Kαπιταλιστική Κυριαρχία και Φιλοσοφία της Ιστορίας

 

πέφτεις για ύπνο - το γερμανικό ασυνείδητο εκφορτώνει - σηκώνεσαι να πας στην δουλειά - το μηχανικό ασυνείδητο οδηγεί


Ι. Κοσμική Ερμηνευτική


Η αξίωση για μια Νομιναλιστική συνολική περιγραφή της σύγχρονης Κοσμικής Διά-ταξης (Weltordnung), που να ξεφεύγει από την κριτική έρευνα των ιδιαιτεροτήτων, συνεπάγεται την αξίωση για εκ νέου ανάδυση επιστημολογικής αυθεντίας (“auctoritas”) με έμπρακτους όρους, κάτι που σημαίνει τον πολιτικό θάνατο του Μεταμοντέρνου. Αυτό δικαιολογείται από την ίδια την ανάγκη διατύπωσης μιας γενικής και συνολικά έγκυρης στρατηγικής για το χειραφετητικό, το επαναστατικό κίνημα στον 21ο αιώνα.

Στην βιωματική εμπειρία, πρόκειται για την παιδική Φιλοσοφική απαίτηση περί απλής και σύντομης εξήγησης της εγκόσμιας φαινομενολογίας. Επειδή είναι παιδικό, είναι kraftlich, ώστε επιβάλλεται.

Σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης, η ερμηνεία, η εξήγηση του κόσμου είναι κάτι διαφορετικό της κοσμολογίας, που πρέπει να εκληφθεί ως τομέας της Φυσικής Φιλοσοφίας και της κριτικής εξέτασης της Θρησκείας.

Στην Εντα, ο Κόσμος είναι το αποτέλεσμα μιας κατά στάδια αρνητικής εργασίας πλειόνων συχνά ετερόκλητων μεταξύ των πρακτόρων (εργατών της αρνητικότητας), που παράγεται και αναδύεται ως άρνηση της άρνησης των κατώτερων κοσμικών σφαιρών/επιπέδων. Στην Ελληνική σημασία του ετυμολογικά σημαίνει αυτό που είναι όμορφο, που είναι άξιο. Στην αρχαία Γερμανική σημασία του σημαίνει αυτό που είναι πρέπον, ώριμο, ταιριαστό για τον άνθρωπο.

Στην prima facie φαινομενολογία του, ο σύγχρονος κόσμος περιγράφεται αποσπασματικά μέσα από την κριτική ανάλυση τόσο της προγενέστερης φάσης (Ιράκ, Αφγανιστάν, κοκ), όσο και της τρέχουσας (Ειρηνικός, Ουκρανία, Μέση Ανατολή κλπ) του ΠΠΔ, καθώς και του τρόπου και των εκδηλώσεων εσωτερίκευσής του στις καπιταλιστικές Μητροπόλεις (τρομοκρατικές επιθέσεις, μορφές βιομηχανικού και παραγωγικού σαμποτάζ, cyber attacks, cyberwarfare, psy-ops, πολιτισμικές και φυλετικές διαμάχες, διαχείριση μέχρι και διακριτική μεταχείριση ετερογενών πληθυσμών κλπ.).1

Στον ίδιο χρόνο, οι θιασώτες και νοσταλγοί της παγκοσμιοποίησης, έστω και υποχωρώντας, επιμένουν στα γνωστά αφηγήματα. Ενώ η Κελσενιανή ιδέα περί παγκόσμιου κράτους (“Weltstaat”)2 ισοπεδώνεται κάτω από αεροπορικούς βομβαρδισμούς και ερπύστριες, η παγκοσμιοποιητική ιδεολογία επιβιώνει μόνο μέσα από την αρχιτεκτονική και την τεχνική δημόσιας τάξης της κοσμοπόλεως,3 στον ίδιο χρόνο, που η ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής ανά χώρες ή ανά σύνολο χωρών επικαιροποιεί την κατηγορία έθνος, προσδίδοντάς της τεχνοβιολογική αντικειμενικότητα.

Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, ο σύγχρονος κόσμος στο σύνολό του συνεχίζει να είναι κόσμος καπιταλιστικής κυριαρχίας, κριτικά κατανοούμενης ως το σύνολο των τρόπων με τους οποίους το κεφάλαιο επιτυγχάνει, επιβάλλει και αναπαράγει την πραγματική κυριαρχία του επί του κοινωνικού. Η πραγματική και διανοητική ιστορία της καπιταλιστικής κυριαρχίας ξεκίνησε στον 17ο αιώνα με την Ολλανδική Δημοκρατική Επανάσταση και του Αγγλικούς Πολιτικούς Πολέμους, με την Θεολογικο-Πολιτική Διδαχή του Σπινόζα και τον Λεβιάθαν του Χομπς.

Σίγουρα, οι αλλαγές της κρατικής μορφής σε όλο αυτό έχουν κεντρική πολιτική σημασία, ωστόσο, για εμάς το πιο βασικό είναι η κριτική ανάλυση του κεφαλαίου, ως τρόπου παραγωγής, ως αντιφατικής ενότητας παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή ως μια διαρκούς παθητικής επανάστασης,4 στην δυναμική, στις αναδιαρθρώσεις, στους μετασχηματισμούς του, μέσα από τους όρους της ταξικής πάλης, μέσα από τους ίδιους τους υλικούς όρους παραγωγής και αναπαραγωγής του από την εργασία.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η εργατική κριτική μέσα από τον Ένγκελς είδε στον υλισμό της πράξης, στον πρακτικό υλισμό5 την ιστορική έκβαση και τελείωση της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας.6 Αμέσως μετά τον ΠΠΒ, το Ολοκαύτωμα, και τις δύο μπόμπες, η κριτική θεώρηση σε ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Ευρώπη, Κίνα διατύπωσε την έκβαση του ιστορικού υλισμού μέσα από το αίτημα για συνδυασμό της αξίωσης για επαναστατική κατάργηση των αντικειμενικών συνθηκών ύπαρξης μέσα στο καπιταλιστικό υπάρχον, με την κατηγορική προσταγή του Ποτέ Ξανά.7

Ωστόσο, όπως έχει τεθεί, από επίσημα Ευρωπαϊκά χείλη (για λόγους, οι οποίοι χρειάζονται αυτοτελούς έκθεσης, περιγραφής και ανάλυσης): το μεταπολεμικό αντιφασιστικό διακρατικό συμβόλαιο έχει σπάσει (πιθανόν, αρχής γενομένης από τον αντισοβιετικό Πόλεμο του Αφγανιστάν και την Θεοκρατική αντεπανάσταση στο Ιράν), κάτι που αφορά και τις Ασιατικές χώρες. Αυτό είναι μια διαπίστωση περί ύπαρξης μιας νέας σχετικά γνωστής συντακτικής πολιτικής δυναμικής, η οποία επιδρά διαμορφωτικά πάνω στα σύγχρονα πολιτικά πράγματα, και στην Ιδεολογία.

Για την θεσμική αντιπροσώπευση του κεφαλαίου, για την Κρατική Φιλοσοφία της Ιστορίας, δεν τίθεται κάποιο ιδιαίτερο ηθικό ή άλλης τάξεως ζήτημα, καθ' όσον η συγκεκριμένη μορφή φιλοσοφίας της ιστορίας είναι το dream story (“Traumgeschichte”) του ιδεατού, του ιδεώδους κράτους (“ideellen Staat”): η Εγελιανή απόληξη του τελειωμένου Πρωσικού κράτους.8 Σ' αυτήν την οπτική, από τα 1820's, το αστικό κράτος απλά επαναλαμβάνει τις ανηρημένες μορφές της εαυτότητάς του, και την ιστορία του, τα δε λιγότερο προηγμένα κράτη κάνουν το ίδιο, μέχρι να φτάσουν σε αυτό το σημείο τελείωσης9 -το μόνο που αναπτύσσεται με πραγματικούς όρους, είναι το Φυσικό Δίκαιο, και η Κρατική Επιστήμη (Staatswissenschaft).10

Για την Ιστορία Φιλοσοφίας του κεφαλαίου ως τέτοιου, η αντίληψη είναι πιο πρωτότυπη:

Η σύγχρονη ασυγχρονική λειτουργία του κεφαλαίου σημαίνει, ότι το κεφάλαιο πλέον προβάλλει ως πηγή δικαιολόγησής του την συνολική παγκόσμια ιστορία, δηλαδή αξιώνει την ύπαρξή του ως a priori της ιστορίας προτσές (και στις Φιλοσοφικά Ρεαλιστικές περιπτώσεις ως a priori οντότητα, υπόσταση). Το ιστορικό παρελθόν καθίσταται οι ψηφιοποιημένοι αντίλαλοι της επί αιώνες συσσωρευθείσας νεκρής εργασίας, ψηφιακές μεγαποσότητες αντικειμενοποιημένου χρόνου. Η ιστορική μνήμη στην πλειοψηφία αναβλύζει όχι μέσα από τις ζωές και τους βίους, αλλά μέσα από τα εμπορεύματα, τα αντικείμενα, τα πράγματα και τις πραγμοποιημένες σχέσεις. Η ιστορία κατανοείται ως η χρονολογικά προσδιορισμένη κοινωνική οντολογία της νεκρής εργασίας. Το κεφάλαιο φιλοδοξεί να εμφανίζεται ως μη έχων χρονικότητα δημιουργός. Η πραγμάτωση της ιστορίας (σε αντίθεση με την Εγελιανή έννοια της αντανακλαστικής και πραγματικής ιστορίας)11 καθίσταται προϊόν της μηχανής, και η ανθρωπότητα οδηγείται στην εποχή της μηχανοποίησης της ιστορίας.

Η επιλογή ενός σταθερού και ασφαλούς σημείου αναφοράς για την έστω κωδική περιγραφή του σύγχρονου κόσμου γίνεται πιο περίπλοκη, αν συνυπολογιστεί το οντολογικό ζήτημα: είναι διαφορετική η τοποθέτηση, είναι περιεχομενικά διαφορετικές οι απόψεις, αν ο συγγραφέας επιλέγει την αφηρημένη έννοια του Mensch και της ανθρωπότητας (“Menschheit”), αν ο συγγραφέας επιμένει ταξικά και έτσι νομοτελειακά θα γράψει (και) από cyborg οπτική, και αν ο συγγραφέας εμφανώς ή κρυφίως επιλέγει την σκοπιά κάποιων μορφών κοινωνικής ύπαρξης του κεφαλαίου. Ακόμα, όμως, κι αν ο συγγραφέας επιλέξει την αφηρημένη έννοια του Mensch”, το σύγχρονο Ουμανιστικό ζήτημα (κύρια Ρεαλιστικά εκλαμβανόμενο) είναι στο συγκεκριμένο, ζήτημα ειδικού προσδιορισμού και διάζευξης αφηρημένων κατηγοριών κληρονομημένων από την νεωτερικότητα (φύλο, φυλή, ιστορική προέλευση, χρώμα δέρματος, εθνοτικές, γλωσσολογικές, πολιτισμικές διασπάσεις). Αυτό inter alia έχει ως συνέπεια, ότι δεν μπορεί να εξορυχθεί μια συνολική περιγραφή, που να ευαρεστεί άπαντες ή να είναι ab initio αρμονική προς όλα τα ανταγωνιζόμενα θεωρητικά ρεύματα και τάσεις. Η διαμάχη μεταξύ των ειδικών προσδιορισμών, μεταξύ των κατηγορικών διαζεύξεων δεν είναι απλά πραγματική, είναι ενεργή μέσα στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες.

