Υφίσταται μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της υπερβατικής (transzendenten) τέκνο μουσικής και της βιομηχανικής τέκνο μουσικής. Η πρώτη κατατείνει προς το επέκεινα, στην ψυχεδελική προσέγγιση πραγμάτων εν εαυτοίς και στην επικοινωνία νοουμένων, η δεύτερη στην ανάδειξη της υλικής διασυνδεσιμότητας των εμπειριών και των νοημάτων μέσω των μηχανών. Με αυτήν την κατανόηση ιδιαίτερα το υπερβατικό σύστημα, η έννοια της υπέρβασης, η υπερβατική αισθητική, η υπερβατική φιλοσοφία καθίσταται τρόπος διεξαγωγής ταξικής πάλης, μερικά διαφοροποιημένος από την αναίρεση/aufheben που επιχειρησιακά εξ ιστορικής άποψης έχει αποδοθεί με την έφοδο.
Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου του
Καντ στην Υπερβατική Λογική η διαφορά μεταξύ υπερβατικού και εμπειρικού ανήκει
στην κριτική της γνώσης και δεν αφορά την σχέση της προς το αντικείμενο.[1]
Σ’ αυτό οι έννοιες συνδέονται με a priori τρόπο στα αντικείμενα, όχι ως
καθαρές ή αντιληπτικές διαισθήσεις, ως αποτελέσματα της αισθητηριακής
εποπτείας, αλλά ως καμώματα του σκέπτεσθαι.[2]
Υπερβατική Λογική είναι η Επιστήμη προσδιορισμού της προέλευσης/καταγωγής, της έκβασης/τέλους
και της αντικειμενικής εγκυρότητας τέτοιων ευρέσεων.[3]
Στον Σέλινγκ όλο αυτό αποκτά έναν
πιο δυναμικό, κινησιακό χαρακτήρα, διότι εξετάζεται συστηματικά και εννοιακά ως
τέτοιο. Σε αυτό διαφωτιστικά αντιδιαστέλλεται υποκειμενικό και
αντικειμενικό, φύση και νόηση. Η Φυσική Φιλοσοφία ξεκινάει από το αντικειμενικό
για να εξάγει το υποκειμενικό απ’ αυτό, η Υπερβατική Φιλοσοφία κάνει το
αντίθετο.[4]
Αλλά, η αναίρεση στην υλική της κίνηση
παίρνει συχνά την μορφή της αποδόμησης, της κατάδυσης, και ακόμα ισχυρότερα της
αποσυναρμολόγησης, καθ’ όσον, αν θέλει να αναπτυχθεί ως άρνηση της άρνησης, η
άρνηση inter alia
συνίσταται στην πλήρη γνώση των εσωτερικών μηχανισμών και της ίδιας της εσωτερικότητας
αυτού που θέλει να αρνηθεί. Η αναίρεση πιο πολύ περιέχει την δυνητικότητα και
το ενδεχόμενο της άμεσης αντιπαράθεσης, της σύγκρουσης, της βίας, ανάλογα σε
ποιο πεδίο εξωτερικεύεται και αναπτύσσεται. Το πεδίο συχνά παίρνει την μορφή
αυτού που λέει ο Χέγκελ έδαφος (Grund),
ώστε η συνθήκη (Bedingung)
δεν τίθεται ως υπέρβαση της σύγκρουσης, αλλά το έδαφος, το πεδίο του
ανταγωνισμού κλπ. είναι η ίδια η συνθήκη.[5]
Η ειρήνη δεν είναι η συνθήκη υπέρβασης του νείκους, αλλά η έκβαση του νείκους
ως τιθέμενης συνθήκης,
Η έννοια της σύνθεσης του
κεφαλαίου, ειδικά όπου αναπτύσσεται το συνολικό προτσές της παραγωγής
κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αν δεν γίνει άμεσα αντιληπτό ότι
εντός της περιέχει διαμεσολαβημένα, αφηρημένα και μυστικοποιημένα ταξική πάλη.
