Α. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για κάποιον, ώστε να κάνει θεωρία του ΠΠΔ. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε θεωρία περί ΠΠΔ για να είναι στοιχειωδώς έγκυρη, πρέπει να έχει συνείδηση, τι διαχωρίζει αυτήν από τους οπαδούς της άποψης περί ΠΠΓ.
Όποιος πιστεύει ότι διεξάγεται ΠΠΓ (και ότι αυτός δεν ήτο ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος, αλλά ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήτο τα προεόρτια του ΠΠΓ), θέτει σε πρώτο πλάνο το ερμηνευτικό αμυντικό γεωπολιτικό σχήμα περί περικύκλωσης της Ρωσίας, και στην επιθετική εκδοχή του το σχήμα της Ευρασιατικής στρατηγικής. Άμεση λογική απόρροια αυτής της αντίληψης είναι ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είναι σχετική (αν όχι φυσική) συνέχεια της ΕΣΣΔ, και ότι η επανενωμένη Γερμανία έχει δήθεν συνάφεια στην Ναζιστική. Οι θιασώτες της αφήγησης περί ΠΠΓ στηρίζονται σε μια συγκεκριμένη εννοιολόγηση της αστικής κοινωνίας την επαύριο της διάλυσης των σοσιαλιστικών κρατών, και δη σ' εκείνη περί κάποιας νέας τάξης πραγμάτων, η οποία έχει στην προμετωπίδα της ότι στα 1991-1993 οι ηττημένοι του 1945 ανήλθαν στις κορυφές και στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Επομένως, ο ΠΠΓ είναι ένθεν κακείθεν ένας πόλεμος-ρεβάνς για την τελική έκβαση του ΠΠΒ.
Πρόκειται για μια Μπενγιαμινικής έμπνευσης αγγελική αφήγηση περί πολέμου απολύτρωσης και εξιλεασμού, διά της οποίας η ίδια η πολιτική θεωρία καθίσταται ένα ατελεύτητο «Day of Atonement»: μια ατελεύτητη επανάληψη του παρελθόντος μέχρι του διακαώς ένθεν κακείθεν ευκταίου αποτελέσματος. Ευλογοφανώς, ο οποιοσδήποτε μπορεί να αντιληφθεί ότι σε αυτό το στόρυ, στο τέλος όλοι είναι νεκροί. Σ’ αυτό, η πολιτική θεολογία είναι φιλο-Ιουδαϊκή, αλλά ως ανοικτό σύστημα επικοινωνεί με τις υπόλοιπες Μονοθεϊστικές πολιτικές θεολογίες, έχοντας σε πρώτο χρόνο ως κοινό σημείο αναφοράς τον ίδιο τον Μεσσιανισμό. Σ’ αυτό το συγκείμενο, η κατασκευή έννοιας ως θεμελιακού όρου ύπαρξης και λειτουργίας αστικής κοινωνίας τίθεται ως το καθήκον της ιντελιγκέντσιας: απ’ τον Αγγλοσαξονικό και τον Πρωσικό ιστορικισμό έως την πιο αβάσιμη sci fi εκδοχή, και τις θεωρίες συνωμοσίας.
Από την άλλη, υστέρα από την αποχώρηση του Αμερικανικού Στρατού από τις χώρες της Ανατολής (Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία) η αναλυτική γραμμή περί πάλης ενάντια στις Ισλαμικές μορφές του θρησκευτικού κράτους δεν έχει απωλέσει την εγκυρότητά της, αλλά από μόνη της είναι λειψή, αν δεν εμπλουτισθεί με την ανάλυση της ανάπτυξης των νέων ποιοτήτων και περιεχομένων.
Το ότι μέχρι αυτό το σημείο έχω χρησιμοποιήσει δυό φορές τον όρο πολιτική θεολογία, και ουδεμία τον όρο ιδεολογία, και έχω κάνει επτά (7) θρησκειολογικές αναφορές, δείχνει ότι συνολικά έχουμε να κάνουμε με μεταλλαγμένο πολιτικό περιεχόμενο. Οι ιστορικοί και πολιτισμικοί όροι αυτής της μεταλλαγής ανευρίσκονται, όπως έχουμε γράψει, στο Ιρανικό 1979, στον αντισοβιετικό πόλεμο των Ταλιμπάν, στον πόλεμο του Λιβάνου (1982-1984), ότε το πρώτον άρχισε η ανάπτυξη των δυναμικών, οι οποίες οδήγησαν στον ΠΠΔ.
