Εισαγωγή στην Ντόιτς Φιλοσοφία του Ασυνείδητου


Στα μετά την Γερμανικη πολιτικοδημοκρατική Επανάσταση χρόνια η εστίαση της Ντόιτς Φιλοσοφίας αλλάζει πεδίο από την θεωρησιακή και θεολογική πλαισίωση της συλλογικής πολιτικής δράσης, στον τρόπο και στην μέθοδο σύστασης του γνωσιακού εαυτού, μια επιλογή που συντελείται εντός του συγκειμένου της αντιπαράθεσης για τον υλισμό («Materialismusstreit»)[1].

Μέσα από την φιλοσοφία του ασυνείδητου[2] ο Έντουαρντ βον Χάρτμαν τελειοποίησε τον λεγόμενο μεταγενέστερα υπερβατικό ρεαλισμό.[3] Επ’ αυτού θα πρέπει να εντοπισθεί, ποιο είναι το ζήτημα, που οδηγεί στην ανάδυση ενός νέου ειδικά προσδιορισμένου φιλοσοφικού τύπου εντός της Ντόιτς φιλοσοφίας.

Η σύγχρονη φιλοσοφική έρευνα εκφέρει συναίνεση στο ότι ο υπερβατικός ρεαλισμός έχει να κάνει με την «τυπική δομή του Πραγματικού»[4]. Κατά τον ορισμό του Pete Wolfendale:

«Υπερβατικός Ρεαλισμός: Κάθε θέση, η οποία δείχνει ότι η ίδια η δομή της σκέψης συνεπάγεται ότι υπάρχει μια πραγματική δομή του κόσμου σε υπερβολή της δομής της σκέψης. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η θέση είναι εναργώς μια ανάπτυξη του αποπληθωριστικού/ξεφουσκωτικού (deflationary) ρεαλισμού, παρά μια απλή επιστροφή στον κλασικό ρεαλισμό. Αυτό μπορεί να φανεί, αν κοιτάξουμε στις σχέσεις εξάρτησης που συνεπάγεται αυτός ο προσδιορισμός. Για τον υπερβατικό ρεαλισμό, η δομή του κόσμου είναι διά των αισθήσεων εξαρτημένη επί της δομής της σκέψης, αλλά η εξάρτηση δεν είναι επαμοιβαία. Αυτό φαίνεται παράξενο, μέχρι κάποιος να αντιληφθεί ότι η κατανόηση της δομής της σκέψης είναι μια αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη της κατανόησης του κόσμου. Κοντολογίς, κάποιος πρέπει να καταλάβει την δομή της σκέψης, προκειμένου να καταλάβει τι πρόκειται να δώσει έναν πρέποντα λογισμό της πραγματικής δομής του κόσμου. Αυτό είναι ό,τι ο Καντ θα μπορούσε να καλέσει κριτική της μεταφυσικής, το οποίο υποτίθεται ότι έρχεται πριν την ίδια την μεταφυσική».[5]

Σ’ αυτήν την περιγραφή, το πιο ενδιαφέρον είναι η σύνδεση μεταξύ αποπληθωριστικού/ξεφουσκωτικού και υπερβατικού ρεαλισμού, και η τοποθέτηση στην βάσανο του φιλοσοφικού ελέγχου και κριτικής του αισθητού και της αισθητότητας (sensibility, «Empfindlichkeit») ως πηγής γνώσης.

Εκ των συγχρόνων προφητών της αποπληθωριστικής/ξεφουσκωτικής φιλοσοφίας περί αλήθειας είναι ο Robert Brandom.[6] Σ’ αυτόν η «εξάρτηση του κόσμου από την σκέψη» είναι αντιληπτή μέσω του αισθητού, μέσω των αισθήσεων. Κρινόμενο υπό της Ντόιτς Ιδεολογίας, αυτό αναπέμπει σε κάποια εκδοχή του θεωρητικού σύμπαντος της Αγία Οικογένειας. Από καθαρά φιλοσοφική άποψη, θυμίζει πλευρές του εμπειριοκριτικισμού, τον οποίο ο Λένιν χαρακτηρίζει ως αντιδραστική φιλοσοφία, ωστόσο, δεν είναι της ίδιας ποιότητας, ούτε του ίδιου χαρακτήρα αντιδραστισμός με αυτόν, ο οποίος ερευνάται εδώ.

