Η απάντηση του Aufheben: ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΖΕΣΘΑΙ ΚΑΠΟΙΟΥ ΑΛΛΟΥ ΤΙΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
Εισαγωγή
Το Chuǎng ισχυρίζεται ότι έχουμε κάνει μια υπερβολικά αισιόδοξη εκτίμηση της τρέχουσας δυσπραγίας της Κινεζικής οικονομίας και γι' αυτό των μελλοντικών προοπτικών του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι ροδαλές θεωρήσεις μας, φαίνεται, ότι εννοούν πως έχουν καταστεί ανίκανες να αναγνωρίσουν μια αληθινή σημασία της πρόσφατης οξείας επιβράδυνσης στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, των αυξανόμενων επιπέδων χρεωστικότητάς της, της αυξανόμενης βιομηχανικής υπερπανουργίας, της αστάθειας σε αμφότερα στο αλλοδαπό χρηματιστήριο και στην Κινεζική κεφαλαιαγορά, και θα προσθέταμε, της πτώσης στο ποσοστό του τιμάριθμου και επομένως του διαφαινόμενου κινδύνου αποπληθωρισμού των τιμών. Για το Chuǎng η σημασία όλων αυτών των οικονομικών φαινομένων, τα οποία έχουν γίνει αυξανόμενα εμφανή από τις αρχές του 2015, είναι ότι προαναγγέλλουν την έναρξη μιας μείζονος οικονομικής κρίσης στην Κινεζική οικονομία που είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας της Κίνας να κάνει την μετάβαση σε “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”.
Για χρόνια μας πληροφορούν, ότι η Κινεζική οικονομία επένδυσε πάρα πολλά και κατανάλωσε πάρα πολύ λίγα. Παρά τις επαναλαμβανόμενες δηλωμένες προθέσεις να διορθώσουν την ανισορροπία μεταξύ “υπερεπένδυσης” και “υποκατανάλωσης” η Κινεζική κυβέρνηση και οι οικονομικοί σχεδιαστές απέτυχαν σε αυτό. Έχοντας αποτύχει να δράσουν όταν οι καιροί ήταν πιο ευνοϊκοί, το Κινεζικό κράτος τώρα αντιμετωπίζει την έναρξη μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης. Τα κοτόπουλα έχουν όντως και πραγματικά μπει στην θράκα. Όσον αφορά την εκτίμηση των μελλοντικών προοπτικών της Κινεζικής οικονομίας, το Chuǎng εκθέτει τέσσερα διακριτά σενάρια που προσδιορίζονται μονάχα με όρους του πόσο πετυχημένα και ταχέως η Κίνα είναι ικανή να κάνει αυτήν την μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”. Έπειτα, το Chuǎng προβαίνει να κάνει μια απόφανση στην πιθανότητα ενεργούς πραγμάτωσης καθενός απ' αυτά τα σενάρια
Το πρώτο σενάριο που βάζουν μπροστά είναι ότι η Κίνα είναι ικανή να κάνει εξ ίσου μια πετυχημένη και ταχεία μετάβαση σε “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”. Ως αποτέλεσμα, η Κινεζική οικονομία είναι ικανή να αποτρέψει μια σοβαρή οικονομική κρίση και είναι ικανή να διατηρήσει υγιές ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, για το Chuǎng αυτό το κάλλιστο σενάριο είναι πολύ απίθανο. Δεν μας λένε γιατί κάνουν αυτήν την απόφανση, ούτε τίποτα άλλο από το ότι το Κινεζικό κράτος για χρόνια λέει ότι επρόκειτο να αυξήσουν την κατανάλωση σχετιζόμενη με την επένδυση, και έχει επανειλημμένα αποτύχει σε αυτό. Το Chuǎng ούτε καν παρέχει τους λόγους γιατί έχουν στο παρελθόν αποτύχει να κάνουν αυτήν την μετάβαση και γιατί είναι τόσο απίθανο να την κάνουν στο μέλλον. Είναι ζήτημα έλλειψης πολιτικής βούλησης; Έχει να κάνει με ιδεολογικούς λόγους; Είναι λόγω των περιχαρακωμένων συμφερόντων στο κόμμα-κράτος; Ή υπάρχουν κι άλλοι αντικειμενικοί οικονομικοί περιορισμοί που εμποδίζουν την Κινεζική οικονομία να κάνει την μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”; Το Chuǎng απλά μας αφήνει στο σκοτάδι.
Το τέταρτο και χειρότερο σενάριο είναι ότι η Κίνα αποτυγχάνει να κάνει την μετάβαση σε “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση” και αυτό επιδρά σε μια σοβαρή οικονομική συντριβή: τράπεζες και εταιρείες χρεωκοπούν, οι εκροές μειώνονται, η ανεργία ίπταται, καθώς η Κινεζική οικονομία πίπτει σε μια βαθιά και μακρά ύφεση. Ξανά, για το Chuǎng, όπως το σενάριο ένα, αυτό το χειρότερο σενάριο είναι απίθανο να συμβεί. Είναι πιθανό, μας λένε, μόνο αν υπάρξουν σοβαρές γκάφες πολιτικής εκ μέρους του Κινεζικού κράτους στην διαχείριση της οικονομικής κρίσης αναγόμενες στην αποτυχία να κάνουν την μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”.
Αυτό μας αφήνει με το δεύτερο σενάριο και το τρίτο σενάριο ως τις εκβάσεις που το Chuǎng θεωρεί ως τις πιο πιθανές εκβάσεις για το μέλλον της Κίνας. Στο δεύτερο σενάριο του Chuǎng, η Κίνα επιτυγχάνει στο να κάνει την μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”, αλλά αργά. Σε αυτό το σενάριο η Κινεζική οικονομία αλέθει μέχρι να ακινητοποιηθεί, και τότε για μια περίοδο, στενεύει. Παρότι οι ίδιοι οι του Chuǎng δεν το δηλώνουν, πρέπει να υποθέσουμε ότι η εμπειρία της αρνητικής ανάπτυξης εξυπηρετεί στην συγκέντρωση των εγκεφάλων των Κινέζων διαμορφωτών πολιτικής ώστε επαρκώς να αναλάβουν δράση για να υπερβούν τους περιορισμούς στο να κάνουν την μετάβαση. Το Chuǎng δεν μας λέει πόσο αυτή η περίοδος ύφεσης πιθανόν να διαρκέσει -απλώς το ελάχιστο δύο διαδοχικών τετραμήνων αρνητικής ανάπτυξης γίνεται αποδεκτό ως προσδιοριστικό μιας ύφεσης, ή αν πρόκειται να διαρκέσει για χρόνια -αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα εξαρτηθεί στο πόσο γρήγορα οι διαμορφωτές της Κινεζικής πολιτικής είναι ικανοί να καταφέρουν την αναγκαία μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”.
Στο τρίτο σενάριο, η Κινεζική οικονομία αποτυγχάνει στο να κάνει την “μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”. Οι διαμορφωτές της Κινεζικής πολιτικής επιτυγχάνουν στο να αποτρέψουν μια σοβαρή οικονομική συντριβή, αλλά με κόστος καταδίκης της Κίνας σε χρόνια αν όχι δεκαετίες οικονομικής στέγνας. Θα λέγαμε, ότι σε αυτό το σενάριο, η Κίνα πάει στον ίδιο δρόμο της Ιαπωνίας που ακολούθησε την κρίση της στα πρώιμα 1990s -παρότι ίσως για διαφορετικούς λόγους.
Το Chuǎng δεν δίνει καμία ένδειξη πόση επένδυση πρέπει να περικοπεί και πόσο η κατανάλωση θα πρέπει να ανέβει ώστε να σιγουρευτούμε ότι η επικείμενη κρίση υπερεπένδυσης/υποκατανάλωσης έχει αποτραπεί. Αλλά κάθε ουσιώδη μείωση στην επένδυση θα επέφερε μια πτώση στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην παραγωγική ικανότητα, και γι' αυτό ουσιωδώς θα μείωνε το βιώσιμο μακροπρόθεσμο ποσοστό ανάπτυξης της Κινεζικής οικονομίας. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ακόμα και στην “απίθανη” περίσταση που η Κίνα κάνει μια πετυχημένη και ταχεία μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση” τότε όχι μόνο έχει τελειώσει η εποχή των διψήφιων ποσοστών ανάπτυξης αλλά και οι στόχοι ποσοστών μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης 7%-8% τεθέντες από τα οικονομικά πλάνα της Κίνας είναι ανεπίτευκτοι.
Έτσι ακόμα και με το κάλλιστο σενάριό τους, η οπτική του Chuǎng δεν μοιάζει να είναι σημαντικά πιο “απαισιόδοξη” για εξ ίσου το μέλλον της Κίνα και επομένως το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, από αυτό που προτείναμε ότι ίσως είναι υπόθεση στον Επίλογο.
Ωστόσο, όπως βλέπουμε, το ζήτημα μεταξύ του Aufheben και του Chuǎng αφορόν το μέλλον της Κίνας και επομένως του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν είναι ποιός είναι πιο “απαισιόδοξος” ή ποιός είναι πιο “αισιόδοξος” -ποιός φοράει τα ροδαλά θεάματα και ποιός φοράει τις κυνικές σκοτεινές σκιές/αποχρώσεις. Το ζήτημα είναι βαθύτερο από αυτό. Είναι αμφότερα η θεωρητική προοπτική και το πλαίσιο εργασίας εκ των οποίων παράγονται τέτοιες αποφάνσεις αφορώσες τις μελλοντικές προοπτικές της συσπείρωσης κεφαλαίου σε αμφότερες Κίνα και παγκόσμια οικονομία.
Ευσύνοπτα στο συμπέρασμα του Επιλόγου μας, όπως και στο τελείωμα του πρόσφατου άρθρου μας “Η Περιστροφή του Ομπάμα στην Κίνα και Πιρουέτες στην Μέση Ανατολή”, θέσαμε μπροστά την οπτική μας, αν και μάλλον σκιαγραφικά, ότι η μεγάλης σημασίας μετάβαση που αντιμετωπίζει η Κίνα είναι η αλλαγή από την εξαγωγή εμπορευμάτων στην εξαγωγή κεφαλαίου. Αυτή η μετάβαση θα σηματοδοτούσε ένα μείζον βήμα στην μεταμόρφωση της Κίνας από αυτό που έχουμε ορολογήσει ως ένα απλό επίκεντρο στην παγκόσμια οικονομία, στην κατοχύρωσή της ως ενός διακριτού πόλου εκ των ενόντων της παγκόσμιας συσπείρωσης κεφαλαίου -έναν εγειρόμενο αντίποδα σε αυτόν των ΗΠΑ.
