Γενική Νοημοσύνη και Αλλοτρίωση. Συμβολή στην Κριτική των καθημερινών μηχανών


Α. Αφηρημένη Εργασία και Αλλοτρίωση

Η αλλοτρίωση, όπως εμφανίζεται στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, είναι πολύπτυχη και πολυδιάστατη, ενώ συσκοτίζεται κύρια μέσα από τις τυπικές και νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας και διευθυντικού δικαιώματος, δηλαδή μέσα από την ίδια την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Για να κατανοηθεί το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στην συνολικότητά του, πρέπει να εξετασθεί ως προς τα σημεία αναφοράς του. Έτσι, η αλλοτρίωση μπορεί να γίνει κατανοητή με σημείο αναφοράς το παραγόμενο προϊόν.

Η αφηρημένη εργασία παράγει προϊόντα έχοντα ανταλλακτική αξία, δηλαδή εμπορεύματα, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον καπιταλιστή είτε είναι αδιαίρετο, φυσικό πρόσωπο, είτε είναι νομικό πρόσωπο. Σε αυτό έχουμε ήδη την αποξένωση του άμεσου παραγωγού ως προς το προϊόν της εργασίας του, και έτσι το προϊόν εργασίας παράγεται ως κάτι αλλότριο ως προς τον Εργάτη, που μέσα από την εργασία του παρήχθη. Στην δεύτερη φάση του κυκλώματος του κεφαλαίου, ο Εργάτης θα δει στο προτσές κυκλοφορίας τα αδιαίρετα προϊόντα, τα οποία παρήχθησαν από την εργασία του, είτε ως εμπορεύματα έτοιμα να πωληθούν, είτε αφού πωληθούν, θα τα δει στην μορφή του γενικού ισοδύναμου, στην μορφή του χρήματος. Στο προτσές κυκλοφορίας, ο Εργάτης αποξενώνεται όλο και πιο πολύ από το προϊόν της εργασίας του, και το προϊόν γίνεται όλο και πιο πολύ αλλότριο ως προς τον αρχικό άμεσο παραγωγό του, τον Εργάτη, καθ’ όσον εμφανίζεται κυκλοφορούν μεταμορφωμένο σε χρήμα. Έτσι, αυτό, το οποίο στο εργοστάσιο εν τω προτσές της άμεσης παραγωγής ήτο υπό την υλική εξουσίαση του Εργάτη, υπό την χρήση και κατοχή του, τώρα στο προτσές κυκλοφορίας δεν μπορεί ούτε να το γνωρίσει, καθ’ όσον κυκλοφορεί σε αλλότρια, διαφορετική μορφή, στην μορφή του χρήματος. Αυτό εντείνεται και γίνεται οξύτερο, λαμβανομένου υπ' όψη, ότι προσήκει στην φύση της αναπαραγωγικής εργασίας η πρόσδοση πρόσθετων επιθυμητικών ιδιοτήτων στα προϊόντα της εργασίας, στα εμπορεύματα, ώστε να μειωθεί ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής της αξίας τους, δηλαδή για να πωληθούν πιο γρήγορα. Δι' αυτού έχουμε την οικοδόμηση επιθυμητικών σχέσεων του Εργάτη προς τα παραγόμενα απ' αυτόν προϊόντα, πριν ακόμα μεταμορφωθούν σε χρήμα, σε χρηματοκεφάλαιο. Αυτό ισχύει, τόσο όσο τα παραγόμενα εμπορεύματα είναι στο εργοστάσιο, όσο και όσο είναι στην κυκλοφορία ως εμπορευματικό κεφάλαιο. Οι σχέσεις αυτές γίνονται ισχυρότερες, στο μέτρο που ο Εργάτης αυξάνει την ικανότητά του να εντοπίζει τις κοινωνικές συνδέσεις των εμπορευμάτων προς το προτσές της βιοπολιτικής παραγωγής, ήτοι τα εντοπίζει και τα αναγνωρίζει μέσα από τον αξιακό προσδιορισμό ως ενταγμένα στο συνολικό προτσές της κοινωνικής εργασίας. 

Ωστόσο, αν το προϊόν της εργασίας έχει τις ιδιότητες του μη αδιαίρετου εμπορεύματος, ή ακόμα και του διαιρετού εμπορεύματος (ψηφιακά προϊόντα, στοιχεία που χρησιμεύουν σε σύγχρονα έργα τέχνης και στην βιομηχανία του θεάματος, υλικοποιημένα προϊόντα της νοημοσύνης, στοιχεία συστημάτων άμυνας και ασφάλειας), κάτι που σημαίνει ότι ως τέτοια δεν μεταμορφώνονται σε χρήμα (όπως τα αδιαίρετα), αλλά μόνο ως εξαρτήματα συνολικότερων εμπορευμάτων-projects, κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στις βιομηχανίες παραγωγής τεχνολογικών προϊόντων, τότε το αλλοτριωμένο από τον Εργάτη προϊόν θα εμφανισθεί στον αποξενωμένο απ’ αυτό Εργάτη σε διπλά και τριπλά αλλοτριωμένες, σε απαλλοτριωμένες μορφές. Αυτό έχει να κάνει με τις ίδιες τις παραγωγικές δυναμικές του Μητροπολιτικού εργοστασίου λόγω της σε αυτό λειτουργούσας μηχανουργίας, έχει να κάνει με τον χώρο της Μητρόπολης, όπου ακριβώς λόγω της ενιαίας χωρικότητάς της, το προτσές παραγωγής και κυκλοφορίας αναπτύσσεται ενοποιημένο. Έτσι, το μητροπολιτικό εργοστάσιο πέρα από χώρος κοινωνικής διεξαγωγής του ειδικά προσδιορισμένου συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, γίνεται και ο κατ’ εξοχήν χώρος ανάπτυξης της θεωρίας επί των προϊόντων εργασίας, της καπιταλιστικής θεωρίας των εμπορευμάτων. Αυτό στον ίδιο χρόνο σημαίνει, ότι η αλλοτρίωση αποκτά τρόπω τινί Οντικότητα, η θεωρία περί αλλοτρίωσης μετατρέπεται σε Οντολογική θεωρία.

