Δημογραφικό, Ιδεολογία και Μαλθουσιανό Απεχθές

 

Στη σύγχρονη μπουρζουάδικη και χυδαία αντίληψη, οι εννοιολογικές κατηγορίες του κεφαλαίου και ευρύτερα της πολιτικής οικονομίας παρουσιάζονται αντιδραστικά, ως ab initio ιδεολογικές μορφές, κι όχι ως αφαιρέσεις μη/-διαμεσολαβημένων κοινωνικών πρακτικών, κοινωνικών σχέσεων, κοινωνικών ποσοτήτων και ποιοτήτων .

Πιθανολογείται, ότι σε πρώτο χρόνο μια τέτοια είτε συνειδητή είτε εξ αμελείας στρέβλωση έχει να κάνει με την Αλτουσεριανή αδυναμία κατανόησης της κριτικής των Μαρξ-Ένγκελς στη “Γερμανική Ιδεολογία”. 

Σ' αυτή την αδυναμία, όπου η ανάγκη αναγορεύεται σε φιλοτιμία, αποδίδεται το κατά Στούτσκα επιστημονικό σφάλμα του Αλτουσέρ περί παρουσίασης των νομικών μορφών, των κανόνων δικαίου ως δήθεν (οντολογικά) ιδεολογικών μορφών. Κι ο πιο δύσπιστος μπορεί να πεισθεί για το Καθολικά εσφαλμένο της Αλτουσεριανής αντίληψης, με το απλό πρακτικό παράδειγμα ότι οι νομικές διατάξεις του εργατικού δικαίου είναι μη διαμεσολαβημένες εργασιακές μορφές -ομοίως, οι νομικές διατάξεις του ενοχικού, του κληρονομικού, του τραπεζικού, του εταιρικού, του εμπορικού, του χρηματιστηριακού δικαίου, της βιομηχανικής και διανοητικής ιδιοκτησίας είναι μη διαμεσολαβημένες ανταλλακτικές, δηλαδή άμεσα οικονομικές μορφές -ομοίως, στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου οι νομικές διατάξεις για τα δημόσια έργα, για την κοινωνική ασφάλιση, για την κρατική βιομηχανική πολιτική, για τη φορολογία είναι άμεσα εργασιακές και οικονομικές μορφές. Αυτό ισχύει, στον ίδιο χρόνο με το ότι αυτές οι διατάξεις εμπεριέχουν ή μυστικοποιούν ιδεολογικές παραδοχές εκ μέρους του κράτους και του κεφαλαίου. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι οντολογικά είναι ιδεολογικές μορφές, αλλά an sich οικονομικές, καθ' όσον αποκρίνονται και προκύπτουν από άμεσο οικονομικό, εργασιακό περιεχόμενο.

Κατά την ίδια συνολικά εσφαλμένη θεωρητική γραμμή κατανόησης, η κατηγορία του “Das Kapital “relativen Übervölkerung oder industriellen Reservearmee”[1] (σχετικός Υπερπληθυσμός ή βιομηχανικός Εφεδρικός Στρατός) αντανακλάται στα μυαλά των πρόσφατων Ιδεολόγων εντελώς ψευδαισθησιακά ως κάτι δήθεν έμφορτο, δήθεν περιεχομενικά καθοριζόμενο από τις νεωτερικές Ιδεολογικές Αφαιρέσεις, δηλαδή όχι -όπως το θέτει ο Μαρξ- ως εργασιακή μορφή, αλλά πρωτευόντως ως Εθνική/Ιδεολογική μορφή. Πολιτικά, αυτή η αντίληψη είναι πιο αντιδραστική και συντηρητική κι απ' αυτή του Μάλθους (ο σύμφωνα με τον Μαρξ αντιπρόσωπος και ατζέντης των συμφερόντων της υψηλά ιστάμενης βρετανικής αριστοκρατίας) καθ’ όσον στα Μαλθουσιανά οικονομικά ο υπερπληθυσμός εκλαμβάνεται επίσης αντικειμενικά, εργασιακά, ως ο καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής κρίσης.

Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού (και στην αντίθετη όψη του, της δημογραφικής γήρανσης, μείωσης του αμιγώς εθνοφυλετικά και πολιτισμικά ευρωπαϊκού πληθυσμού) έχει τεθεί σε ΕΕ και ΜΒ ως θέμα πλεονάζοντος μεταναστευτικού/προσφυγικού πληθυσμού. Στην αντικειμενικότητά του, ο προσδιορισμός πλεονάζων ή μη συναρτάται άμεσα στην ικανότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και κοινωνιών να εντάξουν οργανικά με πλειοψηφικούς ποσοτικούς όρους κομμάτια από αυτόν τον πληθυσμό στο συνολικό σύστημα κοινωνικής παραγωγής.

Στον ίδιο χρόνο, κάτι που δεν πρέπει να υποτιμάται ή να παραμελείται, επίσης αντικειμενικά αναπτύσσονται πολιτισμικές και φυλετικές διαμάχες μεταξύ των πληθυσμών που είναι φορείς του ιστορικά προσδιορισμένου πολιτισμού της κάθε χώρας και ευρύτερα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και των νεοφερμένων μαζών οι οποίες στην πλειοψηφία τους συντηρούν το Ισλάμ και αναφέρονται σ' αυτό. 

Τούτου δοθέντος, όσο κι αν επιθυμεί κάποιος να στρουθοκαμηλίζει, το κείμενο του Ένγκελς για τον “Kulturkampf”[2](όπως και τα έργα του για τις αρχαίες βάρβαρες γερμανικές κοινότητες)[3] αντικειμενικά προσφέρουν δικαιολογητικές και νομιμοποιητικές βάσεις για τις αιτιάσεις εργατικών και λαϊκών ρευμάτων που μπορεί να πολώνονται με την ακροδεξιά -όσο κι αν οδύρονται οι μαρξιστές του no borders και του -σώνει και ντε- diversity. 

Απ΄αυτήν την άποψη, οι περσινές και φετινές ταραχές[4] σε Αγγλία και Ιρλανδία διαθέτουν ως άμεσα κοινωνικές διαδικασίες την Ενγκελσική διάσταση ιστορικοπολιτισμικής ανάλυσης και αξίωσης, και συγχρόνως καταδεικνύουν την πολιτική και διοικητική χρεωκοπία των μοντέλων μούλτι-κούλτι -στον ουσιώδη οικονομικό χαρακτήρα της, νεο-μερκαντιλιστική- διαχείρισης. Στο ΗΒ η αξίωση αυτή ενισχύεται από το ίδιο το πολιτικό γεγονός και την πολιτική πραγματικότητα του Brexit, ώστε το Brexit σε κρίσιμες εργατικές μάζες έχει μετατραπεί σε “Enough is enough, We want our country back”.

Η ακροδεξιά στα Βρετανικά νησιά, και σε Ιρλανδία παλεύει μέσα από τη θεωρία της απευκταίας και αποτρεπτέας “Μεγάλης Αντικατάστασης” του λευκού εργατικού χριστιανικού πληθυσμού να διαμορφώσει ένα συνολικό πολιτικό κίνημα ανάκτησης του ελέγχου της κοινωνικής και πολιτικοθεσμικής ζωής. Τέτοιες δυναμικές αναπτύσσονται σε Φραγκική Επικράτεια, Ιβηρική, Ιταλία και Γερμανία, ενώ είναι πολιτικά κυρίαρχες στις εργατικές τάξεις των χωρών των πρώην ΛΔ, κύρια σε Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία, ως επίσης στις Βαλτικές. Η ευφυΐα της ακροδεξιάς συνίσταται στο ότι πολιτικοποιεί το θέμα επί του πολιτισμικού, κάτι το οποίο στον άμεσο εργατικό εμπειρισμό συνδέεται οργανικά με την τιμή της εργασίας, το μισθό, με τους όρους πώλησης, μίσθωσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ιδιαίτερα, στη Φραγκική Επικράτεια όλο αυτό συγκροτείται πιο ολικά (αν και μειοψηφικά) μέσα από το σύνθημα Ευρώπη-Νεολαία-Επανάσταση

Κι όμως, οι εγχώριοι μετα-αλτουσεριανοί, μετα-μαοϊκοί, whatever, όψιμοι αποαποικιακοί είχαν τη φαεινή ιδέα να ενστερνιστούν αντεστραμμένα την απεχθή προφητεία της ακροδεξιάς μέσα από το μπουρζουάδικο πλασάρισμά της ως “Σιωπηρής Άλωσης”, ανακινώντας μάλιστα και ζήτημα ανταγωνισμού Ροκφέλερ-Ρότσιλντ επί του δημογραφικού, πρακτικά επί του πολιτισμικού και φυλετικού. Κοντολογίς, η εγχώρια αποαποικιακή μεριά διατείνεται ότι αποδέχεται και ήδη συμμετέχει στο φυλετικό πόλεμο (racial war) στο πλευρό των μη-Ευρωπαίων, στο πλευρό των έμφυλα μη-κανονικών και στο πλευρό των μη-χριστιανών, η πληθυσμιακή ποσότητα των οποίων σε κάποιες αφηγήσεις προβάλλεται ως το “νέο έθνος”, ο “νέος λαός” τον οποίο αναμένουν να αντικαταστήσει τους λευκούς χριστιανούς, και τα τοιαύτα. 

