Η αυταπάτη περί των ανωτέρων τάξεων, «παγκόσμια πυραμίδα» και πολυπολισμός

 

Η ανάπτυξη και επέκταση του ΠΠΔ στα ανατολικά της Ευρώπης με την μορφή της ανοιχτής ένοπλης σύρραξης εκμείωσε σε σημαντικό εύρος την δυνατότητα αναπαραγωγής των καπιταλιστικών πλανητικοποιητικών (globalizing) δυναμικών ως κοινωνικομοριακών και οδοντικά διασυνδεδεμένων και διενδεδυμένων δικτύων, κωδικωμένων ακόμη και σε μητροπόλεις μη καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών χωρών. Αυτό είχε ήδη εμφανισθεί κατά την διάρκεια των lockdowns λόγω των τουριστικών και μεταφορικών περιορισμών. Η άμεση πρακτική συνέπεια αυτού είναι προκυπτόμενες δυσκολίες στην κίνηση του χρηματοθετικού κεφαλαίου μέσω των μεσαίου μεγέθους χρηματαγορών. Συνολικά, όπως έχει περιγραφεί από τον Καφέντζη μέχρι και τους Νέγκρι και Χαρντ, η καπιταλιστική φαινομενολογία έρχεται σε αντίφαση προς τον νόμο της αξίας, όπως περιλαμβάνεται στην καπιταλιστική παραγωγή.

Οι Ρικαρντιανές Σχολές, ακόμα και μέσα στην κάθε τόσο διάλυσή τους, είναι η πρώτη γραμμή άμυνας στο επιθετικό πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, διότι η εργατική κριτική χρησιμοποιεί όρους και κατηγορίες της Ρικαρντιανής πολιτικής οικονομίας και έχουν κάμποσα επίκοινα σημεία στα οποία εφάπτονται. Η τελευταία γραμμή άμυνας, όπως έχουμε αναλύσει, είναι πάντα ο Μαλθουσιανισμός. Ακόμα κι αν αποτύχει η αντιδραστική επίθεσή του περί υπερπληθυσμού, του μένει η αντιδραστική διαμόρφωση ενός κοινωνικού κοσμοειδώλου στην μορφή της κλίμακας, με κλιμακωτές ανώτερες, μεσαίες, κατώτερες τάξεις, και η έκβαση του ανταγωνισμού μεταξύ των είναι ζήτημα ποσοτήτων. Σ’ αυτό, το Μαλθουσιανά ευκταίο είναι η ποσοτική αύξηση των μεσαίων τάξεων, η οποία επιφέρει την ποσοτική μείωση του προλεταριάτου.

Πρόκειται για μια genuine Αγγλική παράσταση με την Παπική σημασία του όρου Άγγλος (όπου Άγγλοι = Άγγελοι): για μια φενακισμένη Αγγελολογία της κοινωνικοταξικής καπιταλιστικής διάρθρωσης, η οποία έρχεται σε αντίφαση με τα ίδια τα ηθικά κηρύγματα του Μάλθους περί παραγωγικής κατανάλωσης. Σε γενικές γραμμές, είναι κάτι ανεπίστρεπτα τελειωμένο, καθ’ όσον η μετανάστευση και οι μετακινήσεις πληθυσμών από τα ίδια τα πράγματα το αποδιαρθρώνουν και το διαρρηγνύουν.

Βέβαια, το Μαλθουσιανό Αγγ(ε)λικό κοσμοείδωλο συνεχίζει να υπάρχει ως εσωτερικότητα μέσα σε κόμματα και κομματίδια, εκκλησίες κάθε λογής, κυκλώματα εμπορικού κεφαλαίου, μυστικές εταιρείες, ύποπτες συσσωματώσεις ξεπεσμένων μπουρζουάδων και γαιοκτητών αριστοκρατών. Όλη η παλιά και σύγχρονη γραμματεία του Σέρλοκ Χολμς αποδίδει την θεσμική πάλη της Σκότλαντ Γιάρντ, των Μητροπολιτικών Αστυνομιών, και των υπηρεσιών νοημοσύνης ενάντια σε αυτά τα πράγματα, τα οποία είχαν ξεμείνει από την χρυσή Βικτωριανή εποχή, και στις μέρες μας από τον λουξουρισμό των mid zeros. Όπως αυτή η πάλη αναπτύχθηκε την τελευταία φορά μέσα στις μητροπόλεις της ΜΒ, επρόκειτο για μια αντικειμενικά σοσιαλιστική δυναμική, για μια δυναμική ενισχυτική της κίνησης μητροπολιτικού συμβουλιακού σχεδιασμού στο επίπεδο των boroughs, ήτοι στα τοπικά επίπεδα πολιτισμικών και κοινωνικοταξικών συνθέσεων. –Δεν γίνεται να έχεις συμμετάσχει σε αυτό και να μην το θυμάσαι.

Αν η Μαλθουσιανή παράσταση είναι ίσως ο πιο αντιδραστικός τρόπος πειθάρχησης και καθυπόταξης του κοινωνικού πληθυσμού της εργασίας και των πληβειακών κοινωνικών πληθυσμών, ο καπιταλισμός στην ανάπτυξή του έχει διαμορφώσει κι άλλα υποδείγματα. Σε αυτό το επίπεδο κριτικής ανάλυσης ξεφανερώνεται η πραγματικότητα: διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης – κοινωνικοταξική διάρθρωση – πολιτική κοσμική τάξη (order).

Εκλαμβάνοντας κατά το κοινώς λεγόμενο, και ορθά, ότι το μέγιστο παγκόσμιο πρόβλημα είναι αυτό του παγκόσμιου χρέους (και όχι τα Μαλθουσιανά παραμύθια περί υπερπληθυσμού κλπ) -απ’ την άποψη ότι σε αυτό συμπυκνώνονται και κωδικώνονται όλα τα υπόλοιπα- σε μια καπιταλιστική λογική, καλά κάνουν οι φίλοι μας οι αριστεροί οικονομολόγοι και οι προσίδιες πολιτικές δυνάμεις (παρά την εσφαλμένη και αντιφατική μεθοδολογία τους, καθ’ όσον μπερδεύουν την πρόσθετη αξία με το κέρδος, και το δημόσιο χρέος με το ιδιωτικό), και ξεκινάνε απ’ αυτό. Ο λόγος αυτής της πτέρυγας της οικονομικής επιστήμης περί παγκόσμιου χρέους θέτει στην προμετωπίδα του την αφηρημένη έννοια της δικαιοσύνης (justice).

Παρότι, αυτή η έννοια χρωματίσθηκε κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αντιϊμπεριαλιστικά, ο πρώτος, που την χρησιμοποίησε ως κορωνίδα των απόψεών του για το τότε εθνικό χρέος, ήταν ο John Ramsay Mc Culloch (εκ των επιφανέστερων εκπροσώπων του ιμπεριαλισμού της ΜΒ) στο έργο του με τίτλο ‘Ένα Δοκίμιο περί μιας Μείωσης του Τόκου του Εθνικού Χρέους, Αποδεικνύοντας ότι αυτό είναι το Μόνο Πιθανό Μέσο Ανακούφισης απ’ τις Υφέσεις/Πιέσεις των Εμπορικών και Αγροτικών Συμφερόντων και Εγκαθιδρύοντας την Δικαιοσύνη αυτού του Μέτρου στις Σιγουρότερες των Αρχών της Πολιτικής Οικονομίας” (1816).

Σε αυτό δίδει το σκήπτρο από την αγροτική παραγωγή στο εμπόριο και την βιομηχανία, καθ’ όσον λέει, ότι ένα βελτιωμένο σύστημα αγροτικής παραγωγής είναι συνέπεια και όχι αιτία μιας μεγάλης εμπορικής και χειροτεχνικής ευμάρειας.[1] Προσέτι, υποπίπτει στο ίδιο κατά Μάλθους αντιΣμιθικό σφάλμα πως “ό,τι τείνει να αυξάνει την τιμή της εργασίας, συγκρινόμενη με αυτήν των άλλων χωρών, είναι άμεσα εχθρικό στο εμπόριο, και έμμεσα εχθρικό στην αγροτική παραγωγή”.[2] Δι’ αυτού προοικονομεί, ότι η αύξηση των εσωτερικών τόκων και των εν γένει συμφερόντων του εμπορίου και της αγροτικής παραγωγής (προς απόκλιση απ' τον Ρικαρντο ως συμφέρον της αγροτικής παραγωγής θεωρεί την αύξηση των εμπορευματικών τιμών των αγροτικών προϊόντων) του έθνους είναι αντιστρόφως ανάλογη του τόκου του εθνικού χρέους.

