Στοιχεία Εμβάθυνσης στην Οικονομική Θεωρία του Μαξ Βέμπερ


Ένας ορθολογικός, ήσυχος, βιομηχανικός σοσιαλισμός

Υπό το κράτος του ενθουσιασμού του αρχάριου, κάποιος θα μπορούσε να αναφωνήσει: «Είναι ο Μαξ Βέμπερ ο Λένιν της Γερμανίας;». Φυσικά, μια τέτοια αναγωγή προσκρούει στις ίδιες τις ενάντια στον αναγωγισμό και ενάντια στον αυθαίρετο συγκρητισμό μεθοδολογικές αρχές της Γερμανικής Οικονομικής Σχολής. Από την άλλη, αδιαμφισβήτητα, ο Βέμπερ προπεριγράφει για την πολιτικοδημοκρατική Γερμανία (στο μέτρο που είναι τέτοια και υπό τον απαράβατο όρο ότι είναι τέτοια) έναν αυτοτελή μη ντεζισιονιστικό (και γι’ αυτό διαχωρισμένο τόσο από τον μπολσεβικισμό, όσο και κυρίως από τον εθνικοσοσιαλισμό) δρόμο επίτευξης σοσιαλισμού, που προϋποθέτει την βαθιά, επιστημονική, αντικειμενική επίγνωση των ιστορικών και νεωτερικών συνθηκών και των διαδικασιών μετασχηματισμού των.

Στην Βεμπερική Θεωρία, η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι το κράτος μέσα από την ορθολογικότητά του αποκτά υποκειμενικότητα, επομένως δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής στην μετασχηματιστική διαδικασία, προς απόκλιση από την Ρωσική περίπτωση και την περίπτωση της Φραγκικής Επικράτειας, όπου το καταπιεστικό κράτος, είτε μηχανιστικά, είτε οργανικά ίσταται απ’ την αρχή μέχρι το τέλος απέναντι. Παρότι, συχνά εκ των υστέρων έχει κατηγορηθεί για τον σοσιαλδημοκρατισμό αυτής της προοπτικής, αυτό δεν είναι ασύνδετο με την ίδια την σοσιαλιστική έκβαση της Ντόιτς Ιδεολογίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, τον πραγματικό/αληθή σοσιαλισμό, και τις ρηξικέλευθες κατευθύνσεις της πολιτικοδημοκρατικής Επανάστασης του 1848 στο Ντόιτσλαντ. Επί του πρακτέου, η σοσιαλιστική οδός του Βέμπερ είναι η ίδια η οδός της πραγματικής αυτογνωσίας σε αυτό που είναι αντικειμενικά νομοτελειακό.

Τα ανωτέρω ζητήματα αποτυπώνονται στην κομματική στράτευσή του στο επιδραστικό κεντροαριστερό Ντόιτς Δημοκρατικό Κόμμα (1918-1933), και εκφράζονται απ’ αυτήν.

Αν μπορεί να ειπωθεί ότι ο Σπάρτακος και το KPD ξεκινάνε από την μαχητική, ένοπλη κλήση, το SPD από την γενική ταξική κλήση, το DDP ξεκινούσε από την επιστημονική κλήση[1], χωρίς να είναι υποτιμητέο, ότι ο λόγος[2] του Βέμπερ περί σοσιαλισμού εκφωνήθηκε σε στρατευμένους, και είχε ως έμπρακτο αποτέλεσμα την οπλοποίηση της εργατικής δραστηριότητας μέσα στα εργοστάσια, κάτι που αναπτύχθηκε μέσα στην πρακτική του εργατικού επαναστατικού κινήματος στον Ρήνο (1918-1924).

Αυτό που πείθει στην συνολική πολιτική πρακτική του Βέμπερ εντός των μεταπολεμικών οριακών και αρκούντως παρανοειδών πραγματικών περιστάσεων, είναι η προσήνεια, η σιγουριά και η ηρεμία, με την οποία τοποθετείται στα πράγματα σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι που έλειψε από την Βαϊμαριανή Γερμανία των φωνακλάδικων και υστερικών discourses, όπου η ψυχοπαθολογία των αδιαίρετων καθίστατο κεντρική πολιτική.

Ο Βέμπερ περιγράφει και βλέπει δυσνόητες πλευρές της φαινομενολογίας της βιομηχανικής εργασίας, όπως εμφανίζονται στην εργοστασιακή ενεργότητα: αυτό που ονομάζει ψυχοφυσική της βιομηχανικής εργασίας.[3] Αυτός ο εργασιακός ορθολογισμός, που αναφορικά με την εκ μέρους του ανάλυση της βιομηχανικής εργασίας εκφέρεται από εργατική σκοπιά, ήτοι με ταξικό προσδιορισμό, διέπει και την συγκεκριμένη τοποθέτησή του.

Ωστόσο, κάποιος μπορεί να επαναθέσει το ερώτημα: «σε τι διαφοροποιείται αυτό από την ιστορική παράδοση του SPD»;

Θεωρούμε, ότι οι όροι της στρατηγικής ήττας του SPD κατά την Βαϊμάρη ανευρίσκονται στην ίδια την Λασσαλική ιδεολογία των Προγραμμάτων της Γκότα και της Ερφούρτης, και δη στην ιδεολογία του λαϊκού κράτους και στις μορφές ενσωμάτωσης των καθυστερημένων και αντιδραστικών αγροτικών μαζών στην στρατηγική του.

Κάτι τέτοιο δεν εντοπίζεται στην θεωρητική αντίληψη του Βέμπερ. Από την άλλη, επειδή το οικονομικό έργο του συγκαταλέγεται στην Γερμανική Οικονομική Σχολή και έχει αυτήν ως προς τούτο αφετηρία, έρχεται αντιμέτωπο με προβλήματα (όπως αυτό του αντιουδαϊσμού και του αντισημιτισμού), τα οποία χαρακτηρίζουν εξέχοντες εκπροσώπους της Σχολής (φερ’ ειπείν τον Άντολφ Βάγκνερ, τον Βέρνερ Σόμπαρτ), ενώ για το SPD και για το KPD αυτά ήταν και με τα τότε μέτρα της εποχής, και σήμερα είναι ξεπερασμένα.  

Πέρα απ’ αυτά, η όποια κομματική στράτευση έχει πάντοτε τον συγκυριακό χαρακτήρα της και την διυποκειμενικότητά της: μια εκδοχή είναι ότι συνίδρυσε το DDP, διότι εκεί ένιωθε πιο άνετα και ήταν μαζί με τους φίλους τους, με αυτούς που εμπιστευόταν, με την ίδια λογική που η Διεθνής Ένωση Εργατών δεν έφτιαχνε ενιαία συγκεντρωτικά κόμματα, αλλά συλλογικότητες γενικά συντονιζόμενες και οργανωμένες από συμβουλιακά λειτουργούσα ομοσπονδία. 

Χρειάστηκε να περάσουν 43 χρόνια από το 1848, μέχρι ο Ένγκελς σε ένα κείμενο πολιτικής κληρονομιάς (απευθυνόμενο στο κοινό της Φραγκικής επικράτειας) να περιγράψει την ιστορική πορεία του Ντόιτς σοσιαλισμού και να μιλήσει για το SPD ως το κόμμα μας (die unsre Partei), όπου μάλιστα θέτει τα εκλογικά αποτελέσματα ως το κύριο κριτήριο της κομματικής δράσης![4] –κάτι εντελώς ανοίκειο στην εμπειρία, πρακτική και πολιτική κουλτούρα της διαλυθείσας τότε λόγω εξουσιαστικής καταστολής Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Στο ίδιο κείμενο, σε μια υπερβατική κίνηση, ταυτίζει το σοσιαλιστικό Ντόιτσλαντ με την ίδια την 30χρονη πάλη και τον αγώνα του SPD,[5] και αποφαίνεται ότι δοθέντων των τότε συνθηκών στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και στην Τσαρική Ρωσία, ο ντόιτς Σοσιαλισμός εκπροσωπεί απροϋπόθετα την προλεταριακή επανάσταση.[6]

Σε αυτήν την στρατηγική η προλεταριακή επανάσταση ως συνεχές έχει πλείονα ρεύματα, τάσεις, πολιτικές οργανώσεις.

 

 



[1] Παράβαλε Max Weber, Wissenschaft als Beruf (1917), του ιδίου, Politik als Beruf (1919).

[2] Βλ. οπ., Der Sozialismus. Rede zur allgemeinen Orientierung von österreichischen Offizieren in Wien 1918. Επιπρόσθετα βλ. Friedrich Engels, Die preußische Militärfrage und die deutsche Arbeiterpartei, Geschrieben Ende Januar bis 11. Februar 1865, Nach der Erstausgabe von 1865

[3] Βλ. Max Weber, Schriften zur Soziologie und Sozialpolitik, Methodologische Einleitung für die Erhebungen des Vereins für Sozialpolitik über Auslese und Anpassung (Berufswahlen und Berufsschicksal) der Arbeiterschaft der geschlossenen Großindustrie, Zur Psychophysik der industriellen Arbeit

[4] Βλ. Friedrich Engels, Der Sozialismus in Deutschland, Geschrieben zwischen 13. und 22. Oktober 1891, Einleitung und Schlußteil im Januar 1892, Nach: "Die Neue Zeit", Nr. 19, 10. Jahrgang, 1. Band, 1891-1892

[5] Βλ. οπ., II, απόσπασμα: Nun aber hat die deutsche Sozialdemokratische Partei, dank den ununterbrochnen Kämpfen und Opfern von dreißig Jahren, eine Stellung erobert wie keine andere sozialistische Partei der Welt, eine Stellung, die ihr binnen kurzer Frist den Heimfall der politischen Macht sichert. Das sozialistische Deutschland nimmt in der internationalen Arbeiterbewegung den vordersten, den ehrenvollsten, den verantwortlichsten Posten ein; es hat die Pflicht, diesen Posten gegen jeden Angreifer bis auf den letzten Mann zu behaupten.

[6] Βλ. οπ., απόσπασμα: Aber gegenüber der Republik eines Constans, eines Rouvier und selbst eines Clemenceau, besonders aber gegenüber der Republik im Dienste des russischen Zaren repräsentiert der deutsche Sozialismus unbedingt die proletarische Revolution.


Κριτική Απομυστικοποίηση του Θρησκευτικού

“Ontologie scheint um so numinoser, je weniger sie auf bestimmte Inhalte zu fixieren ist, die dem vorwitzigen Verstand einzuhaken erlaubten. Ungreifbarkeit wird zur Unangreifbarkeit[1]

Το θρησκευτικό, το οποίο έχει πολιτικές αξιώσεις, είναι η περιφέρεια  της σήψης, η σάπια περιφέρεια, πιο επονείδιστο απ’ το προνεωτερικό θρησκευτικό κράτος. Η μορφή, την οποία πάντα παίρνει αυτό, είναι οι εκδοχές του Μονοθεϊσμού. Όσο πιο πολύ η θρησκεία κατανοείται δογματικά με ενοχικούς τρόπους, δηλαδή, όσο τείνει να ταυτισθεί με την (μυθική) ιστορία και την μεταφυσική του αρχαίου Ισραήλ, τόσο επανεμφανίζεται επί σκηνής ως δυναμική θρησκευτικού κράτους. Η κριτική ενάντια στην θρησκεία περιλαμβάνει σε πρώτο χρόνο το πώς συντελεί αυτό το πράγμα στην αυτοσυνειδησία της αστικής κοινωνίας και πώς διαπλέκεται με τον διχασμό της σε πραγματική και εικονική κυριαρχία. Όμως, για να αναπτυχθεί η κριτική στην πληρότητά της, απαιτείται το θέτειν το θρησκευτικό στην ερευνητική βάσανο του ιστορικού υλισμού.

Ο Βέμπερ, εις πείσμα των περί του αντιθέτου λεγόμενων (κι αυτό διότι η μεθοδολογία του είναι ενάντια στον θετικισμό) κατανοεί το θρησκευτικό με Εγελιανό τρόπο, ως συνδεδεμένο με ένα καθορισμένο, ιστορικά αναγκαίο, στάδιο στην εκδίπλωση της φαινομενολογίας του πνεύματος, στο μέτρο που αυτή πλησιάζει στις ορθολογικές (από τεχνοεπιστημονική άποψη) συνθήκες ανάπτυξης του βιομηχανικού πολιτισμού. Αν όμως, είναι πασίγνωστη η θεωρία του για την Προτεσταντική απόκληση και το ασκητικό-προτεσταντικό επιχειρησιακό/οικονομικό Έθος,[2] εξίσου οξύνους είναι η μελέτη του για τον αρχαίο Ιουδαισμό[3], όπου εμφανίζεται να είναι πιο εμβριθής γνώστης των σχετικών δογματικών θεμάτων απ’ τους ex officio εκπροσώπους του αρχαίου Ιουδαϊσμού. –Το ίδιο ισχύει (και εξ απόψεως γνώσης των πρωτόλειων κειμενικών πηγών ακόμη περισσότερο) για τον Ernst Bloch.[4]

Είναι καινοτόμα η κεντρική θέση του Βέμπερ, ότι ο αρχαίος Ιουδαϊσμός εμφανίζει από κοινωνιολογική άποψη αναλογία προς την Ινδική καστική τάξη (ordnung), και έτσι οι αρχαίοι Ιουδαίοι παρίστανται στο κοσμοϊστορικό προσκήνιο, ως λαός παρίας, ως λαός, ο οποίος δεν έχει εισέτι κερδίσει την λευτεριά του, την απολύτρωσή του. Μία ένδειξη αυτού είναι ότι επί σχεδόν μόνιμης συχνότητας οι μισοί εξ αυτών παρακαλάνε για την καταστροφή των άλλων μισών και τούμπαλιν.[5] Επ’ αυτού του σημείου μια ιστορική παρουσίαση καθίσταται χρήσιμη:

Ιουδαϊκές κοινότητες αναπτύσσονταν με σχετικά αρμονικό τρόπο στις επιτεύξασες με εξεγερτικό τρόπο την ανεξαρτησία των από την Εκκλησία Γερμανικές πόλεις, κύρια στις Αυτοκρατορικές, κατά τον 13ο έως το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, οι κοινότητες αυτές επιτελούσαν εμπορικές ανταλλαγές (χρηματοδανεισμός, καταγώγια/πανδοχεία κατανάλωσης αλκοόλ, φαγητού κλπ) και ασχολούνταν με  εργαστηριακού τύπου μανιφακτούρες (χειρόγραφα, κατασκευή κοσμημάτων και σκευών), και συγχρόνως παρίσταντο ως θεματοφύλακες μιας ευνόητης κοινοτικής ηθικής. Για τα τότε δεδομένα επιτελούσαν αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο, ήτοι συντελούσαν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και στην προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης και της διακίνησης απόψεων, στο μέτρο δε που απεγκλωβίζοντο από τα Ραβινικά και Ιερατικά στεγανά, κατάφερναν να οσμωθούν με τους φορείς της νέας πνευματικότητας (Πνευματικούς Φραγκισκανούς, Βεγίνες, περιπλανώμενους βάρδους,  οπαδούς του Μέιστερ Έκχαρτ). Η υποχώρηση της Παπικής Έδρας μετά την μεταφορά της στην Αβινιόν και ο κατά την αυτοκρατορική θητεία του Λουδοβίκου Δ΄ πόλεμος ενάντια στον Πάπα ευνοούσε κάτι τέτοιο. 