Συνοπτικά, ο Λένιν ασκεί πολεμική περί του Καντιανισμού και του μυστικισμού, ο οποίος οδηγεί στον δυιστικό νιχιλισμό των Υλιστών οπαδών της θεωρίας της εξάρτησης μέσω της αισθητότητας:

“Οι υλιστές, μας λένε, παραδέχονται κάτι το αδιανόητο και αγνώσιμο, «τα πράγματα καθεαυτά», την ύλη «έξω από την πείρα», έξω από την γνώση μας. Με το να παραδέχονται ότι υπάρχει κάτι το παραπέρα, που ξεπερνά τα όρια της «εμπειρίας» και της γνώσης, οι υλιστές κατρακυλάνε σε έναν πραγματικό μυστικισμό. Όταν οι υλιστές λένε ότι η ύλη, επενεργώντας στα αισθητήρια όργανά μας παράγει αισθήματα, παίρνουν σαν βάση το «άγνωστο», το μηδέν, γιατί, λέει, οι ίδιοι διακηρύσσουν ότι μοναδική πηγή της γνώση είναι τα αισθήματά μας. Οι υλιστές κατρακυλάνε στον καντιανισμό ... διχάζουν τον κόσμο, κηρύσσουν το «δυϊσμό», εφόσον γι’ αυτούς πίσω απ’ τα φαινόμενα υπάρχει και το πράγμα καθεαυτό, πίσω από τα άμεσα δεδομένα των αισθήσεων υπάρχει κάτι άλλο, κάποιο φετίχ, ένα «είδωλο», ένα απόλυτο, μια πηγή της «μεταφυσικής», ένας σωσίας της θρησκείας (η «αγία ύλη» …)”.[7]

Σε συνάφεια με την Λενινική πολεμική, στον Ρέυ Μπράσιερ, ο υπερβατικός ρεαλισμός τίθεται σε πιο ευκρινή πλαίσια, παρόλο το κάπως μεγαλόστομο ύφος: “Να γιατί εγκολπώνω έναν «υπερβατικό ρεαλισμό» σύμφωνα με τον οποίο η επιστήμη γιγνώσκει το πραγματικό, αλλά η φύση αυτού του «πραγματικού» δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, αντικειμενοποιήσιμη. Η βασική ιδέα είναι ότι γιγνώσκουμε το πραγματικό μέσω αντικειμένων, αλλά το ίδιο το πραγματικό δεν είναι αντικείμενο”[8].

Σε αυτό έχουμε την αντικατάσταση της αισθητότητας από τα αντικείμενα, δηλαδή την απόδραση από τον νιχιλισμό και τον μυστικισμό. Αυτή η οντολογικής ισχύος κατανόηση της Αντικειμενικότητας ορθώνεται έως το θεωρησιακό επίπεδο κατανόησης της Επιστήμης της Λογικής, και δη της Υποκειμενικής Λογικής ή της Διαδασκαλίας περί Έννοιας, και ειδικότερα στην κατανόηση της Αντικειμενικότητας ως Μηχανισμού:[9]

“4. Αποκτάμε πρόσβαση στην δομή της πραγματικότητας μέσω μια μηχανουργίας εννοιολόγησης, που εξάγει διανοήσιμες ενδείξεις από έναν κόσμο, ο οποίος δεν είναι σχεδιασμένος να είναι διανοήσιμος και δεν είναι αυθεντικά εμποτισμένος με νόημα. Το νόημα είναι μια λειτουργία της εννοιολόγησης και η εννοιολόγηση εμπλέκει αναπαράσταση”.[10]

Έτσι διανοίγεται η εννοιολογική διαδρομή: έννοια – υποκειμενική λογική – αντικειμενικότητα, που φτάνει έως την επαφή με την μηχανουργία, ήτοι μέχρι την θεωρησιακή προπαίδεια μιας εκ των κεντρικών δυναμικών της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