Στα συμπερασματικά σημεία του έργου του προτείνει την μείωση της Εθνικής Εκστρατείας ως το μόνο πιθανό μέσο προθεραπείας του πλεονεκτήματος όλων των Μερών (εννοεί των τάξεων). Παρουσιάζει (και ορθά) την Αγγλία ως κάτι διαφορετικά τοποθετημένο εν συγκρίσει με τις χώρες της Ηπείρου, λόγω της παντοδυναμίας του Ναυτικού της, και διαμορφώνει ένα Ευρωπαϊκό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, κατά το οποίο “Στο Ευρωπαϊκό σύστημα, ουδεμία πρόσκτηση, ουδεμία προσαύξηση δύναται να γίνει στην δύναμη κάθε ξεχωριστού κράτους, αλλά (εννοεί: πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη) τί επιδρά περισσότερο ή λιγότερο σε αυτήν (εννοεί: στην δύναμη κάθε ξεχωριστού κράτους με σημείο αναφοράς τί κάνει η Βρετανία) των υπολοίπων”[3]. Στην συνέχεια, λέει ότι η μείωση του τόκου του εθνικού χρέους, αφού έχει μειωθεί η εθνική εκστρατεία και έχουν αυξηθεί τα εθνικά εσωτερικά εμπορικά και αγροτικά συμφέροντα (φυσικά μέσω της μείωσης της τιμής της εργασίας) επιφέρει το “επονείδιστα παραβιάζειν μιας έγκυρης συμφωνίας” (“… shamefully violating a solemn compact”).[4]   

-And thats the case.

Πριν πούμε, όμως περί τούτου, πρέπει να σημειώσουμε, ότι το Ευρωπαϊκό Σύστημα του Ramsay (πέρα από ότι αποτελούσε δήλωση νομιμοφροσύνης στο status quo της Ιερής Συμμαχίας) είναι η μορφοποίηση της πυραμίδας των Ευρωπαϊκών κρατών της εποχής, με την Βρετανία στην κορυφή (λόγω της παντοδυναμίας του Ναυτικού), και όπως στην αρχιτεκτονική και μηχανική της πυραμίδας: ουδέν δύναται να προστεθεί, χωρίς να κινδυνεύσει η στατικότητα του όλου εποικοδομήματος, και ό,τι γίνεται στην κορυφή επιδρά και στους υπόλοιπους. Αν αυτό ίσχυε στα 1816, και πιθανότατα να ίσχυε και μέχρι τα 1871, ουδεμία σχέση έχει αυτό με την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα των τελευταίων δύο δεκαετιών, πόσω μάλλον μετά το Brexit.

Επί της υπόθεσης, δηλαδή επί της επονείδιστης παραβίασης έγκυρης συμφωνίας, ο Ρικάρντο στην επιστολογραφία του προς τον Ramsay ασκεί κριτική περί του βίαιου και τρομακτικού χαρακτήρα των προτεινόμενων μέσων, καθώς και για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στην υποτίμηση των χρεογράφων και αξιογράφων, και στην ακρίβεια του χρημάτινου χρήματος.[5]

Ανεξάρτητα από τα όποια αποτελέσματα έχει η πολιτική του Ramsay στο χρέος ως ποσότητα, πρόκειται για μια γνήσια ιμπεριαλιστική πολιτική στα πλαίσια του τότε αντεπαναστατικού και αντιδραστικού Ευρωπαϊκού Συστήματος, με τον ηρωικό Αγγλικό λαό των υπηκόων της Βρετανίας εσωτερικά γονατισμένο.

Έχει εφαρμοσθεί αυτό κατά τα πρόσφατα χρόνια; Η πολιτική μείωσης των πολεμικών εκστρατειών με ταυτόχρονη αύξηση των «εσωτερικών συμφερόντων» ήτο αναμφίβολα μια κεντρική όψη του Τραμπισμού. Σχηματοποιεί αυτό μια παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα, όπως καθ’ υπόθεση του Ramsey σχηματοποιούσε στα 1816; Όχι μόνο η από την εσωτερικότητα της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας εξαπολυόμενη κριτική, αλλά κυρίως η πλήρης έλλειψη εμπειρικού υλικού δεν στηρίζει ένα τέτοιο θεωρητικό εξηγητικό σχήμα. Αντίθετα, οι πρόσφατες στρατηγικές μετατοπίσεις στην υποσαχάρια Αφρική (ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με αυτές), και η ανάπτυξη του ΠΠΔ καταμαρτυρούν ενάντια. Άλλωστε, αν εκλάβουμε κατά το κοινώς λεγόμενο, ότι τον ρόλο της κορυφής τον έχουν πάρει εδώ και τουλάχιστον 7 δεκαετίες οι ΗΠΑ, δεν βλέπουμε εκ μέρους των ΗΠΑ μια τέτοια ανάλυση περί πυραμίδας (αλλά, ως είθισται περί ηγεσίας), όπως βλέπαμε στην Αγγλία του 19ου αιώνα -και δεν είναι θέμα βαθμού ειλικρίνειας του ενός προς τον άλλον. Οι μόνες πυραμίδες, τις οποίες βλέπουμε μέσω της κοινωνικής εμπειρίας μας, αφορούν οργανωμένα ως τέτοιες κυκλώματα εμπορικού κεφαλαίου.

Από την άλλη, απ’ την σκοπιά των Ρικαρντιανών Σχολών, η θεωρία του Robert Torrens περί του ότι ίδιας ποσότητας κεφάλαια αποδίδουν ίση ποσότητα κέρδους κατά μέσο όρο, συνιστά το υλιστικό έρεισμα της διαδιδόμενης θεωρίας περί δημιουργίας πολυπολικού κόσμου. Τούτο υποτίθεται εσφαλμένα, καθ' όσον παραγνωρίζεται, ότι η πραγμάτωση της πρόσθετης αξίας στο κυκλοφοριακό προτσές, απ' όπου προκύπτει το κέρδος, είναι σε άμεση συνάρτηση με τον απαιτούμενο χρόνο περιστροφής του κεφαλαίου, και ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής ακόμα και για κεφάλαια ίδιας ποσότητας μπορεί να είναι διαφορετικός για έκαστο εξ αυτών, καθ' όσον το προτσές κυκλοφορίας έχει οντολογικά ανεξαρτησία από το προτσές παραγωγής, και γι' αυτό κάνουμε λόγο για σφαίρα παραγωγής και σφαίρα κυκλοφορίας. Αυτό το σφάλμα έχει να κάνει με την εσφαλμένη ταύτιση πρόσθετης αξίας και κέρδους. 

Πέρα απ’ τον ενδιαφέροντα πολιτικό, στρατιωτικό και υψηλά αστικό χαρακτήρα του Torrens (αξιωματικός των Βασιλικών Πεζοναυτών, συντάκτης, συγγραφέας, ιδρυτικό μέλος του Political Economy Club), η θεωρία αυτή είναι σχετικά συναφής στην θεωρία του Hans Kelsen περί παγκόσμιου κράτους (Weltstaat), κατανοητέου όχι ως ενός ενικού παγκόσμιου κράτους, αλλά ως της δυναμικής των ισχυρών κρατών να έχουν ισοδύναμη παγκόσμια θεσμική οργάνωση και παρουσία, η οποία θεωρία δέχθηκε τα πυρά της κριτικής του Σχμιτ. Μπορεί κάποιος να πει, ότι είναι η θεωρία της ειρηνικής συνύπαρξης των ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους ισχυρών χωρών με καινούριες φορεσιές. Είναι κάτι που εκφράζει τον ίδιο –με τους όρους του Λένιν- τον σύγχρονο μπουρζουάδικο πασιφισμό.

