Το Γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα εμφανίσθηκε, αναπτύχθηκε, ατσαλώθηκε μέσα στο ίδιο το βίαιο, ένοπλο επαναστατικό προτσές, σε σφοδρή διαμάχη εντός του σοσιαλιστικού χώρου τόσο με το SPD (η οποία στα 1919 έλαβε διάσταση ένοπλης αντιπαράθεσης), όσο και ιδεολογικά ενάντια στις δεξιές εξωτερικεύσεις και πραγματεύσεις του Μπολσεβικισμού, για το ποιό κέντρο θα έχει την πολιτική ηγεσία εντός του Ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος.
Με τις μνήμες νωπές από τις εκ μέρους της αντίδρασης δολοφονίες της Ρόζας και του Λιέμπκνεχτ, και καθώς διεξάγετο το επαναστατικό προτσές, στο Γερμανικό επαναστατικό κίνημα κολλήθηκε η ρετσινιά του αριστερού κομμουνισμού (όπως και στο Ολλανδικό). Αυτό οφείλεται στην παρέμβαση του Λένιν τον Απρίλιο του 1920 (μέσω του κεφαλαίου περί αριστερού κομμουνισμού στην Γερμανία του κειμένου του για την «παιδική ασθένεια του αριστερισμού», το οποίο εκδόθηκε στην μορφή φυλλαδίου τον Ιούνιο του 1920) στην εσωκομματική κατάσταση συνομιλιών μεταξύ KPD και USPD (απ' τ' αριστερά διάσπαση του SPD, απ' το οποίο αποσπάσθηκε η επαναστατική τάση και σχημάτισε την Ένωση του Σπαρτάκου - Spartakusbund) περί ένταξης του τελευταίου στο KPD.
Η παρέμβαση έγινε, με αφορμή την έκδοση σε Φρανκφούρτη και Μάιν μιας (όπως χαρακτηρίσθηκε απ’ τον ίδιο τον Λένιν στο επόμενο κεφάλαιο του περί ού ο λόγος φυλλαδίου του «γελοίας θεωρίας» περί μη συμμετοχής των επαναστατών στα αντιδραστικά συνδικάτα) μπροσούρας της εσωκομματικής «αξιωματικής αντιπολίτευσης», που λέγεται ότι γράφτηκε από τον Heinrich Laufenberg, που έχει το επαναστατικό ψευδώνυμο Karl Erler. Η μπροσούρα συνόψιζε στοιχεία από το πολιτικό περιεχόμενο της διάσπασης του KPD. Θυμίζουμε, ότι η “αντιπολίτευση” είχε αποσχισθεί από το KPD τον Οκτώβριο του 1919 στο Συνέδριο της Χαϊδελβέργης, και συγκρότησε το KAPD. Η δικαιολόγησή της παρέμβασης έγινε στο όνομα της υποβοήθησης των συνομιλιών, προκειμένου τελικά να ενταχθεί το USPD στο KPD, και να καμφθούν οι περί τούτου διαφωνίες.
Στο παράρτημα του κειμένου του προτείνει συμφωνία μεταξύ KPD και αριστερών Ανεξάρτητων (έτσι λέει τις αριστερές τάσεις του USPD) ως «αντικειμενική βάση για την δικτατορία του προλεταριάτου γιατί η πλειοψηφία των εργατών πόλεων υποστηρίζουν τους Ανεξάρτητους» (κάτι που προφανώς δεν ισχύει, εκτός κι αν έχει άλλη χώρα στο μυαλό του και όχι την Γερμανία, καθ' όσον ήταν ηλίου φαεινότερο, ούτε αμφισβητείτο, ότι η πλειοψηφία των βιομηχανικών εργατών σε βιομηχανικά μητροπολιτικά κέντρα και Ρηνανία στήριζε το KPD και τις επαναστατικές δυνάμεις), και διευκρινίζει ότι ο σκοπός του είναι η ενότητα των κομμουνιστικών δυνάμεων στην Γερμανία: «η αναγκαία συνένωση σε ένα ενιαίο κόμμα, αναπόδραστη στο κοντινό μέλλον, όλων των συμμετεχόντων στο κίνημα της εργατικής τάξης που ειλικρινά και συνειδητά στηρίζουν την Σοβιετική κυβέρνηση και την δικτατορία του προλεταριάτου». Κατά λογική συνέπεια, αυτό συμπεριλαμβάνει και το KAPD (παρά τις κατά Λένιν «παιδικές ασθένειές» και τον αναρχοσυνδικαλισμό των), καθ’ όσον σταθερά τάσσονται με το πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης, είναι συμπαθούντες της Γ΄ Διεθνούς και συμμετείχαν δι’ αποστολής επίσημων αντιπροσώπων στο δεύτερο Συνέδριό της. Φυσικά, κάτι τέτοιο ουδέποτε επετεύχθη, αλλά φεύ και το ίδιο το KAPD υπέστη διάσπαση στα 1922 σε Τμήμα της Έσσης και Τμήμα του Βερολίνου.