Στον καπιταλιστικό ρεαλισμό και
ακόμα πιο πολύ στο κεφάλαιο ως πραγματικό, το τελευταίο είναι μόνο η
αυτοσυνειδησία ειδικών μορφών και εκφάνσεων του κεφαλαίου μέσα από ένα σύνολο
αντανακλάσεων του στο κοινωνικό, μέσα από ένα σύνολο κοινωνικών μορφών στις
οποίες έχουν αποδοθεί από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα αναπαραστατικές,
εκπροσωπητικές, συμβολικές/σημειωτικές καπιταλιστικές ιδιότητες.
Απ' αυτήν την άποψη, το κεφάλαιο
ως πραγματικό είναι η πραγματική επικράτεια του ντετερμινισμού, παρόλο που στην
σύνθεση του κεφαλαίου περιέχονται με τον παραπάνω τρόπο είτε λιγότερο είτε
περισσότερο τα συμβεβηκοτα της ταξικής πάλης.
Οι περιστάσεις είτε με θετικό
είτε με αρνητικό πρόσημο εκ τις οποίες συμβαίνουν, συντελλούνται οι ακανόνιστες επιστροφές, δείχνουν μόνο την εσωτερικοποίηση στιγμών της ταξικής πάλης εντός της σύνθεσης
του κεφαλαίου, η οποία επιδρά στις αγοραίες αξίες, σε διάκριση προς τις εμπορευματικές
αξίες και τις εμπορευματικές τιμές.
Η πηγή των ακανόνιστων επιστροφών
αναβλύζει κάθε φορά, που κάποιο καπιταλιστικό αποκτά επίγνωση, ότι τα εμπορεύματα
δεν ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα ως τέτοια αλλά ως προϊόντα κεφαλαίου. Αυτό
από μόνο του είναι δείγμα ανάπτυξης του κεφαλαιακού τρόπου παραγωγής και
εκμηδενισμού των προτεραίων οικονομικών συνθηκών. Αλλά, αν δούμε τις ακανόνιστες
επιστροφές από την σκοπιά αυτών που πόνταραν, που επένδυσαν στις περιστάσεις εκ
των οποίων αυτές προέκυψαν, τότε βλέπουμε συχνά την επιδίωξη κάποιου περιστασιακού,
τυχαίου (zufälligem) μονοπωλίου για τον πωλητή ή τον αγοραστή, ερειδόμενου στην
περιστασιακότητα προσφοράς και ζήτησης. Ο καπιταλιστής χρειάζεται την
υπερβατικότητα ακριβώς για να εντοπίζει τις περιστάσεις της προσφοράς και
ζήτησης. Στον ίδιο χρόνο διεξάγεται το παιχνίδι μεταξύ των διαφορών αδιαίρετων
και αγοραίων τιμών σε συνάρτηση με τις ποσότητες πραγματούμενης πρόσθετης
αξίας. Έτσι, η αγοραία αξία περιέχει κάποιο πρόσθετο κέρδος αυτών που παράγουν
υπό τις άριστες των συνθηκών σε κάθε σφαίρα παραγωγής.
Σε αυτό οι διαφορετικές σφαίρες
παραγωγής γίνονται αντιληπτές ως οριοθετημένες μεταξύ των, διασυνδεδεμένες ως
ξένες χώρες ή ως κομμουνιστικές κοινοπολιτείες, κοινοντότητες (Gemeinwesen). Το
ίδιο, δηλαδή επίτευξη πρόσθετου κέρδους, γίνεται και εκεί που επιτυγχάνεται
μείωση των εμπορευματικών τιμών σε τιμές παραγωγής, και μείωση του κέρδους σε
μέσο κέρδος.