Β. Από την οπτική της αυτοκρατορίας, αυτό που έστεκε απέναντι, κατά την διάρκεια των εκκινήσεων του ΠΠΔ (1993-2001), ήτο μια δοσμένη μορφή Μοναρχικού έθνους-κράτους ή εθνοκρατικού Μοναρχισμού, μεταφυσικοποιημένου μέσα από την πολιτική θεολογία των δύο μοναρχικών σωμάτων (φυσικού και πολιτικού). Αυτό, παρότι Ευρωπαϊκό στην καταγωγή του, δεν ήτο ασύμβατο με συγκεκριμένα ρεύματα μέσα στην Ισλαμική πολιτική θεολογία και με τον προσίδιο καθεστωτισμό. Προσέτι, δεν ήτο εντελώς ξένο σε εκτεταμένους πληθυσμούς της Ευρώπης.
Αυτή η πολιτική πραγματικότητα είχε ήδη φανερωθεί στους πολέμους του μεταγιουγκοσλαβικού χώρου, και επιβεβαιώθηκε με παραλλαγμένες μορφές στις περιπτώσεις της Αλ Κάιντα, των Ταλιμπάν, και του πολέμου στο Αφγανιστάν. Στην ακραία μεταφυσική πλαισίωσή του επρόκειτο για την δοξασία του υπερανθρωπικού δισυπόστατου Σολομώντα -στην συντακτική μετωνυμία του επρόκειτο για την γεωπολιτική των δισυπόστατων εθνών. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η κριτική αναγνώριση αυτού του μεταφυσικού συστήματος εξουσίας και καταπίεσης έγινε επιτευκτή μέσα από την Παλαιστινιακή εξέγερση, την προλεταριακή Ιντιφάντα του 2001, και κυρίως μέσα απ' την εκτύλιξη της τότε Ισραηλινής κρατικής καταστολής.
Η αναγωγή της ανάλυσης στο σχήμα του δισυπόστατου μονάρχη και του δισυπόστατου έθνους είχε επιφέρει ένα ολοκληρωτικό ξεχαρβάλωμα στους βασικούς εννοιολογικούς προσδιορισμούς της κριτικής, όπως διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν ιστορικά και επιστημονικά.
Σε επίπεδο πολιτικού λεξιλογίου και πολιτικής επικοινωνίας, αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την πλήρη εργαλειοποίηση και σχετικοποίηση των διαχωρισμών κεφάλαιο-αντικαπιταλισμός, ιμπεριαλισμός-αντιιμπεριαλισμός, φασισμός-αντιφασισμός, καθ' όσον χρησιμοποιούνταν με την ίδια ευκολία και συχνότητα από τις νεολαλιές όλων των αντιμαχόμενων πλευρών, αλλά κρυφίως με αντεστραμμένο και στρεβλωμένο περιεχόμενο. Παρομοίως, ακόμη και το ίδιο το nomen αυτοκρατορία στην περιφέρεια συνεχίζει να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο αλληλοαποκλειόμενα μεταξύ τους περιεχόμενα και σημασίες, ώστε τείνει να μετατραπεί στο επικοινωνιακό επίπεδο σε ένα κενό σημαίνον. Βέβαια, η ανάλυση των Negri και Hardt του είχε προσδώσει περιεχομενικότητα από την σκοπιά της φιλοσοφίας δικαίου, της πολιτικής φιλοσοφίας, και της μερικής ανάλυσης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά στην οπτική μας πρόκειται για κάτι μονομερές, δηλαδή σε τελική ανάλυση πρόκειται για μια «αυτοκρατορικοποίηση» της έννοιας της μη υλικής εργασίας του Σέυ.
