Σχετικά με τους ετερογενείς τρόπους παραγωγής εργατικής δύναμης. Στοιχεία κριτικής στον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό

Ο νεοφιλελευθερισμός κατά τα τελευταία 15 χρόνια, δηλαδή μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008 απεκδύθη του ιδεολογικού φορμαλισμού του και μετουσιώθηκε σε μετασχηματισμένη περιεχομενικότητα. Έτσι, δεν αναπτύσσεται πλέον μέσα από τις κούφιες ρητορείες των ατομικών δικαιωμάτων, των ατομικών ελευθεριών (αυτά είναι για γραφικές παρελάσεις εθνοτικής περηφάνειας), δηλαδή μέσα από την ρητορική εμφάνιση του εμπορεύματος στην δημόσια σφαίρα, αλλά κυρίως μέσα από το ανέλεγκτο των μηχανισμών της κρατόσφαιρας στο μέτρο κατά το οποίο επιδιώκουν να απορροφήσουν λειτουργίες του κοινωνικού. Απ' αυτήν την άποψη ο νεοφιλελευθερισμός είναι λιγότερο πολιτική οικονομία και κατά το μάλλον per se μορφή της κρατόσφαιρας, ώστε έχει προδώσει όχι μόνο την Αγγλική προέλευσή του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ότι το αναπτυγμένο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου ως τέτοιο δυσφορεί απέναντι σε αυτόν τον deconomised νεοφιλελευθερισμό, καθ' όσον δεν είναι πια λειτουργικός στην ορμητική οικονομική ανάπτυξη.

Το deconomisation του νεοφιλελευθερισμού τον δένει όλο και πιο διαπλεκόμενα προς την θρησκεία, ώστε αυτή η διαπλοκή προβάλλει ως ο σύγχρονος K-thulu. Στον ίδιο χρόνο, λόγω της θρησκείας μετακινείται στο ό,τι έχει απομείνει απ' το μπουρζουάδικο υπερκτισμά, στο μπουρζουάδικο εποικοδόμημα, και γι' αυτό θέλει να λειτουργεί ως ο παράγοντας K στην μαθηματική λειτουργία της αφηρημένης μηχανής. Ο μαζικός διάχυτος λουδιτισμός, ο εργατικός βανδαλισμός είναι η αποκλειστική απάντηση σε αυτά τα πράγματα. Αν όμως, ο νεοφιλευθερισμός έχει μαθηματικοποιηθεί από το κράτος, σημαίνει ότι είναι σχετικά δυσλειτουργικός ή κακόβουλα λειτουργικός για το αναπτυγμένο παραγωγικό προτσές κεφαλαίου ως τέτοιο.

Η διαπλοκή του με την θρησκεία (δηλαδή με τις διασπάσεις του μονοθεϊσμού), την οποία αντιλαμβάνεται ακόμα νεωτερικά ως καθαρή ιδεολογία, είναι το πατίνι μεταφοράς του νεοφιλελευθερισμού προς τις ασιατικές χώρες, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι θρησκευτικά μουσουλμάνοι, και στον ίδιο χρόνο το ρίζωμα και η κωδίκωσή του εντός των προσίδιων πληβειακών μαζών μέσα στις δυτικές μητροπόλεις.

Από την στιγμή κατά την οποία ο νεοφιλελευθερισμός ενετάχθη στην θρησκειολογική διαχείριση των μουσουλμανικών πληβειακών μαζών, ανεξάρτητα από ποιό σκοτεινό κέντρο εξουσίας αυτή η διαχείριση καθίσταται αντικείμενο εφαρμογής, δηλαδή στο μέτρο κατά το οποίο συμπεριφέρεται σεπαρατιστικά προς το περιεχόμενο του τυπικού Συντάγματος οποιουδήποτε πολιτικού κράτος, σε αυτήν την περίπτωση (και δεν είναι κάτι exceptional) ως προς το πολιτικό κράτος an sich είναι κάτι ατομικά διαφοροποιημένο.

Στον επόμενο τυχοδιωκτισμό του, ο σταθμός μετά την κρατόσφαιρα, την ιδεολογία, την θρησκεία, έγραψε εκπαιδευτικό σύστημα. Σε αυτό έγινε δεκτός με σχετικά ήπιους πανηγυρισμούς στο όνομα του χτυπήματος σε Ευρωκεντρισμό και Δυτικοκεντρισμό, και στο όνομα του ανοίγματος των μαθητικών και φοιτητικών οριζόντων ... προς πιο εξωτικούς προορισμούς αριστερά και δεξιά.

Φυσικά, αυτό δεν έγινε μόνο από πολιτισμικές ανησυχίες, αλλά επειδή αντιλαμβάνεται ότι το τελευταίο καταφύγιό του ως καθ' εαυτή οικονομική πολιτικήεντοπίζεται στις inferiorers, ή ακόμα και στις παράτυπες αγορές χρηματοκεφαλαίου, εκεί όπου το χρηματοκεφάλαιο εισχωρεί στον ομιχλώδη κόσμο του θρησκευτικού, στην μεταμοντέρνα συνθετική αναπαράσταση του Νιφλχάιμ.

Αισθητικά, ο νεοφιλελευθερισμός ακόμα κι όταν εμφανίζεται με τις εξουσίες της θανατοπολιτικής έχει ξεκάθαρα γελοίο χαρακτήρα, όπως και οι μίζεροι θιασώτες του, οι ειδικοί των πλακών των νεκροταφείων ξεφτίζουν μέσα στην ίδια την γελοιότητά του. Έτσι, ενώ δημόσια ο νεοφιλελευθερισμός κηρύττει ατομική συνείδηση και ατομική ευθύνη, στην ιδιωτικότητά του είναι μόνο η αντικοινωνική ασυδοσία εκείνου του κοσμοπολίτη μπουρζουά που οφείλει, και κάθε τόσο παζαρεύει το κεφάλι του.

Γνωρίζει, ότι ο βασικός τρόπος αναπαραγωγής του είναι η εφαρμοσμένη βιοπολιτική, δηλαδή η τυραννία της θρησκευτικής ή κοσμικής κοινότητας επί του κοινωνικού. Σ' αυτό υποτροπιάζει στην καλύτερη γι' αυτόν εποχή, στην εποχή των Θρησκευτικών Πολέμων, και επί του πρακτέου κατ' αυτόν τον τρόπο αναπαράγει τις ίδιες τις εσωτερικές συνθήκες του προτσές εκπηγαστικής, υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου, τιθέμενος (φαντασιακά) επικεφαλής των αντιδραστικών, αγροτικών, μπαουερικών μαζών. Επομένως, η βιοπολιτική είναι η μορφή την οποία λαμβάνει ο νεοφιλελευθερισμός ως μορφή οικονομικής ζωής σε καθυστερημένες χώρες υπό καπιταλιστικοποίηση.

Έχουμε την άποψη, ότι αυτό το πράγμα παρίσταται ως ο βασικός εχθρός προς την σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, στο μέτρο που η τελευταία έχει πραγματικά αναφορές στην εργατική τάξη, ωστόσο εμείς δεν συμμαχούμε κεντρικοπολιτικά μαζί της στο όνομα του πολέμου κατ' αυτού του πολιτικού εχθρού. Κι αυτό όχι από ιδιοτροπία, αλλά επειδή σε κάθε ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της ταξικής πάλης αντιστοιχούν και διαφορετικά καθήκοντα.

Για τις εξελίξεις της αυτόνομης εργατικής γραμματείας στην Ευρώπη

Επικεντρώνουμε σε μορφές και τρόπους ανάπτυξης της γραμματείας (ήτοι της θεωρητικής, κειμενικής παραγωγής) της εργατικής αυτονομίας στις ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς την επιδίωξη διαμόρφωσης ή συνέχισης μιας ιστοριογραφικού τύπου γενεαλογίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, στην παρουσίαση μας δεν θα αναφερθούν οι όποιες αλλαγές στην οργανωτικότητα και στους τρόπους εξωτερίκευσης της Ιταλικής αυτονομίας.

