Αυτή η εκλογική διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες πολιτικού διαχωρισμού και σχετικής οργανωτικής απομόνωσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης ως τέτοιου.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στην Φραγκική Επικράτεια, δεικνύει σε εμμενές (δηλαδή μη αναγώγιμο σε άλλες χώρες) επίπεδο τις συστημικές δυσκολίες του καθεστώτος της μπουρζουάδικης διαχείρισης. Η αποδιάρθρωση του δοσμένου συστήματος κυβερνητικής εξουσίας και καταστολής έχει την σφραγίδα του απεργιακού κινήματος του 2023 και της πληβειακής εξέγερσης του Ιουνίου του ίδιου έτους.
Επ' αυτού, η Αριστερά στην Φραγκία (από Insoumise και προς τα αριστερά), παρότι ανεβαίνει σε ποσοστό 13%, ωστόσο απέχει από την εμφατική απόδοση του Μελανσόν στις Προεδρικές Εκλογές του 2022 (20,3%). Αυτό καταδεικνύει όχι τόσο την αδυναμία της στην πολιτική οργάνωση των ταξικών αγώνων, αλλά κύρια τον αυτόνομο πολιτικό χαρακτήρα των ταξικών αγώνων, κάτι που περιλαμβάνει και την CGT, ώστε πλέον όλο και πιο πολύ η ψήφος στην Αριστερά δεν είναι αναγκαία “φυσική συνέχεια των αγώνων”, ή οι αγώνες δεν μεταφράζονται σώνει και ντε στην κάλπη, παρότι στην Φραγκική Επικράτεια πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη χώρα, οι ταξικοί αγώνες, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί έχουν εγγενή τάση πολιτικοποίησης. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτήν την συγκυρία, οι εργάτες έχουν συμφέρον στο να συμμετάσχουν στο μέτρο του επιθυμητού στην έστω και με χαμηλή πολιτική ένταση πολιτική πάλη της Αριστεράς εν όψει των εκλογών της 30/6.
Ο Φραγκικός Σοβινισμός (Λε Πενς, Μπαρντέλα) κατά κύριο λόγο στο οικονομικό περιεχόμενό του εκφράζει την ανάγκη ανάπτυξης και επέκτασης παραγωγικού κεφαλαίου μεσαίας και χαμηλής οργανικής σύνθεσης, με έμφαση στην τεχνολογική ανανέωση της γεωργικής βιομηχανίας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό στην δημοσιονομική και δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης. Ένα κρίσιμο στοιχείο είναι, ότι αποτελεί απάντηση στις στρατιωτικές δυσκολίες και δυσχέρειες του Φραγκικού ιμπεριαλισμού στο Σαχέλ, σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και σε περιοχές της Ωκεανίας. Απ' αυτήν την σκοπιά σ' αυτό μπορούν να εντοπισθούν κατά Λένιν σοσιαλιμπεριαλιστικές τάσεις.
Η διαμόρφωση των πολιτικών και κυβερνητικών συσχετισμών στην Φραγκική Επικράτεια, όπως και στην Γερμανία, σε ένα εύρος σηματοδοτούν την περαιτέρω σκλήρυνση και αυστηροποίηση του κρατικού ελέγχου, ως απάντηση στις επί της συγκυρίας ρωγματώσεις κύρια του συστήματος της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.
Στην Γερμανία (με την μεγάλη ανεβασμένη συμμετοχή του 64,8%) έχουμε μια ακόμα σχεδόν παραδοσιακού τύπου συγκυριακή αποτυχία του Ευρωπαϊκού Σοσιαλισμού, η οποία χρωματίζεται από την έκφραση της δυσαρέσκειας μέσα από το (όχι και τόσο) ανεβασμένο ποσοστό του AFD. Σε αυτό το σκηνικό, ο Χριστιανοδημοκρατικός συνασπισμός επανακτά την πολιτική ηγεμονία και τον χαρακτήρα του συμπαγούς πολιτικού μπλοκ.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη πτώση της πολιτικής Οικολογίας, κάτι που αντανακλά τόσο τις παλινωδίες του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο διαχειρίζεται η εν λόγω δύναμη, αλλά κύρια την πολιτική χρεωκοπία αυτών των αντιλήψεων στο οικονομικό περιεχόμενό τους: την ορμητική πολιτική αποστοίχιση των νέων γενιών εργατών από τις οικολογικές αντεργατικές και αντιβιομηχανικές πρακτικές.