Η κατάστασή των επιδεινώθηκε μετά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, καθώς ετέθησαν στο κατασταλτικό στόχαστρο τόσο των νεοεισερχόμενων μέχρι πρότινος αγροτικών μαζών στις πόλεις (λόγω της επιδημίας του Μαύρου Θανάτου), όσο και των αρχών, οι οποίες βρήκαν στην βίαιη, συχνά υπέρμετρη καταστολή των ένα πεδίο συνέργειας με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, η παρουσία των στις πόλεις δεν απειλήθηκε. Οι ανά δεκαετίες με Αυτοκρατορικά διατάγματα σποραδικοί εμπρησμοί των Ταλμούδ, προς διαφοροποίηση από την ίδια πρακτική της Καθολικής Εκκλησίας που αφορούσε κύρια τον χρηματοδανεισμό και το ποσοστό τόκου και πραγματώνετο ως αντίποινα, είχαν κατά το μάλλον στρατιωτικό χαρακτήρα, αφορώντες το φρόνημα, το ηθικό και το αξιόμαχο των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων, και γίνονταν αποδεκτοί από τις δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας (συχνά κι από τους ίδιους τους πτωχούς εργαζόμενους Εβραίους), καθ’ όσον νοηματοδοτούνταν ως επί της ουσίας νομική καταστολή ως προς την ίδια την θρησκευτική καταπίεση, ιδιαίτερα, όσον αφορούσε διατροφικές και κοινωνικές συνήθειες και πρακτικές.

O 16ος αιώνας ήταν εποχή μαζικοποίησης των κοινοτήτων αυτών λόγω της εκδίωξής των Εβραίων από την Ιβηρική και της μετακίνησής των στις Γερμανικές γαίες. Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, ο Πόλεμος των Χωρικών, οι Θρησκευτικοί Πόλεμοι, παρόλες τις δογματικές αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματα, ξανάφεραν τον τότε σύγχρονο Ιουδαϊσμό στο προσκήνιο, μέσα από την θεσμοθέτηση (με τον Διακανονισμό του Άουγκσμπουργκ επί αυτοκρατορικής θητείας Καρόλου Ε΄) της αρχής “cuius regioeius religio”. Προσέτι, στον επόμενο αιώνα με την Βεστφαλική Ειρήνη (Westfälische Friede) χορηγήθηκε στους Ιουδαίους περισσότερη ασφάλεια και πρόσβαση στον δημόσιο χώρο. Αυτό ήτο μια ιστορική δυναμική που μετασχημάτισε τις Ιουδαϊκές κοινότητες, εκκοσμικεύοντάς τες.

Στην συνέχεια, οι Ιουδαϊκές κοινότητες ακολούθησαν (σχετικά κοινωνικοποιούμενες) την ίδια την πορεία ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας και συγκρότησαν διαλεκτική τόσο προς τον Γερμανικό Διαφωτισμό, όσο και προς τον Ρομαντισμό και τις απαρχές της κλασικής Ντόιτς Φιλοσοφίας.

Στο πρώιμο έργο του περί Χριστιανισμού, ο Χέγκελ διαμορφώνει μια νέα κριτική στον (Ισραηλιτικού, αρχαϊκού τύπου) Ιουδαϊσμό, και στον ίδιο χρόνο σφυρηλατεί μια νέα φιλοσοφική θεμελίωση του Γερμανικού Χριστιανισμού, του Προτεσταντισμού, ασκώντας κριτική σε αυτόν, όσον αφορά την τελείωσή του.[6] Αυτό, όμως, ουδεμία σχέση έχει με τα μετέπειτα φαινόμενα, από την στιγμή που είναι ένα με Βεμπερικούς όρους προτσές φιλοσοφικής απομάγευσης και εξορθολογισμού. Σε γενικές γραμμές, μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή μέχρι και τον σχηματισμό του νέου Αυτοκρατορικού Ράιχ, δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτα φαινόμενα αντισημιτισμού, αντιουδαϊσμού κοκ. Λίγο πριν και λίγο μετά την πολιτικοδημοκρατική Επανάσταση του 1848 το επαναστατικό κίνημα είχε μέσα από την διαλεκτική της πολιτικής και οικονομικής ισότητας καταθέσει την τοποθέτησή του περί του Ιουδαϊκού Ζητήματος. Η ίδια η ανάπτυξη του Χαρτιστικού Κινήματος στις γραμμές των εργατών έφερνε τα πράγματα σε μια ισορροπία.

Ο Βέμπερ έζησε την ζωή του και έγραψε το έργο του σε μια ιστορική εποχή, στην οποία ο αντισημιτισμός λάμβανε νέες μορφές, τόσο ως ρατσιστικές και κοινωνικοδαρβινικά βιολογικιστικές θεωρίες, όσο και ως θεωρίες ταύτισης των Εβραίων με τις λειτουργίες του χρηματοκεφαλαίου και του τοκοφόρου κεφαλαίου. Ωστόσο, στην επιστημονική ανάλυσή του χρησιμοποιεί κριτήρια κοινωνικής πρακτικής, κοινωνικής δράσης στο προσδιορίζειν τον Ιουδαϊσμό.

Μέχρι εδώ, μπορεί να ειπωθεί ότι με τους ίδιους τους όρους της φιλοσοφίας της ιστορίας, οι ποιοτικά διαφορετικές οντολογίες που αναπαριστώνται με τις μορφές των ανθρωπόμορφων πολυθεϊσμών [η εξανθρωπισμένη κινούμενη (γινόμενη αντιληπτή ως θεϊκή) ιστορία-συνεργασία] προσφέρουν πολιτισμικά περισσότερα περιθώρια προόδου, ακόμα και από την πιο πολιτικοδημοκρατική Χριστανοδημοκρατία, ή ακόμα και από τον πιο ευφυή αριστερό εκκοσμικευμένο Ιουδαϊσμό. Δεν είναι κάτι που μπορεί κάποιος να το αρνηθεί στην Καντιανά προσδιορισμένη καθαρότητά του, αν ιδωθεί με κριτήρια πολιτισμικής κριτικής. Ωστόσο, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά τον κόσμο (welt), με το περιεχόμενο που έχει αυτός ο όρος στην σκέψη και το έργο του Βέμπερ, όπου προσδιορίζεται in concreto στις περιοχές της χώρας με την μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη και κρατική ορθολογικότητα.

Στις Διαλέξεις του για την οικουμενική κοινωνική και επιχειρησιακή/οικονομική ιστορία, και συγκεκριμένα περί της ανάδυσης του μοντέρνου καπιταλισμού και της ανάπτυξης της καπιταλιστικής νοοτροπίας, επανέρχεται στον οικονομικό ρόλο των Ιουδαίων.[7]

Σε αυτό, κομβική αναδεικνύεται η πάλη ενάντια στον παραδοσιοκρατισμό, κάτι που έχει να κάνει με την ίδια την πάλη για την ανατίμηση της εργατικής δύναμης.[8] Στην κατανόηση του Βέμπερ, ο Ιουδαϊσμός ανήκει σε αυτά τα στεγανά παραδοσιοκρατισμού, τα οποία η βιομηχανική εξέλιξη διαρρηγνύει, παρ’ όλη την εμμονή της οργανικότητάς των ως υλικού συμφέροντος. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες παραδοσιοκρατικές μορφές θρησκευτικού.

Έτσι, θεωρεί ότι οι Ιουδαίοι ουδέν μέρος έλαβαν στην ανάδυση του μοντέρνου καπιταλισμού, λόγω της κοινωνιολογικά προσδιορισμένης προσκόλλησής των στις Ινδικές κάστες. Παρότι κάπως υπερβολική αυτή η θέση, τίθεται καθ’ υπερβολή, ώστε να δοθεί έμφαση στο κύριο επιχείρημα ενάντια στον παραδοσιοκρατισμό, τον οποίο στην περίπτωση των Ιουδαίων εντοπίζει στο Ταλμούδ ως ιδιαίτερο Ιουδαϊκό Eθικό ειδικό παραδοσιοκρατισμό (“Talmud zeigt, die genuine jüdische Ethik spezifischer Traditionalismus”), και εν τέλει καταλήγει στην μορφή των φυσικών (κατά την έννοια του φυσιοκρατισμού) φολκλόρ με μαγική δεσμευτικότητα (“Naturvolkes mit magischer Gebundenheit”). Με τα λόγια του Βέμπερ, αυτή η μαγεία επιφέρει στερεοτυπικοποίηση του Τεχνικού και του Οικονομικού, ώστε προβάλλει ως εμπόδιο στον εξορθολογισμό της υπαρκτής οικονομικής ζωής. Επομένως, από την σκοπιά της κλασικής πολιτικής οικονομίας, η Βεμπερικά προσδιορισμένη πάλη ενάντια στον παραδοσιοκρατισμό συναντιέται με την πάλη ενάντια στον φυσιοκρατισμό.

Ωστόσο, αυτό στο οποίο μένει ανοικτή η βιομηχανία ως προς τον παραδοσιοκρατισμό, είναι η ορθολογική προφητεία. Έτσι, η γραφειοκρατία της προφητείας γίνεται δεκτή τόσο από τα κράτη, όσο και από τις χρηματαγορές, ως θεραπαινίδα της ίδιας της καπιταλιστικής ισχύος. Δεν είναι τυχαίο ότι στις Μέκκες του καπιταλισμού, Ιουδαϊκής καταγωγής οικονομολόγοι με τέτοιες προφητικές ικανότητες ανακηρύσσονται γκουρού.

Μ’ αυτά, συμπεραίνει ότι η παραδοσιοκρατία του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού είναι Πληβειακή (στα Βεμπερικά συμφραζόμενα ο όρος είναι αξιολογικός) θρησκεία (Plebejerreligionen), λόγω του ίδιου του ρόλου που επιτέλεσαν οι νεόκοποι Μονοθεϊστές στις πόλεις του Ρωμαϊκού imperii. Επομένως, αυτές οι εκδοχές Μονοθεϊσμού πραγματεύονται λίγο-πολύ συνθήκες δουλείας, σκλαβιάς, εξανδραποδισμού, σχέσεων πραγμοποιητικής προσωπικής εξάρτησης, τις οποίες η σύγχρονη ανάπτυξη έχει ξεπεράσει προ πολλού. Δεν είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την κριτική ενάντια στην θρησκεία ως φενακισμένη πραγμάτωση της παυσιπόνου ουσίας στους κόλπους του καταπιεσμένου λαού. 

Δοθέντων των ως άνω, προκαλεί από Βεμπερική άποψη εντύπωση και παραξενεύει το πώς η εσωτερική ζωή των Γερμανών καταβυθίστηκε στις δεκαετίες του 1930 και 1940 σε μια κατάσταση περιστρεφόμενη γύρω από τα ζητήματα του παραδοσιοκρατισμού, ανεξάρτητα απ’ το αν οι εκπρόσωποί του έφεραν Ινδικά ή Ισραηλιτικά σύμβολα, δηλαδή το πώς το συντηρητικό κίνημα έλαβε κατώτερες θρησκευτικές, παραδοσιοκρατικές μορφές. Βέβαια, αν δεν λάμβανε τέτοιες, δεν θα ήτο τέτοιο.

Αυτής της κοπής (kind) η ιστορία είναι πια λίγο-πολύ γνωστή, και δεν χρειάζεται κάποιος να παροικεί εις την Ιερουσαλήμ, ή στο Μουμπάι, για να την μάθει. 

Ωστόσο, αν κάτι διαφεύγει της ανάλυσης του Βέμπερ, είναι η ίδια η μεταμορφωτική ικανότητα των ανηλεών παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας ως προς τα υποκείμενα που συμμετέχουν, που εντάσσονται σε αυτήν. 

-Η εργασία μεταμορφώνει ποιοτικά, αλλοτριώνοντας.



[1] Theodor W. Adorno, Negative Dialektik, Erster Teil, Verhältnis zur Ontologie, I. Das ontologische  Bedürfnis, απόσπασμα

[2] Βλ. Max Weber, Wirtschaftsgeschichte: Abriss der universalen Sozial- und Wirtschaftsgeschichte,  Viertes Kapitel. Die Entstehung des modernen Kapitalismus, 9. Die Entfaltung der kapitalistischen Gesinnung, 312. - Der protestantische Berufsbegriff und der Kapitalismus 313. -Das protestantisch-asketische Wirtschaftsethos durch die Aufklärung seines religiösen Sinnes entkleidet; gesellschaftliche Folgen dieses Vorgangs, München, 1923

[3] Βλτου ιδίου, Die Wirtschaftsethik der Weltreligionen, Das antike Judentum

[4] Βλ. Ernst Bloch, Atheismus im Christentum. Zur Religion des Exodus und des Reichs

[5] Βλοπ., I. Die israelitische Eidgenossenschaft und Jahwe, S. I. — Vorbemerkung: das soziologische Prpblem der judischen Religionsgeschichte, S. I. — Algemeingeschichtliche und klimatische Bedingungen, απόσπασμα: “Das eigentiimliche religionsgeschichtlich-soziologische Problem des Judentums laBt sich weitaus am besten aus der Vergleichung mit der indischen Kastenordnung verstehen. Denn was warensoziologisch angesehendie Juden ? Ein Pariavolk”. Δεν πρέπει να φοβίζει η θέση αυτή του Βέμπερ, καθ’ όσον αυτό το θέμα είναι ο κεντρικός άξονας του ιστορικισμού του Βάλτερ Μπένγιαμιν.

[6] Βλ. Hegel, Der Geist des Christentums und sein Schicksal

[7] Βλ. Max Weber, Wirtschaftsgeschichte, οπ., 305 -Kein Anteil der Juden an der Entstehung des modernen Kapitalismus 306. - Magiefeindschaft von Judentum und Christentum, 308, speziell durch die Plebejerreligionen Judentum und Christentum

[8] Βλοπ., απόσπασμα: “Am Anfang aller Ethik und der sich daraus ergebende wirtschaftlichen Verhältnisse steht überall der Traditionalismus, die Heiligkeit der Tradition die Einstellung allein auf ein Handeln und Wirtschaften, wie es von den Vorvätern  überkommen ist. Er reicht bis tief in die Gegenwart hinein. Noch vor einen Menschenalter wäre es vergeblich gewesen, einem Landarbeiter in Schlesien, der für Akkord ein bestimmtes Stück Land zu mähen hatte, mit Rücksicht auf die Steigerungseiner Arbeitskraft den Lohn verdoppeln zu wollen: er hätte dann einfach seine Arbeitsleistung auf die Hälfte reduziert, weil er allein mit dieser Hälfte das Doppelte hätte verdienen könnenwie früher. Diese Unfähigkeit und Abgeneigtheit, sich überhaupt aus den gewohnten Balmen herauszubegeben, ist das generelle Motiv für die Aufrechterhaltung der Tradition. Der urwüchsige Traditionalismus kann aber noch durch zwei Umstände eine wesentliche Steigerung erfahren. Einmal können sich mit der Aufrechterhaltung der Tradition m a t e r i e 11 e In t e r e s s e n verbinden”.


Εργοστασιακή Θεωρία

Στις ίδιες Διαλέξεις, και δη περί δουλειών και εξόρυξης μέχρι την είσοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, διαμορφώνει μια τυπολογία των προδρομικών μορφών της βιομηχανίας, από την εργαστηριακή παραγωγή έως την εργοστασιακή.[1] Σ’ αυτό τονίζει την οργανική συνέχεια των ποιοτήτων του προτσές της αδιαμεσολάβητης υλικής παραγωγής, προς διάστιξη προς την κλασική πολιτική οικονομία, που τονίζει την ρηξιακή μετάβαση από την προκαπιταλιστική και καπιταλιστική μανιφακτούρα στην μεγάλη βιομηχανία, και η κριτική της πολιτικής οικονομίας έτι περαιτέρω αναδεικνύει και αναλύει την επαναστατικοποίηση της μανιφακτούρας, της χειροτεχνίας και της οικοτεχνίας υπό της μεγάλης βιομηχανίας.

