Πέρα απ’ την κάθε τόσο κατηγορία αποδιδόμενη στην κριτική της πολιτικής οικονομίας περί αφαιρετικότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά την μέθοδο της κριτικής (και τούτο διότι εγκλωβισμένοι μέσα στον φορμαλισμό τους –δευτεροδιεθνιστικά- ταυτίζουν το αφηρημένο με το γενικό, μη μπορώντας να κατανοήσουν το συγκεκριμένο ως συνόψιση πολλών προσδιορισμών, και ως ποιοτικά ανώτερο του αφηρημένου), αυτοί, οι οποίοι έχουν γενικά ακόμα πιο καλές και αγαθές προθέσεις, κατευθύνουν και την κατηγορία περί σοφίσματος, η οποία αφορά περιεχομενικά στοιχεία της κριτικής.[1]
Ακόμη χειρότερα, απ' τους εκπροσώπους και απ' τους κατά καιρούς ηγετίσκους εκείνου, το οποίο ονομάσθηκε «Κίνημα του Βερολίνου» του περιοδικού «Der Kulturkämpfer» και των συνοδοιπόρων, παραφυάδων του κλπ, καταβάλλονται πάντα ex post factum απόπειρες, προκειμένου οι πομπές τους να φορτωθούν στην εργατική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό το χούι κάθε τόσο φανερώνεται και ξεφανερώνεται.
Το πιο πρόσφατο φασαριόζικο επεισόδιο αυτού στον "εθνικό χώρο" της Γερμανίας ήτο ο ιστορικός αναθεωρητισμός των '80's – '90's.[2]
Μπορεί να εντοπισθεί ένα θρησκευτικό, δοξασιολογικό στοιχείο σε αυτό το «κίνημα», δείγμα των πιο παρηκμασμένων μορφών τόσο της «εθνικής» ιδεολογίας, όσο και των συντηρητικών (απολυτοποίηση και ιδεολογικοποίηση της εδαφικής προσόδου, απλή ανταλλαγή αγροτικών προϊόντων, φυσιοκρατισμός) συμφερόντων, τα οποία πάντα διαπλεκόμενα με την κρατική εξουσία μυστικοποιούνται δι' αυτού: εκείνο ενός μονοθεϊστικού μυστικισμού, το οποίο ψάχνει την ιδέα του ενός και μοναδικού Θεού στην ιδέα της μητρός-γαίας. Έτσι, τα υπό κατάρρευση συμφέροντα, των οποίων κάθε τόσο είναι εκπρόσωποι, παίρνουν αντεστραμμένα την μορφή των ιδεών, και αυτοί οι ίδιοι παίρνουν την δημαγωγική μορφή του «αγωνιστή της κουλτούρας», μόνο και μόνο επειδή ο δοσμένος βαθμός ανάπτυξης αυτών των εκπροσωπούμενων δι' αυτών συμφερόντων δεν επαρκεί για την εύρυθμη και κανονική λειτουργία του βιομηχανικού πολιτισμού, της βιομηχανικής ζωής, για την κανονική και εύρυθμη λειτουργία της κάθε Ευρωπαϊκής μητρόπολης.
Αν όμως τα Βερολινέζικα κινήματα κατάδειξης της σωματοποιημένης κοινωνικής υπόστασης της ανταλλακτικής αξίας -συνήθως σε κάποια φετιχοποιημένη γυναικεία μορφή-, είναι εύκολο να καταρριφθούν μέσα από την αποκάλυψη του ρόλου τους στην ταξική πάλη, για τα καθαρά επιστημολογικά ρεύματα της αστικής οικονομικής επιστήμης, ισχύει διπλά και τριπλά, ότι η κοινωνική πρακτική είναι το ασφαλές και έγκυρο κριτήριο της αλήθειας.