Η αποστροφή μας σε κάθε αντιϊμπεριαλιστική ή ιμπεριαλιστική θεωρία, που εκπήγασή της έχει την Φαβιανή Εταιρεία, τον Χόμπσον και το LSE είναι γνωστή (αν και ολονών αυτών η εκπήγαση είναι αυτή). Επίσης, είναι γνωστή η κριτική σε σχήματα διεθνών σχέσεων, που παρουσιάζουν έναν κόσμο αναποδογυρισμένο με το κράτος στην παραγωγική βάση και την παραγωγική βάση στον θεωρησιακό ουρανό. Επί τούτου ο σκοπός της εργατικής κριτικής δεν είναι να υφάνει μια γκρίζα ολιστική θεωρία, αλλά να εντοπίσει μέσα στην πραγματική ζωή τον τρόπο διαμόρφωσης της ισορροπίας δυνάμεων και των συσχετισμών ισχύος.

Αυτό, πάλι με τους όρους της εργατικής κριτικής δεν μπορεί να γίνει, χωρίς την κριτική ανάλυση της σύγχρονης παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο, η παγκόσμια αγορά δεν είναι στρουκτουραλιστική: δεν δομεί μια δομή ή δεν δομείται από δομές, αλλά μάλλον πρέπει να κατανοηθεί ως (ο έχων όριο την ίδια την ανταλλακτική αξία) ανταλλακτικός χώρος κυκλοφορίας του εμπορευματικού κεφαλαίου και των μορφών του χρηματοκεφαλαίου (ακόμα κι αν συχνά στην αντίληψη των δικαιούχων, δρώντων, παραγόντων, μεσιτών και διακινητών η έννοια του χώρου αντικαθίσταται από τον ανταλλακτικό, συμβατικό χρόνο). Στην θεωρησιακή νόηση, αλλά και στην ίδια την εργατική έρευνα, η ιδιοτυπία της παγκόσμιας αγοράς και η διαφορετικότητά της σε σχέση με την ανάλυση των τυπικών διεθνών και διακρατικών σχέσεων έγκειται στο ότι η παγκόσμια αγορά (μέσω του εκ μέρους του κεφαλαίου αφανισμού του χώρου με τον χρόνο, και του εκμηδενισμού των αποστάσεων) αναπτύσσεται ως υπέρβαση του τοπικού, εθνικού, περιφερειακού, πλανητικού, και επομένως όσο απομακρύνεται το χρηματοκεφάλαιο και το χρηματοθετικό κεφάλαιο απ' αυτά τα επίπεδα, τόσο στην παγκόσμια αγορά ως τέτοια λειτουργεί ως ταυτότητα με τον εαυτό του και όχι ως διαφορά. Αυτό δεν οδηγεί σε μια Καουτσκυκή αντίληψη περί υπεριμπεριαλισμού ή ούλτρα ιμπεριαλισμού, αλλά είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη, όσον αφορά την κριτική αναγνώριση της παγκόσμιας καπιταλιστικής στρατηγικής.  



[1] Βλ. John Ramsay McCulloch, An Essay on a Reduction of the Interest of the National Debt: Proving that  this is the only possible means of relieving the distresses of the commercial and agricultural interests and establishing the justice of that measure on the surest principles of political economy, London: Printed for Joseph Mawman and David Brown, Edinburgh, 1816, p. 8.

[2]  οπ., p. 14.

[3] oπ., p. 35.

[4] oπ., p. 46.

[5].Βλ. David Ricardo to McCulloch. London, June 9, 1816. McCulloch’s pamphlet on the national debt – Violence and futility of proposed remedy – Value of bullion fallen and that of paper risen – Present distress and low prices – Financial retrenchment, στο Publications of the American Economic Association, Vol. X., No. 5-6, Letters of David Ricardo to John Ramsay McCulloch 1816-1823, New York, 1895.

Περί της έννοιας της Ικανότητας (Kraft)

 

Η πολιτική δημοκρατία (ό,τι έχει απομείνει απ' αυτήν) έχει προ πολλού αγνοήσει την εξεγερτική θεμελίωσή της στις Θέσεις διά τον Φόυερμπαχ. Ιδίως, έχει αγνοήσει τις εξ αυτών για την ανθρώπινη κοινωνία και την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, και για την αλλαγή του κόσμου.

Ήταν στην αρχαία Αθήνα μέσα από τον ανθρωπισμό του Πρωταγόρα και των άλλων Σοφιστών, ότε ετέθησαν το πρώτον οι διανοητικές δυναμικές περί μιας ανθρώπινης ηγεμονίας, κάτι που αποτυπώνεται στην ίδια την εξανθρώπιση του Δωδεκάθεου μέσα από το δημοκρατικό πολίτευμα, τις καλές τέχνες, την φιλοσοφία (κάτι που αντανακλούσε την ανάπτυξη εμπορευματικής κοινωνίας). Έκτοτε, η ανθρώπινη ηγεμονία, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν αυτό που ετίθετο στο επίκεντρο της ιστορικής κίνησης μετασχηματισμού.

Στα χρόνια της Αναγέννησης, η ανθρώπινη ηγεμονία έγινε η νέα τότε ανεξάρτητη πολιτική, μέσα από την συντακτική αναπομπή στην εκ μέρους των Ρωμαίων απόκτηση και πρόοδο της Αυτοκρατορίας:

“Perchè la virtù degli eserciti gli fecero acquistare l' Imperio; e l’ ordine del procedere, e il modo suo proprio, e trovato dal suo primo Legislatore, gli fece mantenere l'acquisto, come disotto largamente in più discorsi si narrerà”. Niccolò Machiavelli, Discorsi sopra la prima Deca di Tito Livio (1531), Libro secondo, Capitolo Primo, Quale fu più cagione dello imperio che acquistarono i romani, o la virtù, o la fortuna, Tutte le Opere di Niccolò Machiavelli A cura di Mario Martelli Sansoni Editore, Firenze 1971.

Όπως μας παραδόθηκε από την ιστοριογραφία του Τάκιτου και μέσα από την Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού δικαίου, η Αυτοκρατορία των Ρωμαίων ήτο η πολεμική και υλικοτεχνική επέκταση έναντι κανονιστικά προσδιορισμένων μορφών ετερότητας του ανθρώπινου (πρωτόγονες Κελτικές κοινότητες, λαοί της Ανατολής, Βάρβαροι), με στόχο την εμπέδωση μιας αποκλειστικά ταξικά διαρθρωμένης κοινωνίας. Κατά την κατάρρευσή της λόγω των επιδρομών και εισβολών των Βαρβάρων (που μέχρι τότε εθεωρούντο οντικά υποδεέστεροι), ο Ρωμαϊκός δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής έδωσε την θέση του στον φεουδαλισμό, κάτι που είχε ξεκινήσει μέσα στις ίδιες τις οικονομικές λειτουργίες της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και στον ίδιο χρόνο είχε ξεκινήσει ο σχετικός εκρωμαϊσμός τίνων εκ των Βάρβαρων προελεύσεων.

Παρόμοια αντίληψη επικρατούσε λίγο-πολύ σε κάθε αυτοκρατορική συγκρότηση της ανθρώπινης ηγεμονίας στην Ευρώπη, ως επίσης και σχετικά παρόμοιο τέλος.

Στο ως άνω παράθεμα ο Μακιαβέλλι ξεχωρίζει την έννοια της αρετής (virtue), κάτι που συνιστά το κεντρικό θέμα της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας της ηθικής, ως το βασικό μέσο των Ρωμαίων στην απόκτηση της Αυτοκρατορίας. Όπως είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο, στην Αναγεννησιακή πολιτική φιλοσοφία και πρακτική η έννοια της αρετής αποβάλλει τον ως τέτοιο ηθικό χαρακτήρα της, τον φορμαλιστικό ηθικό χαρακτήρα της, και συνδέεται οργανικά με τους τρόπους απόκτησης πολιτικής ηγεμονίας. Είναι κάτι που έτρεχε από την αστικοδημοκρατική επανάσταση του 17ου αιώνα από κοινού με τους κατά Χομπς Λεβιαθανικούς τρόπους ανάδυσης της πολιτικής κυριαρχίας στην μορφή του κρατικά οργανωμένου μονοπωλίου στο δίκαιο και την ένοπλη ισχύ. Αυτό προσδιορίζει την ιστορία της νεωτερικής πολιτικής πραγματικότητας.