Το Chuǎng δεν θίγει αυτό το ζήτημα στην απάντησή τους στον Πρόλογό μας, εκτός από το να αναφέρεται περιληπτικά σε αυτό σαν κάτι που έχει να κάνει με τους απαιτούμενους “πόρους” της Κίνας! Μας φαίνεται ότι είναι ανίκανοι ακόμα και να αναγνωρίσουν τί προτείνουμε ώστε να επιχειρηματολογήσουν εναντίον του. Αλλά αυτό ίσως δεν εκπλήσσει από την στιγμή που μας είναι ξεκάθαρο ότι στην σκιαγράφηση της φλογερούς ανάλυσής τους περί της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης στην Κίνα έχουν δανεισθεί τις θεωρήσεις νεο-φιλελεύθερων οικονομολόγων. Δι' αυτού έχουν άθελά τους υιοθετήσει μια μυωπική και ιδεολογικά περιγεγραμμένη προοπτική στην οποία η μετάβαση από την εξαγωγή εμπορευμάτων σε εξαγωγή κεφαλαίου μπορεί μόνο να εμφανίζεται ως κάτι λίγο περισσότερο από μια άμορφη μάζα ώστε δεν έχει νόημα γι' αυτούς. (υπογράμμιση δική μου)
Η προοπτική των νεο-φιλελεύθερων θεωρήσεων του Chuǎng
Ακόμα κι από μια βιαστική ανάγνωση του άρθρου τους “Η Επικείμενη Κρίση ...”, είναι ξεκάθαρο ότι το Chuǎng σύρεται βαρέως από την ανάλυση αμφότερων χρηματιστικών και οικονομολόγων σχολιαστών και δημοσιογράφων. Τώρα, δεν υπάρχει τίποτα λαθεμένο στο να σύρεσαι από τέτοιες μπουρζουάδικες πηγές, ούτε στο να σύρεσαι μάλλον από μπουρζουάδες μέινστριμ οικονομολόγους και επίσημες πηγές όπως έχουμε κάνει στον Επίλογό μας. Ύστερ' απ' όλα, τέτοιες πηγές έχουν περισσότερο χρόνο, και πρόσβαση σε πληροφόρηση από αυτή που είναι διαθέσιμη σε εμάς. Κατά το μάλλον, οι αναλύσεις που παρουσιάζονται από τέτοιες πηγές είναι πιθανόν να έχουν στιγμή αλήθειας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να συνιδιοποιούμε κριτικά το εμπειρικό αποδεικτικό υλικό και την ανάλυση που αυτό παρέχει. Είναι αναγκαίο να καταλάβουμε ποιος είναι που παρουσιάζει αυτήν την ανάλυση, ποιόν αυτές αντιπροσωπεύουν και πόθεν έρχονται. Δεν είναι απλά ένα θέμα προσαρμογής του γεγονότος στους δημοσιογράφους, για παράδειγμα, είναι πιθανό να παρατηγανίζουν την πουτίγκα προκειμένου να κάνουν ένα απλό και εμφατικό θέμα ώστε να πουλήσουν το αντίτυπό τους, και γι' αυτό είναι πιθανό να είναι είτε υπερβολικά υπεραισιόδοξες ή υπεραπαισιόδοξες στα συμπεράσματά τους. Ή, για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, προσαρμόζονται για το γεγονός ότι οι επίσημες πηγές είναι πιθανό να παρουσιάζουν συμπεράσματα που είναι προσεκτικά αισιόδοξα από την στιγμή που είναι υπό την υποχρέωση “να μην τρομάξουν την αγορά”. Είναι αναγκαίο να καταλάβουμε τις άδηλες ιδεολογικές και μεθοδολογικές προκείμενες οι οποίες παρέχουν το θεωρητικό πλαίσιο εργασίας για την ανάλυση τέτοιων μπουρζουάδικων πηγών, και η οποία δίνει νόημα στα δεδομένα και στις στατιστικές που παρουσιάζουν.
Όπως θα επιχειρηματολόγησουμε τώρα, (εννοεί καθώς) παρουσιάζουν την κρίσιμη μετάβαση που αντιμετωπίζει η Κινεζική οικονομία ως “την μετάβαση σε οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”, το Chuǎng έχει υιοθετήσει συνολικά το περιορισμένο θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς και την προοπτική της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας. Αυτό δεν φτάνει μέχρι να τους αποκηρύξουμε ως καμαράκι νεο-φιλελεύθερων ιδεολόγων. Ουδεμία αμφιβολία έχουμε ως κομμουνιστές ότι αυτοί θα απέρριπταν τις ιδεολογικές προκείμενες που έχουν άθελά τους ρουφήξει. Αλλά το θέμα είναι να δείξουμε πως αυτές έχουν ναρκοθετηθεί από την μπουρζουάδικη ιδεολογία, την οποία δεν μπορούν να δουν από πίσω τους.
Ο Ψυχρός Πόλεμος και οι καταγωγές των νεο-φιλελεύθερων οικονομικών
Θα πρέπει ίσως να αναμνησθεί ότι οι καταγωγές των νεο-φιλελεύθερων οικονομικών ανευρίσκονται στην Αμερική των 1950s στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Αμερικανοί μπουρζουάδες διανοούμενοι, η “γη των ελευθέρων” ήσαν υπό πολιορκία απ' αυτό που έμοιαζε ως αμείλικτη “πρόοδος του σοσιαλισμού” γύρω απ' τον πλανήτη. Μετά, την λήξη του ΠΠΒ είχε ακολουθήσει η κατοχύρωση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνα, η έλευση στην εξουσία των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, και μια αυξανόμενη στροφή προς τον Μαρξισμό στα αντι-αποικιακά κινήματα στον “τρίτο κόσμο”. Ήδη, το εν τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε κάτω από “ολοκληρωτικά” Κομμουνιστικά καθεστώτα, και φαινόταν ότι δεν θα ήταν πολύ μακριά που πολλοί θα έβρισκαν τους εαυτούς τους κάτω από την αρχή του “σοσιαλισμού”.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: η “σοσιαλιστική” ιδεολογία ήδη έκανε μείζονες διεισδύσεις στον “Ελεύθερο Κόσμο”. Οι σοσιαλδημοκρατικές μετα-πολεμικές διευθετήσεις μεταξύ των συμμάχων της Αμερικής στην Δυτική Ευρώπη είχαν φανερώσει μια ραγδαία αύξηση στον ρόλο του κράτους και αύξοντες περιορισμούς στο “ελεύθερο επιχειρηματικό σύστημα”. Ολόκληρες εκτάσεις βιομηχανίας εθνικοποιούνταν και ό,τι παρέμενε από τον ιδιωτικό τομέα αυξανόμενα υπόκειτο σε κρατική ρύθμιση και “κόκκινη ταινία”.
Ακόμα και στην ίδια “την γη των ελευθέρων”, μείζονες υποχωρήσεις είχαν γίνει στις “σοσιαλιστικές” ιδέες. Το “New Deal” του Ρούζβελτ είχε οδηγήσει σε αύξουσα κρατική ρύθμιση της ιδιωτικής βιομηχανίας, στην “καταπίεση της τραπεζικής και της χρηματιστικής” και στην έγερση μια “Μεγάλης Κυβέρνησης υψηλής φορολόγησης και δαπάνης”.
Γι' αυτούς τους διανοούμενους ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν πάνω απ' όλα ένας ιδεολογικός πόλεμος μεταξύ δύο διαμετρικά αντιτιθέμενων οικονομικών ιδεολογιών: εκείνης της “ελεύθερης οικονομίας” της Δύσης κατά της κρατικά σχεδιασμένης και διοικούμενης οικονομίας του κομμουνιστικού μπλοκ.
Για έναν μικρό αριθμό ευέλπιδων φιλελεύθερων οικονομολόγων βασισμένων στα τμήματα οικονομικών λιγοστών Αμερικανικών Πανεπιστημίων, το πρόβλημα ήταν ότι η παλιότερη γενιά φιλελεύθερων είχε προσχωρήσει στην έσχατη αναποδραστικότητα του “σοσιαλισμού”, και γι' αυτό είχαν παραδοθεί στην Κομμουνιστική προπαγάνδα ότι ο σοσιαλισμός ήταν “το τέλος της ιστορίας”. Ως αποτέλεσμα, είχαν επιδιώξει μια πολιτική κατευνασμού ακόμα και μεγαλύτερες παραχωρήσεις στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της κρατικής παρέμβασης στην “οικονομία της ελεύθερης αγοράς” με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι αυτό τουλάχιστον θα καθυστερούσε το αναπόδραστο. Αλλά, αντί να εμποδίζουν την πρόοδο του σοσιαλισμού τέτοιες παραχωρήσεις εξυπηρέτησαν την επίσπευσή του.
Γι' αυτούς τους νεαρούς “πρωτο-νεο-φιλελεύθερους” ήταν αναγκαίο να επαναβεβαιώσουν και να επαναζωογονήσουν τις αρχές του κλασσικού φιλελευθερισμού, που είχαν κυριαρχήσει στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνος, οι καταγωγές των οποίων κείντο στα γραπτά του Άνταμ Σμιθ.
Ο Άνταμ Σμιθ και ο καπιταλισμός ως “βασισμένη στην κατανάλωση οικονομία”
Στα γραπτά του διάσημου έργου “Μια Έρευνα στην Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών”, ο Άνταμ Σμιθ αναζήτησε να αντικρούσει αυτό το οποίο είχε δει ως προνομιακές μερκαντιλιστικές διδαχές, οι οποίες είχαν επιβληθεί επί γενεών ανθρώπων του κράτους από τα ειδικά συμφέροντα καλά συνδεδεμένων εμπόρων και βιοτεχνών, προς βλάβη των γενικών συμφερόντων της κοινωνίας.
Για τους μερκαντιλιστές, ο πλούτος των εθνών -και έτσι η φορολογική βάση του κράτους- αποτελείτο από το συνολικό ποσό του παγκόσμιου χρήματος, που είναι το ποσό του χρυσού και του ασημιού, που κατέχετο. Για χώρες, όπως η Βρετανία, που δεν κατείχε ορυχεία χρυσού ή ασημιού οποιασδήποτε σημασίας, ο μόνος δρόμος αύξησης του πλούτου ήταν μέσω της διεξαγωγής πρόσθετου εμπορίου με τις άλλες χώρες. Με την πώληση περισσότερων αγαθών στο εξωτερικό από αυτά που εισάγοντο, περισσότερος χρυσός και ασημένιο κέρμα θα ερχόνταν εντός του έθνους από αυτά που θα πήγαιναν έξω και επομένως το συνολικό ποσό χρυσού και ασημιού που το έθνος κατείχε θα αύξανε. Το έθνος έτσι και γι' αυτό θα γινόταν πλουσιότερο και το κράτος θα είχε περισσότερους φόρους για να διεξάγει πολέμους και να κάνει το έθνος ισχυρότερο.
Οι μερκαντιλιστές γι' αυτό πρότειναν ότι πρώτα ο “Κυρίαρχος” πρέπει να αποδίδει Βασιλικά Προνόμια σε διαλεγμένες εμπορικές εταιρείες αποδίδοντας σε αυτές το μονοπώλιο του αλλοδαπού εμπορίου του έθνους με σχεδιασμένα τμήματα του κόσμου. Ελεύθερες από τον ανταγωνισμό από άλλες εταιρείες, που ίσως πλειοδοτήσουν ή μειοδοτήσουν έναντι αυτών, αυτές οι εταιρείες θα μπορούσαν τότε να σιγουρεύσουν ότι το έθνος αποκτούσε την καλύτερη τιμή για αμφότερα τα αγαθά που εξάγοντο και για τα αγαθά που εισάγοντο. Περισσότερος χρυσός ή ασήμι θα εκρατείτο για αγαθά πωλούμενα στο εξωτερικό και λιγότερος χρυσός θα έπρεπε να δαπανηθεί για τα εισαγόμενα αλλοδαπά αγαθά.
Δευτερευόντως, αυτοί πρότειναν ότι οι εξαγωγείς πρέπει να στηρίζονται μέσω κρατικών επιδοτήσεων (ή “δασμών” όπως ήταν γνωστοί τότε), και ότι υψηλοί τελωνειακοί δασμοί θα έπρεπε να επιβληθούν σε ένα πλατύ εύρος εισαγόμενων αγαθών, όχι απλά για να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, αλλά για να αποθαρρύνουν το έθνος από την ζήτηση τέτοιων εισαγωγών. Έτσι, από αμφότερα, από την ενθάρρυνση των εξαγωγών και την αποθάρρυνση των εισαγωγών, το κράτος θα μπορούσε να δράσει ώστε να σιγουρέψει ένα εμπορικό πλεόνασμα και μια συσπείρωση του πλούτου του έθνους.
Για να αντικρούσει αυτές τις μερκαντιλιστικές διδαχές, ο Άνταμ Σμιθ ισχυρίσθηκε ότι ο πλούτος των εθνών δεν συνίσταται από χρυσό και ασήμι, αλλά εν αντιθέσει αποτελείται από “καταναλωτά αγαθά” που ικανοποιούν τις θελήσεις και τις ανάγκες των ανθρώπων. Ως συνέπεια, ο Σμιθ έφτασε να επιχειρηματολογεί:
Η κατανάλωση είναι το μόνο τέλος και σκοπός της όλης παραγωγής: και το συμφέρον των παραγωγών θα πρέπει να εξυπηρετεί στο μέτρο που είναι αναγκαίο την προώθηση αυτού (εννοεί του συμφέροντος) του καταναλωτή. Το αξίωμα είναι τόσο τέλεια αυταπόδεικτο που θα ήταν παράδοξο να προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε. Αλλά στο εμποροκρατικό σύστημα το συμφέρον του καταναλωτή σχεδόν σταθερά θυσιάζεται σε αυτό του παραγωγού: και αυτό φαίνεται να θεωρεί την παραγωγή, όχι την κατανάλωση, ως το έσχατο τέλος και αντικείμενο της όλης βιομηχανίας και του εμπορίου. (Wealth of Nations, p. 594).
