Στη σύγχρονη μπουρζουάδικη και χυδαία αντίληψη, οι εννοιολογικές κατηγορίες του κεφαλαίου και ευρύτερα της πολιτικής οικονομίας παρουσιάζονται αντιδραστικά, ως ab initio ιδεολογικές μορφές, κι όχι ως αφαιρέσεις μη/-διαμεσολαβημένων κοινωνικών πρακτικών, κοινωνικών σχέσεων, κοινωνικών ποσοτήτων και ποιοτήτων .
Πιθανολογείται, ότι σε πρώτο χρόνο μια τέτοια είτε συνειδητή είτε εξ αμελείας στρέβλωση έχει να κάνει με την Αλτουσεριανή αδυναμία κατανόησης της κριτικής των Μαρξ-Ένγκελς στη “Γερμανική Ιδεολογία”.
Σ' αυτή την αδυναμία, όπου η ανάγκη αναγορεύεται σε φιλοτιμία, αποδίδεται το κατά Στούτσκα επιστημονικό σφάλμα του Αλτουσέρ περί παρουσίασης των νομικών μορφών, των κανόνων δικαίου ως δήθεν (οντολογικά) ιδεολογικών μορφών. Κι ο πιο δύσπιστος μπορεί να πεισθεί για το Καθολικά εσφαλμένο της Αλτουσεριανής αντίληψης, με το απλό πρακτικό παράδειγμα ότι οι νομικές διατάξεις του εργατικού δικαίου είναι μη διαμεσολαβημένες εργασιακές μορφές -ομοίως, οι νομικές διατάξεις του ενοχικού, του κληρονομικού, του τραπεζικού, του εταιρικού, του εμπορικού, του χρηματιστηριακού δικαίου, της βιομηχανικής και διανοητικής ιδιοκτησίας είναι μη διαμεσολαβημένες ανταλλακτικές, δηλαδή άμεσα οικονομικές μορφές -ομοίως, στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου οι νομικές διατάξεις για τα δημόσια έργα, για την κοινωνική ασφάλιση, για την κρατική βιομηχανική πολιτική, για τη φορολογία είναι άμεσα εργασιακές και οικονομικές μορφές. Αυτό ισχύει, στον ίδιο χρόνο με το ότι αυτές οι διατάξεις εμπεριέχουν ή μυστικοποιούν ιδεολογικές παραδοχές εκ μέρους του κράτους και του κεφαλαίου. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι οντολογικά είναι ιδεολογικές μορφές, αλλά an sich οικονομικές, καθ' όσον αποκρίνονται και προκύπτουν από άμεσο οικονομικό, εργασιακό περιεχόμενο.
Κατά την ίδια συνολικά εσφαλμένη θεωρητική γραμμή κατανόησης, η κατηγορία του “Das Kapital” “relativen Übervölkerung oder industriellen Reservearmee”[1] (σχετικός Υπερπληθυσμός ή βιομηχανικός Εφεδρικός Στρατός) αντανακλάται στα μυαλά των πρόσφατων Ιδεολόγων εντελώς ψευδαισθησιακά ως κάτι δήθεν έμφορτο, δήθεν περιεχομενικά καθοριζόμενο από τις νεωτερικές Ιδεολογικές Αφαιρέσεις, δηλαδή όχι -όπως το θέτει ο Μαρξ- ως εργασιακή μορφή, αλλά πρωτευόντως ως Εθνική/Ιδεολογική μορφή. Πολιτικά, αυτή η αντίληψη είναι πιο αντιδραστική και συντηρητική κι απ' αυτή του Μάλθους (ο σύμφωνα με τον Μαρξ αντιπρόσωπος και ατζέντης των συμφερόντων της υψηλά ιστάμενης βρετανικής αριστοκρατίας) καθ’ όσον στα Μαλθουσιανά οικονομικά ο υπερπληθυσμός εκλαμβάνεται επίσης αντικειμενικά, εργασιακά, ως ο καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής κρίσης.
Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού (και στην αντίθετη όψη του, της δημογραφικής γήρανσης, μείωσης του αμιγώς εθνοφυλετικά και πολιτισμικά ευρωπαϊκού πληθυσμού) έχει τεθεί σε ΕΕ και ΜΒ ως θέμα πλεονάζοντος μεταναστευτικού/προσφυγικού πληθυσμού. Στην αντικειμενικότητά του, ο προσδιορισμός πλεονάζων ή μη συναρτάται άμεσα στην ικανότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών και κοινωνιών να εντάξουν οργανικά με πλειοψηφικούς ποσοτικούς όρους κομμάτια από αυτόν τον πληθυσμό στο συνολικό σύστημα κοινωνικής παραγωγής.