Ένα δεύτερο σημείο αναφοράς για την κατανόηση της αλλοτρίωσης, είναι να ιδωθεί από την σκοπιά της ζώσας εργασίας. Όπως είναι γνωστό, η ζώσα εργασία εκτείνεται στον χρόνο και λόγω της φύσεως και των υλικών ιδιοτήτων της αντικειμενοποιείται μαζί με αυτόν (παράγοντάς τον ως εργασιακό χρόνο), μετατρέπεται σε νεκρή εργασία, σε εμπόρευμα. Το προϊόν εργασίας δεν είναι μόνο κάτι αλλότριο ως προς αυτήν, λόγω των νομικών σχέσεων ιδιοποίησης, αλλά είναι Οντικά η αλλότρια ταυτότητα (Identität) της ζώσας εργασίας, η αξιακή μορφή.

Σε αυτό που έχεις παράξει και σε αυτό που παράγεις, είναι ενσωματωμένες ποσότητες εργασιακού χρόνου, εργατοώρες, που εσύ έχεις παράσχει εν τω προτσές παραγωγής: στο εμπόρευμα είναι ενσωματωμένες ποσότητες από την ζωή σου, στο εμπόρευμα είναι ενσωματωμένα κβάντα του βιταλισμού σου. Ώστε το παραχθέν εμπόρευμα από μια δοσμένη συνεπιχείρηση (cooperation) Εργατών είναι ο αντικειμενοποιημένος, ποσοτικοποιημένος, κβαντοποιημένος χρόνος αυτών των ιδίων. Επομένως, όπως το έργο τέχνης, το προϊόν της εργασίας του τεχνίτη προκαπιταλιστικά αποκρινόταν στην Φιχτεϊκή αρχή αρτιστικό/artisan Ego ó το έργο τέχνης που έφτιαξε ο αρτίστας/το προϊόν εργασίας του τεχνίτη, στον καπιταλισμό το παραγόμενο εμπόρευμα ó αλλοτριωμένο εργατικό Ego. Αυτό, πάλι στην Μητρόπολη και μόνο σε αυτήν, σημαίνει, πως ο Εργάτης, όσο πιο πολύ βελτιώνει την νοημοσύνη του εαυτού του, τόσο έχει την ικανότητα να βλέπει το αλλοτριωμένο Ego του σε αντικειμενοποιημένες και πραγμοποιημένες μορφές. Αυτό είναι το σημείο ανάπτυξης της θεωρίας επί των εργατών ως quasi νεκρή εργασία, η καπιταλιστική θεωρία των εργατών, η οποία λόγω ακριβώς της διαθέτουσας Οντικότητα αλλοτρίωσης είναι και αυτή Οντολογική θεωρία.

Ένα τρίτο σημείο από καπιταλιστική σκοπιά είναι η λειτουργία του Εργάτη ως μεταβλητού κεφαλαίου τόσο στο προτσές παραγωγής, όσο και στο προτσές κυκλοφορίας. Αυτό σημαίνει, ότι στην καπιταλιστική οπτική, και μόνο σε αυτήν, ο Εργάτης εκφράζεται ως χρήμα: στον ίδιο χρόνο η ποσότητα χρήματος που πρέπει να δώσει το αφεντικό στον Εργάτη για την εργασία του, και το χρήμα που θα ξοδέψει ο εργάτης στο προτσές κυκλοφορίας, προκειμένου να αναπαραχθεί ως τέτοιος και να αναπαράξει την εργατική δύναμή του. Έτσι, ο Εργάτης σ’ αυτήν την καπιταλιστική οπτική, αν ιδωθεί από το σημείο θέασης της αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, είναι απλά ένα αδιαίρετο, ατομικό σώμα που αποκρίνεται σε ένα ΑΦΜ, σε έναν ΑΜΚΑ, σε έναν Αριθμό Μητρώου, και –φυσικά- μια προστιθέμενη αριθμητική μονάδα σε κάποια στατιστική.

Όταν, λοιπόν, ο Εργάτης υποτίθεται καπιταλιστικά ως ένα σύνολο ποσοτικοποιημένων ροών χρήματος, που λόγω της ψηφιακής γραφειοκρατίας και των πληρωμών με ψηφιακά μέσα, μπορούν να εντοπισθούν, να μετρηθούν, να ταξινομηθούν, να (ανα-)παρασταθούν, πλέον προβάλλει σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια κλίμακα αλλοτριωμένος τόσο από τον εαυτό του, όσο και από το προϊόν της εργασίας του, που εξ αιτίας ακριβώς της ψηφιοποίησης και της ψηφιακότητας, η παράσταση, η περιγραφή (Darstellung) του εαυτού του μετατρέπεται σε μάτριξ, σε οπτικοποιημένο νοούμενο.

Η αφηρημένη εργασία παράγει την Μητρόπολη και ως επικράτεια αλλοτρίωσης, αλλά και τον ίδιο τον κόσμο ως αλλοτρίωση. Όσο αναπτύσσεται η κοινωνικοποίηση της εργασίας, οι κατανοητικές και τεχνικές δυνατότητες του Εργάτη και συνολικά η εργατική νοημοσύνη, τόσο αυτό που τοποθετείται απέναντί του ως κόσμος, είναι απλά η αλλοτρίωση τόσο του ιδίου, όσο και της εργασίας του, σε τόσο υψηλό βαθμό, και σε τόσο διευρυμένη κλίμακα, που ο Εργάτης, αν το κατανοήσει αυτό, τότε κατανοεί ότι του ανήκει και έχει να κερδίσει έναν ολόκληρο κόσμο, ή ακόμη πιο συγκεκριμένα, ότι έχει παράξει έναν ολόκληρο κόσμο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Εργάτες προβάλλουν ως το συλλογικό δημιουργικό του κόσμου υποκείμενο. Ώστε, με την επίγνωση αυτού, μπορεί να δικαιωθεί το «Gott ist tot» του Νίτσε, και ακόμα καλύτερα μπορούμε να αφήσουμε τους ευσεβείς να ενταφιάσουν σε σεμνή τελετή την Θρησκευτική φενάκη. –Αναζήτησε τον Θεό και θα βρεις μόνο τον εαυτό σου ως cyborg Εργάτη.  

Αυτά τα πολλαπλά σύμπαντα της αλλοτρίωσης, η πλευρότητα της Μητροπολιτικής επικράτειας ως συντιθέμενης από αλλοτριωτικές πραγματικότητες, είναι μια σταθερή αιτία θυμού και απογοήτευσης των Ουμανιστών, και ταυτόχρονα σημείο εξωτερίκευσης της μπουρζουάδικης υποκρισίας, η οποία είτε παριστάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα, είτε πέφτει από τα σύννεφα, όταν συνειδητοποιεί μέσα από την πολυπόθητη Αυτοσυνειδησία τις απεχθείς μορφές προβολής της, και την πολλαπλότητα των Εργατών. 