Οργανικά συνδεόμενο με το παραπάνω είναι το ζήτημα του συλλογικού υποκειμένου για λογαριασμό του οποίου ο συγγραφέας γράφει. Είναι γνωστή η θέση μας, ότι οι αλλαγές στον κόσμο, στην παραγωγή, στην Ιδεολογία μόνο επιβεβαιώνουν την ηγετική, κυρίαρχη και κεντρική θέση της εργατικής τάξης στο σύστημα παραγωγής του κοινωνικού πλούτου, στην οικονομία. Η εργατική τάξη στις περιστάσεις και τις συνθήκες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης όλο και πιο πολύ ανυψώνεται αντικειμενικά σε σχεδόν αποκλειστικό φορέα της βασικότητας, σε ενεργό κάτοχο της πραγματικής βάσης. Αυτό είναι συμπέρασμα, που βγαίνει από την ανάλυση της κοινωνίας βάσει της αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Το σχετικά νέο φαινόμενο, το οποίο έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες 2 δεκαετίες περίπου, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, είναι η ποιοτική αλλαγή της σύστασης και της σύνθεσης του σχετικού υπερπληθυσμού, του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού. Αυτό στην κύρια πλευρά του έχει να κάνει με την μετακίνηση ετερόκλητων πληθυσμών και την απαλλοτρίωση τους μέσα από αυτοκρατορικές (και όχι τόσο εθνοκρατικές) πρακτικές. Έτσι, από την σκοπιά της αυτοκρατορίας, όπως έχει καταστεί πασίδηλο, έχει σχηματιστεί σε κάθε μητρόπολη ένας πληβειακός πληθυσμός, ο οποίος είναι το υποκείμενο του σύγχρονου “bellum sociale”12

Η αλήθεια είναι, ότι με την τρέχουσα έννοια της πολιτικής, απ' αυτούς τους πληθυσμούς απελευθερώνεται περισσότερη και πιο επιδραστική πολιτική δυναμική, απ' ότι από την παγκόσμια εργατική τάξη ως τέτοια. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι η εργατική τάξη αποκτά συνείδηση από την θέση της στην παραγωγή, από την ταύτισή της με την εργασία -οι πληθυσμοί του κοινωνικού πολέμου σε πρώτο χρόνο αποκτούν συνείδηση από την αρνητική σχέση τους προς το κράτος, από την έλλειψη της ιδιότητας του πολίτη. Έτσι, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, ότι οι πληβειακές εξεγέρσεις ως τέτοιες φτάνουν μέχρι το σημείο της κατοχύρωσης πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ οι εργατικοί αγώνες στον ίδιο χρόνο συνεχίζουν και μετά απ' αυτό, στην ριζοσπαστική αμφισβήτηση και ανατροπή του συσχετισμού ισχύος. 

Ωστόσο, έχει ξεκαθαρισθεί, ότι αντικειμενικά η κοινωνική προοπτική των πληβειακών πληθυσμών είναι η περαιτέρω απαλλοτρίωσή τους μέσα στις μητροπόλεις ή η οργανική ένταξή τους στην εργατική τάξη. Αυτό ενισχύεται και από το αντικειμενικό γεγονός, ότι οι μακροχρόνιοι εργάτες ζουν στις ίδιες μητροπολιτικές περιοχές με τους πληβείους, τα παιδιά τους πάνε στην πλειονότητα των περιπτώσεων στα ίδια σχολεία -μοιραζόμεθα κοινούς βιοτικούς κύκλους και συμβάντα.

Επανερχόμενοι σε μια από τις κεντρικές προβληματικές του κειμένου, μπορεί να ειπωθεί, ότι με όλα αυτά τίθεται ένα ζήτημα ηθικής, μια νέα αξίωση Ελλογότητας:

Το να μιλήσεις με συνολικό τρόπο για τον κόσμο, σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει και συνεπάγεται μια ηθική στάση (stand). Δεν μπορείς να το κάνεις, μονάχα από την σκοπιά κι απ' την σκοπιμότητα του οποιουδήποτε πολιτικού ή οργανωτικού καιροσκοπισμού ή τυχοδιωκτισμού, από την σκοπιά μιας κατ' όνομα φιλομακιαβελικής προνεωτερικού στυλ πολιτικής εμπλοκής, ή ακόμη χειρότερα από την σκοπιά ενός νιχιλισμού της δράσης. Για όσους δρουν και ζουν μέσα στις διαδρομές της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, είναι γνωστό το πρόβλημα της ανηθικότητας του κρατισμού, το οποίο πήρε την ενδοκινηματική μορφή του Νετσαγεφισμού.13 Επ' αυτού πρέπει να διαλευκανθεί: εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, οι αναρχικοί γράφουν για την Ηθική par excellence, και όχι οι κομμουνιστές -κι αλήθεια ποιός μπορεί να τους κατηγορήσει για συντηρητισμό;

Σε κάθε περίπτωση, η αξίωση για ηθική στάση, ηθική υπευθυνότητα, ως κριτική στον νιχιλισμό, είτε εκφέρεται αναρχικά, είτε πχ. με τους όρους του Λούκατς,14 επιστρέφει στον Καντιανό προσδιορισμό περί της αυτονομίας (σε αντίθεση προς την ετερονομία) της βούλησης ως κανονιστικής αρχής, ως ύψιστου αξιώματος της Ηθικότητας.15

Επομένως, για την εργατική κριτική είναι ξεκαθαρισμένο από τα χρόνια συγγραφής του “Κεφαλαίου”: κάθε εγχείρημα συνολικής κριτικής περιγραφής του σύγχρονου κόσμου έχει πρωτίστως Διαφωτιστικά16 και γι’ αυτό ηθικά ελατήρια και κίνητρα.17 Τίθεται ενώπιον ημών περισσότερο ή λιγότερο με την μορφή της κατηγορικής προσταγής, ab initio αντιφάσκον προς την Δικαιικά προσδιορισμένη Ηθικότητα εντός της κρατικά/θετικά προσδιορισμένης αστικής κοινωνίας.18

Στον Χέγκελ, η Ηθικότητα ως αντανάκλαση της βούλησης εν εαυτή και δι' εαυτή αντιτίθεται στο είναι εντός εαυτού και στην μη διαμεσολαβότητα (την γνήσια αναρχική, ελευθεριακή κατάσταση).19 Αυτό σημαίνει (κάτι που αμφότεροι Καντ και Χέγκελ παραδέχονται, εκκινώντας απ' αυτήν την παραδοχή) την ενεργοποίηση της εννοιακής σύζευξης Βούληση – Ηθικότητα <=> Υποκείμενο. Ωστόσο, αυτό, σε αντίθεση προς την ανάγνωση του Στίρνερ, δεν οδηγεί στην Ατομική αρχή του Αδιαίρετου,20 καθ' όσον στην Κλασική Γερμανική Φιλοσοφία είναι σε πρώτο χρόνο εννοιολογικά αδιάφορο, αν το υποκείμενο είναι συλλογικό ή ατομικά προσδιορισμένο: ερευνάται ως τέτοιο είτε είναι συλλογικό είτε μονοπρόσωπο.

Τούτων δοθέντων, κάθε ηθικά έμφορτο εγχείρημα, από την σκοπιά της εργατικής κριτικής αποηθικοποιείται μόνο μέσα από την προσδιοριστική σύνδεση21 ήθους και έθους, θέσμιου, εθίμου, όπως καταστατικά διατυπώνεται στα Ηθικά Νικομάχεια -και σε ένα συγκείμενο μιας σχεδόν μυστικού τύπου Ηρακλείτειας διαλεκτικής, σύμφωνα με το ΗΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩ ΔΑΙΜΩΝ.22 Ο κατά τους Αρχαίους δαιμονικός χαρακτήρας και η δαιμονική φύση της Ηθικής σημαίνει, ότι αυτή τίθεται ενώπιον του υποκειμένου ως κάτι τρίτο, δηλαδή ως κάτι αλλότριο: στον ίδιο χρόνο αλλοτρίωση και άρση της αλλοτρίωσης.23 Σε μια geistlich (Φραγκισκανικού τύπου) οπτική, Ηθική είναι η αναγνώριση της αυτοαλλοτρίωσης και η ανάπτυξη πρακτικής για την άρση της.

Το κεφάλαιο εμπέδωσε καπιταλιστική κυριαρχία, όταν αποδέχθηκε και υιοθέτησε την βρώμικη υλιστική πράξη της πρώτης θέσης στον Φόυερμπαχ: όταν άρχισε να απομακρύνεται από την Ιησουίτικα καθιερωθείσα κατηγορική προσταγή της ηθικής καθαρότητας.24 Αυτό είχε προπεριγραφεί από τον Καντ με την Κριτική του Καθαρού Λόγου, όπου παίρνει την μορφή μιας ποιοτικοποιημένης, ταξινομημένης ιδιαίτερης επιστήμης:25 στην Μεγάλη Βρετανία αποκλήθηκε επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Η ιδιαιτερότητα αυτής της ιδιαίτερης επιστήμης είναι, ότι εξετάζει την ολότητα με αποτελεσματικότερο τρόπο από τις άλλες κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, οι οποίες κυρίως (doninantly) αναφέρονται σε αυτήν, παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η πολιτική οικονομία αναφέρεται par excellence σε στριφνές οικονομικές ιδιαιτερότητες, και όχι στην ολότητα.


II. Περί status quo (μικροϊστορίες απολύσεων από αριστερά αφεντικά)


Ανήκει στις απόψεις μας η διαπίστωση, ότι αυτό, εις βάρος του οποίου αντιτίθεντο και επιχειρηματολογούσαν ο Grigat και οι σύντροφοί του, ως επίσης (από διαφορετική μπάντα) μαζικά (κατά βάση αντιδραστικά) λαϊκά κινήματα,26 όπως οι Αγανακτισμένοι, οι Podemos, τα Πέντε Αστέρια κλπ., έχει αναδυθεί: επίπεδα και πεδία της προσίδιας αυτοκρατορικής εμμένειας, εντός των οποίων αναπτύσσεται μια συντακτική λειτουργία Reich. 

Ίσως ήταν κάτι αναπόφευκτο ήδη από τις αρχές της δεκαετία του 1990 λόγω της Γερμανικής επανένωσης: κάτι προς το οποίο κατευθύνθηκε η ίδια η διαλεκτική των πραγμάτων, επιταχυνθείσα από τους δοσμένους (ορντοφιλελεύθερους στην μορφή, κοινωνικά συγκρουσιακούς στο περιεχόμενό των) τρόπους αντιμετώπισης των δημοσιονομικών καταρρεύσεων και μετασχηματισμού των Ευρωπαϊκών κρατικών μορφών.

-Μια επαφή με την πραγματικά σύγχρονη βιοπολιτική συγκρότηση των σχέσεων μέσα από την περιπλάνηση στις βιομηχανικές περιοχές της ενδοχώρας, στα βιομηχανικά Kernlander, θα πείσει και τον πιο δύσπιστο για την παραπάνω διαπίστωση.