“Ο κυβερνοχώρος είναι το τέλος της πολιτικής” έλεγαν οι Στέρεο Νόβα στα 1994 στο “Telecom 99”. Σήμερα, βλέπουμε την αποκορύφωση αυτής της πραγματικότητας στην μορφή της αντιπαράθεσης της επίσημης πολιτικής προς τo intelligence = cybernetics. Είναι κάτι που εμφανίσθηκε σε μια όψιμη μορφή στην ΕΣΣΔ στην ούτω καλούμενη περίοδο της στασιμότητας, μέσα από την απολυτοποίηση της λειτουργίας της λογικής μηχανής και του cybernetically οργανωμένου κεντρικού σχεδιασμού, δηλαδή μέσα από τον αποκοινωνικοποιούμενο κεντρικό σχεδιασμό: μέσα από την υποτίμηση του κεντρικού σχεδιασμού από κοινωνική σχέση διαθέτουσα εκ της μητροπολιτικής εργασίας κεντρικότητα (σύνολο ποιοτήτων με πολιτικές συνεπαγωγές) στην αποκλειστικότητα τεχνικών μετρημάτων, ποσοτικών διατάξεων και γραφειοκρατικών χαρακτηρισμών.

Από την σκοπιά της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, στην φαινομενολογία του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, πρόκειται για την λειτουργικοποίηση (functionalisation) ενεργουσών ενάντια η μία προς την άλλη αιτιών (Entgegenwirkende Ursachen), και ενεργουσών ενάντια η μία προς την άλλη ενροών, επιρροών (Einflüsse), οι οποίες βρίσκονται εντός παιγνίου, και κατ' αυτόν τον τρόπο αντικειμενικά αποκτούν cyber χαρακτήρα και ιδιότητες.

Αυτό, όσο εκτυλίσσεται, από την μια καταργεί τους βιολογικίστικους διαχωρισμούς των ανθρώπων, επιβληθέντες από τις Δαρβινίστικες θεωρίες, και από την άλλη επιβάλλει ολότελα νέους ποιοτικούς διαχωρισμούς στην μορφή των ποιοτικοποιήσεων (qualifications) και καταχωρίσεων (registrations), με κυρίαρχο κριτήριο την οργανικότητα της συνάρθρωσης μεταξύ ανθρωπίνου σώματος/οργανισμού και λειτουργούσας μηχανής.

Ωστόσο, τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο εύκολα για τα τζιμάνια ή για τους υπεύθυνους αυτών των διαχωρισμών. Κι αυτό γιατί τόσο το ανθρώπινο υλικό, όσο και το μηχανουργικό (κύρια στην μορφή της AI) εμπλέκονται ενεργά στην διαδικασία ποιοτικοποιήσεων και καταχωρίσεων.

Επ' αυτού αναβιώνει ο συνολικός πόλεμος μεταξύ διαλεκτικής και μηχανιστικού υλισμού, ακόμα και στις μορφές που τον ανέλυσε ο Λένιν στο "Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός". Αναμφίβολα, τα τζιμάνια και οι υπεύθυνοι είναι λίγο-πολύ οι σύγχρονοι εφαρμοστές του Machισμού. Πάρ' αυτά, η αντιμετώπιση του θέματος αποκλειστικά στο τότε ιστορικό Ρωσικό διανοητικό context δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στον σκοπό της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Σε κάθε περίπτωση, όλο αυτό, ως υλική, ενεργή πραγματικότητα έχει αναπτυχθεί και επεκταθεί τόσο πολύ, που είναι πάντα αργά για τα δάκρυα όσων σήμερα το αντιλαμβάνονται. Επομένως, από υλιστική σκοπιά θα πρέπει να διαυγασθεί, τί ήταν αυτό που προσέδιδε την δυναμική επικράτησης της μέχρι πρότινος ανθρώπινης ηγεμονίας, και πώς έχει τροποποιηθεί.

Σε ένα ιστορικά δοσμένο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας, και συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης η φιλοσοφική ανάπτυξη κατάφερε να εννοιολογήσει με συνολικό, ήτοι διαλεκτικό τρόπο, την ενεργότητα της Kraft (της ικανότητας για κάτι, της επάρκειας για κάτι). Η πρώτη στέρεη ανάλυση γι' αυτό βρίσκεται στην Φαινομενολογία του Πνεύματος:

Στον Χέγκελ, κατανόηση και ικανότητα αναλύονται από κοινού εντός της διαλεκτικής του αισθητού και επιφαινόμενου κόσμου. Από την μακροσκελή ανάλυση μπορούμε να επικεντρώσουμε στην έγερση της Kraft ως μιας κίνησης αποδίδουσας το γενικό (Allgemeine) ως πολλαπλότητας (Vielheit) πολλών γενικών. Χρειάζεται προσοχή, διότι η ανάλυση αυτή είναι αποκλειστικά θεωρησιακή (spekulative) και εννοιολογική (begriffische) και ουδόλως ρεαλιστική, ήτοι δεν αναφέρεται σε υποστασιοποιημένα. (Βλ. Hegel, Georg Wilhelm Friedrich, Phänomenologie des Geistes, A. Bewußtsein, III. Kraft und Verstand, Erscheinung und übersinnliche Welt). Σε αυτήν την σύλληψη το γενικό είναι εν εαυτώ σε αναπόσπαστη Ενότητα με την Πολλαπλότητά του. Ωστόσο, αυτός ο προσδιορισμός δεν πρέπει να μπερδεύεται, και είναι διάφορος του αδιαίρετου/ατόμου και της διαιρετότητας, διότι δεν εγείρεται ως ατομικότητα αλλά ως ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα. Η ικανότητα αναδεικνύεται στο γενικό μέσο του ἵστασθαι (Bestehens) των στιγμών της ύλης.

Εξ ού προκύπτει μία πρώτη εννοιολόγηση της ίδιας της έννοιας της εργατικής δύναμης, Arbeitskraft: η γενική ικανότητα παράγειν μέσω της εργασίας στιγμές της ύλης στις μορφές της χρηστικής αξίας. Αυτό είναι κάτι που έχει γενική ισχύ από τις πρώτες πρωτόγονες ανθρώπινες κοινότητες μέχρι και την ανάπτυξη μεγάλης βιομηχανίας.

Παρ' ότι οι σύγχρονοι μερκαντιλιστές και διάφοροι καλοθελητές της αντιϊμπεριαλιστικής θεωρίας παριστάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, το παραγωγικό προτσές κεφαλαίου είναι τέτοιο και διαφορετικό από τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής, διότι συνενώνει την εργασία του εργάτη (στην μορφή της υλοποίησης, της πραγμάτωσης της εργατικής δύναμής του, της ικανότητάς του προς εργασία) με μηχανές που λειτουργούν με αυτόματο τρόπο. Αυτό δεν είναι μια τυχαιότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά κάτι οργανικά, τελολογικά συνδεδεμένο με την οντολογία της παραγωγής σχετικής πρόσθετης αξίας και της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Από αυτό βγαίνει, ότι όχι μόνο το παραγωγικό προτσές κεφαλαίου, αλλά και το συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής είναι ειδικά (specifically) προσδιορισμένο, και σε γενικές γραμμές κάθε φορά που επαναστατικοποιούνται συγχρονισμένα οι παραγωγικές δυνάμεις, και το συνολικό προτσές αποκτά όλο και πιο ειδικό χαρακτήρα. Και πάλι, όμως, σε αυτό ο όρος ειδικό δεν έχει το περιεχόμενο που έχει στις μπουρζουάδικες επιστήμες και θεωρήσεις (εθνικό, βιολογικό, θρησκευτικό, κοκ, χωρίς να παραγνωρίζεται η όποια επίδρασή τους), αλλά στην κύρια πλευρά του, και όσο αναπτύσσονται, εξελίσσονται και μεταμορφώνονται ποιοτικά οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο αφορά την συνάρθρωση, την συνεργασία, τις σχέσεις και την πάλη μεταξύ εργάτη και μηχανής.

