αναδείξει τον κύκλο των κυματισμών μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης: “Αυτό το υπερβάλλον επαναστατικής δραστηριότητας αναγκαία το επακολούθησε στην Αγγλία μια αναπόδραστη αντίδραση η οποία με τη σειρά της υπερέβη το σημείο στο οποίο θα μπορούσε να διατηρήσει τον εαυτό της. Μετά από μια σειρά κυματισμών, το κέντρο βαρύτητας τελικά προσεγγίσθηκε και κατέστη ένα νέο σημείο αναχώρησης” F. Engels, Utopian Socialism and Scientific Socialism, p. 41, Social Editions, Paris, 1971. Αυτό είναι μια πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού του προλεταριακού πολιτικού κύκλου, το ξεκίνημα και το τέλος του οποίου σημειώνονται από την ασυνέχεια μεταξύ της προτεραίας επιβολής των επαναστατικών δραστηριοτήτων και της αντίδρασης που προκαλούν πριν τη σταθεροποίηση και την πόρευση σε μια νέα κατάσταση που με τη σειρά της είναι πιθανό εν καιρώ να δώσει άνοδο σε ένα νέο σημείο αναχώρησης. Αυτός ο προλεταριακός πολιτικός κύκλος προσδιορίζεται αποκλειστικά από το σημείο θέασης της πολιτικής πάλης η καλύτερη έκφραση της οποίας είναι η τάση προς την αυτο-οργάνωση των εργατών. Σε διαφοροποίηση προς άλλες επαναστατικές τάξεις του παρελθόντος, το προλεταριάτο δεν δύναται να απελευθερώσει εαυτό από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής άνευ αντιπαράθεσης προς το κράτος ως τον προνομιούχο αντιπρόσωπο της κυρίαρχης κοινωνικής σχέσης: της μισθωτής σκλαβιάς. Σε διαφοροποίηση προς μεταβατικές περιόδους μεταξύ τρόπων παραγωγής σε ταξικές κοινωνίες, η μετάβαση στον κομμουνισμό δεν μπορεί να βασισθεί σε οποιοδήποτε υλικό θεμέλιο υπάρχον στην καπιταλιστική κοινωνία. Εντός του καπιταλισμού το προλεταριάτο έχει και θα έχει μονάχα την εργατική δύναμή του να ξεπουλήσει στο κεφάλαιο προκειμένου να επιβιώσει. Η μόνη εξουσία που μπορεί να αξιώσει πως διαθέτει, είναι αυτή της ριζοσπαστικής αντίθεσης στο κοινωνικό σύστημα το οποίο καταπιέζει και εκμεταλλεύεται, προκειμένου να το επαναστατικοποιήσει ολικά. Οι παραγωγικές δυνάμεις, για παράδειγμα, είναι ολικά υπηγμένες στο κεφάλαιο και με ουδένα τρόπο μπορούν να αξιοποιηθούν εκτός από το να μεταμορφωθούν ριζοσπαστικά ή να καταστραφούν. Το ίδιο είναι αληθές σχετικά με όλα τα δομικά στοιχεία του ΚΤΠ συμπεριλαμβανομένων των “επιστημών”. Γι’ αυτό, η περίοδος της δικτατορίας του προλεταριάτου για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας θα είναι η απαραίτητη στιγμή για το επαναστατικό ξεπέρασμα προκειμένου να επιτευχθεί μια κομμουνιστική κοινωνία.

“... Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!” K. Marx and F. Engels, Critique of the Gotha and Erfurt Programs, p. 32, Éditions Sociales, Paris, 1972 (μετάφραση από την έκδοση της Σύγχρονης Εποχής, Αθήνα, 2007).

Επιπρόσθετα, όταν μιλάμε για πολιτικούς αγώνες, δεν αναφερόμεθα στους πολιτικούς ελιγμούς και τις τακτικές καθυστέρησης εφαρμοζόμενες από τη μπουρζουαζία στη δημοκρατική κυριαρχία της, που εσχάτως απαιτούν διαφθορά, ίντριγκα, συναίνεση και συμβιβασμό. Για το επαναστατικό προλεταριάτο δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη ριζοσπαστική ρήξη με όλες τις όψεις του υπάρχοντος κόσμου μέσω της ολικής καταστροφής όλων των κρατών. Το μόνο συμβατό πρόγραμμα με την κατάσταση σήμερα είναι αυτό του ακέραιου/ολικού κομμουνισμού.