-Αυτό από μόνο του ορίζει ένα επιπρόσθετο πεδίο προσδιορισμών, κατηγοριοποιήσεων, ανταγωνισμού και συγκρούσεων.

Μια από τις πρώτες ποιότητες γραμματείας που διέκριναν κάτι τέτοιο στα προηγούμενα χρόνια ήταν η εκ μέρους του Νικ Λαντ κατηγοριοποίηση “Malthusian Horror”[5] (Μαλθουσιανό Απεχθές). Στην ανάλυσή του, όπως έχουμε επισημάνει, αυτό ορίζει μια συστημική συνιστώσα της ίδιας της νεωτερικής συνθήκης, καθώς και ένα νεωτερικό συστημικό όριο.[6] Βέβαια, ο Λαντ διακρίνει και το φυλετικό απεχθές (racial horror) ως ποιοτικά διαφορετικό πεδίο ανταγωνισμών κλπ. Αυτό που σύμφωνα με τον Λαντ αντιτίθεται πραγματικά και ενεργά σε αυτά τα είδη απεχθούς, είναι η ελευθεριακή (libertarian, frei) αντίληψη η οποία κορυφώνεται και μετασχηματίζεται ταξικά και επιστημονικά στη Μαρξική κριτική ενάντια στον Μάλθους και στον Δαρβίνο. 

Συμπυκνωτικά, αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως: πολιτικός διαχωρισμός από την αφηρημένη ιδεολογία, μη διαμεσολαβημένη ένωση με την εργατική τάξη ως τέτοια

  



[1] Βλ. Karl Marx, Das Kapital, I. Band: Der Produktionsprozeß des Kapitals, VII. Der Akkumulationsprozeß des Kapital, 23. Das allgemeine Gesetz der kapitalistischen Akkumulation, 3. Progressive Produktion einer relativen Übervölkerung oder industriellen Reservearmee, MEW, Band 23, Berlin, Dietz Verlag, S. 657-667

[2] Βλ. Friedrich Engels, "Die Rolle der Gewalt in der Geschichte", Geschrieben zwischen Ende Dezember 1887 und März 1888. Nach der Handschrift, MEW, Band 21, 1962, S. 405-465

[3] Βλ. του ιδίου, Der Ursprung der Familie, des Privateigentums und des Staats Im Anschluß an Lewis H. Morgans Forschungen,VII. Die Gens bei Kelten und Deutschen, οπ., S. 127 επ.

[4] Ενδεικτικά βλ. https://techspek999.blogspot.com/2024/08/bahamas.html

[5] Βλ. Nick Land, Writtings (2011-), Reignition, Tome II. The Dark Englihtement: Neoreactionaries Head for the Exit, Malthusian Horror, 15 November 2014, edited by Uriel Fiori, pp. 142-145

[6] Ενδεικτικά βλ. οπ., pp. 123-124, extract: “Conceived generically, modernity is a social condition defined by an integral trend, summarized as sustained economic growth rates that exceed population increases, and thus mark an escape from normal history, caged within the Malthusian trap. When, in the interest of dispassionate appraisal, analysis is restricted to the terms of this basic quantitative pattern, it supports sub-division into the (growth) positive and negative components of the trend: techno-industrial (scientific and commercial) contributions to accelerating development on the one hand, and socio-political counter-tendencies towards the capture of economic product by democratically empowered rent-seeking special interests on the other (demosclerosis). What classical liberalism gives (industrial revolution) mature liberalism takes away (via the cancerous entitlement state). In abstract geometry, it describes an S-curve of self-limiting runaway. As a drama of liberation, it is a broken promise. Conceived particularly, as a singularity, or real thing, modernity has ethno-geographical characteristics that complicate and qualify its mathematical purity. It came from somewhere, imposed itself more widely, and brought the world’s various peoples into an extraordinary range of novel relations. These relations were characteristically ‘modern’ if they involved an overflowing of previous Malthusian limits, enabling capital accumulation, and initiating new demographic trends, but they conjoined concrete groups rather than abstract economic functions. At least in appearance, therefore, modernity was something done by people of a certain kind with, and not uncommonly to (or even against), other people, who were conspicuously unlike them”.

Κάλεσμα σε διενέργεια Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης


Η ολοκληρωτική καταστροφή της Γάζας από το κράτος του Ισραήλ, που λειτουργεί ως αιχμή του «δυτικού» ηγεμονικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ στη Μέση Ανατολή αλλά και ως επεκτατική περιφερειακή δύναμη, έχει θέσει με τον πιο δραματικό τρόπο στο επίκεντρο της πραγματικότητας τη θέση που πρέπει να πάρουμε ως τάξη απέναντι στον καπιταλιστικό πόλεμο.