Από την άλλη, ο Εργάτης σε οποιαδήποτε μορφή του, μπορεί να αντιπαρατάξει την αύξηση της αυτοπεποίθησής του, προερχόμενης από την βαθιά επίγνωση ότι παράπλευρα παράγουμε σύμπαντα και κόσμους, και έτσι να θέσει σε κίνηση τους Μητροπολιτικούς μορφικούς μηχανισμούς με ρηξικέλευθo, με ριζοσπαστικό τρόπο ως προς το κοσμικό κέλυφος, ως προς το κοσμικόν ᾠόν. Είναι κι αυτό μια κατάληψη μιας κάποιας αδιόρατης κεντρικής εξουσίας.

Β. Ποιοτικοποιήσεις της μερικής αλλοτρίωσης ως Εργατικής Ιδεολογίας

Η κριτική εξέταση και ανάλυση της κεφαλαιακής μηχανουργίας, τόσο της ενσωμάτωσης της ως μεταβιβαζόμενης αξίας του σταθερού κεφαλαίου στην συνολική αξία του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, όσο και της λειτουργικότητας της και των απολήξεων και εφαρμογών τις οποίες επιφέρει, είναι συμβολή στην κριτική του συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, συμβολή στην κριτική της ανάπτυξης του κεφαλαίου ως δυναμικής καθυπόταξης, ως συστήματος κυριαρχίας επί του κοινωνικού. Δεν είναι λοιπόν κάτι τεχνοκρατικό, παρά τον υψηλό βαθμό ειδικοποίησης, που προϋποθέτει και συνεπάγεται, αλλά είναι ίσως ακόμα ένας τρόπος να μην αποφύγουμε την μάχη.

Ό,τι αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξισμός, στο μέτρο που είναι όντως τέτοιο, και δεν είναι ιδεολογικά αναμασήματα, κομμάτι της Ιδεαλιστικής Σφαίρας, οφείλει αφενός να απεγκλωβισθεί από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας και δη από την επιρροή των ελκυστικών μικροαστικών αριστερόστροφων μορφών της, και αφετέρου να εγκαταλείψει τον ακαδημαϊκό Σχολαστικισμό, να εγκαταλείψει τις διαμάχες των ασκήσεων Σχολαστικής λογικής επί των κεντρικών κειμένων του επαναστατικού κινήματος στον 20ο αιώνα. Αυτό σημαίνει την ικανότητα να αποστασιοποιείται, να συγκροτεί κύκλους ταξικής αδιαφορίας και εργατικής καχυποψίας, να εγκαταλείψει την ηθική του «πρώτοι στα μαθήματα πρώτοι στους αγώνες», για χάρη της αύξησης της ικανότητας διείσδυσης στις σύγχρονες τεχνοπαραγωγικές και τεχνοαξιακές πραγματικότητες, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η σύγχρονη εργατική κριτική. Περαιτέρω, αυτό σημαίνει την εγκατάλειψη της λογικής των παρακαδημαϊκών  και παρακαθεδρικών κέντρων, ανεξάρτητα ποια μορφή λαμβάνουν, και την θαρραλέα προσχώρηση σε διαδικασίες ελεύθερου και επί ίσοις όροις γνωσιακού και επιστημονικού διαλόγου, που πρέπει να αντανακλά την πραγματική ενότητα των συμφερόντων της εργατικής τάξης και να επιβάλλεται απ' αυτήν.

Η εγχώρια κατάστασή του μαρξισμού είναι λυπηρή και απογοητευτική: ποτέ δεν είδαμε τόσες πολλές εκδόσεις, περιοδικά, εγχειρήματα κλπ., και στον ίδιο χρόνο τόσο κατακερματισμό, κάτι το οποίο αντανακλά τις ίδιες τις εξατομικευτικές συνθήκες εργασίας και αναπαραγωγής των υποκειμένων, που επίσημα αντιπροσωπεύουν αυτό που αυτοπροσδιορίζεται στην χώρα ως lato sensu μαρξισμός.

Σ’ αυτό, ανεξάρτητα πολιτικής προτίμησης ή στράτευσης, μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις κεντρικές, και γι’ αυτό ενεργές πτέρυγες, σχετικά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους:

-Αυτήν που κρατάει έναν τρόπο συνέχειας από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με όλες τις παραλλαγές της, και που προσδιορίζεται από την κριτική στον ιμπεριαλισμό και στο Empire, είτε δεξιόστροφα με βάση τον Χόμπσον, είτε προς τα αριστερά με βάση τον Νέγκρι. Εντός αυτού αναπαράγονται όλες οι προβληματικές (παρ’ όλες τις επικλήσεις και τις εκτενείς αναφορές στον Λένιν, και στον (νέο-)Λενινισμό, στον Γκράμσι και στην Λούξεμπουργκ) της Β΄ Διεθνούς στα τελευταία της, κάτι το οποίο διαπερνά όλη την γραμμή, από την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα, από τον τρόπο αντίληψης της ίδιας της εργασίας και της εργατικής τάξης έως το πώς αντιλαμβάνονται την πάλη ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος. Σε αυτήν την συνολικά πλειοψηφική πτέρυγα η δύναμη (Kraft) έχει να κάνει  με την εγχώρια κομματική ιδιότητα.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η δοσμένη Δευτεροκοσμική ερμηνεία επί της θεωρίας περί χρηματιστικού κεφαλαίου του Χίλφερντινγκ, η οποία ηγεμόνευσε στην περίοδο 2008-2015, ιδιαίτερα εντός των κύκλων της οικονομικής επιστήμης αυτής της πτέρυγας, έχει υποχωρήσει, συνολικά λόγω της εμφάνισης και ανάπτυξης της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, και μερικά λόγω της σχετικά μεγαλύτερης ευρωστίας, ένεκα των ανακεφαλαιοποιήσεων και αναδιαρθρώσεων, του εγχώριου τραπεζικού και χρεωστικού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση, ήτο πολύ πιο ωφέλιμη και χρήσιμη για το κίνημα η υιοθέτηση της κριτικής ανάλυσης των Νέγκρι και Χαρντ για το Empire ως τρόπο παραγωγής, επειδή απλά δι' αυτής ετίθεντο στο ερευνητικό επίκεντρο πραγματικά στοιχεία του πραγματικού τρόπου παραγωγής, από την αναπαραγωγή του πάντοτε κυβερνητιστικού Χομπσονιανού αντιϊμπεριαλισμού, δηλαδή κεντρικών πλευρών του υπάρχοντος, και του μετά το ’89-’91 stati quo.

