Σύγχρονες μορφές αντεργατισμού. Απολυτοποιημένο μερικό, σιωνισμός και αποαποικιακά

 

Προοίμιο

 

Στις γραμμές που ακολουθούν, ο κύριος στόχος είναι η άσκηση πολιτικής και ταξικής κριτικής, και όχι η εκφορά ενός by affiliation θεωρητικού-επιστημονικού λόγου, και γι’ αυτό οι παραπομπές τεκμηρίωσης είναι μειωμένες στο ελάχιστο.

 

Το σημείο βρασμού του εγχώριου στρατοπεδισμού

 

Για λόγους μιας από τη σκοπιά της ταξικής πάλης Ηρακλείτειας σύλληψης του Πολιτικού, δεν ανήκει στις απόψεις μας η άποψη του Κλαούζεβιτς και του Βισμαρκικού καθεστώτος ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, ούτε θεωρούμε ότι ο καπιταλιστικός πόλεμος τελεί σε μια προβλέψιμη, regular, εργαλειακή σχέση με την καπιταλιστική ειρήνη. Για τον ίδιο λόγο και άλλους πολλούς δεν αποδεχόμεθα τη διάκριση δίκαιος-άδικος πόλεμος ως έχουσα αναλυτική ή συνολική πολιτική αξία για το εργατικό κίνημα και την εργατική κριτική στον καπιταλιστικό πόλεμο.

Ιστορικά, η νεο-πλατωνική ιδέα του δικαίου πολέμου διαμορφώθηκε από την Αυγουστίνεια θεολογία και είχε να κάνει με την αντιπαράθεση για την ανεξάρτητη από την Εκκλησία χριστιανική νομιμοποίηση του ρωμαϊκού imperium. Στον 17ο αιώνα η έννοια άρχισε να αλλάζει το περιεχόμενό της διά των Θρησκευτικών Πολέμων της εποχής και κύρια μέσα από την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου ένεκα της ίδιας της ανάπτυξης του καπιταλιστικού αλλοδαπού εμπορίου.

Η ανάλυση μιας πολεμικής σύρραξης μέσα από αυτή τη διάστιξη σημαίνει ότι αυτός ο οποίος την επικαλείται, έχει ήδη διαλέξει στρατόπεδο, και ex post factum επικαλείται τη διάστιξη αυτή ώστε να επιχειρηματολογήσει υπέρ του στρατοπέδου εντός του οποίου έχει εγκλωβιστεί. Πρόκειται δηλαδή για μια πρακτική -θέλοντας και μη- advocacy (συνηγορείν), και όχι για κριτική ανάλυση. 

Μέσα από το λαϊκό σκώμμα συχνά η στάση αυτή αποδίδεται με ένα στιγμιότυπο ενός γαμήλιου τελετουργικού, και συγκεκριμένα με τη φραστική συνεκφορά: “τραβάτε με κι ας κλαίω”.

Για τους ποικιλώνυμους αντιπροσώπους και προωθητές του στρατοπεδισμού η προσφυγή στη θεολογία (όπως και στη γεωπολιτική των γάμων) είναι πιο βαθιά, από όσο εξ όψεως φαίνεται, προκειμένου να δικαιολογηθούν τα όποια πολιτικά κρίματα. Αυτό είναι η ιουδαϊκή συμπεριφορά στην οποία ασκείται κριτική από το επαναστατικό κίνημα:

“Το Ιουδαϊκό Ζήτημα λαμβάνει διαφορετική εκδοχή, ανάλογα του σε ποιό Κράτος ο Ιουδαίος βρίσκει εαυτόν. Στη Γερμανία που δεν υφίσταται πολιτικό Κράτος, ούτε κράτος ως κράτος υπάρχει, το Ιουδαϊκό Ζήτημα είναι καθαρά ένα θεολογικό Ζήτημα. Ο Ιουδαίος βρίσκει εαυτόν σε θρησκευτική Αντίθεση προς το Κράτος, καθώς παραδέχεται τη Χριστιανοσύνη ως Θεμέλιό του. Αυτό το Κράτος είναι Θεολογικό εξ επαγγέλματος/εξ ιδιότητας. Η Κριτική είναι εδώ Κριτική της Θεολογίας, δίκοπη Κριτική, Κριτική της χριστιανικής, Κριτική της ιουδαϊκής Θεολογίας. Όμως, αυτό είναι το πως εμείς κινούμεθα στη Θεολογία, όσο πιο δυνατό κριτικά”.[1]