Επ' αυτού τίθενται δύο ερωτήματα: 1ον πώς, αφού κατά Λένιν το USPD είχε μεγαλύτερη στήριξη από τους εργάτες απ' ότι το KPD, το USPD ήθελε να ενταχθεί στο KPD, και όχι το αντίστροφο; 2ον πώς ο Λένιν στήριζε την ένταξη του USPD που είχε ως αρχιστελέχη τον Καουτσκυ και τον Μπερνστάιν, και στον ίδιο χρόνο "δαιμονοποιουσε" και κατάγγελνε ως ασθενείς μάλιστα τους κομμουνιστές επαναστάτες του KAPD; Εξαντλώντας την καλή προαίρεση μας, λέμε ότι η εκ μέρους του Λένιν εσφαλμένη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων έχει να κάνει με disinformation (που αντανακλά βέβαια εκ μέρους του έλλειψη πίστης στο ίδιο το Γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα), αλλά όσον αφορά το δεύτερο είναι κάτι, το οποίο δεν έχει εισέτι εξηγηθεί.
Προκαλεί εντύπωση, ότι η παρέμβαση δεν έγινε μέσα από την διαδικασία της Τρίτης Διεθνούς, ή έστω διά συντροφικής αλληλογραφίας (όπως γινόταν η αντιπαράθεση και οι συνομιλίες με την Ρόζα και την Τσέτκιν) αλλά προσωπικά-ονομαστικά με δημοσιευθέν φυλλάδιο. Αυτό καταδεικνύει, ότι εν τω μέσω της επανάστασης το Γερμανικό και το Σοβιετικό κίνημα δεν ήταν σε οργανωτικοκομματικό συντονισμό.
Υπάρχει ένας τρόπος να το δει κάποιος όλο αυτό όχι μόνο σεκταριστικά, αλλά και υπό το πρίσμα της ναζιστικής προπαγάνδας περί συνωμοσίας. Σίγουρα, οι Γερμανοί μικροαστοί, οι Γιούνκερς, οι Μπάουερς έτσι το είδαν (και γι’ αυτό είχαν την καταστροφική εθνική ήττα τους). Από την άλλη, η όλη κατανόηση αλλάζει ποιοτικά, αν το δεις μέσα από την ίδια την εργατική τάξη που αποφασίζει, υλοποιεί, πραγματώνει το επαναστατικό προτσές. Αυτό δεν σημαίνει, ότι σε χαοτικές πολιτικές καταστάσεις δεν εκδιπλώνονται συνομωσίες και μυστικοί σχεδιασμοί, ωστόσο αυτό αφορά κατά κύριο λόγο τις εκμεταλλεύτριες και καταπιεστικές τάξεις, και όχι αυτούς που συμμετέχουν σε μια επανάσταση.
Έχει όλο αυτό κάποια συνάφεια στην μεταπολεμική κατάσταση του κομμουνιστικού κινήματος στην Γερμανία, ή ακόμα και στην σημερινή κατάσταση της Αριστεράς;
Στο εσωκομματικό, εσωοργανωτικό πεδίο μπορείς να βρεις σε οριακές στιγμές την ενεργοποίηση στοιχείων από τέτοιες διαλεκτικές (χωρίς να είναι φάρσα). Ωστόσο, η ίδρυση του SED, και της DDR, η λειτουργία πολυκομματικού συστήματος στην DDR, καθώς και η πολιτική διαδρομή των ενάντια στον φασισμό και των συνεπών επαναστατικών δυνάμεων στην λεγόμενη "Δυτική Γερμανία" μέχρι και το 1989, σηματοδοτεί, ότι είχε επιτευχθεί μια καλώς εννοούμενη υπέρβαση των πικρών κομματικών εμπειριών της Γερμανικής επανάστασης. Επίσης, μέσα από τον εμπλουτισμό του θεωρητικού οπλοστασίου με την Κριτική Θεωρία, αλλά και με τις ίδιες τις θεωρητικές συμβολές των στελεχών του KAPD (καθώς και με την ανακάλυψη της ενεργούς συμμετοχής των ως ηγετών εργατικών αγώνων, απεργιών, εξεγέρσεων), διανοίγονταν σε DDR και στην λεγόμενη "Δυτική Γερμανία", παρόλες τις υπερβολές, τους προσωπικούς εγωισμούς, και τις αντιφάσεις, επιστημονικά θεμελιωμένοι, απελευθερωτικοί, καινοτόμοι, πρωτοβουλιακοί δρόμοι για το παγκόσμιο κίνημα.