Το γιγαντιαίο προλεταριακό εξεγερτικό κίνημα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου του οποίου η δύναμη εκδηλώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα και οργανώθηκε στην Ιταλία στο στέρεο κόμμα του 1921, έδειξε καθαρά ότι η επιτακτική απαίτηση ήταν η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, και ότι το προλεταριάτο δεν την καταλαμβάνει με σύννομα μέσα αλλά με ένοπλο ξεσηκωμό, κι ότι η καλύτερη ευκαιρία αναδύεται από τη στρατιωτική ήττα της δικής του χώρας και ότι η πολιτική μορφή που έπεται της νίκης του, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός είναι ένα επακόλουθο καθήκον για το οποίο η δικτατορία δημιουργεί την πρώτη συνθήκη”. A. Bordiga, The Immediate Revolutionary Program, 1952. [1]

Σχηματικά, η θετική και ανερχόμενη φάση του προλεταριακού κύκλου σημαίνει την αύξηση της εξουσίας της ταξικής ανεξαρτησίας ώστε να οδηγήσει σε μια μετωπική σύγκρουση προς το κράτος και προς την τάξη που κερδίζει από τη μισθωτή εργασία. Αυτή η αύξηση στην (εργατική) εξουσία σημαίνει μια αύξηση στα ποσοτικά (αυξανόμενος αριθμός απεργιών και δράσεων των εργατών) και ποιοτικά (ανάπτυξη εργοστασιακών πολιτικών επιτροπών, ανεξάρτητων συνελεύσεων εργατών, κλπ, εκδόσεων, αγκιτάτσιας, προπαγάνδας, σαμποτάζ κλπ.) στοιχεία που συγκεκριμενοποιούν τη ζύμωση του προτσές οργάνωσης του προλεταριάτου σε τάξη δι’ εαυτώ. Είναι στην ανάπτυξη αυτής της αύξουσας ισχύος που οι αδυναμίες ξεπερνιώνται: που αυτά τα μαθήματα από το παρελθόν μεταμορφώνονται σε νέους προσανατολισμούς αγώνα: και πρόοδος επιτυγχάνεται όταν το ζήτημα της εξουσίας τίθεται συγκεκριμένα, προς μια πιθανά επαναστατική κατάσταση. Είναι τότε η στιγμή για την πιθανή κεντρικοποιημένη και διεθνή συγκρότηση του κόμματος της τάξης. Η πορεία της ιστορίας έτσι σπρώχνει προς την επανάσταση.

Εν αντιθέσει, στην κατιούσα και αρνητική φάση του κύκλου, η αποηθικοποίηση, η αίσθηση της ήττας, και μια επιστροφή στο “ο καθείς για τον εαυτόν του” επικρατούν. Είναι ώρα για υποχώρηση, πιθανά σε μια δίκαιη μάχη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των προλετάριων επανεμφανίζεται, και οι δεσμοί αλληλεγγύης που είχαν αναδυθεί από την κοινή πάλη, εξαφανίζονται. Είναι επίσης η στιγμή εκτοπισμού και διάλυσης των πολιτικών σωμάτων που το προλεταριάτο είχε εγκαθιδρύσει για να διευθύνει τους αγώνες του. Οι δομές της συναίνεσης και των καπιταλιστικών οργανισμών-ενώσεων, των “κομμάτων-ολιγαρχιών” και του επανακτηθέντος ελέγχου και της διάλυσης της τάξης σε λαό και στην εκλογική αντιπροσώπευσή του. Επιστρέφουμε σε μια θλιβερή κοινωνική ειρήνη και ατομική επιβίωση. Η αντεπανάσταση οποιαδήποτε μορφή κι αν παίρνει, για ακόμη μια φορά ξεδιπλώνεται σ’ όλη την ολοκληρωτική λογική της: αυξημένη εκμετάλλευση και πολεμικές καταστροφές, κλιματική αλλαγή, προβλήματα υγείας και πάει λέγοντας.

 