Για να περιγραφεί ο κόσμος ως κάτι διαχωρισμένο από αυτό που παράγει η εργασία ως κόσμο, η κεντρική αναλυτικά και μεθοδολογικά έννοια είναι αυτή του status quo.27

Ως status quo μπορεί να ορισθεί η δοσμένη, η αποκρυσταλλωμένη ισορροπία δυνάμεων και ο δοσμένος, αποκρυσταλλωμένος συσχετισμός ισχύος, όπως αμφότερα μορφοποιούνται κυρίως σε συστήματα διακρατικών σχέσεων και ανταγωνισμών. 

Απ’ αυτήν την άποψη, ο κόσμος του 1989-1993 είναι θεμελιακά διαφορετικός ως status quo από τον κόσμο του 1945-1948. Ομοίως, στο status quo του μετά το 1993 κόσμου, μια ποιοτική αλλαγή συντελέσθηκε με την επίθεση στη Νέα Υόρκη (2001). Επίσης, μια ποιοτική αλλαγή συντελέσθηκε το καλοκαίρι του 2016 με το Brexit. Η πιο πρόσφατη γραμμή ανάλυσης κάνει λόγο, ότι ομολόγου τύπου ποιοτικές αλλαγές παρατηρούνται με τον πόλεμο στην Ουκρανία (2022 -), την επίθεση στο Ισραήλ (7/10/2023) και τον νέο πόλεμο στην Μέση Ανατολή.

Η εξ ΗΠΑ ορμώμενη κατανόηση του σύγχρονου status quo είναι αμφίδρομη: από την μια υπάρχει η κατανόηση, ότι η Κίνα είναι μια καπιταλιστικοποιημένη χώρα και επομένως κύρια οικονομικός ανταγωνιστής, και ότι η Ρωσία συνεχίζει να είναι ο βασικός στρατηγικός αντίπαλος, και από την άλλη η κατανόηση, ότι η Κίνα και η Κορέα είναι "ολοκληρωτικά καθεστώτα", και επομένως υπαρξιακές απειλές, και ότι η Ρωσία δεν πρέπει να είναι το top priority στον κατάλογο των αντιπάλων.

Η κατανόηση περί πολυπολικού κόσμου κάνει λόγο για την (μάλλον ευκταία) στρατηγική συμμαχία Ρωσίας, Λευκορωσίας, Κίνας, Κορέας, Ιράν (επομένως και για έναν ενοποιημένο αντίπαλο στην Αμερικανική ηγεμονία και συνολικά στην Δύση), και για την ύπαρξη ανεξάρτητων χωρών και δυνάμεων σε Ασία, Νότια Αμερική και Αφρική εκ των οποίων άλλες πολώνονται με τον έναν πόλο, άλλες με τον άλλο, άλλες συγκροτούν δικούς τους, και πάει λέγοντας. 

Όπως έχουμε ξαναπεί, είναι ένα σχήμα, το οποίο παραπέμπει στα seventies, και στις τότε αντιϊμπεριαλιστικές στρατηγικές αναλύσεις κέντρου-περιφέρειας.

Μαζί με αυτά, μια νέα κατανόηση περί στρατηγικού σχηματισμού αρκτικού και διευρυμένα υπερβόρειου κύκλου (ΜΒ, Γερμανία, Πολωνία, Ολλανδία, Βαλτικές χώρες, Σκανδιναβικές χώρες, ΗΠΑ, Καναδάς) εμφανίζεται.28

Είναι τα παραπάνω επαρκή για να κατανοηθεί ο σύγχρονος κόσμος, ή θολώνουν την κοσμοαντίληψη;

Οι κρατικές, επίσημες πειθαρχίες του status quo και των αλλαγών του είναι, όπως προείπαμε, η απολυτοποίηση μιας μορφής διαχωρισμού των κρατών από το κεφάλαιο ως τρόπο παραγωγής: η απολυτοποίηση στιγμών αντίθεσης μεταξύ κρατικής μορφής και καπιταλιστικού περιεχομένου (με ό,τι απορρέει απ' αυτό): σε ένα πιο συγκεκριμένο, αγοραίο επίπεδο, κάτι που τρέχει να προλάβει να αμβλύνει την οξυμένη εξωτερίκευση των περιοδικών, των εμπορικών κρίσεων, κάτι το οποίο εξαφανίζει ταχυδακτυλουργικά την ταξική πάλη, επιχειρεί να την βγάλει από το προσκήνιο και να αναφερθεί σε αυτήν σαν κάτι ανήκον στο περιθώριο, κάτι που λέει, ότι η φράση νόμος πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους τού είναι άγνωστη λέξη. Αυτή η μορφή, κι ακόμη περισσότερο αυτές οι στιγμές διαχωρισμού είναι στον ίδιο χρόνο εκδίπλωση τεχνικών στράτευσης των μαζών στις ίδιες τις καπιταλιστικές σκοπιμότητες: σύρσιμο σε βιομηχανικά οργανωμένα ανθρωποσφαγεία, κρέας για τα κανόνια.

Ωστόσο, η περιεχομενικότητα αυτών των ανταγωνισμών -κατά το εύρος κατά το οποίο δεν έχουν αναφορά στον αντιφασισμό, και όπως έχει εντοπισθεί, επί το πλείστον δεν έχουν-29 εμφανίζεται σε τελική ανάλυση με τον αγώνα για αυτό που ο Γκράμσι εννοιολογεί ως ηγεμονία της Δυτικής Κουλτούρας επί της Παγκόσμιας Κουλτούρας,30 σε τελική ανάλυση με τον αγώνα για τον Αμερικανισμό31 ως την παγκόσμια Βασική μορφή Βιομηχανισμού. -Αυτό είναι μια γραμμή διαχωριστικής ενεργότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η κριτική ανάλυση, εξήγηση και απόδειξη του Γκράμσι σε σχέση με αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο η υλιστική αντιστροφή του σχήματος του Χέγκελ για την μετακίνηση του Κοσμικού Πνεύματος προς την Δύση.32

Όλο αυτό (με ό,τι περιλαμβάνει) είναι η πιο αναπτυγμένη μορφή Φιλοσοφίας της Ιστορίας από την σκοπιά της αντικειμενικότητας της καπιταλιστικής κυριαρχίας, θεμελιωμένη κριτικοϋλιστικά επί της ανατρεπτικής κοινωνικής πράξης.

Όσοι a priori ή ad principii αντιτίθενται -κυρίως από πολιτισμική σκοπιά- στην Δύση (κατανοούμενη ως Ιστορία και Φιλοσοφία της Ιστορίας), ιδεολογικοποιώντας και κομματικοποιώντας τις -κατά τ’ άλλα σεβαστές- αισθητικές προτιμήσεις τους, θα πρέπει, να εκθέσουν και να δικαιολογήσουν την μη προσχώρησή τους (ή την εγκατάλειψη αυτού) στον ιστορικό υλισμό, με δεδομένο, ότι για δεκαετίες, οι βασικές και ηγετικές σοσιαλιστικές χώρες, όπως η ΕΣΣΔ και η Κίνα, οικοδομούσαν σοσιαλισμό και ενασκούσαν αντιϊμπεριαλιστική πάλη, βασισμένες (ενδεικτικά βλ. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=5594483) σε αυτήν την υλιστική έννοια Φιλοσοφίας της Ιστορίας -για την δε Κίνα αυτό εισέτι ισχύει σε επαρκή βαθμό και έκταση.33

Ανήκει επίσης στις απόψεις μας, η κριτική, ότι η ως άνω μη προσχώρηση στον ή και εγκατάλειψη του ιστορικού υλισμού έχει να κάνει με τον ενδοτισμό σε δήθεν “εναλλακτικές” μορφές θεωρήσεων, οι οποίες έλκουν την καταγωγή τους από τα πιο συσκοτιστικά και μεταφυσικά Θρησκευτικά επεισόδια, από τις πιο ύπουλα φτιασιδωμένες Θεολογικές προπαγάνδες, από τον φιλοσοφικό αγνωστικισμό, από την υποταγή σε έναν πολιτισμικό αντιδραστισμό. -Μοιάζει με τον σπουδαστή Φιλοσοφίας, ο οποίος αποκηρύσσει τον Φιλόσοφο, επειδή το σύγγραμμα είναι κακογραμμένο, επειδή το εγχειρίδιο έχει πολλές σελίδες, και μαζί με τον Φιλόσοφο διαολοστέλνει και την χώρα του Φιλοσόφου, συλλήβδην και άκριτα το συνολικό πολιτισμικό υπόβαθρό του, κάνοντας την ευκολία κριτήριο εντοποθέτησής του σε φαντασιακά ή και πραγματικά στρατόπεδα.




1 Ενδεικτικά βλ. https://techspek999.blogspot.com/2023/01/blog-post_4.html, https://techspek999.blogspot.com/2023/07/blog-post_31.html, https://theshadesmag.wordpress.com/2024/01/03/theoritiki-epeksergasia-germanikou-kritikou-hwrou/

2 Ενδεικτικά βλ. Tomasz Widłak,, "Kelsen's Idea of a World State (Weltstaat)”, Politeja, No. 72, Between the Wars: Philosophical-Political Debates, (2021), pp. 175-191.

3 Ενδεικτικά βλ. Stephen Toulmin, Cosmopolis. The Hidden Agenda of Modernity, The University of Chicago Press, Chicago, 1990.

4 Βλ. Antonio Gramsci, Prison Notebooks, I. Problems of History and Culture, 3. Notes on Italian History, The Concept of Passive Revolution, edited and translated by Quentin Hoare and Geoffrey Nowell Smith, Transcribed from the edition published by Lawrence & Wishart London 1971, London, elecbook, 1999, pp. 289-300, ibid, The History of Europe seen as “Passive Revolution”, pp. 308-311.

5 Βλ. Thesen über Feuerbach. Dies ist die 1888 von Engels als Anhang zu "Ludwig Feuerbach und der Ausgang der deutschen Philosophie" publizierte Fassung. Hier findet sich der Text, wie er 1845 von Marx niedergeschrieben wurde

6 Βλ. Friedrich Engels, Ludwig Feuerbach und der Ausgang der klassischen deutschen Philosophie, Geschrieben Anfang 1886. Erstmalig veröffentlicht in: "Die Neue Zeit", Vierter Jahrgang, Nr. 4 und 5, 1886

7 Ενδεικτικά βλ. https://theshadesmag.wordpress.com/2016/11/07/interviewstephangrigat/

8 Βλ. Das philosophische Manifest der historischen Rechtschule. Geschrieben April bis Anfang August 1842. Das Kapitel von der Ehe, von der Zensur nicht zugelassen, wird nach der Handschrift gegeben, Rheinische Zeitung« Nr. 221 vom 9. August 1842, Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Einleitung Geschrieben Ende 1843 - Januar 1844, Deutsch-Französische Jahrbücher, Paris 1844, Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts (Naturrecht und Staatswissenschaft im Grundrisse. Zum Gebrauch für seine Vorlesungen), Dritter Teil. Die Sittlichkeit, Dritter Abschnitt. Der Staat [Der Staat], A. Das Innere Staatsrecht, § 258, απόσπασμα: “Der Staat ist als die Wirklichkeit des substantiellen Willens, die er in dem zu seiner Allgemeinheit erhobenen besonderen Selbstbewußtsein hat, das an und für sich Vernünftige. Diese substantielle Einheit ist absoluter unbewegter Selbstzweck, in welchem die Freiheit zu ihrem höchsten Recht kommt, so wie dieser Endzweck das höchste Recht gegen die Einzelnen hat, deren höchste Pflicht es ist, Mitglieder des Staats zu sein”.