Το ερώτημα παραμένει: εργατική τάξη – πραγματική κίνηση – κόμμα εργατών – κομμουνιστικό κίνημα
Στην μεταπολεμική διοικητική αντίληψη των κομματικών πραγμάτων, ιδιαίτερα στις χώρες που τα ΚΚ σημείωναν υψηλές εκλογικές επιδόσεις κλπ, η εργατική τάξη εφέρετο "λίγο-πολύ πολύ-λίγο" ως νεροκουβαλητής, και κάθε φορά που κατάφερνε να χτίσει κίνημα, αντιμετωπίζετο ως «πολιτικό υποκείμενο», που προφανώς ήταν τέτοιο, επειδή δήθεν όφειλε να αναζητήσει τον μονάρχη ή τον αρχηγό του, στην υποστασιοποιημένη μορφή του επίσημου κόμματος ή κάποιας διάσπασής του, στον ίδιο τον κομματικό ρεαλισμό.
Η ρήξη ενάντια σε αυτό έγινε μέσα στις ίδιες τις εξεγέρσεις (συμβατικά 1965-1977), με την πολιτική συνάρθρωση και μορφοποίηση (και κατά την δεκαετία του 1980) της συνολικής Εργατικής Αυτονομίας σε Ιταλία, Γερμανία, Φραγκική επικράτεια, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι, που όπως έχουμε γράψει, με όλες τις επιμέρους νίκες και τις επιμέρους υποχωρήσεις, συνεχίζει να μετασχηματίζεται είτε σε κάμψη είτε σε ανάπτυξη.
Συγχρόνως, μετά τα 1991-1993, κάποια εκ των ευρωπαϊκών ΚΚ διατήρησαν τον χαρακτήρα τους, όπως και δυνάμεις που επιβίωσαν από την διάλυση κάποιων εκ των ΚΚ, συγκρότησαν νέους πολιτικούς σχηματισμούς, που σε γενικές γραμμές απαρτίζουν την σύγχρονη Αριστερά. Αυτή η Αριστερά στην Ευρώπη διέρχεται φάσεως κρίσης, κινδύνου νέων διασπάσεων και εκλογικών υποχωρήσεων, δυνάμει ανασύνταξης, ανασυγκρότησης, αντεπίθεσης. Βέβαια, αυτό σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορεί να αναλυθεί, αν δεν ληφθεί υπ’ όψη η διαλεκτική σχέση του με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα κάθε τόσο νέα κοινωνικά κινήματα, τις πολιτικές ταυτοτήτων και μειονοτήτων, τους οικολόγους, δηλαδή μέσα από την προσπάθεια της Αριστεράς να λειτουργήσει μέσα στην κρατική μηχανή και να επανασυστήσει οικεία “burgerlische gesellschaft”. Προσέτι, πρέπει να εκτιμάται και να λαμβάνεται υπ’ όψη η σχέση της Αριστεράς με τον λεγόμενο «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» στις χώρες της Ασίας και της Αμερικής.
Μας βγάζει αυτό ως τέτοιο σε ένα ανανεωμένο Γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα (σχετικά ανεξάρτητα από τις εκλογικές προτιμήσεις εκάστου που παλεύει για κάτι τέτοιο και σχετικά ανεξάρτητα από τους ιστορικούς μητροπολιτικούς χώρους όπου κινούμεθα); Η εμπειρία τουλάχιστον μέχρι τώρα έχει δείξει ότι δεν μας βγάζει. Αυτό από την άλλη, δεν είναι δικαιολογία για τον προς την κατάσταση της Αριστεράς πολιτικό αδιαφορισμό, ούτε υπάρχει η πολυτέλεια για κάτι τέτοιο. Λενινιστικά, κάποιος μπορεί να θέσει ένα παρόμοιο ερώτημα και να ρωτήσει: από πού πρέπει ν’ αρχίσουμε;
Σε
γενικότερο επίπεδο, η σύγχρονη μητροπολιτική εργατική τάξη μέσα από τους αγώνες
και την αυτοεπέκτασή της –έχει έλθει η ώρα- να αποβάλει την κομματική ρετσινιά
του υποκειμένου, και να θέσει αυτή το ζήτημα: τί και ποιά είναι τα κομματικά
υποκείμενά μας;
No comments:
Post a Comment