Το έτος 2007 μπορεί να εκληφθεί ως σημείο καμπής σε Ελλάδα, Φραγκική επικράτεια και Γερμανία. Αυτό φαινομενολογικά έχει να κάνει με τις αυτόνομες πολιτικές μορφές που έλαβαν εξωτερικεύσεις και πραγματώσεις της αυτονομίας των εργατών στους αγώνες και στις συγκρούσεις ενάντια στο CPE (σύμφωνο πρώτης απασχόλησης), και ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στην Ελλάδα. Το βασικό υπόβαθρο αυτών των μεγάλων νεολαιίστικων και εργατικών εκρήξεων ήταν η εξέγερση στα γκέτο των Φραγκικών μητροπόλεων (2005).

Έτσι, συγκροτήθηκε μια σχέση αμεσότητας μεταξύ της κινηματικής πρακτικής και των πολιτικών μορφών μέσα από τις οποίες η αναπτυσσόμενη εν τω γίγνεσθαι, εν τω προτσές αυτονομία των εργατών έλαβε συγκεκριμένο περιεχόμενο ως παραγωγή γραμματείας, γνώσης, νοημοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η συνεργασία αυτόνομων ομάδων σε Γερμανία έθεσε ζήτημα κοσμολογικού διαχωρισμού, από αυτό το οποίο αναπαραγόταν ως εδραιοποιημένο υπάρχον στην αστική κοινωνία.[1] Από την άλλη, η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να ιδωθεί ξεκομμένα από την κεντρική θεωρητική ανάπτυξη του αυτόνομου γερμανικού χώρου.[2]

Αν όμως, αυτές οι ποιότητες εκδηλώνονται με εμμενή χαρακτήρα στους ίδιους τους ταξικούς αγώνες, εντός των οποίων σφυρηλατήθηκαν, η μακροσκοπική οπτική αναδεικνύει επιπρόσθετες ικανότητες εργατικού διαχωρισμού τόσο απ' τον θεσμοποιημένο Μαρξισμό και τις τρέχουσες ατζέντες του, όσο και απ' τις εδραιώσεις και κωδικώσεις του Ναροντνικισμού των μετα-αυτόνομων, οι οποίες στον ίδιο χρόνο στα αριστερά των παίρνουν την μορφή του μετα-νεοΛενινισμού.

Προσδίδουμε βαρύτητα σε αυτό (στην ικανότητα διαχωρισμού), διότι μια τέτοιας ποιότητας δυναμική είχε να εμφανισθεί από την δεκαετία του '70. Ωστόσο, η κάθε δοσμένη θεωρητική και πολιτική συνεργασία έχει ως όριο τον ίδιο τον ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της εργατικής δύναμης που αναφέρεται.

Στον ίδιο χρόνο, συνεχίστηκε η θεωρητική παραγωγή από τα βασικά κέντρα που λειτουργούν από την δεκαετία του '90.[3] Σε αυτό μια θεωρητική ένταση μπορεί να διακριθεί: αφενός η με σχεδόν ερμηνευτικά χαρακτηριστικά πραγμάτευση των ακανθώδων ζητημάτων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, και αφετέρου το εκ των πραγμάτων καθήκον κριτικής της επικαιρότητας.[4]

Αυτό που ξεχωρίζει στα τελευταία τέσσερα πέντε πρόσφατα χρόνια είναι η επί της ανάπτυξης των εργατικών απεργιών και ταξικών αγώνων στην Ευρώπη εξέλιξη του Βαρβαρικού προσδιορισμού εργατών.[5] Αυτό έχει από παλιά ως μια μόνο πολιτικοθεωρητική θεμελίωση το πασίγνωστο κείμενο του Μπορντίγκα.[6] Αν όμως αυτό είναι κάτι κομματικά θεμελιωμένο στην Ιταλική χώρα,[7] έχουμε επέκταση με αυτόνομους όρους σε Ηνωμένο Βασίλειο, Φραγκική επικράτεια, Ιβηρική.

Πρέπει να γίνει ευκρινές, ότι ο εν λόγω προσδιορισμός δεν χρήζει ως τέτοιος κάποιας δικαιολόγησης ή αιτιολόγησης. Είτε είσαι έτσι είτε δεν είσαι: 

Δεν είναι θέμα ατομικής επιλογής, υποκειμενικού αυτοπροσδιορισμού, ή απλά ουσιολογικής κατάφασης, δεν είναι μια σημαία ευκαιρίας, ούτε ένα πουκάμισο για κανονισμένο ραντεβού. Απ’ την σκοπιά του ιστορικού υλισμού αναδεικνύει μια μακραίωνη οντολογική συνέχεια αγώνων, πολεμικών εμπειριών, ταξικής  εκμετάλλευσης, ταξικών αποκλεισμών, εξεγέρσεων, συμμετοχής στο επαναστατικό προτσές, και εξ ίσου το διαχωριστικό, το σχιζο- γίγνεσθαι ως προς την εμπορευματοποιημένη αστική κοινωνία, ως προς τον ίδιο τον καπιταλιστικό ρεαλισμό. Επομένως, αναδεικνύει τον σκοπό της κομμουνικής οργάνωσης των σχέσεων, μέσα από την in actu κατάργηση του συμβατικού γάμου, της μπουρζουάδικου τύπου οικογένειας, την μάχη της κριτικής ενάντια στην νεωτερική εθνικολαϊκή συσσωμάτωση. Βάρβαρος είναι αυτός που υλοποιεί τα παραπάνω μέσα στην ίδια την ζωή του, μέσα στην ίδια την σφαίρα ευθύνης και ηθικής διακινδύνευσής του.

Η νέα ποιοτικά δυναμική είναι ότι αυτού του είδους η συγκρότηση επιθέτει στους μηχανισμούς της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο εντός του μητροπολιτικού εργοστασίου, την μη διασυνδεσιμότητά της σε οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ως αλλότριο, ως ποιοτικά διαφορετικό. Αυτό ως τέτοιο είναι ακόμα και με τεχνικούς όρους υλοποίηση της πάλης μεταξύ εργάτη και μηχανής, μείωση του βαθμού απόσπασης σχετικής πρόσθετης αξίας. Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη του προσδιορισμού ελαύνει, χωρεί ως απόκριση στον ίδιο τον εργατικό επιταχυντισμό, ως απόσπαση του επιταχυντισμού από τα ιδεολογήματα της κάθε εναλλακτικής δεξιάς, του κάθε τρανσουμανιστη «ειδικού» της κάθε ΝΕΠ, και συνιδιοποίησή του από την συνολικότητα της εργατικής τάξης

Νομοτελειακά, αυτό οδηγεί στην ανάδυση μιας εργατικής επικρατείας, ενός εργατικού κοινού πλούτου. Το ζήτημα ακόμα και για τους παροικούντες στις Ντίζνεϋλαντ της πληροφόρησης είναι ότι ψάχνουν εις μάτην να το δουν αυτό ως ένα εναλλακτικό υπάρχον, ως έναν εναλλακτικό κόσμο παρακμής. 