Έτσι, η ίδια η κοινωνικοϊστορική εμπειρία καταδεικνύει, ότι μετά τα '90s ο νεοφιλελευθερισμός του τέλους της ιστορίας και του αντεστραμμένου κόσμου της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, όπου εφαρμόσθηκε, στην καλύτερη περίπτωση κατάφερε μόνο να δημιουργήσει οικονομικές φούσκες και miserabilism, όπως αντίστοιχα, η δογματική εφαρμογή των ετερόδοξων οικονομικών οδήγησε μόνο στην επιβολή ενός Ασιατικού μιλιταρισμού ως μεθόδου, μοντέλου συσσώρευσης, -στην επιβολή μιας αφόρητης για τα εργατικά συμφέροντα πολεμικής οικονομίας.
Αυτό, το οποίο παραγνωρίζεται σ' όλες τις ως άνω εκδοχές κριτικής της κριτικής, είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, και δη της αφηρημένης εργασίας, εκφραζόμενος στην ίδια την εμπορευματική αξία, στην ανταλλακτική αξία.
Μπορούμε να αντιληφθούμε τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας στην πιο απλή εκδήλωσή του, αν αντιπαραβάλλουμε το ερμητικό εργαστήρι του Αλχημιστή (θυμηθείτε τον πίνακα του Πρεσβύτερου Μπρέγκελ) στην μανιφακτούρα, κι ακόμα περισσότερο στην εκμηχανισμένη μανιφακτούρα, στο εργοστάσιο. Στο πρώτο, το προϊόν της εργασίας έχει έναν κλειστό προορισμό, στο δεύτερο είναι ανοιχτό προς διάθεση: παράγεται, προκειμένου ακριβώς να τεθεί στην αγορά, στο προτσές κυκλοφορίας: η αξία παράγεται, προκειμένου να πραγματωθεί, πραγματώνεται, προκειμένου να παραχθεί εκ νέου ως τέτοια: αυτό είναι ο κεντρικός όρος της επέκτασης και πολλαπλασιασμού της, ο αυτοσκοπός της.
Στην πλήρη εκδήλωσή του, ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας συνίσταται στην ίδια την κοινωνικοποίησή της σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε για να παραχθεί ένα αδιαίρετο εμπόρευμα, εργάζονται στην παραγωγή και κυκλοφορία του όλο και πιο πολλοί εργάτες, απασχολούνται όλοι και πιο πολλοί εργάτες στους όρους της πραγματικής παραγωγής του, στα πιο διαφορετικά και απομακρυσμένα μέρη του κόσμου. Έτσι, το προϊόν της εργασίας στην απλούστερη μορφή του, το αδιαίρετο εμπόρευμα εκπροσωπεί και συνθέτει κοινωνία: τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων παράγεται και κυκλοφορεί. Το ότι ένα υποκείμενο συνδέεται με αυτό (συνήθως εκπροσωπώντας το) είτε από επιλογή, είτε de facto, είτε ακόμα και στα πλαίσια των εργασιακών καθηκόντων του, είναι μόνο μια συμβεβηκυία, φευγαλέα στιγμή του συνολικού προτσές, προσομοιάζουσα στο ότι ο εργάτης στην πάλη του προς την μηχανή έχει την ικανότητα να καθιστά την λειτουργικότητά του, την δραστηριότητά του μηχανική (machinic).
Ωστόσο, αυτή η ικανότητα της εργατικής δύναμης φαντασμαγορεί τόσο πολύ στον αδούλευτο Berliner της ιστορίας μας, και στον αυστηρό Ιταλό αντι-Σοφιστή της ιστορίας μας, ώστε ο μεν πρώτος φτάνει στο σημείο να συναγάγει κάποια κοινωνική υπόσταση -σωματοποιημένη κιόλας- της ανταλλακτικής αξίας, ο δε αντι-Σοφιστής το μόνο που καταλαβαίνει, είναι ότι η εργασία και η αξία αναλύονται μέσω ρητορικών και δικανικών σχημάτων.