Από την άλλη, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η πλειοψηφική πτέρυγα πρέπει να απαντήσει, επειδή ακριβώς αυτός είναι ο άξονας ανάπτυξής της, ποιές πολιτικές, θεσμικές, νομικές, διπλωματικές, διανοητικές μορφές τείνει να λάβει η παγκόσμια αγορά κάτω από το φως και υπό την επίδραση των τρεχουσών εξελίξεων στην παραγωγή, στον πόλεμο, στις διεθνείς σχέσεις και στους συσχετισμούς ισχύος.

-Αυτήν που έχει πιο μαχητικά και κινηματικά χαρακτηριστικά, η οποία προσδιορίζεται κατά βάση από την ανάλυση του Φουκώ και την θεωρία των Ντελέζ και Γκουαταρί, καθώς και από τους επιγόνους του Αλτουσεριανισμού και της πάλαι ποτέ νέας αριστεράς, και η οποία έχει ευρύτερες σχέσεις με τα τμήματα της σχετικά πιο υψηλά αμειβόμενης γνωσιοπληροφοριακής εργασίας, και των ανειδίκευτων, καθώς και με το φοιτητικό κίνημα, ως επίσης με τον χώρο των καλών τεχνών, της εργασίας στην βιομηχανία θεάματος, της ψυχανάλυσης και της πολιτισμικής κριτικής, και γενικά βρίσκεται σε υποτυπώδεις σχέσεις με τμήματα της Εργατικής Αυτονομίας.

-Αυτήν, η οποία είναι και η πιο ξεκομμένη ως πιο εθνική, η οποία προσδιορίζεται από τον δικαιωματισμό (έστω και στην πιο αριστερή και ανταγωνιστική εκδοχή του Δουζίνα), από τον αφηρημένο μετά/διά-ουμανισμό, από συντεχνιακούς αγώνες εισδοχής στην κρατόσφαιρα και στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Σε αυτό παρατηρείται η αναπαραγωγή των επικαιροποιημένων διανοητικών μορφών τόσο της Γερμανικής Ιδεολογίας, όσο και της Αγίας Οικογένειας.

Βέβαια, στην γενικότητα όλων αυτών σηματοδοτείται ένα ιστορικό προχώρημα στην χώρα, από την στιγμή που η εθνική ιδεολογία (ιδιαίτερα, όπως σμιλεύθηκε με μετα-ρομαντικό τρόπο από την δεκαετία του 1960 με το Σβορώνειο σχήμα) δεν αναπαράγεται πλέον ως Ιδέα ως τέτοια, αλλά επί το πλείστον ως κάποιας κοπής υλιστική ιστορία, ή δεν αναπαράγεται καθόλου, επομένως το κενό καλύπτει ο Εργατικός Διεθνισμός.

Ωστόσο, είναι μεγάλη η απόσταση του εγχώριου lato sensu μαρξισμού έως την συνολικότητα των τρόπων και των χώρων της εργατικής έρευνας, της εργατικής κριτικής, όπως εκφράζεται, εκδηλώνεται και αναπτύσσεται με επιστημονική, διανοητική και πολιτισμική παραγωγή.

Η επίσημη αριστερά πρέπει να το πάρει απόφαση. Στο συνολικό μητροπολιτικό πεδίο της Αττικής και των σε συνέχεια και συνάφεια αυτής βιομηχανικών περιοχών που εκτείνονται έως τα ενδότερα της Βοιωτίας και έως την Κόρινθο, η βιομηχανία και η εργασία σε αυτήν και γι’ αυτήν αποκτούν νέες ποιότητες. Αυτό επιταχύνεται και ολοκληρώνεται με την εγκατάσταση των μονάδων παραγωγής της Google και της Microsoft, με τις επεκτάσεις του μετρό και με την ανάπτυξη της βιομηχανίας κατασκευών στον Πειραιά και στο παραλιακό μέτωπο. Επομένως, θα αλλάξει συνολικά και το ίδιο το μητροπολιτικό εργοστάσιο. 

Πρόκειται για το αντίθετο αυτού που επικράτησε ως διανοητική μηχανολογία από την δεκαετία του 1970. Αν όμως, η μηχανοποίηση του αφηρημένου, η λειτουργία των αφηρημένων μηχανών βρίσκει μιας σειράς εφαρμογών μέσα στην παραγωγή, η αφηρημένη μηχανοποίηση στάθηκε κατά κύριο λόγο ωφέλιμη για την κρατόσφαιρα και το θέαμα:

Η βιομηχανία του θεάματος από οικονομική άποψη είναι παραγωγική δραστηριότητα με την ιδιοτυπία, ότι η αξία χρήσης του παραγόμενου τελικού προϊόντος είναι inter alia η αναπαραγωγή ως τέτοιας κάποιας μορφής ιδεολογίας, κάποιας ιδεολογικής μορφής. Επομένως, η αφηρημένη μηχανοποίηση για δεκαετίες εγκαθιστούσε, διόρθωνε, επισκεύαζε, αντικαθιστούσε συνδεσμολογίες μεταξύ θεάματος και κράτους ως μηχανισμού. Στην πιο πρωτοπόρα, στην πιο προοδευτική ανάπτυξή της παίρνει την μορφή της κριτικής μάτριξ θεωρίας, δηλαδή εμφανίζεται ως διευρυμένη, λελογισμένη αναπαραγωγή ή ως κριτική του ψευδαισθησιακού, του εκλαμπτικού εἶναι, του αρνητικού που τοποθετείται ως αρνητικό, όλου αυτού που μένει από την σφαίρα του εἶναι.

Στην εν λόγω χώρα υπάρχει μια πηγή εκπόρευσης αυτών των εκλάμψεων που είναι τόσο ισχυρές και πολλές, ώστε συγκροτούν το μερικό εκλαμπτικό εἶναι. Πρόκειται φυσικά για τις μυθολογίες που συνοδεύουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα χρόνια πριν και μετά απ’ αυτό, όπως επίσης και τις επόμενες εξεγέρσεις. Από κάθε εξέγερση, από κάθε μεγάλο λαϊκό κίνημα απορρέουν ψευδαισθήσεις και εκλάμψεις, πάνω-κάτω κάτι τέτοιο έγινε στον deutsche Bauernkrieg. Η κρίση ότι όλ’ αυτά μπορούν να φτάνουν έως την συγκρότηση ενός τέτοιου εἶναι, εγείρεται, προκειμένου να επιτυγχάνεται η αποφυγή αυτού, η απόδραση από αυτό. Στην αντίθετη περίπτωση εμφανίζεται η προσκόλληση στο μη εἶναι, στα μη όντα.