Έχουμε την εργατική υποψία, ότι στον εγχώριο στρατοπεδισμό παρατηρείται μια σύμφυρση μεταξύ αλλοτριωμένης ταυτότητας, από τις ευαίσθητες παιδικές ηλικίες απωθημένου ή/και καταπιεσμένου θρησκευτικού στοιχείου, και επιλογής στρατοπέδου, ενώ συχνά αυτές οι διαπλοκές αντιστρέφονται μέσα από δυναμικές, όπως τ0 selfhatism, οι μοριακές στρατηγικές προσωπικής ανέλιξης και αναρρίχησης, ο οντολογικός διχασμός μεταξύ εικονικού/ψηφιακού και πραγματικού όπως πραγματώνεται εντός των εσωτερικών, μυστικοποιημένων λειτουργιών της αστικής κοινωνίας.

Τα στρατοπεδίστικα πράγματα και υποθέσεις περιπλέκονται έτι περαιτέρω στο εύρος κατά το οποίο οι στρατοπεδιστές αναλαμβάνουν αυτοκλήτως και τους ρόλους των επισήμων διεθνολόγων, γεωπολιτικολόγων και διαμορφωτών της εξωτερικής πολιτικής. Είναι γνωστό, ότι η επιστημολογία η οποία είναι η πιο προσφιλής στον κάθε άσχετο, είναι ο υποστασιοποιητικός Ρεαλισμός, ο ουμανιστικός Ρεαλισμός -κι αυτό γιατί, αντί να σκέφτεται θεωρησιακά και να σπαζοκεφαλιάζει επί εννοιών και κατηγοριών, κοιτάει -προς υποκατάσταση της κίνησης- τις βιοπολιτικές συμπεριφορές και επιλογές ατομικά παρμένων ανθρωπίνων όντων -αυθαίρετα βαφτισμένων ως κατηγοριών του διεθνούς δικαίου και ταυτισμένων με αυτές. Αυτό βρίσκει την πιο χυδαία και άθλια μορφή του στην εξ ίσου Ρεαλιστική-υποστασιοποιητική υποκατάσταση της κριτικής ανάγνωσης της διπλωματίας μέσα από συνάψεις γαμήλιων, φιλικών και ερωτικών σχέσεων αδιαίρετων/ατόμων.  

Σε αυτό, ο στρατοπεδιστής με τη συμπεριφορά του Ιουδαϊκού Ζητήματος, βρίσκει τον εαυτό του σε μια ομόλογη θέση με εκείνη του ξεπεσμένου αριστοκράτη και μικροαστού της Βαϊμαριανής περιόδου: όπως ο δεύτερος υποστασιοποιούσε τις μορφές του χρηματοκεφαλαίου με τους Εβραίους, ο πρώτος υποστασιοποιεί συλλήβδην τις διακρατικές, πολιτικές σχέσεις με γαμήλιες, μοριακές, βιοπολιτικές σχέσεις.

Αυτές οι τραγωδίες φέρνουν το στρατοπεδισμό σε μια δύσκολη επίσης Θεολογική θέση: στον εμμονικό εμμενισμό στις εσωτερικές αντιφάσεις στο όνομα της πίστης και της αγάπης στο Θεό, σε τέτοιο σημείο ώστε στο όνομα αυτή τη φορά της ατομικής Θέωσης, η ψυχή του πιστού φτάνει στο βρασμό της -η Θεολογία περί βρασμού του Μέιστερ Έκχαρτ.

 

Σιωνισμός, στρατοπεδισμός, αποαποικιακά και αντεπανάσταση

 

Μέσα από το γερμανικό ιστορικό αναθεωρητισμό των eighties χαλκεύθηκε και μια νέα μορφή αντιγερμανικού σιωνισμού για αντεργατική και αντεπαναστατική χρήση: η εργατική τάξη των χωρών του γερμανικού και ευρωπαϊκού κόσμου έχει in sich και ουσιοκρατικά εμμενή ροπή προς τον αντισημιτισμό και την εξολόθρευση των Εβραίων, και επομένως δεν δικαιούται να επαναστατεί και να εξεγείρεται με πολιτικά ανεξάρτητο τρόπο.

