Περί Ταξικότητας και Γερμανικού Λαϊκισμού

 

Η έννοια της ταξικότητας (Klassizität) στην πολιτική είναι άμεσα συναρτώμενη με την συνολικότητα της κατανόησης, εξήγησης και ερμηνείας της κλασικής πολιτικής οικονομίας ιδιαίτερα της πρώτης εποχής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό εμπεριέχει κάποιες συγκεκριμένες επιστημονικές και θεωρητικές παραδοχές, αλλά κυρίως έναν συγκεκριμένο τρόπο τοποθέτησης και μαχητικοποίησης των υποκειμένων στην ιστορική διαπάλη και ανταγωνισμό μεταξύ αφενός των προκαπιταλιστικών και Ασιατικού τρόπων παραγωγής και αφετέρου του καπιταλισμού.

Έτσι, στην αυγή του 19ου αιώνα, ταξικός σήμαινε την απροϋπόθετη πάλη όχι μόνο ενάντια στην φεουδαρχία ή τις μορφές του Ασιατικού Δεσποτισμού, αλλά και ενάντια στον Φυσιοκρατισμό και ενάντια στον Μερκαντιλισμό. Απ' αυτήν την άποψη, το πρώτο ολοκληρωμένο ιστορικά νεωτερικό ταξικό κόμμα ήταν οι Ουίγοι.

Απ' την ίδια άποψη, ο Γιακωβινισμός δεν ήταν ένα ταξικό κόμμα, δηλαδή δεν είχε κατακτήσει εισέτι ένα τέτοιο επίπεδο αυτοσυνειδησίας και τοποθέτησης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στο γίγνεσθαι του ταξικού ανταγωνισμού. Κι αυτό γιατί προσβλέπει σε ένα αφηρημένο πολιτικό σώμα, το οποίο ταυτίζει με την κοινωνική τάξη και τις κοινωνικές ομάδες τις οποίες αντιπροσωπεύει, και το οποίο ονομάζει λαό. Αυτό βέβαια δεν ήτο μόνο μια καινοτομία των Γιακωβίνων ή της Φραγκικής Επανάστασης, διότι το στον ίδιο χρόνο κείμενο του Συντάγματος των ΗΠΑ ξεκινάει με μια λαϊκίστικη φράση. Επ' αυτών εντοπίζεται η συντακτική και ιδεολογική εκπήγαση της κυρίαρχης μορφής λαϊκισμού μέχρι και σήμερα.

Πρέπει να διακριθεί από σκοπιά συνεπούς ιστορικού υλισμού αυτή η νέα μπουρζουάδικη ιδεολογία περί λαού, από την έννοια και την ιστορική εμπειρία του "popolo", όπως συναντάται τόσο στην Ρωμαϊκή νομική πραγματικότητα, όσο και στις Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές αυτοδιοικούμενες πόλεις και πόλεις-κράτη.

Στην Γερμανική ιστορία, ωστόσο, η πολιτική πρακτική και εμπειρία του λεγόμενου λαϊκισμού (πάλι σε διάκριση από την εμπειρία της εδαφικοποιημένης λαϊκής κοινότητας) έχει υλικό έρεισμα στα λαϊκά δίκαια (volksrechten) των σιδηρουργών, μεταλλουργών και των τεχνιτών μετάλλων. Αυτή η μορφή τελεί σε ποιοτική διαφορά από οποιαδήποτε αφηρημένη χρήση του όρου λαός και των παραγωγών του, καθ' όσον είναι ένα αδιαμεσολάβητο οικονομικό προϊόν συμπυκνωτικό και αποτυπωτικό κοινωνικού ανταγωνισμού.

Απ' την άλλη, όλες οι Γερμανικές πολιτικές δυνάμεις μοιράζονται ένα μίνιμουμ κοινού ή διαφοροποιημένου λαϊκισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο τα εικαζόμενα άκρα της πολιτικής σκηνής, αλλά πρώτα και κύρια την Γερμανική Χριστιανοδημοκρατία και τον Χριστιανοκοινωνισμό, καθ' όσον διαθέτουν οργανική σύνδεση με την πιο μακρά μορφή Γερμανικού λαϊκισμού: τον διαμαρτυρόμενο Χριστιανισμό. Ώστε, συχνά η πολιτική κατηγορία του λαϊκισμού ξεφτίζει σε ένα αδειανό πουκάμισο.