Η θηριώδης σφαγή του παλαιστινιακού πληθυσμού στη Γάζα, που έχει λάβει διαστάσεις γενοκτονίας με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, επιβεβαιώνει πως οι πόλεμοι του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πόλεμοι ενάντια στους «αμάχους» –δηλαδή στην τάξη μας– και πεδία εθνικών εκκαθαρίσεων. Από την άλλη μεριά, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς και τις συνεργαζόμενες με αυτήν οργανώσεις στο Ισραήλ ήταν μια πολεμική ενέργεια της μέχρι πρότινος ντε φάκτο κράτικης εξουσίας στη Γάζα. Δεν ήταν αντιστασιακή ενέργεια κάποιου κινήματος, ούτε είχε προλεταριακό ή επαναστατικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο και πυξίδα των προλεταριακών αγώνων. Πραγματοποιήθηκε σίγουρα εν γνώσει των περιφερειακών κρατικών δυνάμεων που στηρίζουν τη Χαμάς στην περιοχή (Κατάρ, Ιράν κ.λπ.) και στόχος της ήταν πρωτίστως να ανατρέψει το σκηνικό που διαμορφωνόταν από τις Συμφωνίες του Αβραάμ και να μεταβάλει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή. Δευτερευόντως, εξυπηρέτησε προσωρινά την επίλυση εσωτερικών ζητημάτων νομιμοποίησης της εξουσίας της Χαμάς στη Γάζα – όπως έδειξαν οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της. Εκ του αποτελέσματος, δηλαδή της συντριπτικά απάνθρωπης απάντησης του κράτους του Ισραήλ, η επίθεση δεν υπηρέτησε –ούτε και θα μπορούσε άλλωστε– τα συμφέροντα και τις ανάγκες του παλαιστινιακού πληθυσμού, που ήδη ζούσε σε συνθήκες απαρτχάιντ και εκτοπισμού από το ισραηλινό κράτος. Στόχευσε και αυτή εξίσου στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς στόχους, και επιχείρησε να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο πληθυσμό, όπως κάθε κρατική στρατιωτική ενέργεια, παρότι σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ωστόσο, η λογιστική των πτωμάτων και η σύγκριση των σφαγών είναι ξένη προς κάθε προλεταριακή σκοπιά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών του καπιταλιστικού πολέμου είναι δικοί μας νεκροί.
Η πρόσφατη επέκταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή και η στρατιωτική επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, με την ενεργή στήριξη των ΗΠΑ και την άμεση εμπλοκή τους στην πολεμική σύγκρουση, σηματοδοτούν μια ποιοτική κλιμάκωση. Η συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο δημιουργεί πλέον ανοιχτά συνθήκες γενικευμένης ανάφλεξης. Ο κίνδυνος ενός ευρύτερου περιφερειακού και ενδεχομένως παγκόσμιου πολέμου είναι σήμερα πιο πραγματικός από ποτέ, όπως αναδεικνύει η συνέχιση του πολέμου μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, η ενισχυόμενη ένταση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, η σύγκρουση Πακιστάν-Ινδίας, ο ραγδαίος επανεξοπλισμός των ευρωπαϊκών χωρών και η προσπάθεια ενίσχυσης του μιλιταρισμού και της στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας σε όλοκληρο τον κόσμο. Είναι η καπιταλιστική κρίση αυτή που οδηγεί στον οξυμένο διακρατικό ανταγωνισμό και τις εντεινόμενες πολεμικές συγκρούσεις. Ο πόλεμος αποτελεί «δημιουργική καταστροφή» και διέξοδο για την υπέρβαση της στασιμότητας και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μεταξύ άλλων μέσω της βίαιης εκκαθάρισης ενός πλεονάζοντος προλεταριάτου.
Το ελληνικό κράτος μάς σέρνει ήδη βαθιά σε αυτόν τον πόλεμο, αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες, παρέχοντας διευκολύνσεις και συμμετέχοντας ενεργά στους πολεμικούς σχεδιασμούς του «δυτικού» μπλοκ. Αν δεν αντισταθούμε τώρα με κάθε μέσο στην πολεμική πολιτική του ελληνικού κράτους, θα βρεθούμε σύντομα με την πλάτη στον τοίχο. Από τη σκοπιά των προλεταριακών συμφερόντων, δεν υπάρχουν «δίκαιοι» ή «αμυντικοί» πόλεμοι. Αυτή η διάκριση αποτελεί μυστικοποίηση που συγκαλύπτει τη σύγκρουση ανάμεσα σε εθνικά κεφάλαια και ιμπεριαλιστικά μπλοκ για τον έλεγχο αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων, σφαιρών επιρροής και φθηνής εργασιακής δύναμης. Κάθε πλευρά που συμμετέχει σε έναν πόλεμο παρουσιάζει τον δικό της ρόλο ως «αμυντικό» και «δίκαιο». Η νίκη του αδύναμου κράτους το καθιστά ισχυρότερο και έτσι ο φαύλος κύκλος ξεκινάει από την αρχή όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία – λίγοι θυμούνται πια την εισβολή του νικηφόρου «απελευθερωμένου» Βιετνάμ στην Καμπότζη, στα πλαίσια της αντιπαράθεσης ΕΣΣΔ-Κίνας. Η ήττα της ισχυρότερης κρατικής δύναμης απαιτεί και συνεπάγεται την ισχυροποίηση του αντίπαλου έθνους-κράτους και την εθνική συσπείρωση του πληθυσμού γύρω του. Κάθε ταξική αντίσταση πρέπει να συντριβεί για την επιβολή της κοινωνικής ειρήνης και της εθνικής ενότητας.
Στο παρελθόν η στήριξη στους «αδύναμους» εθνικισμούς και τα αντίστοιχα κράτη κρυβόταν πίσω από την ενίσχυση του υποτιθέμενου σοσιαλιστικού (δηλαδή κρατικοκαπιταλιστικού) στρατοπέδου. Σήμερα που δεν υπάρχει καν αυτό το πρόσχημα κάθε κριτική του καπιταλισμού εγκαταλείπεται υπέρ της πολιτισμικής διάκρισης μεταξύ Δύσης-Ανατολής ή Βορρά-Νότου, που διακηρύσσει η σύγχρονη «αντιαποικιακή» ιδεολογία. Πρόκειται για μια διάκριση ξεκάθαρα ανορθολογικού, μυθολογικού και αντιδραστικού χαρακτήρα, καθώς ο καπιταλισμός είναι καθολικό και παγκόσμιο σύστημα: έχει «μετατρέψει τον πλανήτη σε χωράφι του» – παρότι θρησκευτικές, εθνοτικές και εθνικές καταπιέσεις συνεχίζουν προφανώς να υφίστανται, και δεν αποτελούν «προνόμιο» συγκεκριμένων κρατών. Το παλιό θεαματικό ψευδοδίπολο καπιταλισμού-«σοσιαλισμού» πρέπει να αντικατασταθεί από ένα καινούριο, το οποίο δεν διαθέτει καν οποιαδήποτε επίφαση κοινωνικής χειραφέτησης, όπως δείχνει η στήριξη του Ιράν, της Ρωσίας ή της Κίνας από τους «αντι-ιμπεριαλιστές». Η στήριξη των δυνάμεων της «άλλης πλευράς» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που συνδέονται με αυτές δεν μπορεί καν να επιφέρει την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, που είναι σύμφυτος με τον καπιταλισμό: «Ο βασιλιάς είναι νεκρός – ζήτω ο βασιλιάς».
Αντικειμενικά, η πολιτική θέση της υποστήριξης ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου –ο στρατοπεδισμός– στρώνει το έδαφος για την ευρύτερη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και τον καπιταλιστικό πόλεμο.
Η μόνη διέξοδος απέναντι στην πολεμική κλιμάκωση είναι η προλεταριακή διεθνιστική δράση με σαφή αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Αρνούμαστε να γίνουμε αρωγοί οποιουδήποτε στρατού και οποιουδήποτε κράτους. Δεν πρόκειται να ενισχύσουμε κανένα από τα εμπόλεμα στρατόπεδα. Η μόνη λύση απέναντι στον πόλεμο είναι η αυτόνομη ταξική οργάνωση του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος στην ίδια μας τη χώρα και η έμπρακτη στήριξη σε όσους αρνούνται τη στράτευση. Είναι επίσης η στήριξη των λιποτακτών και των αρνητών στράτευσης στην «άλλη πλευρά» καθώς και η έμπρακτη αλληλεγγύη προς τις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες που αγωνίζονται ενάντια στον καπιταλιστικό πόλεμο στη Ρωσία, την Ουκρανία, το Ισράηλ, την Παλαιστίνη, το Ιράν και παντού. Αντί για μια τέτοια πρακτική που είναι η ελάχιστη αναγκαία προϋπόθεση για να μη γίνουμε κρέας για τα κανόνια του κεφαλαίου βλέπουμε να αναπαράγονται στους ριζοσπαστικούς χώρους απαράδεκτες συκοφαντίες περί «δωσιλογισμού» και «εθνικής προδοσίας» εναντίον συντρόφων αναρχικών και κομμουνιστών και, ευρύτερα, ταξικών συλλογικοτήτων.
Καλούμε όλους και όλες που αρνούνται να γίνουν εργαλεία στα πολεμικά σχέδια των αφεντικών σε συμμετοχή στη διεθνιστική αντιπολεμική συνέλευση που καλεί η Προλεταριακή Πρωτοβουλία Ενάντια στον Πόλεμο την Τρίτη 1 Ιουλίου 2025 στις ....., στο ......
Στόχος μας είναι να συζητήσουμε και να συντονίσουμε τη δράση μας:
- Ενάντια στον καπιταλιστικό πόλεμο και στην εμπλοκή του ελληνικού κράτους σε αυτόν.
- Ενάντια στη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και στην αύξηση των πολεμικών δαπανών.
- Για τη δημιουργία ενός διεθνιστικού προλεταριακού κινήματος που δεν υποτάσσεται στη λογική των εθνικών συμφερόντων, του κράτους και του κεφαλαίου.
- Για την αλληλεγγύη στις προλεταριακές και πολιτικές –κομμουνιστικές και αναρχικές– συλλογικότητες που αγωνίζονται ενάντια στον καπιταλιστικό πόλεμο στις εμπόλεμες χώρες.
- Για την επικοινωνία με τους διεθνιστές προλετάριους καταρχάς στις γειτονικές μας χώρες.
Μόνο η διεθνιστική ενότητα των προλετάριων μπορεί να ανατρέψει τη βαρβαρότητα που μας επιβάλλουν τα κράτη και το κεφάλαιο. Να μη βρεθούμε με την πλάτη στον τοίχο. Να σταματήσουμε τον καπιταλιστικό πόλεμο, πολεμώντας αυτούς που τον προκαλούν. Ενάντια σε κάθε πόλεμο εκτός από τον ταξικό.

Προλεταριακή Πρωτοβουλία Ενάντια στον Πόλεμο

Παραλειπόμενα περί χρήματος και διακυβερνήσεων

 


Fürs erste nun ist die Objektivität in ihrer Unmittelbarkeit, deren Momente um der Totalität aller Momente willen in selbständiger Gleichgültigkeit als Objekte außereinander bestehen und in ihrem Verhältnisse die subjektive Einheit des Begriffs nur als innere oder als äußere haben, – der Mechanismus.

Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Wissenschaft der Logik, Zweiter Teil: Die subjektive Logik oder die Lehre vom Begriff, Zweiter Abschnitt: Die Objektivität, στο του ιδίου Werke, Band 5, Φρανκφούρτη, Suhrkamp Verlag, σ. 407-408, απόσπασμα

 

0_

Οι δασμοί της Τραμπικής διακυβέρνησης, και οι εν Λονδίνω χωρούσες συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για συμφωνίες επί των δασμών συνιστούν μια υλική ανατροπή στη ρίζα του Μαρξικού επιταχυντισμού: σε αυτή της ab initio τακτικής υπεράσπισης του ελεύθερου εμπορίου. Κατά την ανάπτυξη της διαλεκτικής αυτής της εξέλιξης και κατά την θεσμική ολοκλήρωσή της -πιθανά- η κάθε αυτοαναγορευόμενη Μαρξιστική σχολαστική ορθοδοξία -ακόμα και στην Κίνα- θα προσομοιάζει (από την σκοπιά του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου και της αυτοτελούς κρατικής λειτουργίας) σε αφαίρεση.

