“Στην πρόταση Α = Α ως πρόταση της ταυτότητας υποβάλλεται σε αναστοχασμό αυτή η συσχέτιση. Αυτή η σχέση, αυτό που είναι ένα, η ισότητα εμπεριέχεται σ’ αυτήν την καθαρή ταυτότητα. Πραγματοποιείται αφαίρεση από κάθε ανισότητα. Η πρόταση Α = Α, η έκφραση της απόλυτης σκέψης ή του Λόγου, έχει για τον μορφολογικό αναστοχασμό που εκφράζεται με προτάσεις της διάνοιας μονάχα τη σημασία της ταυτότητας της διάνοιας, της καθαρής ενότητας, δηλαδή της ενότητας στην οποία πραγματοποιείται αφαίρεση από την αντίθεση.
Όμως ο Λόγος δεν βρίσκει την έκφρασή του σ’ αυτήν τη μονομέρεια της αφηρημένης ενότητας. Αξιώνει επίσης να θέσουμε αυτό από το οποίο πραγματοποιήσαμε αφαίρεση στην καθαρή ισότητα, να θέσουμε το αντιτιθέμενο, την ανισότητα”.[1]
Ενδείξεις απ’ την μιζέρια της κομματικότητας
Η ιδεολογικοπολιτική προβολή της υπόθεσης περί τεχνοκεφαλαιακής μοναδικότητας, μπορεί να κριθεί μέσα από την κριτική ανάλυση του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου.[2] Από stricto sensu σκοπιά κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η αυταπάτη συνίσταται στο ότι η αξία ουσιωδώς αποδίδεται στον φερόμενο ως εμπράγματο δικαιούχο. Στα μυαλά των οπαδών αυτής της αντίληψης, όπως και στην μπουρζουάδικη πολιτική οικονομία, αξία και ιδιοκτησία είναι σχεδόν ταυτόσημες. Σίγουρα, αυτό είναι ένας προχωρημένος μερκαντιλισμός, αλλά ουδέποτε φτάνει τον Ρικάρντο.[3]
Ακόμα και από μια εμπειρική σκοπιά, η μοναδικότητα δεν λαμβάνει την λειτουργία της ενεργούς παραγωγικής ή ακόμη και της συνάρθρωσης [gestalt] κοινωνικής εργασίας. Απ’ αυτήν την άποψη μάλλον είναι ένα απότοκο της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, λειτουργούν ως μια υπερκαταληπτική προκατάληψη, παρά κάτι που εμφανίζεται μέσα στο παραγωγικό προτσές.[4] Ωστόσο, είναι αναγνωρίσιμη η ουσιακή υπόστασή του μέσα στην πραγμότητα, απ’ όπου απορρέει η πολιτική λειτουργία του. Αυτή η πραγματική υπόσταση περισσότερο επιδεινώνει τα πράγματα, τις καταστάσεις, τις υποθέσεις, παρά προσφέρει κάποιους διεξόδους ή προοπτικές.
Η αναγνώριση, ότι κατά κάποιον τρόπο μια quasi Θρησκευτικού quasi Ιδεολογικού τύπου προκατάληψη, προεντύπωση, έλαβε μια πραγματική υπόσταση, συντείνει στην καθιέρωση ενός προσίδιου σ' αυτό υπαρξισμού. Σε μια πιο καχύποπτη οπτική, η κατ’ επανάληψη δήλωση περί υπάρξεως, περί πραγματικής υποστάσεως είναι μόνο μια συμμόρφωση προς την λειτουργία του καπιταλιστικού ρεαλισμού.
-Το j υπάρχει. Αυτό in sich πάει πίσω σε μια Καρτεσιανή νοοτροπία. Επειδή υπάρχει, υπάρχει μόνο εκτός χώρου και χρόνου, υπάρχει μόνο εντός Πλατωνικού ατόπου.
Στην συνολικότητά του αποκτά εγκυρότητα μόνο ως Φιχτεανή εξισωτική ταυτότητα. Σ’ αυτό το συγκείμενο, η δήλωση «υπάρχει» σημαίνει την ανικανότητα του σχετίζεσθαι, του συνεργάζεσθαι, του συμμαχείν. Στην άκρα λογική συνέπειά του: ο ταυτοτικός πολιτικός αυτισμός ως Ιδεολογία.
Η τεχνοκεφαλαιακή μοναδικότητα ως brandname, ως εμπορευματικό σήμα, είναι μόνο μια υποκατάσταση της Ιδέας περί Θεού, και ανά περιστάσεις η ενεργοποίησή της. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα μπορεί να αναζητηθεί στις πρώτες καθαρές μορφές της στις πρώτες ριζικές Αγγλικανικές εκφάνσεις των αρχών του 17ου αιώνα. Διαθέτει –λοιπόν- μια ιστορικίστικη συνάφεια προς την λειτουργία του εμπορεύματος ως Leveller –συνεχίζει αυτή η ύπαρξη να είναι εγκλωβισμένη στο άρθρο του Πασουκάνις για τα Επαναστατικά Στοιχεία στην Ιστορία του Αγγλικού Κράτους και Δικαίου!
