Κριτικές Επισημάνσεις
Παρότι
το κείμενο αυτό αποκρίνεται σε κάποιες στοιχειώδεις αρετές και πρόνοιες της διανοητικής
ιστορίας και της Εγελιανής Κριτικής Ιστορίας, οι ανάγκες που έρχεται να
καλύψει, δεν αφορούν μια καθαρά θεωρητική παραγωγή, αλλά πλευρές της τρέχουσας πολιτικής
και θεωρητικής διαπάλης όπως εκφέρεται στη δημόσια ρητορική.
Η
αναζωογόνηση της ιστορικής διερεύνησης για τα πολιτικά πράγματα στο Γερμανικό Kόσμο προκύπτει αντικειμενικά μέσα από τις αναπτύξεις και τις καμπές της ιστορικής
κρίσης του καπιταλισμού και των τόσο Εργατικών όσο και Κυριαρχικών προσπαθειών
υπέρβασής της (διαδικασία στρατιωτικού επανεξοπλισμού, σταθερή άνοδος της γερμανικής ακροδεξιάς,
μαχητικές τάσεις στο Γερμανικό εργατικό κίνημα, αιτήματα για πολιτική
ανεξαρτησία της γερμανικής εργατικής τάξης).
Υπάρχουν
σοβαρές ενδείξεις στον επίσημο πανεπιστημιακό λόγο, ότι στη Γερμανία
αναπτύσσεται κλονισμός κάποιων εδραίων πεποιθήσεων και δογματικών που αφορούν
την ευρύτερη πνευματική ζωή και την Εκπαίδευση.[1]
Για το τελευταίο, το πιο χαρακτηριστικό είναι το λεγόμενο “Katechismusdebatte” σχετικά
με την ανάγκη ή μη αξιοποίησης και λειτουργικοποίησης της μνήμης του Ολοκαυτώματος
στη δημόσια εκπαίδευση, και της ίδιας της μνημονικοποίησης του τελευταίου.[2]
Στον
ίδιο χρόνο, εκ των εκατομμυρίων μεταναστών εργατών και μη νέας γενιάς εγείρονται
τέτοιας υφής ζητήματα εκ της πολιτικής ένταξής τους, αλλά και απ’ την αντίδρασή
τους στην επαφή τους με τη Γερμανική Πολιτική Ιστορία. Επίσης, αυτά τα τμήματα
του πληθυσμού φέρουν είτε αυτούσιες είτε διαμεσολαβημένες και τις πολιτικές
ατζέντες των χωρών προέλευσής τους, ώστε συχνά προκύπτουν διατομές.
Επισημαίνουμε
ότι η νεωτερική Γερμανική πολιτική ιστορία -συμβατικά θεωρούμενη μετά τον
Επταετή Πόλεμο (1756-1763)- δεν μπορεί να προσεγγισθεί ή να κατανοηθεί εμπειριστικά
ή εκλεκτικιστικά, αλλά η κριτική κατανόησή της προϋποθέτει και συνεπάγεται μια
εξοικείωση με την ίδια τη φιλοσοφική κίνηση, με την ιστορική κουλτούρα και την
Ελλογότητα.
Ακόμη
και για εμάς, που δεν εξειδικευόμεθα στη νεωτερική ιστορία, η ενασχόληση με αυτό
(κάτι που επιβάλλεται από τη Φιλοσοφική Επίγνωση και την τριβή με τα ιστορικά ζητήματα της ταξικής πάλης και του
επαναστατικού κινήματος) δεν είναι κάτι ευχάριστο ως τέτοιο. Αυτό από μνημονική
και εμπειρική άποψη μας φέρνει κοντά στα Γυμνασιακά χρόνια μας. Ωστόσο, δεν το εκλαμβάνουμε
ως ανανέωση, ούτε ως ετεροχρονισμένη διαφώτιση, αλλά ως εμπλουτισμό συλλογικής
γνώσης και διερεύνηση.
