Όπως πρώτος διέγνωσε ο Άνταμ Σμιθ, το κεφάλαιο είναι τέτοιο, διότι επιβάλλεται με επαναστατικό (και γι’ αυτό αιματηρό) τρόπο επί των παρωχημένων τρόπων παραγωγής. Αυτό είναι και η βασική φαινομενικότητα του προτσές της υποδειγματικής συσσώρευσής του.
Ανήκει στην νομοτέλεια του προτσές της υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου η δημιουργία μιας δοσμένου βαθμού ανάπτυξης αστικής κοινωνίας, που επίσης νομοτελειακά αναγορεύεται σε πολιτικό κράτος. Οι βασικοί αντίπαλοι του κεφαλαίου σε κάθε τέτοιο προτσές είναι το θρησκευτικό κράτος, ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και το προσίδιο σε αυτόν δεσποτικό κράτος, και η φυλετική οργάνωση των κοινοτήτων. Αυτή η θέση συνιστά το πανοπτικό των πολέμων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη) και Αφρική τα τελευταία 40 χρόνια, ήτοι την πραγματική οπτική του ΠΠΔ΄.
Ταυτόχρονα, αυτή η οπτική είναι που μπορεί να παράσχει μια εργατική γραμμή κριτικής ανάλυσης για ό,τι συμβαίνει και για ό,τι έχει συμβεί. Αντίθετα, η αφηρημένη αστική οπτική, φερόμενη μέσα από τις κάθε λογής και κάθε είδους αντιϊμπεριαλιστικές ιδεολογίες προτάσσει τα παθογενή διπολικά ή ακόμα χειρότερα πολυπολικά σχήματα ερμηνείας, αποδίδουσα πλέον με παρανοϊκό τρόπο, ενώ παλιότερα με σχιζοφρενικό, την κεντρικότητα στο «έθνος» ή στην «χώρα». Αυτό είναι ο κύριος παράγοντας θεαματικής/ιδεαλιστικής αντιστροφής του κόσμου.
Από την άλλη, η Καντιανά καθαρή καπιταλιστική οπτική, κύρια όπως εκφέρεται από το κατεστημένο των ΗΠΑ, συχνά υποτιμά την δυναμική εσωτερικοποίησης αυτού του προτσές στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, κάτι που έχει λάβει όλο και πιο υλικές δυναμικές με τα ρεύματα μετανάστευσης και μετακίνησης πληθυσμών.
Είναι ενδιαφέρον, ότι μέσα από την ίδια την εξέλιξη του ΠΠΔ΄ δεν φαίνεται τόσο η «χρηματιστική» λειτουργία του κεφαλαίου, το κατά Χίλφρεντινγκ «χρηματιστικό κεφάλαιο», δηλαδή οι συναρθρώσεις μεταξύ χρηματοκεφαλαίου, χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου, καθ’ όσον αυτές είναι επί το πλείστον κωδικωμένες και σημειωτικοποιημένες στις κεφαλαιακές Μητροπόλεις, αλλά κατά βάση η ενότητα του κεφαλαίου ως σύνολο τεχνοβιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων. Απ’ αυτό, όπως έχει δείξει ο Γκράμσι, εξάγεται και η δυνητικότητα τόσο του πολέμου θέσεων, όσο και της παθητικής επανάστασης. Είναι κάτι που ενασκεί, όποτε το θέλει, το ΚΚ Κίνας, από την εποχή του Deng Xiaoping.
Παρόλο που υπάρχει ένα κάπως ακλόνητο consensus στις κορυφές των διαφόρων «πόλων» περί της γενικής ανάγκης ανάπτυξης των τεχνοβιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων, ωστόσο έχει αναδειχθεί σε διευρυμένη κλίμακα η όξυνση του ανταγωνισμού και η διαπάλη για την ποιότητα των τεχνοβιομηχανικών σχέσεων, ειδικά όσον αφορά τον τρόπο εμφάνισης, εξωτερίκευσης και κοινωνικοποίησής των.
Αυτό αναδεικνύει την ίδια την καπιταλιστική στρωματοποίηση, με τον τρόπο που την αντιλήφθηκαν και την κατανόησαν ο Ντελέζ και ο Γκουαταρί. Η στριφνότητα και η ιδιαιτερότητα αυτής της στρωματοποίησης συνίσταται στο ότι σε κάθε εκ του καταμερισμού εργασίας και των σχέσεων διανομής διαφοροποιημένο μπουρζουάδικο στρώμα αντιστοιχούν και διαφοροποιημένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, κάτι που σε τελική ανάλυση συνδέεται με τον χαμηλότερο ή υψηλότερο βαθμό οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, ως επίσης με τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφορετικών μερίδων και τμημάτων κεφαλαίου.
Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ιστορικά η τάση ανεξαρτητοποίησης και αυτομόλησης μπουρζουάδικων στρωμάτων από την πολιτική οργάνωση και την επιτελικότητα του κεφαλαίου:
Η ανάδυση του θρησκευτικού κράτους στα τέλη δεκαετίας του ’70 με την αλλαγή του Ιρανικού καθεστώτος και με την αντισοβιετική αντίδραση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και ο επανασχηματισμός του Ισλάμ σε παγκόσμιο επίπεδο, ήτο ο ιστορικός παράγοντας που ανέκοψε το σοβιετικό επαναστατικό προτσές και στον ίδιο χρόνο άρχισε να βάζει εμπόδια στο υποδειγματικό προτσές του κεφαλαίου. Κι αν οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μια εμπειρία αιώνων στην οικοδόμηση σχέσεων και σε έναν ανταγωνισμό ηγεμονίας μ’ αυτές τις δυνάμεις, τα τελευταία χρόνια η Κίνα με την περίπτωση των Ουιγούρων γεύεται κάτι παρόμοιο, ως επίσης η στο όνομα του διπολισμού συνεργασία με το θρησκευτικό κράτος και το Ισλάμ εσωτερικεύεται στην Ρωσική και μετα-σοβιετική πολιτική πραγματικότητα και την απομακρύνει τόσο από τις σοβιετικές, όσο και από τις παραδοσιακές βάσεις της, όπως γινόταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ στην δεκαετία του ’80.
Τα εξηγητικά σχήματα του πολέμου των πολιτισμών, ή ακόμα κι οι ουμανιστικές/εμφυλ(ι)ες αναλύσεις συνεχίζουν να εφαρμόζονται, αλλά το εργατικό κίνημα έχει κάθε συμφέρον να ξεκαθαρίσει τις δικές του θέσεις μάχης ενάντια στο διακρατικό πολεμικό σφαγείο: υλιστική κριτική της θρησκείας, απομάγευση-απομυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, κανονιστική και κατασταλτική κατάργηση κάθε μορφής σύγχρονης δουλείας, ανάδειξη του καθορισμού της πραγματικότητας από την ταξική ένταξη και την εργασία, πολιτικό κίνημα ικανό να συγκλονίζει τις σταθερές της αστικής κοινωνίας διαχωρισμένο τόσο από το θρησκευτικό, όσο και από τις αυταπάτες της μπουρζουάδικης κουλτούρας, συνεργασία με τις κοινωνικές δυνάμεις που οργανώνονται και παλεύουν γύρω από το πολιτικοδημοκρατικό ζήτημα, διαρκής πάλη για πολιτιστική επανάσταση.
Ωστόσο, είναι κοινή παραδοχή, ότι με το θρησκευτικό κράτος δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, όχι μόνο επειδή είναι ανέλεγκτη πραγμάτωση των πιο αντιδραστικών μορφών φενακισμένης συνείδησης, αλλά διότι πρέπει να εντοπίσεις τι φέρει εντός του εγκιβωτισμένο ως αναπαραγωγική δυναμική.
Από την σκοπιά του Judenfrage το σύγχρονο θρησκευτικό κράτος δίνει απάντηση σ' αυτό δια της ταύτισης υποκειμένου με τον αλλοτριωμένο εαυτό, δια της ταύτισης πραγματικής και εικονικής κυριαρχίας. Αυτό έχει ισχύ από το επίπεδο του ατόμου-υπηκόου έως το επίπεδο του έθνους, ως το επίπεδο της χώρας, διότι το άτομο-υπήκοος παρίσταται ως σωματοποιημένος εκπρόσωπος του έθνους και της χώρας, ενώ στην κλασική αστική κοινωνία το άτομο-πολίτης παρίσταται ως σωματοποιημένος εκπρόσωπος υλικοκοινωνικών συμφερόντων. Έτσι, το νεωτερικό αίτημα για τυπική ισότητα αντικαθίσταται με την ισότητα υπακοής στους θρησκευτικούς νόμους, και το Judenfrage προβάλλει επιλυμένο ειρηνικά.