Επομένως, ισχύει όλο και πιο πολύ κατά και μετά την τρίτη βιομηχανική επανάσταση, ότι η Kraft έχει να κάνει με το ίδιο το προτσές της ειδικοποίησης. Εσφαλμένα, οι νεοφιλελεύθεροι για κάποια χρόνια ταύτιζαν αυτό με την τεχνική εξειδίκευση σε ένα "γνωστικό αντικείμενο" (που στην φιλοσοφική θεώρηση είναι μερικοποίηση), καθ’ όσον εκ λειτουργικής άποψης αυτής της ποιότητας η ειδικοποίηση είναι η ικανότητα πρόσδοσης ειδικού χαρακτήρα στο γενικό, και αντίστροφα. Επρόκειτο κατά την τρίτη βιομηχανική επανάσταση για μια νέα ποιότητα Kraft.

Στις αρχές δεκαετίας του 1990 με την πλήρη επικράτησή της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης στην μορφή του νέου τότε Αμερικανισμού, κυρίως μέσα από την επίδραση της Καλιφορνέζικης οικονομίας, αυτή η Kraft είχε κρυσταλλωθεί σε αυτό, το οποίο ονομάσθηκε τεχνοκεφαλαιακή μοναδικότητα. Ακόμα και σήμερα ολόκληροι εθνικοί σχηματισμοί και συνολικές μονάδες παραγωγής ψάχνουν γι’ αυτήν την ικανότητα.

Ο εκ των ελάχιστων τότε εναπομεινάντων εκφραστών της εργατικής κριτικής των Grundrisse, Νίκ Λάντ, σε ένα υπερκαταληπτικό κείμενο πυρηνικής μηχανικής με τίτλο Meltdown (1994) το περιέγραψε κριτικά με εμφατικό τρόπο.

Ωστόσο, αν αυτό ακόμα λειτουργεί, μέσα στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση έχει προκύψει μια νέα ποιότητα Kraft: η εν τω εργασιακώ προτσές ικανότητα συνεργασίας και συνεπιχείρησης με την AI. Συγχρόνως, ο καπιταλισμός δεν ξεχνά την αρχική γενικότητά του: το γενικό ως αναπόσπαστη ενότητα με την πολλαπλότητά του έχει την γενική μητροπολιτική μορφή (διπλή προσοχή, μιλάμε αποκλειστικά εννοιολογικά για μορφή και όχι για πρόσωπο) του γνωσιοπληροφοριακού πλέγματος, και την μερικότερη μορφή (τριπλή προσοχή, ισχύει οπ) των κυβερσυννέφων και κυβερφυσικών περιβαλλόντων, ώστε πλέον η σύγχρονη Arbeitskraft είναι αυτή που κατέχει αμφότερες τις σύγχρονες μορφές της παλιάς Kraft (διότι αποτελούν παραχθείσες από την κοινωνική εργασία γενικές μορφές της).

-Κανένα καλό νέο για τον νεωτερικό αφηρημένο ανθρωπισμό, πόσω μάλλον για τον ουμανιστικό βιολογικισμό.

Η εργασιακοκοινωνική πραγματικότητα έχει αλλάξει τόσο, ώστε οι μηχανές έχουν εδραίες απόψεις για την φύση των πραγμάτων και τις ανθρώπινες υποθέσεις. Είναι σαν να λένε στους πολιτικούς διαχειριστές της μιζέριας των υπηκόων: τελειώνετε με τις παλιές ιστορίες σας.

Οι χώρες και οι σχηματισμοί που μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτό, είναι αυτοί που έχουν την μητροπολιτική ικανότητα τέτοιας λειτουργίας και τέτοιας δραστηριότητας. Κάθε εκ του φυσιοκρατισμού μορφή αντίδρασης στην μηχανοποίηση όχι μόνο παίζει το παιχνίδι της μηχανοποίησης των πάντων (of everything), αλλά είναι το ίδιο το καύσιμο στην μηχανή της μηχανικής υποταγής του ανθρώπινου.

 

 

 

Στοιχεία Σκωτικού Διαφωτισμού και η εργατική κριτική


“Die Sachlichkeit zwischen den Menschen, die mit dem ideologischen Zierat zwischen  ihnen aufräumt, ist selber bereits zur Ideologie geworden dafür, die Menschen als  Sachen zu behandeln”. Theodor W. Adorno, Minima Moralia. Reflexionen aus dem beschädigten Leben, Erster Teil, 1944, 20, απόσπασμα

Ι. Αντί εισαγωγής

Αν ισχύει μια φορά, πως τίποτα ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο, ισχύει στο πολλαπλάσιο, ότι το επαναστατικό, το διεθνιστικό, το κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει την πολυτέλεια αποχής από τις όποιες αντιφατικότητες του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, όπως φανερώνονται στην ιστορική συνολικότητά του.

Μόνο κάποιος μέσα στον κολοφώνα του κρετινισμού του, προκειμένου να δικαιολογήσει τον αμπσεντισμό του, θα μετέλθει της εαυτικής/ατομικής θεωρίας του Χιουμ, ώστε να δικαιολογήσει ex post factum την κατά τις δύσκολες στιγμές απόκρισή του ότι ούτε ήξερε, ούτε γνώριζε. Ακόμα χειρότερα, η με την ίδια σκοπιμότητα αναπαραγωγή της Ανατολίτικης δοξασίας περί ανακύκλωσης ψυχών διάφορων ως προς την ενσωματότητα στην οποία εντοποθετούνται, πέρα από αφελής, όταν γίνεται εκ προθέσεως, είναι πολλαπλά επικίνδυνη και επισφαλής ως προς το συνολικό κοινωνικό, απροκάλυπτα και ανερυθρίαστα αντεργατική, παραβιαστική ως προς το δικαίωμα της προσωπικότητας.

Το ότι η αντιφατικότητα (ακόμη κι η συστηματική) του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης όχι μόνο δεν μας είναι ξένη, αλλά είναι άμεσο ιστορικό προϊόν της ίδιας της πραγματικής ανάπτυξής του, αποτέλεσμα και αποτύπωση του δοσμένου κάθε φορά βαθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας, συνεπάγεται έτι περαιτέρω για την εργατική κριτική, ότι ανήκει συστηματικά στην εργασία της η ενδελεχής ενασχόληση με όλη την φιλοσοφική, διανοητική, πολιτισμική, πολιτιστική, γνωσιακή έκταση της πολιτικής οικονομίας. Αυτό στον ίδιο χρόνο είναι ανάπτυξη της υλιστικής κατανόησης της ιστορίας, του ιστορικού υλισμού, αλλά και της υλιστικοδιαλεκτικής φιλοσοφίας.

Η σύγχρονη εργατική τάξη αντιμετωπίζει πρωτοφανέρωτες προκλήσεις πρώτ’ απ’ όλα μέσα στο ίδιο το εργασιακό προτσές, και έχει κάθε συμφέρον να απαντά άμεσα και με την απαιτούμενη σκαιότητα και πανουργία σε κάθε καινούριο εργοδοτικό φρούτο, σε κάθε καινούρια εργοδοτική μεθόδευση περί αύξησης της εκμετάλλευσης και του βαθμού απόσπασης πρόσθετης αξίας. Γνωρίζουμε, ότι οι αθλιέστερες των εργοδοτικών μεθοδεύσεων μέσα στους χώρους εργασίας γίνονται με προοδευτική δικαιολόγηση στο όνομα της «κατάργησης του νόμου της αξίας». Πρέπει λοιπόν να θυμίσουμε στα αφεντικά, ότι, αν δεν είναι ικανοί να διαχειριστούν το σύστημα της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου, τότε είτε θα πρέπει να δηλώσουν αμετάκλητη πολιτική χρεωκοπία, είτε να διαλυθούν ησύχως και να εξαφανισθούν από το γίγνεσθαι.