-Οι μακρείς χρόνοι της αντεπανάστασης

Είμεθα, όπως είπαμε, στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας της εργατικής τάξης και των δυνατοτήτων της, ή γι’ αυτό της έλλειψης, περί αλλαγής του κόσμου. Αν αναλογισθούμε το βραχύ 20ο αιώνα (από την οπτική των αιώνων καπιταλιστικής κυριαρχίας) τα “παράθυρα επαναστατικής φωτιάς” ήταν πολύ σύντομα: ουσιωδώς στην εκκίνηση του αιώνα με το επαναστατικό κύμα του 1917-1923 (οι χρονολογίες είναι ενδεικτικές και όχι εμπεπηγμένες) και μόλις πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα γεγονότα στην Ισπανία του 1931-1937. Στην πρώτη από αυτές τις περιόδους η αντεπανάσταση εξεδήλωσε τον εαυτό της στη μορφή μιας αντίδρασης από τους “Λευκούς” ή άλλα “ελεύθερα σώματα” που ανέχθηκαν την έγερση φασιστικών κινημάτων. Αλλά η πιο δυνατή αντεπαναστατική επίδραση ήτο εκείνη του Σταλινισμού παραχθείσα στο βαθύ πυρήνα της ήττας της Μπολσεβίκικης Επανάστασης. Ο Σταλινισμός διαιώνισε εαυτόν σε αυξανόμενα δραματικές και γροτέσκο μορφές: Μαοϊσμός, Πολποτισμός, Καστροϊσμός, Χοτζισμός, Μαδουρισμός κλπ. Λοιπόν, μετά το θάνατο του Στάλιν (1953) συνέχισε να επιβάλει αναστάτωση με έναν απεχθή δρόμο, όχι μόνο με καθεστώτα, αλλά και με “Μαρξιστικές-Λενινιστικές” πολιτικές μορφοποιήσεις σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. [2] Λίγο πριν τον αντεπαναστατικό θρίαμβο του Σταλινισμού φασιστικά κινήματα εμφανίσθηκαν πρώτα στην Ιταλία (1919) και έπειτα στη Γερμανία (1922) για να ολοκληρώσουν το παραλυτικό και καταπιεστικό έργο το οποίο είχε αναληφθεί από τη σοσιαλδημοκρατία συλλήβδην, και την παγκόσμια εγκόλπωση του εθνικισμού, του πολέμου και του λειτουργούντος του μπουρζουάδικου κράτους. Φασισμός και Σταλινισμός επηρρέασαν και αντέγραψαν ο ένας το άλλον σε πολλές περιπτώσεις (στρατιωτική δομή, χαρισματικός ηγέτης, λατρεία της προσωπικότητας, ανοιχτή καταπίεση όλων των αντιπάλων, αντισημιτισμός, αντιδραστικές ηθικές και καλλιτεχνικές εννοιολογήσεις, συγκεντρωμένο θέαμα κλπ) συχνά δείχνοντας να είναι δύο συμπληρωματικές και “αντίθετες” πλευρές του ίδιου αντεπαναστατικού κέρματος, ή ακόμα απλούστερα μεταβλητές της ίδιας δημοκρατικής και δικτατορικής ιδεολογίας.

"Το ιστορικό γεγονός ότι ο χείριστος και επίσης πιο οικείος εχθρός της δημοκρατίας σήμερα δεν είναι ο Κύριος Χίτλερ αλλά η ίδια η “δημοκρατία” -αυτό είναι το “μυστικό” κρυμμένο πίσω από τις ρηματικές μάχες μεταξύ “ολοκληρωτισμού” και της ίδιας της “δημοκρατίας” και “αντι-ολοκληρωτισμού”, ως επίσης η διπλωματική και στρατιωτική πάλη μιας ολότελα διαφορετικής σημασίας που αντιθέτει τον Άξονα στον Αγγλο-Σαξονικό όμιλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων” Karl Korsch, Marxism and Counterrevolution, pp. 200–201, Seuil, Paris, 1975.

Όπως ο Μπορντίγκα [3], ήταν ο ίδιος ο Κορς που είπε: “Θα ήταν μια υποτίμηση να πεις ότι οι σημερινές εκμεταλλευτικές κοινωνίες έχουν διατηρήσει και υιοθετήσει φασιστικά χαρακτηριστικά: ο ηττημένος φασισμός έχει κατακτήσει τους νικητές του” idem, p. 209. Παρομοίως, ο O. Rühle χαρακτήρισε το φασισμό και το Σταλινισμό (κάτω από τον ασαφή όρο “Μπολσεβικισμός”) ως “φαιό φασισμό” και “κόκκινο φασισμό” και ανακάλεσε την ιστορική ευθύνη της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με τη συντριβή του προλεταριάτου και τον ερχομό του φασισμού.