Ισχύει βέβαια, ότι η ανταλλακτική αξία (στην αντίθεσή της προς την χρηστική αξία) είναι (από οντολογική άποψη) μια μορφή εμφάνισης, ένας φαινότυπος, διότι η υλικοφυσική μορφή του εμπορεύματος είναι η χρηστική αξία. Αλλά, αυτό που δίνει υλικότητα, υλική λειτουργικότητα σε αυτόν τον φαινότυπο (καθώς πραγματώνεται στο προτσές της κυκλοφορίας) είναι το χρήμα, η εγχρήματη ανταλλαγή, ώστε μπορεί οι εμπορευματικές τιμές –αν ιδωθούν γενικά- να κείνται, να ενυπάρχουν εν ιδέα, αλλά η ανταλλακτική αξία (όπως έδειξε και ανέλυσε ο Ρικάρντο) είναι πάντοτε προσδιορισμένη και εξαρτώμενη από την εργασία, ενώ το εργασιακό προτσές είναι αρχικά ανεξάρτητο, αυτόνομο κάθε προσδιορισμένης κοινωνικής μορφής λόγω της γεγονοτικής διάστιξης μεταξύ εργατικής δύναμης (δυνάμει) και εργασίας (ενεργεία).
Χρειάζεται λοιπόν, η ανάλυση της απλής ή συμπτωτικής/συμβεβηκυίας αξιακής μορφής στους δύο πόλους έκφρασης, αποτύπωσης της αξίας (σχετική αξιακή μορφή και ισοδύναμη μορφή) (δοθέντος ότι η εργασία ως τέτοια, και εκ του σταθερού κεφαλαίου εργαλεία, μηχανές, εγκαταστάσεις, κτίρια κοκ. δεν προστίθενται) να εμπλουτισθεί με τα εξής παραδείγματα για την σφαιρικότητα της παρουσίασης:
Στην μεταλλουργική βιομηχανία:
x ποσότητα ορυκτών + y ποσότητα χημικών (διαλύτες, καταλύτες, ηλεκτρολύτες, πλαστικά) + d ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας + e ποσοτητα καυσίμων + m ποσότητα επεξεργασμένων μετάλλων και άλλων υλικών (πρόκες, καρφιά, γωνιές, λατάκια κοκ) = f ποσότητα μετάλλου
επί παραδείγματι στην περαιτέρω επεξεργασία και παραγωγή μετάλλων: x ποσότητα αλουμινίου + y οπ. + d οπ. + e οπ. + m οπ. = f ποσότητα κουφωμάτων αλουμινίου
Στην βιομηχανία κατασκευών:
στο πιο μαζικό παράδειγμα: x ποσοτητα μπετόν + n ποσότητα επεξεργασμένων μετάλλων + y ποσότητα τούβλων + d ποσοτητα λοιπών δομικών υλικών (χαλίκι, άμμος κλπ) + e ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας + m ποσότητα καυσίμων + ο ποσότητα άλλων υλικών (πρόκες, καρφιά, γωνιές, λατάκια κοκ) = f ποσότητα σκελετών οικοδομών
Στην βιομηχανία εκτυπώσεων:
x ποσότητα χαρτιού + y ποσότητα μελανιών + e ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας = f ποσότητα εκτυπωμένου χαρτιού
Στην βιομηχανία μεταφορών:
x
ποσότητα καυσίμων + y ποσότητα εμπορευματοκιβωτίων + ο οπ. αποδίδει την
παραγόμενη κατά την μεταφορά αξία ενσωματωμένη στο μεταφερόμενο εμπόρευμα
Στην βιομηχανία εξορύξεων είναι διαφορετικό, καθ' όσον η εξόρυξη ξεκινάει ιστορικά ως πρόσοδος. Έτσι, από υλικοφυσικη άποψη δεν έχουμε δια της εργασίας μετατροπή της μιας μορφής στην άλλη, καθ' όσον η ανταλλακτική αξία λαμβάνεται δια της εργασίας από την φύση στην φυσική μορφή της ως τέτοια. Το ίδιο στην υλοτομία, στην θήρα και στην αλιεία. Αλλά, στην βιομηχανία εξορύξεων ισχύει, όπως και σε όλες τις βιομηχανίες: αξία του εμπορεύματος = αξία σταθερού κεφαλαίου + αξία μεταβλητού κεφαλαίου + πρόσθετη αξία. Επομένως, η βιομηχανία εξορύξεων από τον καπιταλισμό και ύστερα έχει σταματήσει να είναι πρόσοδος, αλλά το γεωτεμάχιο επί και εντός του οποίου η εξόρυξη επιφέρει στον ιδιοκτήτη του απόλυτη πρόσοδο