Επομένως, εδώ υπάρχει μια στιγμιαία
σύζευξη μεταξύ νοήμονος κεφαλαιακής λειτουργικότητας και κομμουνιστικής συνολικής
εμπειρίας: περιστασιακό μονοπώλιο – αγοραίες αξίες – πρόσθετο κέρδος – διασύνδεση διαφορετικών σφαιρών παραγωγής και ξένων χωρών αναλογική προς την διασύνδεση κομμουνιστικών κοινοντοτήτων.
Αυτό είναι ένα νέο πεδίο διερεύνησης,
πέρα και παίρνοντας υπ’ όψη τόσο τα συμπεριφορικά οικονομικά, όσο και τις δυσκολίες,
τις οποίες περιγράφει στα τελευταία έργα του ο Bifo.
[1] Βλ. Imannuel Kant, Kritik de reinen Vernuft, I. Transzendentale
Elementarlehre, Zweiter Teil. Die transzendentale Logik, Einleitung. Idee einer
transzendentalen Logik, II. Von der tanszendentalen Logik, απόσπασμα: «Wollen wir die Rezeptivität unseres Gemüts,
Vorstellungen zu empfangen, so fern es auf irgend eine Weise affiziert wird,
Sinnlichkeit nennen: so ist dagegen das Vermögen, Vorstellungen selbst
hervorzubringen, oder die Spontaneität des Erkenntnisses, der Verstand. Unsre
Natur bringt es so mit sich, daß die Anschauung niemals anders als sinnlich
sein kann, d.i. nur die Art enthält, wie wir von Gegenständen affiziert warden».
Dagegen ist das Vermögen, den Gegenstand sinnlicher Anschauung zu denken, der
Verstand».
[2] Βλ. ibid, απόσπασμα:
«In der Erwartung also, daß es vielleicht Begriffe geben könne, die sich a
priori auf Gegenstände beziehen mögen, nicht als reine oder sinnliche
Anschauungen, sondern bloß als Handlungen des reinen Denkens, die mithin
Begriffe, aber weder empirischen noch ästhetischen Ursprungs sind, so machen
wir uns zum voraus die Idee von einer Wissenschaft des reinen Verstandes und
Vernunfterkenntnisses, dadurch wir Gegenstände völlig a priori denken».
[3] Βλ. οπ., απόσπασμα: «Umfang und die objektive
Gültigkeit solcher Erkenntnisse bestimmete, würde transzendentale Logik heißen
müssen, weil sie es bloß mit den Gesetzen des Verstandes und der Vernunft zu
tun hat, aber lediglich, so fern sie auf Gegenstände a priori bezogen wird, und
nicht, wie die allgemeine Logik, auf die empirischen so wohl, als reinen
Vernunfterkenntnisse ohne Unterschied».
[4] Βλ. Schelling, Friedrich Wilhelm Joseph, System des transzendenten
Idealismus, Einleitung, § 1. Begriff der Transzendental-Philosophie απόσπασμα, «Das Objektive zum Ersten zu
machen, und das Subjektive daraus abzuleiten, ist, wie so eben gezeigt worden,
Aufgabe der Natur-Philosophie. Wenn es also eine Transzendental-Philosophie
gibt, so bleibt ihr nur die entgegengesetzte Richtung übrig, vom Subjektiven,
als vom Ersten und Absoluten, auszugehen, und das Objektive aus ihm entstehen
zu lassen. In die beiden möglichen Richtungen der Philosophie haben sich also
Natur- und Transzendental-Philosophie geteilt, und wenn alle Philosophie darauf
ausgehen muß, entweder aus der Natur eine Intelligenz, oder aus der Intelligenz
eine Natur zu machen, so ist die Transzendental-Philosophie, welche diese
letztere Aufgabe hat, die andere notwendige Grundwissenschaft der Philosophie».
[5] Βλ. Hegel, Georg Wilhelm Friedrich, Wissenschaft der Logik, Erster Teil.
Die objektive Logik, Zweites Buch. Die Lehre vom Wesen, Erster Abschnitt: Das
Wesen als Reflexion in ihm selbst, Drittes Kapitel: Der Grund