Δύναται να παρουσιασθεί ένα σύνολο υποθέσεων εργασίας περί του ότι η εμφάνιση ονομαστική αξία στην εσωτερική της συγκρότηση και διαδρομή, δηλαδή ως τέτοια, παρουσιάζει μετά τον τόκο, τα πιο ισχυρά στοιχεία συνέχειας προς το προκαπιταλιστικό παρελθόν.
Στην Σύνοψη Λογικής του Γουλιέλμου του Όκαμ, η κεντρική αρχή είναι ότι τα ονόματα σημειοδοτούν εντοποθετήσεις/εφαρμογές κατόπιν πράξεως.[1]
Κάθε όνομα στην σημειοδοτική λειτουργία του αποκρίνεται στην Φιχτεϊκή αρχή της ταυτότητας, σε αντίθετη δε περίπτωση δεν θα ήταν τέτοιο.[2] Το Φιχτεϊκό θεμέλιο είναι η ταυτοτική αξίωση της ίδιας της ονομαστικής αξίας ενώπιον των brokers, των dealers και των χρηματαγορών: «κοιτάχτε με, είμαι αξία από μόνη μου, είμαι αξία ως τέτοια». Αυτή η αξίωση γίνεται όλο και πιο πεισματική, ακόμα και αφού αποκτήσει συνείδηση ότι είναι τέτοια (ονομαστική αξία), αφού αποκτήσει συνείδηση ότι εκπροσωπεί ονομαστικά μη-υπαρκτό εισέτι κεφάλαιο.
Αλλά, εξωθείται από το συνολικό προτσές στην ταύτισή της με το μη-υπαρκτό εισέτι κεφάλαιο, το οποίο εκπροσωπεί. Τότε επέρχεται η υποκειμενική πλήρωση των προϋποθέσεων, προκειμένου πάψει να είναι τέτοια και να αναιρεθεί αναβαθμιζόμενη σε πραγματική αξία, μέσω της κύλισής της, μέσω της πραγματικής αξιοποίησής της στην πραγματική παραγωγή.
O μεγάλος αντίπαλος της ονομαστικής αξίας είναι το ποσοστό τόκου, καθ’ όσον, όταν πέφτει, οι χρηματιστηριακά υπολογισμένες και σταθμισμένες τιμές των ονομαστικών αξιών ανεβαίνουν. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο οι δικαιούχοι των και οι ωφελούμενοι από τις ονομαστικές αξίες να διαμαρτύρονται σχετικά με το ύψος του ποσοστού τόκου, δηλαδή να διαμαρτύρονται ενάντι της κεντρική τράπεζας, των τραπεζών και του συστήματος χρέωσης. Σε αυτό το επίπεδο η ονομαστική αξία συνθέτει εικονικό πλούτο (reichtum), εκδήλωση, έκφραση της αξίας κατά τα ξεχωριστά μέρη μιας προσδιορισμένης υποδειγματικής ονομαστικής αξίας. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι κατά κύριο λόγο οι παρουσιάσεις της στις χρηματαγορές και στις θεσμικές λειτουργίες της κρατόσφαιρας. Αυτό είναι προϋπόθεση της επέκτασής της στην διαδρομή ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής, προϋπόθεση της κύλισής της στην πραγματική παραγωγή.
Η δυναμική διαμαρτυρίας έναντι του ποσοστού τόκου και της οργανωτικότητάς του λαμβάνει όλο και πιο πολύ τα χαρακτηριστικά agency (από τις εποχές των Φλωρεντινών Δομηνικανών του 14ου αιώνα και του Λούθηρου), ώστε ανά περιστάσεις δύναται να συνθέτει κοινωνικοπολιτική δυναμική έναντι της οργάνωσης του τόκου, που φενακισμένα αντιλαμβάνεται ως κράτος. Είναι δηλαδή μια ιδιότυπη "αναρχική" δυναμική, η οποία αντανακλά πολλαπλά διαμεσολαβημένα και γι’ αυτό πολύ αφηρημένα τις εκάστοτε αναρχικές συνθήκες πραγματοποίησης του προτσές παραγωγής, και απ’ αυτό διαμαρτύρεται και έναντι κάθε δύναμης, σχέσης και λειτουργίας κεντρικού σχεδιασμού.