Το νέο σχετικά φαινόμενο:
Στην βιομηχανία πληροφορικής δεν μπορούμε να πούμε ότι x ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας + d ποσοτητα αλγορίθμων + e ποσότητα χρησιμοποιούμενων softwares, υπολογιστικών γλωσσών, κωδικών κλπ = y ποσότητα software
Επομένως,
σε αυτό η y ποσότητα software ισοδυναμεί και με κάτι άλλο προστιθέμενο, το
οποίο πριν την θέση του προτσές άμεσης υλικής παραγωγής σε κίνηση (πριν
αρχίσουν τα χέρια να χτυπούν τα πλήκτρα, να χειρίζονται τα mouses) υπάρχει σε
μη υλική μορφή, στον νου των εργατών, ως εμπνευση, ιδέα, συναίσθημα,
ενσυναίσθηση, ψυχεδελική διαίσθηση, παράσταση, όραμα, κυρία ως επιστημονική γνώση, εφαρμογή
κανόνα, προτύπου, πρωτοκολλου, κλπ. Επομένως, σε αυτο η ιδιοτυπία
έγκειται στο ότι κάτι μη υλικό μετατρέπεται σε υλικό μόνο ενσωματωμένο στην
παραγόμενη ανταλλακτική αξία, στην ισοδύναμη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, ενώ
στην σχετική αξιακή μορφή της έχει ακόμα μη υλική μορφή.
Αυτό δεν είναι ακόμα σοσιαλισμός (παρά τα όσα περί του αντιθέτου προπαγάνδιζε η αριστερή πτέρυγα της Αμερικανικής σοσιαλδημοκρατίας), καθ' όσον είναι απλά η παραγωγικοποίηση της μη υλικής εργασίας της θεωρίας του Σέυ, που στον 19ο αιώνα εντοπίζετο στην εργασία των καλλιτεχνών και κάποιων τμημάτων εκ των δημοσίων υπαλλήλων.
Κύρια, αυτό το μη υλικό, που εμφανίζεται σε υλική μορφή στην ισοδύναμη μορφή της ανταλλακτικής αξίας και σε μη υλική μορφή στην σχετική αξιακή μορφή, είναι η ίδια η γενική κοινωνική γνώση, η ίδια η συλλογική ευφυία. Η πολύ ειδικα προσδιορισμενη δυναμικη, δια της οποιας επιτυγχάνεται η μετατροπή από μη υλικό σε υλικό, είναι το αυτόματον της γενικής νοημοσύνης.
Πάρα ταύτα, στην βιομηχανία του θεάματος και δη στην τηλεόραση, (στον κινηματογράφο, όπως και στην μουσική βιομηχανία το παραγόμενο προϊόν λόγω της ενικότητάς του δεν είναι απλή αξιακή μορφή) η εργασία έχει πιο υλικό περιεχόμενο, καθώς σε αυτό η σχέση μεταξύ σχετικής αξιακής μορφής και ισοδύναμης στην απλή αξιακή μορφή εκφράζεται ως εξής:
χ ποσότητες από απαιτούμενα υλικά για να λειτουργήσουν οι μηχανές (κάμερες, μοντάζ, μηχανές ηχητικών και οπτικών εφέ) + απαιτούμενα υλικά και οχήματα για εξωτερικά γυρίσματα + καύσιμα + υλικά για τα σκηνικά + υλικά για τα φώτα + ηλεκτρική ενέργεια, και ό,τι άλλο χρειασθεί = y ποσότητες τηλεοπτικής εκπομπής, δηλαδή θα παρουσιασθεί y φορές, παραγόμενη κάθε φορά καινούρια (και γι’ αυτό δεν είναι αδιαίρετο εμπόρευμα). –Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί ότι ισχύει και για τις θεατρικές παραστάσεις που χρησιμοποιούνται μηχανές (πχ. οι παραστάσεις στο Broadway, στις μεγάλες όπερες, στα μεγάλα θέατρα του Λονδίνου).