Αυτό συμπαρασύρει και τη θεωρία των Μαρξ-Ένγκελς για τις εμπορευματικές τιμές είτε εμφανίζονται ταυτισμένες με την αξία των εμπορευμάτων ως τιμές παραγωγής (βλ. “Das Kapital, Τόμος Γ΄, Κεφ. Θ΄), είτε -λίγο έως πολύ- εμφανίζονται ως ιδεατότητα στην περίπτωση των αγοραίων εμπορευματικών τιμών προκύπτουσες μέσα από θεωρησιακή διαδικασία  (βλ. οπ., Κεφ. Λ επ.).

Παρομοίως, αυτό επιθέτει μια maga-πρόκληση σε όλα τα ιστορικά συστήματα της φιλελεύθερης αγγλικής πολιτικής οικονομίας.

Αν και είναι νωρίς, ξεφανερώνεται ότι στην Τραμπική διακυβέρνηση πλείστα όσα στοιχεία και δυναμικές τόσο του Χαρταλισμού (κάτι που είχε φανεί και επί Μπάιντεν) αλλά κύρια της Συνταγματικής/Καταστατικής κατανόησης εκ μέρους της Γερμανικής Ιστορικής Σχολής Οικονομίας έχουν ενταχθεί. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός της παρουσίας του κρυπτο-μεταλλισμού. 

Απ’ αυτήν την άποψη τόσο δυνητικά, όσο και ενεργάόλα τα συστημικά οικονομικά θεωρητικά όπλα είναι στη φαρέτρα της US διακυβέρνησης, καθώς και όλες οι αντιφάσεις οι οποίες παράγονται απ’ αυτές τις συνυπάρξεις.

1_

Η θεωρία των Μαρξ-Ένγκελς για την αναπαραγωγή και κυκλοφορία του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου έχει ως κόμβο τη θεωρία περί σχηματισμού ορδής/αποθησαυρισμού (“auf-schatz”, “schatzbildungμέσα από τη μετατροπή της πρόσθετης αξίας σε χρήμα, κατά τη διαδικασία συσπείρωσης και διευρυμένης αναπαραγωγής. Σε αυτό, το σημαντικό δεν είναι τόσο η διαίρεση των καπιταλιστών σε έχοντες σκοποθεσία την παραγωγή και σχηματιστές ορδών/αποθησαυριστές (διαίρεση επί της οποίας θεμελιώνεται η παραδοσιακή ηθική οικονομία του αντιιμπεριαλισμού), αλλά η διαπιστωθείσα ρητά απ’ τους ίδιους μορφοποίηση επιπρόσθετου χρηματοκεφαλαίου μέσα από τις χρηματικές ορδές/μέσα από το χρηματικό αποθησαυρισμό της κυκλοφορούσας-μετατρεπόμενης πρόσθετης αξίας: το δυνητικό επιπρόσθετο χρηματοκεφάλαιο.

Σε αυτό, η διαφωνία μεταξύ Μαρξικής και Σμιθικής πολιτικής οικονομίας αναστρέφεται σε θεμελιώδη.

Οι Μαρξ-Ένγκελς στο Β΄ Τόμο, κεφ. ΚΑ΄ το δηλώνουν ρητά:  “Geld an sich selbst ist kein Element der wirklichen Reproduktion” (“Το χρήμα an sich καθ’ εαυτό δεν είναι Στοιχείο της ενεργής Αναπαραγωγής”). Παρότι στον Τόμο Α΄ (προτσές παραγωγής κεφαλαίου) προκρίνεται μια μεταλλιστική παρουσίαση του χρήματος, στον Τόμο Β΄ (κυκλοφοριακό προτσές κεφαλαίου) και δη στο σημείο-κλειδί του σχηματισμού χρηματικής ορδής/αποθησαυρισμού προκρίνεται μια Πλατωνικού τύπου αναπαραστατική-ομοιωματική-απεικασματική κατανόηση και παρουσίαση του χρήματος.

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το Σμιθικό σύστημα, όπου “το χρήμα εκλαμβάνεται/καθίσταται αντικείμενο αναλογισμού ως ιδιαίτερο τμήμα του γενικού αποθέματος/κεφαλαίου της κοινωνίας, ή του εξόδου διατήρησης του εθνικού κεφαλαίου” (βλ. Περί του Πλούτου των Εθνών, Βιβλίο Β΄, Κεφ. Β΄).  

Η αντίθεση είναι μη συνθέσιμη, μη διαμεσολαβήσιμη, ενεργά υλική. Από φιλοσοφική σκοπιά, σε ένα διευρυμένο επίπεδο είναι αντίθεση μεταξύ πραγματικού και εικονικού, μεταξύ ενεργότητας και αναπαράστασης.

Αν σύμφωνα με τον Σμιθ το χρήμα είναι κοινωνικό κεφάλαιο, αυτό σημαίνει ότι ο οντο-λογικά διαμεσολαβητικός ρόλος τον οποίο επιτελεί στο Μαρξικό κυκλοφοριακό και αναπαραγωγικό προτσές είναι ουδέν, αν όχι ανύπαρκτος, ή κατά την οπτιμιστική εκδοχή ότι η συνολική παρουσίαση της αναπαραγωγής οφείλει να αλλάξει.

2_

Εφ’ όλων, το γεγονός που καθίσταται όλο και πιο ευκρινές, ότι οι κεντρικές καπιταλιστικές και μη-καπιταλιστικές διακυβερνήσεις πραγματεύονται και ασκούν την τρέχουσα πολιτική διαπάλη επί των θεμελιακών (και όχι μόνο επί των κάθε τόσο πρόσκαιρων τάσεων) ζητημάτων της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, δηλώνει ότι μια εποχή συστημικών αλλαγών πάει να ξεκινήσει στην οικονομική διάρθρωση.

Μπορεί να ειπωθεί ότι ένα καινούριο σύστημα πλειόνων μάτριξ πολιτικής οικονομίας πάει να παραχθεί 

3_

Η σε UK και Commonwealth σύγχρονη εφαρμογή της Ρικαρντιανής αρχής της υπερφορολόγησης με κομβική την παραδοχή ότι στο κυκλοφοριακό και συνολικό προτσές δημιουργείται αξία που συνίσταται από την ενεργοποίηση και πραγμάτωση της δυνητικότητας επιπρόσθετου χρηματοκεφαλαίου μέσα από την μετατραπείσα σε χρηματική ορδή επιπρόσθετη αξία/μεσα από την αποθησαυρηθείσα σε χρηματομορφή πρόσθετη αξία (κάτι που με την σειρά του καθιστά συστημικά το φόρο επί των επιχειρηματικών κερδών και επί της εδαφικής προσόδου genuine μορφή πρόσθετης αξίας) διαμορφώνει μια νέα συνολική οικονομική πραγματικότητα.

Σε αυτό, το με αυτοκρατορικό προσανατολισμό κράτος στην κυριαρχική μορφή του “fiscum”/treasury αναγνωρίζει μια διαφοροποιημένη ενεργή λειτουργία των οικονομικών κατηγοριών του κεφαλαίου, έχοντας στα επίπεδα και στις περιστάσεις του ελέγχου (audit) και της θεσμικής, κανονιστικής αξιολόγησης υπερβεί τον δυισμό/δυαδικότητα των διακριτών φάσεων του κεφαλαιακού κυκλώματος.

Πρόκειται για κάτι κατακλυσμιαίο, από την στιγμή που αντικειμενικά διαφοροποιεί τον Αξιακό Προσδιορισμό, αφ’ ής στιγμής δι’ αυτού σε κάθε περίπτωση ab initio συνυπολογίζεται η κυκλοφοριακά δημιουργούμενη αξία.

4_

-Σ' όλους τους κομματικούς κόσμους είμαστε αυτόνομα γκρουπούσκουλα

 

Η κριτική σε βάρος μας έχει ως προμετωπίδα ότι η κριτική ανάγνωσή μας στο “Das Kapital” είναι εξωτερική, και όχι internal. Αυτό είναι ένα κομματικό επιχείρημα. Απ’ αυτό συνάγεται και ο εν μέρει σωστός κομματικός νεο-χαρακτηρισμός ημών περί leftcoms (αριστεροί κομμουνιστές).  