Στην όσο γίνεται πιο ευσύνοπτη και πυκνωτική παρουσίαση (Darstellung) που ακολουθεί, δεν παρουσιάζουμε στοιχεία της πολιτικής ιστορίας από το 1848 μέχρι το Β΄Ράιχ και από το Β΄Ράιχ έως το Γ΄, κι από τη λήξη αυτού έως την Επανένωση. Για τον ίδιο λόγο δεν παρουσιάζουμε στοιχεία από το Γερμανικό Σοσιαλισμό και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κίνημα. Κι αυτό γιατί αυτές οι ιστορικές εποχές Γερμανικής Πολιτικής Ιστορίας (1848-1871, 1871-1918, 1918-1933, 1933-1945, 1945-1989) αφορούν με άμεσο τρόπο την ανάπτυξη της προλεταριακής ταξικής πάλης και έχουν άμεση συνάφεια στο εξηγητικό σχήμα του Ένγκελς επανάσταση-αντεπανάσταση.[3]
Επιπρόσθετα,
για λόγους συστηματικότητας δεν παρουσιάζουμε στοιχεία από τον πολιτικό χαρακτήρα
των κατ’ εξοχήν έργων της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, και της Γερμανικής Θεολογικής
Επιστήμης.
Στο παρόν κείμενο, με τον όρο νεωτερικό γερμανικό πολιτικό κίνημα προσδιορίζεται από ιστορική άποψη το έχον σκοπό να εκφράσει και να εξωτερικεύσει το Γερμανικό Κόσμο στην αδιαμεσολάβητη Ολότητά του -και ως τέτοιο δεν διαθέτει μη διαμεσολαβημένη αναφορά στην εργασία ως συνεκτική και κατανοητική δυναμική της Ολότητας, κάτι που αρχίζει σταδιακά να κατακτιέται αρχίζοντας με το Εγελιανό έργο (Φαινομενολογία του Πνεύματος, 1807) και στη συνέχεια στον υλισμό (Φόυερμπαχ), στους Ελευθεριακούς, και στους Μαρξ-Ένγκελς. Αυτό από την άλλη, σημαίνει ότι η εργατική ταξική πάλη ανεβαίνει πολιτικά όταν inter alia επιτυγχάνει και καταφέρνει να προσδιορίζει και να εκφράζει το πολιτικό κίνημα μέσα από την ίδια με τέτοιο τρόπο ώστε το πολιτικό κίνημα να αναπτύσσεται ως στιγμή της ταξικής πάλης.
Δυό
γραμμές Θεμελίωσης
Η
νέα Γερμανική Πολιτική Φιλοσοφία θεμελιώνεται στη Φιλοσοφία της Ιστορίας και της
Τέχνης του Χέρντερ (1744-1803) στη
μορφή του Γερμανικού Πολιτικού Ρομαντισμού διακρινόμενος από την πάλη του να
προσδιορίσει την ανθρωπότητα/ανθρωπινότητα σε μετασχηματιστική Ταυτότητα με τον ίδιο.[4]
Αυτό
δεν είναι τόσο γερμανικό ή όσο κοινότοπα κακό ακούγεται.
Ο
Νέγκρι προτείνει ρητά και εμφατικά μια ένταξη του ίδιου του Σπινοζισμού στο Ρομαντισμό.[5]
Ακόμη και Μαρξιστικά-Λενινιστικά ρεύματα στο εγχώριο επίπεδο με βαρύγδουπους
τίτλους όπως «επαναστατική ενοποίηση της ανθρωπότητας» βρίσκουν τη Φιλοσοφική νομιμοποίησή τους στην κατανόηση του Πολιτικού Γερμανικού Ρομαντισμού
περί ανθρωπότητας/ανθρωπινότητας.
Προκειμένου
να κατανοηθεί στην πληρότητά του, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κριτική επαφή
και την επίγνωση της Μεταφυσικής ως τμήματος της Φιλοσοφίας, εκκινώντας από την
ίδια την Αριστοτελική Μεταφυσική έως την κριτική παρουσίασή της μέσα από την
Εγελιανή Διδασκαλία περί Ουσίας, αλλά και μετέπειτα στις κριτικές παρουσιάσεις
περί Μεταφυσικής του Χάιντεγκερ και του Αντόρνο. Ένα τέτοιο Μεταφυσικό πνεύμα,
με την έννοια ότι η κατηγορία της Ουσίας αποκτά κεντρικότητα, εντοπίζεται στα
Παρισινά Χειρόγραφα (1844) του Μαρξ, αλλά και σε σημεία της Μαρξικής Κριτικής της Εγελιανής
Δικαιικής Φιλοσοφίας (1843-1844).