Ώστε και μέσα από αυτόν τον δρόμο μπορεί να κατανοηθεί κριτικά η έννοια της παραγωγικής εργασίας, το παραγωγικό προτσές κεφαλαίου, όχι ως μια σχολαστική κατηγορία, αλλά ως προτσές.
Αν όμως, η κοινωνική έκφραση, επομένως και μια ακόμα κοινωνική μορφή της εργασίας είναι το εμπόρευμα (λέμε ακόμα μία, διότι κοινωνική μορφή της εργασίας είναι και το φλογερό φιλί που θα δώσει ο εργάτης στην εργάτρια όταν θα συναντηθούν στο σπίτι μετά το σχόλασμα, το αντιαντισεξιστικό προαπεργιακό κλείσιμο του ματιού της εργάτριας στον εργάτη επί της γραμμής συναρμολόγησης), τι γίνεται με την κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή αν το προτσές ιδωθεί πιο συνολικά;
Το πιο ασφαλές είναι να εκληφθεί ότι η έννοια του βιομηχανικού και κατ’ επέκταση του επιχειρηματικού κύκλου (έτσι όπως απλοποιείται κριτικά με τις τριαδικές φόρμουλες του κεφαλαίου) είναι η πιο προσίδια σε αυτό που αναζητείται ως κοινωνική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό για να περιγραφεί πληρέστερα, απαιτείται μια κριτική παρουσίαση της μικροοικονομικής, της θεωρίας του Σουμπέτερ, του Χάγιεκ, και των βασικών πλευρών της ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας κύρια στον 20ο αιώνα. Ωστόσο, το ερώτημα είναι, από την στιγμή που υπάρχει κοινή παραδοχή περί συγχρονικής ύπαρξης και λειτουργίας αυτοματικού κεφαλαίου και ανεξαρτητοποιημένων μηχανών, ανεξαρτητοποιημένης τεχνητής νοημοσύνης, τί εφαρμογή βρίσκει πια η σχηματική κατανόηση του επιχειρηματικού κύκλου;
Ο βιομηχανικός κύκλος είναι κυκλικός λόγω της ίδιας της τελεολογίας της καπιταλιστικής παραγωγής, λόγω του αυτοσκοπού της αξίας. Όταν, το αυτοματικό κεφάλαιο παρεμβαίνει σε πολιτικές αποφάσεις, σε εκλογικές επιλογές, αυτή η ως τέτοια βιομηχανική λειτουργία μας δίνει κάτι κυκλικό; Το αυτοματικό κεφάλαιο μετατοπίσθηκε από την κυκλική τελολογία παραγωγή – κυκλοφορία/αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου – παραγωγή της αξίας σε τελολογία λιγότερο ή περισσότερο πολιτικά, διοικητικά, διευθυντικά εμπρόθετη, ώστε ανάμεσα στα άλλα έχουμε και την διάκριση μεταξύ κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου και αυτοματικού κεφαλαίου.
Αυτό
είναι κάτι μη αναστρέψιμο, ανεπίστρεπτο, όσο ο επικρατών τρόπος παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα
είναι το συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής.
[1] Βλ. Friedrich Engels, Redaktionelle Texte zum Dritten Buch des “Kapitals”. 1882 bis 1895, Zu Lorias “Sophismus”, MEGA, Zweite Abteilung “Das Kapital” und Vorarbeiten, Band 14, Amsterdam, 2003, pp. 165-166.
[2]
Βλ. Sergio Bologna, Ναζισμός και Εργατική Τάξη, Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και
Αντιφασιστική Βία στην Γερμανία του Μεσοπολέμου, antifa scripta, Αθήνα,
Σεπτέμβριος 2015.
No comments:
Post a Comment