Γ. Δοθέντων των ως άνω, αν ληφθούν υπ' όψη οι διάφορες θερμοκηπιακές αφηγήσεις και οι αφηγήσεις των γυάλινων πύργων της ιδεολογίας, μπορεί να ειπωθεί, ότι από φιλοσοφική και λειτουργική άποψη, η γενική διαπίστωση περί παγκόσμιου πολέμου αποδίδει de facto έναν βασικό ορθολογισμό στην κριτική ανάλυση των σφαιρών της κοινωνικής πρακτικής, παρ' όλη την παραφροσύνη που έχει η συμμετοχή στον πόλεμο ως γεγονοτικότητα. Αυτό σχεδόν με οντολογική ισχύ συγκροτεί μια διαχωριστική γραμμή προς την θεσμικά φορμαλιστική (και γι' αυτό συμβατικά πασιφιστική) ανάγνωση της πραγματικότητας.
Ωστόσο, η αντίθεση των αναλύσεων περί τρίτου ή τέταρτου, κρινόμενη από μηχανολογική και λειτουργική σκοπιά, δημιουργεί επίπεδα ασυγχρονικότητας και δυσυγχρονισμού. Από την άποψη μιας πολεμικής-επιχειρησιακής αρχιτεκτονικής θεωρίας των μητροπολιτικών πεδίων, το γνωσιοπληροφοριακό πλέγμα είναι εκείνο που συγκρατεί την επέκταση και διάδοση των προκυπτόντων ασυγχρονικοτήτων και δυσυγχρονισμών. Επομένως, η κυκλοφορία και οι τεχνικές κινήσεις των ειδικών μορφών του χρήματος συνθέτουν το ίδιο το δίχτυ προστασίας των μητροπόλεων.
Αυτή η επίγνωση των μηχανικών επιστημών επιθέτει εκ των πραγμάτων λικβινταρισμό στις ίδιες τις λειτουργίες της τηλεοπτικής προπαγάνδας, των επισήμων αφηγήσεων, των μεταδεδομένων, των ιδεολογικών πλαισιώσεων περί του πολέμου. Η αλήθεια του πολέμου εγκιβωτίζεται στο ίδιο το γεγονός της κοινωνικής ζωής, της εργασιακής δραστηριότητας, της ταξικής πάλης. Αυτό είναι μια κοσμοϊστορική δυναμική αναίρεσης της νεωτερικής ιδεολογίας, ώστε ακόμη και η ίδια η περιγραφή του πολέμου μπορεί να γίνει με επάρκεια μόνο υπό τους όρους της υλιστικής διαλεκτικής και του επιστημονικού κομμουνισμού.
Προσέτι, δι' αυτού απομειώνεται η εμβέλεια της δραστηριότητας στην ψηφιακότητα, ώστε όλο και πιο πολύ η συνολική δραστηριότητα στην ψηφιακότητα υπάγεται και μετατρέπεται σε μαζική εργασία ΙΤ (και ψηφιακής εξόρυξης, όπου ακόμα επιβιώνει ως τέτοια).
Άρα, τίποτα δεν έχουν να μας πουν τα social media περί του πολέμου, με τον ίδιον τρόπο που τίποτα δεν μας διδάσκει η ιστορία.
Είναι ωφέλιμο, οι μάζες κρίσιμες ή ομαλές να το συνηθίσουν: οι συνθήκες είναι όχι μόνο εμπόλεμες, αλλά πραγματικά εμπόλεμες: οι διαφωτιστικές Γερμανικές συνθήκες είναι απλά κειμενικό υλικό ιστοριογράφων. Ομοίως, οι early 90’s όροι τεχνολογικής επανασύστασης της αστικής κοινωνίας μέσα από την Καλιφορνέζικη Ιδεολογία έχουν λήξει, εξέπνευσαν. Αυτή η νέα κατάσταση τοποθετεί έναν επιθανάτιο ρόγχο στον πολιτικό Αδιαφορισμό, είτε προσφεύγει προς τ' αριστερά είτε προς τα δεξιά.
Δ. Σε συνολικό επίπεδο, το ίδιο το γεγονός της ικανότητας παραγωγής χρόνων αντικειμενικά εκμειώνει την πολιτική εμβέλεια και επιδραστικότητα του ντεσιζιονισμού, ανεξάρτητα της πολιτικοϊδεολογικής μορφής, δια της οποίας εφαρμόζεται, καθ' όσον ο χρόνος δεν τίθεται τόσο ως αντικείμενη προς ημάς ύπαρξη, αλλά κύρια ως ανύπαρκτη (με τον τρόπο που το προσδιορίζει ο Επίκουρος) παραγόμενη υποκειμενικότητα. Επομένως, ο εργάτης δεν καλείται να αποφασίσει επ' αυτού που παράγει ως κάτι τρίτο εκτός εργοστασίου (ως ένα ιστάμενο, το οποίο πρέπει να καταλάβει ως Χειμερινά Ανάκτορα ή ως Ράιχσταγκ), αλλά διεξάγει πάλη για την συνιδιοποίησή του για λογαριασμό των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η αντεστραμμένη επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης επισυνέβη με την γραφική επίθεση οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, όπου μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως μια καρικατούρα παρακμιακού Μπολσεβικισμού.