Επί του πρακτέου, η ανάπτυξη του Γερμανικού Πολιτικού Ρομαντισμού αποκτά Ρεπουμπλικανικό[6] χαρακτήρα μέσα από το έργο κύρια του κύκλου Σ(χ)λέγκελ (1772-1829) -ο Ρομαντισμός της Ιένας[7]. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ρομαντισμό αυτό εμφανίζονται ρητές αναπτύξεις Υπερβατικής Φιλοσοφίας (εξ αντανακλάσεως επίδραση του Καντ από τον Φίχτε, αλλά και άμεση επίδραση από τον Καντ) κάτι που de facto φέρνει κοντά και προσδίδει ενιαιότητα στις δυό γραμμές θεμελίωσης.[8]
Η πολιτική σκυτάλη του γερμανικού πολιτικού κινήματος περνάει στον Κλασικό Φιλόσοφο Φίχτε. Η επιτακτική αναγκαιότητα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, ήταν η εισβολή των Ναπολεόντειων στρατευμάτων στα δυτικά της χώρας και η Πρωσική ήττα στη Μάχη της Ιένας (1806). Ο φιλελεύθερος πολιτικά Φίχτε που κατά το 1793 είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ των επιτευγμάτων της Φραγκικής Επανάστασης,[9] στις αρχές του 1808 προέβη στη διάσημη απεύθυνσή του στο Γερμανικό Έθνος (κατασκευάζοντας το), κάτι που εκλαμβάνεται ως το σημείο μηδέν του σύγχρονου γερμανικού ρεπουμπλικανικού πατριωτισμού, πολιτισμικά και κοινωνικοπρακτικά θεμελιωμένου.[10]
Αμφότερα ο Πολιτικός Ρομαντισμός και ο πατριωτικός ρεπουμπλικανισμός της περιόδου εξωτερικεύουν στο επίπεδο της πολιτικής διαπάλης τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής και αποτυπώνουν τα υλικά συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που απέβλεπαν στην επαναστατική δημιουργία ενιαίου γερμανικού κράτους.
Εκ
νέου εμφάνιση και προσδιορισμός
Κατά
τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εν όψει της διάλυσης της ΕΣΣΔ και της Επανένωσης
της Γερμανίας, ο Robert
Kurz[11] εκκίνησε να αναπτύσσει σε μη-μαρξιστικό/μη-ιστορικοϋλιστικό
πλαίσιο και περιεχόμενο μια εκ νέου κριτική θεμελίωση της γερμανικής πολιτικής
κίνησης, και μια ενασχόληση με το κατηγορικό οπλοστάσιο της κριτικής της πολιτικής
οικονομίας που οδηγεί στην Αξιακή Κριτική/Κριτική της Αξίας.
Η
άποψή μας λέει ότι η ανάπτυξη του Kurz, εμφανή κυρίως στα έργα του “Der Kollaps der
Modernisierung. Vom Zusammenbruch des Kasernensozialismus zur Krise der
Weltökonomie” (1991), „Die Welt als Wille und Design. Postmoderne,
Lifestyle-Linke und die Ästhetisierung der Krise“ (1999), „Blutige Vernunft.
Essays zur emanzipatorischen Kritik der kapitalistischen Moderne und ihrer westlichen Werte“ (2004) ορίζει μια κεντρική συνιστώσα κριτικής
κατανόησης του γερμανικού πολιτικού κινήματος των πιο πρόσφατων 40 χρόνων (1985-2025)
-σημειωτέον ότι πρόκειται για μια ιστορική περίοδο σχετικά ειρηνικής υλικότητας.