Η κοινωνική ordo, η οποία λειτουργεί ως αναπαραγωγική δυναμική του θρησκευτικού κράτους, είναι –να το πω συμβολικά- η Βανδέα ως Οικούμενον, ως οργανικότητα μοριακών και διατομικών σχέσεων και συμφερόντων, αγκιστρωμένων στην αδιαίρετη ιδιοκτησία και στην μονοποικιλιακή οικογένεια εν είδει καρικατούρας Αγίας Τριάδας. Αυτό λαμβάνει με σχεδόν αυτοματικό τρόπο πολιτικά χαρακτηριστικά: μονοσήμαντη και μονοδιάστατη πατριαρχία ή έμφυλα αντεστραμμένη πατριαρχία, παραδοσιοκρατικός εθνικισμός, προ-νεωτερικός κοινοτισμός, αταβιστικός τοπικισμός, αντικομμουνισμός, αντιδιεθνισμός. Για να το κάνω πιο απτό, είναι κάτι σαν κι αυτό, το οποίο έζησε η καθυστερημένη Ελλάδα στις δεκαετίες 1950-1970. Η δε υποδειγματική χώρα γι’ αυτό το πράγμα είναι το Αφγανιστάν, κάτι γνωστό, από τότε που ο Ένγκελς έγραψε αναφορά γι’ αυτό. Εν τούτοις, και ο μακρόχρονος Συριακός Πόλεμος αναπαράγεται γύρω από τέτοιες περιστρεφόμενες και επαναλαμβανόμενες δυναμικές: Βανδεϊκού τύπου συμφέροντα και οργανικότητες, στρατιωτικοποιημένος μεσσιανισμός ως θρησκευτικό κράτος, νεωτερική κοσμικότητα, συντακτική δικτατορία, interregnum, κοινοτισμός, ομοσπονδιοποίηση, εθνικός αντιϊμπεριαλισμός και φτου κι απ' την αρχή.
Αυτά είναι προκλήσεις για το παγκόσμιο προλεταριάτο και για το επαναστατικό εργατικό κίνημα, στις οποίες έχει κάθε συμφέρον να απαντήσει στρατηγικά. Στην συνολικότητά του και στην strictο sensu οπτική της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μέσα από την κριτική στον μιλιταρισμό ως τρόπο συσσώρευσης παρέχει οξύνοια και θέσεις για την εξαπόλυση εργατικής κριτικής σε όλο αυτό το εκτεταμένο γεωγραφικά σύστημα μιλιταρισμού της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής, το οποίο είναι μόνο η μερική έκφραση της γενικότητας του μιλιταρισμού των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, η εδαφικοποιημένη μερικότητά των, χωρίς να χρειάζεται καμία αναπομπή στην θεωρία κέντρου-περιφέρειας.
Ο αναπτυσσόμενος πολιτικός πόλεμος στην Ιρανική επικράτεια και η τρέχουσα κλιμάκωσή του ανέδειξε την ύπαρξη μιας σχέσης μεταξύ της πάλης ενάντια στις μορφές και παραλλαγές του θρησκευτικού κράτους και της εσωτερικής διαλεκτικής του πολιτικού πολέμου να λαμβάνει ταξικά χαρακτηριστικά.
Αυτό είναι πιο ευκρινές στην πάλη που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των ΗΠΑ για την ανατροπή του τραμπισμού, ο οποίος εξέφραζε στοιχεία θρησκευτικού κράτους μέσα από τον ευαγγελικό μεσσιανισμό, τον Βιβλικό σιωνισμό, και την οργάνωση των Βανδεϊκού τύπου κοινωνικών στρωμάτων σε παραστρατιωτικές και παραβιαστικές καταστάσεις, κάτι που κατέληξε στο αποτυχημένο coup. Κάτι παρόμοιο κάθε τόσο αναδεικνύεται με την Παλαιστινιακή αντίσταση. Βέβαια, το Δημοκρατικό Κόμμα, ακριβώς, επειδή είδε τα ταξικά χαρακτηριστικά στον αμερικανικό πολιτικό πόλεμο, γι’ αυτό και έσπευσε να πολιτισμικοποιήσει ένα εύρος της προοδευτικής δυναμικής, διαμορφώνοντας την λεγόμενη woke culture.
Το όφελος και η τιτάνια συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης είναι ότι η εργατική τάξη των ΗΠΑ (η δεύτερη πολυάριθμη παγκοσμίως, αλλά με τον μεγαλύτερο βαθμό εξειδίκευσης) μετράει πιο πολλά ανεξάρτητα σωματεία σε χώρους που πριν έμοιαζαν άβατα των αφεντικών, ανά κρίσιμες περιπτώσεις μεγαλύτερο μισθό ως κομβικό σημείο υλικής έκφρασης της εργατικής ισχύος, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μεγαλύτερη ικανότητα ταξικού διαχωρισμού, αλλά και διείσδυσης στην Δημοκρατική ιντελιγκέντσια, μεγαλύτερη πρόσφατη εμπειρία ανοιχτής κεντρικοπολιτικής αναμέτρησης, καλύτερα οχυρωμένες θέσεις για την πάλη, τους αγώνες και τις αντεπιθέσεις της.
Δεν χρειαζόμαστε το καπέλο του μικροαστικού Πλήθους και της ξινισμένης Δημοκρατίας, προκειμένου να χτίσουμε όλο και πιο πολλές εργατικές συλλογικότητες, να αναπτύξουμε σχέσεις πλέριας εργατικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, να διαμορφώσουμε τις νέες κομμούνες προλεταριακής αυτοαξιοποίησης και ανατίμησης της εργασίας μας, να επεκτείνουμε τα κοινά μας, να εξελίξουμε τις διαισθήσεις και τις καλές τέχνες μας.
No comments:
Post a Comment