Αν η κατανάλωση είναι το “μόνο τέλος και σκοπός της όλης παραγωγής”, πώς αυτό επιτυγχάνεται κάλλιστα; Για τον Σμιθ, όπως είναι γνωστό, αυτό επιτυγχάνεται κάλλιστα μέσω μιας ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς εντός της οποίας καθένας είναι ελεύθερος να αγοράσει και να πουλήσει, όπως θέλει, και καθένας μπορεί να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα χωρίς καμία υπερβολική σύνδεση στα συμφέροντα των άλλων. Σε μια τέτοια οικονομία το “αόρατο χέρι” του ανταγωνισμού θα σιγουρέψει ότι οι παραγωγοί συναντούν τις θελήσεις των καταναλωτών στον πιο επαρκή και φτηνό πιθανό τρόπο και ο καταναλωτής θα είναι κυρίαρχος.
Για τον Σμιθ, μια ανταγωνιστική οικονομία αγοράς -αυτό που αποκαλεί “σύστημα φυσικής ελευθερίας”- αναγκαία θα εγείρετο ταυτόχρονα, αν δεν ήταν το μπλέξιμο του κράτους παρακινούμενο από τα ειδικά συμφέροντα των παραγωγών. Ο σοφός άνθρωπος του κράτους θα αγνοούσε την ειδική παράκληση των διαφόρων βιοτεχνών και εμπόρων και θα υιοθετούσε μια πολιτική laissez faire. Θα περιόριζε τον ρόλο του κράτους στην άμυνα του βασιλείου, στην διοίκηση της δικαιοσύνης και στην προστασία της ιδιωτικής περιουσίας, και:
“τριτευόντως, το καθήκον έγερσης και διατήρησης συγκεκριμένων δημοσίων έργων και συγκεκριμένων δημοσίων ιδρυμάτων που δεν μπορεί ποτέ να είναι για το συμφέρον οποιουδήποτε ατόμου ή μικρού αριθμού ατόμων, να εγείρουν και να διατηρήσουν: επειδή το κέρδος δεν θα μπορούσε ποτέ να αποπληρώσει το έξοδο σε οποιοδήποτε άτομο ή σε μικρό αριθμό ατόμων, παρόλο που ίσως συχνά κάνει πολύ περισσότερα από το να ξεπληρώνει σε μια μεγάλη κοινωνία” (Wealth of Nations p. 620).
Προσπάθειες από ανθρώπους του κράτους να ξεπεράσουν αυτούς τους περιορισμένους ρόλους του κράτους μέσω της προώθησης “των γενικών συμφερόντων” μέσω της κρατικά ρυθμισμένης παραγωγής και εμπορίου δεν θα ήταν μόνο αντιπαραγωγικές αλλά αναγκαία θα οδηγούσαν σε τυραννία. Το σύστημα οικονομικής ελευθερίας ήταν συντελλόν στην πολιτική ελευθερία -ή σε ό,τι οι ακόλουθοί του θα αποκαλούσαν δημοκρατία:
“Ιδωμένο ως μέσο στον σκοπό της πολιτικής ελευθερίας, οι οικονομικοί διακανονισμοί είναι σημαντικοί, εξ αιτίας της επίδρασής των στην συγκέντρωση και διασπορά της εξουσίας. Το είδος της οικονομικής οργάνωσης που παρέχει οικονομική ελευθερία άμεσα -κυρίως, ανταγωνιστικό καπιταλισμό- προωθεί επίσης πολιτική ελευθερία επειδή ξεχωρίζει την οικονομική εξουσία από την πολιτική εξουσία και με αυτόν τον τρόπο ενισχύει τον ένα να αντισταθμίζει τον άλλο.
Για τους πρωτοπόρους του νεοφιλελευθερισμού, τα επιχειρήματα του Άνταμ Σμιθ ενάντια στον μερκαντιλισμό εφαρμόζονταν με ακόμα μεγαλύτερη ισχύ ενάντια στον σοσιαλισμό. Ύστερ απ' όλα, καθώς οι μερκαντιλιστές πρωτευόντως απασχολούνταν με το αλλοδαπό εμπόριο, ο σοσιαλισμός απασχολείται με το ρυθμίζειν την συνολική οικονομία! Σε αυτήν την έσχατη μορφή, οι κρατικά σχεδιασμένες διοικούμενες οικονομίες του Κομμουνιστικού κόσμου είχαν εντελώς αντικαταστήσει την ελεύθερη αγορά από την κρατική ρύθμιση. Ως τέτοιος ο σοσιαλισμός ήταν η πολύ συγκεκριμένη αντί-θεση στον καπιταλισμό ιδωμένον ως μια ουσιώδη “δημοκρατική κοινωνία ελεύθερης αγοράς”.
Η εμπειρία από τα μεσοπολεμικά χρόνια είχε οδηγήσει την παλιότερη γενιά νεοφιλελεύθερων να κάνουν παραχωρήσεις στον σοσιαλισμό. Η ραγδαία βιομηχανοποίηση της ΕΣΣΔ, στον ίδιο χρόνο που ο αχαλίνωτος καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς στις ΗΠΑ είχε βυθισθεί από άνθηση σε ύφεση, οδήγησε φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής να υποχωρήσουν εν όψει της υπεροχής του ορθολογικού σχεδιασμού και της κρατικής παρέμβασης σε μια “σύγχρονη βιομηχανική οικονομία”.
Ωστόσο, παρόλο που αυτοί ίσως υποχώρησαν εν όψει της οικονομικής υπεροχής του σοσιαλισμού, οι θεαματικές δίκες του Στάλιν ήταν η επιτομή του πως ο σοσιαλισμός οδηγήθηκε σε ολοκληρωτισμό. Η κριτική των φιλελεύθερων του ενεργώς υπαρκτού σοσιαλισμού γι' αυτό εκτέθηκε στους όρους της εκ μέρους του έλλειψης πολιτικής ελευθερίας.
Οι πρωτοπόροι του νεο-φιλελευθερισμού επιχειρηματολόγησαν, ότι παρόλο που οι σοσιαλιστές ίσως επισήμαναν το σημείο ότι σε αμφότερες ΕΣΣΔ και Κίνα ο σοσιαλισμός είχε καταφέρει ραγδαία βιομηχανοποίηση αυτού το οποίο προγενέστερα ήταν σε ποικίλους βαθμούς αγροτικές κοινωνίες χωρικών, και ίσως ώθησαν την αχανή εκροή άνθρακα, σιδήρου και ατσαλιού που αυτά τα Κομμουνιστικά κράτη τώρα παρήγαγαν, αυτό είχε γίνει προς επιβάρυνση/κόστος του καταναλωτή. Όπως αυξανόμενα αποδεικνύετο, υπό τον Σοσιαλισμό η επιλογή του καταναλωτή ήταν σοβαρά περιορισμένη: υπήρχαν χρονικοί περιορισμοί βασικών αναγκών και ακόμα κι όταν τα καταναλωτικά αγαθά ήταν άμεσα διαθέσιμα χωρίς μακρές ουρές αναμονής, τα παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά ήταν συχνά κάτω από τα στάνταρντς ή ακόμα και ελαττωματικά. Αν η κατανάλωση ήταν ο “το μόνο τέλος και σκοπός της όλης παραγωγής”, τότε οι κρατικά σχεδιασμένες οικονομίες σταθερά αποτύγχαναν.
Ο “ενεργώς υπαρκτός σοσιαλισμός” είχε στην πράξη αποδειχθεί ότι δεν ήταν επιθυμητός, όχι μόνο με τους όρους της πολιτικής ελευθερίας, αλλά και στους όρους της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Το “τέλος της ιστορίας” και η “μετάβαση σε μια καταναλωτικά-βασισμένη οικονομία”
Στα 1970s, η άνοδος της κρίσης των μεταπολεμικών διακανονισμών στην Δύση, και η αυξανόμενα χειροπιαστή οικονομική στέγνα στις διοικητικά ελεγχόμενες οικονομίες της Ανατολής, επέδρασαν στο να φέρουν την νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία στην φόρα ως μια πολιτική δύναμη. Με την ήττα του “εσωτερικού εχθρού”, όπως συνοψίσθηκε με την ήττα των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας στις ΗΠΑ στα 1981, και με την ήττα των Βρετανών εργατών ορυχείων στα 1985, και ακόλουθα με την ήττα του “εξωτερικού εχθρού” με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ, ο νεο-φιλελευθερισμός εγέρθη ως θριαμβευτής. Η εμπρόσθια πορεία του σοσιαλισμού δεν είχε μόνο ακινητοποιηθεί, αλλά αντιστραφεί. Όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα μπορούσε τώρα να ισχυρισθεί, “Το Τέλος της Ιστορίας” δεν ήταν ο Κομμουνισμός, αλλά ο φιλελευθερισμός, και επομένως “Η ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία της αγοράς”.
Με αναφορά στο μέλλον των πρώην Κομμουνιστικών χωρών, ήτο αυταπόδεικτο στους τώρα επικρατούντες νεο-φιλελεύθερους ιδεολόγους ότι τέτοιες χώρες θα μπορούσαν να κάνουν την μετάβαση σε μια ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία της αγοράς, που αναγκαία θα απαιτούσε “μια μετάβαση σε μια κοινωνία βασισμένη στην κατανάλωση”. Το μόνο ζήτημα ήταν αν αυτή η μετάβαση θα έπρεπε να είναι ραγδαία ή σταδιακή.
Έτσι, η υπόθεση ότι η Κίνα είναι σε “μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση” είναι κοινή σε όλες τις νεο-φιλελεύθερες αναλύσεις της Κινεζικής οικονομίας: και είναι μια υπόθεση που την έχουν καταπιεί αμάσητη οι κομμουνιστές του Chuǎng. Αλλά, καθώς είναι κοντά να γίνει αποδεκτό ότι η Κίνα είναι σε μετάβαση σε καπιταλισμό, σημαίνει αυτό ότι αναγκαία είναι σε μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”; Είναι η κατανάλωση το “μόνο τέλος και ο σκοπός” του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής;
Ο Κήπος της Εδέμ
Κοιτώντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως ουσιαστικά μια οικονομία εμπορευματικής ανταλλαγής -που είναι μια “οικονομία ελεύθερης αγοράς”- οι μπουρζουάδες οικονομολόγοι παίρνουν την ιδεώδη εμφάνιση του καπιταλισμού ως ουσία του. Ως τέτοια, η οπτική τους προπεριγράφεται από την σφαίρα της κυκλοφορίας:
“Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή εμπορευματικής ανταλλαγής ... είναι πράγματι μια Εδέμ για τα εγγενή δικαιώματα του ανθρώπου. Είναι το αποκλειστικό βασίλειο της Ελευθερίας, Ισότητας, Ιδιοκτησίας και Μπένθαμ. Ελευθερία, επειδή αμφότεροι αγοραστής και πωλητής ενός εμπορεύματος ... προσδιορίζονται από την ελεύθερη βούλησή των ... Ισότητα, επειδή οποιοσδήποτε εισέρχεται σε σχέσεις με κάποιον άλλο ... και αυτοί ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο ... Ιδιοκτησία, επειδή καθείς διαθέτει μόνο ό,τι είναι δικό του. Και Μπένθαμ, επειδή καθείς κοιτάει το δικό του πλεονέκτημα. Η μόνη δύναμη που τους φέρνει μαζί ... είναι ο εγωισμός, το κέρδος, και το ιδιωτικό συμφέρον καθενός. Ο καθένας αποδίδει προσοχή μόνο στον εαυτόν του, και ουδείς ανησυχεί για τους άλλους. Και ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο ... εργάζονται όλοι μαζί για το αμοιβαίο πλεονέκτημα, για την κοινή ευμάρεια, και για το κοινό συμφέρον”(Capital I p. 280).
Σε αυτόν τον Κήπο της Εδέμ, στον οποίο ελεύθερα και ανεξάρτητα άτομα εισέρχονται σε εξωτερικές και συμβεβηκυίες σχέσεις ο ένας με τον άλλον μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων προκειμένου να συναντήσουν τις θελήσεις και τις ανάγκες τους, αλλοτρίωση, εκμετάλλευση και ταξικοί ανταγωνισμοί είναι κρυμμένοι από την οπτική. Ως συνέπεια, η καπιταλιστική οικονομία, όπως κάθε άλλη οικονομία, εμφανίζεται απλά ως μηχανισμός σιγουρέματος της ικανοποίησης των ανθρωπίνων θελήσεων και αναγκών στην μορφή της κατανάλωσης των εμπορευμάτων.