Είναι ζήτημα ασύμβατων μεταξύ των οντολογιών και κοσμολογιών. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο, ούτε έχει να κάνει κύρια με τις προελεύσεις των Βαρβάρων, με τους διαφορετικούς ποιοτικά τρόπους αντίληψης της κοσμικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνονται από τις προσίδιες αρχαίες διηγήσεις και παραδόσεις (χωρίς σε καμία περίπτωση να υποτιμάται η επίδρασή τους). Εν ολίγοις, δεν είναι απλά ζήτημα διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων, διαφορετικών κοσμοθεωριών, κατά την έννοια με την οποία χρησιμοποιούνται οι όροι στην νεωτερικότητα. Όπως έχει αναδείξει ο Χέγκελ, η έννοια είναι η εδαφική συνθήκη της αστικής κοινωνίας. Το να είσαι Βάρβαρος σημαίνει όχι μόνο ότι αρνείσαι κάθε έννοια στο μέτρο που επιβάλλεται ως οργανωτική νοηματοδοτούσα αρχή της αστικής κοινωνίας, αλλά το να είσαι Βάρβαρος σημαίνει ότι πολύ πιο προωθημένα παλεύεις σε διευρυμένο επίπεδο για την ανθρώπινη κοινωνία ως ξένοιαστη κοινωνία, για την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα ως μια ανθρωπότητα απαλλαγμένη και απελευθερωμένη από τις χαλκευμένες έννοιες και τις χαλκευμένες έγνοιες, τις οποίες οι μπουρζουάδες επιβάλλουν ως θηλειά στο κοινωνικό.

Λοιπόν, οι κοσμολογικές διαφορές, και οι κοσμολογικοί διαχωρισμοί (χωρίς κάποιος ντε και σώνει να χρειάζεται να έχει γνώμη για το Άσγκαρτ ή για το τι συζητούσε ο Ηράκλειτος με τα παιδιά στα ακρογιάλια της Εφέσου) έχουν να κάνουν με τον ποιοτικά διαφορετικό τρόπο αντίληψης και κατανόησης του ίδιου του κοινωνικού εἶναι, της οντολογίας του κοινωνικού, επομένως με ποιοτική διαφορά αναφορικά με το γίγνεσθαι του κοινωνικού μετασχηματισμού, με τον διαλεκτικόν ρούν του γίγνεσθαι.



[1] Βλ. https://kosmoprolet.org/

[2] Βλ. https://www.exit-online.org/                                          

[3] Βλ. https://libcom.org/article/aufheben

[4] Ενδεικτικά βλ. https://libcom.org/article/federici-versus-marx-gilles-dauve, https://libcom.org/library/introduction-%E2%80%98-reply-aufheben%E2%80%99-former-member-aufheben

[6] Βλ. https://libriincogniti.wordpress.com/2018/02/23/on-the-thread-of-time-forward-barbarians/

[7] Βλ. https://www.international-communist-party.org/English/TheCPart/TCP_052.htm

 

 

Ο οικονομικός φιλελευθερισμός του Μπαστιά και η ταπεινή σοσιαλιστική κοινότητά μας


Με την μπροσούρα του Μπαστιά με τίτλο «Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas» (1850) το ζήτημα της φαινομενολογίας ως τέτοιο εισήχθη στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας και εγκολπώθηκε, τόσο ως φυσικομαθηματικό πρόβλημα (που αφορά την συγκρότηση και την σύσταση των σφαιρών της ενεργότητας, της πραγματικότητας, της πραγμότητας, του μάτριξ, τον συνδυασμό και τις διατομές αυτών), όσο και ως γνωσιολογικό πρόβλημα, πρόβλημα περί των γεγονότων της πολιτικής οικονομίας.[1]

Ο ίδιος ο όρος και η εμπειρία του ανείδωτου (unseen, ungesehen, unbemerkt) κατανοούμενου ως πράξη, έξη, θέσμιο, που θέτει σε κίνηση μια ακολουθία επιδράσεων, ακόμα και μια αλυσίδα αναδράσεων, τίθεται στην εμβέλεια της έρευνας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ως άνω μπροσούρα μέσα από εμβληματικές case studies, παρμένες σε πρώτο χρόνο απ’ την κοινωνική δραστηριότητα, απ’ την κοινωνική πρακτική και σε δεύτερο χρόνο από την σφαίρα της παραγωγής, με πιο χαρακτηριστικές αυτήν του παιδιού που σπάει τζάμια και της απόλυσης (πιθανά στην Φραγκική Επικράτεια παραμονές της 18ης Μπρυμαίρ το πρώτο να επέφερε το δεύτερο)[2], διαμορφώνεται η ηγεμονία μιας οικονομικής αντίληψης, η οποία αν και στον πυρήνα της φιλελεύθερη, ωστόσο επειδή ιεραρχεί «την ιδιοκτησία και τον νόμο, την δικαιοσύνη και την αδελφότητα»[3], γι’ αυτό έγινε τόσο προσφιλής στον ορντοφιλελευθερισμό και στην Αυστριακή Σχολή.[4]

Έτσι, στον Μπαστιά, η δημόσια προπαγάνδα περί της προτιμητέας οικονομικής ηγεμονίας συνιστά την προετοιμασία της πλήρους εκβιομηχάνισης της λεγόμενης «Δεύτερης Αυτοκρατορίας» της Φραγκικής Επικράτειας, και στον ίδιο χρόνο την προετοιμασία του αποικιοκρατισμού του Φραγκικού καπιταλισμού.[5]

 Μαζί λοιπόν με το ανείδωτο, η έννοια και η εμπειρία της (μικροΒοναπαρτικής) ηγεμονίας τίθεται εντός της πολιτικής οικονομίας, όχι ως par excellence οικονομικό principle (ήτοι ως κάτι αναφερόμενο επί και προκύπτον από τα ίδια τα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας), όπως στον Ρικάρντο, αλλά ως μια πολιτικοποίηση, δημοσιο-ποίηση της οικονομικής θεωρίας ως κάτι, το οποίο τείνει να γίνει εφάμιλλο της πολιτικής δημοσιολογίας.

Επιστημολογικά, μια τέτοιου είδους αντίληψη προϋποθέτει και συνεπάγεται μια σιωπηρή, αν όχι συγκεκαλυμμένη παραδοχή περί ανυπαρξίας διακριτών σφαιρών στην κοινωνική πρακτική: είναι δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση μια μονοδιάστατη αντίληψη, αντίληψη ισόπεδης γραμμικότητας, κάτι το οποίο οδηγεί σε αυτό που ονομάζει ο Nick Land hyper-reality show, ως ένα μόνο δείγμα του αντεπαναστατικού ιδεαλισμού των προηγούμενων δεκαετιών.

Ο χαρακτήρας του έργου του καταφαίνεται με πιο ευκρινή τρόπο, όταν καταφέρεται κατά του εργατικού βανδαλισμού, του Λουδιτισμού, προς χάρη του ελεύθερου εμπορίου.[6] Εν τούτοις, σ’ αυτό έχει την νοημοσύνη, ώστε να παρουσιάσει την απουσία του ελεύθερου εμπορίου ως αυτοπαραγωγή των εργατών, ως τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες παράγουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους, ως εργάτες.

Από την σκοπιά της εργατικής κριτικής, σε γενικές γραμμές, αυτό επιτυγχάνεται, διότι αυτή η αυτοπαραγωγή συντελείται, υλοποιείται, πραγματώνεται έξω από το εμπορικό κύκλωμα, μέσα στις ελεύθερες ενώσεις των εργατών, ως υλοποίηση των επιθυμιών τους και όχι ως κοινωνικός καταναγκασμός, στο μέτρο που οι εργάτες αντιλαμβάνονται την Ορφική και Παρμενίδεια έννοια του κοσμικού ωού (επί της οποίας σε εξηγητικό επίπεδο έστω και μεταφυσικά συντίθεται η πραγμότητα ενός τρόπου παραγωγής), και μπορούν να το κάνουν αυτό με πραγματικά ρηξικεύλευθο τρόπο. Φερ’ ειπείν η ίδια η ύπαρξη του ουρανοξύστη ονόματι Egg στο City του Λονδίνου αποτελεί αρχιτεκτονική ένδειξη για την ευστάθεια και την βασιμότητα της εν λόγω Ελληνικής θεωρίας.