9 Βλ. Guy Debord, Comments on the Society of the Spectactle, VIII, IX, 1988.

10 Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, ibid

11 Βλ. Hegel,Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, Einleitung, b) die reflektierte Geschichte

12 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Social_War_(91%E2%80%9387_BC)

13 Παράβαλε Auguste Blanqui's defence speech at the 'Trial of the Fifteen', 12 January 1832, σε https://www.marxists.org/reference/archive/blanqui/1832/defence-speech.htm, Mikhail Bakunin, The Immorality of the State (1870), σε https://www.marxists.org/reference/archive/bakunin/works/1870/immorality-of-the-state.html, Απάντηση στον Νετσάγεφ, μτφ.-επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, Αθήνα, Δεκέμβριος 2004, σ. 33-92, Peter Kropotkin, Anarchist Morality (1897), σε https://www.marxists.org/reference/archive/kropotkin-peter/1897/morality.htm, Ethics. Origins and Development, Black Rose Books

14 Βλ. Georg Lukács, 1919, The Role of Morality in Communist Production, σε https://www.marxists.org/archive/lukacs/works/1919/morality.htm, Tactics and Ethics, σε https://www.marxists.org/archive/lukacs/works/1919/tactics-ethics.htm, The Destruction of Reason, 1952, Translated by Peter Palmer, Merlin Press, London, 1981, Bolshevism as a Moral Problem, Social Research: An International Quarterly 44 (1977)

15 Βλ. Immanuel Kant, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, Zweiter Abschnitt: Übergang von der populären sittlichen Weltweisheit zur Metaphysik der Sitten, Die Autonomie des Willens als oberstes Prinzip der Sittlichkeit

16Βλ. Immanuel Kant, Beantwortung der Frage: Was ist Aufklärung?

17 Βλ. Gramsci, ibid, III. The Philosophy of Praxis, 2. Problems of Marxism, Moral Science and Historical Materialism, pp. 754-755.

18 Βλ. Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts (Naturrecht und Staatswissenschaft im Grundrisse. Zum Gebrauch für seine Vorlesungen), ibid, Zweiter Teil. Die Moralität [Die Moralität]

19 Βλ. ibid, απόσπασμα: “§ 105 Der moralische Standpunkt ist der Standpunkt des Willens, insofern er nicht bloß an sich, sondern für sich unendlich ist (vorh. §). Diese Reflexion des Willens in sich und seine für sich seiende Identität gegen das Ansichsein und die Unmittelbarkeit und die darin sich entwickelnden Bestimmtheiten bestimmt die Person zum Subjekte".

20 Βλ. https://theshadesmag.wordpress.com/2024/02/05/stirner-pali-antidrastismos/

21 Βλ. Friedrich Engels, Der Ursprung der Familie, des Privateigentums und des Staats Im Anschluß an Lewis H. Morgans Forschungen, IX. Barbarei und Zivilisation, Geschrieben Ende März bis 26. Mai 1884. Erstmalig veröffentlicht Hottingen-Zürich 1884. Nach der vierten, ergänzten Auflage, Stuttgart 1892. Alle wesentlichen Änderungen gegenüber der Erstausgabe sind in Fußnoten vermerkt, MEW, Band 21.

22 Βλ. Μιχαήλ Χονδροκούκης, Δαίμων και κόσμος: η ενότητα εσχατολογίας και κοσμολογίας στο έργο του Εμπεδοκλή, ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Τομέας Φιλοσοφίας, Θεσ/νίκη, 2020, σε https://freader.ekt.gr/eadd/index.php?doc=47667&lang=el

23 Βλ. Ökonomisch-philosophische Manuskripte (1844), Kritik der Hegelschen Dialektik und Philosophie überhaupt

24 Ενδεικτικά βλ. Το Βρώμικο κι η Βασιλεία. Στοιχεία του Μαχόμενου υλισμού της Πράξης – Shades online (wordpress.com)

25 Βλ. Immanuel Kant, Kritik der reinen Vernunft, Einleitung, VII. Idee und Einteilung einer besonderen Wissenschaft, unter dem Namen einer Kritik der reinen Vernunft

26 Παράβαλε Alexandre Kojève (1945), Outline of a Doctrine of French Policy, σε https://www.marxists.org/reference/subject/philosophy/works/fr/kojeve2.htm, Robert Howse, Kojeve's Latin Empire. From the “End of History” to the “epoch of Empires”, August 1, 2004, σε https://www.hoover.org/research/kojeves-latin-empire, https://voxeurop.eu/en/the-latin-empire-should-strike-back/, https://europeanconservative.com/articles/essay/the-latin-empire-alexandre-kojeves-european-conservatism/?print-posts=pdf

27 Για την μέθοδο και την ανάπτυξη της ανάλυσης παράβαλε Friedrich Engels, Der Status quo in Deutchland, Marz/April 1847

28 Ενδεικτικά βλ. National Strategy for the Arctic Region, The White House, Washington, October 2022, The Future of the High North, May 12 2023, in ΝΑΤΟ homepage

29 Ενδεικτικά βλ. Trump, fascism, and the construction of "the people": An interview with Judith Butler, 29 December 2016, σε Trump, fascism, and the construction of "the people": An interview wit | Verso Books

30 Βλ. Gramsci, ibid, Hegemony of Western Culture over the whole World Culture, pp. 765-767

31Βλ. ibid, II. Notes on Politics, 3. Americanism and Fordism, pp. 558-622

32 Βλ. Hegel, Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, Geographische Grundlage der Weltgeschichte

33 Ενδεικτικά βλ. https://journals.sagepub.com/doi/full/10.1177/00094455221074169, https://asia.nikkei.com/Politics/Full-text-of-the-Chinese-Communist-Party-s-new-resolution-on-history, Jiang Shigong: “Philosophy and History: Interpreting the ‘Xi Jinping Era’ through Xi’s Report to the Nineteenth National Congress of the CCP”, σε https://www.readingthechinadream.com/jiang-shigong-philosophy-and-history.html

9 μήνες μετά. Ουδέν εγενήθη

 

Στις περιβόητες Διαλέξεις του Τολιάτι περί του Φασισμού, παραδοθείσες στην Κομματική Σχολή Λένιν στην Μόσχα (1935), γενικεύοντας την Ιταλική εμπειρία, ο γραμματέας του KKΙ διαμόρφωσε ένα πρωτότυπο θεωρητικό κριτικό σχήμα:

Ασκεί κριτική στην Τροτσκιστική κριτική ενάντια στην φασιστική δικτατορία ως μορφή Βοναπαρτισμού.1 Διευκρινίζει, ότι ο φασισμός πάντοτε παίρνει την κοινωνική μορφή του μαζικού κινήματος οργάνωσης της μπουρζουαζίας και των μικροαστών.2 Η καινοτομία συνίσταται στην σφυρηλάτηση της κριτικής άποψης περί του φασισμού ως του “κόμματος νέου τύπου” της μπουρζουαζίας.3

Αυτό σε κάποιο εύρος δεν είναι απόρροια ή ακριβώς το ίδιο με την θεωρία του 7ου Συνεδρίου (1935) της Τρίτης Διεθνούς περί του φασισμού ως εργαλειοποιημένης έκφρασης των πιο αντιδραστικών και ληστρικών συμφερόντων του ιμπεριαλισμού κλπ.4, ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς ή όχι με την αλλαγή της γραμμής ως προς την σοσιαλδημοκρατία, από το 6ο (1928) στο 7ο Συνέδριο, την εγκατάλειψη της θέσεως περί σοσιαλφασισμού (στην οποία είχε αντιτεθεί ο Τολιάτι και οι εκπρόσωποι του ΚΚΙ στο 6ο Συνέδριο) και “Τρίτης Περιόδου”, και την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων.

Το έχουμε γράψει, σχετικά πρόσφατα (σε ένα βαθμό επικαιροποιώντας την σχετική κριτική του Μπορντίγκα), ότι στην κλιμάκωσή της η αντιφασιστική πάλη στρατηγικού χαρακτήρα είναι περισσότερο μια διακρατική υπόθεση, η οποία -θέλοντας και μη- εμπλέκει (ένθεν και ένθεν, ένθεν κακείθεν) κρατικούς στρατούς, μηχανισμούς και υπηρεσίες, παρά κάτι που εξάγεται ως τέτοιο, αυτούσιο και ατόφιο από την μη διαμεσολαβότητα της εργατικής επαναστατικής επίθεσης. Από την άλλη, η επίγνωση αυτού δεν αποτελεί δικαιολογία ή δεν έχει ως δήθεν πολιτική συνέπεια την απροθυμία κάποιου να συμμετάσχει σε μια τέτοια πάλη. Εν ολίγοις, η πολιτική και στρατιωτική νίκη ενός πολιτικοδημοκρατικού μπλοκ επί ενός φασιστικού μπλοκ δεν σημαίνει νομοτελειακά και a priori το ανέβασμα της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης, παρότι νομοτελειακά σημαίνει την εμπέδωση ενός ευνοϊκότερου και βελτιωμένου συσχετισμού ισχύος υπέρ της εργασίας και εις βάρος του κεφαλαίου.

Αυτό άρχισε να καθίσταται ορατό ήδη ένα χρόνο μετά τις Διαλέξεις του Τολιάτι, μέσα στην φωτιά του Ισπανικού Πολέμου, με εισήγηση επίσης του Τολιάτι.5 Χαρακτηριστικό το κάτωθι απόσπασμα:



“Το ισπανικό αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο, ως η συγκεκριμένη μορφή ένωσης διαφόρων τάξεων, έναντι του φασιστικού κινδύνου, διαφέρει, για παράδειγμα, από το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο, καθώς δρα και διεξάγει τον αγώνα του σε συνθήκες επανάστασης, που επιλύει τα αστικοδημοκρατικά της καθήκοντα με ένα συνεπή, δημοκρατικό τρόπο, σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου που επιζητεί έκτακτα μέτρα για την εξασφάλιση της νίκης του λαού. Ομοίως, δεν εξηγείται επαρκώς ο πραγματικός χαρακτήρας του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου αν το ορίσουμε απλώς ως «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Πρώτον, το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία δεν βασίζεται μόνο σε εργάτες και αγρότες: έχει ευρύτερη κοινωνική βάση. Δεύτερον, υπό την πίεση του εμφυλίου πολέμου, υιοθετεί σειρά μέτρων που πάνε κατά τι πέραν του προγράμματος μιας κυβέρνησης επαναστατικοδημοκρατικής δικτατορίας. Είναι μια περαιτέρω ιδιαιτερότητα του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου ότι η διάσπαση στις τάξεις του προλεταριάτου, ο σχετικά αργός ρυθμός στον οποίο οι μάζες της αγροτιάς τραβιούνται στον ένοπλο αγώνα και η επιρροή του μικροαστικού αναρχισμού και των σοσιαλδημοκρατικών ψευδαισθήσεων που δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί, που εκφράζονται με τη θέληση για υπερπήδηση του σταδίου της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, όλα αυτά δημιουργούν έναν αριθμό επιπρόσθετων δυσκολιών στον αγώνα του Ισπανικού Λαού και μια Λαοκρατική Δημοκρατία (democratic republic)".

