Ο οικονομικός φιλελευθερισμός του Μπαστιά και η ταπεινή σοσιαλιστική κοινότητά μας


Με την μπροσούρα του Μπαστιά με τίτλο «Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas» (1850) το ζήτημα της φαινομενολογίας ως τέτοιο εισήχθη στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας και εγκολπώθηκε, τόσο ως φυσικομαθηματικό πρόβλημα (που αφορά την συγκρότηση και την σύσταση των σφαιρών της ενεργότητας, της πραγματικότητας, της πραγμότητας, του μάτριξ, τον συνδυασμό και τις διατομές αυτών), όσο και ως γνωσιολογικό πρόβλημα, πρόβλημα περί των γεγονότων της πολιτικής οικονομίας.[1]

Ο ίδιος ο όρος και η εμπειρία του ανείδωτου (unseen, ungesehen, unbemerkt) κατανοούμενου ως πράξη, έξη, θέσμιο, που θέτει σε κίνηση μια ακολουθία επιδράσεων, ακόμα και μια αλυσίδα αναδράσεων, τίθεται στην εμβέλεια της έρευνας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ως άνω μπροσούρα μέσα από εμβληματικές case studies, παρμένες σε πρώτο χρόνο απ’ την κοινωνική δραστηριότητα, απ’ την κοινωνική πρακτική και σε δεύτερο χρόνο από την σφαίρα της παραγωγής, με πιο χαρακτηριστικές αυτήν του παιδιού που σπάει τζάμια και της απόλυσης (πιθανά στην Φραγκική Επικράτεια παραμονές της 18ης Μπρυμαίρ το πρώτο να επέφερε το δεύτερο)[2], διαμορφώνεται η ηγεμονία μιας οικονομικής αντίληψης, η οποία αν και στον πυρήνα της φιλελεύθερη, ωστόσο επειδή ιεραρχεί «την ιδιοκτησία και τον νόμο, την δικαιοσύνη και την αδελφότητα»[3], γι’ αυτό έγινε τόσο προσφιλής στον ορντοφιλελευθερισμό και στην Αυστριακή Σχολή.[4]

Έτσι, στον Μπαστιά, η δημόσια προπαγάνδα περί της προτιμητέας οικονομικής ηγεμονίας συνιστά την προετοιμασία της πλήρους εκβιομηχάνισης της λεγόμενης «Δεύτερης Αυτοκρατορίας» της Φραγκικής Επικράτειας, και στον ίδιο χρόνο την προετοιμασία του αποικιοκρατισμού του Φραγκικού καπιταλισμού.[5]

 Μαζί λοιπόν με το ανείδωτο, η έννοια και η εμπειρία της (μικροΒοναπαρτικής) ηγεμονίας τίθεται εντός της πολιτικής οικονομίας, όχι ως par excellence οικονομικό principle (ήτοι ως κάτι αναφερόμενο επί και προκύπτον από τα ίδια τα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας), όπως στον Ρικάρντο, αλλά ως μια πολιτικοποίηση, δημοσιο-ποίηση της οικονομικής θεωρίας ως κάτι, το οποίο τείνει να γίνει εφάμιλλο της πολιτικής δημοσιολογίας.

Επιστημολογικά, μια τέτοιου είδους αντίληψη προϋποθέτει και συνεπάγεται μια σιωπηρή, αν όχι συγκεκαλυμμένη παραδοχή περί ανυπαρξίας διακριτών σφαιρών στην κοινωνική πρακτική: είναι δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση μια μονοδιάστατη αντίληψη, αντίληψη ισόπεδης γραμμικότητας, κάτι το οποίο οδηγεί σε αυτό που ονομάζει ο Nick Land hyper-reality show, ως ένα μόνο δείγμα του αντεπαναστατικού ιδεαλισμού των προηγούμενων δεκαετιών.

Ο χαρακτήρας του έργου του καταφαίνεται με πιο ευκρινή τρόπο, όταν καταφέρεται κατά του εργατικού βανδαλισμού, του Λουδιτισμού, προς χάρη του ελεύθερου εμπορίου.[6] Εν τούτοις, σ’ αυτό έχει την νοημοσύνη, ώστε να παρουσιάσει την απουσία του ελεύθερου εμπορίου ως αυτοπαραγωγή των εργατών, ως τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες παράγουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους, ως εργάτες.