Η βαθιά μπουρζουάδικη φύση (των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών) η οποία έχει εκτεθεί σε αποφασιστικές στιγμές, τους οδήγησε για ακόμη μία φορά στο μονοπάτι του οπορτουνισμού. Ήτο το μονοπάτι της ανακωχής, της ταξικής συνεργασίας, του λαϊκού μετώπου με τους δημοκράτες και τους κληρικούς. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προλεταριάτου και μπουρζουαζίας επανωθήθηκε στην ίδια τη μπουρζουάδικη τάξη: μεταξύ μικροαστών και μεγάλης μπουρζουαζίας. Το προλεταριάτο δεν είχε πια τη δική του εκπροσώπηση. Η ταξική πάλη διεξαγόταν μόνο από ψευτο-μαχητές και επί του πρακτέου ρευστοποιούταν” Otto Rühle, Brown Fascism, Red Fascism, p. 55, Spartacus, Paris, 1975.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αντεπανάσταση αξίωσε τον εαυτό της σε τρεις συμπληρωματικές μορφές: φασιστική, Σταλινική και δημοκρατική. Η τελευταία θα επικρατούσε δεσποτικά στη Δυτική Ευρώπη, καθώς ο Σταλινισμός θα επικρατούσε με μια κάποια δυσκολία στην Ανατολική Ευρώπη (προλεταριακές εξεγέρσεις σε Βερολίνο στα 1953, σε Ουγγαρία στα 1956, και Πολωνία στα 1980/82). Η δημοκρατία και το κοινωνικό περιεχόμενό της-σοσιαλδημοκρατία επίσης εξεδήλωσαν τη μέγιστη δύναμή των στη διαχείριση εξ ίσου των οικονομικών και κοινωνικών συγκρούσεων οι οποίες παρότι δεν εξαφανίσθηκαν, παρέμειναν επί το πλείστον εντός του αυστηρού πλαισίου της δημοκρατικής νομιμότητας (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της κατάστασης στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της περιόδου γνωστής ως “Τα Μολυβένια Χρόνια” από το 1967 έως το 1983). Μα, αυτά ήταν απλά σοκς [4] που σε μια πλανητική κλίμακα δεν εκπροσωπούσαν μια ουσιώδη στροφή στον πολιτικό κύκλο, και όπως στην περίπτωση του Μάη 1968 στη Φραγκία, πλατιά υπερ-χαρακτηρίζονταν ως επαναστατικά κινήματα, όταν για ακόμη μια φορά δεν ήταν τίποτα παρά διαμαρτυρίες, αν και μαζικές, που με ουδένα τρόπο αμφισβήτησαν τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος και γι’ αυτό της μισθωτής εργασίας.

Η επαναστατική ψευδαίσθηση της δεκαετίας του 1970 προωθηθείσα από αριστεριστές και καπιταλιστική αριστερά μόνο επιμήκυνε τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της περιόδου μέσω της ευρέως εξαπλωθείσας αυταπάτης την οποία προκάλεσε. Η αναγγελθείσα μεγάλη νύχτα δεν ήταν τίποτα παρά η έκλαμψη της αυγής. Το προλεταριάτο επέστρεψε στην αποικία των καταδικασμένων με χανγκόβερ. Η αξιοθρήνητη πρακτική τους ευκρινώς φαίνεται εδώ, σε ένα βίντεο από τον Ιούνη 1968 μπροστά από έναν Διερωτώμενο εργάτη που δεν θέλει να επιστρέψει στην εργασία. [5] Η δύναμη της δημοκρατικής αντεπανάστασης ήτο η ικανότητά της να διατηρεί τον αδύναμο έλεγχο επί της αστικής κοινωνίας πολύ διαρκέστερα και βαθύτερα απ’ ότι οι περισσότερες “δικτατορικές” μορφές αντεπανάστασης, με το να διαχειρίζεται με επάρκεια συγκρούσεις, ακόμα και βίαιες, και να καταφέρνει να παρουσιάζει εαυτόν ως το πιο βιώσιμο και “ελάχιστα κακό” μοντέλο για τη συνέχιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Μα, κι αυτό δεν πρέπει να ξεχνιέται, αυτή η δημοκρατική μορφή χρωστάει την επιβίωσή της στις μορφές οι οποίες ψευδώς ισχυρίζονται ότι αντιτίθενται στο φασισμό, αφενός, και στο Σταλινισμό, αφετέρου. Το πιο σημαντικό πράγμα για όλες αυτές τις μορφές πολιτικής κυριαρχίας είναι ότι ο καπιταλισμός δεν ανατρέπεται από την μόνη δύναμη που μπορεί να το κάνει: το προλεταριάτο, την τάξη των εκμεταλλευόμενων.

Περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο στη σύγχρονη ιστορία, και σε μια ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, η δικιά μας δεν είναι μια περίοδο επανάστασης, αλλά αντεπανάστασης” K. Korsch, State and Counter-Revolution, 1939, in: Marxism and Counter-Revolution, already cited, p. 179.