Στον ίδιο χρόνο, κάτι που δεν πρέπει να υποτιμάται ή να παραμελείται, επίσης αντικειμενικά αναπτύσσονται πολιτισμικές και φυλετικές διαμάχες μεταξύ των πληθυσμών που είναι φορείς του ιστορικά προσδιορισμένου πολιτισμού της κάθε χώρας και ευρύτερα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και των νεοφερμένων μαζών οι οποίες στην πλειοψηφία τους συντηρούν το Ισλάμ και αναφέρονται σ' αυτό.
Τούτου δοθέντος, όσο κι αν επιθυμεί κάποιος να στρουθοκαμηλίζει, το κείμενο του Ένγκελς για τον “Kulturkampf”[2](όπως και τα έργα του για τις αρχαίες βάρβαρες γερμανικές κοινότητες)[3] αντικειμενικά προσφέρουν δικαιολογητικές και νομιμοποιητικές βάσεις για τις αιτιάσεις εργατικών και λαϊκών ρευμάτων που μπορεί να πολώνονται με την ακροδεξιά -όσο κι αν οδύρονται οι μαρξιστές του no borders και του -σώνει και ντε- diversity.
Απ΄αυτήν την άποψη, οι περσινές και φετινές ταραχές[4] σε Αγγλία και Ιρλανδία διαθέτουν ως άμεσα κοινωνικές διαδικασίες την Ενγκελσική διάσταση ιστορικοπολιτισμικής ανάλυσης και αξίωσης, και συγχρόνως καταδεικνύουν την πολιτική και διοικητική χρεωκοπία των μοντέλων μούλτι-κούλτι -στον ουσιώδη οικονομικό χαρακτήρα της, νεο-μερκαντιλιστική- διαχείρισης. Στο ΗΒ η αξίωση αυτή ενισχύεται από το ίδιο το πολιτικό γεγονός και την πολιτική πραγματικότητα του Brexit, ώστε το Brexit σε κρίσιμες εργατικές μάζες έχει μετατραπεί σε “Enough is enough, We want our country back”.
Η ακροδεξιά στα Βρετανικά νησιά, και σε Ιρλανδία παλεύει μέσα από τη θεωρία της απευκταίας και αποτρεπτέας “Μεγάλης Αντικατάστασης” του λευκού εργατικού χριστιανικού πληθυσμού να διαμορφώσει ένα συνολικό πολιτικό κίνημα ανάκτησης του ελέγχου της κοινωνικής και πολιτικοθεσμικής ζωής. Τέτοιες δυναμικές αναπτύσσονται σε Φραγκική Επικράτεια, Ιβηρική, Ιταλία και Γερμανία, ενώ είναι πολιτικά κυρίαρχες στις εργατικές τάξεις των χωρών των πρώην ΛΔ, κύρια σε Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία, ως επίσης στις Βαλτικές. Η ευφυΐα της ακροδεξιάς συνίσταται στο ότι πολιτικοποιεί το θέμα επί του πολιτισμικού, κάτι το οποίο στον άμεσο εργατικό εμπειρισμό συνδέεται οργανικά με την τιμή της εργασίας, το μισθό, με τους όρους πώλησης, μίσθωσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ιδιαίτερα, στη Φραγκική Επικράτεια όλο αυτό συγκροτείται πιο ολικά (αν και μειοψηφικά) μέσα από το σύνθημα Ευρώπη-Νεολαία-Επανάσταση
Κι όμως, οι εγχώριοι μετα-αλτουσεριανοί, μετα-μαοϊκοί, whatever, όψιμοι αποαποικιακοί είχαν τη φαεινή ιδέα να ενστερνιστούν αντεστραμμένα την απεχθή προφητεία της ακροδεξιάς μέσα από το μπουρζουάδικο πλασάρισμά της ως “Σιωπηρής Άλωσης”, ανακινώντας μάλιστα και ζήτημα ανταγωνισμού Ροκφέλερ-Ρότσιλντ επί του δημογραφικού, πρακτικά επί του πολιτισμικού και φυλετικού. Κοντολογίς, η εγχώρια αποαποικιακή μεριά διατείνεται ότι αποδέχεται και ήδη συμμετέχει στο φυλετικό πόλεμο (racial war) στο πλευρό των μη-Ευρωπαίων, στο πλευρό των έμφυλα μη-κανονικών και στο πλευρό των μη-χριστιανών, η πληθυσμιακή ποσότητα των οποίων σε κάποιες αφηγήσεις προβάλλεται ως το “νέο έθνος”, ο “νέος λαός” τον οποίο αναμένουν να αντικαταστήσει τους λευκούς χριστιανούς, και τα τοιαύτα.