Αν έχει κάποια εγκυρότητα σήμερα ο Λενινισμός στον δυτικό κόσμο, είναι μέσω του in concreto προσδιορισμού του Αμερικανισμού και του Ευρωπαϊσμού. Επομένως, Λενινική εγκυρότητα δεν πρόκειται να υπάρξει αφενός χωρίς τις σχετικές επισημάνσεις του Γκράμσι, και αφετέρου άνευ αποδοχής του Ευρωπαϊκού κανόνα περί υψιπέτειας. Αυτό νομοτελειακά επιφέρει την ικανότητα διάκρισης των επιπέδων βιομηχανικής σοσιαλιστικής ανάπτυξης μέσα στις τυπικά καπιταλιστικές χώρες.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί, κυρίως για όσους συνεχίζουν να έχουν αγνές προθέσεις:
Σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή λόγω των κοινωνικών εκρήξεων στην Ευρώπη και της εγκατάστασης του ΠΠΔ στον γεωγραφικό χώρο της ιστορικής Παλαιστίνης με τον πόλεμο στον Λίβανο (2006), η συλλογική έκδοση με τίτλο Lenin Reloaded: Toward a Politics of Truth (2007) ήταν ενδεικτική: στα περισσότερα των κειμένων αυτής της έκδοσης οι συγγραφείς προσέγγισαν το Λενινικό υλικό τους μέσα από άλλους φιλοσόφους και πολιτικούς ηγέτες, και όχι με πλαίσιο αναφοράς το ιστορικό Μπολσεβικικό απαράτ. Ώστε σήμερα μοιάζει, ότι ο Λενινισμός προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό που ανέτρεψε η προλεταριακή εξέγερση στα 2001: στην εξεγερτική ανατροπή του μεταφυσικού συστήματος εξουσίας και καταστολής. Αυτό σημαίνει με σχηματικούς όρους, ότι στην εν λόγω περιοχή η εργατική τάξη είναι τουλάχιστον 22 χρόνια πιο μπροστά από την κομματική, Λενινιστική πρωτοπορία της.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι μόνο ένα επί μέρους θέμα από όλα όσα συγκροτούν την συνολική πολιτική πραγματικότητα του ΠΠΔ, και αν θέλετε, το πιο τετριμμένο, σε σύγκριση με όσα αναδεικνύει η πραγματικότητα του πολέμου σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, όπου δοκιμάστηκαν με συνολικό τρόπο όχι μόνο ιστορικές στρατηγικές, αλλά αναδείχθηκε και η δράση των non state actors, ως συλλογικοποιημένων θεσμικών οντοτήτων, κάτι που έφερε τον ίδιο τον εθνοκρατισμό στην ιστορική εξουθένωση του πεπερασμένου ορίου του. Αυτό είναι με υλικούς όρους σχηματοποίηση αυτοκρατορικής ισχύος.
Ε. Η σχετικά νέα κατάσταση προέκυψε από την κατάργηση της τριμερούς διάκρισης των πολιτευματικών επιπέδων του Πολύβιου (κάτι που συνέβη κύρια στον πόλεμο στην Σύρια), επί της οποίας διάκρισης στηρίχθηκε εν ιδεατότητι η ανάλυση των Negri και Hardt. Απ' αυτήν την άποψη, στην περιγραφή της γενικότητας του Πολέμου, ο Τάκιτος, ο Τίτος Λίβιος, o Μακιαβέλι, ο Κικέρων, ο Λουκρήτιος, ο Σπινόζα, ο Χομπς, ο Λαιμπνιτς, ο Σχμιτ έχουν περισσότερα να πουν για τον πόλεμο, από τον πιο προηγμένο Ρωμαϊκού τύπου (νέο-)Λενινισμό. Αυτό έχει να κάνει με την αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου μέσα από την πραγμάτωση της ιδεατότητας (ενδεικτικά βλ. Christopher J. Arthur, “Capital and the Actuality of the Ideal”, The Spectre of Capital: Idea and Reality, Brill, 2022, pp. 19-26, Basu Deepankar, The Logic of Capital, 4. Realization of Surplus Value, University of Massachusets, Amherst, 2021, pp. 179-208): ικανότητα την οποία οι συνολικοποιημένες ειδικές μορφές του χρηματοκεφαλαίου έχουν περισσότερο απ' την αναπαράσταση του “γενικού κεφαλαίου”. Επομένως, ακόμα και ο πιο ευφυής πολιτικός βολουνταρισμός έχει ως πολύ κοντινό όριο την ίδια την αντικειμενικότητα του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής.