Αν ληφθεί ως μια άσκηση θεωρίας συνόλων συνεπάγεται ότι η εξαγόμενη εξωτερικότητά μας ισχύει έναντι οποιασδήποτε κομματικής μορφής.

Ωστόσο, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η κριτική ανάγνωση των έργων της πολιτικής οικονομίας μέσα από την οπτική της διαδικασίας αδιαμεσολάβητης εργασίας και του εκάστοτε συλλογικού εργασιακού εμπειρισμού.

-Η εξωτερικότητά της εργασίας an sich έναντι της κομματικότητας fur sich είναι Αντικειμενική, προσδιορισμένη υπό της ιδίας.

 

Εξορύκτες του Πραγματικού

 

 

Περί των ποιοτικών διακρίσεων στην επιστήμη και την πρακτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Ο Μητροπολιτισμός

 


1.

Der Übergang von der Idealität zur Realität, von der Abstraktion zum konkreten Dasein, hier von Raum und Zeit zu der Realität, welche als Materie erscheint, ist für den Verstand unbegreiflich und macht sich für ihn daher immer äußerlich und als ein Gegebenes.

Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse, 1830, Zweiter Teil. Die Naturphilosophie Mit den mündlichen Zusätzen, Erste Abteilung: Die Mechanik, A. Raum und Zeit, c. Der Ort und die Bewegung, § 261, στο του ιδίου Werke, Band 9, Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1970, σ. 56, απόσπασμα, μτφ: 

Η Ανάβαση από την Ιδεατότητα στην Πραγμότητα, από την Αφαίρεση στη συγκεκριμένη Ύπαρξη, εδώ από το Χώρο και το Χρόνο στην Πραγμότητα που εμφανίζεται ως Ύλη, είναι για την Κατανόηση μη εννοιολογήσιμη, και γι’ αυτό πάντοτε καθίσταται σε αυτήν εξωτερικά και ως ένα Δοσμένο.

_

Η Υποκειμενική αποτύπωση και παρέμβαση στο μέτρο που προσεγγίζει ένα Πραγματικό επίπεδο τείνον σε επίγνωση της Ολότητας, μεταμορφώνεται σε προσίδια Αντικειμενικότητα ως Συλλογικότητα.

Στο επίπεδο μιας ιστορικά προσδιορισμένης και συγκεκριμένης Πράξης, αυτό είναι μια απόλυτα αρνητική τοποθέτηση προς τη μοριακή πρακτική της διανομής διανοητικών δικαιωμάτων ως μορφών του εμπραγμάτου δικαίου, ως ατομικών ιδιοκτησιών. Σ’ αυτήν την πρακτική, το ιδεατό της ατομικά διανεμημένης διανοητικής ιδιοκτησίας είναι μια νέα μορφή πνευματικής σκλαβιάς, καθώς ακόμα και η Ιδιοκτησία ως συγκεκριμένη-υλική πραγμάτωση της Ελευθερίας εμφανίζεται ταυτισμένη με το ενάντιό της, δηλαδή σε πολιτισμικό επίπεδο με την έννοια της αρχαϊκής ολικής ιδιοκτησίας a priori απονεμηθείσας στο μοναδικό θείο πρόσωπο το οποίο προσ/εν-καλείται κάθε τόσο με επιμέρους συνθήκες να αναδιανείμει στους υπηκόους και τους υπόδουλους, ασκώντας τη μοναδικά κυριαρχική εμπράγματη εξουσία του.

Πέρα από αυτό που έχει να κάνει με τα κίνητρα και τις προθέσεις, η συστηματική ενασχόληση μέσα από την εργασία και μέσα από την ταξική πάλη στην εργασία με την κλασική πολιτική οικονομία απαιτεί μια αναβαθμισμένου τύπου αυτοπειθαρχία, οργάνωση του Ego.

Δεν μπορεί να είσαι μονίμως μεθυσμένος, εθισμένος, διακατεχόμενος από ηθική τύφλωση, παρασυρόμενος και παρακινούμενος από προσωπικό και ατομικό πολιτικό ζήλο, και να αξιώνεις μια τέτοια δραστηριότητα και παραγωγή. Αν υπάρχει κάποια θρησκευτικού τύπου εσωτερικότητα που διασφαλίζει μια τέτοια πειθαρχία, -πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτήν την περίπτωση- είναι μόνο ένα μέσο, μια συνθήκη ενεργούς πνευματικότητας, και όχι κάτι το οποίο λειτουργεί ως a priori ή ως κατάφαση στο οποιοδήποτε νοούμενο a priori.

2.

Με τον Σμιθ και τον Ρικάρντο, η οπτική αναβαθμίζεται στο ολικό επίπεδο του αυτοκρατορικού έθνους. Συντελείται έτσι μια ποιοτική διαφοροποίηση από την Εμπειρική Φιλοσοφία του Χιουμ και του Λοκ, όπως περιγράφεται στην Πρώτη Καντιανή Κριτική.

Το κοινό περιεχομενικά στοιχείο που μοιράζεται ο Καντ με τους Χιουμ και Λοκ, είναι η επικέντρωση της σκέψης και της γνώσης στην εμπειρία (είτε άμεση είτε εκ της θεωρητικής/υπερβατικής νόησης) και την Έννοια μιας οριζόμενης περιοχής: η περιοχική φιλοσοφική ματιά. Η Πρακτική Φιλοσοφία αυτής της γραμματείας προσιδιάζει στη δραστηριότητα της κατασκοπείας και διείσδυσης στην εκάστοτε οριζόμενη περιοχή.

Στους Σμιθ και Ρικάρντο, η θεωρητική παραγωγή γίνεται διεθνική: έχει σημείο αναφοράς το διεθνές εμπόριο, την υδρόγειο. Σε αυτό, η Πρακτική Φιλοσοφία της κατόπτευσης και διείσδυσης μετατρέπεται σε ανίχνευση και εντοπισμό κοσμικών μεταβάσεων.

Στη γνήσια εκφορά της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, η οικονομική  παρουσίαση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως έθνος νέου τύπου είναι προσανατολισμένη στον εντοπισμό των σημείων διαπερατότητας του διεθνικού καπιταλιστικού χωροχρόνου.

3.

Έως και τη συγγραφή των “Grundrisse” και την κριτική περιγραφή της παγκόσμιας αγοράς, η Μαρξική οπτική, όπως αναπτύχθηκε στη Γερμανία της δεκαετίας του 1840, είναι επίσης περιοχική. Οι έντονες Βιβλικές-Θεολογικές προβληματικές, διάσπαρτες στην “Κριτική της Φιλοσοφίας Δικαίου” και στην “Αγία Οικογένεια”, ως αποσπασματική προσπάθεια κατάρριψης των Βιβλικών ερευνών των αφων Μπάουερ και της εξουσιαστικής θρησκευτικότητας του Πρωσικού καθεστωτισμού, αυτό καταμαρτυρούν. Ο χαρακτήρας τους παραμένει αποσπασματικός, καθ’ όσον δεν φτάνουν σε μια συνολική κριτική του αρχαϊκού ιουδαϊκού κράτους, σε μια συνολική κριτική του πνεύματος και του πεπρωμένου του χριστιανισμού.

Μέχρι το 1848, η επανάσταση στη Γερμανία δεικνύεται (μέσα από τη Βεστφαλική κουλτούρα) υπόρρητα ως μια μαχητική επανάληψη θρησκευτικών επεισοδίων από τα Προφητικά Βιβλία και τα Λουθηρανικά έργα.

4. 

Η μόνη τομή συντελείται με το “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”, όπου η Ιδέα της χειραφέτησης έχει μεταμορφωθεί σε Ιδέα του Κομμουνισμού.

Στη Νέα Ρηνανική Εφημερίδα και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1850, η εν λόγω Ιδέα λαμβάνει ενεργές μορφές, καθώς συγκεκριμενοποιείται μέσα από τον πατριωτικό ριζοσπαστικό δημοκρατισμό. Ωστόσο, αναπτύσσεται ως αντίφαση προς την αρχική Αφηρημένα Καθολική/Ρωμαλέα μορφή της.

Σε θεωρησιακό επίπεδο, ο προσδιορισμός του κομμουνισμού στη “Γερμανική Ιδεολογία” ως ενεργής καταργητικής κίνησης αναδεικνύει τον εμμενή χαρακτήρα του κομμουνισμού, ωστόσο είναι ένας περιεχομενικά διττός προσδιορισμός, καθ’ όσον κατ’ αυτόν τον τρόπο ο οποιοσδήποτε καπιταλιστικός μετασχηματισμός του υπάρχοντος είναι ήδη και καθ’ εκάστη φορά κομμουνιστικός.