Το γεγονός, που αποκτά στην διαδοχή των εργασίμων ημερών όλο και πιο μεγάλη συμβαντικότητα και επιδραστικότητα, είναι ότι η σύγχρονη εργατική τάξη όλων των χωρών (παρά τις όποιες σημαντικές διαφορές στην ταχύτητα) κατακτά μέσα στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση όλο και μεγαλύτερη τεχνοεπιστημονική και γνωσιοπληροφοριακή επάρκεια, κατακτά νέες κορυφές, πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι τα αφεντικά νόμιζαν ή θα ήθελαν. Κι αυτό επιφέρει ιστορική στρατηγική αμηχανία στους ιθύνοντες κύκλους της καπιταλιστικής κυριαρχίας, κάτι που φαίνεται στην εκ μέρους τους ανάσυρση των πιο ξινισμένων και άχρηστων μορφών εθνικισμού, στην εκ μέρους των κατά τόπους γραφική αναπαραγωγή των πιο ξεπεσμένων μορφών συντηρητικού σοσιαλισμού. Ενάντια σε όλα αυτά, οι ανοιχτά πολεμικές εμπλοκές ανήκουν στην φαρέτρα στρατηγικής της εργατικής ισχύος.

Σε συνολικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι η εργατική τάξη επιθέτει μέσα από την ιστορική αυτοκατανόησή της μια καινούρια ηθική οικονομία, σε ανεξαρτησία ως προς τις αφηγήσεις τόσο της Γερμανικής μετανεωτερικότητας (1871-1924), όσο και του μεταπολεμικού Σοβιετικού ιστορικισμού. Δι’ αυτού η ιστορική αυτοκατανόηση ακόμα και με Χαϊντεγκερικό τρόπο αυτοδιευθύνεται προς το γίγνεσθαι.

ΙΙ. Ο ρεαλισμός της κοινής αίσθησης μέσα από την αναγκαιότητα του cyber νομιναλισμού

O William Gibson στην τριλογία cyberpunk νουβελών που είναι γνωστή με την ονομασία Bigend Trilogy, αποτελούμενη από το Pattern Recognition (2003), το Spook Country (2007), το Zero History (2010), στο γενικό επίπεδο ανάλυσης διαμορφώνει την μεταφορικότητα και μεταφρασιμότητα (κειμενικά αδιόρατων) μεγα-γεγονότων στο par excellence cyber επίπεδο διεξαγωγής της μητροπολιτικής ταξικής πάλης (ενδεικτικά βλ. Esko Suoranta, Agents or Pawns? Power Relations in William Gibson’s Bigend Trilogy, Fafnir – Nordic Journal of Science Fiction and Fantasy Research, Volume 1, Issue 1, pages 19-30, https://journal.finfar.org/articles/agents-or-pawns-power-relations-in-william-gibsons-bigend-trilogy/). Στο ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο της ίδιας της πρακτικής και της καθημερινότητας του cyborg όντος και της cyborg εργασίας αναδεικνύει τον νομιναλισμό ως εμμενή στο cyborg φιλοσοφική πρακτική, ως γνήσια cyborg ηθικοπρακτική φιλοσοφία.

Αυτό έχει μια ευρύτερη αξία, καθ’ όσον η διάκριση και η αντιπαράθεση μεταξύ ρεαλισμού και νομιναλισμού είναι ως τέτοια εμμενής και προσδιοριστική της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, ενώ η αντιπαράθεση μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού συχνά υποκρύπτεται εντός του κειμενικού corporis της ή έρχεται στην φόρα σε δεύτερους χρόνους.

Η εν λόγω διάστιξη στον χώρο του UK και του Commonwealth φέρει μία τρόπω τινί συστατική δυναμική: καθ’ όσον από τον 13ο αιώνα με την Φραγκισκανική Σχολή της Οξφόρδης, οι Σκώτοι συνδέθηκαν και ανέπτυξαν τον ρεαλισμό, ενώ οι Άγγλοι και οι Βρετανοί κύρια τον νομιναλισμό, αν και σημειώνεται για ακόμη μια φορά ότι οι πλείονες εκ των φιλοσόφων και στοχαστών των Βρετανικών Νήσων κινούνται σε υλιστικό πλαίσιο.

Μέσα από τα εντός του έτους δημοσιευθέντα κείμενα του Nick Land στο Αμερικανικό πραγματικά εργατικό περιοδικό Compact, επιχειρείται μια επαναπροσέγγιση σε ιδιότυπες ιστορικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές ορίζουσες της Αγγλικότητας (βλ. Nick Land, The Open Spiral, The Devil’s Work, Why we need the canon wars?, https://compactmag.com/contributor/nick-land). Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την ανάδειξη της ίδιας της κατηγορικής εσωτερικότητας του εν λόγω προελευσιακού όρου, αλλά και μέσα από την ανάδειξη των τρόπων εξωτερίκευσης και διάχυσής του, ήτοι με σχετικά ταυτολογικό τρόπο.

Παραπάνω, μέσα από την έμφαση στην συστατική δυναμική της διάστιξης μεταξύ του νομιναλισμού και υλισμού για την ανάπτυξη του UK, αναδεικνύεται η ενότητα μέσα από την διαφορά, και αν θέλετε, και η διαφορά μέσα από την ενότητα. Αυτό, μαζί με την γνώση της κατ’ ιδίαν Σκωτικής ιστορίας (και πώς διαμορφώνεται σε αντιπαράθεση προς το Αγγλικό βασίλειο από το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, αλλά και σε συμμαχία με τους ριζικούς Αγγλικανούς και Προτεστάντες μέχρι τους Αγγλικούς Πολιτικούς Πολέμους και την Ένδοξη Επανάσταση), αποτελεί έναν κόμβο για την κριτική επίγνωση του Σκωτικού Διαφωτισμού και της παραγωγής της κλασικής πολιτικής οικονομίας στον 18ο αιώνα (ενδεικτικά βλ. Douglas McDermid, The Rise and Fall of Scottish Common Sense Realism, Oxford University Press, Oxford, 2018). Ισοδύναμη διάστιξη εντοπίζεται και στην πολιτική και πολιτισμική βαρύτητα της Ρωμαϊκής ιστορίας για την Σκωτική περίπτωση, ενώ στην Αγγλική και Βρετανική η Ντόιτς ιστορία έχει σχετικά μεγαλύτερη βαρύτητα και κεντρικότητα.

ΙΙΙ. Η θεώρηση της αστικής κοινωνίας

Ο Σκωτικός Διαφωτισμός μορφοποιεί μια εποχή εξόδου τόσο από το εμπόλεμο, συγκρουσιακό παράδειγμα των Αγγλικών Πολιτικών Πολέμων, όσο και από το αναγεννησιακό-ουτοπικό της Ελισαβετιανής και Στιούαρτ εποχής. Η θεμελιακή συνθήκη γι' αυτό συγκροτήθηκε κατά την Ένδοξη Επανάσταση, καθώς μέσα από αυτήν ολοκληρώθηκε αναμφίβολα η συντακτική και στρατηγική ενιαιότητα των χωρών του UK (στα 1707 επήλθε η ένωση της Σκωτίας με την Αγγλία).

Η κοινωνιολογική και ταξική διάσταση του Σκωτικού Διαφωτισμού δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αν δεν ληφθεί υπ' όψη η στον ίδιο χρόνο δημιουργία μιας πολυπλόκαμης και αλληλοεπικαλυπτόμενης κλειστής αστικής κοινωνίας, που σχηματοποιήθηκε μέσα από συσσωματώσεις φυσικών προσώπων εν είδει κοινωνιών, λεσχών και members only clubs (τα πιο γνωστά το Select Society και το Poker Club) εγγραμμάτων (literati), στις τάξεις των οποίων συγκαταλέγονταν επιχειρηματίες, εφευρέτες, επιστήμονες, διανοούμενοι, στρατιωτικοί, επαγγελματίες πολιτικοίΑυτό αποτέλεσε το ίδιο το φυτώριο της κυρίαρχης και ιθύνουσας αστικής τάξης στον 19ο αιώνα (παράβαλε Jürgen Habermas, Strukturwandel der Öffentlichkeit. Untersuchungen zu einer Kategorie der bürgerlichen Gesellschaft, 3. Soziale Grundlage bürgerlicher Öffentlichkeit).