Η Λουξεμπουργική ανάλυση περί του πολέμου ως βασικού τρόπου συσσώρευσης κεφαλαίου είναι αυτή που παρέχει την στοιχειώδη επάρκεια της εργατικής κριτικής, αλλά περιγράφει κριτικά και τον ίδιο τον ταυτολογικό χαρακτήρα του πολέμου στην αδιαμεσολάβητη διαλεκτική του προς το κεφάλαιο, ώστε ο πόλεμος δεν είναι πλέον “η συνέχιση της πολιτικής” (καθ' όσον η πολιτική στις κρίσιμες συγκυρίες αποικιοποιείται από τον πόλεμο), αλλά υλοποίηση της διαλεκτικής του κεφαλαίου στα πεδία ανάπτυξης της βιομηχανίας όπλων, της πολιτειακής επιβολής και της δημιουργικής καταστροφής. Από την άλλη, αυτό σημαίνει επιπρόσθετα, ότι το σύνθημα “η πολιτική στο τιμόνι” είναι (στις πολεμικές περιστάσεις) πιο άδειο κι απ' το πιο αδειανό πουκάμισο, καθ' όσον ο πόλεμος έχει πάρει τα τιμόνια.
Κάθε μηχανιστική εφαρμογή των κατά το 1917-1953 επαναστατικών εμπειριών είναι a priori καταδικασμένη να αποτύχει, ή να διολισθήσει σε μια επισφαλή καρικατούρα αληθούς τυχοδιωκτισμού. Δεν είναι θέμα «αναβολής επ' αόριστω της επαναστατικής κατάληψης της πολιτικής εξουσίας», αλλά κάτι ανεπίστρεπτα χαμένο, αφενός λόγω της ίδιας της ποιοτικής διάρθρωσης και σύνθεσης της σύγχρονης εργατικής αυτονομίας, και αφετέρου λόγω των in actu πολιτικών εφαρμογών, τις οποίες έχουν το cyber warfare, ο ηλεκτρονικός πόλεμος, τα mind games, οι psy-ops, η διείσδυση του μιλιταρισμού στο κοινωνικό, οι μιμητικές επικοινωνιακές πρακτικές των πολιτικών (το λεγόμενο monkey intelligence), τα ομοιώματα στα αστεακά πεδία, ο drug war, οι gangs wars, η μαζικοποίηση του PTSD, η αέναη αναζήτηση των εσωτερικών εχθρών, ο μεταμορφισμός, ο τρανσφορμισμός, η ενεργή εμπλοκή της ΤΝ και των -bots στην υλική και cyber διεξαγωγή του πολέμου (ενδεικτικά βλ. Shuang Frost, Bogna Konior, Vincent Garton, Anna Greenspan, Wang Xin (eds.), China and AI: Human Bots, Black Tech, the Dark Forest, and the State, Urbanomic, 2023): ανεπίλυτα προβλήματα για όσους συνεχίζουν να πιστεύουν σε μονόπρακτες αποφάσεις της στιγμής, δηλαδή σε δουλειές και λύσεις του ποδαριού.