Επιπρόσθετα, κατά έναν παράδοξο τρόπο, στο παράδειγμα του «Αρνητικού Σιδηρόδρομου» παρουσιάζει την ανάγκη ως φιλοτιμία, μέσα από μια υπόθεση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ καταναλωτή και επιχειρηματία, στην οποία η ενιαιότητα των σιδηροδρομικών γραμμών διακόπτεται προς όφελος των συμφερόντων των τοπικών επιχειρήσεων των περιοχών των σιδηροδρομικών σταθμών.[7] Πρέπει να επισημανθεί, ότι σχετικά με αυτά τα παράδοξα παραδείγματα, εξ αρχής της δημοσίευσής των, δυνάμεις της εργατικής κριτικής, και δη οι εκ Βρετανίας ορμώμενες δυνάμεις της Διεθνούς Ένωσης Εργατών τα είχαν προσεγγίσει ως εργώδεις πειραματισμούς της επιχειρηματικής μπουρζουαζίας και όχι απλά ως σοφίσματα.

Προσέτι, πρέπει να ειπωθεί, ότι το έργο περί Σοφισμάτων του Μπαστιά εγείρει μείζον θέμα μεθόδου της πολιτικής οικονομίας, καθ’ όσον οι υποθέσεις και τα παραδείγματα δεν λαμβάνονται από την ίδια την οικονομία, αλλά προκύπτουν ως a priori νοητικά κατασκευάσματα. Υπάρχει κάτι πολύ πιο επισφαλές, επιβλαβές, επιζήμιο και επικίνδυνο πρώτ’ απ’ όλα για τους ίδιους τους εργάτες και την κοινωνία, απ’ την μαθηματικοποίηση των οικονομικών προβλημάτων, η οικονομικοποίηση των μαθηματικών προβλημάτων: αυτό επί του πρακτέου είναι κατάργηση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας για χάρη της επιστήμης για την επιστήμη.

Έτσι λοιπόν, έχουμε την διαμόρφωση των οικονομικών της αυθαιρεσίας και του υπερυποκειμενισμού, των οικονομικών του κατά το δοκούν, των οικονομικών που αντιφάσκουν στην ίδια την έννοια της κοινωνικής νομοτέλειας, στην ίδια την έννοια του επιστημονικού νόμου, προς όφελος ενός υποτιθέμενου ενικού μαθηματικοποιητικού υποκειμένου, το οποίο –υποτίθεται- ότι ενικοποιεί τα συνολικά καπιταλιστικά συμφέροντα, τα οποία δεν αργούν να βρουν την προσωποποίησή τους στο ίδιο το μικροΒοναπαρτικό Φραγκικό κράτος ή στο αντεπαναστατικό Φραγκικό κράτος της μπελ επόκ μετά την ήττα απ’ τον Γερμανικό Στρατό (άλλωστε, στα έργα του ο Μπαστιά επανειλημμένα δηλώνει αυτολεξεί ότι δεν είναι πράκτορας της Αγγλίας).

Στην ακραία προοδευτική στιγμή του (απευθυνόμενος διά κειμένου στον Θιέρσο) προτείνει έναν φιλελεύθερο δρόμο προς τον κομμουνισμό, ήτοι έναν δρόμο που ξεκινάει από το προτσές της κυκλοφορίας μέσα από την κατάργηση του προστατευτισμού.[8] Σ’ αυτό υπάρχουν ακόμα επιδράσεις του ουτοπικού σοσιαλισμού.

Επομένως, όπως πριν το 1848, στην Γερμανία ο κομμουνισμός αναζητείτο στον θεωρησιακό ουρανό, στον κόσμο των ιδεών, -στο επαναστατημένο Παρίσι του 1848 ο Μπαστιά αναζητούσε τον κομμουνισμό στο ελεύθερο εμπόριο, ζητώντας απ’ τον ίδιο τον Θιέρσο να συνεργήσει. Ολ’ αυτά μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο ως οι αξεδιάλυτες αντιφάσεις των υψηλά ιστάμενων επίσημων εκπροσώπων της αστικής κοινωνίας, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν την τελευταία άνοδο αυτού που εκπροσωπούσαν ως το αποφασιστικό σημείο της ιστορικής πτώσης των.

Επ’ αυτών των θεμάτων διανοίγεται ένας κρίσιμος διαχωρισμός μεταξύ του σοσιαλισμού της πραγματικής βάσης της παραγωγής, και όλων των σοσιαλισμών που απορρέουν από το εποικοδόμημα, από το εμπόριο, από προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς, από αντιδραστικές τάξεις.

Αυτός ο διαχωρισμός διασαφηνίζεται stricto sensu σε ικανοποιητικό βαθμό στην οικονομική Αντικειμενικότητά του στο έργο του Σουμπέτερ μέσα από την παρουσίαση της σοσιαλιστικής κοινότητας (σε πρώτο χρόνο συγκροτημένης ως ευταξία, order) ως σοσιαλισμού αντιπαραβαλλόμενου στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής.[9

Πρωτοβουλία-νέος συνδυασμός (νέο παραγόμενο προϊόν) είναι σε αυτήν την σοσιαλιστική κοινότητα η μέθοδος της παραγωγής.

             



[1] Βλ. Frédéric Bastiat, Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas (1850), Introduction, απόσπασμα: «Dans la sphère économique, un acte, une habitude, une institution, une loi n'engendrent pas seulement un effet, mais une série d'effets. De ces effets, le premier seul est immédiat; il se manifeste simultanément avec sa cause, on le voit. Les autres ne se déroulent que successivement, on ne les voit pas; heureux si on les prévoit.

Entre un mauvais et un bon Économiste, voici toute la différence: l'un s'en tient à l'effet visible; l'autre tient compte et de l' effet qu'on voit et de ceux qu'il faut prévoir» σε http://bastiat.org/fr/cqovecqonvp.html#introduction. Σημειωτέον, ότι ο όρος του ανείδωτου δεν είναι το ίδιο με την έννοια της μη υλικής εργασίας του Σέυ, καθ’ όσον η τελευταία εγείρεται μέσα στην εσωτερικότητα του παραγωγικού προτσές του κεφαλαίου.

[2] Ενδεικτικά βλ. Taha Chaiechi, «The broken window: Fallacy or fact – A Kaleckian–Post Keynesian approach», Economic Modelling, Volume 39, April 2014, pp. 195-203.

[3] Βλ. ibid, Propriété et loi, justice et fraternité (1848) σε https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5696376z

[4] Βλ. Hayek on Bastiat, σε https://oll.libertyfund.org/page/hayek-on-bastiat, https://mises.org/library/bastiats-legacy-economics-1

[5] Βλ. Bastiat, Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas, VIII. Les Machines, IX. Crédit, X. L’Algérie, XI. Épargne et Luxe

[6] Βλ. ibid, Economic Sophisms, First Series, 20. Human VS Mechanical Labor and Domestic VS Foreign Labor, translated by Arthur Goddard, Foundation for Economic Education, Irvington-on-Hudson, New York, 1996, pp. 102-106.

[7] Βλ. ibid, pp. 94-95.

[8] Βλ. ibid, Protection and Communism (1849), σε https://www.gutenberg.org/files/44144/44144-h/44144-h.htm

[9] Βλ. Joseph Schumpeter, Business Cycles. A Theoretical, Historical, and Statistical Analysis of Capitalist Process, McGraw-Hill Book Company, New York, Toronto, London, 1939, pp. 109-114. 