Στην ανάλυσή του, η εργαστηριακή παραγωγή αναδύεται μέσα από τον χωρισμό του νοικοκυριού από τις δουλειές. Έτσι διακρίνει (ως συνήθως) τρεις τύπους εργαστηριακής παραγωγής: ξεχωρισμένα μικρά εργαστήρια, το μεσαιωνικό Εργαστήριον, το εργαστήριο των σκλάβων.

Επισημαίνει το γεγονός, ότι o επιχειρηματίας στα εργαστήρια είναι αναγκασμένος να εργάζεται με το “στεκούμενο κεφάλαιο” (stehendem Kapital: όρος με τον οποίο δηλώνει το σταθερό κεφάλαιο, konstantes kapital), διότι ο υπολογισμός του κεφαλαίου καθίσταται απαραίτητος, ενώ στο εργοστάσιο το παραγωγικό προτσές συνίσταται στην ίδια την καπιταλιστική οργάνωση: οργάνωση εξειδικευμένης και συνδυασμένης εργασίας εντός των χώρων εργασίας με χρήση στεκούμενου κεφαλαίου και καπιταλιστικού υπολογισμού.[2] Συνακόλουθα, προς απόκλιση από την κριτική της πολιτικής οικονομίας, προσδιορίζει την γραμμή βάσης (base line) του εργοστασίου περισσότερο στην οργανωτικότητα και στον υπολογισμό, και όχι τόσο στην εισαγωγή μηχανουργίας λειτουργούσας με αυτόματο τρόπο.

Αυτό είναι κεντρικό principle της κοινωνιολογικής επιστήμης, ήτοι η απόδοση των πρωτείων στην προσδιορισμένη δράση. Δηλαδή, βλέπει την εργοστασιακή εσωτερικότητα σχεδόν αποκλειστικά από την εμπειρική σκοπιά των αδιαίρετων δρώντων υποκειμένων, και όχι βάζοντας στο κύριο πλάνο την τελολογία του συνολικού προτσές, εν προκειμένω μέσα από το ίδιο το κυκλικό προτσές παραγωγής αξίας, μέσα από την κυριαρχία της αφηρημένης εργασίας, η οποία είναι η δύναμη ενοποιούσα (μέσω της παραγωγής ανταλλακτικής αξίας) όλα αυτά σε κεφάλαιο: αυτό που παράγει και προσδίδει την Enheit του κεφαλαίου, μεταμορφώνοντάς τα αντιτιθέμενα μεταξύ των συστατικά του σε κεφάλαιο.

Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή των μηχανών και η συγκρότηση του εργοστασίου της μεγάλης βιομηχανίας, επιθέτει και επιβάλλει μια νέα πραγματικότητα παραγωγής κοινωνικού προϊόντος, παραγωγής αξίας, μέσα από την παραγωγή σχετικής πρόσθετης αξίας και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, ενώ ο υπολογισμός είναι ένα μόνο τμήμα του συνολικού εργασιακού προτσές, ανήκων στην κύρια πλευρά του στην μερικότητα της τυπικής υπαγωγής. Έτσι, ο υπολογισμός εντός των εργοστασίων παίρνει την διαρθρωμένη μορφή (Gestalt) του λογιστηρίου, κάτι που βρίσκεται εντός των χώρων των, συνήθως πλησίον των γραφείων της διεύθυνσης. Συνάμα, ο Εργάτης κατά τον χειρισμό των μηχανών και κατά την πάλη του προς αυτές προσδιορίζει (παράγοντάς το) ένα νέο πεδίο οντολογίας που οδήγησε με την νεογέννητη μεγάλη μεταλλουργία (και όσο πάμε στην Β΄ Βιομηχανική Επανάσταση) στην παραγωγή ενός νέου εργατικού τύπου, ενός νέου εργατικού όντος, με πιο προηγμένες, ανώτερες ικανότητες, λειτουργίες και ιδιότητες, στον εργάτη cyborg.   

Στην συνέχεια, ορίζει ως οικονομικές προϋποθέσεις του εργοστασίου τις μαζικές αγορές και την σταθερή ποσότητα, την σταθερή γείωση (“ständiger Absatz”). Έτσι, από την οπτική του προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, το εργοστάσιο είναι η προσδιορισμένη Οργάνωση της αγοράς (“bestimmte Organisation des Marktes”). Προσθέτει επίσης, ότι άλλη μία προϋπόθεση είναι η φτηνή τεχνική των παραγωγικών διαδικασιών (“billige Technik des Produktionsverfahrens”), διαπίστωση η οποία εισάγει τον αναγνώστη και τον ακροατή στην διαλεκτική της υπερυσσώρευσης κεφαλαίου.

Αμέσως μετά, αναφέρει την νέα ποιοτικά δυναμική που εισάγει το σταθερό κεφάλαιο, καθ’ όσον λέει, ότι αυτό αναγκάζει τον επιχειρηματία να συνεχίσει την μπίζνα του, ακόμα κι αν η οικονομική συγκυρία δεν είναι ευχάριστη. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ότι η κινητήρια δύναμη στο εργοστάσιο, το κινούν αίτιον, δεν είναι απλά και μόνο η εκ μέρους του αδιαίρετου επιχειρηματία επιδίωξη κέρδους, όπως πίστευε ο Προυντόν, αλλά το στεκούμενο κεφάλαιο (η νέα ποιότητα μηχανών) επιβάλλει και στον ίδιο τον αδιαίρετο επιχειρηματία την συνεχή επανάληψη του παραγωγικού προτσές. Απ’ αυτό προκύπτει, ότι το σταθερό κεφάλαιο δεν είναι απλά και μόνο ένα συνονθύλευμα εργαλείων και σιδερικών, ούτε απλά και μόνο μια λειτουργούσα διάταξη μηχανών, μια διάταξη αντικειμένων, μια διάταξη πραγμάτων, αλλά διαθέτει (αλλιώς δεν θα ήταν τέτοιο, ήτοι δεν θα ήταν κεφάλαιο, αλλά άθροισμα από πράγματα, από αντικείμενα) κοινωνική, εξωτερικευτική λειτουργία. Αυτή η λειτουργία του εκδηλώνεται κατά την διάρκεια του προτσές κυκλοφορίας και της περιστροφής του, όπου η αξία του σταθερού κεφαλαίου εισέρχεται στην αγορά σε χρημάτινη μορφή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σταθερό κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει και να λειτουργεί σε μετατραπείσα μορφή και εκτός εργοστασίου, παρότι στην υλική μορφή του ίσταται ως τέτοιο εντός εργοστασίου. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Βέμπερ έχει ξεπεράσει την μερκαντιλιστικού τύπου κατανόηση του προτσές κυκλοφορίας.

Εν τούτοις, παρουσιάζει την μετάβαση από τα εργαστήρια και την πρωτοκαπιταλιστικού τύπου μανιφακτούρα στο εργοστάσιο με όρους οργανικής συνέχειας, καθ’ όσον ξεχωρίζει την ποσοτική αύξηση της τεχνικής και οργανωτικής συνάρθρωσης ως τον αποφασιστικό παράγοντα της ποιοτικής μετάβασης.[3] Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το ότι στην ανάλυσή του λαμβάνει το εμπειρικό υλικό του κύρια από την βιομηχανική ανάπτυξη στις περιοχές του Ρήνου, όπου τα εργοστάσια χτίστηκαν στην πλειοψηφία τους εκτός των αστικών ιστών, και οι πόλεις και οι κώμες δεν απώλεσαν την συνέχεια του οικιστικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των, ούτε μεταβλήθηκε μέσα στα χρόνια τόσο ραγδαία η δημογραφική σύνθεσή των, ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας μέσα στις μεγάλες μητροπόλεις (ιδιαίτερα στην Αγγλία) επέφερε συχνά με ορμητικούς και απότομους, αιφνίδιους όρους αρχιτεκτονικές, αισθητικές και κατακλυσμιαίες δημογραφικές αλλαγές. Μπορεί να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια με λογοτεχνικούς όρους σχετικά «νατουραλιστική» περιγραφή.

Καθώς ειπώθηκε στο πρώτο κείμενο, είναι ένας ήρεμος, ψύχραιμος τύπος που δίνει διαλέξεις (με την ίδια ηρεμία και ευχαρίστηση που καθήμενος κάνει πολιτικές ομιλίες στα καφενεία) σε μια επαναστατική, συγκρουσιακή, χαοτική πολιτική περίοδο, εν τω μέσω μιας ένοπλης εργατικής επανάστασης, όντας ήδη ιδρυτικό στέλεχος ενός κόμματος που δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του επαναστατικού προτσές και δεν συμμετέχει ενεργά στις συγκρούσεις, όμως στηρίζει το γενικότερο μετασχηματιστικό πολιτικό προτσές. Αυτός ο πολιτισμένος τρόπος πολιτικής δράσης τον χαρακτηρίζει σε όλη την ζωή του, παρότι δεν είναι πασιφιστής ή υποκριτής, αλλά μοιράζεται με το επαναστατικό κίνημα την πίστη στην υλική ισχύ (macht), και δη στην ένοπλη, ως τον καθοριστικό παράγοντα των καταστάσεων και των εκβάσεων. Σίγουρα, μια βιογραφία της πραγματικής πολιτικής δράσης του, μια βιογραφία του Βέμπερ ως πραγματικού πολιτικού μαχητή θα ήταν κάτι παραπάνω από συγκλονιστική.

Ωστόσο, μια οποιαδήποτε εργοστασιακή θεωρία θα είναι λειψή, αν η προσοχή μας δεν επικεντρωθεί στην νομοτελειακή σύνδεση μεταξύ της βιομηχανικής επανάστασης (της επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων) και του προτσές του επιταχύνειν (Beschleunigung) την επανάσταση μέσα από την εφαρμογή των εργοστασιακών νόμων σε όλο και πιο πολλές πλευρές και όψεις της συνολικής κοινωνικής πρακτικής:

Η ραγδαία αλλαγή του κοινωνικού τρόπου λειτουργίας λαμβάνει ποικίλες μεταβατικές μορφές στο μέτρο που το εργοστασιακό modus operandi, καταλαμβάνοντας το κοινωνικό, τείνει να γίνει γενικό κοινωνικό modus operandi. Το παράδειγμα της αυτόματης ραπτικής μηχανής είναι το πιο χαρακτηριστικό. Αυτό το πρώτο αυτόματον μαζικής χρήσης μπήκε σε κάθε εργατικό, σε κάθε λαϊκό νοικοκυριό με την ίδια ταχύτητα με την οποία μπήκε στην εργοστασιακή παραγωγή: σε χρόνο dt όλο και πιο πολλές χιλιάδες θηλυκών, ανεξαρτήτως ηλικίας, μετατράπηκαν (από την σκοπιά της συγκεκριμένης εργασίας) σε εργοστασιακές εργάτριες μέσα στα ίδια τα φτωχόσπιτά τους. Αυτό ήταν το πιο μαζικό προτσές αποφυσικοποίησης, απορομάντευσης πληθυσμού: κάτι που άλλαξε την ίδια την ποιότητα των διυποκειμενικών, των διαπροσωπικών σχέσεων σε μεγάλες εκτάσεις της κοινωνικής σφαίρας. –Η ωδή στην αυτόματη ραπτική μηχανή δεν έχει γραφτεί ακόμα όσον αφορά τα συμπεριφορικά και επιθυμητικά αποτελέσματά της. Έτσι, ακόμα και ένα ολιγάριθμο σύνολο οικιακών εργατριών σε μια εργατογειτονιά μπορούν να επιβάλλουν μέσα από τον χειρισμό των ραπτικών μηχανών την δική τους ταξική στρατηγική ως συμβεβηκός, αρκεί να αντιληφθούν το momentum, να έχουν την απαιτούμενη πανουργία.

Η πολυχρωμία των μεταβατικών μορφών δεν μπορεί να κρύψει την τάση μεταμόρφωσής των σε ενεργείς εργοστασιακές λειτουργίες και επιχειρήσεις (operations), ώστε η πολυμορφία και πολυχρωμία της εργασιακής δραστηριότητας των υπό εξέλιξη τεχνιτών και δουλευτών μετατρέπεται στην uniformic ενιαιότητα του εργοστασίου της μεγάλης βιομηχανίας, όσο θηριώδες κι απάνθρωπο ήταν αυτό στην Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση.

 

 

 



[1] Βλ. Max Weber, Wirtschaftsgeschichte: Abriss der universalen Sozial- und Wirtschaftsgeschichte,  Zweites Kapitel. Gewerbe und Bergbau bis zum Eintritt der kapitalistiscben Entwicklung, § 6. Die Werkstattproduktion. Die Fabrik und ihre Vorläufer, München, 1923.

[2] Βλοπ., απόσπασμα: “Das Entscheidende ist, daß der Unternehme'r mit stehendem Kapital zu arbeiten hat, weil damit die Kapitalsrechnung unentbehrlich wird. Fabrik in diesem Sinne bedeutet also kapitalistische Organisation des Produktionsprozesses, d. h. Organisation spezialisierter und kombinierter Arbeit innerhalb der Werkstätte unter Nutzung stehenden Kapitals mit gleichzeitiger kapitalistischer Rechnung”.

[3] Βλοπ., απόσπασμα: “Neue Entwicklungstendenzen traten erst mit der technischen Spezialisierung und Arbeitsvereinigung und der gleichzeitigen Benutzung außermenschlicher  Kraftquellen auf. Betriebe, welche in ihrem Inneren Arbeitsspezialisierung und -kombination zeigen, sind im 16. Jahrhundert noch eine seltene Ausnahme; für das 17. und 18. ist das Streben nach ihrer Einrichtung bereits typisch. Als außermenschliche Kraftquellen kommen zunächst tierische in Betracht (Pferdegöpel), später Naturkräfte, und zwar erst das Wasser, dann die Luft: die holländischen Windmühlen dieneu ursprünglich dazu, die Polder auszupumpen. Wo Arbeitsdisziplin in der Werkstatt, technische Spezialisierung, Arbeitsvereinigung und Verwendung außermenschlicher Kraftquellen zusammentreffen, stehen wir unmittelbar vor der Entstehung der modernen Fabrik. Den Anstoß zu dieser Entwicklung hat der Bergbau gegeben, der zuerst das Wasser als Kraftquelle vervendete; er ist es, der den Prozeß der kapitalistischen Entwicklung ins Rollen gebracht hat.

Vorbedingung für den Übergang des Werkstattbetriebes zu Spezialisierung und Kombination der Arbeit unter Verwendung stehenden Kapitals war, wie wir schon sahen 1), unter anderem das Vorhandensein von Sicherheit und bestimmter Minimalausdehnung des Marktes. Daraus erklärt es sich, daß wir zuerst solche spezialisierte Großbetriebe mit innerer Arbeitsteilung und stehendem Kapital für den politischen Bedarf tätig finden. Ihre ersten Vorläufer sind die fürstlichen Münzstätten des Mittelalters; der Kontrolle halber mußte ihr Betrieb als geschlossener Betrieb erfolgen. Die Münzer, "Hausgenossen" genannt, arbeiten mit sehr einfachen Mitteln; aber es findet Werkstattbetrieb mit weitgehender innerer Spezialisierung der Arbeit statt. liier finden wir also bereits einzelne Merkmale der späteren Fabrik. In großem Umfange und unter Steigerung des technischen und organisatorischen Aufbaues sind derartige Anlagen sodann für den Waffenbedarf geschaffen worden, hierauf für die Herstellung der Uniform, seitdem es sich allnlählich durchsetzte, daß der politische Herr der Armee die Bekleidung lieferte. Die Einführung der Uniform setzt den Massenbedarf an militärischer Kleidung voraus, wie umgekehrt der Fabrikbetrieb dafür erst entstehen kann, nachdem die Kriege den Markt geschaffen haben. Endlich gehören in diese Reihe und mit an erste Stelle noch andere Betriebe für Kriegsbedarf, namentlich die Pulverfabriken. Neben dem Heeresbedarf steht, einen sicheren Absatz gewährend, der Luxus bedarf”.