Οι αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις, παρά την διάσπαση του Ντε Λίνκε, αυξάνουν τις δυνάμεις τους από 5,5% στα 2019 σε συνολικά 9% περίπου. Το BSW στο πρώτο εκλογικό κατέβασμα, μετρώντας μόνο τέσσερις μήνες κομματικής ζωής, αποσπά ένα βασικό 6,2%. Το Ντε Λίνκε περιορίζεται στο 2,7%, κάτι που εκ των πραγμάτων θα το ενθέσει στην ζώνη των υπαρξιακών θεμάτων.
Ωστόσο, οι όχι τόσο μεγάλες εκλογικές επιδόσεις στα κράτη κατά μήκος του Ρήνου, δείχνουν την ανάγκη ποιοτικών μετασχηματισμών συνολικά για το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, προβλήματα απόσπασης από την πάλη και τους αγώνες μέσα στις βιομηχανίες. Το να αποκριθεί και να φέρει εις πέρας αυτό το καθήκον έχει να κάνει και συνδυάζεται με την διαμόρφωση και συγκρότηση μιας δρομίσιας πολιτικής με σημείο απεύθυνσης τον δημόσιο χώρο, τις ανεξάρτητες από το κράτος διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Από την άλλη, στα πρώην DDR κράτη, το BSW είναι τρίτη δύναμη με πάνω από 15%, με πρώτη δύναμη το AFD γύρω στα 27%. Αυτό είναι ένα κρίσιμο πολιτικό στοιχείο, καθ' όσον εκφράζει συνολικά στην χώρα δυναμικές διάσπασης της πολιτικής συμπεριφοράς.
Το ΑFD ένεκα και των πρόσφατων σκανδάλων χαρακτηρίζεται όλο και πιο πολύ ως κόμμα- υβρίδιο απ' όλες τις απόψεις. Κι αυτό γιατί το πολιτεύεσθαί του συνίσταται στην πολιτική της αφαίρεσης, στην πολιτική του μη λαμβάνειν θέση τόσο στον εσωτερικό ταξικό ανταγωνισμό, όσο και στον εξωτερικό στρατηγικό ανταγωνισμό. Κυρίως, με αφηρημένο τρόπο τροφοδοτεί δυναμικές πολιτικού πολέμου γύρω από ζητήματα εθνοτικών και πολιτισμικών συνθέσεων, καθώς και γύρω από ζητήματα υπεροχής των Γερμανικών πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτό, το οποίο παραμένει ασαφές στην ρητορική και στην σύστασή του είναι από ποιό καθεστώς Γερμανικής ιστορικότητας προέρχεται, πού ήτο στις ιστορικούς αγώνες της Γερμανικής εργατικής τάξης. Η πιο ασφαλής απάντηση είναι, ότι στην πλειοψηφικότητά του είναι συναφές σε Ανατολικούς πληθυσμούς της DDR κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, οι οποίοι έχουν μάθει να αναπαράγονται κάτω από τις ζεστές φτερούγες του κράτους, και από αυτό έλκει την πολιτική καταγωγή και κινησιολογία του.
Συνολικά, οι Νότιες εγκλήσεις περί του ότι οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν είναι ούτε για γέλια, ούτε για κλάματα, περί δήθεν άκρων και εξτρεμισμού, περί δήθεν σοβαρότητος και τα τοιαύτα, με σημεία αναφοράς την Γερμανία και την Φραγκική Επικράτεια, είναι εκτός χρόνου. Επίσης συνολικά, έχει καταστεί πασιφανέστατο, ότι τα εκατομμύρια της εργατικής τάξης των Βόρειων χωρών αναζητούν διεύρυνση του δικού τους ζωτικού χώρου και την διαμόρφωση μιας προσίδιας ή έστω προσοίκειας Ανατολικής Πολιτικής.
Το μόνο σίγουρο είναι, ότι κάτι έχει αρχίσει να ανακινείται στην Γηρασμένη Ευρώπη.
No comments:
Post a Comment