Προσθήκες περί των μορφών της ανταλλακτικής αξίας και παρατηρήσεις περί της μορφής της καπιταλιστικής παραγωγής

Πέρα απ’ την κάθε τόσο κατηγορία αποδιδόμενη στην κριτική της πολιτικής οικονομίας περί αφαιρετικότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά την μέθοδο της κριτικής (και τούτο διότι εγκλωβισμένοι μέσα στον φορμαλισμό τους –δευτεροδιεθνιστικά- ταυτίζουν το αφηρημένο με το γενικό, μη μπορώντας να κατανοήσουν το συγκεκριμένο ως συνόψιση πολλών προσδιορισμών, και ως ποιοτικά ανώτερο του αφηρημένου), αυτοί, οι οποίοι έχουν γενικά ακόμα πιο καλές και αγαθές προθέσεις, κατευθύνουν και την κατηγορία περί σοφίσματος, η οποία αφορά περιεχομενικά στοιχεία της κριτικής.[1]

Ακόμη χειρότερα, απ' τους εκπροσώπους και απ' τους κατά καιρούς ηγετίσκους εκείνου, το οποίο ονομάσθηκε «Κίνημα του Βερολίνου» του περιοδικού «Der Kulturkämpfer» και των συνοδοιπόρων, παραφυάδων του κλπ, καταβάλλονται πάντα ex post factum απόπειρες, προκειμένου οι πομπές τους να φορτωθούν στην εργατική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό το χούι κάθε τόσο φανερώνεται και ξεφανερώνεται.

Το πιο πρόσφατο φασαριόζικο επεισόδιο αυτού στον "εθνικό χώρο" της Γερμανίας ήτο ο ιστορικός αναθεωρητισμός των '80's – '90's.[2]

Μπορεί να εντοπισθεί ένα θρησκευτικό, δοξασιολογικό στοιχείο σε αυτό το «κίνημα», δείγμα των πιο παρηκμασμένων μορφών τόσο της «εθνικής» ιδεολογίας, όσο και των συντηρητικών (απολυτοποίηση και ιδεολογικοποίηση της εδαφικής προσόδου, απλή ανταλλαγή αγροτικών προϊόντων, φυσιοκρατισμός) συμφερόντων, τα οποία πάντα διαπλεκόμενα με την κρατική εξουσία μυστικοποιούνται δι' αυτού: εκείνο ενός μονοθεϊστικού μυστικισμού, το οποίο ψάχνει την ιδέα του ενός και μοναδικού Θεού στην ιδέα της μητρός-γαίας. Έτσι, τα υπό κατάρρευση συμφέροντα, των οποίων κάθε τόσο είναι εκπρόσωποι, παίρνουν αντεστραμμένα την μορφή των ιδεών, και αυτοί οι ίδιοι παίρνουν την δημαγωγική μορφή του «αγωνιστή της κουλτούρας», μόνο και μόνο επειδή ο δοσμένος βαθμός ανάπτυξης αυτών των εκπροσωπούμενων δι' αυτών συμφερόντων δεν επαρκεί για την εύρυθμη και κανονική λειτουργία του βιομηχανικού πολιτισμού, της βιομηχανικής ζωής, για την κανονική και εύρυθμη λειτουργία της κάθε Ευρωπαϊκής μητρόπολης.

Αν όμως τα Βερολινέζικα κινήματα κατάδειξης της σωματοποιημένης κοινωνικής υπόστασης της ανταλλακτικής αξίας -συνήθως σε κάποια φετιχοποιημένη γυναικεία μορφή-, είναι εύκολο να καταρριφθούν μέσα από την αποκάλυψη του ρόλου τους στην ταξική πάλη, για τα καθαρά επιστημολογικά ρεύματα της αστικής οικονομικής επιστήμης, ισχύει διπλά και τριπλά, ότι η κοινωνική πρακτική είναι το ασφαλές και έγκυρο κριτήριο της αλήθειας.

Έτσι, η ίδια η κοινωνικοϊστορική εμπειρία καταδεικνύει, ότι μετά τα '90s ο νεοφιλελευθερισμός του τέλους της ιστορίας και του αντεστραμμένου κόσμου της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, όπου εφαρμόσθηκε, στην καλύτερη περίπτωση κατάφερε μόνο να δημιουργήσει οικονομικές φούσκες και miserabilism, όπως αντίστοιχα, η δογματική εφαρμογή των ετερόδοξων οικονομικών οδήγησε μόνο στην επιβολή ενός Ασιατικού μιλιταρισμού ως μεθόδου, μοντέλου συσσώρευσης, -στην επιβολή μιας αφόρητης για τα εργατικά συμφέροντα πολεμικής οικονομίας.

Αυτό, το οποίο παραγνωρίζεται σ' όλες τις ως άνω εκδοχές κριτικής της κριτικής, είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, και δη της αφηρημένης εργασίας, εκφραζόμενος στην ίδια την εμπορευματική αξία, στην ανταλλακτική αξία.

Μπορούμε να αντιληφθούμε τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας στην πιο απλή εκδήλωσή του, αν αντιπαραβάλλουμε το ερμητικό εργαστήρι του Αλχημιστή (θυμηθείτε τον πίνακα του Πρεσβύτερου Μπρέγκελ) στην μανιφακτούρα, κι ακόμα περισσότερο στην εκμηχανισμένη μανιφακτούρα, στο εργοστάσιο. Στο πρώτο, το προϊόν της εργασίας έχει έναν κλειστό προορισμό, στο δεύτερο είναι ανοιχτό προς διάθεση: παράγεται, προκειμένου ακριβώς να τεθεί στην αγορά, στο προτσές κυκλοφορίας: η αξία παράγεται, προκειμένου να πραγματωθεί, πραγματώνεται, προκειμένου να παραχθεί εκ νέου ως τέτοια: αυτό είναι ο κεντρικός όρος της επέκτασης και πολλαπλασιασμού της, ο αυτοσκοπός της.

Στην πλήρη εκδήλωσή του, ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας συνίσταται στην ίδια την κοινωνικοποίησή της σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε για να παραχθεί ένα αδιαίρετο εμπόρευμα, εργάζονται στην παραγωγή και κυκλοφορία του όλο και πιο πολλοί εργάτες, απασχολούνται όλοι και πιο πολλοί εργάτες στους όρους της πραγματικής παραγωγής του, στα πιο διαφορετικά και απομακρυσμένα μέρη του κόσμου. Έτσι, το προϊόν της εργασίας στην απλούστερη μορφή του, το αδιαίρετο εμπόρευμα εκπροσωπεί και συνθέτει κοινωνία: τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων παράγεται και κυκλοφορεί. Το ότι ένα υποκείμενο συνδέεται με αυτό (συνήθως εκπροσωπώντας το) είτε από επιλογή, είτε de facto, είτε ακόμα και στα πλαίσια των εργασιακών καθηκόντων του, είναι μόνο μια συμβεβηκυία, φευγαλέα στιγμή του συνολικού προτσές, προσομοιάζουσα στο ότι ο εργάτης στην πάλη του προς την μηχανή έχει την ικανότητα να καθιστά την λειτουργικότητά του, την δραστηριότητά του μηχανική (machinic).

Ωστόσο, αυτή η ικανότητα της εργατικής δύναμης φαντασμαγορεί τόσο πολύ στον αδούλευτο Berliner της ιστορίας μας, και στον αυστηρό Ιταλό αντι-Σοφιστή της ιστορίας μας, ώστε ο μεν πρώτος φτάνει στο σημείο να συναγάγει κάποια κοινωνική υπόσταση -σωματοποιημένη κιόλας- της ανταλλακτικής αξίας, ο δε αντι-Σοφιστής το μόνο που καταλαβαίνει, είναι ότι η εργασία και η αξία αναλύονται μέσω ρητορικών και δικανικών σχημάτων.