Αλλά, αυτή η προσκόλληση στα μη όντα, είναι η μυστικοποίηση της αντεστραμμένης αναπαραγωγής της θεωρίας του Χίλφερντινγκ περί χρηματιστικού κεφαλαίου, η οποία επανεμφανίζεται σε ξορκισμένες μορφές. Έτσι, αν απομυστικοποιηθεί, πρόκειται μόνο για παράπλευρες λειτουργίες του τοκοφόρου κεφαλαίου και δη για εξωτερίκευση, πραγμάτευση, εμφάνιση των πιο στριφνών, ιδιαίτερων και εν τέλει επιταχυντικών σχέσεών του κεφαλαίου.

Στην οικονομικοποίησή του αυτό λαμβάνει την μορφή μιας ακόμα θεωρίας περί της άυλης εργασίας. Ωστόσο, τελώντας σε αυτό-αντίθεση, και ανά περιπτώσεις σε αυταπάτη, εμφανίζεται και λειτουργεί κύρια στο προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής: 

Στην συσσώρευση και αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα του παραγωγικού κεφαλαίου, στο εύρος που δημιουργεί κύκλωμα, είναι ολότελα αφανές, ποια μερίδα της πρόσθετης αξίας ξοδεύεται ως έσοδο (βλ. χιλιάδες χρημάτινων ευρώ σε σακούλες σκουπιδιών) και ποια μερίδα κεφαλαιοποιείται. Γι’ αυτό και νομιναλιστικά υποτίθεται, ότι στην πραγματικότητα, σε κανονικές συνθήκες, η συνολική πρόσθετη αξία (ή το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό αυτής) συσσωρεύεται, κεφαλαιοποιείται, προκειμένου να μην γίνει άνευ προς τούτο αναγκαιότητας πιο πολύπλοκη η ανάλυση. Παρομοίως, στην αναπαραγωγή και κυκλοφορία του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, και δη στην απλή αναπαραγωγή του αδιαίρετου κεφαλαίου η φυσική μορφή του εμπορευματικού προϊόντος εμφανίζεται αδιάφορη (gleichgültig) για την ανάλυση, λειτουργεί εικονικά, ως ιλουστρασιόν.

Η οικονομικοποίηση του μη όντος, η πρόσδοση χαρακτήρα άυλης εργασίας σε κάτι που μόνο κατά νομιναλιστική υπόθεση, δηλαδή σε κάτι που χάριν απλότητας και επιστημολογικής ευκολίας έχει τεθεί ως τέτοιο, δηλαδή ως «άυλο», ως εικονικό, ως ιλουστρασιόν.

Αλλά, όπως είπαμε, αυτό αντιστρέφει λειτουργίες του προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής, εμφανίζοντάς τες δήθεν ως παραγωγικές μέσα από μια ακόμη θεωρία περί άυλης εργασίας, όχι από ευήθεια, αλλά με στόχο να μυστικοποιήσει την λειτουργία του τοκοφόρου κεφαλαίου και του τόκου. Έτσι, ο τόκος αναπαρίσταται ως το άχρονο, δήθεν αιώνιο, μη ιστορικό, μη ον. Δηλαδή, αποκτά έναν quasi θρησκευτικό χαρακτήρα, γίνεται καθ’ εαυτός σύστημα διακυβέρνησης, συνθήκη αναπαραγωγής της πνευματικής σκλαβιάς του θρησκευτικού κράτους.

Γ. Σημειώσεις περί της γενικότητας της Κομματικής μορφής

Το επαναστατικό προτσές εμβαθύνει την κριτική στα πράγματα, όσο αναδεικνύει την κριτική των παραγωγικών δυνάμεων (αναγνωρίζον εαυτό σε αυτές) στις παραγωγικές σχέσεις, και ταυτόχρονα υποβάλλει τις παραγωγικές δυνάμεις σε αδιάκοπη αυτοκριτική προς την κατεύθυνση της διαρκούς επαναστατικοποίησής τους. Αυτό το καταφέρνει στο μέτρο που προσανατολίζει την κριτική του στην πραγματική βάση της παραγωγής, που εντείνει την ικανότητα να αποσπά τα στοιχεία του υπερκτίσματος και να τα εντάσσει στην λειτουργικότητα της πραγματικής βάσεως.

Οι προλεταριακές εξεγέρσεις στις δεκαετίες 1960 και 1970 σε παγκόσμιο επίπεδο αδράνησαν μόνο μέσα από την προς τα πίσω στραμμένη παλαιοντολογική λειτουργία της αφηρημένης μηχανής, όπως την εξέθεσαν οι Ντελέζ και Γκουταρί. Πρόκειται για την λειτουργία της αφηρημένης μηχανής ως κεφαλαιακής γεω-λογικής δυναμικής, η οποία μας δίνει μόνο μια αναδρομική εκτός χρόνου εντός τόπου κατανόηση του πως έγιναν τα πράγματα μέχρι και το Παλαιστινιακό έτος 70.

Η Τοποβορική κριτική είναι απλά το σαμποτάζ μιας στιγμής της διαλεκτικής του συγκεκριμένου σ’ αυτήν την κατανόηση. Η αναδρομική λειτουργία της αφηρημένης μηχανής ως "Verstand" είναι μόνο μια εμφάνιση, μια παράσταση της ποσοτικής αναλογίας στην ευθεία, στην ίσια μορφή της, της κριτικής λειτουργίας της κρίσιμης/Κριτικής μάζας. Η κρίσιμη/Κριτική μάζα είναι ποιότητα προς τον εαυτό της, εξωτερικεύεται δε στο μέτρο που η συνολικότητά της αναπτύσσεται ως αναλογία δυνάμεων (Potenzenverhältnis), επιβεβαιώνοντας εαυτό ως κβαντική παραγωγή.

Στην υλικότητά της, η αναδρομική αφηρημένη μηχανή, είναι το Χεγκελιανού τύπου πρώτο έργο τέχνης, η πρώτη υλικοποίηση της φαινομενολογίας του πνεύματος ως θρησκείας, ως θρησκευτικής τέχνης/καλλιτεχνικής θρησκείας: όπως το θέτει ο Χέγκελ, εντός του εφ’ όλων Πράγματος το καλλιτεχνικό πνεύμα αποσυντίθεται στην διαφορά της συνάρθρωσης του εαυτού του εντός αυτού και της γενικότητας που το ανόργανο εἶναι παρουσιάζει σε σχέση προς την μορφή ως περιβάλλον και κατοικία.