Όπως είναι γνωστό, μια προοικονομία ταξικότητας ή καλύτερα μια ταξική πρόνοια ήλθε με αντιφατικούς τρόπους μέσα στους Γερμανικούς λαούς με τον σταδιακό εκρωμαϊσμό των Βαρβαρικών κανονιστικών ρυθμίσεων και την συγκρότηση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Καρόλων. Ωστόσο, κύρια κατά τον 17ο αιώνα, κάτι στο οποίο ο Τριακονταετής Πόλεμος επέδρασε καταλυτικά, άρχισε η διαμόρφωση μιας σχετικά ευδιάκριτης ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας.

Πρέπει να καταστεί ευκρινές, ότι κατά την μακραίωνη ιστορία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η πρακτική της ταξικότητας εισήχθη και επιβλήθηκε μέσα από τον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό (συχνά, με ένοπλες και στρατιωτικές όπως στην περίπτωση του Μεσαιωνικού Στρασβούργου, εξεγέρσεις), έχουσα την ποιότητα και μιας αρχιτεκτονικής οργάνωσης της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των πόλεων, ως προς το Αυτοκρατορικό κέντρο, και ενάντια στα Επισκοπάτα και τα κέντρα εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας.

Έχοντας υπ' όψη τα ως άνω κομβικά στοιχεία των ιστορικών διαδρομών, η ταξικότητα μιας πολιτικής δύναμης σήμερα προσδιορίζεται από το αυταπόδεικτο: αν έχει οργανική σχέση οποιασδήποτε ποιότητας με μια βασική κοινωνική τάξη. Αυτό, άλλωστε, διαχωρίζει την ταξική πολιτική, την ταξικότητα της οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης, απ' τις λαϊκιστικές πολιτικές, οι οποίες αναφέρονται πολιτικά και συνδέονται οργανικά στην κατηγορία έθνος, ανεξάρτητα, αν ούτως ή άλλως εξυπηρετούν ταξικά προσδιορισμένα συμφέροντα.

Σε κάθε περίπτωση, όπως σε όλα τα ζητήματα, η κοινωνική πρακτική είναι το κριτήριο της αλήθειας. Αυτό σε ένα πιο ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο σημαίνει, ότι η προσαρμογή και η απόκριση κάποιου στις απαιτήσεις της βιομηχανικής οργάνωσης, της βιομηχανικής εργασίας, είναι μια ασφαλής ένδειξη περί ταξικότητας, ώστε αυτή κρίνεται από το ίδιο το εργασιακό προτσές.



Ιδεολογια και ανταγωνιστικό κίνημα. Επισημάνσεις


Η σύγχρονη ιδεολογία στις πρωτογενείς μορφές της παράγεται παράπλευρα, ως υποπροϊόν της εργασίας, ως μυστικοποιητική διαμεσολάβηση της ταξικής πάλης. Παρότι η προνομιούχα επικράτειά της βρίσκεται στην αστική κοινωνία, η ιδεολογία προσάγεται στην εργασία, κυρίαρχα ως κατά Χέγκελ ενεργότητα της Ιδέας.

Η κυρίαρχη μορφή, την οποία λαμβάνει η ιδεολογία στα σημεία ενεργότητάς μέσα στην εργασία, στην ταξική πάλη, στον ανταγωνισμό, προκύπτει από την πραγμάτωση της κατά Χιουμ δέσμης (bundle) του εαυτού, της δέσμης του αντικειμένου. Αυτό δεν είναι άμοιρο της λειτουργίας του ενεργού κεφαλαίου στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, αντίθετα είναι η πιο οικονομική μέθοδος διείσδυσής του στις λειτουργίες των μορφών του χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου, η πιο οικονομική μέθοδος ελέγχου της ονομαστικής αξίας. Στον ίδιο χρόνο, η δικαιολόγηση αυτών των πραγματώσεων αποκρίνεται στην καπιταλιστική απαίτηση του “να δούμε τί πραγματικά είναι έγκυρο μέσα από την συμπεριφορά/λειτουργία/κινησιολογία της πραγματοποιημένης μορφής του, που de facto εμπεριέχει αντικειμενικότητα”. Αυτό συγκροτεί την συνολική καπιταλιστική παραγωγή ως έναν αχανή χώρο, διεπόμενο από εντροπία, απροσδιοριστία, αβεβαιότητα, μη προβλεψιμότητα. Επ' αυτού συναρθρώνεται η λειτουργία του χρηματοθετικού κεφαλαίου και οι τεχνικές κινήσεις του, ώστε αυξάνεται η ποσότητα της ονομαστικής αξίας.