 

-Αλλαγή πολιτικού κύκλου και επαναστατική κατάσταση

Γι’ αυτό, η αρνητική διάρκεια του αντεπαναστατικού πολιτικού κύκλου μπορεί να διαρκέσει για πολλές δεκαετίες, καθώς η ποιοτική ρήξη και το άνοιγμα μιας προεπαναστατικής περιόδου απαιτούν μια σύμπτωση πολλαπλών δρώντων, εξ ίσου αντικειμενικών και υποκειμενικών που καθιστά αυτόν τον τύπο περιόδου να εκδηλώνει εαυτό επί μιας πολύ βραχείας περιόδου. Σε αντίθεση με τη θεωρία του Τρότσκυ, είναι η αντεπανάσταση η οποία θα πρέπει να ανακηρυχθεί “διαρκής” καθώς η επανάσταση εκπροσωπεί μια φευγαλέα ασυνέχεια για μακριές περιόδους.

Το καθήκον των αντεπαναστατών είναι απλά να υπερασπισθούν την κοινωνία και τις αρχές μιας κοινότητας ευταξίας (order). Δεν είναι ένα θεαματικό εγχείρημα: δεν έχει τελική νίκη: επιτυγχάνει την επιτυχία του στο νου και την καρδιά παρά στο φόρουμ” T. Molnar, The Counter-Revolution, p. 228, 10/18, Paris, 1972.

Στη Ρωσία, μετά την πρώτη “μπουρζουάδικη-δημοκρατική” επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 ήταν αναγκαίο να περιμένεις η κατάσταση να ωριμάσει, μέχρι το Σεπτέμβρη όταν η πλειοψηφία αποκτήθηκε από τους Μπολσεβίκους στα Σόβιετ, ώστε να ξεκινήσεις να διαβλέπεις το άνοιγμα μιας προλεταριακής επαναστατικής πιθανότητας, καθώς τα γεγονότα του Ιουλίου ‘17 είχαν δείξει ότι η κατάσταση δεν ήτο εισέτι επαρκώς ώριμη. Ήταν η “διάνοια” του Λένιν να κατανοήσει το άνοιγμα μιας νέας περιόδου (ύστερα από το αποπειραθέν αντεπαναστατικό πραξικόπημα του Κορνίλωφ στα τέλη Αυγούστου) και τη συνάφεια της επανάστασης.

Από την άλλη, η διάνοια που έχει μια καθαρή επίγνωση της αληθούς γενικής τάσης μιας εποχής, μιας τάσης της οποίας η επίδραση είναι ζώσα και καλώς ιστάμενη, το βλέπει αυτό επί τω έργω ακριβώς πίσω από όλες τις περιστάσεις του καιρού του: γι’αυτό αυτός επίσης απασχολείται με τα αποφασιστικά θεμελιακά προβλήματα της συνολικής περιόδου, ακόμα κι αν ο ίδιος σκέφτεται ότι μόνο αυτός απευθύνει τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης” G. Lukacs, Lenin's Thought, p. 9, Denoël Publishing, Paris, 1972.

Μονάχα κατά τη διάρκεια του Οκτώβρη του 1917 οι πιο συνειδητοί Μπολσεβίκοι αντελήφθησαν ότι έπρεπε να παλέψουν σθεναρά (ενάντια στη μετριοπαθή και συμβιβαστική πτέρυγα της πλειοψηφίας του κόμματος, καθοδηγούμενη από Καμένεφ, Ζηνόβιεφ και Στάλιν) ώστε να επιβάλουν μια κατανόηση της μεταβαλλόμενης περιόδου και την αναγκαία στρατιωτική προετοιμασία για την εξέγερση. Αυτό κατέστη εμφανές λόγω της ευφυούς ιστορικής εμπειρίας που ο Λένιν ήταν ικανός να εννοιολογήσει τις θεμελιακές συνθήκες μιας επαναστατικής κατάστασης, ακόμα κι αν ο προσδιορισμός του συχνά χρησιμοποιήθηκε με έναν υπερβολικά μηχανικό και αυτοματικό τρόπο.