Επομένως η περιεχομενικότητα της φιλοσοφίας του ασυνείδητου του Χάρτμαν μπορεί να τεθεί με γνήσιους κριτικούς όρους:

Σε αυτό ενάντια στο οποίο «αντιδρά», είναι η μέσω της αισθητότητας σύνδεση των υποκειμένων της πολιτικής κοινωνίας μέσω Καντιανών διαισθήσεων (intuitions), διά της οποίας επιτυγχάνεται η μπουρζουάδικη αυτοσυνειδησία,[11] εξ ου και η ονομασία φιλοσοφία του ασυνείδητου. Πρόκειται για την συνολικοποίηση της κριτικής του Ντόιτς υλισμού στην ίδια την διά των αισθήσεων συνδεσιμότητα της αστικής κοινωνίας.

Ωστόσο, ο Γερμανικός υλισμός ως επιστημονικό, φιλοσοφικό και γνωσιακό apparatus δεν φημίζεται για την πολιτική κριτική του στο υπάρχον. Αναφορικά με το εργατικό κίνημα, η αξία χρήσης αυτού έχει να κάνει με τους προτεινόμενους ανταγωνιστικούς τρόπους σύστασης του γνωσιακού εαυτού.

Από την άλλη, εντός της cyborg οπτικής και πράξης, η φιλοσοφία του ασυνείδητου μετατρέπεται βιομηχανικά σε μια φιλοσοφία του αναίσθητου: οι συνδέσεις δεν είναι εμβιακά αισθητές, δεν είναι αισθήσιμες στην λειτουργία του πυρηνικού βιολογικού σώματος, αλλά σε τελική ανάλυση μηχανουργικά μεσολαβημένες: επισυναπτόμενες και ορατές στην λειτουργία της πραγματικής παραγωγής. Απ’ αυτήν την σκοπιά επιλύονται αναιρούμενοι οι ψυχαναλυτικοί γρίφοι, καθώς ο αναγνώστης εισέρχεται στις υπώρειες της θεωρίας για την «Kraft»[12] (δύναμιν), στις θέσεις περί της αυτονομίας της εργατικής δύναμης.

Επί της βάσεως αυτής συγκροτείται ένας μηχανολογικός υλισμός που εμπεριέχει την θεωρησιακή νόηση προσανατολισμένη και συντείνουσα προς τα προσίδια πεδία. Ο υπερβατικός ρεαλισμός, ο οποίος έχει ως θεμέλιο την φιλοσοφία του Κάντ, είναι σε αυτό πηγή ζητημάτων ανάπτυξης.[13]

Η φιλοσοφία του ασυνείδητου του Χάρτμαν κατατείνει στην παραγωγή της πυρηνικής ενσωματότητας που γίνεται φορέας ενός τέτοιου μηχανολογικού υλισμού.[14] Μπορεί να ειπωθεί, ότι το βιβλίο του είναι ο γενέθλιος διανοητικός τόπος των πρώτων γενιών cyborg εργατών στον ίδιο χρόνο και κυρίως με τον ίδιο τρόπο, που τα εργοστάσια μεταλλουργίας είναι ο υλικός-μηχανουργικός γενέθλιος χώρος των πρώτων γενιών cyborg εργατών και βελτιστοποίησης των επόμενων.

Αυτή η δυναμική έχει μια σχετική ρητότητα στην κατά την διάρθρωση του βιβλίου του φαινομενολογία του ασυνείδητου στο ανθρώπινο Πνεύμα και δη στο ασυνείδητο στην Σκέψη.[15]

Αυτός ανέπτυξε τον επιταχυντισμό, ερευνώντας την ύλη ως ανόργανη και οργανική αμεσότητα, στον ίδιο χρόνο που η εργατική κριτική ανέπτυξε τον επιταχυντισμό, πηγαίνοντας από την κριτική έρευνα της τότε πλανητικής αγοράς και της παγκόσμιας αγοράς, στην κριτική ανάλυση του τρόπου συνάρθρωσης μεταξύ του εργάτη και των μηχανών εντός του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου.