Ο στρατοπεδισμός αντλεί πολιτικό όφελος από αυτόν τον αντιγερμανικό σιωνισμό, καθ’ όσον, αφ’ ής στιγμής οι εργάτες της Γερμανίας δεν δικαιούνται να εξεγείρονται, το μόνο που μένει, είναι η επιλογή του εκάστοτε διαχωριστικού στρατοπέδου, δηλαδή η εκάστοτε διαμεσολάβηση, την οποία πλασάρει ο στρατοπεδισμός. Το ίδιο όφελος αντλούν και τα αποαποικιακά, επειδή προσφέρουν τις ίδιες στρατοπεδίστικες διαμεσολαβήσεις, με το ελαφρώς διαφοροποιημένο σκεπτικό ότι οι εξεγέρσεις των Γερμανών και Ευρωπαίων εργατών οδηγούν σε ενίσχυση της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού -κάτι που είναι γνωστό από την εποχή των Σταυροφοριών

Σ’ αυτό, το καθήκον των Ευρωπαίων εργατών είναι μόνο η επίδειξη αφηρημένης αλληλεγγύης σε άλλα υπόδουλα έθνη και λαούς (δηλαδή η υποταγή στο εθνικό/θρησκευτικό). Κοντολογίς, στην Ευρώπη -αυτό (ξανα)λένε όπως και στα eighties και nineties- δεν θέλουν ανεξάρτητο εργατικό κίνημα, αλλά υποκατάστασή του από ένα αφηρημένο φιλειρηνικό, αντιίμπ κλπ. κίνημα -χαράς ευαγγέλιο για κάθε Ευρωπαίο βιομήχανο και αφεντικό.

 

Μερικότητες

 

Ο ιουδαϊκός σιωνισμός (από τον Μαιμονίδη μέχρι τον Μπένγιαμιν και τον Σόλεμ) τόσο θεολογικά, όσο και ως φιλοσοφία της ιστορίας συνιστούσε το βουλητικό χωρισμό από το ολικό (επί του ιστορικού συγκεκριμένου, από μια αυτοκρατορία, από ένα βασίλειο) και την υποκειμενική αναγόρευση του χωρισθέντος μέρους σε συνολικό διά της αυθαίρετης απολυτοποιήσεώς του. Αυτός ο genuine ιουδαϊκός σιωνισμός ήτο de facto αντιίμπ επί αιώνες. -Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται σφαιρικά η εύλογη στήριξη της ΕΣΣΔ στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους (εμπειρία Ολοκαυτώματος, πόλεμος Ισραηλινών κατά Μεγάλης Βρετανίας και Αράβων).

Γίνεται δεκτό στη τρέχουσα δημοσιολογία και θεωρία ότι οι θεσμικές μεταβολές του 2018 και ύστερα κατέστησαν το ισραηλινό κράτος ένα κανονικοποιημένο τυπικό καπιταλιστικό κράτος -και επομένως τρόπω τινί ex officio απώλεσε το χαρακτήρα του ως “κράτος καταφυγίου”, “κράτος των επιζώντων του Ολοκαυτώματος” -χαρακτηρισμοί που η ίδια η σοβιετική διπλωματία και το ΥΠΕΞ ΕΣΣΔ είχαν αποδώσει, όταν το υπό ίδρυση ισραηλινό κράτος πολεμούσε κατά των Βρετανών.

Εκ του αποτελέσματος διακρίνεται ότι η ως άνω γραμμή κριτικής και ανάλυσης περί του ότι έχει χάσει αυτό το χαρακτήρα (επομένως και το ιστορικοηθικό πλεονέκτημα του Ολοκαυτώματος) είναι σε γενικές γραμμές ορθή.

Αυτό -περίπου έλλογα- επιφέρει από τη μπάντα των αποαποικιακών μια συνολική προσπάθεια αποδόμησης της ιστορίας και των όρων ίδρυσής του -αποδόμηση η οποία αναγκαστικά περιλαμβάνει (ή κατά λογική συνέπεια πρέπει να συμπεριλάβει) και την τότε στηρικτική σοβιετική εξωτερική πολιτική. Μέσα από αυτές τις νέες αφηγήσεις επιχειρείται να καταδειχθεί ότι εξ αρχής ο κρατικός σιωνισμός υποθέτει και περιλαμβάνει την ακραία καταπίεση και γενοκτονική πολιτική έναντι των Αράβων και των Παλαιστινιών.

