«Another year! –another deadly blow!
Another
mighty Empire overthrown!
And We are
left, or shall be left, alone;
The last that
dare to struggle with the
Foe».
William Wordsworth,
Poems Dedicated
to National
Independence and Liberty,
XXVII. November 1806
Ο εργατικός μισθός είναι αυτό που μένει
πάντοτε όρθιο ακόμα κι όταν όλα γύρω έχουν γκρεμισθεί. Βρίσκεται στον αντίποδα
του πασίγνωστου Εχθρού (και όλων των
κατά καιρούς μιμητών του) του ανωτέρω ποιήματος του Wordsworth.[1]
Ο
εργατικός μισθός κατέχει αυτοκρατορική θέση στο επίκεντρο της εργατικής ζωής,
διότι συγκροτεί την ποιότητα, το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, την έκταση της αναπαραγωγής
της εργατικής δύναμης, ήτοι επ’ αυτού θεμελιώνεται ο ελεύθερος χρόνος του
εργάτη. Ο μισθός είναι το πρώτο επιθυμητό (desideratum) για τον εργάτη μέσα στο
προτσές της παραγωγής, πριν ακόμα περάσει τις πύλες της φάμπρικας, από όταν θα
χτυπήσει το κουδούνι για να σηκωθεί, ώστε αυτή η επιθυμία αξίζει να είναι
οπλισμένη
Από την σκοπιά του Άνταμ Σμιθ ο εργατικός μισθός είναι βασική συνιστώσα του πλούτου (wealth, Reichtum), κάτι που επιφέρει ως συνέπεια, ότι από μόνο του είναι εντελώς ηλιθιότητα το σλόγκαν περί φορολόγησης του πλούτου.[2] Υποκρύπτει δε μια αντεστραμμένα ενοχική, μια ηθικίστικη αντίληψη περί πλούτου ως κάτι a priori ηθικά κακό.
Έτσι, ενώ στον καπιταλισμό ο πλούτος ακόμα και στην αρχική εμφάνισή του είναι σύνολο ανταλλακτικών αξιών, σύνολο εμπορευμάτων, η δε γενική μορφή του είναι η ανταλλακτική αξία (όπως η ανταλλακτική αξία είναι η γενική κοινωνική σύνδεση), στον ίδιο χρόνο για τον εργάτη μετριέται με τον ελεύθερο χρόνο, παρόλο που ο εργατικός μισθός προσδιορίζεται ποσοτικά στον γενικό πλούτο, καθ’ όσον ο εργάτης λαμβάνει χρήμα για ανταλλακτική αξία μέσω της απλής ανταλλαγής/αντικατάστασης (Austausch, swapping) τυπικών ισοδύναμων μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή.
Πρέπει να υπενθυμισθεί, ότι αν η απλή ανταλλαγή/αντικατάσταση μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή ιδωθεί στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου, τότε σε αυτήν την τυπικονομική σχέση, ο εργατικός μισθός (μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, ωρομίσθιο, μισθός-πληρωμή με το κομμάτι) είναι η μεταμόρφωση της αξίας της τιμής της εργατικής δύναμης (κάτι, το οποίο αποτελεί την οπτική του καπιταλιστή), αφ’ ής στιγμής η εργατική δύναμη εκλαμβάνεται ως αντικείμενο πώλησης (Verkauf), επ’ ανταλλάγματος εκχώρησις και εν συνεχεία απαλλοτρίωσις εργασίας. Σημειωτέον, ότι στην τυπική σύμβαση έργου το αντικείμενο πώλησης, εκχώρησης είναι το κατά την σύναψή της συμφωνηθέν τελικό προϊόν της εργασίας, αν και στις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης οι ατομικές συμβάσεις έργου έχουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής σχέσης, καθ’ όσον στην εφαρμογή των στο συνδυασμένο προτσές εργασίας υποκρύπτεται υπηγμένη εργασία –αυτό που στο αστικό δίκαιο προσδιορίζεται ως εξαρτημένη εργασία.
Προκύπτει εξ αντιδιαστολής (ex contrario), ότι στον σοσιαλισμό η εργατική δύναμη δεν έχει τιμή, τιμή έχει η εργασία (που η κατηγορία τιμή της εργασίας είναι άνευ κριτικής δάνειο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, ληφθέν από την απλή ζωή του προλεταριάτου), καθ’ όσον έχει απαλλοτριωθεί (που είναι ίδιο με την έκλειψη, την εξάλειψή του) ο καπιταλιστής-εργοδότης ως προσωποποίηση της λειτουργίας του κεφαλαίου στην σχέση απλής ανταλλαγής μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή –και αυτό είναι κάτι που στον σοσιαλισμό έχει τον χαρακτήρα κοινωνικού νόμου (Gesetz).
Στον καπιταλισμό, η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης (η οποία είναι χρήμα) μετατρέπεται σε μέσα διατήρησής της εργατικής δύναμης, σε μέσα αναπαραγωγής της, και απ’ αυτό εγείρεται η διάκριση, η διαφορά σε ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς. Έτσι η λαμβανόμενη ποσότητα χρήματος ως μισθός είναι ο ονομαστικός μισθός.