Ο κυριευτικός χαρακτήρας της νεκρής εργασίας. Η αντίθεση μεταξύ αυτοματισμού και πλανητικοποίησης (globalization)

ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΣΤΙΝ ΟΚΟΣΑ ΕΓΕΡΘΕΝΤΕΣ ΟΡΕΟΜΕΝ ΟΚΟΣΑ ΔΕ ΕΥΔΟΝΤΕΣ ΥΠΝΟΣ

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

 

Το πλανητικοποιητικό project ήτο θεμελιωμένο επί μιας συγκεκριμένης εκδοχής φιλοσοφίας ζωής, και δη επί της ουμανιστικής φιλοσοφίας ζωής του Popper, κάτι το οποίο συμπυκνωνόταν στον ορισμό «ανοικτή κοινωνία». Εμπειρικά, μπορεί να ειπωθεί ότι οι υγροί τάφοι στην Μεσόγειο, τα σκλαβοπάζαρα στην Ασία και την Αφρική, οι μορφές σύγχρονης δουλείας μέσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, είναι ιστορικές εκβάσεις που καθιστούν θεμιτό τον ενταφιασμό αυτού του project.

Το πλανητικοποιητικό project ήτο ένα αντιφατικό προϊόν της ίδιας της παγκόσμιας αγοράς (weltmarkt, world market), πραγμάτωση του οπορτουνισμού των διχασμένων (μοναρχικού τύπου) λειτουργιών της σε δοσμένες ιστορικές συγκυρίες. Μαζί, όμως, με τις ως τέτοιες ιδεολογικές και επιστημολογικές ορίζουσές του, μέσα από τον αφηρημένο/οικουμενικό ουμανισμό του πρότεινε και μια φιλοσοφία ζωής. Στις σφαίρες της ενεργότητας/πραγματικότητας και της πραγμότητας, η φιλοσοφία ζωής του πραγματώνεται και υλοποιείται κύρια ως αρχιτεκτονική, ως οργάνωση και δόμηση του χώρου (όπως κάθε φιλοσοφία ζωής εν τη πλήρη ανάπτυξή της λαμβάνει αρχιτεκτονική μορφή). 

Η αρχιτεκτονική ιδέα της «οικουμενοπόλεως» του Ασίμωφ και του Δοξιάδη είναι η πιο ολοκληρωμένη μορφή που παίρνει το πλανητικοποιητικό project σε αυτές τις σφαίρες κοινωνικής πράξης. Από την σκοπιά της κριτικής της Ντόιτς Ιδεολογίας, αυτό είναι μόνο ο χωρικοποιημένος αρχιτεκτονικά διπλά αφηρημένος εθνισμός, ο εθνισμός που έχει αφαιρετικοποιηθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε έχει ταυτισθεί με την ιδέα του οικουμενισμού. Σ’ αυτό εντοπίζεται μια αντιμετάθεση στους όρους του αρχαίου Ελληνικού υλισμού ώστε το εἶναι (σε αυτήν την περίπτωση κατανοούμενο κύρια ως stand και όχι Εγελιανά ως έννοια) αντιμετατίθεται στο γίγνεσθαι.

Η δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς (η γενική ανταλλαγή) είναι η βασική απάντηση του κεφαλαίου στην γενική κρίση του. Η βασική προϋπόθεσή της είναι η συγκρότηση, η οργάνωση του κεφαλαίου σε χρηματαγορά. Στην παγκόσμια αγορά, το εμπόριο εμφανίζεται ως ουσιωδώς ολικά περιληπτική δραστηριότητα, προϋπόθεση και στιγμή της ίδιας της παραγωγής, κι έτσι η παγκόσμια αγορά γίνεται η γενική θεμελιακή συνθήκη όλων των βιομηχανιών. 

Επ’ αυτού, η παγκόσμια αγορά προβάλλει ως βάση για μια πιθανή οικουμενική εξέλιξη των αδιαίρετων, των ατόμων, και αυτή η προσδοκία ενεργούς εξέλιξης δεν συλλογιέται ιερά σύνορα. Η οικουμενικότητα των αδιαίρετων πλέον δεν έχει τόσο φαντασιακό χαρακτήρα, δεν είναι ένα φαντασιακό, αλλά τίθεται ως οικουμενικότητα των δικών των πραγματικών και ιδεωδών περιστάσεων και συμβιβασμών. Σε αυτό, το πλανητικοποιητικό project στις ευφυείς μορφές του ήτο απλά μερική ανάπτυξη εργατικής δύναμης με όχι ειδικά προσδιορισμένους όρους, δηλαδή όχι μέσα από τα μέσα της ίδιας της βιομηχανίας, αλλά μέσω του ανταγωνισμού των αδιαίρετων, μέσω της άρσης των περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα. Ήτο μόνο μια εκδήλωση του δυσαρμονικού χαρακτήρα της παγκόσμιας αγοράς.

Επομένως, σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο, η κύρια προϋπόθεση του πλανητικοποιητικού project ήτο ο ίδιος ο φιλελεύθερος ανταγωνισμός των ιδιωτών, των ατόμων, των αδιαίρετων, και απ’ αυτήν την σκοπιά η οικουμενική ουμανιστική ζωή της πλανητικοποίησης είναι η ίδια η θετικιστική κατάφαση στον ατομικό ανταγωνισμό.

Ωστόσο, όπως λέει ο Ηράκλειτος, θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε σηκωμένοι, ύπνος όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε. Από εδώ βγαίνει ότι σύμφωνα με τον Αντόρνο η ζωή έχει γίνει ιδεολογία της απουσίας της, αλλά και ένας πρώτος προσδιορισμός της έννοιας της νεκρής εργασίας. Σε αυτόν τον προσδιορισμό, όχι μόνο το εμπόρευμα είναι νεκρή εργασία, αλλά αυτή πλέον λαμβάνει την ποιότητα του ίδιου του βιωματικού προτσές: 

Η επίγνωση περί του Herrschaft της νεκρής εργασίας επί του συνολικού κοινωνικού τίθεται στο επίκεντρο της ίδιας της ανάπτυξης της φιλοσοφίας της ζωής. Αυτό είναι πιο κατανοήσιμο στο μέτρο που αντιληφθείς την μητρόπολη, όπου διαμένεις, ως ένα κέντρο της παγκόσμιας αγοράς διασυνδεμένο με πολλά άλλα τέτοια κέντρα, ώστε πλέον δεν έχεις την αυταπάτη της χώρας σου, της πόλης σου ως και καλά πλανήτη, αλλά την συνειδητοποίηση της χώρας σου, της πόλης σου, της γειτονιάς σου, ενταγμένης μέσα σε αυτό το παγκόσμιο ανταλλακτικό γίγνεσθαι –μπορείς να δεις την παγκόσμια αγορά στην πόλη σου, όσο γνωρίζεις τις μητροπολιτικές λειτουργίες και μηχανισμούς, όσο γίνεσαι σχιζομητροπολιτικό σώμα, τόσο μπορείς να διεισδύσεις σε αυτό, καλύτερα κι απ’ τον κάθε καλοπληρωμένο broker.

Οι καπιταλιστικές μητροπόλεις (στην οπτική μου είναι το ίδιο με την ονομασία ιμπεριαλιστικές στην ανάλυση των Κούρτσιο και Φρανκεσκίνι) είναι inter alia τέτοιες, διότι εμπεδώνονται επί ενός λίγο-πολύ κοινού συστήματος εργασίας, επί μιας κοινής τάξης, οργάνωσης εργασίας, που ορίζει το ίδιο το επίπεδο της κοινωνικής δημοκρατίας τους. Στο μέτρο που μέσα στο μητροπολιτικό εργοστάσιο εισάγεται νέα μηχανουργία και μηχανολογία, βελτιώνεται λειτουργούσα, και στον ίδιο χρόνο επιδιορθώνεται αυτή που ήδη λειτουργούσε, μέσω του συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο (του οποίου το μητροπολιτικό εργοστάσιο είναι η πληρέστερη μορφή), το σύστημα εργασίας, η τάξη, η οργάνωση εργασίας λειτουργεί όλο και πιο πολύ με αυτοματισμούς. Αυτό αφορά άμεσα την μητροπολιτική καθημερινότητά μας: από τον τρόπο με τον οποίο παράγεται ο καφές που θα πιούμε, τα ηλεκτρονικά καρντάν και τις ανακοινώσεις στις στάσεις των ΜΜΜ, έως τους ηλεκτρονικούς δικτυωμένους εγκεφάλους των οχημάτων, τις νέες χρήσεις των παλιών κτιρίων, την  εργονομία των νεόδμητων, τις κινησιολογίες των υπηρεσιών ασφάλειας των μεταφορών, τον τρόπο που διεξάγονται οι μεταφορές εμπορευμάτων και εργατικού δυναμικού, την κινησιολογία της αστυνομίας κοκ.

Κατόπιν τούτων, δικαίως, η ΕΚΤ παρουσιάζει την τελευταία μορφή του πλανητικοποιητικού project μέσα από τις προς τούτο ρομποτικές λειτουργίες και μορφές (τα λεγόμενα globotics), και θέτει το ερώτημα αν τα globotics είναι σε ενότητα με τον αυτοματισμό (βλ. https://www.ecb.europa.eu/pub/conferences/ecbforum/shared/pdf/2022/Baldwin_paper.pdf).

Από μια συνεπή ταξική εργατίστικη σκοπιά, οι ρομποτικές μορφές και λειτουργίες, πόσω μάλλον που έχουν τέτοια ιδεολογικά ιδεολογική μηχάνευση, είναι εχθρικές. Θέλοντας, όμως, να κερδίσουμε κι αυτόν τον ταξικό πόλεμο, είναι ωφέλιμο να γνωσθεί, ότι η πανεπιστημιακή έρευνα στις περιπτώσεις μελέτης του ΗΒ παρουσιάζει σε διάστιξη την πλανητικοποίηση και τον αυτοματισμό (βλ. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0167268122003845).

Όσον αφορά την εξωτερίκευση της εσωτερικής ιστορίας της εργατικής τάξης, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα παραπάνω, οι μεγαλειώδεις συγκρούσεις σε Γένοβα και Θεσσαλονίκη (2001, 2003) ήταν από την μεριά του κολασμένου προλεταριάτου οι πρώτες βασικές εχθροπραξίες αυτού του ταξικού πολέμου.

Σε συνολικότερη οπτική εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο αυτοματισμός είναι πάντοτε το αποτέλεσμα μιας νίκης του εργάτη στην πάλη του ενάντια στην μηχανή. Είναι κάτι που του κάνει την δουλειά, την ζωή πιο εύκολη, πιο ξεκούραστη μέσα στο εργοστασιακό εργοστάσιο, αλλά του επιβάλλεται μέσα στο μητροπολιτικό εργοστάσιο. Άλλωστε, ο αυτοματισμός ως τέτοιος έχει ενσωματώσει πολλές πλευρές της γνώσης και της προλεταριακής αυτοαξιοποίησης που ο εργάτης παρήγαγε στην πάλη του ενάντια στην μηχανή, σε τέτοιο βαθμό που ο αυτοματισμός ίσταται ως προς τον εργάτη ως η απονεκρωμένη νεκρή εργασία του, το προσωπικό του Νεκρονόμικον.

 

 

 

Τρέχουσες εξελίξεις στους μηχανισμούς του κεφαλαίου


Στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία, το χρηματοθετικό κεφάλαιο φαίνεται ότι προσεγγίζει σε ένα όριο, όσον αφορά την ειδικού τύπου οικονομικοποίηση των τεχνικών κινήσεων που διέρχεται το χρήμα στο κυκλοφοριακό προτσές του βιομηχανικού κεφαλαίου, και στον ίδιο χρόνο προσεγγίζει την ίδια την in actu κατάργηση της per se οικονομικοποίησης των νοούμενων λειτουργιών του χρήματος. Αυτό καταδεικνύεται από τον δευτερεύοντα και τριτεύοντα ρόλο, στον οποίο έχουν υποπέσει τα κρυπτονομισματικά κυκλώματα και η ίδια η ψηφιακή εξόρυξη, κάτι που, όπως έχουμε αναλύσει, αποδίδεται στις εργατικές αρνήσεις, που τα έχουν καταστήσει θλιβερούς κομπάρσους της καπιταλιστικής χρηματικής σκηνής.

Ωστόσο, η διεύθυνση του καπιταλιστικού συστήματος αναθέτει αναβαθμισμένο ρόλο στην χρέωση και το τοκοφόρο κεφάλαιο (ιδιαίτερα μέσα στις σύγχρονες εμπόλεμες συνθήκες), κάτι που συγχρονίζεται με την αύξηση του ποσοστού τόκου, καθ' όσον μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων βρίσκει στον χρηματομηχανισμό ένα σχετικά ασφαλή και ορθολογικό υποκατάστατο κεντρικού σχεδιασμού, πρόνοιας για την αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου.

Η συζήτηση στην Αγγλία κατά την διάρκεια του τελευταίου έτους περί έκδοσης διηνεκών ομολόγων (βλ. https://www.ft.com/content/2d3084f1-8956-4347-8dbb-191ad1aee64b, https://actuaries.blog.gov.uk/2020/09/04/perpetual-bonds-an-investment-for-life/), των λεγόμενων “μαγικών λεφτόδεντρων”, δεικνύει μόνο την ανάγκη για την δημιουργία ενός νέου bonded συστήματος κοινωνικών κινήτρων. Η μαγεία του console, του perp έγκειται στο ότι δεν είναι το βαρύνον η ποσότητα χρήματος που καταβάλλεται για την αγορά και μεταπώλησή του ή την ενήμερη πληρωμή του τόκου (αυτό αφορά κατά κύριο λόγο την τράπεζα), αλλά ότι ο διηνεκής χαρακτήρας του, το a priori πάντα ενήμερο δανεισθέν κεφάλαιο, το διηνεκές μηδέποτε ώριμο κεφαλαιο, γίνεται όχι μόνο εξωτερίκευση και πραγμάτευση των σχέσεων του κεφαλαίου, όπως πάγια κάνει το τοκοφόρο κεφάλαιο, αλλά επιπρόσθετα και μέσο κοινωνικοποίησης των ίδιων των καπιταλιστικών σχέσεων, μέσο υψηλά καπιταλιστικής οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων. -Είναι ένας νοήμων τρόπος κεντρικού σχεδιασμού του κοινωνικού σε εποχές ποιοτικής μετάβασης και μετασχηματισμού.

Για το υποκείμενο, αυτό είναι μια υπέρβαση της ενοχικής κατάστασης του “χρεωμένου ανθρώπου”, την οποία περιέγραψε ο Lazzarato. Με το perpetual bond πολλές ζωές γίνονται perpetually bonded. Ώστε η διακύμανση στο ποσοστό τόκου δεν προσδιορίζεται τόσο στην κατ' εξοχήν οικονομική σφαίρα, αλλά από τις ίδιες τις επιδόσεις και τις επιλογές των συνδεδεμένων σε αυτά υποκειμένων. Σε αυτό το χρεόγραφο, το αναπαριστώμενο τεμάχιο τοκοφόρου κεφαλαίου γίνεται μέσα στην αμεσότητα των συναλλαγών ποιότητα κοινωνικών σχέσεων. Η ζωή γίνεται gamed και ο δικαιούχος του χρεογράφου κατέχει το χρεόγραφο ως το joystick των ζώων των άλλων. Το υποκείμενο καθίσταται κοσμοναύτης του καπιταλισμού: το πρωί στην σφαίρα της παραγωγής, στο σπίτι στην σφαίρα αναπαραγωγής, στο mall και στις αγορές στην σφαίρα κυκλοφορίας, μπροστά στην τηλεόραση στην σημειωτικοποίηση του συνολικού προτσές. Έτσι λοιπόν, όσο εργάζεται και πληρώνει με συνέπεια τους λογαριασμούς ως συνεπής Ευρωπαίος πολίτης, τόσο αντιλαμβάνεται, ότι είναι και κάτι πιο βαθύ που πρέπει να ξεπληρώσει. Το perpetual bond κάνει το υποκείμενο James Bond της διπλανής πόρτας. Στον bonded κοινωνικό κόσμο, τα bonds αναπαράγουν την ίδια την προσδοκία του δυνάμει σοσιαλιστικού Ηνωμένου Βασιλείου, εμπλέκοντας το υποκείμενο βαθύτερα στις ίδιες τις καπιταλιστικές λειτουργίες και μηχανισμούς.