Με τα λόγια του, στον Χάρτμαν, το σκέπτεσθαι είναι διαίρεση, συνδυασμός και συσχετισμός προβολών. Σε αυτό οι προβολές καθίστανται το άμεσο υλικό, επί του οποίου επενεργεί ο μηχανισμός της σκέψης. Η σκέψη εργαλειακά μπορεί να αναπαρασταθεί με ένα μαχαίρι, ώστε τέμνει ποσοτικά τις προβολές. Ο σκοπός, η εμπροθετότητα της εργασίας της αφηρημένης διαίρεσης είναι ο συνδυασμός των αισθητών ενικών σε μια κοινή έννοια, και η απόρριψη των μη εντασσόμενων στον σκοπό αδιαίρετων.[16] Στην συνέχεια αναπτύσσει τις παραγωγές του σκέπτεσθαι, καλλιτεχνική, μαθηματική κοκ. παραγωγή, και την διαπλοκή μεταξύ σκέπτεσθαι και της κατηγορικής λειτουργίας της γλώσσας.

Στο συμπέρασμα διατυπώνει ένα πρόταγμα που εκφεύγει της αυστηρής λογικής του κειμένου του, και είναι ανοικτό στην φιλοσοφία της ιστορίας, προτείνοντας επιπροσθέτως και επί του πρακτέου μια παιδαγωγική του σκέπτεσθαι, θεμελιωτική της κατανόησης της φιλοσοφίας της ιστορίας: σύμφωνα με τα λόγια του, η υποκειμενική αιτιολόγηση πρέπει να έλθει στο φως και να αντιμετωπισθούν τα αποτελέσματα των λεκτικο-λογικών συμπερασμάτων και επιδράσεων ως έστω μια ατελής και δυσλειτουργούσα εγγύηση Αντικειμενικότητας, και έτσι η συνειδητή Λογική κερδίζει έδαφος από γενιά σε γενιά -έτσι, οι αλήθειες αναδύονται στο φως της συνείδησης και αναπτύσσεται ο Αγώνας τους υπερισχύουσες έναντι των κυρίαρχων απόψεων της κάθε εποχής, εγειρόμενη πάλι μια ασυνείδητη Λογική, η ιστορική πρόβλεψη, που κανένας δεν είδε τόσο ευκρινώς, όπως ο Χέγκελ.[17]

Επ’ αυτού ο όρος πρόβλεψη («Vorsehung») δεν πρέπει να προσληφθεί φαταλιστικά, αλλά ως μια ανταγωνιστική διατύπωση του ότι η ιστορία παράγεται από τα ίδια τα υποκείμενά της σε κληρονομημένες σχέσεις. Η πρόβλεψη συνίσταται στην ικανότητα του εντοπισμού και ξεχωρισμού εκείνων των σχέσεων, οι οποίες είναι κληρονομημένες, οι οποίες έρχονται από παλιά, από τις νέες παραγόμενες σχέσεις, εντός ενός δοσμένου ιστορικού πλαισίου εργασίας.

Στο επίπεδο της ηθικής φιλοσοφίας, το έργο του Χάρτμαν διαχωρίζεται από τον Σοπενχαουερικό πεσιμισμό, ήτοι από την αναγωγή του Σαιξπηρικού to be or not to be στο επίπεδο της φιλοσοφίας της ζωής.[18] Διαμορφώνεται λοιπόν ένας εξελικτικός οπτιμισμός διεξαρτώμενος από τον ευδαιμονολογικό πεσιμισμό.[19]

Αν θέλουμε, όμως, να κατανοήσουμε σφαιρικά τον Γερμανικό Υλισμό εκείνης της περιόδου, θα πρέπει να κινηθούμε και εντός του ιστορικού υλισμού, και έτσι κατανοείται ως εκλογίκευση των πολεμικών ιαχών και των πολεμικών εκφράσεων των Γερμανικών μαζών εν όψει του Γερμανο-Φραγκικού Πολέμου[20], της εισβολής στο Παρίσι και της Συνταγματικής ενοποίησης των Γερμανικών Γαιών, και κυρίως ως διαμεσολαβημένη φιλοσοφικά έκφραση της κατάστασης και της ζωής της εργατικής τάξης στην χώρα:

Τον Φεβρουάριο του 1869, ο Ένγκελς σε κείμενό του για τις ενώσεις των ανθρακωρύχων στην Σαξονία έκανε λόγο για θολή, θαμπή εικόνα και για συνθήκες προσωπικής εξάρτησης.[21] Επ’ αυτού ο Γερμανικός Υλισμός είναι η πρωτόλεια, άμεση, ασυνείδητη άρνηση της μιζέριας της εργατικής ζωής στην Γερμανία της περιόδου.