ΣΤ. Προκειμένου να έχουμε μια επίγνωση του σε ποιό σημείο βρίσκεται η επαναστατική επιδίωξη, πρέπει να ειπωθεί, ότι ο ΠΠΔ, πέρα από την αδιαμεσολάβητη σύνδεσή του προς την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, επιφέρει κλυδωνισμούς και αλλαγές στα ίδια τα επιστημολογικά παραδείγματα που επικρατούσαν κατά την διάρκεια του ΠΠΓ και της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης. Αυτό είναι τόσο σφοδρό, ώστε φτάνει ρητά μέχρι το επίπεδο των κοσμολογικών κατανοήσεων, παρ' όλες τις παλαιόθεν επικρίσεις του κ. Ζίζεκ, ότι η ενασχόληση με την κοσμολογία είναι μορφή τρέλας. -Αυτή η αιτίαση να φανταστούμε πως περιλαμβάνει και όλους τους εργάτες στην αεροδιαστημική βιομηχανία και όλους τους θεωρητικούς φυσικούς;
Ο κλονισμός των εδραίων κοσμολογικών πεποιθήσεων άρχισε το πρώτον στα ίδια τα πεδία του πολέμου στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Το Cyclonopedia: Complicity with Anonymous Materials (2008) του Reza Negasterani είναι μια γραπτή κατανόηση, μεταφορά και αποτύπωση αυτού. Ώστε, αν κάποιος θέλει να επιδράσει στο πολιτικό περιεχόμενο, οφείλει να έχει γνώση και νοημοσύνη για τις εκ νέου αναπτυσσόμενες κοσμοαντιλήψεις και κοσμοδιηγήσεις. Σε ένα πιο παράδοξο επίπεδο αναδείχθηκαν και φιλολογίες περί δυσερμήνευτων και δυσνόητων φαινομενολογιών (ενδεικτικά βλ. An Ancient Hill and Forgotten Dead: Afghanistan’s Haunted Outpost, By Thomas Gibbons-Neff and Taimoor Shah, Published Oct. 31, 2020, Updated Nov. 12, 2020, New York Times).
Κάτι παρόμοιο συντελείται και με τις αναρίθμητες μυθολογίες και μυθοπλασίες που έχουν ξεφυτρώσει, ώστε σε κάποιες περιπτώσεις ανά τόπους λειτουργούν ως κατά Σορέλ “συλλογικοί μύθοι”. Μπορεί να ειπωθεί, ότι οι ιδεολογικές στρωματώσεις του ακροδεξιού εναλλακτισμού ανευρίσκονται σε αυτές τις μυθολογικές και μυθοπλαστικές λειτουργίες (προϊόντα του fear factory), ιδιαίτερα όσον αφορά τις σεπαρατιστικές και απομονωτικές πολιτικές τους ως προς την ΕΕ. Αυτό το φανέρωμα σηματοδοτεί την απογύμνωση και εν τέλει αχρήστευση της μέχρι πρότινος ταυτοτικής πολιτικής της ακροδεξιάς: με τις καινούριες σημαίες του σεπαρατισμού και του απομονωτισμού είναι σαν να εισέρχεται στην αρένα των Ρωμαίων μονομάχων της διοικητικής κονίστρας.
Ζ. Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, για την Ευρώπη είναι αναπόδραστο το προχώρημα του πολιτικοδημοκρατικού project, αυτήν την φορά, όπως εννοιολογικά περιγράφεται από τις πρόσφατες ριζοσπαστικές, κομμουνικές εμπειρίες. Στον ίδιο χρόνο, ο Αμερικανικός Ρεπουμπλικανισμός δεν μπορεί παρά να συντείνει προς την νομιναλιστική επιβεβαίωσή του: παραγωγή δημόσιων, κοινών πραγμάτων, σε διαλεκτική προς την ενταξιακή δυναμική του Δημοκρατισμού, που είναι ηγεμονική επί της συγκυρίας, επειδή βρίσκεται σε πιο άμεση σχέση προς τις ανάγκες της βιομηχανίας. Επ' αυτών, ο σύγχρονος εργατισμός δύναται να παράξει πολιτικά περιεχόμενα μέσα από την ίδια την παραγωγή πολιτικού χώρου.