Στον ίδιο χρόνο, τα καλυμμένα ομόλογα (βλ.
https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/IP_19_1435, https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/covered-bonds-and-covered-bond-public-supervision.html) είναι απλά το financialisation και normalisation του ανεπίσημα επενδεδυμένου κεφαλαίου σε επιχειρήσεις άμεσα συνδεδεμένες με τον πόλεμο η/και στον ίδιο τον πόλεμο. Σε αυτό έχουμε μια πιο κλασική καπιταλιστική λειτουργία: το τοκοφόρο κεφάλαιο ως πραγμάτευση και εξωτερίκευση των σχέσεων του κεφαλαίου, προσλαμβάνει έναν τρόπω τινί αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Αυτό το κάθε τόσο revelation, με Πρωσικό τρόπο διοικητικά, καθίσταται εφαρμογή κάποιας σύγχρονης εφαρμογής δόγματος του σοκ. Επομένως, το ίδιο το γεγονός της έκδοσής των Σχμιτικά επιφέρει την χάραξη μεθοριακών γραμμών φιλίας και έχθρας, την μερική κοινωνικοποίηση εμπόλεμων συνθηκών, και συνεπακόλουθα την επαναδιοργάνωση του πολιτικού. 

Αυτές οι εκτυλίξεις δείχνουν την ωθητικότητα, το σημείο ορμής του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό δεν είναι άμοιρο των αναπτύξεων και επεκτάσεων του παραγωγικού προτσές του κεφαλαίου, ιδιαίτερα στην βιομηχανία εξορύξεων, ενέργειας και δυσεύρετων υλικών (ενδεικτικά βλ. https://www.euronews.com/green/2022/10/24/frances-massive-new-mithium-mine-could-supply-700000-electric-car-batteries-a-year, https://www.euronews.com/next/2023/05/30/france-to-open-first-electric-car-battery-factory-in-bid-to-catch-up-with-china, https://www.lemonde.fr/en/economy/article/2022/10/24/first-lithium-mining-project-launched-in-france_6001570_19.html, https://www.faz.net/aktuell/wirtschaft/unternehmen/lithium-goldgraeberstimmung-in-der-bergbauindustrie-19026104.html, https://odeth.eu/%CF%83%CF%87%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%B8%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%B9%CE%B1/, https://www.moneyreview.gr/business-and-finance/107399/ipa-ta-schistolithika-koitasmata-den-tha-anaplirosoyn-to-keno-poy-afinei-o-opek/, https://energypress.gr/news/o-amerikanikos-shistolithos-halaei-parti-toy-opec).

Τα περιφερειακά συστήματα μόλις σήμερα μπαίνουν στην αρχή των συνεπειών αυτών των αναπτύξεων, καθώς το ωστικό κύμα των προοιωνίζεται καταλυτικό στους μετασχηματισμούς της εδαφικής προσόδου. Αυτό ήδη βάζει σε δεύτερη μοίρα τις σχηματικές αναπαραστάσεις του κόσμου γύρω από το ασιατικό Heartland, οι οποίες επικρατούσαν την επαύριο της κρίσης στα seventies. -Να το πω με Φραγκικό τρόπο, είναι κάτι ντεμοντέ, κάτι πασέ. Προσέτι, ήδη επιδρούν στην ίδια την αντίληψη και κατανόηση της έννοιας υλικός χώρος.

Ο πόλεμος και οι εκβάσεις του, οι ήττες και οι αποτυχίες, η κατά διαμόρφωση ισορροπία δύναμης και οι μεταβαλλόμενοι συσχετισμοί ισχύος, τα ενύπνια και οι ονειρώξεις για “νέες τάξεις”, “νέες εποχές”, “νέες έγνοιες”, είναι απότοκα όλων αυτών και άμεσα συνδεδεμένα σε αυτά. Από την άλλη, η οπτική διαστρέφεται εντελώς, για όσους στην παρουσίαση των αναλύσεών τους αυθαίρετα αντικαθιστούν τις τάξεις από τις χώρες, και vice versa.

Επομένως, αν η ευρωπαϊκή αριστερά θέτει ενώπιον της ιδίας το άμεσο καθήκον στρατηγικής ανασυγκρότησης και κατίσχυσης ενάντια στις πολιτικές μορφές του φασισμού, πρέπει να λάβει τα ως άνω υπ' όψιν με υπευθυνότητα. -Και πραγματικά, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, δεν βλέπω πουθενά κάποιο πολιτικό παίγνιο να πραγματοποιείται στο κοινωνικό. Αυτό πρώτ' απ' όλα είναι δείγμα υπευθυνότητας της εργατικής τάξης και των μαζών.











Κριτική στην animalizing machine

Ride the Lightning, Storm the Desert

 

Η πρώτη γνωριμία με την πραγματικότητα του ζωικού ήταν στρατιωτική μέσα από την εκπαίδευση στην καταδρομική ικανότητα του πατήματος της γάτας. Σε αυτό έχουμε την εκ μέρους στρατιωτών μηχανική επανάληψη μιας ανατομοφυσιολογικής κίνησης ενός συγκεκριμένου ζώου: της σωματικής ικανότητας αθόρυβης και γρήγορης διέλευσης μέσα στην νύχτα. Είναι κάτι που προσιδιάζει σε καθαρή cyborg λειτουργία: όπως η εργοστασιακή μηχανή ενσωματώνει και επαναλαμβάνει την εφαρμογή φυσικών νόμων στην λειτουργία της, ο καταδρομεύς συνιδιοποιεί μια συγκεκριμένη κινησιολογία ενός συγκεκριμένου είδους έμβιας φύσης. Είναι δηλαδή εκμηχάνιση μιας φυσικής ιδιότητας μέσα από την ενσωμάτωσή της στην συνολική cyborg λειτουργία. Η ίδια διαλεκτική διέπει την cyborg συνιδιοποίηση της κινησιολογίας αυτόματων μηχανών, πχ. του μηχανικού βραχίονα, μέσα από την εκμάθηση συστημάτων άσκησης βίας άμυνας και επίθεσης.

Σε αυτό το προτσές, που εύκολα μπορεί να εκληφθεί ως ισοδύναμο του υλικού προτσές εργασίας, το ζώον (εν προκειμένω η γάτα), όπως και ο αυτόματος μηχανικός βραχίονας, εκλαμβάνονται ως ding in sinch, ως μη σχετιζόμενα με την ύπαρξή μας, και εξ ου το ίδιο το προτσές εκμάθησης και συνιδιοποίησης αυτών των κινησιολογιών επιτυγχάνεται με Καντιανό τρόπο. Αυτό στον ίδιο χρόνο συνιστά μια εκμηχάνιση της “ανθρωπολογικής μηχανής[1] της Σχολής της Ιένας, που ab initio διδάσκει την ανεύρεση της ανθρωπινότητας όχι στα εξελικτικά, βιολογικίστικα γεφυρώματα, αλλά στις ίδιες τις μορφές και τα εμβλήματα του αρχαίου Ελληνικού ανθρωπισμού. Στην νοητική και πνευματική παράδοση της Ιένας δεν είναι κυρίως ζήτημα μιας κάποιας θετικιστικής επιστημοσύνης, αλλά ζήτημα αφορών τον ίδιο τον τρόπο ανθρώπινης αυτοκατανόησης. Επί παραδείγματι:

«Titanenhaft und barbarisch dünkte dem apollinischen Griechen auch die Wirkung, die das Dionysische erregte: ohne dabei sich verhehlen zu können, dass er selbst doch zugleich auch innerlich mit jenen gestürzten Titanen und Heroen verwandt sei. Ja er musste noch mehr empfinden: sein ganzes Dasein mit aller Schönheit und Mässigung ruhte auf einem verhüllten Untergrunde des Leidens und der Erkenntniss, der ihm wieder durch jenes Dionysische aufgedeckt wurde. Und siehe! Apollo konnte nicht ohne Dionysus leben! Das Titanische und das Barbarische war zuletzt eine eben solche Nothwendigkeit wie das Apollinische!». «Die Prometheussage ist ein ursprüngliches Eigenthum der gesammten arischen Völkergemeinde und ein Document für deren Begabung zum Tiefsinnig-Tragischen, ja es möchte nicht ohne Wahrscheinlichkeit sein, dass diesem Mythus für das arische Wesen eben dieselbe charakteristische Bedeutung innewohnt, die der Sündenfallmythus für das semitische hat, und dass zwischen beiden Mythen ein Verwandtschaftsgrad existiert, wie zwischen Bruder und Schwester».[2]

Έτσι, η παρουσίαση του Αριστοτέλη περί των ζώων ως εχόντων «ψυχή», νουν, επειδή απλά διαθέτουν κάποιες δοσμένες βιολογικές και inter alia εγκεφαλικές λειτουργίες (και όχι μια μεταφυσικοποιημένη ψυχή δήθεν ανεξάρτητη της σωματικότητας), σε συνδυασμό με την ανάλυση της εργασίας της μέλισσας, της αράχνης, του μυρμηγκιού, εμπεδώνει μια κατανόηση περί των έμβιων (ζώων και φυτών), που είναι τέτοια, επειδή διαθέτουν την βιολογική λειτουργία του μεταβολισμού, δηλαδή την λειτουργία της οργανικής ανταλλαγής με την φύση, ως βιολογικά αυτομάτα, ως βιολογικοί προγραμματισμοί. Η διαφορά γένους του ανθρώπου από τα υπόλοιπα έμβια, είναι ότι ο άνθρωπος μέσα από την ίδια την αυτοσυνειδησία του, μέσα από την νοημοσύνη του καταφάσκει (μέσω της εργασίας) ουσιολογικά στο οργανικό υλικό του, ώστε αυτό δεν αντιμετωπίζεται απ’ τον άνθρωπο με αυτοματικό τρόπο, αλλά ως πάθος, ως περιπάθεια. Έτσι, μπορεί μέσα στην ίδια την ανθρώπινη περιπάθεια και υπό δοσμένες αντίξοες συνθήκες να λανθάνει ακόμα και του νομιναλιστικού εγώ του, δηλαδή να λανθάνει από την Φιχτεϊκή φιλοσοφία της ταυτότητας, προκειμένου να ισχυροποιηθεί το νομιναλιστικό εγώ του στον αιώνα (για μια τέτοια νοητική άσκηση επί της φιλοσοφίας της ταυτότητας βλ. εμού του ιδίου, Σημειώσεις στα Χειρόγραφα, https://theshadesmag.wordpress.com/2016/11/21/simeioseispanwstaheirografa/, χαρακτηριστικό είναι ότι στον 19ο αιώνα ήτο συχνό και διαδεδομένο το ρητορικό σχήμα αναφοράς στον εαυτό με τρίτο ενικό). Είναι κι αυτό ένας in actu τρόπος κατανόησης της Διαφοράς του Φιχτεϊκού και του Σελινγκικού Συστήματος Φιλοσοφίας του Χέγκελ. Στον ίδιο χρόνο, η παραπάνω άσκηση είναι απλά η κατάδειξη του πόσα θέματα δημιουργούνται, όταν ένα απροσδιόριστο ακόμα σύστημα σκέψης απαιτεί από ένα cyborg να σκεφτεί αφηρημένα ως αφηρημένος άνθρωπος του φυσικού/εθνικού εγωισμού.

Φυσικά, η επιστημολογική σύμπλεξη φιλοσοφίας, βιολογίας και μηχανολογίας χωρεί πάντοτε αναδρομικά, ex post factum. Επομένως, η κάθε προσέγγιση μετέχει και παρουσιάζει το δικό της ποσοστό αλήθειας, επειδή η κάθε παρουσιαζόμενη και προβαλλόμενη αλήθεια είναι εμμενής στους ίδιους τους όρους της προσίδιας πειθαρχίας, εκπηγάζει απ' αυτούς, ώστε η εργασιακή εκμηχάνιση του ανθρώπινου συνιστά απλά την με ιστορικούς όρους ανατροπή της βιολογικής ανθρωποποίησης κάποιου πιθήκου: η μηχανική εξάλειψη του Δαρβινισμού. Στην εργαλειακή λογική του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, από την στιγμή που πριν κάποιες μέρες ανθρωπόμορφα ρομπότ έδωσαν συνέντευξη τύπου στην Γενεύη, δεν έχει νόημα να ασχολείσαι περί της βιολογικής σχέσης μεταξύ πρωτευόντων και των μορφών των πρωτόγονων ανθρωποειδών -είναι κάτι, το οποίο δεν δημιουργεί πια προϋποθέσεις παραγωγής αξίας. 

Σχετικα με την ζωομορφική μεταφυσική του προτσές υποδειγματικής συσσώρευσης

 

Μορφές ζώων λατρεύονταν ως θεοί στην Αίγυπτο και στην Μεσοποταμία. Το εξηγητικό σχήμα του Χέγκελ περί της μετακίνησης του πνεύματος από την Αίγυπτο και την Ανατολή, στον Ελληνικό χώρο αποδίδει ένα προτσές ελευθέρωσης απ' αυτήν την πρωτόγονη αλλότρια τυραννία, το ίδιο και στην  Έξοδο.