Συνακόλουθα, και χωρίς να υπάρχει αμφιβολία περί τούτου, η πολεμική κατάσταση και το βίωμα του πολέμου ως κάτι ζημιογόνο, επιβλαβές ως προς το υποκείμενο επιφέρει πεσιμισμό. Η επαναφορά στο διανοητικό προσκήνιο της φιλοσοφικής θεωρίας του Σέλινγκ περί κακού οδήγησε στην αναβίωση της Γερμανικής εκδοχής του πεσιμισμού.[22]

Ο Σέλινγκ αντιλαμβάνεται το κακό ως κάτι σχετιζόμενο με την θεολογία και με τον προσανατολισμό των ανθρώπων προς μια ορισμένη, συγκεκριμένη ιδέα περί Θεού.[23] Από την σκοπιά της ανηλεούς κριτικής, η αναβίωση της μεταφυσικής περί κακού εκφράζει μόνο την ενοχική αυτοσυνειδησία, τις συλλογικές τύψεις της Γερμανικής μπουρζουάδικης τάξης και των άλλων προκαπιταλιστικών, αντιδραστικών τάξεων για τον ρόλο τους στην Επανάσταση του 1848 και στο 1870-1871. Ο Γερμανικός Υλισμός είναι η επίγνωση αυτού και η προσπάθεια φυγής προς τα μπρος ολόκληρης της μετά το 1848-1852 Ντόιτς φιλοσοφίας. 

Αυτό, όμως, που έχει την μεγαλύτερη αξία σήμερα και είναι το πιο υποτιμημένο από την κατεστημένη και αδύναμη σκέψη, καθώς και από την ευρύτερη πολιτισμική παρακμή, είναι η ανάπτυξη του προγράμματος παιδαγωγικής του Χάρτμαν, ως μιας εκ των πιο λαμπρών στιγμών της φιλοσοφίας του.

Παρόλη την εκ πρώτης όψης παραπλησιότητα, το πρόγραμμα της παιδαγωγικής του Χάρτμαν δεν μπορεί να συγχέεται με την κάπως πρόχειρη και βιαστική αντιμετώπιση των εννοιών ως χρονολογικά αδιαίρετων, η οποία μάλιστα έχει αξίωση ενός «σφαιρικού παιδαγωγικού προγράμματος».[24] Και τούτο διότι δεν δικαιολογείται στο όνομα των όποιων αναγκών εκλαΐκευσης η διαστροφή του περιεχομένου και της οντολογίας των εννοιών του οποιοδήποτε πεδίου του επιστητού.




[1] Βλ. Kurt Bayertz, Myriam Gerhard, Walter Jaeschke (Hg.), Der Materialismus-Streit, Texte von L. Büchner, H. Czolbe, L. Feuerbach, I. H. Fichte, J. Frauenstädt, J. Froschammer, J. Henle, J. Moleschott, M. J. Schleiden, C. Vogt und R. Wagner, Meiner Verlag für Philosophie, Hamburg, 2012.

[2] Παράβαλε Piero Giordanetti, Riccardo Pozzo, Marco Sgarbi (επιμ.), Kant’s Philosophy of the Unconscious, De Gruyter, Berlin/Boston, 2012.

[3] Βλ. E. v. Hartmann, Dr. Phil., Philosophie des Unbewussten, Verstuch einer Weltanschauung, Speculative Resultate nach inductivwissenschaftlicher Methode, Berlin, 1869, Carl Duncker’s Verlag (C. Heymons).