Δεν είναι ίδιον της εργατικής κριτικής η στερεοτυπική κριτική στις αφηγήσεις της Συνταγματικής και διακρατικής ιστορίας ως αναδρομικές, όμως είναι απαίτησή της η τεκμηρίωση της νέας αφηγηματικής γραμμής α. μέσα από τους ίδιους τους ιστορικούς όρους των δεκαετιών 1900-1950, και β. η παραδοχή, προκειμένου να στέκει όλο αυτό λογικά, ότι η ΕΣΣΔ  συνήργησε στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους, γνωρίζοντας τα περί καταπίεσης, γενοκτονίας κοκ. Σε αντίθετη περίπτωση, το όλο αφηγηματικό σχήμα ιστορικολογικά δεν στέκει. 

Σε αυτό, όμως, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο, ότι οι εκπρόσωποι της νέας αφήγησης αντικειμενικά αναλαμβάνουν την ευθύνη για μια τέτοια ιστορικοπολιτική κατηγορία εις βάρος της ΕΣΣΔ.

Εν όψει αυτού, η πιούρα σταλινική και μαοϊκή πτέρυγα του στρατοπεδισμού οφείλει να ξανασκεφτεί με ποιους συμμαχεί και σε ποιανού το όνομα: εν ολίγοις στους οπαδούς και στους σχηματισμούς του απροϋπόθετου Σοβιετισμού θα τεθεί δίλημμα: με τη μέχρι τέλους υπεράσπιση της σταλινικής ΕΣΣΔ ή με τον αποαποικιακό εθνισμό? Αλλά, και για τους αποαποικιακούς η αποδόμηση της σοβιετικής στήριξης αναπόδραστα σημαίνει πολιτικό ξέκομμα από τις ένδοξες αντιίμπ σταλινικές και μαοϊκές παραδόσεις και αντιπαράθεση μαζί τους.


Εξοδοι

 

Διατηρούμε και αναβαθμίζουμε την εργατική κριτική στο νεκρό παρελθόν και στις εξ αυτού χαλκευμένες και επιτελεστικές πολιτικές ταυτότητες και συμπεριφορές, όπως εκφέρθη από το Μαρξ στη “18η Μπρυμαίρ”.

Στους νεόκοπους ακολουθητές κάθε εξουσίας και κάθε εθνισμού δεν χαρίζουμε ούτε χιλιοστό από την αδιαμεσολαβητότητα της εργατικής ταξικής πάλης


[1] Karl Marx, Zur Judenfrage, 1. Bruno Bauer: „Die Judenfrage". Braunschweig 1843., 2. Bruno Bauer: „Die Fähigkeit der heutigen Juden und Christen, frei zu werden". „Einundzwanzig Bogen aus der Schweiz". Herausgegeben von Georg Herwegh. Zürich und Winterthur, 1843, S. 56-71., MEW, Band 1, Berlin, Dietz Verlag,, 1981, S. 351, απόσπασμα: “Die Judenfrage erhält eine veränderte Fassung, je nach dem Staate, in welchem der Jude sich befindet. In Deutschland, wo kein politischer Staat, kein Staat als Staat existiert, ist die Judenfrage eine rein theologische Frage. Der Jude befindet sich im religiösen Gegensatz zum Staat, der das Christentum als seine Grundlage bekennt. Dieser Staat ist Theologe ex professo. Die Kritik ist hier Kritik der Theologie, zweischneidige Kritik, Kritik der christlichen, Kritik der jüdischen Theologie. Aber so bewegen wir uns immer noch in der Theologie, sosehr wir uns auch kritisch in ihr bewegen mögen.

Επισημαίνουμε προς εκδιάλυση των όποιων παρεξηγήσεων και παρερμηνειών ότι όταν γράφονταν οι ανωτέρω γραμμές, στη Γερμανία δεν εντοπιζόταν μουσουλμανική θεολογία.

 

 

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment

Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...