Στην αρχαία Ελλάδα, ήδη μετά την κάθοδο των Δωριέων και την καταστροφή του Μυκηναϊκού συστήματος άρχισε να αναπτύσσεται ένας ανώτερου τύπου υλικός πολιτισμός συγκριτικά με το μέχρι τότε υπάρχον στον δοσμένο γεωγραφικό χώρο αναφοράς.[3] Δείγμα αυτού ήταν ότι πρώτ’ απ’ όλα οι θεοί και συνολικά οι μυθολογικές μορφές εξανθρωπίσθηκαν, και αυτό, το οποίο σχηματοποιήθηκε (Gestalt) ως Δωδεκάθεο, κοινωνικοποιήθηκε (για παράδειγμα οι θεοί έρχονταν σε γενετήσια ένωση με τιτάνες, ήρωες, κοινούς ανθρώπους), κάτι το οποίο αποτυπώνεται στην γραπτή μορφή των Ομηρικών επών και στα έργα του Ησίοδου, καθώς και στην λυρική ποίηση. Αυτό, όπως είναι γνωστό, εκφράζει μόνο την τότε αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των εμπορικών ανταλλαγών, έναν δοσμένο βαθμό κοινωνικοποίησης της εργασίας, και στον ίδιο χρόνο σε ένα βαθύτερο πολιτισμικό επίπεδο, την θεμελίωση μιας νέας κανονικότητας (με το περιεχόμενο που δίνει ο Σχμιτ στον όρο), ενός νέου τύπου σκέψης, ο οποίος είναι κανονικά παιδικός, κύρια αν ιδωθεί με σημείο αναφοράς την ευθύνη χειρισμού μηχανών σε ένα εργοστάσιο. Ωστόσο, στα έργα των υλιστών φιλοσόφων σε Ιωνία και νότια Ιταλία, ως επίσης στα έργα του ανανεωμένου υλισμού του Δημόκριτου και του Επίκουρου, στους Στωικούς και στους Σκεπτικούς, εντοπίζεται η διαπίστωση για την κανονική παιδικότητα της Ελληνικής πολιτικής και διανοητικής ζωής:

ΑΙΩΝ ΠΑΙΣ ΕΣΤΙ ΠΑΙΖΩΝ ΠΕΥΣΣΕΥΩΝ ΠΑΙΔΟΣ Η ΒΑΣΙΛΗΙΗ

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Σε κάθε περίπτωση, ένα από τα συστατικά, μια από τις συνιστώσες αυτής της νέας κανονικότητας είναι ότι έχει θεμελιωθεί γενική συνείδηση, γενική πεποίθηση περί της αγεφύρωτης οντολογικής/οντικής διαφοράς μεταξύ ανθρώπων και ζώων, ώστε ανάμεσα στ’ άλλα η εμμονή στην ζωικότητα και κυρίως στην ζωική αισθητότητα τίθεται ως κριτήριο διάγνωσης της ανθρώπινης βλακείας:

ΒΛΑΞ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΙ ΠΑΝΤΙ ΛΟΓΩ ΕΠΤΟΗΣΘΑΙ

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Προσέτι, έχει θεμελιωθεί γενική συνείδηση, γενική πεποίθηση για τον όρο του σογιού ως γενεάς, ως εντός της χρονικής κυκλικότητας εξελικτικό αποτέλεσμα αλλεπάλληλων γεννήσεων: αλλεπάλληλων ελεύσεων του ίδιου εαυτού:

ΠΑΙΔΑΣ ΤΟΚΕΩΝΩΝ

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ωστόσο, μέσα σε όλη αυτήν την πραγματική παραγωγή ενός νέου κόσμου, μένει απ’ τα παλιά μια υβριδικά δυιστική δυναμική: ο νεογέννητος λυκόμορφος Απόλλων, ο εγκαταστάς εκ Δήλου στους Δελφούς, ο Λύκειος Απόλων, ο εμβληματίζων, ο εκφράζων το ίδιο το γεγονός του Διαφωτισμού, εξ ού και το Λύκειο του Αριστοτέλη.[4]

Η μορφή του λύκου, η πιο εξελιγμένη μορφή των κυνοειδών, εμφανίζεται και στην αρχαία μυθολογική διήγηση του φύλακα της Χελ, του ονομαζόμενου Γκαρμ: παρόμοιος μύθος με αυτόν του Κέρβερου.

Στην νομική παράδοση των Σαξόνων και έπειτα στην Αγγλία των Πλανταγενετών χρησιμοποιείται θεσμικά η φράση «caput lupinum» (wolfs capital), προκειμένου να δηλώσει τον επικηρυγμένο, τον έκνομο (outlaw). Είναι γνωστή η φράση του Χομπς περί εκ γενετής ανθρώπου ως «homo homini lupus». Στην απομυστικοποιητική και απομαγευτική δυναμική της υλιστικής κατανόησης της ιστορίας, αυτός ο φορμαλισμός αποδίδει μόνο την πρακτική των περιφράξεων:

Αυτός, ο οποίος περιφράττει αυτό το οποίο υπεξαίρεσε, απέσπασε από την κοινοχρησία ως δικό («proprium») του, και το φρουρεί, το φυλάττει με την σωματική ισχύ, με τα ζωικά ένστικτά του, με τις πρόνοιες και τις εξουσίες των βίαιων παραγγελμάτων προστασίας της νομής, αντιλαμβάνεται εαυτόν και αυτοαπεικονίζεται ως λύκος, ως Κέρβερος, ως Γκαρμ της ιδιοκτησίας του ("proprietas"), της ιδιοκτημοσύνης («dominium») του. Πρόκειται για τον μυθολογικό φορμαλισμό του υποδειγματικού (exemplary, model) caput, head, όπως αυτοκατανοείται (μέσω της ζωοποίησης), πριν την ανάπτυξη του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου, ενώ στην Eλληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή το κέφλειον εμφανίζεται στις εμπορικές ανταλλαγές επί το πλείστον ως νόμιμη αξίωση επί ποσότητας χρήματος.

Σ’ αυτό έχουμε ξανά την σύμφωνα με Αντόρνο και Χορκχάιμερ ανάσυρση στην επιφάνεια της διαπλοκής μύθου – μπουρζουάδικης αυτοσυνειδησίας – καπιταλισμού, η οποία στον μέγιστο βαθμό αλλοτρίωσης φτάνει στο σημείο ζωοποίησης, στο σημείο εξ-όντωσής της, ώστε εκεί που πρωτύτερα είχε ανθρώπινη αυτοκατανόηση, μέσω της αλλοτρίωσης αυτο-εξ-οντώνεται, ταυτιζόμενη με κάποιο ζώον, με κάποιο κτήνος ως Καντιανό νοούμενο.

Μια παρόμοια μεταφυσική μπορεί να εντοπισθεί και στην λεόντεια μορφή, κάτι κοινό στην Μυκηναϊκή σημειολογία, στην Ιουδαϊκή, στους Βίκινγκ, και αργότερα στην Αναγέννηση. Ωστόσο, η λεόντεια, επομένως κι οι αιλουροειδείς (όπως κι η αρκτική, η αλωπέκυια) μορφές αποδίδουν το ίδιο το γεγονός, το faktum του ανακτικού τύπου εξουσιασμού.

-Υπάρχει κανείς, ο οποίος εξακολουθεί να θέλει να ταυτίζεται με ζώα;

Το κεφάλαιο έχει σταματήσει να το κάνει αυτό προ πολλού. Προτιμά να γίνεται αντιληπτό μέσα από εξελιγμένες αυτοματικές μηχανές. Ώστε, ιδιαίτερα στις περιστάσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης η μηχανή της ζωοποίησης είναι μια υποκρυμμένη ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη μηχανολογία πραγματικής υποδούλωσης, σκλαβιάς, εξοντώσεως.  

           

 



[1] Ενδεικτικά βλ. Giorgio Agamben, The Open: Man and Animal, translated by Kevin Attell, Stanford University Press, Stanford, California, 2004, pp. 33-38.

[2] Αποσπάσματα από το Friedrich Nietzsche, Die Geburt der Tragödie aus dem Geiste der Musik, κεφ. 4, 9. Πρέπει να επισημανθεί το μέγα πραγματολογικό σφάλμα του Νίτσε περί σύνδεσης της πολιτειακής αιμομιξίας με τους Σημίτες, καθ’ όσον οι διηγήσεις της Εντα και των βορείων σάγκα βρίθουν τέτοιων πρακτικών, ενώ στην Εβραϊκή κανονιστικότητα η αιμομιξία ήτο καταδιωκτέα και ποινικά κολάσιμη (βλ. Δευτερονόμιο). Παράβαλε Nick Land, Kant, capital and the prohibition of incest. Έτσι, ο Νίτσε μ’ αυτό το σφάλμα όχι μόνο ήλθε σε αντίθεση προς την ίδια την πολιτισμική κριτική του, αλλά η θέση του αυτή είναι αναπαραγωγή των ίδιων των νεωτερικών όρων πειθάρχησης και ελέγχου.

[3] Ενδεικτικά βλ. Σοβιετικοί Ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα. Οικονομία – Κοινωνία – Πολιτική (συλλογικό), μτφ. Σύλλογος «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2023.

[4] Ησίοδος, Θεογονία, 918-920: «Λητὼ δ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν ἱμερόεντα γόνον περὶ πάντων Οὐρανιώνων γείνατ᾽ ἄρ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα». Ρόδιος, Αργοναυτικά, Βιβλίο Β, 674: “τοι̂σι δὲ Λητου̂ς υἱός, ἀνερχόμενος Λυκίηθεν τη̂λ' ἐπ' ἀπείρονα δη̂μον ̔Υπερβορέων ἀνθρώπων, ἐξεφάνη”.

Τα πολλά πράγματα, τα οποία αμετάκλητα λήγουν με τις πληβειακές εξεγέρσεις


Normalité? Nous ne le pensons pas


Το μυστήριο της εμπορευματικής μορφής συνίσταται στο ότι υποθέτει την κοινωνική σχέση μεταξύ των εργατών προς την συνολική εργασία ως μια κοινωνική σχέση που υπάρχει εκτός των εμπορευμάτων ως αντικειμένων, και έτσι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εργασίας των ανθρώπων μέσα από την οποία παράγεται η εμπορευματική μορφή, εμφανίζονται, αντικαθίστανται από τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των ίδιων των προϊόντων της εργασίας, ως κοινωνικών φυσικών ιδιοτήτων αυτών των πραγμάτων. Κατ' αυτόν τον τρόπο η εμπορευματική μορφή εμφανίζει και αναπτύσσει αναλογίες με τα πράγματα-φετίχ του ομιχλώδους θρησκευτικού. Το εμπόρευμα ως κεφάλαιο εμφανίζεται ως φαινότυπος ως εικόνα, ως σημείο, ως θέαμα. Εξ αυτού, η εμπορευματομορφή έχοντας επιλέξει ως εκπροσώπους της συγκεκριμένες ανθρωπομορφές πολιτεύεται, διοικεί, αναπτύσσει discourses, έχει γνώμη για τις υποθέσεις, διατάσσει εκτελέσεις, βασανιστήρια, συλλήψεις, ποινικές διώξεις, μετακινήσεις στρατευμάτων και βομβαρδισμούς, έχει άποψη για το τι είναι ανεκτό και μη ανεκτό, φτάνει σε σημείο να κάνει κριτική της κριτικής, επικαλούμενη την εμπορευματική Αγία Οικογένειά της, δηλαδή την καπιταλιστική εταιρεία στην οποία ανήκει ως αντικείμενο εμπράγματης κυριότητας.

Σε αυτή την ακραία φετιχιστική λειτουργία του (που αποτυπώνει μόνο την όξυνση της αντίθεσης μεταξύ χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας) το εμπόρευμα ξεχνά τον διπλό χαρακτήρα του και εμφανίζεται ως έχον μόνο ανταλλακτική αξία: αντλεί τον κοινωνικό ρόλο του όχι από το ότι έχει παραχθεί από κοινωνική εργασία, αλλά αποκλειστικά απ' το ότι μέσα στην κοινωνική ανταλλαγή, μέσα στο εμπόριο, μέσα στην κυκλοφορία, μετατρέπεται άμεσα σε χρήμα: περιφέρεται με τον ταυτοτισμό του Εμπόρευμα – Χρήμα, χωρίς να το απασχολεί τί προηγείται και τί έπεται. Συγχρόνως, σε αυτές τις λειτουργίες του στην αναλογία του προς το θρησκευτικό υπονοεί το προτσές εγχρήματης μετατροπής του Εμπόρευμα – Χρήμα - Εμπόρευμα ως ανάλογο, αν όχι ισοδύναμο της προσταγής της ανταπόδοσης (εκεί που στον 19ο αιώνα υπονοούσε το Χριστιανικό μυστήριο της μεθυποστάσεως/μετουσιώσεως), μετατρέποντας το κοινωνικό σε μια διακαώς επιθυμητή αποικιακή ζούγκλα συνεχών ανταποδόσεων.

Σε επίπεδο άσκησης εξουσίας, μέσα απ' όλο αυτό εγκαθιδρύεται η τυραννική διακυβέρνηση των πραγμάτων επί των ανθρώπων, ώστε η βιοεξουσία εξοκείλει από αυταρχική παρέμβαση στις σχέσεις των ανθρώπων, στην αντικατάσταση των σχέσεων των από σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. -Δεν χρειάζεται να μιλάτε μαζί μου, ο πάτος της κατσαρόλας σας, η μπαταρία του κινητού σας έχει κάποιο τεμάχιο νεκρής εργασίας μου, είμαι παρών στο σπίτι σας. Όσο υπακούετε στις εκπροσωπούσες την εμπορευματομορφή πολιτικομματικές μορφές, τόσο θα φτάσετε να κάνετε παρέα με τον πάτο της κατσαρόλας, ή ακόμα και να μιλάτε στους τοίχους, αφού δεν μιλάνε οι τοίχοι σε σας, από την στιγμή που μάλλον τα αυτιά σας έχουν τοίχους. Πρόκειται δηλαδή για μια σχετικά μόνιμη κατάσταση κυριαρχίας της νεκρής εργασίας επί του κοινωνικού, η οποία δεν εμφανίζεται ως τέτοια, ως είθισται, στην μορφή της νοήμονος μηχανής, του ομιλούντος αλγόριθμου, του ρομπότ (του σκεπτόμενου εμπορεύματος), αλλά στην κεντρικοπολιτικά μυστικοποιημένη μυστηριακή εμπορευματομορφή.

Σίγουρα, αυτό έχει την συγκεκαλυμμένη πολιτική θεολογία του, την δική του πολιτική ordinem, τόσο διαχωρισμένη από το ενεργό κοινωνικό, ώστε το τελευταίο ίσταται έναντί της ως μόνιμη απειλή. Δεν μπορείς να δεις την οργανικότητα της αστικής κοινωνίας μέσα σε αυτό, διότι έχει απορροφηθεί από τις ίδιες τις επίσημες πολιτικές και γραφειοκρατικές λειτουργίες. Ο άνθρωπος της αστικής κοινωνίας είναι πλέον ταυτισμένος με τον κρατικό άνθρωπο, τον άνθρωπο τον οποίο ανήκει στην κρατόσφαιρα. Η αστική κοινωνία έχει γίνει μια παράπλευρη δραστηριότητα της Μανδαρινικού τύπου εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής δημοσιοϋπαλληλίας.

Το σύνολο των φετίχ φετιχοποιείται έτι περαιτέρω, τοποθετούμενα σε υάλινες οθόνες και υάλινες προθήκες πολυτελών εμπορευμάτων, που είναι τόσο ακριβά και πολυτελή, ώστε το ότι είναι φετίχ βαραίνει πιο πολύ από ότι έχουν μια εκ της κοινωνικής εργασίας απονεμημένη και προσδιορισμένη χρηστική αξία, ή αν θέλετε, η φετιχιστική έκλαμψή τους είναι ιδιότητα της χρηστικής αξίας τους ως αδιαίρετα εμπορεύματα.

-Κι όμως, οι εξεγερμένοι νεαροί δεν ανακαλύπτουν το Παρίσι, όπως θα ήθελε μια αντεστραμμένα πατριαρχική αφήγηση περί αυθορμητισμού κλπ. Αντίθετα, οι Παριζιάνικες προθήκες έρχονται σε γνωριμία με αυτούς. Η εξεγερτική καταστροφή των φετιχοποιημένων σημείων, ειδώλων του συνολικού εμπορευματισμού είναι η πιο τρανταχτή εκδήλωση του αλλοτριωμένου χαρακτήρα της κοινωνικής εργασίας στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, ώστε κι η καταστροφή του φετίχ ανά περιστάσεις φετιχοποιείται. Σε αυτό έγκειται τόσο η ειδικά προσδιορισμένη ηθική οικονομία της εξέγερσης στο προτσές κυκλοφορίας, όσο και η μερικά προσδιορισμένη πολιτική οικονομία της κρατικής καταστολής.

Από υψηλή θεωρητική σκοπιά, η εξέγερση μπορεί να εκληφθεί ως μαζική εφαρμογή Σουμπετερικής πολιτικής οικονομίας. Επομένως, σε ένα δοσμένο εύρος τα καπιταλιστικά αφεντικά μπορούν να αναγνωρίσουν κάποιες εκ των προωθημένων αναγκών τους σε αυτήν. Απ' την άλλη οι φιλεύσπλαχνοι διοικούντες σύντομα θα αντιληφθούν πόση “έννοια” απ' αυτήν που πίστευαν και πλάσαραν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει εξαϋλωθεί στα οδοφράγματα, ώστε πλέον τίθεται άμεσο ζήτημα προσαρμογής της Φραγκικής πολιτικής αριστεράς στην νέα εξελισσόμενη, κινούμενη πραγματικότητα. Από την σκοπιά του παραγωγικού προτσές είναι ζήτημα εφαρμογής μιας νέας μηχάνευσης -κι αυτό δεν είναι ζήτημα κοινωνιολογικής ή πολιτισμικής ανάλυσης.