Για την επανάσταση δεν είναι αρκετό να κατανοήσουν οι εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες μάζες πως είναι αδύνατο να ζουν με το παλιό τρόπο και να απαιτούν αλλαγή, για την επανάσταση είναι απαραίτητο οι εκμεταλλευτές να μη μπορούν να ζουν και να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο. Μόνο όταν «οι κάτω» δεν θέλουν το παλιό και «οι πάνω» δεν μπορούν να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο, μόνο τότε μπορεί να νικήσει η επανάσταση. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται διαφορετικά με τα λόγια: η επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς μια πανεθνική κρίση (που να θίγει και τους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές). Επομένως για την επανάσταση πρέπει, πρώτο, να πετύχουμε ώστε η πλειοψηφία των εργατών (ή πάντως η πλειοψηφία των συνειδητών, των σκεπτόμενων και των πολιτικά δραστήριων εργατών) να καταλάβει πέρα για πέρα την ανάγκη της επανάστασης και να είναι έτοιμη να βαδίσει στο θάνατο γι αυτή, δεύτερο, πρέπει οι άρχουσες τάξεις να περνούν κυβερνητική κρίση που τραβά στην πολιτική ακόμη και τις πιο καθυστερημένες μάζες (το γνώρισμα κάθε πραγματικής επανάστασης είναι ότι γρήγορα δεκαπλασιάζεται ή ακόμη και εκατονταπλασιάζεται ο αριθμός των ικανών για πολιτικό αγώνα εκπροσώπων της εργαζόμενης και καταπιεζόμενης μάζας που ως τότε ήταν απαθής), εξασθενεί την κυβέρνηση και κάνει δυνατή για τους επαναστάτες τη γρήγορη ανατροπή της” Lenin, The Childish Malady of Communism (Leftism), p. 87, Moscow edition, 1969 (μτφ. από Άπαντα, τ. 23, σ. 300– 303)

Ο προσδιορισμός αυτός της μετάβασης σε μια επαναστατική κατάσταση είναι, ωστόσο, πλούσιος σε ακριβολογία και θεμελιακά προσδιορίζει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της επαναστατικής πιθανότητας. Πράγματι, η ανάγκη για κρίση επιδρώσα εξ ίσου σε “αυτούς πάνω και αυτούς κάτω” δεν μπορεί να αναχθεί σε μια οικονομική κρίση, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια γενική πολιτική κρίση για την μπουρζουαζία η οποία καθιστά αδύνατο να συνεχίσει το ρόλο της ως διαχειριστής του προτσές αξιοποίησης, και ως μια πολιτική κρίση επιβεβαίωσης για το προλεταριάτο που μεταμορφώνεται ριζοσπαστικά σε ένα ενεργό, βουλητικό και συνειδητό υποκείμενο. Εξέγερση και η επαναστατική κατάληψη της εξουσίας δεν είναι ούτε κατανοητές ούτε επιτευκτές χωρίς τη σύμπτωση αυτών των δύο “κρίσεων” που καθώς αλληλεπιδρούν διαλεκτικά, δεν έχουν την ίδια προέλευση/εκπήγαση ή την ίδια δυναμική. Αυτό επίσης εξηγεί την πολύ δύσκολη φύση της επαναστατικής αλχημείας και τη σχετική συντομία διά της οποίας ο ευνοϊκός χαρακτήρας διατηρείται.

Η μη αναστρέψιμη αντιστροφή της ισορροπίας δυνάμεων και η αλλαγή μιας εποχής είναι αγαγνωρίσιμες εν καιρώ από τους δρώντες. Με αυτή την έννοια η ταξική συνείδηση πάντα καθυστερεί τη δράση εγερτικών μειοψηφιών και πρέπει, όπως ο Λούκατς εξηγεί, να “απονεμηθεί” στο επαναστατικό υποκείμενο κατά την πορεία του προτσές. Αυτή η δυσκολία αντανακλάται στο γεγονός ότι πολλοί επαναστάτες του παρελθόντος συχνά “καθυστερούσαν” εαυτούς λόγω του υπερβολικού αισιοδοξισμού, συνειδητοποιώντας κατόπιν του γεγονότος ότι η κατάσταση είχε αλλάξει και ότι η στιγμή για την επανάσταση είχε παρέλθει. Κατά συνέπεια, απέτυχαν να αναπτύξουν μια καθαρή στρατηγική υποχώρηση που ήταν ο μόνος δρόμος να αποφύγουν μια καταστροφική αντίδραση. Αυτές οι οπορτουνιστικές τακτικές και ελιγμοί οι οποίες υιοθετήθηκαν πρωτίστως από την Κομμουνιστική Διεθνή από το Δεύτερο Συνέδριό της, στόχευαν στη στασιμότητα σε μια ψευδαισθησιακή αναμονή μιας επανάληψης του επαναστατικού κύκλου. Αυτές οι καθυστερητικές στρατηγικές και τακτικές κληρονομηθείσες από τη σοσιαλδημοκρατία, αντί να διατηρούν μια διεθνή και διεθνιστική κατεύθυνση, ενδυνάμωσαν σφόδρα τη μακροπρόθεσμη φύση της αντεπανάστασης. Ο Σταλινισμός με το μίας χώρας σοσιαλισμό, το διαταξικό μετωπισμό του, και τον αξιοθρήνητο “Τριτο-Κοσμισμό” κατέστη η πιο φαύλη εκδήλωση αυτού του πράγματος, διαιωνίζοντας την επαναστατική στάση και φράση μόνο για να προδώσει τη θεμελιακή ανατρεπτική ουσία της. Αυτό ήτο το μεγάλο “ανησυχητικό ψεύδος” (A. Ciliga).