-Υπάρχει κάτι που να έχει απομείνει ανέπαφο στις ζωές μας από τον πόλεμο; Όσο η απάντηση είναι αρνητική, τόσο ο πόλεμος γίνεται σταθμισμένη (standardized) εργασία: η εργασία μας τείνει προς αυτήν των εργατών του πολέμου. Αλήθεια, ποιός -ισμός μπορεί να καλύψει αυτόν τον εργατικό εμπειρισμό; Εν τούτοις, σε συνολικό επίπεδο, αυτή η κανονικοποίηση είναι μόνο δείγμα των επί της συγκυρίας επιχειρησιακών αδιεξόδων και της πολιτικής τελμάτωσης του πολέμου, κάτι που αφορά όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Ο σύγχρονος πόλεμος παράγεται μέσα στους ίδιους τους όρους της κοινωνικής εργασίας. Αυτό μπορεί να γίνει πιο κατανοητό εντός των άστεων και των μητροπόλεων που βρίσκονται στις μετωπικές γραμμές του ΠΠΔ. Αρκεί για κάποιον θεωρητικό να αλλάξει την οπτική, και να το δει από μέσα, δηλαδή μέσα από την ίδια την εμπειρία των εργατών και των στρατιωτών στις εμπόλεμες ζώνες, και τότε οι μέχρι τούδε -ιστικές θεωρίες πραγματικά θα τροποποιήσουν την περιεχομενικότητά των. Αυτό σε μια σχετικά safe μητρόπολη είναι πιο ευκρινές στις ζώνες και στα πεδία εργασιακής, συνεπιχειρησιακής διατομής της βιομηχανικής και της πολεμικά προσανατολισμένης γνωσιοπληροφοριακής εργασίας στα πεδία της πραγματικής παραγωγής.
Η. Μια κριτική περιγραφή του ΠΠΔ, που έχει αξιώσεις συνολικότητας, αναπόδραστα πρέπει να συμπεριλάβει την ενεργητική συμμετοχή των γυναικών και όλων των genders στους στρατούς και στον πόλεμο, των εφήβων, και των προεφήβων που έχουν εισέλθει με κοινωνικούς όρους σε κοινότητες λειτουργούσες δυνάμει στρατιωτικά. Σε αυτές τις πλευρές, οι παραγόμενες πολεμικές πραγματικότητες υπερβαίνουν τις τυπικές κατηγοριοποιήσεις, δηλαδή την εμφυλοποιημένη τυπική υπαγωγή και την ανθρωπολογική/εθνολογική τυπική υπαγωγή. Επομένως, έχει αλλάξει ποιοτικά ακόμη κι η θεσμική λειτουργία της στρατολογίας και της στρατονομίας, απομακρυνόμενη από τον φορμαλισμό του στρατού κληρωτών.
Το πιο κομβικό είναι ότι οι αλλαγές στην στρατολογία και στην στρατονομία επιφέρουν την σχετική κοινωνικοποίηση των λειτουργιών των επαγγελματικών στρατών. Πλέον, η ίδια η εσωτερική σύνθεση του στρατού γίνεται εκπήγαση μαζικών πολιτικών. Αυτό στον ίδιο χρόνο είναι προτσές σχετικού εκδημοκρατισμού των στρατών. Αναπτύχθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ, στον πρώτο πόλεμο του Ιράκ, αναπτύσσεται και στον ΠΠΔ.
Τα τελευταία υπολείμματα ρομαντικής κατανόησης του στρατού και του πολέμου ισοπεδώνονται. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την εσωτερική λειτουργία αλλά κυρίως με τον τρόπο που οι στρατοί σκανάρουν μια γεωγραφική περιοχή ως σύστημα πολιτικής οικονομίας αυτοτελώς, και ως τμήμα της παγκόσμιας αγοράς. Στον ίδιο χρόνο, αυτή η σαρωτική (scanning) λειτουργία αποσυνδέει τους στρατούς από τα συστήματα εθνικής οικονομίας. Επομένως, παράγεται in actu μια πολιτική γεωγραφία της στρατιωτικής δραστηριότητας στον ανοιχτό χώρο.
Σε αυτό η βαρύτητα περνάει στην ικανότητα προσδιορισμού της συγκεκριμένης υλικότητας του χώρου (συνήθως μέσα από τον προσδιορισμό της φύσης των πραγμάτων), και έτσι η σχεδιαστική-υποκειμενική επινόηση του χώρου ανήκει σε παρελθούσες περιστάσεις (ως προς τούτο argumentum ex contrario βλ. Body of Lies, 2008, Anna Danielsson, “Producing the military urban(s): Interoperability, space-making, and epistemic distinctions between military services in urban operations”, Political Geography, Volume 97, August 2022, 102649).