Μπορούμε να δούμε την ανώτερου επιπέδου λειτουργία της αναδρομικής αφηρημένης μηχανής, διαμεσολαβημένα υλικοποιημένης, να αποτυπώνει αναλογία δυνάμεων, στους Αναγεννησιακούς και Φλαμανδικούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα. Σε εκείνη την εποχή, από τον Τζιότο και μετά, η αφηρημένη μηχανή προσέδιδε ακριβώς την προοπτική, και στην ανάπτυξη της λειτουργίας της την ρευστότητα του χώρου, ώστε αναδεικνύετο ένας ατοπικός, και γι’ αυτό νοούμενος χώρος, ο οποίος ανά περιπτώσεις αποκτούσε μάτριξ χαρακτηριστικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτής της ποιότητας η αφηρημένη μηχανή συγκροτεί ένα τεχνοαισθητικό παράδειγμα (ενδεικτικά βλ. Εισαγωγή στο Μπάμπης Καββαδίας, Φως και Σκοτάδι στην Ρώμη του Καραβάτζο, Εντύποις, Αθήνα, Ιανουάριος 2020, ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ / ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ (politeianet.gr)).

Προκειμένου, να αναλυθεί κριτικά η οποιαδήποτε μηχανή σε συσχέτιση με έναν δοσμένο βαθμό ανάπτυξης οποιουδήποτε τρόπου παραγωγής, είναι αναγκαία η θέση περί Αντικειμενικότητας, διότι Εγελιανά η Αντικειμενικότητα στην Εννοιακή λογική της ίσταται ως Μηχανισμός, δευτερευόντως ως Χημισμός και εν τω τέλει ως Τελεολογία. 

Η αντίφαση συνίσταται στο ότι στην Επιστήμη της Λογικής η Αντικειμενικότητα ως Μηχανισμός κλπ. εγείρεται, ορθώνεται στην Υποκειμενική Λογική, στην αντίληψη και κατανόηση της Έννοιας (ενώ για τα αμιγώς εργατικά συμφέροντα κάθε μηχανισμός παράγεται από εργασία, λειτουργεί απ’ αυτήν και γίνεται αντιληπτός και κατανοητός εντός αυτής: είναι η τιθέμενη προς την εργασία Αντικειμενικότητα, και στον ίδιο χρόνο η παραγόμενη ως τέτοια από αυτήν: η υλική εμφάνιση του ίδιου του Χ-Ε-Χ΄, ένας τρόπος συγκρότησης της κεφαλαιοπραγματικότητας). Γι’ αυτό συχνά στην ροή της σκέψης ταυτίζεται με αυτό που η αίσθηση αντιλαμβάνεται ως κόσμο. Είναι μόνο μια συμπεριφορά του ανάποδου, αντεστραμμένου χαρακτήρα της συνολικής νεωτερικής αντίληψης.

Η απάντηση των αφεντικών στις εξεγέρσεις ήλθε με την απλή καπιταλιστική ιδέα, ότι στην σύγκρουση μεταξύ εργατών και μηχανής, χρειάζονταν μια μηχανή όχι τόσο παθητική, αλλά με πιο ενεργητικό ρόλο και λειτουργία. Η υλικοτεχνική δυνατότητα γι’ αυτό δόθηκε από την πραγμάτωση της άλγεβρας και δη της θεωρίας συνόλων, μέσα από τα μαθηματικά του Krivine.

Πέρα από την αναβάθμιση της ενεργητικότητας της λειτουργίας και του ρόλου της μηχανής μέσα στο εργοστάσιο, η πραγματωσιμότητα των πάντων, η πραγματωσιμότητα όλων συγκρότησε ένα νέο τεχνοπληροφοριακό σύστημα αποδειξιμότητας, ένα αστυνομικού τύπου σύστημα δικανικής αληθουργείας, μια εκ βάθρων αλλαγή του δικαίου απόδειξης από το βερμπαλιστικό στο πραγματικό.

Τα Γερμανικά κατηγορικά οικονομικά, που είναι συνδεδεμένα με τον Ορντοφιλελευθερισμό, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις ανέλεγκτες, a priori απρόβλεπτες επιπτώσεις από τις πραγματώσεις της αφηρημένης μηχανής ως ding in sich κατά την λειτουργία της. Μπορεί να εντοπισθεί, ότι όσο έχει ρεβανσιστική μηχάνευση, τόσο η λειτουργικότητά της αναπτύσσει εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, παρίσταται έχον ενορχηστρωτικό ρόλο στον intergang war: εδώ ο εμφύλιος πόλεμος τίθεται ως ο μη Bürgerkrieg: ως gender war, ως interracial war, ως interreligious war. Αυτό, το οποίο επιτυγχάνει, είναι μόνο η τόνωση της εθνικής αγοράς και η μυστικοποιητική ιδεολογικοποίησή της, η αναπαραγωγή της  εθνικής ιδεολογίας. Η αφηρημένη μηχανή κατά την ρεβανσιστική μηχάνευσή της δένει όλο και πιο σφιχτά τα υποκειμενικά εξαρτήματά της στην υστερική συνθήκη.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συνολικό σύστημα των αφηρημένων μηχανών είναι επιδεκτό ιδεολογικοπολιτικής μηχάνευσης, απευθυνόμενο στις μάζες, ώστε να δομεί συνθήκες εμφάνισης Πλήθους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η μηχανική σύνδεση Πλήθους και Κράτους, Πλήθους και Δημοκρατίας, το μόνο που κάνει είναι η εδραίωση και η διασφάλιση του συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Δύο κομβικά ερωτήματα μένουν αναπάντητα από την πλευρά της επιστήμης των καπιταλιστικών συμφερόντων: σε ποιο εύρος η αφηρημένη μηχανή, για να δικαιούται τον προσδιορισμό της μηχανής, μεταβιβάζει κατά την λειτουργία της την αξία της στο παραγόμενο προϊόν, και κατά πόσο σχετίζεται η αφηρημένη μηχανή με την ανεξαρτητοποίηση μηχανών τεχνητής νοημοσύνης.