5.

Με τα “Grundrisse” και στη συνέχεια με το “Das Kapital” οι Μαρξ-Ένγκελς εμβαπτίζονται στη διεθνική επιστήμη της αγγλικής πολιτικής οικονομίας των Σμιθ, Ρικάρντο, Τουκ, Ράμσεϊ κοκ. Η παρουσία των στην Αγγλόσφαιρα καθιστά το οικονομικό έργο τους οργανικό τμήμα αυτής μέσα από τη λειτουργική κριτική προς αυτήν.

Ξεχωριστής αξίας είναι τα γραφέντα στα “Grundrisse” περί της διαλεκτικής μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τρόπου παραγωγής, καθ’ όσον συνιστούν μια γνήσια θεωρία περί αυτοκρατορίας.

6.

Η Μαρξική θεωρία της συσσώρευσης, συσπείρωσης κεφαλαίου υπονοεί την έγερση ενός νέου επιπέδου διεξαγωγής αυτής της διαδικασίας το οποίο δεν έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, δεν έχει ξεφανερωθεί τόσο, ώστε να περιγράφεται ρητά. Μηχανές - Μεγάλη Βιομηχανία - Ανταγωνισμός μεταξύ των τμημάτων του Κεφαλαίου και Πάλη μεταξύ Εργάτη και Μηχανής - Εκκαθάριση αγοράς - Συγκέντρωση και Κεντρικοποιηση -αυτή είναι η Μαρξική περιγραφή αυτού του επιπέδου.

Ο μη συγκεκριμένος προσδιορισμός αυτού του νέου επιπέδου έχει ως λογική συνεπαγωγή να λειτουργεί ως causa sui εντός της συνολικής λογικής του “Das Kapital”, ώστε σε τρίτους δίνει την εντύπωση ότι το όλο προτσές δεν διαθέτει εξωτερικό τελεολογικό χαρακτήρα. Σε αυτό, τεχνοκρατικά/δομιστικά η Ιστορία εμφανίζεται ταυτισμένη με το Κεφάλαιο.

7.

Η ανάπτυξη της Γερμανικής Ιστορικής Οικονομικής Σχολής είναι η Κρατική Επιστήμη του γερμανικού σοσιαλισμού/καπιταλισμού με επικέντρωση στην ιστορική προοπτική του γερμανικού χώρου στον αγώνα του να ανυψωθεί ξανά στο επίπεδο του Ράιχ. Σε αυτό, πολιτισμικά, παρατηρείται ένα ξεπέρασμα του μαρξισμού μέσα στη Γερμανία, για τον απλό λόγο ότι αυτή η Επιστήμη αποκρίνεται και απαντάει in concreto στο ζήτημα της συγκρότησης και λειτουργίας του ενιαίου Γερμανικού κράτους.

Η μαρξιστική επιστήμη των Β΄ και Γ΄ Διεθνών είναι εν πολλοίς η σύνθεση ή η συνάρθρωση του “Das Kapital” με τη γερμανική Κρατική Επιστήμη, όπως άρχισε να διαμορφώνεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

8.

Η ποιοτική αναβάθμιση της οικονομικής επιστήμης από την περιοχική οπτική στην ιστορία και εμπειρία του διευρυμένου αυτοκρατορικού έθνους και στη συνέχεια του Ράιχ de facto απελευθερώνει τη δυναμική του εξεγερσιακού Πνεύματος ως περιέργεια, εξωστρέφεια, διεύρυνση, επέκταση, υλοποίηση.

Το επαναστατικό συμβάν της Κομμούνας αποκαλύπτει έναν νέο Πολιτικό Κόσμο, και ουδόλως μια νέα εννοιολόγηση ενός γενικού ανθρώπου.

Η Κομμούνα παριστά τη μόνη εφαρμογή ενός επαναστατικού ουρμπανισμού καθώς καθημερινά επιτίθεται στα απολιθωμένα σημάδια της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής, κατανοώντας τον κοινωνικό χώρο σε πολιτικούς όρους, αρνούμενη να αποδεχθεί την αθωότητα οποιουδήποτε μνημείου.

Theses on the Paris Commune (Debord, Kotanyi, Vaneigem, 1962), απόσπασμα

9.

Εντός αυτού του νέου Πολιτικού Κόσμου, ο καπιταλιστικός καθορισμός λαμβάνει αρχικά τη μορφή της Φιχτεανής έγκλησης για “προσδιορισμό των ανθρώπων” (1800), και στη συνέχεια τη μορφή της ανανέωσης της Παρμενίδειας οντολογίας μέσα από τον Χάιντεγκερ.

Ως προς αυτό, το εργατικό επαναστατικό γίγνεσθαι λαμβάνει τη μορφή της άμεσης άρνησης αυτού του καθορισμού και των αλλοτριωμένων μορφών τις οποίες παράγει.

Το σύνολο των καθορισμών και των αρνήσεων συναρθρώνεται αρχικά αρχιτεκτονικά σε ένα νέο αναβαθμισμένο επίπεδο: στη μητρόπολη. Η αρχιτεκτονική συνάρθρωση συντείνει στην παραγωγή της μορφής μιας νέας βιομηχανικά προσδιορισμένης και λειτουργούσας αστεακής επικράτειας που ονομάζεται μητρόπολη.

10.

Λόγω της Κομμούνας, η πορεία της κλασικής πολιτικής οικονομίας συνοψίζεται στην έλλογη και ενεργή διαδρομή: περιοχή - έθνος και παγκόσμια αγορά - μητρόπολη.

11.

Η Γερμανική Επιστήμη μέσα από τον Σίμελ το διατυπώνει ρητά. Η από τον Μπένγιαμιν μωσαϊκή τέχνη της θραυσματικής απεικόνισης παρουσιάζει αποσπασματικά το Βερολίνο και το Παρίσι με αυτόν τον τρόπο. Η αρχιτεκτονική περιγραφή του Λεφέμπβρ διαπιστωνει νέες μορφές ζωής επ’ αυτού.

12.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Εργατικός Λόγος σε Ιταλία, Φραγκική Επικράτεια, Αγγλία, και στη συνέχεια η γερμανική Αξιακή Κριτική/Αξιακός Προσδιορισμός αναπτύσσονται επικεντρωμένα σε αυτό το επίπεδο.

Η sci-fi άνθιση στις προηγμένες χώρες κατά την ίδια περίοδο ομολογεί ότι αυτή η ανάπτυξη μεταφέρεται στη σφαίρα της Λογοτεχνικής Αισθητικής. Αυτή η μεταφορά και μετάφραση είναι η στιγμή της παγκοσμιότητας του Μητροπολιτικού Εργατικού Λόγου, η στιγμή της απεριόριστης εξωτερίκευσής του.

13.

Μετά τον ΠΠΒ, η κεντρική πρακτική της αισθητικής απόφανσης, της αισθητικής δικανικής αποκτά πολιτική και διοικητική σημασία εντός των λειτουργιών της κοινωνίας του θεάματος, καθ’ όσον το κεφάλαιο ως θέαμα φιλοδοξεί να μετατρέψει τη συνολική αστική κοινωνία σε κοινωνία του θεάματος. Η δικαιολόγηση αυτού εμφανίζεται με την πλήρη καπιταλιστική ιδιοποίηση της τρίτης Καντιανής Κριτικής. Σ’ αυτό, η Καντιανή διάνοια (“Genius”) λειτουργεί σε ομολογία προς τη χρηματομορφή.

14.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το έθνος ως περιοχή κι η Ιδέα της ορισμένης περιοχής ως έθνους επανεμφανίζεται αξιωματικά στο προσκήνιο. Αυτό γίνεται με την επικαιροποίηση του Σπινοζισμού και του ανιμισμού/παμψυχισμού ως “απόλυτης εξαίρεσης” και “δυσουτοπίας”.  

Στον ίδιο χρόνο, επανεμφανίζεται ανανεωμένη κι η προτεραία περιοχική οπτική μέσα από τη Ντελεζιανή γεω-λογία.

Αυτές οι χωριστικές μορφές ως μορφές του ψευδαισθησιακού εἶναι αναπτύσσονται στην αισθητική ολοκλήρωσή τους μέσα από την κίβδηλη αντίθεση μεταξύ Κοσμισμού και Γηινισμού. Σε μια ορισμένη ιστορική φάση, ο Γηινισμός έλαβε την ιδεολογική μορφή της πολιτικής οικολογίας.

15.