Η μέχρι τώρα ανάλυσή μας αφορά κατά το μάλλον την πολεμική εμπειρία στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Είναι πανθομολογούμενο, ότι από το 2014 νέα επίκεντρα έχουν αναπτυχθεί στην ανατολική και βόρεια Ευρώπη. Αυτό προσθέτει και παράγει νέα περιεχόμενα που αλληλεπιδρούν με τα ήδη αναπτυσσόμενα.
Θ. Με όρους αναλυτικής συνέπειας και συνοχής χρειάζεται να γίνει η διάκριση μεταξύ του περιφερειακού επιπέδου και του επιπέδου του ΠΠΔ, καθ’ όσον ο ΠΠΔ αναπτύσσεται ως διαλεκτική άρνηση των περιφερειακών στρατιωτικών και πολεμικών ανταγωνισμών –αν ήταν απλά προέκτασή τους στην λογική της ποσοτικής κλιμάκωσης δεν θα ήταν παγκόσμιος. Άλλωστε, σχεδόν όλα τα περιφερειακά μέτωπα υπάρχουν από την εποχή του ΠΠΓ. Αυτή η διάκριση έχει σχεδόν οντολογικής ισχύος επίδραση στις δημοκρατικές πολιτικές σκηνές. Εσωτερικεύεται στην πολιτική ζωή των χωρών, ορίζοντας τις ποιοτικές διακρίσεις κεντρικό/περιφερειακό, κομβικό/μερικό. Με αυτήν την οπτική μπορεί να προσεγγισθεί κριτικά η στρατιωτική επανεμφάνιση του περιφερειακού πραξικοπηματισμού κατά τα τελευταία έτη.
Η πολεμική δραστηριότητα είναι πάντοτε και με όλους τους τρόπους ειδικά προσδιορισμένη: όπως λέει ο Χέγκελ, ο πόλεμος είναι ο μέγας Βάνδαλος ως προς την θρησκεία. Η πολεμική δραστηριότητα είναι τέτοια διότι σε οποιαδήποτε μορφή της επιφέρει την άσκηση υλικής ισχύος στην μορφή της βίας. Σχηματικά, ο διακρατικός πόλεμος είναι το μεγάλο ανοιχτό εργοστάσιο παραγωγής βίας μεγάλης ισχύος.
Συνάμα, ο διακρατικός πόλεμος εισάγει στην όποια επίσημη πολιτική, η οποία έχει την αυταπάτη ότι ο πόλεμος είναι ένα παίγνιον πραγμότητας (ένα μάτριξ παίγνιον) και όχι βίαιος μετασχηματισμός της υλικότητας, την quasi αισθητότητα της πείνας, της επιθανάτιας αγωνίας, του τρόμου, των βασανιστηρίων, των βιασμών, των απειλών, των εκβιασμών. Ο πόλεμος στον φορμαλισμό του είναι ένα κατ' εξοχήν εγκληματικό φαινόμενο: ένα ολιστικό Tatbestand που περιλαμβάνει όλα τα τυποποιημένα στον Ποινικό Κώδικα εγκλήματα. Αυτό γίνεται πιο επιβαρυντικό με τα πραξικοπήματα. Όσο πιο θεμελιωμένο και αναπτυγμένο με εργατικούς όρους είναι ένα πολιτικό σύστημα, τόσο μπορεί να ορθώνει συλλογικές άμυνες και αντιστάσεις ενάντια σε αυτό.
Ο σύγχρονος πόλεμος με επιταχυντικούς τρόπους εντείνει τον καταμερισμό
εργασίας, ξεχωρίζει τα τμήματα της εργατικής τάξης, εκμειώνει τον πολιτικό ρόλο
των μικροαστών, καθιστά πιο ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά του αποθεματικού βιομηχανικού στρατού, που πριν κατηγοριοποιούταν ως σχετικός
υπερπληθυσμός. Όσο το σύστημα παραγωγής δεν εντάσσει τις μάζες του αποθεματικού βιομηχανικού στρατού στην παραγωγή (και όσο ο
παουπερισμός ξοφλάει πολιτικά), τόσο ο πόλεμος συνεχίζεται και επεκτείνεται,
καθ’ όσον καθίσταται η μόνη εργασιακή προοπτική του. Αυτό είναι ab sich μια
κατακλυσμιαία πολιτική δυναμική.