Ισχύει βέβαια, ότι η ανταλλακτική αξία (στην αντίθεσή της προς την χρηστική αξία) είναι (από οντολογική άποψη) μια μορφή εμφάνισης, ένας φαινότυπος, διότι η υλικοφυσική μορφή του εμπορεύματος είναι η χρηστική αξία. Αλλά, αυτό που δίνει υλικότητα, υλική λειτουργικότητα σε αυτόν τον φαινότυπο (καθώς πραγματώνεται στο προτσές της κυκλοφορίας) είναι το χρήμα, η εγχρήματη ανταλλαγή, ώστε μπορεί οι εμπορευματικές τιμές –αν ιδωθούν γενικά- να κείνται, να ενυπάρχουν εν ιδέα, αλλά η ανταλλακτική αξία (όπως έδειξε και ανέλυσε ο Ρικάρντο) είναι πάντοτε προσδιορισμένη και εξαρτώμενη από την εργασία, ενώ το εργασιακό προτσές είναι αρχικά ανεξάρτητο, αυτόνομο κάθε προσδιορισμένης κοινωνικής μορφής λόγω της γεγονοτικής διάστιξης μεταξύ εργατικής δύναμης (δυνάμει) και εργασίας (ενεργεία).

Χρειάζεται λοιπόν, η ανάλυση της απλής ή συμπτωτικής/συμβεβηκυίας αξιακής μορφής στους δύο πόλους έκφρασης, αποτύπωσης της αξίας (σχετική αξιακή μορφή και ισοδύναμη μορφή) (δοθέντος ότι η εργασία ως τέτοια, και εκ του σταθερού κεφαλαίου εργαλεία, μηχανές, εγκαταστάσεις, κτίρια κοκ. δεν προστίθενται) να εμπλουτισθεί με τα εξής παραδείγματα για την σφαιρικότητα της παρουσίασης:

Στην μεταλλουργική βιομηχανία:

x ποσότητα ορυκτών + y ποσότητα χημικών (διαλύτες, καταλύτες, ηλεκτρολύτες, πλαστικά)  + d ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας + e ποσοτητα καυσίμων + m ποσότητα επεξεργασμένων μετάλλων και άλλων υλικών (πρόκες, καρφιά, γωνιές, λατάκια κοκ) = f ποσότητα μετάλλου

επί παραδείγματι στην περαιτέρω επεξεργασία και παραγωγή μετάλλων: x ποσότητα αλουμινίου + y οπ. + d οπ. + e οπ. + m οπ. = f ποσότητα κουφωμάτων αλουμινίου

Στην βιομηχανία κατασκευών:

στο πιο μαζικό παράδειγμα: x ποσοτητα μπετόν + n ποσότητα επεξεργασμένων μετάλλων + y ποσότητα τούβλων + d ποσοτητα λοιπών δομικών υλικών (χαλίκι, άμμος κλπ) + e ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας + m ποσότητα καυσίμων + ο ποσότητα άλλων υλικών (πρόκες, καρφιά, γωνιές, λατάκια κοκ) = f ποσότητα σκελετών οικοδομών

Στην βιομηχανία εκτυπώσεων:

x ποσότητα χαρτιού + y ποσότητα μελανιών + e ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας = f ποσότητα εκτυπωμένου χαρτιού

Στην βιομηχανία μεταφορών:

x ποσότητα καυσίμων + y ποσότητα εμπορευματοκιβωτίων + ο οπ. αποδίδει την παραγόμενη κατά την μεταφορά αξία ενσωματωμένη στο μεταφερόμενο εμπόρευμα

Στην βιομηχανία εξορύξεων είναι διαφορετικό, καθ' όσον η εξόρυξη ξεκινάει ιστορικά ως πρόσοδος. Έτσι, από υλικοφυσικη άποψη δεν έχουμε δια της εργασίας μετατροπή της μιας μορφής στην άλλη, καθ' όσον η ανταλλακτική αξία λαμβάνεται δια της εργασίας από την φύση στην φυσική μορφή της ως τέτοια. Το ίδιο στην υλοτομία, στην θήρα και στην αλιεία. Αλλά, στην βιομηχανία εξορύξεων ισχύει, όπως και σε όλες τις βιομηχανίες: αξία του εμπορεύματος = αξία σταθερού κεφαλαίου + αξία μεταβλητού κεφαλαίου + πρόσθετη αξία. Επομένως, η βιομηχανία εξορύξεων από τον καπιταλισμό και ύστερα έχει σταματήσει να είναι πρόσοδος, αλλά το γεωτεμάχιο επί και εντός του οποίου η εξόρυξη επιφέρει στον ιδιοκτήτη του απόλυτη πρόσοδο 

Το νέο σχετικά φαινόμενο:

Στην βιομηχανία πληροφορικής δεν μπορούμε να πούμε ότι x ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας + d ποσοτητα αλγορίθμων + e ποσότητα χρησιμοποιούμενων softwares, υπολογιστικών γλωσσών, κωδικών κλπ = y ποσότητα software

Επομένως, σε αυτό η y ποσότητα software ισοδυναμεί και με κάτι άλλο προστιθέμενο, το οποίο πριν την θέση του προτσές άμεσης υλικής παραγωγής σε κίνηση (πριν αρχίσουν τα χέρια να χτυπούν τα πλήκτρα, να χειρίζονται τα mouses) υπάρχει σε μη υλική μορφή, στον νου των εργατών, ως εμπνευση, ιδέα, συναίσθημα, ενσυναίσθηση, ψυχεδελική διαίσθηση, παράσταση, όραμα, κυρία ως επιστημονική γνώση,  εφαρμογή  κανόνα, προτύπου, πρωτοκολλου, κλπ. Επομένως, σε αυτο η ιδιοτυπία έγκειται στο ότι κάτι μη υλικό μετατρέπεται σε υλικό μόνο ενσωματωμένο στην παραγόμενη ανταλλακτική αξία, στην ισοδύναμη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, ενώ στην σχετική αξιακή μορφή της έχει ακόμα μη υλική μορφή.

Αυτό δεν είναι ακόμα σοσιαλισμός (παρά τα όσα περί του αντιθέτου προπαγάνδιζε η αριστερή πτέρυγα της Αμερικανικής σοσιαλδημοκρατίας), καθ' όσον είναι απλά η παραγωγικοποίηση της μη υλικής εργασίας της θεωρίας του Σέυ, που στον 19ο αιώνα εντοπίζετο στην εργασία των καλλιτεχνών και κάποιων τμημάτων εκ των δημοσίων υπαλλήλων.

Κύρια, αυτό το μη υλικό, που εμφανίζεται σε υλική μορφή στην ισοδύναμη μορφή της ανταλλακτικής αξίας και σε μη υλική μορφή στην σχετική αξιακή μορφή, είναι η ίδια η γενική κοινωνική γνώση, η ίδια η συλλογική ευφυία. Η πολύ ειδικα προσδιορισμενη δυναμικη, δια της οποιας επιτυγχάνεται η μετατροπή από μη υλικό σε υλικό, είναι το αυτόματον της γενικής νοημοσύνης.