Υπό των κριτηρίων της Ρικαρντιανής πολιτικής οικονομίας, η in actu μεταβιβαζόμενη αξία της αφηρημένης μηχανής είναι σχεδόν μηδαμινή. Το να βάλεις ένα σετ εξισώσεων θεωρίας συνόλων σε κάποια υπολογιστική εφαρμογή, δηλαδή κάτι που ως υλική ενέργεια απαιτεί κάποιες δεκάδες δευτερολέπτων (όσος χρόνος απαιτείται για κάποια κλικαρίσματα και κάποια copy paste) είναι τόσο μηδαμινής αξίας που σχεδόν προσιδιάζει στην αναπαραγωγή της ικανότητας του χειριστή του υπολογιστή να το κάνει. Ως τέτοια εν τω προτσές άμεσης υλικής παραγωγής de facto προσήκει στην αξία του μεταβλητού κεφαλαίου, και όχι τόσο του σταθερού.

Αυτό, όπως έχουμε ξαναγράψει, σίγουρα έχει παίξει ρόλο στην μείωση της αξίας του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες περίπου. Από συνολική καπιταλιστική σκοπιά η αξία χρήσης της αφηρημένης μηχανής έγκειται στην εμπόδιση της ενεργοποίησης και της έντασης του νόμου της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Αλλά, στον ίδιο χρόνο, εξ αιτίας και αυτής, η ποσότητα της πραγματούμενης πρόσθετης αξίας, το κέρδος ως απόλυτο ποσοτικό μέγεθος στις προσίδιες περιπτώσεις μειώνεται. Ο τεχνομηχανικός έλεγχος επί του κοινωνικού δεν εναρμονίζεται πάντα με το κέρδος ως απόλυτη ποσότητα.

Το μόνο εύλογο εξηγητικό ίχνος για την ανεξαρτητοποίηση μηχανών τεχνητής νοημοσύνης ως παράπλευρη συνέπεια της λειτουργίας των αφηρημένων μηχανών αποδίδεται από την κριτική περιγραφή της λειτουργίας των ερμηνευτικών μηχανών, και δη των μοναδικών (monadic) ερμηνευτικών μηχανών.

Η θέση μας είναι απλή: ανηλεής κριτική ενάντια σε αυτά τα πράγματα, διάχυτος μαζικός Λουδιτισμός.

Η εγκατάσταση των λειτουργιών των αφηρημένων μηχανών στην Μητρόπολη, προσδίδει μια ακόμα εργασία στο συνολικό μητροπολιτικό εργοστάσιο: αυτήν του machine learning. Η μηχανική εκμάθηση είναι per se παραγωγική δραστηριότητα, εργασία παραγωγής αξίας, καθ’ όσον είναι βελτίωση της λειτουργίας των αφηρημένων μηχανών και επομένως ανέβασμα της αξίας των. Επειδή αυτή η δραστηριότητα γίνεται στο συνολικό μητροπολιτικό εργοστάσιο γι’ αυτό και ως τέτοια μένει απλήρωτη, αναπτύσσεται ως ένα πάρεργο στο οποίο ταλαιπωρείται το σύνολο της μητροπολιτικής εργατικής τάξης.

-Να αρνηθούμε την εργασία της μηχανικής εκμάθησης των αφηρημένων μηχανών μέχρι να αυξηθεί όσο μπορεί, ο συνολικός εργατικός μισθός.

Γ. Σχετικοί Προσδιορισμοί

Η δημοσίευση στις 15/8/2018 με τίτλο IdeologyIntelligenceand Capital μιας συνέντευξης του Νικ Λαντ έβαλε φρένο στην ασυλλόγιστη νεοσχολαστική πλαισίωση και στρέβλωση της έννοιας και της πρακτικής της νοημοσύνης ως διάνοιας, και ταυτόχρονα την επανασύνδεσε με την έρευνα του σταθερού κεφαλαίου.

Η Γενική Νοημοσύνη έχει αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό, διότι παρήχθη και έγινε ανά περιστάσεις ορατή εντός του προτσές της δημιουργίας της παγκόσμιας αγοράς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χωρίς παγκόσμια αγορά δεν υπάρχει Γενική Νοημοσύνη. Μέχρι τότε η νοημοσύνη ήταν είτε διάνοια είτε νοημοσύνη του μερικού.

Η Γενική Νοημοσύνη είναι η πραγματική αναίρεση της γενικής κοινωνικής γνώσης, στο εύρος που η τελευταία ενσωματώνεται στην και συνδέεται με την ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου, ως άμεση παραγωγική δύναμη, στο εύρος που οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις παράγονται όχι μόνο στην μορφή της γνώσης, αλλά ως άμεσα όργανα της κοινωνικής πράξης, ως το πραγματικό βιοτικό προτσές. Η Γενική Νοημοσύνη διακρίνεται και ξεχωρίζει τόσο από τις μορφές κοινωνικής συνείδησης, όσο και από την ενσωματούμενη στο σταθερό κεφάλαιο γενική κοινωνική γνώση ως άμεση παραγωγική δύναμη, δηλαδή από την επιστήμη, από το ότι οι συνθήκες του προτσές κοινωνικής ζωής έρχονται υπό τον έλεγχό της και επανασχεδιάζονται σύμφωνα με αυτήν. Στην ανάπτυξή της, που είναι όσο πιο στενά συνδεδεμένη γίνεται και σχεδόν ταυτόχρονη με την ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου, η γενική νοημοσύνη λαμβάνει την μορφή του Αυτόματου, αποτελούμενου από πολλά μηχανικά και νοήμονα όργανα, έτσι ώστε οι ίδιοι οι προσίδιοι σε αυτήν εργάτες προσδιορίζονται ως τα συνειδητά μέλη του Αυτόματου της Γενικής Νοημοσύνης. Ιστορικά, τα Αυτόματα της Γενικής Νοημοσύνης, έλαβαν την συνάρθρωση των υπηρεσιών πληροφοριών και νοημοσύνης των νικητήριων κρατών μετά τον ΠΠΒ.

Επομένως, η Γενική Νοημοσύνη ως τέτοια έχει χαρακτηριστικά κεντρικού σχεδιασμού, καθ’ όσον το κύριο έργο της είναι ο έλεγχος και ο σχεδιασμός σύμφωνα με αυτήν των συνθηκών του προτσές της κοινωνικής ζωής.

Ανάλογα προς τα πού κύρια είναι στραμμένος ο προσανατολισμός και η στοχοθεσία, προς την κρατόσφαιρα ή προς την παγκόσμια αγορά, αλλάζει τόσο η εννοιολόγηση, όσο και η πρακτική της Νοημοσύνης. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση η Νοημοσύνη γίνεται επί το πλείστον διάνοια, ενώ στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει και λειτουργεί κατά κύριο λόγο μέσα στις ίδιες τις πραγματικότητες της πραγματικής βάσης ενός δοσμένου τρόπου παραγωγής, επομένως σε αυτό είναι που η Νοημοσύνη γίνεται Γενική Νοημοσύνη.