Σε γενικό επίπεδο, αυτές οι προβληματικές αφορούν κατά κύριο λόγο την στρατηγική των κομματικά οργανωμένων αποσπασμάτων της εργατικής τάξης, στο μέτρο που γίνεται αποδεκτό το μετα-Λενινιστικό (ή μάλλον Σταλινικό) αξίωμα ότι “η στρατηγική ανήκει στο κόμμα-κράτος, η τακτική στην τάξη”, το οποίο είναι αντιστροφή της επαναστατικής εμπειρίας του 19ου αιώνα, και δη της Κομμούνας: κάτι που αποκαταστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ρητά και κατηγορηματικά από τον Τρόντι στην γνωστή απόφανση: η στρατηγική ανήκει στην τάξη, η τακτική στο κόμμα.

Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει μια γενική συμφωνία και αποδοχή, ότι ο σύγχρονος φασισμός (κυρίως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής) στην πολιτική κλιμάκωσή του λαμβάνει και την μορφή των ένοπλων σπασμών και σπαραγμών, είναι χρήσιμο να αναγνωρισθεί, ότι αυτές οι μορφές είναι σήμερα τα γκρουπίδια “νέου τύπου” του πιο αυτοματικά μηχανοποιημένου τμήματος του κεφαλαίου. Αυτό δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη και μακροσκελή ανάλυση για να γνωσθεί:

Το να αφιερώνεις κάθε ικμάδα της ενέργειάς σου σε κάτι τέτοιο είναι εθελοδουλεία και ραγιαδισμός σε μια πραγματική υπαγωγή “νέου τύπου”, η οποία επιφέρει με πραγματικό τρόπο την στρατιωτικοποίηση του συνολικού βιοτικού κύκλου σου, ακόμα κι αν δεν έχεις συμμετάσχεις σε τακτικό στρατό, ακόμα κι αν δεν έχεις πιάσει στην ζωή σου αυτόματο όπλο.

Ύστερα από την έκλειψη της φαινομενολογίας του ως αιφνίδιας εξεγερτικότητας (και παρ' όλη την αντικειμενικότητα του χαρακτήρα που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο), ύστερα απ' το ξεσκέπασμα των ψευτο-μακιαβελικών ελιγμών, το μόνο το οποίο απομένει στον σύγχρονο φασισμό τέτοιου τύπου, είναι η ανάσυρση του Σταυροφορισμού, και η εξαπόλυση εγκλήσεων χάριν αυτού: δηλαδή, η στα μουλωχτά αναδίπλωση στους Ευρωπαϊκούς Ιδεολογικούς γενότυπούς του.

Λαμβανομένων υπ' όψη των ως άνω, μέσα στους ίδιους τους Ευρωπαϊκούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, η κριτική ανάλυση δεν μπορεί να μένει μόνο σε σχήματα κριτικής ψυχολογίας (αν και φαινομενολογικά όλες αυτές οι ιστορίες εμφανίζονται ως υποτροπές και δυσειδαιμονίες), αλλά πρέπει να περάσει στο επίπεδο της in concreto ταξικής αναγνώρισης και παρέμβασης. Ο σύγχρονος φασισμός κυριαρχείται από έναν messy (τεχνηέντως εντροπικό) χαρακτήρα, μια messy λειτουργία, η οποία αναφύεται από την υβριδική φύση του, και στην συνέχεια καθίσταται ... φιλοτιμία.

Σήμερα, πιο πολύ απ' ό,τι στο παρελθόν, αυτό που τρέμει το κάθε είδος φασίζουσας τυραννίας, είναι η μαχητική επιβολή της εργατικής τάξης στον δημόσιο χώρο, η μαχητική επιβολή της εργατικής κανονιστικότητας. Σήμερα πιο πολύ απ' ό,τι στο παρελθόν, ο φασισμός στην μοριακή οικονομική λειτουργία του έχει καταστεί ένα τυπικά εγκληματικό φαινόμενο: σύνολο στάσεων του αδίκου, σύνολο άδικων πράξεων, και χάρη σε αυτό μπορεί να εμπορεύεται και να πραγματεύεται ενώπιον των επίσημων αντιπροσώπων του κεφαλαίου δοσμένες μορφές οικονομικοποίησης.

Εν τούτοις, στην συνολικότητα του όλου προβλήματος, η κύρια ηθικοπολιτική ευθύνη βαρύνει την ιθύνουσα πολιτική τάξη, τις δυνάμεις του status quo: οι δυστοπικές πολιτικές φόβου, οι κρυπτο-θρησκευτικές μορφές πολιτικής προπαγάνδας και ομιλίας, η προώθηση απ' την επίσημη επιστήμη της ουσιοκρατικής κατανόησης και αναπαράστασης του κόσμου, η διαταγματοποίηση των ανταπεργιών, οι εκτεταμένες απεργοσπαστικές πρακτικές, η παραδοσιοκρατία, ο αντιδιεθνισμός και ο αντικομμουνισμός είναι τα ασφαλή εκκολαπτήρια των σύγχρονων φασιστικών μορφών.


1 Βλ. Palmiro Togliatti, Lectures on Fascism, 1. The Basic Features of Fascist Dictatorship, International Publishers, New York, 1976, p. 3

2 Βλ. οπ., p. 5

3 Βλ. οπ., 2. The Bourgeoisie's “New Type of Party”, pp. 13-28

4 Βλ. VII Congress of the Communist International: Abridged Stenographic Report of Proceedings, Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1935.

5 Βλ. Π. Τολιάτι, Για τη φύση της ισπανικής αντιφασιστικής επανάστασης (1936), σε http://kokkinometerizi.blogspot.com/2011/07/1936.html



Παραλειπόμενα περί κομματικού γραμμικού εξελικτισμού

 

Στην πολιτική θεωρία του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα, αναπαραγόταν η αντίληψη, ότι οι μετέπειτα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, Διεθνείς (2η των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων, 3η των οργανωμένων σε εθνοκρατικό επίπεδο Κομμουνιστικών Κομμάτων) ab initio συνιστούσαν αντικειμενικό και υποκειμενικό προχώρημα συγκριτικά με την Διεθνή Ένωση Εργατών, καθ' όσον υποτίθεται, ότι αποτύπωναν έναν πιο εξελιγμένο βαθμό εργατικής συνείδησης, και πιο προωθημένα καθήκοντα.

Η ουσία της όλης υπόθεσης βρίσκεται στο γεγονός, ότι η Διεθνής Ένωση Εργατών δεν έχει ενιαία κομματική συγκρότηση, ως επίσης δεν έχει μοναδικό (singular) Ιδεολογικό χαρακτήρα. Από την θεμελίωσή της κατά την Επανάσταση του 1848 σε αυτήν συμμετέχουν κομμουνιστικές, αναρχικές, άμεσα εργατικές, ελευθεριακές, επαναστατικές δημοκρατικές οργανώσεις και συλλογικότητες, ενώ ήδη από την επίσημη ίδρυσή1 της τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1864 και καθ' όλη την διαδρομή της, η εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών αναρχία, με βασικά ρεύματα τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν, έχει την ποσοτική πλειοψηφία.

Ωστόσο, από οργανωτική άποψη δεν είναι μια συνομοσπονδία. Η μελέτη των συνεδρίων της Διεθνούς και της δράσης και των αποφάσεων του Γενικού Συμβουλίου πείθει και τον πιο δύσπιστο, ότι αναφορικά με τις Αποφάσεις των Συνεδρίων, αλλά και ανά περιπτώσεις και περιστάσεις εφαρμόζεται η αρχή της πλειοψηφίας και η δεσμευτικότητα των αποφάσεων. Για να γίνει η ποιότητα της οργανωτικότητας πιο ευπρόσιτη, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί, ότι δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα, ούτ' ένα πρωινό, που η Διεθνή Ένωση Εργατών να μην ήταν στην παρανομία. Αυτό αντικειμενικά σημαίνει και την εφαρμογή διάχυτης οργανωτικότητας και δράσης, κάτι που ισχύει πρωτίστως για το Κομμουνιστικό Κόμμα που περιγράφεται στο Μανιφέστο.

Ο Λένιν μες στην οξύνοιά του σε σχετικό λόγο του περί της Τρίτης Διεθνούς απέφυγε τον πειρασμό ενός συγκριτικού προοδευτικού/εξελικτικού σχήματος περί των Τριών Διεθνών, αντίθετα αρκέστηκε -και ορθώς- να συγκρίνει αποκλειστικά την Δεύτερη με την Τρίτη (λόγω και της ταυτόσημης οργανικότητας).2 Απ' αυτήν την άποψη, το μετέπειτα και μεταγενεστέρως διαμορφωθέν εξελικτικό σχήμα δεν αποκρίνεται, ούτε είναι σύμφωνο με την ίδια την γνήσια βούληση και αυτοκατανόηση της Τρίτης Διεθνούς, όπως εκτέθηκε κατά την ίδρυσή της απ' τον ίδιο τον Λένιν. Ωστόσο, αυτό είναι ζήτημα των Τριτοδιεθνιστικών δυνάμεων.

Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, το συγκριτικό εξελικτικό σχήμα επιχειρείται να δικαιολογηθεί μέσα από την επίκληση της θεωρίας περί κόμματος αποκρινόμενου στο εκάστοτε δοσμένο σύστημα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Η ορθή αναρχική κριτική σε αυτό συνίσταται στο ότι αυτό είναι μια καπιταλιστική οπτική για την εργατική οργανωτικότητα. Η αλήθεια είναι, ότι τα εργατικά κόμματα, στον βαθμό που είναι τω όντι τέτοια, ήτοι στον βαθμό που η μεγάλη πλειοψηφία των μελών τους είναι εργάτες, αντικειμενικά φέρουν εντός τους στοιχεία της καπιταλιστικής εργοστασιακής πραγματικότητας. Αυτό ισχύει, ανεξάρτητα από τις βουλήσεις ή τις ιδεολογικές προτιμήσεις, και για τις εργατικές αναρχικές οργανώσεις.

Δεχόμεθα, όμως, ότι το βασικό καθήκον μιας κομμουνιστικής, αναρχικής οργάνωσης είναι η πάλη για τον κομμουνισμό, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, των τάξεων κλπ, και όχι απλά και μόνο η οργάνωση και διεξαγωγή της συνδικαλιστικής πάλης ή του αγώνα για σοσιαλισμό. Τούτου δοθέντος, αφ' ής στιγμής τέθηκε κομμουνιστικό καθήκον από το 1848, αυτό δεν επιτρέπει τέτοιας ποιότητας συγκρίσεις, ή αλλιώς τέτοιες συγκρίσεις έρχονται σε αντίθεση με το ίδιο το κομμουνιστικό καθήκον: διολισθαίνουν στην ταύτιση της εργατικής οργανωτικότητας με το καπιταλιστικό εργοστάσιο, στην αντεστραμμένη αναπαραγωγή του συστήματος τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο μεσ' απ' το κομματικό επίπεδο: κατ' αυτόν τον τρόπο το κόμμα εργατών κατέστη κόμμα πραγμάτων, τα οποία διαφεντεύουν τους εργάτες μέλη του.

Αυτό είναι το κεντρικό κομματικό μάθημα του 20ου αιώνα απ' αυτήν την σκοπιά.

Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μετά την εμπειρία του 1968, το κομματικό ζήτημα τέθηκε σε διευρυμένο θεωρητικό επίπεδο, μέσα από την κριτική στον οικονομισμό.3 Αυτό είναι κάτι, το οποίο ενέπλεξε τις προβληματικές όχι μόνο του Προλόγου4 του χειρογράφου της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας περί πραγματικής βάσης και υπερκτίσματος/εποικοδομήματος, αλλά και των μειζόνων έργων του Ένγκελς, καθώς και τις επιστημολογικές προβληματικές του Θετικισμού και του Γερμανικού Υλισμού.