Σχετικά με τα γεγονότα στην Ισπανία δίνουμε το βήμα στον Καρλ Κορς που επισημαίνει ότι ο [6] Ισπανικός Πολιτικός Πόλεμος, πολύ μακριά από το να εγκαινιάσει μια νέα και θετική φάση στη σχέση μεταξύ πολέμου και επανάστασης, επιτέλεσε το ρόλο της πρόβας νυφικού για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά τα ιστορικά γεγονότα σχεδόν πάντοτε αλλάζουν το νόημά τους συν τω χρόνω: πριν γίνει το πρακτικό και ιδεολογικό ιντερλούδιο στην πλανητική πυρκαγιά, ο Ισπανικός Πολιτικός Πόλεμος είχε συγκροτήσει την τελική φάση του επαναστατικού προτσές που προωθήθηκε τον Απρίλη του 1931” K. Korsch, p. 242.

Μια εκτίμηση της αλλαγής και της αντιστροφής της ισορροπίας των δυνάμεων μεταξύ των τάξεων είναι ουσιώδης για την κατανόηση της περιόδου όπου βιώνουμε εντός της και διά την έλλογη προσαρμογή των προτεραιοτήτων στα καθήκοντα και τις δραστηριότητες των κομμουνιστών που πρέπει να αποκρίνονται είτε σε δυσμενείς περιόδους είτε σε πιο αναβράζουσες και ενθουσιώδεις περιόδους ευημερίας. Ο βολουνταριστικός κίνδυνος του “εκλαμβάνειν τα ενύπνια για πραγματικότητα” υπάρχει τόσο, ή περισσότερο από αυτό, όσο και ο τοπικιστικός κίνδυνος του αποτυγχάνειν να αντιληφθείς την προλεταριακή ανάσα και να εγκλωβισθείς σε μια παραλυτική ρουτίνα. Από το “Μεσάνυχτα στον Αιώνα” στο “Έφοδος στον Ουρανό” υπάρχει μια συσσώρευση αμέτρητων ποσοτικών στοιχείων, εξ ίσου “αντικειμενικών” και “υποκειμενικών” που πρέπει να αναλυθούν με ακρίβεια ώστε να κατανοηθεί η ποιοτική μεταμόρφωση της μακράς αντεπανάστασης σε ένα νέο πλανητικό επαναστατικό κύμα επιφέρον την κομμουνιστική επίλυση. Η συζήτηση και η αντιπαράθεση είναι γι’ αυτό ουσιώδη για συντρόφους, συντρόφισσες που επιθυμούν να καταλάβουν την κατάσταση προκειμένου να παρέμβουν καταλλήλως άνευ ακτιβισμού ή ακαδημαϊσμού στην τρέχουσα δυναμική.

Ειθέ αυτές οι λίγες σημειώσεις να διεγείρουν συζήτηση


[1] Για να αναγνώσεις αυτές τις θέσεις πλήρως, παρακαλούμε επισκέψου τον ιστότοπο: https://www.sinistra.net/lib/bor/bordiga.html Bordiga, όπως η πλατιά πλειοψηφία των επαναστατών παρελθόντων και παρόντων, καθιστά πολύ ευκρινή μια διάστιξη μεταξύ της αδιανόητης δικτατορίας του προλεταριάτου και του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Οι δυο πλευρές της επανάστασης είναι εντελώς συνδεδεμένες διαλεκτικά και πρέπει να εκφρασθούν, όσο το πιο δυνατό, ταυτόχρονα. Η “Ρωσική” επανάσταση επικέντρωσε θεμελιωδώς στην πολιτική εξουσία, η “Ισπανική” επανάσταση στην κοινωνική εξουσία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αμφότερα είναι αδιαχώριστα και εξ ίσου σημαντικά αν θέλουμε ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας να έχει κάποια πιθανότητα να πετύχει παγκόσμια.  