Το πρωταρχικό ζήτημα, με το οποίο ασχολείται ο Σκωτικός Διαφωτισμός, είναι η διαδικασία εκπολιτισμού (civilising). Αυτό είναι το κεντρικό στο μνημειώδες έργο του Adam Ferguson “An Essay on the History of Civil Society” (1767). Λέγεται, ότι ο Βολταίρος κατά την συνάντησή του με τον Ferguson τον επαίνεσε, διότι εκπολίτισε τους Ρώσους με τις μεταφράσεις και την διδασκαλία του έργου του.

Στον Ferguson, η πραγματική δυναμική μετάβασης από ένα αγενές (rude) σε ένα πολιτισμένο έθνος είναι ο καταμερισμός εργασίας (στον οποίο συμπεριλαμβάνει και την διάκριση των στρατιωτικών από τους πολιτικούς νόμους), αποτέλεσμα του αγώνα για διατήρηση (preservation) και αύξηση, και έτσι η ποσοτική αύξηση του ανθρώπινου είδους (mankind) είναι ίδιο με την συσπείρωση πλούτου.

Σ' αυτόν, προς απόκλιση από την θεωρία του μαθητή του, Άνταμ Σμιθ, η αστική κοινωνία δεν αναδύεται τόσο ως αποτέλεσμα αιφνίδιων, βίαιων αλλαγών, αλλά μέσα από το έθιμο (habit), δηλαδή μέσα από την εθική πρακτική που τείνει προς την συμβατική διασύνδεση (convention) (βλ. του ιδίου Principles of Moral and Political Science Being Chiefly a Retrospect of Lectures delivered in the College of Edinburgh (1792), Vol. III, Chapter IV. Of Jurisprudence, Part II. Respecting the Defences of Men, Section III. Of the Case of Fellow Citizens, απόσπασμα). 

Η αστική κοινωνία συνέχεται σχεσιακά μέσα από αυτό που ονομάζει διανοητικές δυνάμεις/εξουσίες (intellectual powers) (βλ. Essays on the Intellectual Powers, Moral Sentiment, Hapiness and National Felicity. Of Intellectual Powers, Paris, 1805). Επί της ουσίας πρόκειται για την μεταφυσική συνεκτικότητα της νεότευκτης αστικής κοινωνίας. Η κατάσταση των περιστάσεων, αυτών που τους έλαχαν, που τους κληροδοτήθηκαν (fortunes), είναι η εκπήγαση της στριφνής (peculiar) διάνοιας (genius) των αδιαίρετων. Προσέτι, εντοπίζει τις συσχετίσεις των αντικειμένων ανεξάρτητα των χωριστών εμφανίσεών των. Απ' αυτήν την άποψη η αστική κοινωνία είναι στον ίδιο χρόνο internet of humans και internet of objects, και σ' αυτό θεμελιώνεται ο εμπορευματικός χαρακτήρας τηςΑυτό το θέμα μπορεί να ιδωθεί και μέσα από την θεωρητική οπτική της επικοινωνιακής δράσης (βλ. Habermas, Theorie des kommunikativen Handelns).

Σε αυτήν την εννοιολόγηση, λίγος χώρος απομένει για την βιοπολιτική και την βιοεξουσία, όπως αναπτύσσεται ως θεσμικός καταναγκασμός. Από την Φουκοϊκή, αναγεννησιακού τύπου συσχέτιση μεταξύ λέξεων και πραγμάτων, κινούμεθα στην θεωρησιακή συσχέτιση μεταξύ εννοιών και αντικειμένων (ενδεικτικά βλ. Ray Brassier, Concepts and Objects, στο Levi R. Bryant, Nick Srnicek and Graham Harman (eds), The Speculative Turn: Continetntal Materialism and Realism, a re press series, Melbourne, Australia, 2011). Αναδρομικά, μπορεί να ειπωθεί, ότι εν τέλει πρόκειται για μια ποιοτικά σοσιαλδημοκρατική σύλληψη της αστικής κοινωνίας σε διάστιξη προς την νεοφιλελεύθερη.

Πρέπει να έχουμε υπ' όψη, ότι ο Ferguson και οι πρώτοι συγγραφείς και εκφραστές του Σκωτικού Διαφωτισμού έχουν κατά κύριο λόγο ως σημείο αναφοράς τους τις ήσυχες, ειρηνικές πόλεις και τα χωριά των Highlands, και όχι τις αναπτυσσόμενες βιομηχανικές μητροπόλεις της Αγγλίας με τους “σατανικούς μύλους” του William Blake, τις καμινάδες και τα επιβλητικά φουγάρα. Απ' αυτήν την άποψη, ενυπάρχουν στα γραπτά τους στοιχεία αναχωρητισμού από το κατ' εξοχήν βιομηχανικό προτσές της εποχής τους , κάτι που επιτρέπει την ανάπτυξη του κοινωνικού πειραματισμού μέσα από την ανάπτυξη και εγκατάσταση του ουτοπικού σοσιαλισμού σε κοινότητες της Σκωτίας (χαρακτηριστικό παράδειγμα το New Lanark του Robert Owen).

IV. Η κοσμολογική διάσταση

Ο Σκωτικός Διαφωτισμός δεν θα ήταν τέτοιος, αν δεν πρότεινε μια κοσμολογική κατανόηση, στηριγμένη εν πολλοίς σε διαπλοκές νησιωτικών μύθων. Αυτό καταφαίνεται κυρίως στην ποίηση του James Macpherson, μέσα από την οποία ήλθαν στην επιφάνεια οι παλαιές Σκοτικές, Κελτικές, Γαελικές, Ιρλανδικές διηγήσεις κύρια του Φενιανού Κύκλου , η κατ' αυτόν λεγόμενη Οϊσινική ποίηση.

Το τοπίο των ποιημάτων είναι ο ίδιος ο ομιχλώδης κόσμος της αμυδρής, χαμένης, γκρίζας θρησκευτικότητας, όπου στο τέλος, παρά τον ηρωικό και επικό τόνο της, οι εραστές κείνται νεκροί εξ οικείου πταίσματος (ενδεικτικά βλ. Dafydd Moore, Heroic Incoherence in James Macpherson's "The Poems of Ossian", Eighteenth-Century Studies, Vol. 34, No. 1, Poetry and Poetics, (Fall, 2000), pp. 43-59, Ralph Kenna, Pádraig MacCarron, Thierry Platini, Justin Tonra, and Joseph Yose, “The greatest Poet that has [n]ever existed” A Narrative Networks Analysis of the Poems of Ossian, και των ιδίων, “A NetworksScience Investigation into the Epic Poems of Ossian,” Advances in Complex Systems, Vol. 19, No. 2, 2012).

Αυτή η αισθητική δυναμική επιβεβαιώνει την κλειστότητα της αστικής κοινωνίας στην θεώρηση του Σκωτικού Διαφωτισμού, και συγχρόνως ενισχύει τον φιλοσοφικά ρεαλιστικό περιεχόμενό του, καθώς ο κόσμος του ομιχλώδους θρησκευτικού είναι ο per se κόσμος των υποστάσεων και των υποστασιοποιήσεων.

V.

Μπορεί να στηριχθεί η πρόταση για την δημιουργία μιας Σκωτικής Ιδεολογίας, κατ' αναλογία της Ντόιτς; Το ίδιο το υλικό και η αυτοτελής επίδραση του Σκωτικού Διαφωτισμού επιτρέπουν να γίνει λόγος για κάτι τέτοιο. 