Έχουμε αναλύσει, ότι σε συνθήκες πλήρους ανάπτυξης της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης (μηχανική αυτοματοποίηση, βιομηχανική χρήση της πληροφορικής, λογικομηχανική συγκρότηση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο), το κεφάλαιο (ασχέτως της ιδεολογικής σήμανσής του) απέκτησε μέσω της υπηγμένης σε αυτό ειδικά προσδιορισμένης εργασίας in actu ικανότητες και τεχνικές αξιοποίησης ακόμα και της νοητικής δραστηριότητας ως τέτοιας. Αυτό αφορούσε εξ αρχής στον ίδιο χρόνο και την ΕΣΣΔ, παρότι σε γενικές γραμμές φαινόταν ότι φυλασσόταν ως επτασφράγιστο μυστικό,5 αν και τύποι σαν τον Ιλιένκοφ δημοσίευαν μια συναφή κριτική σ' αυτό. 

Αν λοιπόν στον Σοβιετικό χώρο στις δεκαετίες '60-70 η υλική σχέση του μέλους με το κόμμα αντικαταστάθηκε απ' την νευροτεχνική, νευρογνωσιακή νοητική σύνδεση με κάποια απ' τις πολλές Σοβιετικές λογικές μηχανές, αυτό, σε αντίθεση με την σχετική μετα-τριτοδιεθνιστική ρητορική εκείνης της εποχής, άνοιξε εκ των πραγμάτων μια πραγματικότητα με ενάντιο χαρακτήρα στην θρυλική θεωρία του κόμματος νέου τύπου. Στο συγκεκριμένο κοινωνικό, η επίδραση αυτού του πράγματος δεν ήτο κάτι πολύ διαφορετικό από την υπό επίβλεψη χρήση ψυχεδελικών ουσιών στις στρατιωτικές λειτουργίες του “αμερικάνικου ιμπεριαλισμού”.

Κατόπιν των ως άνω, το θέμα που ετέθη, ήτο: περί τίνος κόμματος να συζητήσουμε. Αυτό ήταν και είναι ένα σημείο ρηξιακής εξόδου απ' όλη την προβληματική του μηχανοποιημένου κομματικού. Στον ίδιο χρόνο, η μόνη ενεργή εξέλιξη που σημειώθηκε στην κομματική θεωρία και πρακτική, διατυπωθείσα απ' τον Νέγκρι, ήταν η τελολογική σύνδεση κόμματος και προλεταριακής αυτοαξιοποίησης. Απ' το 1919, ίσως η μόνη κομματική πρόοδος ήταν αυτό.

Ακόμα πιο συγκεκριμένα, η σύνδεση του συλλογικού κομματικού νου με μια μηχανή, δηλαδή με μια μορφή νεκρής εργασίας, με μια ποσότητα αντικειμενοποιημένου εργασιακού χρόνου, με ένα τεμάχιο κεφαλαίου, καθιστά κάπως περιττό τον όλο προβληματισμό περί Ενγκελσικού επιστημονισμού και οικονομισμού. Σε μια κάπως οπτιμιστική οπτική, το κομματικό ζήτημα αναιρείται ως αφηρημένο μερικό και τίθεται ως εργατικό ζήτημα, ως συγκεκριμένο ολικό: το κομματικό ζήτημα γίνεται άμεσα συνδεόμενο στην πάλη μεταξύ εργάτη και μηχανής. Η επίταση όλου αυτού επέρχεται με τις τεχνικές εντοπισμού και ενεργοποίησης του μηχανικού ασυνειδήτου των μελών, καθ' όσον πλέον το μηχανικό ασυνείδητο είναι που σε πραγματικό επίπεδο κινεί την όποια κομματική λειτουργία. 

-Αυτό είναι η μόνη σύγχρονη κομματική θεωρία, την οποία μπορούμε να προσφέρουμε.


1 Ενδεικτικά βλ. Provisorische Statuten der Internationalen Arbeiter-Assoziation. Geschrieben zwischen dem 21. und 27. Oktober 1864. Nach: "Adress and provisional rules of the Working Men's International Association ...", London 1864, Resolutionsentwürfe über die Aufnahmebedingungen für Arbeiterorganisationen in die Internationale Arbeiterassoziation, Nach dem Protokollbuch, An Abraham Lincoln, Präsident der Vereinigten Staaten von Amerika, Geschrieben zwischen dem 22. und 29. November 1864.

2 Βλ. V. I. Lenin, The Third International and Its Place in History, 1919, σε https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/apr/15.htm

3 Για την σχετική εγχώρια συζήτηση ενδεικτικά βλ. Γιάννης Μηλιός, Από τη «συντριβή της κρατικής μηχανής» στην «κρίση και μετεξέλιξη του κράτους», Τεύχος 30: Ιανουάριος - Μάρτιος 1990, σε http://theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=281

4 Βλ. Zur Kritik der Politischen Ökonomie, Vorwort, Geschrieben August 1858 bis Januar 1859. Erschienen 1859 bei Franz Duncker, Berlin.

5 Ενδεικτικά βλ. Serge Kernbach, Cybertronica Research, Research Center of Advanced Robotics and Environmental Science, Stuttgart, Germany, Unconventional research in USSR and Russia: short overview, 2013, σε https://arxiv.org/abs/1312.1148, CIA-RDP-96-00792R0005002600001-4, Confidential, Soviets Combine Neuroscience and Optical Processing Techniques to Develop an Optical Brain, Approved for Release, 2000/08/15


Μόντες. Κριτική ανασκόπηση των αντιπαραθέσεων για το κράτος στα seventies

 

Ι. To Συντακτικό πλαίσιο πάλης


Η Φορντική οργάνωση του κράτους είναι η στρατηγική της όλο και πιο επεκτεινόμενης αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου:1 το κράτος δρα, ώστε όλο και περισσότερες ποσότητες πρόσθετης αξίας αφενός να ξαναρίχνονται στο μη διαμεσολαβημένο παραγωγικό προτσές και αφετέρου να μεγαλώνει το ποσοστό της πρόσθετης αξίας και της απόλυτης εδαφικής προσόδου, το οποίο μετατρέπεται σε φόρο, ο οποίος φόρος χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση του εκάστοτε κρατικά οργανωμένου παραγωγικού και αναπαραγωγικού προτσές.

Αυτό ήταν μια εποχή Συστημικής σύγκλισης με τον "κρατικό σοσιαλισμό" της ΕΣΣΔ, αν όχι κάτι ab sich παρόμοιο. Στην προφάνεια της φαινομενολογίας της, αυτή η κρατική μορφή ήλθε σε ανταγωνισμό προς τις καπιταλιστικές επιδιώξεις αποθησαυρισμού και αποθεματοποιήσεων χρηματοκεφαλαίου, αναπτυχθείσες κατά την "ενεργειακή κρίση" της δεκαετίας του 1970 από τις προσίδιες βιομηχανίες και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Η συνέχεια και το συνολικό πλαίσιο έχει επαρκώς περιγραφεί,2 κάτι το οποίο οδήγησε στην συμβατικά καλούμενη νεοφιλελεύθερη/μονεταριστική αναδιάρθρωση του κράτους και του κεφαλαίου, ξεκινώντας από ΜΒ και ΗΠΑ, ως συνολική απάντηση στον σφόδρα ενεργοποιηθέντα νόμο πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Ωστόσο, αν η απάντηση του κεφαλαίου ως τέτοιου ήταν κάτι σχετικά προβλέψιμο και γνώριμο, δεν ισχύει το ίδιο για τις "περιπέτειες" της κρατικής μορφής σε αυτήν την δεκαετία.

Έως και την δεκαετία του 1950, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και η επαναστατική αντιπαράθεσή του προς το κεφάλαιο, είχε με ανταγωνιστικό τρόπο εντοπίσει τρεις κεντρικές μορφές καπιταλιστικού κράτους στην ηπειρωτική Ευρώπη, διακρινόμενες μεταξύ τους με κριτήριο Συντακτικής λειτουργικότητας, διακρινόμενες από την Αγγλοσαξονική πολιτεία με κριτήριο τον αντιφιλελευθερισμό τους:

-το κράτος-επιτελείο, το οποίο συμμετέχει ενεργά στην ταξική πάλη, όπως φανερώθηκε στα 1840-1850 μέσα από τον Πρωσικό και Τσαρικό γραφειοκρατικό κρατικισμό και καμεραλισμό, και τον Φραγκικό νεο-Βοναπαρτισμό, αποκρινόμενο στο κατώφλι ιστορικής συντηρητικοποίησης και αντιδραστικοποίησης της Ευρωπαϊκής μπουρζουάδικης τάξης (Ιούνης 1848). [ενδεικτικά βλ. Die Klassenkämpfe in Frankreich 1848 bis 1850. Geschrieben 1850. Erstmals veröffentlicht in: "Neue Rheinische Zeitung. Politisch-ökonomische Revue", Hamburg 1850, unter der Überschrift "1848 bis 1849"].

-το κράτος-μηχανή του Β΄ Ράιχ και του ΠΠΑ, που εντόπισε και περιέγραψε κριτικά ο Λένιν ως μια στιγμή της συνολικής επαναστατικής διαδικασίας, αντιστοιχιζομενο στις συνθήκες και περιστάσεις της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, αναδειχθέν το πρώτον στον Γερμανο-Φραγκικό Πόλεμο. [ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Über den Krieg. Geschrieben von Ende Juli 1870 bis Februar 1871. Veröffentlicht in »The Pall Mall Gazette«, und Der Bürgerkrieg in Frankreich, Adresse des Generalrats der Internationalen Arbeiterassoziation. Geschrieben April/Mai 1871].

-τις νέες δικτατορικές μορφές της κρατικής εξουσίας στην Φασιστική Ιταλία και στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, συντείνουσες προς το έσχατο όριο, στο οποίο η υπερπαραγωγή απολύει την ποιότητά της ως σχετικό και η ανταλλακτική αξία κινδυνεύει με κοινωνικό αφανισμό.

Η επίγνωση εκ μέρους του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ότι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης αναγκαία αποκτά στρατηγικές αγκυρώσεις στο ζήτημα της κρατικής εξουσίας επιβάλλει -και προκειμένου να αποφευχθεί ένας κατακερματισμός της εργατικής κριτικής ως προς το ζήτημα του κράτους, τόσο σε θεωρησιακό, όσο και σε έμπρακτο επίπεδο- την κριτική αναγνώριση του καπιταλιστικού κράτους στο αυτοκρατορικό επίπεδο συγκρότησης και σύνθεσης των συσχετισμών ισχύος και της ισορροπίας των δυνάμεων. Όλο και πιο πολύ καθίσταται ευκρινές, ότι το καπιταλιστικό κράτος στην ταξική πάλη αντλεί (αντεστραμμένα) τις δυνάμεις του από την θεωρία και την πρακτική του Ρωμαϊκού Δικαίου:

Το κράτος-μπουρζουάδικο επιτελείο-επιτροπή είναι στο κοινωνικό το κράτος των μαγίστρων, συμβούλων, κηνσόρων, ρουφιάνων και δημάρχων. Το καπιταλιστικό κράτος-μηχανή δεν μπορεί παρά να είναι το ιμπεριαλιστικό κράτος-λεγεώνες, κάτι που αναδείχθηκε μέσα από τις ίδιες τις Γερμανικές στρατιές του Βίσμαρκ στα 1871. Εν τούτοις, το κράτος-απόφαση: η κατά την κατάσταση εξαίρεσης εκτύλιξη σε τέτοιο βαθμό των εσωτερικών αντιθέσεων έως το σημείο της αυτοαναστολής, της αυτοκατάργησης, κάτι που θέτει συνεχώς επί του πρακτέου την Δικτατορική δυνατότητα: την πολιτική θαυματουργία3 στην μορφή της Νομιναλιστικής "potentia absoluta" -αυτό ήταν το τότε νέο ιστορικό επεισόδιο.