Έχει από πολλές απόψεις ενδιαφέρον ο εντοπισμός των μορφών του επί των ονομαστικών αξιών προκύπτοντος εικονικού πλούτου, ο οποίος δεν αργεί να γίνει εικονικός κόσμος, εικονική πραγματικότητα, meta-verse κατά την ψηφιοποίησή του.
Σε αυτό ιστορικές μεταμορφώσεις και μεταβάσεις μπορούν να ιδωθούν: μειοψηφική θρησκευτικότητα – ιδεολογία – υπερκατάληψη, ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης και ωρίμανσης της ίδιας της ονομαστικής αξίας, που εξαρτάται από το πόσο έχει φτάσει στην υποκειμενική πλήρωση των προϋποθέσεών κύλισής της στην πραγματική παραγωγή. Ώστε, εντός του εικονικού κόσμου της ανάλογα με τα παραπάνω εντοπίζονται θρησκευτικές, ιδεολογικές, υπερκαταληπτικές μορφές. Κάποιος μπορεί να πει ότι ουσιωδώς είναι ένας hollow world, αλλά ακόμα κι οι μορφές παράγονται.
Οι παραγωγικές σχέσεις παράγουν ιστορικές μορφές (θρησκευτικές, ιδεολογικές, υπερκαταληπτικές), και οι πιο προηγμένες, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές σχέσεις παράγουν φιλοσοφικές, επιστημονικές, πολιτικές από επαναστατική άποψη μορφές.
Επομένως, η ονομαστική αξία οφείλει να έχει εγγύτητα και οικειότητα προς τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις, ώστε απ’ αυτές να λαμβάνει τις μορφές του εικονικού πλούτου της, τις μορφές της ίδιας της επί το πλείστον χρηματιστηριακής ανάπτυξής της. Όσο πιο συμπυκνωτικές ιστορίας είναι αυτές οι μορφές, όσο μεγαλύτερη και περισσότερη ιστορικότητα έχουν, τόσο πληρούνται υποκειμενικά οι προϋποθέσεις της κύλισής της στην πραγματική παραγωγή. Αυτό είναι μια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ ονομαστικής αξίας και ποσοστού τόκου, στην οποία οι ορθόδοξοι της κλασικής πολιτικής οικονομίας μπορούν να ψάξουν να βρουν τις πολυπόθητες φυσικές τιμές.
Τίθεται λοιπόν κι ένα ακόμα κριτήριο ως προς τις παραγωγικές σχέσεις: αν, τι ποιότητα και σε ποιο εύρος παράγουν ιστορικές μορφές.
Ο υπερκαταληπτικός[3] χαρακτήρας του εικονικού
κόσμου της ονομαστικής αξίας από φιλοσοφική άποψη συντίθεται από τον καπιταλιστικό
ρεαλισμό, από την Σοπενχαουρικού τύπου βουλησιαρχία, και από την ποικιλότητα του
υπερβατικού ιδεαλισμού. Από αυτό και πέρα είναι ζήτημα ανταγωνισμού φιλοσοφικών
σχολών, με ό,τι διαμεσολαβούν και κυκλοφορούν, και ζήτημα αισθητικής θεωρίας
και φιλοσοφίας της ομορφιάς.
[1] Βλ. Guillelmi
de Ockham Summa totius Logicae: Pars I, CAP. 11. DE DIVISIONE NOMINUM
SIGNIFICANTIUM AD PLACITUM, PUTA IN NOMINA PRIMAE IMPOSITIONIS ET IN NOMINA
SECUNDAE IMPOSITIONIS, απόσπασμα:
«nominum ad placitum significantium quaedam sunt nomina primae impositionis et
quaedam sunt nomina secundae impositionis. Nomina secundae impositionis sunt
nomina imposita ad significandum signa ad placitum instituta et illa quae consequuntur
talia signa, sed nonnisi dum sunt signa»
[2] Βλ. Hegel,
Georg Wilhelm Friedrich, Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems
der Philosophie, Darstellung des Fichteschen Systems, απόσπασμα: «Die
Grundlage des Fichteschen Systems ist intellektuelle Anschauung, reines Denken
seiner selbst, reines Selbstbewußtsein Ich = Ich, Ich bin; das Absolute ist
Subjekt-Objekt, und Ich ist diese Identität des Subjekts und Objekts» και επ.
[3] Ενδεικτικά βλ. Hypersonic
Hyperstitions, Sum #11, https://mattiswiedmann.co.uk/notes-on-left-hyperstition/,
http://hyperstition.org/
No comments:
Post a Comment