Όταν ο μισθός ως χρήμα (εργατικό εισόδημα) εισέρχεται στο προτσές κυκλοφορίας του κεφαλαίου συγκεκριμένα ως αδιαίρετο μεταβλητό κεφάλαιο (δηλαδή στο σούπερ μάρκετ δεν δίνω την μετατροπή της αντικειμενοποιημένης εργασίας μου σε ποσότητα χρήματος, αλλά ποσότητα χρήματος που είναι αδιαίρετο μεταβλητό κεφάλαιο, κι αυτό έχει να κάνει με την διαφορά μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας, καθώς στην πρώτη παράγεται αξία, στην τελευταία η αξία πραγματωνεται)[3] υπόκειται περίπου στις ίδιες νομοτέλειες περιστροφής, όπως και οι άλλες μορφές κεφαλαίου (σταθερό κεφάλαιο, κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο, κατά κανόνα μη κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο, πρόσθετη αξία), ενώ στον ίδιο χρόνο περιστροφή για τον εργάτη σημαίνει βόλτες στις αγορές, προκειμένου να αγοράσει και να καταναλώσει τα απαιτούμενα μέσα διατήρησης. Έτσι, όταν ο εργάτης πάει μετά την δουλειά στο σούπερ ή στο μίνι μάρκετ, σε αυτό έχουμε την λειτουργία μέρους του ημερομισθίου ως αδιαίρετου μεταβλητού κεφαλαίου, και στον ίδιο χρόνο την δραστηριότητα του εργάτη στον ελεύθερο χρόνο (που στην οπτική του καπιταλιστή είναι μόνο ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής).[4]
Δοθέντων των ως άνω, το αίτημα αύξησης του μισθού αναλογικά του ποσοστού αύξησης των εμπορευματικών τιμών αντικειμενικά ρίχνει τον πραγματικό μισθό, διότι πέρα από το ότι απλά ανατροφοδοτεί περαιτέρω την αύξηση του τιμάριθμου (ελλοχεύων ο κίνδυνος πληθωριστικού χρήματος), εξομοιώνει αυθαίρετα τον εργατικό μισθό με την εμπορευματική τιμή, δηλαδή αποσυνδέει τον μισθό από την αξία της τιμής της εργατικής δύναμης, από την ίδια την εργασία, παρόλο που ακριβώς λόγω αυτής της άμεσης υλικής σύνδεσης ο εργάτης μπορεί και κάνει πάλη των τάξεων και ανεβάζει τον μισθό και την ισχύ του, καθ’ όσον συγκρίνει και αντιπαραβάλλει τον μισθό του προς την παραγόμενη ποσότητα πρόσθετης αξίας που παράγει η εργασία του, αυτός ο ίδιος ο εργάτης είτε ενικά είτε συλλογικά, προς το εύρος της εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης του. Κατ' αντίστροφο συλλογισμό, το αίτημα για αύξηση του πραγματικού μισθού ισοδυναμεί με μείωση των εμπορευματικών τιμών, κάτι που επέρχεται μέσα από την μαζικοποίηση της κοινωνικής παραγωγής, καθ' όσον δι' αυτής ενεργοποιούνται αμεσότερα οι μηχανισμοί εξισορρόπησης κατά την μετατροπή του ποσοστού κέρδους σε μέσο ποσοστό κέρδους (ερειδομενοι στην κατίσχυση της σχετικής επί της απόλυτης πρόσθετης αξιας, και της πραγματικής επι της τυπικής υπαγωγής).
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσμετρηθεί ότι στον εργατικό μισθό και δη στον ονομαστικό εργατικό μισθό περιλαμβάνονται και εμπεριέχονται και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, τις οποίες ο εργοδότης είναι νομικά αναγκασμένος και υποχρεωμένος να καταβάλλει, όντος αδιάφορου του ότι νομικοτυπικά ρυθμίζονται μέσα από το διοικητικό δίκαιο, ως επίσης περιλαμβάνεται και εμπεριέχεται και η δωρεάν πρόσβαση του εργάτη στο ΕΣΥ, στο NHS, στα δημόσια συστήματα υγείας, διότι από την σκοπιά των δημόσιων οικονομικών και αυτο το τμήμα του εργατικού μισθού υπολογίζεται σε χρήμα, με την διαφορά ότι δεν μετατρέπεται σε μεταβλητό κεφάλαιο, διότι δεν εισέρχεται στο προτσές κυκλοφορίας.
[1] Βλ. Pëtr
Kropotkin, The Great French Revolution and its Lesson, σε https://voidnetwork.gr/2021/07/14/the-great-french-revolution-and-its-lesson-petr-kropotkin/
[2] Στο έργο του Άνταμ Σμιθ
εντοπίζεται ένας διασταλτικός, διευρυμένος προσδιορισμός του εργατικού μισθού,
καθ’ όσον παρουσιάζει χρηματιστηριακά κέρδη ως μισθούς της εργασίας επιθεώρησης
και διεύθυνσης. Βλ. Adam Smith, The Inquiry, Book I, Chapter VII, 2005, p.
46. Παρομοίως περί της σχέσης εργατικού μισθού και πλούτου και στον Ρικάρντο: “… in
both cases the market rate of wages will rise, for in proportion to the
increase of capital will be the increase in the demand for labour; in
proportion to the work to be done will be the demand for those who are to do it”
(David Ricardo, Principles, Chapter 5, 1821, 2001, p. 60.
[3] Γι’ αυτόν τον λόγο στα μεγάλα
εμπορικά καταστήματα των Ευρωπαϊκών μητροπόλεων ήδη από τα τέλη του 19ου
αιώνα ο εργάτης αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια φερσίματα, όπως οι
μπουρζουάδες.
[4] Όπως έχουμε αναδείξει εξαντλητικά,
οι εργάτες που είναι –είτε το γνωρίζουν είτε δεν το γνωρίζουν- ακόμα
εγκλωβισμένοι και εθισμένοι στην απλήρωτη κυβερψηφιακή εργασία, επί του
πρακτέου έχουν ελαχιστοποιημένο ελεύθερο χρόνο, επομένως σε αυτούς ο
εργασιακός χρόνος συνεχίζεται και μετά το σχόλασμα από την δουλειά.
No comments:
Post a Comment