Από την σκοπιά της εργατικής κριτικής, σε γενικές γραμμές, αυτό επιτυγχάνεται, διότι αυτή η αυτοπαραγωγή συντελείται, υλοποιείται, πραγματώνεται έξω από το εμπορικό κύκλωμα, μέσα στις ελεύθερες ενώσεις των εργατών, ως υλοποίηση των επιθυμιών τους και όχι ως κοινωνικός καταναγκασμός, στο μέτρο που οι εργάτες αντιλαμβάνονται την Ορφική και Παρμενίδεια έννοια του κοσμικού ωού (επί της οποίας σε εξηγητικό επίπεδο έστω και μεταφυσικά συντίθεται η πραγμότητα ενός τρόπου παραγωγής), και μπορούν να το κάνουν αυτό με πραγματικά ρηξικεύλευθο τρόπο. Φερ’ ειπείν η ίδια η ύπαρξη του ουρανοξύστη ονόματι Egg στο City του Λονδίνου αποτελεί αρχιτεκτονική ένδειξη για την ευστάθεια και την βασιμότητα της εν λόγω Ελληνικής θεωρίας.

Επιπρόσθετα, κατά έναν παράδοξο τρόπο, στο παράδειγμα του «Αρνητικού Σιδηρόδρομου» παρουσιάζει την ανάγκη ως φιλοτιμία, μέσα από μια υπόθεση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ καταναλωτή και επιχειρηματία, στην οποία η ενιαιότητα των σιδηροδρομικών γραμμών διακόπτεται προς όφελος των συμφερόντων των τοπικών επιχειρήσεων των περιοχών των σιδηροδρομικών σταθμών.[7] Πρέπει να επισημανθεί, ότι σχετικά με αυτά τα παράδοξα παραδείγματα, εξ αρχής της δημοσίευσής των, δυνάμεις της εργατικής κριτικής, και δη οι εκ Βρετανίας ορμώμενες δυνάμεις της Διεθνούς Ένωσης Εργατών τα είχαν προσεγγίσει ως εργώδεις πειραματισμούς της επιχειρηματικής μπουρζουαζίας και όχι απλά ως σοφίσματα.

Προσέτι, πρέπει να ειπωθεί, ότι το έργο περί Σοφισμάτων του Μπαστιά εγείρει μείζον θέμα μεθόδου της πολιτικής οικονομίας, καθ’ όσον οι υποθέσεις και τα παραδείγματα δεν λαμβάνονται από την ίδια την οικονομία, αλλά προκύπτουν ως a priori νοητικά κατασκευάσματα. Υπάρχει κάτι πολύ πιο επισφαλές, επιβλαβές, επιζήμιο και επικίνδυνο πρώτ’ απ’ όλα για τους ίδιους τους εργάτες και την κοινωνία, απ’ την μαθηματικοποίηση των οικονομικών προβλημάτων, η οικονομικοποίηση των μαθηματικών προβλημάτων: αυτό επί του πρακτέου είναι κατάργηση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας για χάρη της επιστήμης για την επιστήμη.

Έτσι λοιπόν, έχουμε την διαμόρφωση των οικονομικών της αυθαιρεσίας και του υπερυποκειμενισμού, των οικονομικών του κατά το δοκούν, των οικονομικών που αντιφάσκουν στην ίδια την έννοια της κοινωνικής νομοτέλειας, στην ίδια την έννοια του επιστημονικού νόμου, προς όφελος ενός υποτιθέμενου ενικού μαθηματικοποιητικού υποκειμένου, το οποίο –υποτίθεται- ότι ενικοποιεί τα συνολικά καπιταλιστικά συμφέροντα, τα οποία δεν αργούν να βρουν την προσωποποίησή τους στο ίδιο το μικροΒοναπαρτικό Φραγκικό κράτος ή στο αντεπαναστατικό Φραγκικό κράτος της μπελ επόκ μετά την ήττα απ’ τον Γερμανικό Στρατό (άλλωστε, στα έργα του ο Μπαστιά επανειλημμένα δηλώνει αυτολεξεί ότι δεν είναι πράκτορας της Αγγλίας).

Στην ακραία προοδευτική στιγμή του (απευθυνόμενος διά κειμένου στον Θιέρσο) προτείνει έναν φιλελεύθερο δρόμο προς τον κομμουνισμό, ήτοι έναν δρόμο που ξεκινάει από το προτσές της κυκλοφορίας μέσα από την κατάργηση του προστατευτισμού.[8] Σ’ αυτό υπάρχουν ακόμα επιδράσεις του ουτοπικού σοσιαλισμού.