Αλλά φυσικά, καθώς (: η εργατική κριτική) δείχνει στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, μια οικονομία γενικευμένης εμπορευματικής ανταλλαγής, όσο ελεύθερη και ίση κι αν μπορεί να εμφανίζεται, προϋποθέτει έναν τρόπο παραγωγής βασισμένο στην ταξική εκμετάλλευση. Ο άμεσος στόχος της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι να παράξει εμπορεύματα ως χρηστικές αξίες που μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες αλλά να παράξει πρόσθετη αξία. Η εμπορευματική ανταλλαγή είναι απλά ένα μέσο πραγμάτωσης της πρόσθετης αξίας ως χρηματοκεφάλαιο και έπειτα επένδυσης αυτού του χρηματοκεφαλαίου αγοράζοντας εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής ώστε να επεκτείνει την καπιταλιστική παραγωγή. Γι' αυτό οι ανθρώπινες ανάγκες εμπορευματοποιούνται ώστε να μπορούν να υπαχθούν ως απλό μέσο στην αυτο-επέκταση του κεφαλαίου -στην συσπείρωση κεφαλαίου. Επομένως ο “απλός στόχος και σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής” είναι πολύ περισσότερα από την κατανάλωση.
Ώστε μπορούμε να δούμε πως το Chuǎng έχει υιοθετήσει τις προκείμενες της νεο-φιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά τί εφαρμογές έχει αυτό για την ενεργή ανάλυσή της τρέχουσας οικονομικής δυσπραγίας της Κίνας; Για να το απαντήσουμε πρέπει να κοιτάξουμε στο πως ανταγωνιζόμενες νεο-φιλελεύθερες σχολές σκέψης καταλαβαίνουν την υποτίθεμενη μετάβαση της Κίνας σε “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”.
Η μετάβαση της Κίνας: Φαβιανοί νέο-φιλελεύθεροι κατά Λενινιστών της ελεύθερης αγοράς
Όπως έχουμε δει, έπειτα από την κατάρρευση του Κομμουνισμού, το κύριο ζήτημα ήτο αν θα υπήρχε μια γρήγορη ή σταδιακή μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”. Εν πρώτοις, φρέσκοι από τον μεγάλο ιδεολογικό θρίαμβο ήταν οι “επαναστατικοί” νέο-φιλελεύθεροι που είχαν επικρατήσει σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτοί συνηγορούσαν υπέρ της γρήγορης οικονομικής μεταμόρφωσης των πρώην Κομμουνιστικών κρατών μέσω της αποφασιστικής και άμεση διάλυσης του κρατικού σχεδιασμού, της κατάργησης όλων των ελέγχων των τιμών και των κρατικών ενισχύσεων, και της συνολικής ιδιωτικοποίησης των εθνικοποιημένων βιομηχανιών. Ήτο φυσικά παραδεκτό ότι το σοκ τέτοιων πολιτικών θα οδηγούσε σε περίοδο οικονομικού εγκλεισμού, που ίσως είχε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομική ευμάρεια του πληθυσμού συνολικά, αλλά σε κάνα-δυο χρόνια ή κάτι τέτοιο, αυτοί με αυτοπεποίθηση προέβλεψαν, ότι τα χειρότερα είχαν τελειώσει και όλα θα ήταν καλύτερα για μεγάλο διάστημα. Με το ξεσάρωμα του κρατικού ελέγχου και ρύθμισης της οικονομίας, ήταν σίγουροι, ότι το επί μακρόν καταπιεσμένο φυσικό πνεύμα της ελεύθερης επιχειρηματικότητας του λαού θα απελευθερωνόταν και η οικονομία θα ήταν σύντομα σε πορεία να γίνει μια πλήρως αναπτυγμένη “ελεύθερη οικονομία της αγοράς”.
Ωστόσο, η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών από τις κυβερνήσεις των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ και του πρώην Ανατολικού Μπλοκ αποδείχθηκε να είναι καταστροφική. Ως αποτέλεσμα τα επιχειρήματα για μια πιο προσεκτική και σταδιακή μετάβαση ετέθησαν μπρος από αυτό που μπορούμε να ορολογήσουμε ως Φαβιανούς νέο-φιλελεύθερους οι οποίοι άρχισαν να κερδίζουν όλο και μεγαλύτερη αξιοπιστία.
Εν αντιθέσει στην πρώην ΕΣΣΔ ή στο Ανατολικό Μπλοκ, οι Φαβιανοί μπορούσαν να επισημάνουν το παράδειγμα της Κίνας, το οποίο θα μπορούσαν να ισχυρισθούν ότι είχε ήδη επιβιβαστεί στον μακρύ και αεράτο δρόμο προς την μεταμόρφωση της Κίνας σε “ελεύθερη δημοκρατική οικονομία της αγοράς”. Η άρση των περιορισμών στην πώληση αγροτικών προϊόντων και η περικοπή στους σκοπούς του κρατικού πλάνου που είχαν ξεκινήσει με τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις του Ντεγνκ στα 1979, η θέση ειδικών επιχειρηματικών ζωνών στις αρχές των 1980s, το άνοιγμα σε μεγάλης κλίμακας αλλοδαπή επένδυση στις αρχές των 1990s, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων των μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων μαζί με την αναδιοργάνωση των μεγάλης κλίμακας κρατικά ανηκόμενων επιχειρήσεων ως προσανατολισμένων στο κέρδος εταιρειών στα τέλη των 1990s, και η προσχώρηση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και η δέσμευση της Κίνας στο να εφαρμόσει τις αρχές προώθησης του ελεύθερου εμπορίου στις αρχές των 2000s: όλα μπορούσαν να ιδωθούν από τους Φαβιανούς ως βήματα στον δρόμο προς την φιλελευθεροποίηση της Κινεζικής οικονομίας. Η γρήγορη και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, η οποία με την αλλαγή της χιλιετίας είχε καταστεί αναμφισβήτητη, εξυπηρέτησε την επιβεβαίωση της Φαβιανής οπτικής επί και ενάντια σε εκείνη των επαναστατικών νέο-φιλελεύθερων, και ως συνέπεια οι υποστηρικτές της χελώνας κατέληξαν κερδίζοντας το επιχείρημα ενάντια στον λαγό.
Εν πρώτοις, βιώσιμη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να εκληφθεί σαν να είναι οι καρποί της οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Καθώς το προτσές της οικονομικής φιλελευθεροποίησης εξαντλήθηκε, και η Κίνα ολοκλήρωσε την μετάβασή της σε μια “βασισμένη στην κατανάλωση οικονομία”, η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη θα αναμενόταν να κινηθεί σε πιο “νορμάλ” επίπεδα. Ως τέτοια η Κίνα θα μπορούσε να ιδωθεί σαν να είναι καλά στην τροχιά να συναντήσει το ιστορικό πεπρωμένο της. Οι δυνητικά προσοδοφόρες επιχειρηματικές ευκαιρίες προσφερόμενες από το άνοιγμα της Κίνας σε μεγάλης κλίμακας αλλοδαπή επένδυση, ιδιαίτερα για τις πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ, η πλημμύρα των φτηνών χειροποίητων καταναλωτικών αγαθών εισαγόμενων από Κίνα, που βοήθησε στο να κρατηθούν τα μισθολογικά κόστη των ΗΠΑ χαμηλά και στον ίδιο χρόνο βοήθησε στην συγκράτηση του από δεκαετίες παλιού προβλήματος του πληθωρισμού των καταναλωτικών τιμών, και η πολιτική της Κίνας περί ανακύκλωσης του αναπτυσσόμενου εμπορικού πλεονάσματός της αγοράζοντας αξιόγραφα του θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ, δι’ αυτού διευκολύνοντας την χρηματοδότηση του κυβερνητικού χρέους των ΗΠΑ: όλα υπηρέτησαν στην ενθάρρυνση αυτής της αβλαβούς και θετικής κατεύθυνσης της Κινεζικής οικονομίας.
Εν τούτοις υπήρχαν αντικρουόμενες φωνές ανάμεσα στους συντηρητικούς και νέο-συντηρητικούς στην εξωτερική πολιτική του κατεστημένου της Ουάσιγκτον, υποστηριζόμενες από αμφότερα τα συνδικάτα και τους εργοδότες που αντιμετώπιζαν τον ανταγωνισμό από τις Κινεζικές εισαγωγές, και από εκείνους τους καπιταλιστές που ήταν σαστισμένοι από το να αποκλεισθούν από την Κίνα, ώστε η έγερση της Κίνας ως οικονομικής δύναμης ήταν μια δυνητική απειλή στην συνέχιση της Αμερικανικής ηγεμονίας. Ύστερα απ’ όλα, οι Κινέζοι υποτίθεται ότι ευρίσκοντο στο μονοπάτι της φιλελευθεροποίησης για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, και ακόμα η Κίνα ήταν πολύ μακριά από το να είναι μια “ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία”. Όπως θα μπορούσε να σημειωθεί, παρά τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων των ύστερων 1990s περισσότερο από 50% της βιομηχανίας ήταν ακόμα κρατικά ανηκόμενο. Πράγματι, κατά τις αρχές των 2000s, με τους αυξανόμενους αριθμούς κοινών εγχειρημάτων μεταξύ του κράτους και των αλλοδαπών πολυεθνικών, η κρατική κυριότητα δεν ήταν παρά αυξανόμενη. Ο πολύ σημαντικός τραπεζικός και χρηματιστικός τομέας ήταν κύρια κρατικά ανηκόμενος και διευθυνόμενος. Και το Κινεζικό κράτος παρέμενε δεσμευμένο σε αυστηρούς ελέγχους επί της ενροής αλλοδαπού κεφαλαίου, περιορίζοντας την πρόσβαση σε επιχειρηματικές ευκαιρίες οι οποίες άνοιγαν από την οικονομική ευημερία της Κίνας.
Αν η οικονομική φιλελευθεροποίηση της Κίνας εμφανιζόταν κατά κάποιο τρόπο αμφίβολη τότε η έλλειψη πολιτικής φιλελευθεροποίησης έμοιαζε σίγουρη. Δεν υπήρχε ξεκάθαρα σημάδι ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα προετοιμαζόταν να παραδώσει το μονοπώλιο πολιτικής εξουσίας και να δεχθεί μια μετάβαση σε πολύ-κομματική δημοκρατία. Αν η Κίνα ήταν ικανή να διατηρήσει μια ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, θα μπορούσε να ρωτηθεί, πόσο καιρό θα διαρκούσε αυτό έως ότου οι Κομμουνιστές μετέτρεπαν την οικονομική εξουσία τους σε πολιτική και στρατιωτική εξουσία η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην Αμερική και στους συμμάχους της στον ‘Ελεύθερο Κόσμο’;
Οι νέο-φιλελεύθεροι Φαβιανοί θα μπορούσαν με σιγουριά να απαντήσουν σε τέτοιες ανησυχίες επιχειρηματολογώντας ότι η Κίνα δεν θα ήταν ικανή να διατηρήσει διψήφια ποσοστά ανάπτυξης για πάρα πολύ ακόμα. Προσπάθειες από την Κινεζική κυβέρνηση τεχνητά να επιτείνει την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη με το να της δοθεί ώθηση από ιδιωτικές αγοραίες μεταρρυθμίσεις απορρίπτοντο. Ίσως υπήρχαν βραχυ- και μεσο-πρόθεσμα πλεονεκτήματα στο να αντισταθείς στην πρόοδο σε πλήρη φιλελευθεροποίηση, και αναμφίβολα υπήρχαν ισχυρά ειδικά συμφέροντα εντός του κομματικού συστήματος που έπρεπε να υπερβαθούν, αλλά η αποτυχία στην διατήρηση της προόδου θα επιδρούσε αναπόδραστα σε οικονομική στέγνα ή κρίση. Ήταν γι’ αυτό που τα καλύτερα συμφέροντα της Κίνας δεν έπρεπε να καθυστερήσουν τόσο πολύ κατά μήκος του κίτρινου τούβλινου δρόμου (εννοεί τίτλο από το ομώνυμο άσμα του Έλτον Τζόν) προς μια ελεύθερη δημοκρατική βασισμένη στην αγορά κοινωνία κάνοντας την μετάβαση σε μια κοινωνία “βασισμένη στην κατανάλωση” ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να αποδεχθούν ένα πιο νορμάλ ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης.