[2] Για τους αναγνώστες των Αγγλικών, συνιστούμε την μπροσούρα της ομάδας  Barbaria σε αυτό το θέμα: “Stalinism, red flag of capital,” δημοσιευμένο στα 2022 και διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://barbaria.net/2022/09/19/el-estalinismo-bandera-roja-del-capital/ (barbaria @riseup.net: ceci est une adresse mail)

[3] Ο Μπορντίγκα οδήγησε την πάλη ενάντια στο Σταλινισμό ευθέως και ενάντια στον ίδιο το Στάλιν. Αφιέρωσε πολλές διαλέξεις και κείμενα σε αυτό το θέμα, συμπεριλαμβανομένων το Διάλογος με το Στάλιν (1953) και το Διάλογος με τους νεκρούς  (1957). https://www.quinterna.org/lingue/français/historique fr/dialogueaveclesmorts.pdf

[4] Άλλες μείζονες εργατικές εξεγέρσεις, όπως το Cordobazo στην Αργεντινή στα 1969 ή τα γεγονότα της Vitoria στην Ισπανία στα 1976, θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε μια θετική και διεθνή αλλαγή στον προλεταριακό πολιτικό κύκλο. Αλλά κάθε φορά, αυτές οι εξεγέρσεις συντρίβονταν με αιματοχυσία σε “μικρές συστάδες” και τοπικά, αποτυγχάνοντας  να συσπειρωθούν στο μείζονα πολιτικό μετασχηματισμό.  

[5] «La reprise du travail aux plants Wonder » (1968-2007) on : https://www.youtube.com/watch?v=ht1RkTMY0h4

[6] Ο Ισπανικός Πολιτικός Πόλεμος λειτούργησε μόνο ως πρόβα νυφικού για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επειδή η κοινωνική επανάσταση είχε ηττηθεί εκεί, ουσιωδώς λόγω του Σταλινισμού υπό τας διαταγάς της Μόσχας. Επιπρόσθετα, πήρε όλο το βάρος της κυρίαρχης ιδεολογίας ώστε να επιβάλει ακόμη ένα ανησυχητικό ψεύδος στο παγκόσμιο προλεταριάτο: στην Ισπανία, υποθετικά, δύο στρατόπεδα αντιμετώπισαν το ένα το άλλο: εκείνο της δημοκρατικής ρεπούμπλικας (πολιτικής δημοκρατίας) και εκείνο του φασισμού. Η παγκόσμια μπουρζουαζία, όλες οι τάσεις και οι φράξιές της συνδυασμένες, είχαν κάθε συμφέρον στο να αποτρέψουν το παγκόσμιο προλεταριάτο από το να ενεργοποιήσει εκείνη την παγκόσμια επανάσταση να πάρει χώρα, ώστε αυτό δεν μπορούσε ενεργά να εκφράσει αλληλεγγύη σε αυτό.

 

Fj, Eu, Ms & Mm.

Μετάφραση (από τα φραγκικά) από IsaCR.

 

Bιβλιογραφία

Έργα:

- F. Engels, Socialisme utopique et socialisme scientifique, éditions sociales, Paris, 1971.

- K. Korsch, Marxisme et contre-révolution, Seuil, Paris, 1975.

-V. Lénine, La maladie infantile du communisme (le gauchisme), éditions de Moscou, 1969.

- G. Lukacs, La pensée de Lénine, éditions Denoël, Paris, 1972.

- K. Marx, Le Capital, livre I, PUF, « Quadrige », Paris, 1993.

- K. Marx et F. Engels, Critique des programmes de Gotha et d’Erfurt, éditions sociales, Paris, 1972.

- P. Mattick, Marx et Keynes, Gallimard, Paris, 1972.

- T. Molnar, La contre-révolution, 10/18, Paris, 1972.

- G. Munis, Parti-État stalinisme révolution, Spartacus, Paris, 1975.

- O. Rühle, Fascisme brun, fascisme rouge, Spartacus, Paris, 1975.

Ιστότοποι:

-A. Bordiga, Dialogue avec les morts, 1957, sur Quinterna.org :https://www.quinterna.org/lingue/

francais/historique_fr/dialogue_avec_les_morts.pdf

-A. Bordiga, Le programme révolutionnaire immédiat, 1952, sur Bibliothèque Internationale de la

Gauche Communiste : https://www.sinistra.net/lib/bor/bordiga.html

-Matériaux Critiques N°1, « Quelques éléments de réflexion sur la période de transition », ainsi que

sur notre site web : https://materiauxcritiques.wixsite.com/monsite/textes.

 

https://materiauxcritiques.wixsite.com/monsite/tex

 

Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...