Επομένως, όπως πριν το 1848, στην Γερμανία ο κομμουνισμός αναζητείτο στον θεωρησιακό ουρανό, στον κόσμο των ιδεών, -στο επαναστατημένο Παρίσι του 1848 ο Μπαστιά αναζητούσε τον κομμουνισμό στο ελεύθερο εμπόριο, ζητώντας απ’ τον ίδιο τον Θιέρσο να συνεργήσει. Ολ’ αυτά μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο ως οι αξεδιάλυτες αντιφάσεις των υψηλά ιστάμενων επίσημων εκπροσώπων της αστικής κοινωνίας, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν την τελευταία άνοδο αυτού που εκπροσωπούσαν ως το αποφασιστικό σημείο της ιστορικής πτώσης των.

Επ’ αυτών των θεμάτων διανοίγεται ένας κρίσιμος διαχωρισμός μεταξύ του σοσιαλισμού της πραγματικής βάσης της παραγωγής, και όλων των σοσιαλισμών που απορρέουν από το εποικοδόμημα, από το εμπόριο, από προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς, από αντιδραστικές τάξεις.

Αυτός ο διαχωρισμός διασαφηνίζεται stricto sensu σε ικανοποιητικό βαθμό στην οικονομική Αντικειμενικότητά του στο έργο του Σουμπέτερ μέσα από την παρουσίαση της σοσιαλιστικής κοινότητας (σε πρώτο χρόνο συγκροτημένης ως ευταξία, order) ως σοσιαλισμού αντιπαραβαλλόμενου στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής.[9

Πρωτοβουλία-νέος συνδυασμός (νέο παραγόμενο προϊόν) είναι σε αυτήν την σοσιαλιστική κοινότητα η μέθοδος της παραγωγής.

             



[1] Βλ. Frédéric Bastiat, Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas (1850), Introduction, απόσπασμα: «Dans la sphère économique, un acte, une habitude, une institution, une loi n'engendrent pas seulement un effet, mais une série d'effets. De ces effets, le premier seul est immédiat; il se manifeste simultanément avec sa cause, on le voit. Les autres ne se déroulent que successivement, on ne les voit pas; heureux si on les prévoit.

Entre un mauvais et un bon Économiste, voici toute la différence: l'un s'en tient à l'effet visible; l'autre tient compte et de l' effet qu'on voit et de ceux qu'il faut prévoir» σε http://bastiat.org/fr/cqovecqonvp.html#introduction. Σημειωτέον, ότι ο όρος του ανείδωτου δεν είναι το ίδιο με την έννοια της μη υλικής εργασίας του Σέυ, καθ’ όσον η τελευταία εγείρεται μέσα στην εσωτερικότητα του παραγωγικού προτσές του κεφαλαίου.

[2] Ενδεικτικά βλ. Taha Chaiechi, «The broken window: Fallacy or fact – A Kaleckian–Post Keynesian approach», Economic Modelling, Volume 39, April 2014, pp. 195-203.

[3] Βλ. ibid, Propriété et loi, justice et fraternité (1848) σε https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k5696376z

[4] Βλ. Hayek on Bastiat, σε https://oll.libertyfund.org/page/hayek-on-bastiat, https://mises.org/library/bastiats-legacy-economics-1

[5] Βλ. Bastiat, Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas, VIII. Les Machines, IX. Crédit, X. L’Algérie, XI. Épargne et Luxe

[6] Βλ. ibid, Economic Sophisms, First Series, 20. Human VS Mechanical Labor and Domestic VS Foreign Labor, translated by Arthur Goddard, Foundation for Economic Education, Irvington-on-Hudson, New York, 1996, pp. 102-106.

[7] Βλ. ibid, pp. 94-95.

[8] Βλ. ibid, Protection and Communism (1849), σε https://www.gutenberg.org/files/44144/44144-h/44144-h.htm

[9] Βλ. Joseph Schumpeter, Business Cycles. A Theoretical, Historical, and Statistical Analysis of Capitalist Process, McGraw-Hill Book Company, New York, Toronto, London, 1939, pp. 109-114. 

No comments:

Post a Comment

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...