(εννοεί υπάρχουν) δύο διακριτές γραμμές επιχειρηματολογίας γιατί αυτό θα μπορούσε να ήταν η υπόθεση: και αυτές οι δύο γραμμές επιχειρηματολογίας εγείρουν δυο διαφορετικά συμπεράσματα αναφορικά με το ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα στο προχώρημα της Κίνας προς την οικονομική φιλελευθεροποίηση. Το πρώτο το οποίο το Chuǎng απορρίπτει μια κι έξω, εστιάζει στην προσπάθεια της Κίνας να διατηρήσει “εξαγωγικά ηγούμενη” ανάπτυξη. Το δεύτερο, το οποίο το Chuǎng αγκαλιάζει, εστιάζει στις προσπάθειες του Κινεζικού κράτους να διατηρήσουν υψηλά ποσοστά παραγωγικής επένδυσης.
Εξαγωγικά ηγούμενη Ανάπτυξη
Τώρα είναι σίγουρα αληθές ότι μια από τις κύριες αιτίες της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης είναι η ραγδαία επέκταση της παραγωγής και εξαγωγής των φτηνών παραγόμενων καταναλωτικών αγαθών στις ΗΠΑ συνοδεύουσες το άνοιγμα της Κινεζικής οικονομίας στα πρώιμα 1990s. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια η Κίνα έχει μεταμορφωθεί από το να έχει ένα ασήμαντο μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου στο να είναι ένα εκ των μειζόνων εξαγωγικών εθνών στον κόσμο. Αυτό έχει επιτρέψει στην Κινεζική οικονομία να αποδράσει από τα στενά όρια της εσωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, παρόλο που έχει περικόψει τους εισαγωγικούς δασμούς και άλλα προστατευτικά μέτρα, υπογράφοντας τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου δεσμεύτηκε να πάει παραπέρα στην προώθηση του ελεύθερου εμπορίου. Η Κινεζική κυβέρνηση θα μπορούσε ακόμη να κατηγορηθεί ότι επιδιώκει “νέο-μερκαντιλιστικές” πολιτικές προκειμένου να επιμηκύνει την εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη μέσω “χειραγώγησης” του αλλοδαπού χρηματιστηρίου. Με το να παρεμβαίνει στις αλλοδαπές νομισματικές αγορές ώστε να κρατήσει την δολλαριακή τιμή του Γουάν χαμηλά, οι Κινεζικές χρηματικές αρχές θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ότι δίνουν στους Κινέζους εξαγωγείς ένα μη δίκαιο πλεονέκτημα επί των ανταγωνιστών τους στις ΗΠΑ και σε άλλες αλλοδαπές αγορές. Αυτό επέτρεπε σε ένα αυξανόμενο εύρος Κινεζικών προϊόντων, πρώτα να κερδίζουν πάτημα σε αλλοδαπές αγορές, και μετά ραγδαία να εξαπλώνουν το μερίδιό τους στην αγορά. Όπως ο Άνταμ Σμιθ αναμφίβολα θα επιχειρηματολογούσε, τέτοιες “νέο-μερκαντιλιστικές” προσπάθειες να διατηρήσεις εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη θα ήσαν επιβλαβείς στα γενικά συμφέροντα αμφοτέρων της Κίνας και του υπόλοιπου κόσμου.
Μπορεί να ειπωθεί, ότι η Κίνα γινόταν πολύ εξαρτημένη στις εξαγωγές. Πρωτ’ απ’ όλα η ραγδαία αύξηση των εξαγωγών τη Κίνας επιδρούσε σε ένα ταχέως αυξανόμενο εμπορικό πλεόνασμα και σε αποκρίνουσα ανάπτυξη στα εμπορικά ελλείμματα στις ΗΠΑ και αλλού. Αυτές οι εμπορικές ανισορροπίες προκληθείσες από την εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη της Κίνας ρίσκαραν προκαλούμενες απαιτήσεις για προστατευτικά αντίποινα ενάντια στην “νεομερκαντιλιστική” πολιτική της Κίνας μέσω χειραγώγησης των νομισματικών αγορών. Αυτό θα μπορούσε έπειτα να οδηγήσει σε εμπορικούς πολέμους και δι’ αυτού να υπονομεύσει το ελεύθερο εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση πάνω στην οποία η εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη της Κίνας εξαρτιόταν. Δευτερευόντως, ακόμα κι αν ο προστατευτισμός μπορούσε να αποδιωχθεί, σύντομα ή αργότερα οι της Κίνας εξαγωγείς θα έφταναν στα όρια της ζήτησης για φτηνά παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά στις ΗΠΑ και αλλού.
Αν η Κίνα ήταν να αποφύγει την πρόκληση ενός εμπορικού πολέμου ή να διατρέξει στα όρια της αλλοδαπής ζήτησης, τότε η Κινεζική κυβέρνηση θα απογαλακτιζόταν από το να προσπαθεί τεχνητά να επιμηκύνει την εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξή της. Οι Κινεζικές χρηματικές αρχές θα περιόριζαν την παρέμβασή τους στα αλλοδαπά χρηματιστήρια για να απαλύνουν τις βίαιες βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις του νομίσματος τους και θα επέτρεπαν στις αγορές να πιέσουν την δολλαριακή τιμή του Γουάν στο “φυσικό” επίπεδό της.
Αυτό φυσικά θα καμπύλωνε την ανάπτυξη των Κινεζικών εξαγωγών κάνοντάς τες λιγότερο ανταγωνιστικές στις αλλοδαπές αγορές. Χαμηλότερες τιμές για εισαγόμενο φαγητό και άλλες ανάγκες θα έδιναν στον Κινέζο καταναλωτή περισσότερη αγοραστική δύναμη να αγοράσει τα παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά που προηγούμενα εξάγοντο. Η εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών ίσως αύξανε, αλλά αυτό όχι μόνο θα αύξανε την επιλογή του Κινέζου καταναλωτή, αλλά επίσης τέτοιος αλλοδαπός ανταγωνισμός θα αναμενόταν να αυξήσει την αποτελεσματικότητα και τις πελατειακές υπηρεσίες των εσωτερικών παραγωγών και τις χαμηλότερες τιμές τους.
Το κομβικό επόμενο βήμα στην οικονομική φιλελευθεροποίηση και στην “μετάβαση σε βασισμένη στον καταναλωτή” οικονομία ήταν γι’ αυτό η μείωση στην Κινεζική παρέμβαση στις αλλοδαπές νομισματικές αγορές –μια αγοραία μεταρρύθμιση που ειπώθηκε ότι θα ήταν υπέρ των γενικών συμφερόντων καθενός αλλά ιδιαίτερα των Κινεζικών. Αυτό το θέμα επανειλημμένα εθίγετο στις εμπορικές συνομιλίες μεταξύ των ΗΠΑ και Κίνα κατά την τελευταία δεκαετία, και φυσικά υποστηρίχθηκε από εκείνους που περίμεναν να κερδίσουν από τις δυνητικά προσοδοφόρες επιχειρηματικές ευκαιρίες προσφερόμενες από την εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών στην αχανή Κινεζική αγορά.
Έως και το 2008, οι εξαγωγές της Κίνας συνέχιζαν να ανεβαίνουν σε ένα ποσοστό ακόμα μεγαλύτερο από το ποσοστό ανάπτυξης της Κινεζικής οικονομίας ως όλο. Έμοιαζε τότε σχεδόν αυταπόδεικτο στους πιο μπουρζουάδες σχολιαστές ότι η οικονομική επέκταση της Κίνας κύρια αναφλέγετο από εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη.
Ωστόσο, αυτή η επισήμανση έλαβε μια οξεία στροφή με την χρηματιστική κρίση και την επακόλουθη “μεγάλη ύφεση” στις παλιές καπιταλιστικές χώρες. Αν αυτό ήταν η υπόθεση, (και δη) ότι η Κίνα ήταν εξαρτημένη στην εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη τότε ίσως θα αναμένετο ότι η οξεία επιβράδυνση και ύφεση στις κύριες εξαγωγικές αγορές της θα έφερνε την Κινεζική οικονομία σε μια αδόκητη ακινητοποίηση, και η αποκατάστασή της θα εξαρτάτο στην οικονομική αποκατάσταση σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Τώρα είναι αληθές ότι η οξεία επιβράδυνση που αμέσως ακολούθησε το κοντινό λιώσιμο του παγκόσμιου χρηματιστικού συστήματος στα τέλη του 2008 συνάντησε μια οξεία πτώση στις εξαγωγές της Κίνας και μια σημαντική επιβράδυνση στην Κινεζική οικονομία ως όλο. Αλλά κατά τα τέλη του 2009 η οικονομία της Κίνας ήταν ήδη καλά στον δρόμο του να πετυχαίνει διψήφια ποσοστά ανάπτυξης παρόλο που η Δύση παρέμενε κολλημένη σε ύφεση.
Αυτό επέφερε μια μείζονα αναθεώρηση σε αυτό που εθεωρείτο ως φύση και αιτίας της ιδιοφυούς βιώσιμης οικονομικής επέκτασης της Κίνας. Αυτή η αναθεώρηση επέδρασε σε μια αυξανόμενη έμφαση στην σημασία της επένδυσης: και έτσι (εννοεί σε αυξανόμενη έμφαση) για την εναλλακτική γραμμή επιχειρηματολογίας των νεοφιλελεύθερων για την αναγκαιότητα περαιτέρω οικονομικής φιλελευθεροποίησης: υπερεπένδυση και η συνέπειά της, υποκατανάλωση. Είναι αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας που το Chuǎng εκλαμβάνει ως δική του.
Υπερεπένδυση
Φυσικά, η αναγκαία προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη είναι η παραγωγική επένδυση. Έτσι, παρόλο που είναι αληθές ότι η ραγδαία αύξηση εξαγωγών έπαιξε έναν μείζονα ρόλο στην διατήρηση των υψηλών ποσοστών οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας, τέτοια εξαγωγικά-ηγούμενη ανάπτυξη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί χωρίς εξαιρετικά υψηλά επίπεδα επενδύσεων αμφοτέρων άμεσων και έμμεσων προς επέκταση της παραγωγικής ικανότητας της Κίνας.
Ακολουθώντας την άρση των απαγορεύσεων σε μεγάλης κλίμακας αλλοδαπές επενδύσεις στα 1992 υπήρχε μια πλημμύρα αλλοδαπής επένδυσης στην Κίνα. Ως συνέπεια, σε λιγότερο από δέκα χρόνια, η ετήσια ενροή αλλοδαπής επένδυσης είχε αυξηθεί από το να είναι λιγότερο από 5 δις $ σε περισσότερο από 50 δις $. Αυτή η αλλοδαπή επένδυση κύρια πήρε την μορφή των κοινών εγχειρημάτων μεταξύ του Κινεζικού κράτους και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι Αμερικανικές πολυεθνικές παρείχαν πολύτιμα δολλάρια ΗΠΑ για να αγοράσουν συστατικά τμήματα και ακατέργαστο υλικό από το εξωτερικό, σύγχρονη τεχνολογία, και μεθόδους παραγωγής, και πρόσβαση σε δίκτυα διανομής στις ΗΠΑ προκειμένου να πωλήσουν τα παραγόμενα αγαθά. Από την πλευρά του, το κράτος παρείχε συμφωνημένη προσφορά και φτηνή εργασία, μαζί με την κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων, λιμανιών, στέγασης για τους εργάτες, και άλλων κοινωνικών υποδομών αναγκαίων για να στηρίξουν το εγχείρημα. Ως αποτέλεσμα η ροή αλλοδαπής επένδυσης συνοδεύθηκε από μεγάλης κλίμακας κρατική επένδυση.
Ωστόσο, νέο-φιλελεύθεροι ιδεολόγοι θα μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν ότι προκειμένου να επιμηκύνουν τεχνητά την ώθηση δοθείσα στην οικονομική ανάπτυξη μέσω δράσης οικονομικής φιλελευθεροποίησης άρσης απαγορεύσεων σε μεγάλης κλίμακας αλλοδαπή επένδυση, το Κινεζικό κράτος προσπαθούσε να διατηρήσει την κρατική επένδυση σε επίσης υψηλό επίπεδο. Όπως έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει από τα τέλη των 1990s, αυτή η υπερεπένδυση, και επομένως η υποκατανάλωση, ήταν μη βιώσιμη και μπορούσε μόνο να οδηγήσει σε μια κρίση υπερπαραγωγής και υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας.