Το
μη μαρξιστικό περιεχόμενο της ανάπτυξής του δηλώνεται ρητά από τον ίδιο στο
κείμενό του με τίτλο (στην αγγλική μετάφραση) “The light of Enlightenment: The symbolism of the modern
and the exorcism of night”[12]
Σε
αυτό, αποδίδεται κριτικά στο μαρξισμό και στον ίδιο το Μαρξ Ιλλουμινισμός,[13]
και ταύτιση του Μαρξισμού με την κυριαρχία ή το πρωτείο της αφηρημένης εργασίας.
Στο ίδιο περιέχεται αναφορά στο Ρομαντισμό σε διάστιξη προς τον Ιλλουμινισμό.
Έχουμε
την άποψη, ότι τόσο μορφικά, όσο και περιεχομενικά, το έργο του Kurz για ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας,
κουλτούρας, κριτικής θεωρίας του κοινωνικού είναι άμεσα εννοιολογικά επικαιροποιημένο
(updated) Φιχτεανό. Αυτό
δεν χρειάζεται να τεκμηριωθεί εδώ, καθ’ όσον αρκεί, πέρα από την ανάγνωση του
συνολικού Φιχτεανού έργου, η ανάγνωση της Εγελιανής “Διαφοράς” (1801), καθώς
και των αναφερομένων έργων του Kurz.
Απ’
αυτήν την άποψη, η πεποίθησή μας είναι ότι ο Kurz, το περιοδικό Exit, οι συντελεστές του, ως κριτικοπολιτικό
ρεύμα σφυρηλατούν την πιο στέρεη κριτική κατανόηση της γερμανικής πολιτικής κίνησης
σε τέτοιο βαθμό ώστε η κριτική τους κατέστη η ενεργά κριτική γερμανική πολιτική
κίνηση.
Δεν
πρόκειται περί ζητήματος ανταγωνισμού μεταξύ των γερμανικών φιλοσοφικών
ρευμάτων. Το παραπάνω το διαβεβαιώνει ένας συνεπής Καντιανός, Σελλινγκικός,
Νιτσεϊκός, Μαρξιστής, Χαϊντεγκεριανός, whatever. Όπως πιθανά, να αμφισβητείται ή να
στρεβλώνεται από διάφορες φωνές στις διάφορες πολιτιστικές (cultural) και κομματικές σκηνές (scenes).
Η
νέα μορφή που εμφανίζεται αναπτυγμένη σε σχέση με το αρχικό καθαρά Φιλοσοφικό
Φιχτεανό έργο, είναι η Αρχή της Ταυτότητας ως κατηγορία της Ηθικής Φιλοσοφίας.
Το “Ich = Ich, Ich bin; das
Absolute ist Subjekt-Objekt, und
Ich ist diese Identität des Subjekts und Objekts“[14] στον Kurz
δεν εμφανίζεται μόνο από τη
σκοπιά των συμφερόντων, εκπροσωπήσεων, διαμεσολαβήσεων εντός της αστικής
κοινωνίας (δηλαδή ως -όπως το λένε οι Μ-Ε στην «Αγία Οικογένεια»- Φυσικός και
Εθνικός Εγωισμός), ή μόνο από τη σκοπιά της αντιθετικής και στον ίδιο χρόνο Ταυτοτικά πραγμοποιητικής σχέσεως εργασίας–μηχανής–εμπορεύματος εντός του μη διαμεσολαβημένου παραγωγικού προτσές, αλλά
ως Υποκειμενική-Αντικειμενική Ταυτότητα με την Ηθική Ευθύνη της κοινωνικής
πράξης, με την εξωτερίκευση, πραγμάτωση και υλοποίηση της Βούλησης εντός της ιστορικής συνέχειας ως Συνειδητής επίγνωσης των ιστορικών τομών και ρηγμάτων.
Συνολικότερα, αυτό προσδιορίζει ένα strictly ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο κριτικής, ώστε αν κάποιος εμπλακεί ή εισέλθει σε αυτό (σε αντίθεση προς το Δαντικό “Inferno” όπου υπάρχει δυνατότητα Εξόδου) ου δύναται να εξέλθει.