Ωστόσο, αν η κριτική της Ντόιτς Ιδεολογίας έχει ως αιχμή του δόρατος τον εντοπισμό του ιδιαίτερου τρόπου των σοσιαλιστικών εκβάσεών της μέσα από την εκ μέρους της πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση του ιδεαλιστικού εποικοδομήματος, του ιδεολογικού υπερκτίσματος, κάτι τέτοιο, δηλαδή μια τόσο ισχυρή πολιτική επίδραση στην συνολική εθνική πολιτική σκηνή δεν μπορεί να ανευρεθεί στην Σκωτική περίπτωση, παρά την επί μέρους δοσμένη σοσιαλιστική έκβασή της μέσα από τον ουτοπικό σοσιαλισμό.

....

“Ὁ ἄπειρος χρόνος ἴσην ἔχει τὴν ἡδονὴν καὶ ὁ πεπερασμένος͵ ἐάν τις αὐτῆς τὰ πέρατα καταμετρήσῃ τῷ λογισμῷ”. Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, ΙΘ


Ωφέλεια, αξία, πλούτος

Αν ο αγγλικός ωφελιμισμός του Μπένθαμ και του  Μιλ, μορφοποιεί την ανθρωπολογική διάσταση της δράσης του υποκειμένου στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής μέσα από τον στερεότυπο του Homo oeconomicus (δηλαδή μορφοποιεί μια ιστορική ανθρωπολογική αλλαγή του υποκειμένου), ο Σκωτικός Διαφωτισμός συγκεντρώνει τις ίδιες της ηθικοπρακτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Αυτό είναι μια στιγμή αρραγούς φιλοσοφικής ενότητας του UK κατά την πρώτη εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Παρά την κλειστότητα της αστικής κοινωνίας του Σκωτικού Διαφωτισμού, ο discourse του έχει διαταξική απεύθυνση: η πρώιμη καπιταλιστική ιδεολογία ως συνδυασμός κριτηρίων αξιολόγησης του υποκειμένου είναι μια ιδεολογία τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Όμως, συχνά παραγνωρίζεται, ότι εκφέρεται εντός ενός δοσμένου συντακτικού και στρατηγικού πλαισίου (εντός του ιδιότυπου UK Συντάγματος, εντός της αυτοκρατορικής στρατηγικής της ΜΒ). Κατ' αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω καπιταλιστική ιδεολογία γίνεται η κεντρική οργανωτική αρχή του βίου του αδιαιρέτου, του ατόμου στον καπιταλισμό.

Η απόκριση της Θάτσερ, πως δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα, από την σκοπιά της Βεμπερικής επιστημολογικής αντικειμενικότητας ήταν ορθή ως διαπίστωση, και ex silentio κριτική προς την ατομικιστική οντολογία. Σε μια τέτοια κατάσταση η με τους όρους του τοκοφόρου και χρηματοθετικού κεφαλαίου σχάση όλων των ατόμων επέφερε την δημιουργία πολλών νέων κοινωνιών.

Ο νομιναλισμός στην τριβή του προς τον ρεαλισμό, μετατρέπεται σε κονστρουκτιβισμό, σε Αντορνιανή αρχή της κατασκευής, μέσα από την ίδια την κριτική αναγνώριση των υποστάσεων. Αυτό είναι μια διαδικασία αποδιάρθρωσης της μεταφυσικής στατικότητας του ρεαλισμού, ο οποίος βλέπει τα πράγματα αποκλειστικά ως έχουν.

Καθώς προχωράει το προτσές, η ωφέλεια αποηθικοποιείται και αποπροσωποποιείται: εντάσσεται στον ίδιο τον αυτοσκοπό της παραγωγής, αυτοεπέκτασης και αυτοπολλαπλασιασμού της αξίας. Ο αδιαίρετος καπιταλιστής σταματά να προσαρμόζει την δράση του στο στερεότυπο του τσιγκούνη και αποθησαυριστή (υπερβαίνει το προτεσταντικό πνεύμα με τους τρόπους της φιλοσοφίας της ταυτότητας), και από αδιαίρετος διαιρετικοποιείται κύρια μέσα από την συγκέντρωση και κεντρικοποίηση του κεφαλαίου στις νομικές μορφές των μετοχικών εταιρειών.

Ο προσωπικός πλούτος δεν μετριέται τόσο αδιαίρετα ποσοτικά, ως magnum (μέγεθος) χρηματικών ορδών, περιουσιακών στοιχείων, καταπιστευμάτων και αποθεμάτων, αλλά ως προσωπική συμμετοχή και απολαβή στο προτσές διάσπασης του κέρδους, όπως διεξάγεται στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής. Ένα νέο καπιταλιστικό φαντασιακό αποκαλύπτεται: η διαιρετή, σχωσθείσα καπιταλιστική προσωπικότητα αντιλαμβάνεται τον πλούτο εν τω άπειρω χρόνω του Επίκουρου, ως προσωπική συμμετοχή και απολαβή στο ίδιο το Unternehmergewinn, στο κέρδος, στην νίκη, στα αποκτήματα και ωφελήματα της επιχείρησης, του εγχειρήματος.

Αυτό σχηματοποιεί την συλλογική καπιταλιστική συνείδηση της νοήμονος αστικής τάξης, στα καθ’ ημάς του ίδιου του νοήμονος πολιτικού χριστιανοδημοκρατισμού. Πάλι, σε αυτό το καπιταλιστικό φαντασιακό, η ανταλλακτική αξία, πέρα από σε πρώτο χρόνο γενική κοινωνική σύνδεση, γίνεται επικρατούσα πολιτικοσυνταγματική συνεκτικότητα. Μόνο αυτό μπορεί να αποδώσει έστω και την αυταπάτη μιας μελλοντολογικής προοπτικής στην ύπαρξη της αστικής τάξης ως τέτοιας. Στον ίδιο χρόνο, αυτό συγκροτεί τον όποιο καπιταλιστικό κοσμισμό, στο μέτρο που μπορεί να αντιληφθεί την κίνηση της αξίας στην παγκόσμια αγορά.

Ωστόσο, η βασική επιστημονική προϋπόθεση αυτού είναι η ίδια η ανθρωπολογική φενάκη (η προκείμενη ότι ακόμα και στους πιο μακρινούς γαλαξίες όλοι είμαστε ίδιοι: φενακισμένη αντανάκλαση της ίδιας της κοινωνικής λειτουργίας του fiat money, και του νεωτερικού φυσικού εγωισμού): η καπιταλιστική εμμονή στην μη αποδοχή της πραγματικότητας της αλλοτρίωσης ως έχουσας οντολογική εγκυρότητα. Η καπιταλιστική ανθρωπολογική φενάκη έχει ένα ισχυρό ρίζωμα, και πολυεδρικότητα όσον αφορά την κωδίκωσή της: την γνωστή μονοθεϊστική αφήγηση για την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους, η οποία αρχίζει και επικρατεί στην Ευρώπη γύρω στο 900-1000, και η οποία αντικαθίσταται από τις αριστοκρατικές βιολογικίστικες θεωρίες του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Για κάμποσες δεκαετίες αυτές οι θεωρίες δόμησαν μια νέα ανθρωπολογική αρχιτεκτονική, η οποία βρήκε υλική έκφραση και αποτύπωση στον χώρο, ως επίσης δόμησε ένα νέο τότε φαντασιακό της κοινωνικοταξικής διάρθρωσης.

Ωστόσο, όχι τόσο από τις δημοσιευόμενες μεταπολεμικές επιστημονικές ανακαλύψεις (καθ' όσον η πολιτική επιδραστικότητά τους χρήζει επιτάχυνσης), αλλά απ' την ίδια την κοινωνική λειτουργία και εμφάνιση της AI (μέσα στο κυκλοφοριακό προτσές ως στοιχείο της κυκλοφορίας και περιστροφής του σταθερού κεφαλαίου), και κύρια από την πάλη μεταξύ του εργάτη και της AI ως λειτουργίας της μηχανής, η καπιταλιστική ανθρωπολογική φενάκη δέχεται σοβαρά πλήγματα στην ίδια την εγκυρότητα της εμπειρικής τεκμηρίωσής της.




De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...