Τώρα είναι σίγουρα αληθές ότι για πάνω από δυο δεκαετίες το περισσότερο από το 40% του ΑΕΠ της Κίνας είχε βγει από επένδυση. Αυτό είναι μια εξαιρετικά μεγάλη αναλογία με τα διεθνή στάνταρντς. Αλλά καθώς μπορεί να ειπωθεί ότι η Κίνα έχει διατηρήσει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επένδυσης σχετικής στην κατανάλωση, τι κάνει αυτό στην υπερεπένδυση και στην υποκατανάλωση; Γειωμένοι στην στοιχειώδη νεοκλασσική χρηματική θεωρία, οι νέο-φιλελεύθεροι ιδεολόγοι έχουν ήδη φτιάξει μια απάντηση (ακόμα κι αν το Chuǎng δεν έχει).
Οι χρηματιστικές αγορές και θεσμοί είναι απλά ένα μέσο μεταφοράς των οικονομιών των ατομικών νοικοκυριών σε εταιρείες και επιχειρήσεις που ψάχνουν να δανεισθούν χρήμα για επένδυση. Τα ατομικά νοικοκυριά επέλεξαν να διασπάσουν το εισόδημά τους μεταξύ αυτού που εύχονται να δαπανήσουν σε άμεση κατανάλωση και αυτού που ετοιμάζονται να δαπανήσουν σε κατανάλωση σε κάποιο σημείο στο μέλλον. Η αποταμίευση είναι γι’ αυτό μια αποχή από την τρέχουσα κατανάλωση. Τώρα επί της υπόθεσης ότι τα περισσότερα νοικοκυριά θα προτιμήσουν να καταναλώσουν τώρα απ’ ότι αργότερα και έπειτα να πεισθούν να αποταμιεύσουν είναι αναγκαίο να τους προσφέρεις την επιλογή ότι υπάρχει πληθώρα Δυτικών χρηματιστικών εταιρειών που θα ήταν παραπάνω από πρόθυμες να προσφέρουν την ειδικότητά τους στην ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος –με την εύλογη προμήθεια φυσικά.
Εμείς δεν προτιθέμεθα να εξοκείλουμε σε μια κριτική της νεοκλασσικής χρηματικής θεωρίας εδώ. Επαρκεί να πούμε ότι τόμοι έχουν γραφτεί επ’ αυτών των ζητημάτων από εξ ίσου Κεϋνσιανή και Μαρξιστική οπτική. Το εμφανές σημείο που πρέπει να πούμε εδώ είναι ότι αν αυτή ήταν η υπόθεση ότι υπήρχε υπερεπένδυση στην Κίνα για κοντά είκοσι χρόνια, γιατί είναι τώρα που τα κοτόπουλα μπαίνουν στην θράκα; Ύστερα απ’ όλα έχουν επαναληφθεί προειδοποιήσεις από νέο-φιλελεύθερους σχολιαστές ότι η Κινεζική οικονομία αντιμετώπιζε μια επικείμενη “σκληρή προσγείωση”, αλλά μέχρι τώρα έχουν αποδειχθεί να είναι λάθος.
Οι στιγμές της αλήθειας σε αμφότερες “υπερεπένδυσης” και “εξαγωγικά ηγούμενης ανάπτυξης” τις τοποθετήσεις
Τώρα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι παρόλο που ίσως έχει υπάρξει υπερεπένδυση με αναφορά στην κατανάλωση εντός της ίδιας της Κίνας, αυτό έχει αντισταθμισθεί μέσω της ανάπτυξης των εξαγωγών. Επομένως, εξαναγκασμένη οικιακή ζήτηση για την εκροή “καταναλωτικών αγαθών” της Κίνας έχει ισορροπηθεί από αλλοδαπή ζήτηση στις ΗΠΑ και αλλού. Η υπερεπένδυση έγινε μόνο εμφανής στην λήξη της χρηματιστικής κρίσης του 2008 όταν η ανάπτυξη των εξαγωγών επιβραδύνθηκε και οι Κινεζικές αρχές προσπάθησαν να διατηρήσουν υψηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης μέσω μείζονος κρατικού εκπαιδευτικού προγράμματος, χρηματοδοτούμενου μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Συνδυάζοντας “υπερεπένδυση” με εξηγήσεις “εξαγωγικά οδηγούμενης ανάπτυξης”, το Chuǎng θα μπορούσε τουλάχιστον να πάει παραπέρα στην εξήγηση της τρέχουσας κατάστασης στην Κίνα. Αλλά βιαστικά προσπερνώντας την ‘εξαγωγικά ηγούμενη ανάπτυξη” για χάρη της “υπερεπένδυσης” αυτοί σίγουρα έχασαν έναν κόλπο. Αλλά ακόμα κι αν είχαν πάρει αυτό το κόλπο, θα μπορούσαν ακόμα να είναι κλειδωμένοι εντός της στενής προοπτικής του Κήπου της Εδέμ. Για να βρουν έναν δρόμο εξόδου είναι αναγκαίο να εξερευνήσουν περαιτέρω τα ίχνη προσφερόμενα από την λογική συμπληρωματικότητα αυτών των εξηγήσεων.
Αν ήταν να απορρίψουν αμφότερα τον προσδιορισμό και τον καθορισμό της επένδυσης προσφερόμενα από την νεοκλασσική οικονομική θεωρία, και αντίθετα να εκλάβουν ώστε να αποκριθούν στον όρο μεταμόρφωση της πρόσθετης αξίας σε επιπρόσθετο κεφάλαιο, μετά επένδυση, ή τουλάχιστον ως παραγωγική επένδυση, (τότε αυτή) μπορεί να ιδωθεί ως ζωτική στιγμή στο προτσές της συσπείρωσης κεφαλαίου. Η υπερεπένδυση θα μπορούσε να ιδωθεί ως εκδήλωση της τάσης προς υπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Η έμφαση του Chuǎng στην υπερεπένδυση θα μπορούσε να ιδωθεί τουλάχιστον ότι εν κρυπτώ επισημαίνει πέρα της νέο-φιλελεύθερης υπόθεσης ότι η Κίνα είναι σε μετάβαση σε μια “οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση’.
Παρόλο που τα νέο-φιλελεύθερα οικονομικά βλέπουν την εξάρτηση της Κίνας στην εξαγωγή φτηνών παραγόμενων καταναλωτικών αγαθών ως απλά ένα αποτέλεσμα αποτυχημένων προσπαθειών να παρέμβει στις αλλοδαπές ανταλλακτικές αγορές, αυτό εγείρει το ζήτημα της τοποθέτησης της Κίνας στην παγκόσμια αγορά. Γι’ αυτό σημειώνει στην πιθανότητα αναλογισμού της Κινεζικής οικονομίας ως συγκροτημένης ως μια ειδική στιγμή της παγκόσμιας συσπείρωσης.
Αλλά με την αγνόηση της επισήμανσης της “εξαγωγικά ηγούμενης ανάπτυξης” οι του Chuǎng εξαναγκάζονται να συλλογισθούν την ίδια την Κίνα σε απομόνωση από την σχέση της στην παγκόσμια συσπείρωση κεφαλαίου της οποίας είναι τμήμα. Η υπερεπένδυση στην Κίνα είναι ιδωμένη εντελώς σε όρους υποκατανάλωσης στην Κίνα –συσπείρωση κεφαλαίου στην Κίνα ιδώνεται σαν να είναι εξαναγκασμένη από περιορισμένη κατανάλωση στην Κίνα –γι’ αυτό η μόνη λύση είναι να αυξηθεί η κατανάλωση σχετική στην επένδυση. Το Chuǎng καταλήγει με το να υποπίπτει πίσω στην νέο-φιλελεύθερη υπόθεση ότι η Κίνα είναι σε μετάβαση σε μια ‘οικονομία βασισμένη στην κατανάλωση”.
Αλλά γιατί δεν μπορεί η “υπερεπένδυση” στην Κίνα να αναλυθεί με το επενδύειν στο εξωτερικό; Γιατί δεν μπορεί η Κίνα να αλλάξει από εξαγωγή εμπορευμάτων σε εξαγωγή κεφαλαίου;
Η κρίση της συσπείρωσης κεφαλαίου στην Κίνα και η αλλαγή προς την εξαγωγή κεφαλαίου
Δεν προτιθέμεθα εδώ να διευκρινίσουμε σε λεπτομέρειες την κατανόησή μας περί της κρίσης της συσπείρωσης κεφαλαίου στην Κίνα και την πιθανή ανάλυσή της μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου, ούτε προτιθέμεθα να συλλογισθούμε την συνέπεια που αυτό ίσως έχει για την δομή της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου. Θα περιορίσουμε τους εαυτούς μας στο να θέσουμε μια ευσύνοπτη περίληψη.
Η Κινεζική οικονομία άρχισε να γίνεται ενταγμένη στην παγκόσμια συσπείρωση κεφαλαίου ακολουθώντας το άνοιγμά της σε μεγάλης κλίμακας αλλοδαπή άμεση επένδυση από πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ στα πρώιμα 1990s. Το κεφάλαιο των ΗΠΑ είχε προσελκυσθεί από την αχανή προσφορά φτηνής εργατικής δύναμης της Κίνας, που ήταν εξοπλισμένη με σύγχρονη τεχνολογία, προσφέρουσα την προοπτική ενός υψηλού ποσοστού πρόσθετης αξίας και επομένως ενός υψηλού ποσοστού κέρδους.
Τα κέρδη ήταν είτε άμεσα στρωμένα πίσω στην επέκταση της παραγωγής ή αλλιώς συνιδιοποιημένα από το κράτος μέσω φορολόγησης και έπειτα χρησιμοποιούνταν να χρηματοδοτήσουν κρατική επένδυση σε υποδομή αναγκαία στο να εξαγάγεις αυτήν την επέκταση της παραγωγής. Ως τέτοια, μια μεγάλη αναλογία (= ποσοστό) πρόσθετης αξίας μεταμορφώνετο σε επιπρόσθετο κεφάλαιο και επομένως ένα υψηλό ποσοστό συσπείρωσης κεφαλαίου επιδρούσε σε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης.
Προσέτι αυτή η ραγδαία συσπείρωση κεφαλαίου μπορούσε μόνο να διατηρηθεί με τρεις προϋποθέσεις. Πρώτα ήταν αναγκαία να διατηρήσει μια αύξουσα προσφορά φτηνής εργατικής δύναμης. Δευτερευόντως η Κίνα είχε ανάγκη να εισάγει αυξανόμενα μεγέθη σχετικά φτηνού φαγητού για να ταΐσει τα αυξανόμενα νούμερα εργατών, και φτηνή βενζίνη και ακατέργαστο υλικό αναγκαίο για την ραγδαία επέκταση της παραγωγής και την κατασκευή υποδομής. Και τριτευόντως, αυτό απαιτούσε μια αυξανόμενη ζήτηση για τις εξαγωγές της.
Για περισσότερο από μια δεκαετία υπήρχε μικρή δυσκολία στην διατήρηση αυτών των συνθηκών για ραγδαία συσπείρωση κεφαλαίου στην Κίνα: με το εν πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού, είχε αχανή αριθμό χωρικών και μικρών αγροτών που μπορούσαν να προλεταριοποιηθούν. Ακολουθώντας την αλλαγή στην “αβαρή οικονομία” και μικρότερης ενέργειας εντατική ανάπτυξη στην Δύση στα 1980s, υπήρξε υποστασιακή/ουσιώδης υπερπανουργία σε πολλές από τις εξορυκτικές βιομηχανίες παράγοντας ακατέργαστο υλικό και βενζίνη όπως και βιομηχανικό έλαιο. Ως συνέπεια, οι τιμές της βενζίνης και πολλών ακατέργαστων υλικών ήταν στον σκληρό πάτο, και η παραγωγή μπορούσε να αυξηθεί με σχετικά μικρό ποσό επένδυσης. Στο μέτρο που αφορούσαν τις εξαγωγές, τα Κινεζικά παραγόμενα καταναλωτικά αγαθά ήταν τόσο φτηνά που μπορούσαν εύκολα να περικόψουν κάθε ανταγωνισμό. Ανοίγοντας νέες αγορές, όχι μόνο σε ΗΠΑ αλλά και Ευρώπη και αλλού, και μέσω επέκτασης του μεριδίου της στην αγορά, ήταν ικανή να διατηρήσει ραγδαία ανάπτυξη.