Ο συνολικός τυπικός και τροπικός μαρξισμός περιδινίζεται κάπου μέσα σε όλα αυτά ή εφαρμόζεται απ’ τους μάγιστρούς του για την ex post factum δικαιολόγησή των, και γι’ αυτό αποσπάται, διαχωρίζεται στη μορφή της Κοσμικής Θρησκείας της Αξιακής Μορφής, δηλαδή ίσταται ως Αφαίρεση, ως περιγραφικό ομοίωμα του σημειοκαπιταλισμού.

16.

Όσο η επιστήμη της κλασικής πολιτικής οικονομίας διαχωρίζεται από το Απόλυτό της στις τρεις σχετικές μεταξύ των προσίδιες σε αυτήν μορφές (περιοχή/έθνος εντός παγκόσμιας αγοράς/περιοχή ως έθνος - έθνος ως περιοχή) τόσο η μητρόπολη αναπτύσσεται ως ενεργή κατάργηση αυτών των μορφών.

Αξιώνει τη συγκρότησή της σε Εσωτερικό Κρατικό Δίκαιο, ως μια διαχωριστική δυναμική έναντι της περιοχικής και εθνικής αμεσότητας της εμπορευματικής οικονομίας.

Στο βαθμό που αναπτύσσεται αυτή η διαλεκτική, ανανεώνονται αρχιτεκτονικά και νομικά ζητήματα συγκρότησης και ρύθμισης των μητροπολιτικών σχέσεων: λχ. Γουελφισμός/Αυτοκρατορία.

Εντός αυτού, το έθνος προβάλλει ως μια συμβεβηκυία δυναμική σεπαρατισμού, ως σωματιδιακή/μοριακή Φιλοσοφία/Λογική της Ιστορίας ανά περιστάσεις καμεραλιστικά ταυτισμένη με διάφορα είδη εθνικισμού.

Στην καταργητική ανύψωση της μητρόπολης σε Εσωτερικό Κρατικό Δίκαιο, όλες οι κατά φαινόμενο διαφορετικές και αλλότριες μορφές καθίστανται προϊόντα της σχιζοποίησής της, προκύπτουσα λογικά και πραγματικά μέσα από την ίδια την παραγωγή και κυκλοφορία της Αξίας. Η μητρόπολη αναπτύσσει την αποικιοποιητική, επεκτατική δυναμική της: γίνεται το γίγνεσθαι-Ολότητα που δύναται να αποκλείει/εγκολπώνει, αφομοιώνει, εμπερικλείει, κατανέμει τα αλλότρια, τα ενάντια ως χωριστικές, πραγμοποιητικές μορφές αυτού του ιδίου.

17.

Εντός της μητρόπολης βρίσκουν τις προνομιακές επικράτειές τους ο επιθυμητικός επιταχυντισμός ως Αντικειμενική τάση και οι φιλοσοφίες της αποανθρωποποίησης ως Πραγματικές Διαδικασίες.

Η τέχνη αποϋκειμενοποιημένη διασπάται και αναπτύσσεται επί της κοσμολογικής διερεύνησης και των υπερκαταληπτικών επεισοδίων και δοξασιών. Ο μαζικά εμπορευματικός και άμεσα πολιτικός ρόλος της τέχνης απομειώνεται, καθώς σε πρώτο χρόνο εξατομικεύεται.

18.

Ο πραγματικός κυβερχώρος είναι η Υποκειμενική έκφανση της παγκόσμιας αγοράς, διαμεσολάβηση των σε αυτήν ανταγωνισμών. Αυτή η ενδιάμεση δυναμική στο παρόν επίπεδο συγχρονικότητας ίσταται ως επιβραδυντική μιας πλήρους μητροπολιτικής επικράτησης. Στην Εσωτερική Αντικειμενική λειτουργία του, ο κυβερχώρος είναι η πιο υπερβατική μορφή της εθνικής αγοράς ως τμήμα της παγκόσμιας, ωστόσο ουδέποτε φτάνει έως το σημείο της αναίρεσης, της κατάργησης ως προς το εκάστοτε εθνικό σημείο αναφοράς.

 

Εξορύκτες του Πραγματικού 

Περί εμφανίσεων, αναπαραστάσεων και μαρξιστικού ρεαλισμού


1.

“Ein junger Mann, der wahrscheinlich, wie jetzt viele andere, zu hochmütig, den ehrlichen Weg Kants zu wandeln, und doch unfähig, sich zum wirklich Besseren zu erheben, ästhetisch irre redet, hat bereits eine solche Begründung der Moral durch Ästhetik angekündigt”.[1]

“Έτσι, η υπογραφή του καταστασιακού κινήματος, το σημείο της παρουσίας και της διαπάλης του εντός της σύγχρονης πολιτιστικής πραγματικότητας (αφ’ ής στιγμής δεν δυνάμεθα να αντιπροσωπεύσουμε το οποιοδήποτε κοινό στυλ) είναι πρώτα από όλα η χρήση της εκτροπής”.[2] 

_

Ξεκινήσαμε την αντι-Ρεαλιστική, νομιναλιστική έρευνα, έχοντας ένα μονεταριστικό οπτιμισμό περί της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, όπως τη θυμόμαστε απ’ τις Σοβιετικές εμπειρίες. Στην πορεία, δεν ήταν μόνο οι αντιφατικές μορφές ανάπτυξης του σύγχρονου μαρξισμού, αλλά η ίδια η ενεργή εμπειρία που μας επανωθούσε στις Καντιανές φιλοσοφικές προβληματικές.

Για να ανταπεξέλθουμε, παρέστη αναγκαία για την αναγνώριση και τον προσδιορισμό των αντικειμενικοτήτων η εφαρμογή στιγμών της πανουργίας της λογικής ως υπόδειγμα Πρακτικού Λόγου, αλλά και η πειραματική εφαρμογή όψεων του Καθαρού Λόγου.

Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η πιο αποτελεσματική και απολαυστική μέθοδο εργασίας στα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα στην εργατική κριτική, είναι η φρακταλική σε αντίθεση προς την διακλαδωτική η οποία -θέλοντας και μη- αποκαλύπτει το μυστικισμό της.

2.

Το Πνεύμα αντικειμενοποιημένο πραγματώνεται ως Εργασία. Η ζώσα εργασία αντικειμενοποιημένη πραγματωνεται ως νεκρή εργασία, ως εμπόρευμα.

Πριν τη λατρεία της Αξιακής Μορφής ως ενός νέου φετίχ κοσμικής θρησκείας, η συνολική επίγνωση της καπιταλιστικής διανοητικότητας περιλαμβάνει μια σειρά προκείμενες και συνιστώσες οι οποίες συχνά διαφεύγουν της προσοχής όσων αντιλαμβάνονται και παρουσιάζουν το σύστημα του Κεφαλαίου ως τεχνοκρατική μερικότητα.

3.

Η αποκλειστική ταύτιση της Συνείδησης με τη συμβεβηκυία οικονομική μορφή πάει πίσω κι από το Καντιανό μονοδιάστατο/μονόπλευρο το οποίο κριτικά ανέδειξε ο Σέλινγκ στο Διάλογο “Μπρούνο”[3].

Επ’ αυτού ανακύπτει η ανάγκη για μια κριτική-ριζοσπαστική Φαινομενολογία του καπιταλιστικού πραγματικού, κάτι στο οποίο η Φιλοσοφική έρευνα προσπαθεί να απαντήσει.

4.

Η Καντιανή πηγή γνώσης συνίσταται από την υπερβατική εμφάνιση ως ενάντια/αντικειμενική αναπαράσταση.[4] 

Αυτό αποδίδει σε Ρεαλιστική θεώρηση το στριφνό υλικό χαρακτήρα της εργασιακής διαδικασίας στον καπιταλισμό.

5.

Ήδη, στη καντιανή Φυσική Ιστορία (1755) ανευρίσκεται η κατανόηση της κοσμικής Δομής (Βau) και η Επικούρεια διαλεκτική της Εμφάνισης.

Στον αναπτυγμένο ιστορικό υλισμό, η Δομή καθίσταται ο τρόπος βιο-λογικής κατανόησης του κράτους και της οικονομικής λειτουργίας του εντός της Αστικής Κοινωνίας.

Η εμφάνιση του ατόμου συνιστά την προϋφιστάμενη φυσική μορφή της αξιακής μορφής, ή μάλλον την υλικοφυσική προϋπόθεση της. Η καπιταλιστική πραγμότητα συντίθεται ήδη υπό της Επικούρειας έννοιας του κόσμου των εμφανίσεων.

Η με Ελληνικούς όρους κατανόηση και αντίληψη της πραγμότητας οδηγεί στην κατανόηση του όλου συστήματος με έναν επίσης Eλληνικό όρο: κέφλειον, Kapital.

6.

Η καπιταλιστική πολιτική οικονομία επιβεβαιώνεται ως η μεταφορά και εφαρμογή της ατομικής φυσικής φιλοσοφίας στο επίπεδο της παραγωγής εμπορευμάτων.