Με άλλα λόγια, αυτό ab initio έχει καταργήσει τον εκλεκτικισμό και τον υποκειμενισμό επί
του corpus του. Aπλουστευτικά, σε μια δημώδη εκδοχή
μπορεί να λαμβάνει τη μορφή των διαζεύξεων: ειδικά προσδιορισμένο εἶναι ή μη, συνδρομή βούλησης ή μη, δύναμη/ικανότητα-ισχύς (Kraft und Macht) ή μη.
[1] Ενδεικτικά βλ. Hendrik
Wallat, Dyspraxia. Kritische Theorie im Sog der Negativität, Haßloch, Velbrück,
2023.
[2] Ενδεικτικά βλ. https://de.wikipedia.org/wiki/Katechismusdebatte, https://etosmedia.de/politik/der-katechismus-streit-politischer-kontext-und-geschichtswissenschaftliche-verantwortung/
[3] Βλ. Friedrich Engels, Revolution und
Konterrevolution in Deutschland (1851/1852), MEW, Band 8, Berlin, Dietz Verlag,
1988, S. 5-108, https://www.marxists.org/deutsch/archiv/marx-engels/1851/deutsch/index.htm
[4] Βλ. Johann Gottfried Herder, Auch eine Philosophie der Geschichte zur Bildung der Menschheit, Sturm und Drang. Weltanschauliche und ästhetische Schriften. Band 1, Berlin und Weimar 1978, Ideen zur Philosophie der Geschichte der Menschheit. 2 Bände, Band 1, Berlin und Weimar 1965. Entstanden zwischen 1782 und 1788. Erstdrucke: Riga (Hartknoch) 1784 (1. Teil), 1785 (2. Teil), 1787 (3. Teil), 1791 (4. Teil). Vom nicht mehr ausgeführten 5. Teil liegt nur ein Plan vor. Erstdruck in: Herders Werke, 30. Band, Stuttgart (Cotta) 1820, Briefe zur Beförderung der Humanität, 2 Bände, Berlin und Weimar 1971, Erstdruck: Riga (Hartknoch) 1793–1797.
[5] Βλ. Antonio Negri,
Spinoza’s Anti-Modernity, firstly appeared in Les Temps Modernes 46:539
(June 1991). Also in Subversive Spinoza: (un)Contemporary Variations. ed. by Timothy S. Murphy, Translated by
Charles T. Wolfe, https://antonionegriinenglish.wordpress.com/2010/08/14/spinozas-anti-modernity/
[6] Βλ. Friedrich Schlegel, Versuch über den
Begriff des Republikanismus veranlaßt durch die Kantische Schrift zum ewigen
Frieden [1796], Kritische Friedrich-Schlegel-Ausgabe. Erste Abteilung:
Kritische Neuausgabe, Band 7, München, Paderborn, Wien, Zürich 1966, S. 11-25. Erstdruck
in: Deutschland (Berlin), 3. Bd., 7. Stück, 1796.
[7] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Jena_Romanticism
[8] Βλ. Friedrich Schlegel, Transcendentalphilosophie
(1800-1801), Hamburg, Felix Meiner Verlag, 1991.
[9] Βλ. Johann Gottlieb Fichte, Beitrag zur Berichtigung der Urtheile des Publicums über die französische Revolution, Johann Gottlieb Fichtes sämmtliche Werke. Band 6, Berlin 1845/1846, S. 39 επ., Erstdruck: o. O. [d. i. Danzig (Troschel)] 1793.
[10] Βλ. του ιδίου, Reden an
die deutsche Nation, sämmtliche Werke. Band 7, Berlin 1845/1846, S. 259 επ. Die Reden wurden an den Sonntagen
des Winters 1807/08 im Rundsaal der Berliner Akademie der Wissenschaften
gehalten. Erstdruck: Berlin
(Realschulbuchhandlung) 1808.
[11] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Kurz,
https://libcom.org/tags/robert-kurz?page=1
[12] https://libcom.org/article/light-enlightenment-symbolism-modern-and-exorcism-night-robert-kurz
[13] Παράβαλε John Conway O'Brien, The good society: The Illuminated, Karl Marx and Adam Smith, May 2003, International Journal of Social Economics 30(5):598-612.
[14] http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Differenz+des+Fichteschen+und+Schellingschen+Systems+der+Philosophie/Darstellung+des+Fichteschen+Systems