Ωστόσο, η γνήσια έννοια της Δικτατορίας4 στην εμπειρία και πρακτική του Ρωμαϊκού Δικαίου μάλλον είναι προσοίκεια και ωφέλιμη στο popolo, στο προλεταριάτο, στις πληβειακές μάζες και στους δούλους, παρά στους Συγκλητικούς, τους πατρικίους, τους βιλλάνους και στους αξιωματούχους, καθ' όσον η διαδικασία απ' όπου αναδεικνυόταν, ήταν η μαζική μη διαμεσολαβητότητα της “comitia curiata”. Απ' αυτήν την άποψη, η Σμιτιανή Συνταγματική θεωρία και πρακτική θα ήταν ανέφικτη, χωρίς τον Απρίλη, Ιούνη, Οκτώβρη του 1917, χωρίς τον Νοέμβρη του 1918.

Πριν ακόμη την δεκαετία του 1970, το Δικτατορικό ζητούμενο αναπτύχθηκε μέσα στους ίδιους τους υλικούς όρους της ταξικής πάλης, με την ΜΠΠΕ. Μπορεί να εκληφθεί ως η πιο επιθετική πολιτική μορφή που έλαβε το εργατικό επαναστατικό κίνημα στο παγκόσμιο επίπεδο διεξαγωγής των ταξικών συγκρούσεων της εποχής

Η ανά χώρες κεντρική απάντηση του καπιταλιστικού κράτους ήτο η στρατηγική της έντασης σε Αλγερία, Φραγκική Επικράτεια, Ιταλία, ΟΔΓ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο, η απάντηση ήτο η εξαπόλυση εκ μέρους των ΗΠΑ ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας και έντασης (Βιετνάμ) ως μέσο μιλιταριστικής πειθάρχησης μέσα από την μαζική πραγμάτωση αξίας με μαζικούς καταστροφικούς όρους.

Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις η οργανωμένη μορφή ένοπλης πολιτικής πάλης αναπτύχθηκε (κύρια σε Ιταλία, Γερμανία, Μέση Ανατολή) ως συγκρουσιακή διαλεκτική προς το καπιταλιστικό κράτος και ως μια επιθετική απάντηση στην στρατηγική της έντασης, ανεξάρτητα από το πόσο πετυχημένη και πόσο αποτελεσματική ήταν.

Πάλι, ανά χώρες, η απάντηση της στρατηγικής της έντασης απέναντι στις νέες ένοπλες προκλήσεις του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, ήτο το στήσιμο στρατιωτικών πραξικοπημάτων και προσίδιων διακυβερνήσεων (Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Χιλή,  και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής), στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο οι μεσοπολεμικές παραδοσιακές δικτατορίες (Ισπανία, Πορτογαλία, Αργεντινή) εισήρχοντο σε κρίση.5

Αυτή η σε αδρές γραμμές κριτική περιγραφή των ιστορικών οριζουσών της αντιπαράθεσης για το κράτος, διαθέτει την αρετή, ότι είναι διαχωρισμένη από το δικαιωματίστικο Μπρεζνιεφικό αντιϊμπεριαλιστικό διπολικό αφήγημα μυστικοποίησης και ιδεολογικής διαστρέβλωσης των κοινωνικοταξικών ανταγωνισμών.

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, ότι κατά την ίδια εποχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τσεχοσλοβακία (1968) και την στρατιωτική επέμβαση σε αυτήν, το Σοβιετικό κατεστημένο εφάρμοσε παραπλήσιες πρακτικές έντασης και δικτατορικής επέμβασης, κάτι το οποίο είχε εγκαινιασθεί στα 1956 με τις επεμβάσεις στο ΚΚΕ και στην Ουγγαρία.

Ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγει, είναι ότι η μορφική ενιαιότητα των αντικειμενικών χαρακτηριστικών ανάπτυξης του κεφαλαίου στις τότε συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης (ο δοσμένος και ιστορικά προσδιορισμένος βαθμός ενότητας παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων) είχε μια τρόπω τινί ισοδύναμη επίδραση στις συντακτικές και πολιτικές μορφές των Σοβιετικών στρατηγικών επιλογών.


ΙΙ. Η τοποθέτηση ενός προβλήματος


Η θεωρησιακή αναζήτηση επί της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας σε ένα τόσο δύσκολο ζήτημα, εκ των πραγμάτων μεταθέτει την προσίδια δραστηριότητα σε ένα αρχιτεκτονικό, αισθητικό, καλλιτεχνικό, μοριακό, γλωσσολογικό κλπ. πλαίσιο σχέσεων η συγκροτεί τέτοια επίπεδα κριτικής έρευνας:

Στις ημέρες άρνησης εργασίας στο εργοστάσιο, στις ημέρες των διαδηλώσεων, των απεργιών, της κοπάνας η ακόμη και της περιστασιακής ανεργίας μετά από κάποια απόλυση, ο αγωνιστής εργάτης μπορούσε να δει και να βιώσει την μητρόπολη ως το εμπνευσμένο από το ξεσηκωμένο Πεκίνο "ουράνιο βασίλειο". -Τι επακολουθεί της εφόδου στον ουρανό;

Σε ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, είναι η αντιπαράθεση μεταξύ του γειωμένου εργάτη και των υψηλής θεωρίας ζητημάτων της ουράνιας κομματικής ιεραρχίας, σε συνθήκες που τα απανωτά εξεγερτικά προτσές προσεγγίζουν τους υψηλούς στρατηγικούς κόμβους, και η αρχική Επαναστατική ορμή πρέπει να μετασχηματισθεί σε μια ανωτέρου επιπέδου ευθυκρισία.

Κι όμως, αρνηθήκαμε την ερώτηση,6 δίδοντας αρνητική απάντηση, μόνο επειδή βλέπουμε την κατάργηση της ερώτησης στις υψομετρικά άνωθεν επελάσεις των ορδών. Αυτή η συλλογική απείθεια διαθέτει τα ίδια ακριβώς ηθικοπολιτικά ελατήρια με την μετέπειτα πλήρη άρνηση της παραμικρής εξουσίας των ανακριτών, δικαστών, εισαγγελέων και λοιπών παρατρεχάμενων του PCI.

Η μόνη αρνητικά προσδιορισμένη θετικότητα, που προήλθε από αυτήν την επιλογή, ήταν η εφαρμογή της σχιζοανάλυσης στην κριτική ιστορία της κρατικής μορφής.7


ΙΙΙ. Καινοτόμες Προτάσεις


Η θεωρία του Αλτουσέρ για τις Ιδεολογικές Λειτουργίες του Κράτους,8 παρότι διατυπώθηκε επί το πλείστον επί της ανάλυσης του έργου του Λένιν, είναι εν μέρει συναφής στην κριτική στην “Γερμανική Ιδεολογία”, παρότι επίσης αρνείται την αξία της, διότι, όπως λέει, δεν είναι ... Μαρξιστική, αλλά μεταφυσική.

Με δεδομένο αυτό, πρόκειται για μια θεωρία που διεισδύει σε, και αναλύει κριτικά πτυχές της κρατικής εσωτερικότητας και τους τρόπους εξωτερίκευσής της στις δημόσιες οικονομικές λειτουργίες του κράτους (σύστημα εκπαίδευσης, δημόσια διοίκηση, στρατός, σύστημα υγείας και πρόνοιας), οι οποίες έχουν να κάνουν με την κοινωνική αναπαραγωγή, καθώς και στις ατομικά ή συντεχνιακά/κοινοτικά προσδιορισμένες κοινωνικές λειτουργίες (οικογένεια, σωματειακή ζωή, εκκλησιαστικά οργανωμένη θρησκεία, τύπος, κουλτούρα).

Η επιστημολογική και πολιτική αξία του κειμένου και της θεωρίας του Αλτουσέρ είναι, ότι μέσα στην καθηγητική αυστηρότητα και ακρίβειά του βάζει σχηματικά τα πράγματα σε μια σειρά: διαμορφώνει ένα σχηματικό διάγραμμα ταξικής πάλης στο προτσές αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, το οποίο συντείνει στην χαρτογράφηση του κρατικού μηχανισμού.

Η δομή ως κρατική ιδεολογική λειτουργία εμφανίζεται στην “Γερμανική Ιδεολογία” μέσα από το σύστημα κρατικών εγκεφάλων (Kopfsystem)9, αλλά ουδέποτε ως οικονομική, παραγωγική λειτουργία, ουδέποτε ως τμήμα της πολιτικής οικονομίας ως τέτοιας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη δομή (και όχι συλλήβδην η Γερμανική Ιδεολογία, ή η Ιδεολογία εφ' όλων) μοιάζει ανιστορική, μόνο στα μυαλά των Ιδεολόγων: την φαντασιώνονται απαράλλαχτη και αμετάβλητη από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι την Πρωσική μοναρχία κι ακόμα παραπέρα. Σε αυτήν την αυταπάτη, η συγκεκριμένη δομή, το σύστημα κρατικών εγκεφάλων, είναι η κύρια κρατική δομή, αν όχι το ίδιο το κράτος.

Αν, όμως, η επιστημολογική φύση της κατηγορίας δομή (κάτι το οποίο έλκει την καταγωγή του από την ανθρωπολογία του Κλοντ Λεβί Στρως) παραπέμπει εκ των πραγμάτων σε μια ανιστορική κατανόηση ή σε μια ανιστορική αντίληψη των κοινωνικών λειτουργιών και μετασχηματισμών (κάτι το οποίο μετατρέπεται διανοητικά σε ding in sich), δεν είναι προβληματική (ή έστω αντιφατική) η αναγόρευση της κατηγορίας δομή σε κεντρική της Μαρξιστικής κριτικής ανάλυσης, όπως γίνεται συχνά στο έργο του Αλτουσέρ;

Η αμφιλεγόμενη φράση που παραφράζει ο Αλτουσέρ (αναφέροντας, ότι “η Ιδεολογία δεν έχει Ιστορία”), είναι, ότι το δίκαιο δεν έχει περισσότερη δική του ιστορία απ' ό,τι η θρησκεία.10

Αν και επιστημολογικά θεωρούμε ωφέλιμη την εφαρμογή του κοντεξτουαλισμού στην κειμενική/διανοητική ανάλυση, η φράση δεν είναι συγκυριακή ή ευκαιριακή επί της συγκυρίας που γράφηκε το έργο, αλλά ως εννοιολογική φράση συνεχίζει να αξιώνει την εγκυρότητά της, καθ' όσον προβοκατόρικα συμπυκνώνει την βασική γραμμή της κριτικής στην Γερμανική Ιδεολογία. Δεν κατανοείται αυτό – ουδέν κατανοείται απ' όλη την Γερμανική Ιδεολογία.