Οι “δομικές αλλαγές” στην βία, για τις οποίες μέσα στην εξέγερση μίλησαν κάποιοι νοήμονες διανοούμενοι, προκύπτουν από την ίδια την αρχιτεκτονική της εξέγερσης: καθορισμός μητροπολιτικών λειτουργιών, εγκατάσταση της παρουσίας μητροπολιτικών σωμάτων σε αστεακά παρθένα από την ταξική πάλη εδάφη. Ουδείς αυθορμητισμός υπάρχει σε αυτό. Ακόμα και το ασυνείδητο των εξεγερμένων υλοποιείται και εξωτερικεύεται ως στρατηγική, ώστε ο επιτελικός σχεδιασμός περνάει απ' τους μπάτσους στους εξεγερμένους.

Αυτό ανάμεσα στα άλλα έχει ως συνέπεια, ότι η εξέγερση επιθέτει και επιβάλλει την αναβάθμιση της κοινωνικής λειτουργίας στο επίπεδο του συγκεκριμένου, στο επίπεδο της μητροπολιτικής λειτουργίας. Μπορεί να εκληφθεί ως η αποφασιστική επίθεση ενάντια στην εγκατεστημένη επί του κοινωνικού σώματος μηχανουργία της αφηρημένης μηχανής. Ο αστισμός πρέπει να βρει άλλο παιχνίδι να παίζει από την αφηρημένη πραγμάτωση στοιχείων καλλιτεχνίας, κάτι ενάντια στο οποίο ως ordre mondial επιτίθεντο οι καταστασιακοί. Έτσι, το ερώτημα περί εμπροθετότητας και στοχοθεσίας της βίας, απαντιέται μέσα από τους ίδιους τους όρους της εκπήγασής της: η προλεταριακή βία fur sich υψώνεται ως ένα συστατικό συμβάν προλεταριακής τάξης. Οι μπουρζουάδες είναι τόσο τρομαγμένοι, που ανταπαντούν, ότι ο θάνατος της αφηρημένης μηχανής επιφέρει το τέλος της (μπουρζουάδικης) τέχνης. Μπορούν κατόπιν εορτής να φωτογραφίζουν τις σπασμένες βιτρίνες και να τις παρουσιάζουν ως par excellence έργα τέχνης. 

Η επιθανάτια αγωνία της μπουρζουάδικης τάξης περί τέλους της τέχνης της δεν είναι η επιθανάτια αγωνία για τον ίδιο τον υπαρξιακό θάνατό της; 

Η νέα ποιότητα εξέγερσης στην Φραγκική Επικράτεια

 

la république ne gagnera pas car elle est non existante


Η γραμμική, Καρτεσιανού τύπου σκέψη αποπειράται να συγκρίνει και να αντιπαραβάλλει την αναπτυσσόμενη εξέγερση με το ισχυρό εργατικό κίνημα της προηγούμενης περιόδου, προσδοκώντας το κλείσιμο των εξεγερτικών απαντήσεων σε θετικιστικής κοπής τυπολογίες. Στην οπτική μου, αυτό που ξεκίνησε το 2005 προσεγγίζει την ιστορική κλιμάκωσή του, την απελευθέρωση των εξελισσόμενων χαρακτηριστικών του.

Από την άλλη, διάφοροι της κομμουνιστικής αριστεράς συνεχίζουν το γνωστό αντιδραστικό σφάλμα: αυθαίρετη προβολή καλλιτεχνικών και αισθητικών ευαισθησιών στα γεγονότα και συμβάντα της εξέγερσης. Αυτό είναι στάση φυγομαχίας, ανημπόρια στοιχειώδους αντίληψης της κινησιολογίας των πληβειακών μαζών. Η Le Figaro της 1/7/2023 είναι τουλάχιστον πιο ειλικρινής, όταν αναφέρει, ότι η μπατσέικια καταστολή του κράτους προσπαθεί να ξεπεράσει το “σόκ”, προκληθέν από το περίσσευμα βίας (ultra violence) της εξέγερσης.

Η σε αδρές γραμμές ταξική ανάλυση της εξέγερσης είναι γνωστή: εργατογειτονιές, γκέτο, άγρια νεολαία-πληβειακή νεολαία, νεολαία των χαμηλά αμειβόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης. Αυτό που εντυπωσιάζει σε αυτήν την ποσότητα (που είναι απλά προσδιορισμένη ποιότητα) είναι το νεαρό των ηλικιών των συμμετεχόντων και συλληφθέντων (13-17 στην μεγάλη πλειοψηφία), ώστε είναι οι νέες φουρνιές και γενιές που εισέρχονται ορμητικά και ενεργητικά στο καμίνι του ταξικού αγώνα, λαμβάνουν θέσεις μάχης στον ανειρήνευτο κοινωνικοταξικό ανταγωνισμό. Να το πω με τον τρόπο του Τρόντι, αυτό αναφορικά με την εσωτερική ιστορία της εργατικής τάξης είναι η μαζικοποίηση του προτσές ατσαλώματος των νέων γενιών και φουρνιών, η περιγραφή του μέλλοντος των ταξικών αγώνων στο παρόν επίπεδο μητροπολιτικής συγχρονικότητας.

Σε πιο πυκνές γραμμές πρόκειται για την επέκταση και τον συνεπακόλουθο μετασχηματισμό των κοινωνικών αρνήσεων και αντιστάσεων από την σφαίρα της παραγωγής στην σφαίρα της κυκλοφορίας, όπου αντικειμενικά λαμβάνουν νέες μορφές και ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Επομένως, όποιος τα αντιπαραβάλλει, απλά παίζει το κοινωνιολογικό παιχνίδι του καθεστώτος από δήθεν αριστερή σκοπιά, χωρίς, από την άλλη να υποτιμάται ότι πρόκειται για δυο σχετικά ανεξάρτητες φάσεις ενός ενιαίου προτσές αντίστασης και αντεπίθεσης. Άλλωστε, οι απεργιακές συγκεντρώσεις και πορείες σε αρκετές περιπτώσεις εντάθηκαν από τις συγκρούσεις. Το συνολικό κίνημα της εργατικής τάξης έχει τους δικούς του καταμερισμούς δραστηριοτήτων.

Δεν χρειαζόμαστε κανένα γεφύρωμα, και κανέναν αυτόκλητο ποντίφηκα. Τα και καλά αλάθητα τα επιστρέφουμε στην κάθε ποντικηφίσια κεντρική επιτροπή. Η αορατότητα, η κάλυψη των αδιόρατων επικοινωνιακών συνδέσεων, είναι πρόνοια και ανώτερη ιδιότητα της εξέγερσης, εκδήλωση της στρατηγικής δυναμικής της.

Περί των αποδοχών (acceptances) της νέας μηχανουργικής νομοθεσίας της ΕΕ, και σχετικά με τα νεώτερα της cyborg παραγωγής

 

Είναι ίδιον της χαμηλής πυκνότητας σκέψης η δις εξαπόλυση της κατηγορίας περί «nonsense» (με στόχο αποκλεισμού κιόλας) στην ανάπτυξη της εργατικής κριτικής σχετικά με την μηχανουργία και την μηχανολογία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Προς εξάντληση της καλής βούλησής μας θα το αποδώσουμε σε αντικειμενική έκφραση ενός κατώτερου δοσμένου βαθμού ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων.

Από την άλλη, είναι στρεβλωμένη πραγμάτωση της αφηρημένης αντι-καπιταλιστικής ιδεολογίας η παρεμπλοκή εμποδίων στην in actu, στην εργώδη εργατική κριτική. Σε κάθε περίπτωση, σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές οι συμπεριφορές ενεργοποιούν -όπως έχουμε επισημάνει- ενεργητικές επεμβάσεις και εμπλοκές του αυτοματικού κεφαλαίου -ανήκει στην ίδια την μηχάνευσή του η υπερκέραση τέτοιων συμπεριφορών, όταν έστω και μηχανικά αντιλαμβάνεται, ότι ήδη επενδυμένο, ήδη προκαταβεβλημένο κεφάλαιο δεν μπαίνει στο παραγωγικό προτσές εξ αιτίας όλων αυτών.

Συνάμα, τα συμπεράσματα, οι αποφάνσεις, τα πορίσματα της εργατικής κριτικής επ' αυτών των πεδίων του επιστητού δεν επιβεβαιώνονται τόσο μέσα στις λειτουργίες του εποικοδομήματος και της πολιτικής, αλλά κύρια μέσα στην ίδια την ενεργή βιομηχανική πρακτική, μέσα στην συνολική ζωή της εργατικής τάξης, ως επίσης στις αποφάσεις των προσίδιων κανονιστικών φορέων. Όπως οι παραγωγικές δυνάμεις είναι εκ της ίδιας της φύσεώς των, εκ της ίδιας της παραγωγής των πιο επιταχυντικές ως προς την επιταχυντική ιδιότητα και ικανότητα των παραγωγικών σχέσεων, έτσι η βάση της παραγωγής ως συνολικότητα είναι πάντοτε πιο επιταχυντική ακόμα κι απ' το πιο εξελιγμένο και προοδευτικό εποικοδόμημα.

Κάθε φορά που ύστερα από σφοδρές πολιτικές διαμάχες το θρησκευτικό ομιχλώδες θραύεται, ένας νέος κόσμος (welt, weralt) πάει να παραχθεί (αυτό σε πρώτο χρόνο αφορά αποκλειστικά την πραγματική παραγωγή)[1], παρά τις εμμονές των ποικιλιών των τεράτων του πολιτικού τζόγου -ωστόσο η εργατική τάξη τα έχει ξεπεράσει αυτά προ πολλού. Συγκεκριμένα, στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα αυτή η νέα επικράτεια πραγματικής παραγωγής μορφοποιείται από αυτό που ονομάζεται 4η Βιομηχανική Επανάσταση, ιδωμένη σε πρώτο χρόνο από την σκοπιά του κεφαλαίου ως ενότητα παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Όσοι το αμφισβητούν αυτό, τόσο έρχονται σε αντίθεση με την ίδια την αντικειμενική, υλική πραγματικότητα, σε τέτοιο βαθμό που η αντικειμενική, υλική πραγματικότητα (επειδή ακριβώς συνίσταται σε διαλεκτική κίνηση) τους αμφισβητεί. Δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής ή ιδεολογικής οπισθοδρόμησης, αλλά ζήτημα αντίθεσης σε αντικειμενικές νομοτέλειες της παραγωγικής προόδου, της εξέλιξης στην παραγωγή.

Η κριτική διερεύνηση της βιομηχανικής, της εργασιακής πραγματικότητας είναι ένα ανεξάντλητο πεδίο, όταν δε γίνεται με απελευθερωτικούς σκοπούς (δηλαδή όχι οικονομίστικα ή προς χάριν μιας επιστημονικής ουδετερότητας), ήτοι όταν γίνεται μέσα από τις έννοιες και τους τρόπους κατανόησης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, με το περιεχόμενο που έχουν αυτές στην θεωρητική, κειμενική ανάπτυξή της, αλλά και μέσα στην ίδια την εμπειρία της ζώσας εργασίας, είναι αυτό που μπορεί να γονιμοποιήσει, να ανανεώσει, να αναγεννήσει σε ρηξικέλευθη κατεύθυνση την ίδια την πολιτική διαδικασία, διότι απλά επιθέτει την δυναμική και την οντολογία της ταξικής πάλης ως μητροπολιτικό σύνολο εισβαλλόντων εργατικών δυνάμεων στην πολιτική σκηνή.

Λοιπόν, επ' αυτών είναι χρήσιμο και ωφέλιμο να δούμε από κριτική σκοπιά, ποιές πλευρές έχουν ενταχθεί στην κανονιστική ανάπτυξη ενός τύπου πολιτικού κράτους, όπως αυτή αποτυπώνεται στα νομοθετικά κείμενά του. -Χρησιμοποιούμε τον όρο πολιτικό κράτος πάντοτε σε αντίθεση προς το θρησκευτικό, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά επειδή η απεύθυνση στην εργατική τάξη, στο παγκόσμιο προλεταριάτο δεν μπορεί να γίνεται μέσω επίκλησης κάποιου «Θεού», οποιοδήποτε προσωπείο κι αν φοράει, οποιοδήποτε είδωλο ή χαλκείο κι αν έχει. Αυτό είναι κεντρικό principle του εργατικού κινήματος απ' τα χρόνια της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. -Δεν απευθυνόμαστε στους εργάτες «όποιον Θεό κι αν πιστεύουν». Απευθυνόμαστε στους εργάτες αποκλειστικά επί της βάσης της ενότητας των υλικών συμφερόντων τους, και όπως είναι γνωστό, η ικανοποίηση των εργατικών συμφερόντων είναι ανειρήνευτη και ασυμβίβαστη προς την ύπαρξη «Θεού».

“Η τεχνητή νοημοσύνη, το διαδίκτυο των πραγμάτων και η ρομποτική έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Μπορούν να συνδυάζουν τη συνδεσιμότητα, την αυτονομία και την εξάρτηση από τα δεδομένα για την εκτέλεση καθηκόντων με ελάχιστο ή καθόλου ανθρώπινο έλεγχο ή εποπτεία. Τα εξοπλισμένα με τεχνητή νοημοσύνη συστήματα μπορούν επίσης να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους αντλώντας διδάγματα από την εμπειρία. Ο σύνθετος χαρακτήρας τους αντικατοπτρίζεται τόσο στην πληθώρα των οικονομικών φορέων που εμπλέκονται στην αλυσίδα εφοδιασμού όσο και στην πολλαπλότητα συστατικών στοιχείων, μερών, λογισμικού, συστημάτων ή υπηρεσιών που συναπαρτίζουν τα νέα τεχνολογικά οικοσυστήματα. Στα χαρακτηριστικά τους προστίθεται η δεκτικότητά τους στις ενημερώσεις και τις αναβαθμίσεις μετά τη διάθεσή τους στην αγορά. Οι τεράστιοι όγκοι χρησιμοποιούμενων δεδομένων, η εξάρτηση από αλγορίθμους και η αδιαφάνεια της λήψης αποφάσεων της τεχνητής νοημοσύνης καθιστούν δυσχερέστερη την πρόβλεψη της συμπεριφοράς των προϊόντων που διαθέτουν δυνατότητες τεχνητής νοημοσύνης και την κατανόηση των πιθανών αιτίων τυχόν ζημίας. Τέλος, η συνδεσιμότητα και ο ανοικτός χαρακτήρας μπορούν επίσης να εκθέσουν τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης και τα προϊόντα του διαδικτύου των πραγμάτων σε κυβερνοαπειλές” (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλλες, 19.2.2020, COM(2020) 64 final, Έκθεση σχετικά με τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης, του διαδικτύου των πραγμάτων και της ρομποτικής στην ασφάλεια και την ευθύνη, 1.2, σ. 2-3).

“Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην ανθρωποκεντρική τεχνητή νοημοσύνη» αναφέρει ότι τα συστήματα ΤΝ θα πρέπει να περιλαμβάνουν ενσωματωμένους μηχανισμούς προστασίας και ασφάλειας ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού, προκειμένου να βεβαιώνεται ότι είναι αποδεδειγμένα ασφαλή σε κάθε βήμα, θέτοντας ως προτεραιότητα τη σωματική και πνευματική ασφάλεια όλων των εμπλεκομένων” (οπ., 2, σ. 4).