Πάρα ταύτα, στην βιομηχανία του θεάματος και δη στην τηλεόραση, (στον κινηματογράφο, όπως και στην μουσική βιομηχανία το παραγόμενο προϊόν λόγω της ενικότητάς του δεν είναι απλή αξιακή μορφή) η εργασία έχει πιο υλικό περιεχόμενο, καθώς σε αυτό η σχέση μεταξύ σχετικής αξιακής μορφής και ισοδύναμης στην απλή αξιακή μορφή εκφράζεται ως εξής:

χ ποσότητες από απαιτούμενα υλικά για να λειτουργήσουν οι μηχανές (κάμερες, μοντάζ, μηχανές ηχητικών και οπτικών εφέ) + απαιτούμενα υλικά και οχήματα για εξωτερικά γυρίσματα + καύσιμα + υλικά για τα σκηνικά + υλικά για τα φώτα + ηλεκτρική ενέργεια, και ό,τι άλλο χρειασθεί = y ποσότητες τηλεοπτικής εκπομπής, δηλαδή θα παρουσιασθεί y φορές, παραγόμενη κάθε φορά καινούρια (και γι’ αυτό δεν είναι αδιαίρετο εμπόρευμα). –Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί ότι ισχύει και για τις θεατρικές παραστάσεις που χρησιμοποιούνται μηχανές (πχ. οι παραστάσεις στο Broadway, στις μεγάλες όπερες, στα μεγάλα θέατρα του Λονδίνου).

Ώστε και μέσα από αυτόν τον δρόμο μπορεί να κατανοηθεί κριτικά η έννοια της παραγωγικής εργασίας, το παραγωγικό προτσές κεφαλαίου, όχι ως μια σχολαστική κατηγορία, αλλά ως προτσές.

Αν όμως, η κοινωνική έκφραση, επομένως και μια ακόμα κοινωνική μορφή της εργασίας είναι το εμπόρευμα (λέμε ακόμα μία, διότι κοινωνική μορφή της εργασίας είναι και το φλογερό φιλί που θα δώσει ο εργάτης στην εργάτρια όταν θα συναντηθούν στο σπίτι μετά το σχόλασμα, το αντιαντισεξιστικό προαπεργιακό κλείσιμο του ματιού της εργάτριας στον εργάτη επί της γραμμής συναρμολόγησης), τι γίνεται με την κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή αν το προτσές ιδωθεί πιο συνολικά;

Το πιο ασφαλές είναι να εκληφθεί ότι η έννοια του βιομηχανικού και κατ’ επέκταση του επιχειρηματικού κύκλου (έτσι όπως απλοποιείται κριτικά με τις τριαδικές φόρμουλες του κεφαλαίου) είναι η πιο προσίδια σε αυτό που αναζητείται ως κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό για να περιγραφεί πληρέστερα, απαιτείται μια κριτική παρουσίαση της μικροοικονομικής, της θεωρίας του Σουμπέτερ, του Χάγιεκ, και των βασικών πλευρών της ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας κύρια στον 20ο αιώνα. Ωστόσο, το ερώτημα είναι, από την στιγμή που υπάρχει κοινή παραδοχή περί συγχρονικής ύπαρξης και λειτουργίας αυτοματικού κεφαλαίου και ανεξαρτητοποιημένων μηχανών, ανεξαρτητοποιημένης τεχνητής νοημοσύνης, τί εφαρμογή βρίσκει πια η σχηματική κατανόηση του επιχειρηματικού κύκλου;

Ο βιομηχανικός κύκλος είναι κυκλικός λόγω της ίδιας της τελεολογίας της καπιταλιστικής παραγωγής, λόγω του αυτοσκοπού της αξίας. Όταν, το αυτοματικό κεφάλαιο παρεμβαίνει σε πολιτικές αποφάσεις, σε εκλογικές επιλογές, αυτή η ως τέτοια βιομηχανική λειτουργία μας δίνει κάτι κυκλικό; Το αυτοματικό κεφάλαιο μετατοπίσθηκε από την κυκλική τελολογία παραγωγή – κυκλοφορία/αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου – παραγωγή της αξίας σε τελολογία λιγότερο ή περισσότερο πολιτικά, διοικητικά, διευθυντικά εμπρόθετη, ώστε ανάμεσα στα άλλα έχουμε και την διάκριση μεταξύ κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου και αυτοματικού κεφαλαίου.

Αυτό είναι κάτι μη αναστρέψιμο, ανεπίστρεπτο, όσο ο επικρατών τρόπος παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα είναι το συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής.

 

[1] Βλ. Friedrich Engels, Redaktionelle Texte zum Dritten Buch des “Kapitals”. 1882 bis 1895, Zu Lorias “Sophismus”, MEGA, Zweite Abteilung “Das Kapital” und Vorarbeiten, Band 14, Amsterdam, 2003, pp. 165-166.

[2] Βλ. Sergio Bologna, Ναζισμός και Εργατική Τάξη, Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στην Γερμανία του Μεσοπολέμου, antifa scripta, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2015.

 

 

Κάποιες επισημάνσεις περί εργατικού μισθού

  «Another year! –another deadly blow!

Another mighty Empire overthrown!

And We are left, or shall be left, alone;

The last that dare to struggle with the

Foe».

William Wordsworth, Poems Dedicated

to National Independence and Liberty,

XXVII. November 1806


Ο εργατικός μισθός είναι αυτό που μένει πάντοτε όρθιο ακόμα κι όταν όλα γύρω έχουν γκρεμισθεί. Βρίσκεται στον αντίποδα του πασίγνωστου Εχθρού (και όλων των κατά καιρούς μιμητών του) του ανωτέρω ποιήματος του Wordsworth.[1]

Ο εργατικός μισθός κατέχει αυτοκρατορική θέση στο επίκεντρο της εργατικής ζωής, διότι συγκροτεί την ποιότητα, το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, την έκταση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ήτοι επ’ αυτού θεμελιώνεται ο ελεύθερος χρόνος του εργάτη. Ο μισθός είναι το πρώτο επιθυμητό (desideratum) για τον εργάτη μέσα στο προτσές της παραγωγής, πριν ακόμα περάσει τις πύλες της φάμπρικας, από όταν θα χτυπήσει το κουδούνι για να σηκωθεί, ώστε αυτή η επιθυμία αξίζει να είναι οπλισμένη

Από την σκοπιά του Άνταμ Σμιθ ο εργατικός μισθός είναι βασική συνιστώσα του πλούτου (wealth, Reichtum), κάτι που επιφέρει ως συνέπεια, ότι από μόνο του είναι εντελώς ηλιθιότητα το σλόγκαν περί φορολόγησης του πλούτου.[2] Υποκρύπτει δε μια αντεστραμμένα ενοχική, μια ηθικίστικη αντίληψη περί πλούτου ως κάτι a priori ηθικά κακό.

Έτσι, ενώ στον καπιταλισμό ο πλούτος ακόμα και στην αρχική εμφάνισή του είναι σύνολο ανταλλακτικών αξιών, σύνολο εμπορευμάτων, η δε γενική μορφή του είναι η ανταλλακτική αξία (όπως η ανταλλακτική αξία είναι η γενική κοινωνική σύνδεση), στον ίδιο χρόνο για τον εργάτη μετριέται με τον ελεύθερο χρόνο, παρόλο που ο εργατικός μισθός προσδιορίζεται ποσοτικά στον γενικό πλούτο, καθ’ όσον ο εργάτης λαμβάνει χρήμα για ανταλλακτική αξία μέσω της απλής ανταλλαγής/αντικατάστασης (Austausch, swapping) τυπικών ισοδύναμων μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή.  

Πρέπει να υπενθυμισθεί, ότι αν η απλή ανταλλαγή/αντικατάσταση μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή ιδωθεί στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου, τότε σε αυτήν την τυπικονομική σχέση, ο εργατικός μισθός (μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, ωρομίσθιο, μισθός-πληρωμή με το κομμάτι) είναι η μεταμόρφωση της αξίας της τιμής της εργατικής δύναμης (κάτι, το οποίο αποτελεί την οπτική του καπιταλιστή), αφ’ ής στιγμής η εργατική δύναμη εκλαμβάνεται ως αντικείμενο πώλησης (Verkauf), επ’ ανταλλάγματος εκχώρησις και εν συνεχεία απαλλοτρίωσις εργασίας. Σημειωτέον, ότι στην τυπική σύμβαση έργου το αντικείμενο πώλησης, εκχώρησης είναι το κατά την σύναψή της συμφωνηθέν τελικό προϊόν της εργασίας, αν και στις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης οι ατομικές συμβάσεις έργου έχουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής σχέσης, καθ’ όσον στην εφαρμογή των στο συνδυασμένο προτσές εργασίας υποκρύπτεται υπηγμένη εργασία –αυτό που στο αστικό δίκαιο προσδιορίζεται ως εξαρτημένη εργασία.