Ωστόσο, κατά τα τελευταία χρόνια οι προοπτικές διατήρησης αυτών των τριών συνθηκών ραγδαίας ανάπτυξης έχουν γίνει λιγότερο ευχάριστες. Φυσικά είναι αληθές ότι σχεδόν το μισό του πληθυσμού της Κίνας ακόμα ζει και δουλεύει στην ύπαιθρο. Ωστόσο, ένα μεγάλο τμήμα αυτού του απεριόριστου αποθέματος εργασίας του γηράσκοντος πληθυσμού της Κίνας σημαίνει (ότι) ένας υποστασιακός/ουσιώδης αριθμός ζει σε απρόσβατες περιοχές μακριά από τα αστικά και βιομηχανικά κέντρα της ανατολικής ακτής της Κίνας.
Αυτό που είναι σημαντικό, με τον γηράσκοντα πληθυσμό της Κίνας και με την αυξανόμενη αναλογία του είναι ότι οι Κινέζοι είναι πολύ γέροι για να πάνε για δουλειά στα εργοστάσια. Δυσκολίες στην διατήρηση μιας αναπτυσσόμενης προσφοράς εργατικής δύναμης σημαίνει την ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης των εργατών, κι έτσι γίνεται πιο δύσκολο να κρατάς τους μισθούς χάμω.
Αλλά ίσως οι πιο πιεστικοί περιορισμοί στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έχουν βγει από δυσκολίες στην διατήρηση των εξωτερικών συνθηκών της. Πρώτα, η τεράστια οικονομική ανάπτυξη στην Κινεζική οικονομία σημαίνει ότι η Κίνα έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος στον κόσμο, εισαγωγέας για ένα πλατύ εύρος ακατέργαστων υλικών, βενζίνης και επισιτιστικού υλικού. Η ανάπτυξη στην ζήτηση της Κίνας έχει γι’ αυτό μια μείζονα επίδραση στην συνολική παγκόσμια ζήτηση για τέτοια εμπορεύματα. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα γι’ αυτό τείνει να ωθεί τις τιμές. Υψηλότερες τιμές έχουν ωθήσει τα κέρδη των εξαγωγέων τέτοιων εμπορευμάτων αλλά συχνά ανεπαρκής επένδυση έχει γίνει στο επεκτείνειν την παραγωγή τους ή στο να διανοίξουν νέες πηγές ανάπτυξης ικανών εναλλακτικών.
Δευτερευόντως, η ανάπτυξη του χρηματιστικού τομέα, εν μέρει προκληθείσα από την εκ μέρους της Κίνας προσφορά βραχυπρόθεσμου χρηματοκεφαλαίου για να αγορασθούν αξιόγραφα του ΗΠΑ θησαυροφυλακίου έχει σημάνει μια πτώση στην παραγωγική επένδυση σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Έλλειψη επένδυσης, προκληθείσα στην Ευρώπη από μέτρα λιτότητας, έχει σημάνει αργή συσπείρωση κεφαλαίου και αργή οικονομική ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία έχει παραμείνει υψηλή, οι μισθοί στάσιμοι, αν όχι πίπτοντες και η καταναλωτική ζήτηση παραμένει σε ύφεση. Ως αποτέλεσμα η ανάπτυξη των εξαγωγών καταναλωτικών αγαθών της Κίνας έχει γίνει αυξανόμενα δύσκολη.
Έτσι, οι αναγκαίες συνθήκες για την διατήρηση του τρέχοντος “μοντέλου” συσπείρωσης κεφαλαίου βασισμένου στην εξαγωγή φτηνών παραγόμενων καταναλωτικών αγαθών είναι εσχάτως ωθούμενη από μια έλλειψη επένδυσης σε ΗΠΑ και παλιές καπιταλιστικές χώρες από την μια, και από έλλειψη επένδυσης εκ μέρους των παραγωγών φαγητού, βενζίνης και ακατέργαστου υλικού στις εγειρόμενες οικονομίες του παγκόσμιου νότου. Γι’ αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η υπερεπένδυση στην Κίνα δεν οφείλεται στην υποκατανάλωση στην Κίνα αλλά στην υπερεπένδυση αλλού στον κόσμο. Η λογική απάντηση είναι γι’ αυτό να μην αυξήσει την κατανάλωση σχετική στην επένδυση αλλά να επενδύσει στο εξωτερικό: να γίνει ένας εξαγωγέας κεφαλαίου σε τέτοια κλίμακα ώστε να μεταμορφώσει την παγκόσμια συσπείρωση κεφαλαίου.
Συμπέρασμα
Προκειμένου να στηρίξουν την θέση τους ότι ο μόνος δρόμος προς τα μπρος της Κίνας είναι να κάνει την μετάβαση σε μια “βασισμένη στην κατανάλωση οικονομία” το Chuǎng αξιώνει ότι αυτό έχει αναγνωρισθεί από το ίδιο το Κινεζικό κράτος. Έπειτα μπορούν να αναπαράξουν το στάνταρντ νεοφιλελεύθερο παράπονο της καθυστέρησης των Κινεζικών αρχών στο μεταφράζειν τις λέξεις σε πράξεις.
Τώρα φυσικά, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει για το ότι αρκετοί Κινέζοι διανοούμενοι επιμένουν να βλέπουν την Κίνα να σπεύδει στον δρόμο της “οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας” για να γίνει η νέα Αμερική (πιθανά με επαρκή Κινεζικά χαρακτηριστικά ώστε να προστατεύσει το ‘πολιτισμικό κεφάλαιό’ της). Αυτοί ίσως είναι μέλη του κομματικού συστήματος ιδιαίτερα εκείνου που συνδέεται με την χρηματιστική και την βιομηχανία, το οποίο ζηλεύει τις εμπορικές ελευθερίες των δυτικών αντιπάλων. Υπάρχει λίγη αμφιβολία ότι ο Φαβιανός νέο-φιλελευθερισμός έχει επιδραστικούς προσκολλητές στην Κίνα, όπως όλοι οι νέο-φιλελεύθεροι στην Δύση επιμένουν να επισημαίνουν.
Αλλά τι τρέχει με τα υψηλότερα επίπεδα του κομματικού συστήματος που καθορίζουν την μακροπρόθεσμη οικονομική στρατηγική της Κίνας; Είναι αληθές ότι οι εξαγγελίες από τους κύριους κομματικούς και κρατικούς αξιωματούχους έχουν υπονομεύσει την σημασία του να δίνεις μεγαλύτερη έμφαση στον οικονομικό σχεδιασμό στην επεκτεινόμενη κατανάλωση, και τέτοια αλλαγή στην έμφαση περιελαμβάνετο στο πιο πρόσφατο πεντάχρονο πλάνο. Αλλά σημαίνει αυτό ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα μετατρέπεται σε Φαβιανό νέο-φιλελευθερισμό; Για μας αυτή η αλλαγή στην έμφαση προς την κατανάλωση είναι πιο πιθανό να έχει να κάνει με έγνοιες σχετικά με την ανάγκη να ξεπληρωθεί η κοινωνική δυσαρέσκεια παρά με μια αναγνώριση της οικονομικής αναγκαιότητας της Κίνας να κάνει μια μακρά αναμενόμενη “μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στον καταναλωτή’
Ύστερα απ’ όλα, η πράξη μιλάει δυνατότερα από τα λόγια. Παρμένες μαζί, οι προσπάθειες που κατά το τρέχον διάστημα καταβάλλονται από τις χρηματικές αρχές της Κίνας να κατοχυρώσουν το Γουάν ως αποθεματικό νόμισμα, η θέση της Ασιατικής Επενδυτικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ως αντιπάλου στην Παγκόσμια Τράπεζα, η εφαρμογή των φιλόδοξων πλάνων την Κίνας για κατοχύρωση των Νέων Δρόμων του Μεταξιού μέσω μεγάλης κλίμακας κοινών εγχειρημάτων σε κεντρική και νότια Ασία, η ραγδαία επέκταση της Κινεζικής άμεσης αλλοδαπής επένδυσης, όχι μόνο σε Αφρική και Νότια Αμερική, αλλά επίσης σε Ευρώπη, και το γεγονός ότι η Κίνα έχει ήδη προσπεράσει την Γερμανία στο να γίνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας “κεφαλαιακών αγαθών” (ιδιαίτερα εργοστασιακών και μηχανουργίας), όλα εκπροσωπούν μια συντεταγμένη προσπάθεια εκ μέρους του Κινεζικού κράτους να υπερβεί τους περιορισμούς στην συσπείρωση κεφαλαίου στην Κίνα μέσω εξαγωγής κεφαλαίου. Τέτοια είναι η κολοσσιαία κλίμακα αυτών των προσπαθειών προς την παγκοσμιοποίηση του Κινεζικού κεφαλαίου που θα οδηγήσουν, αν είναι επιτυχείς, σε μια μείζονα ανακατασκευή της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου.
Όπως έχουμε επισημάνει προηγούμενα, δεν υπάρχει εγγύηση ότι το Κινεζικό κράτος θα επιτύχει σε τέτοιες προσπάθειες. Το Chuǎng θα μπορούσε άνευ αμφιβολίας να βρει ισχυρούς λόγους γιατί αυτοί ίσως δεν πετύχουν στο να κάνουν αυτήν την μετάβαση και έτσι μπορούν να αξιώσουν ότι εμείς φοράγαμε “ροδαλά θεάματα’. Αλλά για να το κάνουν αυτό ήταν αναγκαίο να δουν ποια κρίσιμη μετάβαση η Κίνα αντιμετώπιζε, και να δουν ότι αυτοί έπρεπε να απαλλαχθούν από τις νέο-φιλελεύθερες θεωρήσεις τους”.
Σύνδεσμος για το πρωτότυπο κείμενο: https://libcom.org/article/perils-borrowing-someone-elses-spectacles
Σημείωμα δικό μας
“Είπε ο Διδάσκαλος: Να θυσιάζεις σε άλλα πνεύματα απ’ αυτά των προγόνων σου, είναι αυθάδεια. να βλέπεις το δίκαιο και να μην κάνεις τίποτα, είναι δειλία”
Παρότι το κείμενο του Chuǎng κριτικής της κριτικής του Aufheben ξεκινάει με ένα προσίδιο στην πολιτική κουλτούρα της ΜΠΠΕ τρόπο σχετικά με την επικοινωνιακή πολιτική του ΚΚΚ, η σε αυτό κριτική του Aufheben είναι έγκυρη και ορθή στην γενικότητά της.
Το ζήτημα είναι, αν μέσα από αυτήν την τόσο ενδιαφέρουσα, μεστή και χρήσιμη αντιπαράθεση τίθεται στο επίκεντρο η διαλεκτική του προτσές σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ή αν απλά γίναμε αποδέκτες κάποιων πληροφοριών επί ποσοτικών δεδομένων και εμπλουτίσαμε τις γνώσεις μας στην θεωρησιακή εφαρμογή της εργατικής κριτικής επί της μακρο-οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών.
Γνώμη μας είναι ότι το Chuǎng κινήθηκε σε μια ανάλυση ακαδημαϊκής μακρο-οικονομικής, διαπράττοντας το επιστημονικό σφάλμα να επικεντρώσει σε μακρο-οικονομική σεναριολογία με σχετικά εσχατολογική διάθεση, χωρίς να έχει μια προς τούτο στέρεη μαθηματικοποίηση και μοντελοποίηση. Επομένως, επιστημολογικά έκανε petitionem ad principii (λήψη ζητουμένου). Απ’ την άλλη, το Aufheben στην απάντησή του, ενώ έκανε πληρέστατη κριτική ανάλυση του σύγχρονου Φαβιανού νεοφιλελευθερισμού και των θεωρήσεών του για την Κίνα, ωστόσο (παρότι με ευφυέστατο τρόπο το ανέφερε σε μια επικεφαλίδα) δεν ανέλυσε τις επιστημονικές και θεωρητικές προκείμενες της κατηγοριοποίησης περί Λενινιστών της ελεύθερης αγοράς.