Αυτό γίνεται ένα φετίχ: η αναγωγή όλων των σχέσεων σε μια μυθοποιημένη Αγγλική Ιστορία αντιπαραθέσεων μεταξύ των ελίτ, κάτι το οποίο υποπίπτει σε αντιπαραθέσεις μεταξύ αυλικών: οι Πλανταγενέτες και οι Υορκιστές, οι Λανκαστεριανοί και οι Τυδώρ, οι Στιούαρτ και το ανήσυχο παπαδαριό, οι ευθυτενείς επιβήτορες του New Model Army και οι σινιόρες των τιμών: όλες αυτές οι κωμικές πλέον φιγούρες παρελαύνουν επί της σκηνής του Ιστορικίστικου δράματος: όλη αυτή η υποκριτική στρατιά κεχρισμένων και Δεσποσυνών έχει αλλαγμένα μόνο τα ονόματα, αλλά τα πρόσωπα παραμένουν ίδια, όσο οι ποιότητές των ανταλλάσσονται με τυπικούς εμπορευματικούς όρους. Είναι αυτό η πιο άξια πολιτική αναπαράσταση του Προυντονικού Συστήματος Οικονομικών Αντιφάσεων;
Στην in
concreto πολιτική
αντιπαράθεση, η μοναδικότητα κοινοποιείται, και έτσι παύει να προβάλλεται ως
τέτοια: ξεγυμνώνεται ως “κύκλος της ήττας”, της κάθε ήττας. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο απολύει ακόμη και τον όποιο τεχνοκεφαλαιακό χαρακτήρα της, ξεμένει μόνο
ως ένα σχεδόν αγοραίο, σχεδόν χυδαίο πολιτικό τρικ. Ο φορέας της «μοναδικότητας»
εντοποθετείται στην μόνη διαθέσιμη καπιταλιστική μορφή του: σε αυτήν του μαθητευόμενου
μάγου.
[1] Έγελος, Η Διαφορά των Συστημάτων Φιλοσοφίας του Φίχτε και του Σέλλινγκ, Ορισμένες μορφές που απαντούν στο τωρινό φιλοσοφείν. Αρχή μιας φιλοσοφίας με τη μορφή μιας απόλυτης θεμελιώδους αρχής, μτφ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2006, σ. 59. Στο πρωτότυπο: Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems der Philosophie in Beziehung auf Reinholds Beiträge zur leichtern Übersicht des Zustands der Philosophie zu Anfang des neunzehnten Jahrhunderts. Mancherlei Formen, die bei dem jetzigen Philosophieren vorkommen Geschichtliche Ansicht philosophischer Systeme. Prinzip einer Philosophie in der Form eines absoluten Grundsatzes, απόσπασμα: “In A = A, als dem Satze der Identität, wird reflektiert auf das Bezogensein, und dies Beziehen, dies Einssein, die Gleichheit ist in dieser reinen Identität enthalten; es wird von aller Ungleichheit abstrahiert, A = A, der Ausdruck des absoluten Denkens oder der Vernunft, hat für die formale, in verständigen Sätzen sprechende Reflexion nur die Bedeutung der Verstandesidentität, der reinen Einheit, d.h. einer solchen, worin von der Entgegensetzung abstrahiert ist. Aber die Vernunft findet sich in dieser Einseitigkeit der abstrakten Einheit nicht ausgedrückt; sie postuliert auch das Setzen desjenigen, wovon in der reinen Gleichheit abstrahiert wurde, das Setzen des Entgegengesetzten, der Ungleichheit”.
[2] Βλ. Das Kapital. II.
Band: Der Zirkulationsprozeß des Kapitals. III. Die Reproduktion und
Zirkulation des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. 18. Einleitung. I.
Gegenstand der Untersuchung, απόσπασμα: Die
Kreisläufe der individuellen Kapitale verschlingen sich aber ineinander, setzen
sich voraus und bedingen einander und bilden gerade in dieser Verschlingung die
Bewegung des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. Wie bei der einfachen
Warenzirkulation die Gesamtmetamorphose einer Ware als Glied der
Metamorphosenreihe der Warenwelt erschien, so jetzt die Metamorphose des
individuellen Kapitals als Glied der Metamorphosenreihe des gesellschaftlichen
Kapitals. Wenn aber die einfache Warenzirkulation keineswegs notwendig die
Zirkulation des Kapitals einschloß – da sie auf Grundlage nichtkapitalistischer
Produktion vorgehn kann –, so schließt, wie bereits bemerkt, der Kreislauf des gesellschaftlichen
Gesamtkapitals auch die nicht in den Kreislauf des einzelnen Kapitals fallende
Warenzirkulation ein, d.h. die Zirkulation der Waren, die nicht Kapital bilden.
[3] Βλ. Friedrich
Engels, Vorwort [zur ersten deutschen Ausgabe "Das Elend der
Philosophie"], Stuttgart 1885, αποσπάσματα: Soweit
der moderne Sozialismus, einerlei welcher Richtung, von der bürgerlichen
politischen Ökonomie ausgeht, knüpft er fast ausnahmslos an die Ricardosche Werttheorie
an. … Die obige Nutzanwendung der Ricardoschen Theorie, daß den Arbeitern, als
den alleinigen wirklichen Produzenten, das gesamte gesellschaftliche Produkt,
ihr Produkt, gehört, führt direkt in den Kommunismus.
[4] Παράβαλε Nick Land,
Meltdown, in Fanged Nooumena. Collected Writtings 1987-2007, edited by Robin
Mackay and Ray Brassier, Urbanomic. Sequence, UK, 2012, pp. 441-460.
No comments:
Post a Comment