7.

Άτομα αρχαί ως υποστάσεις οικονομικών κατηγοριών και άτομα στοιχεία ως υποστάσεις στιγμών του Iδεατού κυκλοφορούν επί της έκτασης αυτού του Ρεαλιστικά κρυσταλλωμένου κόσμου των εμφανίσεων δεικνύοντας την πραγματική δυνητικότητα και την καπιταλιστική ανάγκη περί μιας νέας μορφής κοινωνίας του θεάματος.

Στον ίδιο χρόνο, στη σφαίρα του αδιόρατου και του μη περατού μια αχανής πραγματωτική επικράτεια εξόρυξης, μεταπλασης, μεταφορών και ασφάλισης σημαίνεται. Αυτο, άλλωστε, αναπαρίσταται ως η μετα-φυσική (μορφικά ουσιαστική) μήτρα του όλου θέματος: η μετα-φυσική της Σμιθικής πολιτικής οικονομίας.

8.

Το όλο ζήτημα δεν έχει να κάνει με αισθητικούς προσδιορισμούς, ή, όπως η εθνική αφέλεια πιστεύει, με κάποιο υποκρυπτόμενο αισθητικό προτσές, αλλά πρόκειται με Καντιανούς όρους για ζήτημα περί της τυπικής δομής ή σύστασης του πραγματικού.

Ο Καντ με τη Φυσική Ιστορία του έχει απαντήσει: η τυπική δομή του πραγματικού είναι μηχανική. Σε αυτό συναινεί η Πραγματική Φιλοσοφία της Ιένας, κι η ίδια η Αντικειμενικότητα της Έννοιας.

9.

Από αυτήν την άποψη, με τον Καντ έχουμε ήδη μια επίλυση επί της κοσμολογικής αναζήτησης. Επ’ αυτής θεμελιώνεται, λαμβανομένης επίσης υπόψη της Φιλοσοφικής κατανόησής του επί της Νευτώνειας Φυσικής Επιστήμης, η βιομηχανική επιστήμη.

Καθίσταται πιο κατανοητό, αν συνυπολογισθούν οι Καντιανές κατηγορικές προσταγές ως σημεία δυνητικής παρέκκλισης, εκτροπής (όπως τα είχε αναδείξει ο Νέγκρι στο “Καπιταλιστική Κυριαρχία και Προλεταριακό Σαμποτάζ”) ώστε μέσα από αυτές συγκροτείται το αυθεντικό, υποδειγματικό υποκείμενο της νεωτερικής εργασιακής πειθαρχίας.[5]

Το πιο καινοτόμο είναι η μηχανικά νοούμενη ολοκλήρωση της έννοιας ενός υπερβατικού χρόνου προσίδιου στη φυσική οντολογία της καπιταλιστικής παραγωγής.[6] Όπως προτείνεται, με την “Κριτική του Καθαρού Λόγου”, “ο καπιταλιστικός χρόνος καθιδρύει τον εαυτό του ως ένα οικουμενικό, συνθετικό καθεστώς”[7].

10.

Στην ανάπτυξη της εσώτερης λογικής της Καντιανής φιλοσοφίας, η “Κριτική του Πρακτικού Λόγου”, η δεύτερη “Κριτική” τελεί σε αντίφαση προς την πρώτη. -Συνιστά ένα προανάκρουσμα της άρνησης της εργασίας, ή μπορεί να χρησιμεύσει ως τέτοιο.

Στην ενεργότητά της, η δεύτερη “Κριτική” συντείνει στην κριτική του δοσμένου “raison dtat”, και στην κριτική της επιχειρηματικής τάξης, το πνεύμα της οποίας αποδίδεται με την πρώτη “Κριτική”.

Στη δεύτερη ενυπάρχει η αντιφατική ένταση μεταξύ της ικανοποίησης της απαίτησης για την εμφάνιση ενός “Ενάντιου” (“Gegenstandes”) του “καθαρού πρακτικού Λόγου”, και της διαμόρφωσης μιας έννοιας Αυτονομίας: ο ηθικός νόμος εκφράζει την Αυτονομία του “καθαρού πρακτικού Λόγου”, ήτοι την Ελευθερία.

Σε αυτό, η καντιανή έννοια της Αυτονομίας συναρτάται προς την υπερβατική αναγκαιότητα της εμφάνισης του προσίδιου “Ενάντιου” κάτι το οποίο δεν εκδηλώνεται ως έριδα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά ως κατάφαση στην αναπαράσταση ή σε μια τέτοια γνωσιακή λειτουργία.

11.

Ως σύνολο, οι τρεις “Κριτικές” είναι ένας μηχανισμός παραγωγής πραγματικών αντιφάσεων: αυτό το οποίο είχε στο μυαλό του ο Προυντόν όταν έγραφε περί του “συστήματος οικονομικών αντιφάσεων”, περίπου αυτό το οποίο είχαν στο μυαλό τους οι Μαρξ-Ένγκελς όταν έγραφαν την “Αγία Οικογένεια”.

Στη σφαιρικότητά του, πρόκειται για την ίδια την υποδειγματική σύσταση του συνειδητού της καπιταλιστικής νεωτερικότητας και των πρώτων μορφών άρνησής της.

Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η Καντιανή κριτική στην αρνητικότητά της συνιστά την πρώτη μορφή εργατικής κριτικής. Αυτό επιφέρει ως αποτέλεσμα ότι συνολικά η εργατική κριτική αποδεσμεύεται από την εκκλησιολογική οντολογία των τριών, τεσσάρων, πέντε προσώπων του μαρξισμού ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη ικανότητα επίγνωσης και μετασχηματισμού της ολότητας.

12.

Ο σύγχρονος ενεργός μαρξισμός εμφανίζει από εργασιακή σκοπιά ένα διχασμό οντολογικής ισχύος:

Αφενός ο ποιοτικοποιημένος από το US κεφάλαιο βιομηχανικός μαρξισμός -και γι’ αυτό στον ουσιώδη χαρακτήρα του κρατικοποιημένος,[8] κι από την άλλη ένας εγχώριου τύπου φυσικός-γενετικός μαρξισμός ο οποίος συχνά γίνεται αυτό στο οποίο έκανε κριτική όταν αρχικά δημοσιεύθηκε: Ιστορική Σχολή Δικαίου υποστηριζόμενη εξαιτίας φυσικών/εθνικών εννοιολογήσεων.

 

Εξορύκτες του Πραγματικού

 



[1] Friedrich Wilhelm Joseph Schelling, Philosophische Untersuchungen über das Wesen der menschlichen Freiheit und die damit zusammenhängenden Gegenstände, [Philosophische Untersuchungen ...], στο του ιδίου, Werke, Band 3, Λειψία, 1907, σ. 488. Translation: “A young man who, probably like many others now, is too arrogant to walk along the honest path of Kant and is yet incapable of lifting himself up to a level that is actually better, blathers about aesthetics [ästhetisch irreredet], has already announced such a grounding of morality through aesthetics”, στο F. W. J. Schelling, Philosophical Investigations into the Essence of Human Freedom, Translated and with an Introduction and Notes by Jeff Love and Johannes Schmidt, Νέα Υόρκη, State University of New York Press, 2006, σ. 58

[2] Internationale Situationniste #3 (1959), Détournement as Negation and Prelude, απόσπασμα.

[3] Βλ. Naomi Fisher, Kevin Mager, “Schelling Responds to Kant. The Bruno Critique of One-Sided Idealism”, Idealistic Studies, 52(1), 2022, σ. 23-44.

[4] Βλ. Sergey Katrechko, “Kantian Appearance as an Objective–Objectual Representation”, Con-Textos Kantianos, International Journal of Philosophy, No 7, Junio 2018, σ. 44-59.

[5] Ενδεικτικά βλ. Nick Land, “Kant, Capital, and the Prohibition of Incest: A Polemical Introduction to the Configuration of Philosophy and Modernity”, στο του ιδίου, Fanged Nooumena. Collected Writings. 1987-2007, HB, urbanomic, 2012, σ. 55-80.

[6] Βλ. Anna Greenspan, Capitalism’s Transcendental Time Machine, Άρκαμ, Λονδίνο, Miskatonic Virtual University Press, 2023, σ. 43 επ.

[7] Οπ., σ. 45.

[8] Ενδεικτικά βλ. Giorgio Griziotti, Neurocapitalism. Technological Mediation and Vanishing Lines, Foreword by Tiziana Terranova, Translated by Jason Francis McGimsey, Κόλτσεστερ, Νέα Υόρκη, Πορτ Γουάτσον, Minor Compositions, 2019, σ. 13-18.

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...