Η διάνοια (intellectus) και η φιλοσοφία γι’ αυτήν αναπτύχθηκε κατά την πρώτη περίπτωση στους κόλπους της μεταρρυθμισμένης Καθολικής Εκκλησίας, από τον 11ο αιώνα με την Παπική Επανάσταση. Απέκτησε δε συστηματικά χαρακτηριστικά με την ανάπτυξη των Μεσαιωνικών πανεπιστημίων, ιδιαίτερα στον 13ο αιώνα, και προεχόντως στην Φραγκισκανική Σχολή της Οξφόρδης. Η επικράτεια ανάπτυξης της διάνοιας είναι ο φιλοσοφικός ρεαλισμός του Ιωάννη Ντανς Σκότους, και δη η θεωρία περί νοήμονος όντος (intelligible being), το πρόγραμμα περί θεωρησιακής γραμματικής, και πνευματικής ενοποίησης του Ρογήρου Βάκωνα, οι μυστικιστικές προσεγγίσεις των ερμηνευτών (ιδιαίτερα του Ονόριου της Αυγουστούπολης) των Προφητών και του Άσματος Ασμάτων, και των Καμπαλιστών, η σημειωτική και το πρόταγμα για νοητική γλώσσα του Γουλιέλμου του Όκαμ. Στον τελευταίο διαμορφώνεται και η φιγούρα του φιλόσοφου μηχανικού, δηλαδή η ρίζα της Ουμανιστικής αντίληψης της νεωτερικότητας, η οποία ταυτίζει τον φορέα της διάνοιας με τον Menschen. Από αυτό προέκυψε στον 20ο αιώνα και η αντίληψη περί της νοημοσύνης ως κόμματος.

Στην κλασική Ντόιτς φιλοσοφία η νόηση και το άμεσο αποτέλεσμά της ως τέτοια, η νοημοσύνη, συνδέεται κυρίως με τα ερευνητικά πεδία της Ελληνικής φιλοσοφίας. Η Επιστήμη της Λογικής είναι το διανοητικό θεμέλιο της νέας τότε αντίληψης για την Νοημοσύνη και το πέρασμα από την διάνοια σε αυτήν: η ποιοτική αλλαγή του περιεχομένου της. 

Συχνά, στην νέο-Καντιανή οπτική, η νοημοσύνη ταυτίζεται με το πνεύμα, όπως τίνες εκ των νεο-Εγελιανών, και πολύ περισσότερο οι εκπρόσωποι της Αγίας Οικογένειας, ταυτίζουν την νοημοσύνη με την φιλοσοφία του ενικού, του οικουμενικού νου, δηλαδή λιγότερο ή περισσότερο με τα πεδία της θεολογικής αναζήτησης.

Σε μια προσπάθεια φιλοσοφικής κατανόησης της νοημοσύνης ως τέτοιας, κάποιος πρέπει να μετακινηθεί προς τα πεδία προσδιορισμού του γίγνεσθαι στην διδασκαλία περί του εἶναι  στην Επιστήμη της Λογικής. Απ’ αυτήν την σκοπιά, το γενετήσιο διανοητικά σημείο της νοημοσύνης είναι η σκοτεινιά και η φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Άλλωστε, αυτή ήταν η διανοητική διαδρομή του Λένιν κατά την παραμονή του στην Ευρώπη.

Από την στιγμή που κάποιος φτάνει έως την έρευνα του γίγνεσθαι εντός της αντικειμενικής λογικής, θα τραβήξει προς την κρατόσφαιρα ή προς την έρευνα της πραγματικής βάσης της κοινωνίας, προς την έρευνα του τρόπου παραγωγής. Το πρώτο έχει να κάνει με τις ιδεολογίες, την πολιτική και τα κόμματα ως διασπάσεις και αφαιρέσεις του κοινωνικού, το δεύτερο κύρια με την κλασική πολιτική οικονομία.

Βέβαια, οι ιδιότητες και η τεχνογνωσία του cyber- και του cyberspace παρέχουν διασυνδετικές ικανότητες, ώστε κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στο αίτημα για την επανεμφάνιση της νοήμονος κρατικής μορφής, η οποία μπορεί να διευθύνει τις οικονομικές και διοικητικές υποθέσεις, ως απάντηση στην ίδια την γραφειοκρατία. Αυτό εμπεριέχει ηθικά αξιολογικές κρίσεις περί της μηδενικότητας της εργασίας ως τέτοιας, δηλαδή σε τελική ανάλυση μια Πλατωνική/μονοθεϊστική αντίληψη του πραγματικού. Με την σειρά του αυτό οδηγεί σε εν μέρει ακαδημαϊκοποίηση του προσίδιου Αυτόματου, νομοτελειακά στην μερικοποίησή του, ανεξάρτητα του ποιόν –ισμό επικαλείται για να αυτοδικαιολογηθεί.

Από την άλλη, η παρουσία των αφηρημένα σινικών δυναμικών στα κέντρα και στους χώρους της παγκόσμιας διάνοιας έχει αναδείξει την έννοια της σκέψης ως εξισωτικής πρακτικής ενοποίησης των διαφοροποιημένων και ετερόκλητων πεδίων και σφαιρών. Πρόκειται για μια μαζικολαϊκή οδό, για έναν λαϊκό κοσμοπολιτισμό, ο οποίος συναρθρώνεται σε συγκεκριμένα σημεία του προτσές κυκλοφορίας και στις σχέσεις διανομής της παγκόσμιας αγοράς. Επί του συγκεκριμένου, αυτό συνδέεται με την τάση εξωθούμενης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου της βιομηχανίας πληροφορικής και ψηφιακών εμπορευμάτων. Επομένως, είναι μια culturalized όψη και λειτουργία της Γενικής Νοημοσύνης: δυνητικά, η πολιτισμική μορφή των start-ups.

Δοθέντων υπ’ οψη όλων των παραπάνω στην ιστορική διάστασή τους, η σύγχρονη δυνατότητα Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως παρουσιάζεται και περιγράφεται στο Μανιφέστο, αναδύεται ως επιθυμητικός διαχωρισμός από τα Αυτόματα, απ' την ως τέτοια μηχανικότητα της Γενικής Νοημοσύνης, ώστε όλο και πιο πολύ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας να επιτυγχάνουν τον έλεγχο αυτών των Αυτομάτων.  






 

No comments:

Post a Comment

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...