Προκύπτει εξ αντιδιαστολής (ex contrario), ότι στον σοσιαλισμό η εργατική δύναμη δεν έχει τιμή, τιμή έχει η εργασία (που η κατηγορία τιμή της εργασίας είναι άνευ κριτικής δάνειο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, ληφθέν από την απλή ζωή του προλεταριάτου), καθ’ όσον έχει απαλλοτριωθεί (που είναι ίδιο με την έκλειψη, την εξάλειψή του) ο καπιταλιστής-εργοδότης ως προσωποποίηση της λειτουργίας του κεφαλαίου στην σχέση απλής ανταλλαγής μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή –και αυτό είναι κάτι που στον σοσιαλισμό έχει τον χαρακτήρα κοινωνικού νόμου (Gesetz).

Στον καπιταλισμό, η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης (η οποία είναι χρήμα) μετατρέπεται σε μέσα διατήρησής της εργατικής δύναμης, σε μέσα αναπαραγωγής της, και απ’ αυτό εγείρεται η διάκριση, η διαφορά σε ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς. Έτσι η λαμβανόμενη ποσότητα χρήματος ως μισθός είναι ο ονομαστικός μισθός.

Όταν ο μισθός ως χρήμα (εργατικό εισόδημα) εισέρχεται στο προτσές κυκλοφορίας του κεφαλαίου συγκεκριμένα ως αδιαίρετο μεταβλητό κεφάλαιο (δηλαδή στο σούπερ μάρκετ δεν δίνω την μετατροπή της αντικειμενοποιημένης εργασίας μου σε ποσότητα χρήματος, αλλά ποσότητα χρήματος που είναι αδιαίρετο μεταβλητό κεφάλαιο, κι αυτό έχει να κάνει με την διαφορά μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας, καθώς στην πρώτη παράγεται αξία, στην τελευταία η αξία πραγματωνεται)[3] υπόκειται περίπου στις ίδιες νομοτέλειες περιστροφής, όπως και οι άλλες μορφές κεφαλαίου (σταθερό κεφάλαιο, κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο, κατά κανόνα μη κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο, πρόσθετη αξία), ενώ στον ίδιο χρόνο περιστροφή για τον εργάτη σημαίνει βόλτες στις αγορές, προκειμένου να αγοράσει και να καταναλώσει τα απαιτούμενα μέσα διατήρησης. Έτσι, όταν ο εργάτης πάει μετά την δουλειά στο σούπερ ή στο μίνι μάρκετ, σε αυτό έχουμε την λειτουργία μέρους του ημερομισθίου ως αδιαίρετου μεταβλητού κεφαλαίου, και στον ίδιο χρόνο την δραστηριότητα του εργάτη στον ελεύθερο χρόνο (που στην οπτική του καπιταλιστή είναι μόνο ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής).[4]

Δοθέντων των ως άνω, το αίτημα αύξησης του μισθού αναλογικά του ποσοστού αύξησης των εμπορευματικών τιμών αντικειμενικά ρίχνει τον πραγματικό μισθό, διότι πέρα από το ότι απλά ανατροφοδοτεί περαιτέρω την αύξηση του τιμάριθμου (ελλοχεύων ο κίνδυνος πληθωριστικού χρήματος), εξομοιώνει αυθαίρετα τον εργατικό μισθό με την εμπορευματική τιμή, δηλαδή αποσυνδέει τον μισθό από την αξία της τιμής της εργατικής δύναμης, από την ίδια την εργασία, παρόλο που ακριβώς λόγω αυτής της άμεσης υλικής σύνδεσης ο εργάτης μπορεί και κάνει πάλη των τάξεων και ανεβάζει τον μισθό και την ισχύ του, καθ’ όσον συγκρίνει και αντιπαραβάλλει τον μισθό του προς την παραγόμενη ποσότητα πρόσθετης αξίας που παράγει η εργασία του, αυτός ο ίδιος ο εργάτης είτε ενικά είτε συλλογικά, προς το εύρος της εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης του. Κατ' αντίστροφο συλλογισμό, το αίτημα για αύξηση του πραγματικού μισθού ισοδυναμεί με μείωση των εμπορευματικών τιμών, κάτι που επέρχεται μέσα από την μαζικοποίηση της κοινωνικής παραγωγής, καθ' όσον δι' αυτής ενεργοποιούνται αμεσότερα οι μηχανισμοί εξισορρόπησης κατά την μετατροπή του ποσοστού κέρδους σε μέσο ποσοστό κέρδους (ερειδομενοι στην κατίσχυση της σχετικής επί της απόλυτης πρόσθετης αξιας, και της πραγματικής επι της τυπικής υπαγωγής).

Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσμετρηθεί ότι στον εργατικό μισθό και δη στον ονομαστικό εργατικό μισθό περιλαμβάνονται και εμπεριέχονται και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, τις οποίες ο εργοδότης είναι νομικά αναγκασμένος και υποχρεωμένος να καταβάλλει, όντος αδιάφορου του ότι νομικοτυπικά ρυθμίζονται μέσα από το διοικητικό δίκαιο, ως επίσης περιλαμβάνεται και εμπεριέχεται και η δωρεάν πρόσβαση του εργάτη στο ΕΣΥ, στο NHS, στα δημόσια συστήματα υγείας, διότι από την σκοπιά των δημόσιων οικονομικών και αυτο το τμήμα του εργατικού μισθού υπολογίζεται σε χρήμα, με την διαφορά ότι δεν μετατρέπεται σε μεταβλητό κεφάλαιο, διότι δεν εισέρχεται στο προτσές κυκλοφορίας.

 

 



[1] Βλ. Pëtr Kropotkin, The Great French Revolution and its Lesson, σε https://voidnetwork.gr/2021/07/14/the-great-french-revolution-and-its-lesson-petr-kropotkin/

[2] Στο έργο του Άνταμ Σμιθ εντοπίζεται ένας διασταλτικός, διευρυμένος προσδιορισμός του εργατικού μισθού, καθ’ όσον παρουσιάζει χρηματιστηριακά κέρδη ως μισθούς της εργασίας επιθεώρησης και διεύθυνσης. Βλ. Adam Smith, The Inquiry, Book I, Chapter VII, 2005, p. 46. Παρομοίως περί της σχέσης εργατικού μισθού και πλούτου και στον Ρικάρντο: “… in both cases the market rate of wages will rise, for in proportion to the increase of capital will be the increase in the demand for labour; in proportion to the work to be done will be the demand for those who are to do it” (David Ricardo, Principles, Chapter 5, 1821, 2001, p. 60.

[3] Γι’ αυτόν τον λόγο στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα των Ευρωπαϊκών μητροπόλεων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο εργάτης αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια φερσίματα, όπως οι μπουρζουάδες.

[4] Όπως έχουμε αναδείξει εξαντλητικά, οι εργάτες που είναι –είτε το γνωρίζουν είτε δεν το γνωρίζουν- ακόμα εγκλωβισμένοι και εθισμένοι στην απλήρωτη κυβερψηφιακή εργασία, επί του πρακτέου έχουν ελαχιστοποιημένο ελεύθερο χρόνο, επομένως σε αυτούς ο εργασιακός χρόνος συνεχίζεται και μετά το σχόλασμα από την δουλειά.

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...