Σε ένα συνολικότερο επίπεδο, πρόκειται για την αναπαραγωγή και μετάθεση της επιστημολογικής διάστιξης μεταξύ Πραγματικού Ουμανισμού (σε αντίθεση προς τον Πνευματισμό ή τον Θεωρησιακό Ιδεαλισμό)11 και Ιστορικισμού, κάτι που κατανοείται κριτικά, αν η Γερμανική Ιδεολογία διαβασθεί σε συσχέτιση και συνδυασμό με τα Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844). Ο Γκράμσι το συνόψισε: Ουμανισμός ή Ιστορικισμός. Η ίδια ακριβώς διάστιξη διέπει τον δομισμό του Αλτουσέρ σε συσχέτιση με το έργο του για τον Μοντεσκιέ.12

Δεν έχει να κάνει με κάποιο εσωτερικό θεωρητικό δίλημμα, αλλά με την ίδια την εν τοις ιδίοις όροις αντιφατική αντικειμενικότητα του κεφαλαίου: με το πώς η κρατική μορφή αποκρίνεται ή δεν αποκρίνεται στην αντικειμενικότητα του κεφαλαίου ως περιεχόμενο (απ' όπου και προκύπτουν και οι δομικές λειτουργίες ως υποτιθέμενα πράγματα εν εαυτοίς), και με το πως ο Mensch τίθεται στο επίκεντρο του καπιταλιστικού ενδιαφέροντος ως υπό διαμόρφωση αφηρημένος φορέας της εργατικής δύναμης, κύρια της αφηρημένης εργασίας.

Το Ιστορικιστικό ζήτημα είναι από φιλοσοφική άποψη ζήτημα ενδεδειγμένου Φορμαλισμού, το Ουμανιστικό ζήτημα είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα ανάπτυξης, εξέλιξης και κοινωνικοποίησης της αφηρημένης εργασίας.


ΙV. Η Γερμανική Απάντηση


Στον ίδιο χρόνο, μέσα σε ένα σχετικά ασφυκτικό πλαίσιο κομματικού και κατασταλτικού ελέγχου αναπτύχθηκε η Γερμανική Θεωρία της Staatsableitung13 (της Απορροής/Επαγωγής του κράτους από το κεφάλαιο), σε άμεση σύνδεση με την κριτική θεώρηση του Πασουκάνις περί της εμπορευματικής σύλληψης του υποκειμένου του δικαίου και των προσίδιων σχέσεων.14

Σε γενικές γραμμές, είναι μια πολιτική που κάνει την Θεωρησιακή Ζωή μας πιο εύκολη. Ωστόσο, η βασική αρετή της έγκειται στο ότι αναπτύσσεται επί των πιο προηγμένων παραγωγικών δυνάμεων, επί της ίδιας της αντίθεσης μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό της προσδίδει την ιδιότητα της μελλοντικότητας:

το (νοήμον) κράτος ως μηχανομορφικό aparratus είναι μια μορφοποιητική/τεχνονομική δύναμη τελούσα σε αντίθεση με την ικανότητα των παραγωγικών σχέσεων να παράγουν ιστορικές μορφές: να ένα προωθημένο σημείο εισαγωγής στην σύγχρονη εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας


1 Βλ. Das Kapital. II. Band: Der Zirkulationsprozeß des Kapitals. III. Die Reproduktion und Zirkulation des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. 21. Akkumulation und erweiterte Reproduktion, Antonio Negri, The Labor of Dionysus: A Critique of State Form. Chapter V: The State and Public Spending.

2 Ενδεικτικά βλ. Antonio Negri, The Crisis of Planner State: Communism and Revolutionary Organisation, in Revolution Retrieved. Writtings on Marx, Caynes, Capitalist Crisis and New Socials Subjects (1967-1983), Red Notes, 1988, pp. 91-148.

3Βλ. Karl Schmitt, Politische Theologie. Vier Kapitel zur Lehre von der Souveränität, I. Kapitel. Definition der Souveränität, Zweite Ausgabe, Verlag von Duncker und Humblot, München und Leipzig, 1934, S. 11-22.

4 Βλ. Karl Schmitt, Die Diktatur Von den Anfängen des modernen Souveränitätsgedankens bis zum proletarischen Klassenkamp . Achte, korrigierte Auflage, I. Die kommissarische Diktatur und die Staatslehre, a) Die staatstechnische und die rechtsstaatliche Theorie, Die überlieferte Vorstellung der römisch rechtlichen Diktatur, Duncker und Humblot, Berlin, 2015, Arkadij Gurland, PRODUKTIONSWEISE - STAAT - KLASSENDIKTATUR - Versuch einer immanenten Interpretation des Diktaturbegriffs der materialistischen Geschichtsauffassung, Dissertation, 1928, σε http://www.mxks.de/files/kommunism/Gurland.MarxismusUndDiktatur.html, Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής Αντιμέτωπη στον Φασισμό, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

5 Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Η Κρίση των Δικτατοριών. Πορτογαλία – Ελλάδα – Ισπανία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

6 Βλ. Norberto Bobbio, “Is There a Marxist Doctrine of the State?”, Telos: Critical Theory of the Contemporary, 35:5 (1978)

7 Βλ. Giles DeleuzeFelix Guattaria thousand plateauscapitalism and s c h i z o p h r e n i a, translation and f o r e w o r d by brian massumi, University of Minnesota Press, Minneapolis, London, 2005,

8 Βλ. Louis Althusser, Idéologie et appareils idéologiques d' État (Notes pour une recherche), La Pensée, 151 (1970), 3–38.

9 Βλ. Die deutsche Ideologie. Kritik der neuesten deutschen Philosophie in ihren Repräsentanten Feuerbach, B. Bauer und Stirner und des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten. Geschrieben 1845-1846. V. "Der Dr. Georg Kuhlmann aus Holstein" oder Die Prophetie des wahren Sozialismus "Die Neue Welt oder das Reich des Geistes auf Erden. Verkündigung", απόσπασμα: Die ganze historische Entwicklung reduziert sich für den Ideologen auf die theoretischen Abstraktionen der historischen Entwicklung, wie sie in den "Köpfen" aller "Philosophen und Theologen der Zeit" sich gebildet haben, und da man alle die "Köpfe" unmöglich "zusammensetzen" und "raten und abstimmen" lassen kann, so muß es Einen heiligen Kopf geben, der die Spitze von allen jenen philosophischen und theologischen Köpfen bildet, und dieser Spitzkopf ist die spekulative Einheit jener Dickköpfe - der Erlöser. Dieses Kopfsystem ist so alt wie die ägyptischen Pyramiden, mit denen es mancherlei Ähnlichkeit hat, und so neu wie die preußische Monarchie, in deren Hauptstadt es kürzlich wieder verjüngt auferstand. Die idealistischen Dalai-Lamas haben das mit dem wirklichen gemein, daß sie sich einreden möchten, die Welt, aus der sie ihre Nahrung ziehen, könne ohne ihre heiligen Exkremente nicht bestehen. Sobald diese idealistische Tollheit praktisch wird, tritt alsbald ihr bösartiger Charakter an den Tag, ihre pfäffische Herrschsucht, ihr religiöser Fanatismus, ihre Charlatanerie, ihre pietistische Heuchelei, ihr frommer Betrug. Das Wunder ist die Eselsbrücke aus dem Reiche der Idee zur Praxis. Herr Dr. Georg Kuhlmann aus Holstein ist eine solche Eselsbrücke - er ist inspiriert - und es kann daher nicht fehlen, daß sein Zauberwort die stabilsten Berge versetzt; das ist ein Trost für die geduldigen Geschöpfe, die nicht genug Energie in sich verspüren, diese Berge durch natürliches Pulver zu sprengen, eine Zuversicht für die Blinden und Zaghaften, welche den materiellen Zusammenhang in den mannigfaltig zersplitterten Erscheinungen der revolutionären Bewegung nicht sehen können.

10 Βλ. οπ. I. Feuerbach. Gegensatz von materialistischer und idealistischer Anschauung, B. Die wirkliche Basis der Ideologie, 2. Verhältnis von Staat und Recht zum Eigentum, απόσπασμα: Das Privatrecht entwickelt sich zu gleicher Zeit mit dem Privateigentum aus der Auflösung des naturwüchsigen Gemeinwesens. Bei den Römern blieb die Entwicklung des Privateigentums und Privatrechts ohne weitere industrielle und kommerzielle Folgen, weil ihre ganze Produktionsweise dieselbe  blieb. Bei den modernen Völkern, wo das feudale Gemeinwesen durch die Industrie und den Handel aufgelöst wurde, begann mit dem Entstehen des Privateigentums und Privatrechts eine neue Phase, die einer weiteren Entwicklung fähig war. Gleich die erste Stadt, die im Mittelalter einen ausgedehnten Seehandel führte, Amalfi, bildete auch das Seerecht aus. Sobald, zuerst in Italien und später in anderen Ländern, die Industrie und der Handel das Privateigentum weiterentwickelten, wurde gleich das ausgebildete römische Privatrecht wieder aufgenommen und zur Autorität erhoben. Als später die Bourgeoisie so viel Macht erlangt hatte, daß die Fürsten sich ihrer Interessen annahmen, um vermittelst der Bourgeoisie den Feudaladel zu stürzen, begann in allen Ländern - in Frankreich im 16. Jahrhundert - die eigentliche Entwicklung des Rechts, die in allen Ländern, ausgenommen England, auf der Basis des römischen Kodex vor sich ging. Auch in England mußten römische Rechtsgrundsätze zur weiteren Ausbildung des Privatrechts (besonders beim Mobiliareigentum) hereingenommen werden. (Nicht zu vergessen, daß das Recht ebensowenig eine eigene Geschichte hat wie die Religion.)

11 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten Geschrieben September bis November 1844. Erstmals erschienen Ende Februar 1845. Vorrede. Paris, im September 1844

12 Βλ. Louis Althusser, Μοντεσκιέ. Πολιτική και Ιστορία, μτφ. Σιατίτσας Φώτης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2005.

13 Ενδεικτικά βλ. http://www.mxks.de/kolitik/apolit.politik.htm, https://archive.ph/20120707074450/http://arranca.nadir.org/arranca/article.do?id=141, Wolfgang Müller, Christel Neusüß: The illusions of state socialism and the contradiction between wage-labour and capital. Telos 1975, vol. 25, Burkhard Tuschling, Rechtsform und Produktionsverhältnisse. Zur materialistischen Theorie des Rechtsstaates, 1976, Sybille von Flatow, Freerk Huisken: Zum Problem der Ableitung des bürgerlichen Staates], In: PROKLA Nr. 7, 1973, Bernhard Blanke, Ulrich Jürgens, Hans Kastendiek: Zur neueren marxistischen Diskussion über die Analyse von Form und Funktion des bürgerlichen Staates, In: PROKLA 14/15, 1974, Projekt Klassenanalyse (1974): Oberfläche und Staat: Kritik neuerer Staatsableitungen (Altvater, Braunmühl u.a., Flatow/Huisken, Läpple, Marxistische Gruppe Erlangen). VSA, Westberlin, Frank Deppe KRISE UND ERNEUERUNG MARXISTISCHER THEORIE Anmerkungen eines Politikwissenschaftlers

14 Βλ. Evgeny Pashukanis, The General Theory of Law and Marxism (1924),
IV. Commodity and the Subject, σε https://www.marxists.org/archive/pashukanis/1924/law/ch04.htm



De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...