-Αυτό από μόνο του ορίζει ένα επιπρόσθετο πεδίο προσδιορισμών, κατηγοριοποιήσεων, ανταγωνισμού και συγκρούσεων.
Μια από τις πρώτες ποιότητες γραμματείας που διέκριναν κάτι τέτοιο στα προηγούμενα χρόνια ήταν η εκ μέρους του Νικ Λαντ κατηγοριοποίηση “Malthusian Horror”[5] (Μαλθουσιανό Απεχθές). Στην ανάλυσή του, όπως έχουμε επισημάνει, αυτό ορίζει μια συστημική συνιστώσα της ίδιας της νεωτερικής συνθήκης, καθώς και ένα νεωτερικό συστημικό όριο.[6] Βέβαια, ο Λαντ διακρίνει και το “φυλετικό απεχθές” (racial horror) ως ποιοτικά διαφορετικό πεδίο ανταγωνισμών κλπ. Αυτό που σύμφωνα με τον Λαντ αντιτίθεται πραγματικά και ενεργά σε αυτά τα είδη απεχθούς, είναι η ελευθεριακή (libertarian, frei) αντίληψη η οποία κορυφώνεται και μετασχηματίζεται ταξικά και επιστημονικά στη Μαρξική κριτική ενάντια στον Μάλθους και στον Δαρβίνο.
Συμπυκνωτικά, αυτό μπορεί να διατυπωθεί ως: πολιτικός διαχωρισμός από την αφηρημένη ιδεολογία, μη διαμεσολαβημένη ένωση με την εργατική τάξη ως τέτοια
[1] Βλ. Karl Marx, Das Kapital, I. Band: Der Produktionsprozeß des Kapitals, VII. Der Akkumulationsprozeß des Kapital, 23. Das allgemeine Gesetz der kapitalistischen Akkumulation, 3. Progressive Produktion einer relativen Übervölkerung oder industriellen Reservearmee, MEW, Band 23, Berlin, Dietz Verlag, S. 657-667
[2] Βλ. Friedrich Engels, "Die Rolle der Gewalt in der Geschichte", Geschrieben zwischen Ende Dezember 1887 und März 1888. Nach der Handschrift, MEW, Band 21, 1962, S. 405-465
[3] Βλ. του ιδίου, Der Ursprung der Familie, des Privateigentums und des Staats Im Anschluß an Lewis H. Morgans Forschungen,VII. Die Gens bei Kelten und Deutschen, οπ., S. 127 επ.
[4] Ενδεικτικά βλ. https://techspek999.blogspot.com/2024/08/bahamas.html
[5] Βλ. Nick Land, Writtings (2011-), Reignition, Tome II. The Dark Englihtement: Neoreactionaries Head for the Exit, Malthusian Horror, 15 November 2014, edited by Uriel Fiori, pp. 142-145
[6] Ενδεικτικά βλ. οπ., pp. 123-124, extract: “Conceived generically, modernity is a social condition defined by an integral trend, summarized as sustained economic growth rates that exceed population increases, and thus mark an escape from normal history, caged within the Malthusian trap. When, in the interest of dispassionate appraisal, analysis is restricted to the terms of this basic quantitative pattern, it supports sub-division into the (growth) positive and negative components of the trend: techno-industrial (scientific and commercial) contributions to accelerating development on the one hand, and socio-political counter-tendencies towards the capture of economic product by democratically empowered rent-seeking special interests on the other (demosclerosis). What classical liberalism gives (industrial revolution) mature liberalism takes away (via the cancerous entitlement state). In abstract geometry, it describes an S-curve of self-limiting runaway. As a drama of liberation, it is a broken promise. Conceived particularly, as a singularity, or real thing, modernity has ethno-geographical characteristics that complicate and qualify its mathematical purity. It came from somewhere, imposed itself more widely, and brought the world’s various peoples into an extraordinary range of novel relations. These relations were characteristically ‘modern’ if they involved an overflowing of previous Malthusian limits, enabling capital accumulation, and initiating new demographic trends, but they conjoined concrete groups rather than abstract economic functions. At least in appearance, therefore, modernity was something done by people of a certain kind with, and not uncommonly to (or even against), other people, who were conspicuously unlike them”.