“Οι προκλήσεις που παρουσιάζουν οι αναδυόμενες ψηφιακές τεχνολογίες για το ενωσιακό πλαίσιο ασφάλειας των προϊόντων παρουσιάζονται στη συνέχεια. Η συνδεσιμότητα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού προϊόντων και υπηρεσιών. Το χαρακτηριστικό αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή έννοια της ασφάλειας, καθώς η συνδεσιμότητα μπορεί να θέσει άμεσα σε κίνδυνο την ασφάλεια του προϊόντος και έμμεσα όταν αυτό μπορεί να παραβιαστεί με αποτέλεσμα να δημιουργούνται απειλές κατά της ασφάλειας και να επηρεάζεται η ασφάλεια των χρηστών ... Άλλο παράδειγμα αποτελεί ειδοποίηση που υπέβαλε η Γερμανία σχετικά με επιβατικό αυτοκίνητο [Ειδοποίηση RAPEX από τη Γερμανία που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της πύλης της ΕΕ για την ασφάλεια (A12/1671/15)]. Το ραδιόφωνο του οχήματος μπορεί να έχει ορισμένα κενά ασφαλείας λογισμικού που επιτρέπουν σε μη εξουσιοδοτημένους τρίτους την πρόσβαση στα διασυνδεδεμένα συστήματα ελέγχου του οχήματος. Εάν τρίτος εκμεταλλευόταν τα εν λόγω κενά ασφάλειας λογισμικού για δόλιους σκοπούς, θα μπορούσε να επέλθει τροχαίο ατύχημα.” (οπ. σ. 6-7).

Το πιο σημαντικό είναι, ότι η ΕΕ αποδέχεται την “συνωμοσιολογία” και ταnonsense μας περί ανεξαρτητοποίησης τεχνητής νοημοσύνης:

“Η αυτονομία είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της τεχνητής νοημοσύνης. Τυχόν ανεπιθύμητα αποτελέσματα που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη στους χρήστες και τα εκτεθειμένα πρόσωπα. Εφόσον η μελλοντική «συμπεριφορά» των προϊόντων τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων από την εκτίμηση επικινδυνότητας που πραγματοποιεί ο κατασκευαστής προτού διατεθούν τα προϊόντα στην αγορά, το ενωσιακό πλαίσιο για την ασφάλεια των προϊόντων προβλέπει ήδη υποχρεώσεις για τους παραγωγούς να λαμβάνουν υπόψη κατά την εκτίμηση επικινδυνότητας τη «χρήση» των προϊόντων καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Το εν λόγω πλαίσιο προβλέπει επίσης ότι οι κατασκευαστές πρέπει να παρέχουν οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας ή προειδοποιήσεις για τους χρήστες. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η οδηγία για τον ραδιοεξοπλισμό απαιτεί από τον κατασκευαστή να περιλαμβάνει οδηγίες με πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο χρήσης του ραδιοεξοπλισμού σύμφωνα με τη σκοπούμενη χρήση του. Μπορεί επίσης να υπάρξουν καταστάσεις στο μέλλον, στις οποίες τα αποτελέσματα των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορούν να καθοριστούν πλήρως εκ των προτέρων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εκτίμηση επικινδυνότητας που πραγματοποιείται πριν από τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζει πλέον τη χρήση, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά του προϊόντος. Στις περιπτώσεις αυτές, στο μέτρο που μεταβάλλεται, λόγω της αυτόνομης συμπεριφοράς, η σκοπούμενη χρήση, η οποία είχε αρχικά προβλεφθεί από τον κατασκευαστή, και επηρεάζεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ασφάλειας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απαιτείται νέα επαναξιολόγηση του αυτοδιδασκόμενου προϊόντος” (οπ. σ. 8).

“Οι σχετικές ενωσιακές νομοθετικές πράξεις μπορούν να προβλέπουν ειδικές απαιτήσεις για την ανθρώπινη εποπτεία, ως μέτρο διασφάλισης, από τον σχεδιασμό του προϊόντος και καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των προϊόντων και συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Η μελλοντική «συμπεριφορά» των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους για την ψυχική υγεία των χρηστών που απορρέουν, για παράδειγμα, από τη συνεργασία τους με ανθρωποειδή ρομπότ και συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, στο σπίτι ή στο εργασιακό τους περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, σήμερα, η ασφάλεια χρησιμοποιείται γενικά για να εκφράσει στην εκλαμβανόμενη απειλή σωματικής βλάβης του χρήστη η οποία μπορεί να προέλθει από την αναδυόμενη ψηφιακή τεχνολογία. Ταυτόχρονα, τα ασφαλή προϊόντα ορίζονται στο ενωσιακό νομικό πλαίσιο ως προϊόντα που δεν παρουσιάζουν κανέναν κίνδυνο ή απλώς ελάχιστους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των προσώπων. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο ορισμός της υγείας περιλαμβάνει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική ευεξία. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για την ψυχική υγεία θα πρέπει να περιλαμβάνονται ρητά στην έννοια της ασφάλειας των προϊόντων υπό το νομοθετικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η αυτονομία δεν θα πρέπει να προκαλεί υπερβολικό άγχος και ενόχληση για παρατεταμένες περιόδους και να βλάπτει την ψυχική υγεία. Στο πλαίσιο αυτό, παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την αίσθηση ασφάλειας για τους ηλικιωμένους θεωρούνται: οι ασφαλείς σχέσεις με το βοηθητικό προσωπικό υγειονομικής περίθαλψης, o έλεγχος των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής και η ενημέρωση σχετικά με αυτή. Οι παραγωγοί ρομπότ τα οποία αλληλεπιδρούν με ηλικιωμένους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τους εν λόγω παράγοντες ώστε να προλαμβάνονται κίνδυνοι για την ψυχική υγεία. Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα ανθρωποειδή ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης, θα μπορούσαν να προβλεφθούν στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας ρητές υποχρεώσεις για τους παραγωγούς να συνεκτιμούν ρητά την ηθική βλάβη που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα προϊόντα τους στους χρήστες και ιδίως σε ευάλωτους χρήστες όπως ηλικιωμένους σε μονάδες φροντίδας. Ένα άλλο ουσιώδες χαρακτηριστικό των βασιζόμενων σε τεχνητή νοημοσύνη προϊόντων και συστημάτων είναι η εξάρτηση από τα δεδομένα. Η ακρίβεια και η συνάφεια των δεδομένων είναι ουσιαστικής σημασίας για να εξασφαλιστεί ότι τα συστήματα και τα προϊόντα με βάση την τεχνητή νοημοσύνη λαμβάνουν τις αποφάσεις όπως προοριζόταν από τον παραγωγό” (οπ., σ. 10).

“Πρόσθετοι κίνδυνοι που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια είναι εκείνοι που απορρέουν από τον σύνθετο χαρακτήρα των προϊόντων και των συστημάτων, διάφορα κατασκευαστικά στοιχεία, συσκευές και προϊόντα μπορούν να ενοποιηθούν και να επηρεάζουν το ένα τη λειτουργία του άλλου (π.χ. προϊόντα που αποτελούν μέρος ενός οικοσυστήματος έξυπνου σπιτιού) ... Τα σύνθετα συστήματα περιλαμβάνουν συχνά λογισμικό, το οποίο αποτελεί βασικό κατασκευαστικό στοιχείο ενός συστήματος που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη. Γενικά, ως μέρος της αρχικής εκτίμησης επικινδυνότητας, ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος υποχρεούται να προβλέψει τους κινδύνους του ενσωματωμένου στο εν λόγω προϊόν λογισμικού κατά τον χρόνο διάθεσης του προϊόντος στην αγορά.” (οπ., σ. 11).

Στις 21/4/2021 εξεδόθησαν τα Παραρτήματα (COM(2021) 205 final) της Επιτροπής με τίτλο “Fostering a European approach to Artificial Intelligence”, αφορώντα τις εφαρμογές της σε κλίμα, περιβάλλον, υγεία, δημόσιο τομέα, ρομποτική, επιβολή νόμου, μετανάστευση, άσυλο, μετακινήσεις, βιομηχανία αγροτικών προϊόντων. Κατά την ίδια ημεροχρονολογία εξεδόθη Πρόταση για Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου επί των μηχανουργικών προϊόντων [COM(2021) 202 final 2021/0105 (COD)], η λεγόμενη Μηχανουργική Οδηγία (Machinery DirectiveMD), η οποία επί το πλείστον περιέχει κατηγορικούς προσδιορισμούς και πρόνοιες, εξειδικευόμενη με τα 11 Παραρτήματά της [COM(2021) 202 final]. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην κατηγορία Υψηλού Ρίσκου Μηχανουργικά Προϊόντα του Παραρτήματος Ι συγκαταλέγονται στις δύο τελευταίες θέσεις: 24. Λογισμικά διασφαλίζοντα λειτουργίες ασφάλειας, περιλαμβάνουσες συστήματα ΤΝ, 25.  Μηχανουργικά συστήματα ΤΝ, ενθέτοντα, εξασφαλίζοντα λειτουργίες ασφάλειας, και στα επόμενα Παραρτήματα επιβάλλονται μέτρα ασφάλειας.

Σε ό,τι μας αφορά, δι' αυτών χωρεί βιομηχανοποίηση της γνωσιοπληροφοριακής εργασίας με όρους αδιαμεσολαβότητας και όχι τόσο με τις διαμεσολαβήσεις του συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Το δικαιοπολιτικό πλαίσιο των αλλαγών περιέχεται στο έγγραφο με τίτλο “COMMISSION STAFF WORKING DOCUMENT IMPACT ASSESSMENT. Accompanying the Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on machinery products, [SWD(2021) 82 final].

Μπορεί να ειπωθεί, ότι εν πρώτοις παρατηρείται μεγάλη απόσταση μεταξύ των πραγματικοτήτων που ρυθμίζονται κανονιστικά και της τρέχουσας πολιτικής διαπάλης στις χώρες της ΕΕ. Αυτό είναι από μόνο του απόδειξη του ειδικά προσδιορισμένου χαρακτήρα του παραγωγικού προτσές, και της ανάγκης η κοινωνική εργασία στο σύνολό της να αποκτήσει την απαιτούμενη ειδικοποίηση (Spezifikation), ήτοι η συνολική εργατική δύναμη να αναβαθμισθεί και να προαχθεί στο επίπεδο ικανότητας χειρισμού και θέσεως σε κίνηση αυτής της μηχανουργίας, κάτι που είναι πεδίο της πάλης των τάξεων σε συνολικό επίπεδο, και αφορά τους κρίσιμους τομείς υγείας και εκπαίδευσης.

Το Ιούνιο του 2021 ψηφίσθηκε ο Μηχανουργικός Κανονισμός επί της βάσης της ως άνω Οδηγίας.[2] Με αυτό στην οπτική της κριτικής της πολιτικής οικονομίας έχουμε την ανύψωση της πάλης του εργάτη κόντρα στην μηχανή στο επίπεδο νομοθεσίας που αφορά πολλές αναπτυγμένες χώρες. Αυτό είναι ως τέτοιο μια επιτυχία, που έγινε επιτευκτή και κατορθωτή στο μέτρο που ο συλλογικός εργάτης συμμετέχει σε αυτήν την πάλη, την αντιλαμβάνεται ως λεπτομερειακή εργασία του. Είναι απλά η επίθεση της κεντρικότητας της βιομηχανικής εργασίας στο νομοθετικό και στο ανώτερο θεσμικά πολιτικό.

Αυτό ήδη διαμορφώνει ένα νέο τοπίο στην διεξαγωγή και ανάπτυξη της ταξικής πάλης μέσα στους χώρους εργασίας. Είναι μια παράμετρος, που στο μέτρο κατά το οποίο μας ευνοεί και μας ωφελεί, πρέπει να την προτάσσουμε.

Απ’ αυτό και πέρα έχουμε εκδιπλώσεις (deployments) τόσο στην παραγωγή cyborgs, όσο και στην cyborg παραγωγή.

Ένα βήμα είναι ότι παρατηρήθηκε μια υποχώρηση των αφεντικών στην ίδια την οντολογική/μηχανολογική περιγραφή των cyborgs απ’ αυτήν η οποία επικρατούσε πριν 3 χρόνια περίπου, καθ’ όσον αναγκάσθηκαν (υπό το βάρος των ίδιων των ταξικών αγώνων) να μετατοπισθούν στην έννοια του συστήματος (της διασύνδεσης, συνάρθρωσης cyborg εργάτη και μηχανής), το οποίο ταυτίζεται με υπαρκτές, λειτουργούσες εργοστασιακές μηχανουργίες.[3]

Τούτου δοθέντος, τα ταλαιπωρούντα μηχανολογικά υλικά παρίστανται ως εξής:

-Οι εκσυγχρονισμένες (desynchronized, και γι’ αυτό επί το πλείστον κακόβουλα λειτουργούσες) κατ’ ευφημισμό καλούμενες «λογικές μηχανές»: η μηχανολογία των μέσου επιπέδου παραγωγικής ανάπτυξης μιλιταρισμών, και των απλήρωτων θυσιών για πατρίδες, με τις οποίες ουδεμία σχέση έχουμε κιόλας.

-Οι αφηρημένες μηχανές, για τις οποίες έχουμε αναπτύξει κριτική εδώ: η μηχανολογία απλήρωτου machine learning, απλήρωτης σύνδεσης με λειτουργίες του εποικοδομήματος και του υπερκτίσματος.

-Η μηχανολογία της εμφυλοποίησης. Στην οπτική μου, όσο αυστηρό κι αν ακούγεται, η υιοθέτηση μιας τόσο ουμανιστικής στάσης στην cyborg λειτουργία λειτουργεί μέσα από την ίδια την Αντικειμενικότητα ως υποβάθμιση, πισωγύρισμα. Το ίδιο και με το θέμα των θρησκευτικών ταυτοτισμών.

Όσο η ταξική πάλη καθιστά αυτά τα υλικά χρήσιμα μόνο για κάθε είδους ανακύκλωση, τόσο με το ανέβασμα και την αύξηση της εργατικής ισχύος, του εργατικού μισθού κλπ., η ίδια η κοινωνία θα γίνεται πιο ανθρώπινη, πιο χαρούμενη, πιο ασφαλής, πιο ελεύθερη, με περισσότερη δημοκρατικότητα, με περισσότερο και πιο εργατικά καθορισμένο σοσιαλισμό.

Προσέτι, αναπτύσσεται η επιλογή, αλλά και το σύστημα σεντιμενταλισμού, επομένως και καλλιτεχνικοποίησης ποσοτήτων και ποιοτήτων της βιομηχανικής cyborg λειτουργίας.[4] Έχει να κάνει με τις κλίσεις του καθενός. Το ζήτημα που βάζουμε, είναι για κάθε τέτοια καλλιτεχνικοποίηση, να υπάρχει κι η ισοδύναμη αμοιβή, ακόμα κι αν δεν έχει παραχθεί από συγκεκριμένη εργασία ως τέτοια. Πρέπει να επιβληθεί με την σιδερένια ισχύ του δίκιου του εργάτη: τα κάθε είδους κομματικά πρόσφορα από εμάς δεν είναι επιτρεπτά.

 



[1] Επί παραδείγματι σε ένα μερικό επίπεδο βλ. Peter Burt, Cyborg Dawn? The military use of human augmentation for war fighting, Drone Wars UK, Unit 34, The Wincombe Centre, Shaftesbury, SP7 9QJ, May 2023.

[2] Ενδεικτικά βλ. https://cypag.com/en/machinery-directive-becomes-machinery-regulation/

[3] Ενδεικτικά βλ. https://www.cyborg-engravers.com/

[4] Βλ. Mark Coeckelbergh, New Romantic Cyborgs. Romanticism, Information, Technology, and the End of the Machine, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, London, England, 2017.

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...