[4] Βλ. The Dark Fantastic: Literature, Philosophy, and Digital Arts, , Pete Wolfendale: The Radicalization of Kant; or, Transcendental Realism as Epistemology, October 9, 2012 σε https://socialecologies.wordpress.com/2012/10/09/pete-wolfendale-the-radicalization-of-kant-or-transcendental-realism-as-epistemology/

[5] Βλ. Pete Wolfendale, Essay on Transcendental Realism, Part III: Transcedental Realism, σύνδεσμος για το κείμενο περιέχεται οπ.

[6] Βλ. οπ., Part II: Deflationary Realism, 2. Global Deflationism, i) Brandom’s Deflationism.

[7] Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Κριτικά Σημειώματα για μια Αντιδραστική Φιλοσοφία. Αντί Εισαγωγής: Πώς αναιρούσαν μερικοί «Μαρξιστές» τον Υλισμό το 1908 και πώς τον αναιρούσαν μερικοί Ιδεαλιστές το 1710, στο του ιδίου Άπαντα, Έκδοση Πέμπτη, Τόμος 18ος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σ. 14.

[8] Interview With Ray Brassier – Against an Aesthetics of Noise (nY#2), January 2, 2010, απόσπασμα.

[9] Βλ. Hegel, Wissenschaft der Logik, Zweiter Teil: Die subjektive Logik oder die Lehre vom Begriff, Zweiter Abschnitt, απόσπασμα: «Die Objektivität Fürs erste nun ist die Objektivität in ihrer Unmittelbarkeit, deren Momente um der Totalität aller Momente willen in selbständiger Gleichgültigkeit als Objekte außereinander bestehen und in ihrem Verhältnisse die subjektive Einheit des Begriffs nur als innere oder als äußere haben, – der Mechanismus. – Indem in ihm aber».

[10] Ray Brassier, «Concepts and Objects», στο Levi R. Bryant, Nick Srnicek & Graham Harman (eds.), The Speculative Turn: Continental Materialism and Realism. re.press (2011), p. 47.

[11] Παράβαλε Franco Berardi, And. Phenomenology of the end. Cognition and sensibility in the transition from conjunctive to connective mode of social communication, Part I. Sensibility, Aalto University publication series, Doctoral Dissertations 139/2014, Finland, 2014, pp. 29-116, Emma Sofie Brogaard Jespersen, Sensibility and semio-capitalism - a bodily experience of crisis in Ursula Andkjær Olsen's "The crisis notebooks", The Nordic Journal of Aesthetics, No. 60 (2020), pp. 140–157.

[12] Βλ. Hegel, Phänomenologie des Geistes, A. Bewußtsein, III. Kraft und Verstand, Erscheinung und übersinnliche Welt.

[13] Παράβαλε Reza Negasterani, Intelligence and Spirit, 4. Some Unsettling Kantian News, as Delivered by Boltzmann (An Excursion into Time), Freezing the Flux, urbanomic, sequence, 2018, UK – USA, pp. 137 επ.

[14] Βλ. Hartmann, οπ., Erster Theil. Phänomenologie des Unbewussten, A. Die Erscheinung des Unbewussten in der Leiblichkeit, pp. 39-156, και πιο συγκεκριμένα VII. Der indirecte Einfluss bewusster Seelenthätigkeit auf organische Functionen. 1. Der indirekte Einfluss des bewussten Willens, 2. Der Einfluss der bewussten Vorstellung, VIII. Das Unbewusste im organischen Bilden, pp. 126-138, 139-156.

[15] Βλ. οπ. B. Das Unbewusste im menschlichen Geist, VII. Das Unbewusste im Denken.