Στην οπτική μας πρόκειται για κάτι που μόνο μέσα από το ιστορικό εμπειρικό συγκείμενο της ΝΕΠ μπορεί να γίνει κατανοητό και αποδεκτό. Απ’ αυτήν την άποψη αυτό οδηγεί σε μια θεώρηση περί μιας μακράς κάθε τόσο μετασχηματιζόμενης ΝΕΠ, απ’ τον Ντενγκ και εντεύθεν. Έχουμε γράψει, ότι η πολιτική του Ντενγκ μπορεί να εννοιολογηθεί κριτικά ως διαρκής Γραμσιανή παθητική επανάσταση. Ωστόσο, αυτό είναι πιο συναφές στην συνολική πρακτική και ιστορία του πλειοψηφικού Ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, παρά στον Λενινισμό.
Βέβαια, το κεντρικό ερώτημα περί Κίνας στον ελληνικό χώρο είναι το αν έχει σοσιαλισμό. Θεωρούμε ότι σε γενικές γραμμές έχει απαντηθεί τόσο από την Εισαγωγή που ενθέσαμε, όσο και από τα κείμενα της αντιπαράθεσης. Το ποια είναι η τάση που επικρατεί στον ανταγωνισμό σε κάθε συγκυρία δεν μπορούμε αντικειμενικά να το γνωρίζουμε, ούτε έχουμε μεγάλο καϋμό περί τούτου. Από την σκοπιά του εργατικού εμπειρισμού μπορούμε να πούμε, ότι οι άγριες απεργίες τα τελευταία δύο χρόνια σε καπιταλιστικά εργοστάσια στην Κίνα, όπως τις είδαμε, μας έπεισαν ότι διεξήχθησαν σε μια χώρα διαθέτουσα κρατικές σοσιαλιστικές λειτουργίες, σφόδρα ενεργοποιούμενες σε κρίσιμες καμπές της πάλης των τάξεων. -Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι στην Κίνα ο χρόνος τσουλάει με διαφορετικό τρόπο από μια καπιταλιστική χώρα.
Από την άλλη, στην Σανγκάη οι επιβληθέντες περιορισμοί και οι τηλεοπτικές εικόνες συμπεριφοράς του πληθυσμού είναι εικόνες βαθιά παρηκμασμένης καπιταλιστικής κατάστασης με έντονα δυστοπικά χαρακτηριστικά. Βέβαια, εν συνόλω έχουμε κύρια στους νόες μας και στις παραστάσεις μας την Κίνα της Κομμούνας της Καντόνας και της Κομμούνας της Σαγκάης, την Κίνα της μαζικής εργατικής αυτενέργειας, την Κίνα της άκρατης νεολαιίστικης ορμής, την Κίνα της ΜΠΠΕ -και αυτό είναι κάτι που δεν σβήνει, ούτε ξεγράφει, παρότι ουδέποτε υπήρξαμε οργανωμένοι οπαδοί του Ευρωπαϊκού αντιϊμπεριαλιστικού Μαοϊσμού, και των ιδεολόγων Μαοϊκών.
Είναι σίγουρο, ότι η κριτική ανάλυση της οικονομικής κατάστασης πρέπει να θέσει στο επίκεντρο το συνολικό πολυσχιδές σύστημα παραγωγής και κυκλοφορίας της αξίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου (το τελευταίο στην Κίνα έχει πολύ μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα συγκριτικά με αυτήν που έχει στις καπιταλιστικές χώρες λόγω της πολιτικής κυριαρχίας του σοσιαλιστικού κράτους). Προσέτι, από όλες τις διαθέσιμες αναλύσεις ελλείπουν στοιχεία για την πρόσβαση της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου κοινωνικού πληθυσμού στην δωρεάν υγεία, εκπαίδευση, στέγαση, ψυχαγωγία, για τις ποιοτικές παραμέτρους του επιπέδου κοινωνικής ευμάρειας.
Επιστρέφοντας, όμως, στην stricto sensu κριτική στην καπιταλιστική παραγωγή στην Κίνα σε συσχέτιση με την συνολική παραγωγή της, πρέπει να ειπωθεί ότι είναι κρίσιμος ο εντοπισμός του ποιά είναι η επικρατούσα (με κριτήριο την συνολική ποσότητα της χρηματικής τους αξίας, ονομαστικής ή πραγματικής αδιάφορο προς το παρόν) ειδική μορφή του κεφαλαίου στην Κίνα, υποτιθέμενου ότι έχει συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής (και έχει, εφόσον έχει χρηματιστήριο, έστω και περιορισμένης εμβέλειας).
Το κείμενο του Aufheben αφήνει να εννοηθεί ότι η επικρατούσα μορφή είναι αυτή του σταθερού κεφαλαίου παραγωγής, κύρια ακατέργαστου υλικού και μηχανουργίας, δηλαδή αυτή του κυκλοφορούντος σταθερού κεφαλαίου. Αυτό είναι σε όλες τις περιστάσεις δεδομένο, ότι προσιδιάζει σε σοσιαλισμό. Δεν είναι απλά ένα τεχνικό οικονομικό ζήτημα, αλλά κάτι επί του οποίου διαμορφώνονται δυνάμει και πραγματικά ταξικοί συσχετισμοί και μακροπρόθεσμες τάσεις κίνησης τρόπων παραγωγής εκπεφρασμένες σε συλλογικά πολιτικά κινήματα.
Από την άλλη, αν ο στόχος, όπως εντοπίζει το Aufheben, είναι η μετάβαση από την εξαγωγή εμπορευμάτων (σχετικά αδόκιμος όρος, καθ’ όσον τα Κινεζικά εμπορεύματα από την σκοπιά του προτσές κυκλοφορίας των εισαγωγικών ως προς αυτά καπιταλιστικών χωρών είναι ως τέτοια εμπορευματικό κεφάλαιο) στην εξαγωγή κεφαλαίου (μάλλον εννοεί τις ειδικές μορφές χρηματοκεφαλαίου και τοκοφόρου κεφαλαίου αναπτυσσόμενες στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής), τότε αυτό, αν επιτύχει, είτε σχεδόν νομοτελειακά θα ενισχύει τις τάσεις πλήρους καπιταλιστικοποίησης, είτε θα οδηγεί σε ανοικτή ρήξη στο εσωτερικό. Ωστόσο, όπως έχουμε ξαναγράψει, τέτοια ικανότητα της Κίνας (εξαγωγή χρηματοκεφαλαίου στην μορφή χρηματιστηριακών και χρεωστικών προϊόντων και δανεισμού τύπου ΔΝΤ και μεγάλων κεντρικών τραπεζών) μάλλον βασίζεται σε γεωστρατηγικές προβολές και φιλοδοξίες, παρά σε αντικειμενικά δεδομένα (η λεγόμενη φιλοδοξία της νέας Αμερικής).
Η παγκόσμια αγορά εκ της ίδιας της φύσης και της σύστασής της δεν αντανακλά, ούτε ενσωματώνει τις συμμαχίες διακρατικών σχέσεων, αν αυτές δεν ικανοποιούν τον ρόλο της και την λειτουργία της. Είναι άλλο πράγμα η εξαγωγή κεφαλαίου, όπως εξειδικεύθηκε παραπάνω, και άλλο πράγμα ο φιλικός εκτός χρηματαγορών διακρατικός δανεισμός σε τρίτες χώρες, έστω κι αν συνοδεύεται από κάποια επενδυτικά ανταλλάγματα.
Επίσης, λείπει από τις αναλύσεις το πιο προφανές, η παρουσία του Κινεζικού κεφαλαίου στα λιμάνια εξωτερικών χωρών και στην ναυπηγική βιομηχανία, καθ’ όσον εμπειρικά αυτό φαίνεται να είναι η πιο επιθετική εκ μέρους της Κίνας εξαγωγή κεφαλαίου στην μορφή της ενεργούς εργοστασιακής λειτουργίας παραγωγικού προτσές κεφαλαίου σε τρίτες χώρες. Επίσης λείπει η αναφορά και στοιχεία ανάλυσης του συστήματος κοινωνικής χρέωσης, για τον ρόλο του οποίου έχουμε αναφερθεί ακροθιγώς, κάτι που αφορά άμεσα την δυνατότητα μετατροπής χρήματος σε χρηματοκεφάλαιο μέσω του τραπεζικού δανεισμού, του τόκου σε τοκοφόρο κεφάλαιο, και την ίδια την ύπαρξη του χρηματοθετικού κεφαλαίου.
Επομένως, η ανάλυση παραμένει αποσπασματική και σε ουδεμία περίπτωση δύναται να αξιώσει συνολικότητα. Γι’ αυτό και το επιστημονικά πιο ασφαλές είναι να κινείται σε κλασικούς δυτικούς θεωρησιακούς όρους προσίδιας διακειμενικότητας.
Το Chuǎng έθεσε υπ' όψη μια σειρά πρόσφατων εξελίξεων που λαμβάνονται ως απόδειξη της έναρξης της θεμελιακής κρίσης στην Κινεζική οικονομία. Επισημαίνουν τις τεράστιες απώλειες προκληθείσεις από την οξεία πτώση στο Κινεζικό χρηματιστήριο, την ουσιώδη πτώση στα αποθέματα αλλοδαπού νομίσματος της Κίνας που απαιτούνται για να στηριχθεί η αξία του Γουάν, και την ραγδαία αύξηση του χρέους στην Κίνα. Οι ονομαστικές απώλειες στην κεφαλαιαγορά ίσως ηχούν τεράστιες, ιδιαίτερα σε Γουάν, αλλά αυτή η πτωτική κεφαλαιαγορά είναι μικρή και έχει έλλειψη έρματος μεγάλων θεσμικών επενδυτών όπως οι κεφαλαιαγορές στην Δύση. Είναι γι' αυτό επιρρεπής σε υψηλή μεταβλητότητα και προσδίδει μια πτωχή ένδειξη των επιδιωκόμενων συμβάντων της Κινεζικής οικονομίας ως συνόλου. Πιο σχετική ήταν η βιασύνη να πουλήσουν Γουάν στα 2015, και η συνεπακόλουθη πτώση στα αποθέματα αλλοδαπού νομίσματος, καθώς η κεντρική τράπεζα αναζήτησε αποσύνδεση του Γουάν από το δολλάριο των ΗΠΑ φοβούμενη ότι μια άνοδο στα ποσοστά τόκων των ΗΠΑ θα έστελνε το δολλάριο των ΗΠΑ στην οροφή. Αλλά, αυτή η πτώση στα αποθέματα είναι μάλλον συγκυριακή. Πράγματι, η Κίνα διευθύνει ακόμα μια ουσιώδη ισορροπία πρόσθετων πληρωμών και ως τέτοιο πιο μακροπρόθεσμα αλλοδαπό νόμισμα ρέει στην Κίνα. Το ερώτημα του αυξανόμενου χρέους είναι ξεκάθαρα πολύ πιο σοβαρό. Είναι αληθές ότι το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έχει αυξηθεί ραγδαίως κατά τα πέντε τελευταία χρόνια, και μια αύξουσα αναλογία αυτού του κακού χρέους είναι δύσκολο να αποπληρωθεί. Αλλά αυτή η αύξηση σε χρέος είναι σε χαμηλά επίπεδα. Το συνολικό χρέος τώρα ίσταται στα 225% του ετήσιου ΑΕΠ: αυτό ίσως ακούγεται ακούγεται υψηλό, αλλά δεν είναι υψηλό με τα διεθνή στάνταρντς -για παράδειγμα το συνολικό χρέος στο ΗΒ ίσταται πάνω από 500%. Το περισσότερο του χρέους οφείλεται από μεγάλες κρατικά ανηκόμενες επιχειρήσεις και τοπικές κρατικά ανηκόμενες εταιρείες σε κρατικά ανηκόμενες τράπεζες. Αυτό δεν επιτρέπει να πεις ότι το αυξανόμενο χρέος δεν είναι μια σοβαρή έγνοια αλλά οι του Chuǎng παρατηγανίζουν την πουτίγκα.
Για παράδειγμα, κατά τα 1970s το 50% της Βρετανικής βιομηχανίας ήταν κάτω από δημόσια κυριότητα.
The Wealth of Nations The Everyman’s Library, David Campbell Publishers Ltd, London. (1991).
Milton Friedman (1962) Capitalism and Freedom, The University of Chicago Press, London. P.9.