[16] Βλ. οπ., απόσπασμα: ''Man versteht unter Denken im engeren Sinne das Theilen, Vereinen und Beziehen der Vorstellungen. Das Theilen kann in räumlichem oder zeitlichem Zerschneiden oder in abstrahirendem Theilen der Vorstellungen bestehen. Jede Vorstellung kann auf unendlich viele Arten getheilt werden, es kommt also wesentlich darauf an, wie der Schnitt geführt wird zwischen dem Stück, das man behalten, und dem, welches man fallen lassen will. Wieviel und was von einer Vorstellung man aber behalten will, das hängt davon ab, zu welchem Zwecke man es braucht. Der Hauptzweck beim abstrahirenden Theilen ist das Zusammenfassen vieler sinnlicher Einzelnen zu einem gemeinsamen Begriff; dieser kann nur das in allen Gleiche enthalten, die Schnitte müssen also so geführt werden, dass man von allen Einzelvorstellungen nur das Gleiche übrig behält, und die ungleichen individuellen Reste fallen lässt''.

[17] Βλ. οπ., απόσπασμα: ''Wollte man nun aber durch diese Betrachtung sich zu einer Geringschätzung der bewussten Ratiocination hinreissen lassen, so würde man dennoch einem sehr grossen Irrthum verfallen. Eben weil bei sprunghaften Schlüssen leicht Irrthümer unterlaufen, ist es dringend erforderlich, in wichtigen Fragen die einzelnen Glieder durch discursives Denken klar zu stellen, und bis auf so kleine Denkschritte herabzusteigen, dass man vor Irrthümern in den Schlüssen sich möglichst geschützt weiss. Eben weil bei den Ansichten, deren wahre Begründung im Unbewussten liegt, die Verfälschung des Urtheils durch Interessen und Neigungen sich jeder Controle entzieht und ungenirt breit macht, ist es doppelt nöthig, die subjective Begründung an's Licht zu ziehen, und mit den Resultaten discursiv-logischer Schlussfolgerungen zu confrontiren, da nur in den letzteren eine gewisse, wenn auch immer noch sehr mangelhafte Garantie der Objectivität liegt. Ist auch für den Augenblick das subjective Vorurtheil stärker, mit der Zeit gewinnt die bewusste Logik doch an Boden, und ist es nicht in Einer Generation, so ist es im Laufe vieler. Aber auch in diesem Hervortreten gewisser Wahrheiten an das Licht des Bewusstseins und in ihrem Kampf und Sieg gegen herrschende Zeitanschauungen waltet, wie wir später sehen werden, selbst wieder eine unbewusste Logik, eine historische Vorsehung, die von Keinem klarer erschaut worden ist als von Hegel''.

[18] Βλ. Frederick C. Beiser, Weltschmerz: Pessimism in German Philosophy, 1860–1900, Oxford University Press, 2016. Αντιπαράβαλε Friedrich Nietzsche, Vom Nutzen und Nachteil der Historie für das Leben.

[19] Βλ. Zur Geschichte und Begründung des Pessimismus Von Eduard von Hartmann, Berlin, Carl Duncker’s Verlag (C. Heymons), 1880, pp. 20-64.

[20] Βλ. Friedrich Engels, Über den Krieg. Geschrieben von Ende Juli 1870 bis Februar 1871. Veröffentlicht in «The Pall Mall Gazette».

[21] Βλ. του ιδίου, Bericht über die Knappschaftsvereine der Bergarbeiter in den Kohlenwerken Sachsens Geschrieben zwischen dem 17. und 21. Februar 1869. ["Demokratisches Wochenblatt" Nr. 12 vom 20. März 1869], απόσπασμα: Das Vorstehende liefert bereits ein trübes Bild von der Lage dieser Bergarbeiter. Zum Verständnis ihrer leibeigenschaftlichen Zustände.

[22] Για μια κριτική στον πεσιμισμό ως συνείδηση του καταστροφισμού βλ. Oswald Spengler, Reden und Aufsätze, Pessimismus? (1921).

[23] Ενδεικτικά βλ. Veroniki Petrou, «Schelling's Critical View on Leibniz's Notion of Evil», Conatus - Journal of Philosophy, 2(2), 91–102, Gavin Rae, «Schelling and the Metaphysics of Evil», Sophia, 57 (2):233-248 (2018).

[24] Βλ. Reza Negasterani, οπ., 5. This I, or We or It, the Thing, Which Speaks (Objectivity and Thought), As if Raising a child και Global Pedagogical Project, οπ., pp. 267-277, 277-292.

No comments:

Post a Comment

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...