Αν, όμως, αυτό είναι απλά η κριτική περιγραφή της λειτουργικότητάς του, ο προσδιορισμός, η κατηγοριοποίηση αυτών των ιδεολογικών λειτουργιών από διαδικασίες ab initio μη προσίδιες σε αυτό, μπορεί να φωτίσει περισσότερο τα πράγματα.

Το παραγωγικό κεφάλαιο, ειδικά αυτό της υψηλής οργανικής σύνθεσης, προς διάκριση, με ό,τι τυχόν πιστεύουν οι αδιαίρετοι καπιταλιστές, ή τυχόν έχουν στα μυαλά τους ως Ιδέα, συνεχίζει να κατηγοριοποιεί τις πραγμοποιημένες ιδεολογικές μορφές με τους τυπικούς όρους του ανταγωνιστικού πολιτικού λεξιλογίου, συχνά δε (ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία) με τους τυπικούς όρους του λεξιλογίου του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό αφενός είναι μια λειτουργία, η οποία εκ των πραγμάτων ξεφεύγει του εργατικού ελέγχου, και αφετέρου πάλι απ' τα ίδια τα πράγματα συγκροτεί ζώνες ιδεολογικής δια/αντι-επίδρασης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτή η επαφή εισάγεται στις λειτουργίες της αστικής κοινωνίας και του κράτους, λαμβάνοντας την μορφή του ανταγωνισμού για τις διανεμόμενες θέσεις ισχύος.

Με την σειρά του, όλο αυτό σε Ευρωπαϊκές χώρες και ΗΒ, στα μέσα δεκαετίας του 1990 σχηματίσθηκε σε μορφή πολιτικής στρατηγικής, σε μια μορφή εργατικής ηγεμονίας με όρους συνεπούς μαχητικού ρεφορμισμού. Είναι κάτι που επανέρχεται στο ΗΒ και προοδευτικά στο Commonwealth, το πιο πιθανόν τροποποιημένο και ισχυρότερο, εν όψει των γενικών εκλογών της 4ης Ιουλίου.

Αν στις παραπάνω γραμμές ερευνάται η ιδεολογική λειτουργία ως συναρθρωμένη στο εργασιακό και ανταγωνιστικό προτσές, στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής του εργατικού κινήματος εμφανίζεται Ιδεολογία, ανοίκεια, ήτοι, μη συναρθρωμένη στην εργασία ως τέτοια. Αυτό χωρικά μεταθέτει το υποκείμενο από το Αυτοκρατορικό στο περιφερειακό, κι από 'κει στο εθνικό, κι από 'κει στο τοπικό, λειτουργώντας ξανά ως έμμεσος μηχανισμός υποτίμησης της εργασίας. Οι κατηγορίες απ' τις οποίες απορρέει, έχουν να κάνουν με αυτό, το οποίο καλείται δικαιωματισμός και με το έθνος, είτε πλασάρεται σε δεξιά, είτε σε αριστερή εκδοχή.

Πρόκειται για την εκτός εργασίας επιρροή της μπουρζουαζίας μέσα στο εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα του ποιος πλέον είναι φορέας της. Σ' αυτό, η μοίρα της καταστροφής του καθορίζει εκ των προτέρων και την κατάληξή του. Δηλαδή, είναι η ίδια η αντικειμενικότητα αμφοτέρων της εργασίας (κύρια μέσα από τις επιδιορθωτικές λειτουργίες του σταθερού κεφαλαίου) και της ταξικής πάλης, που επιβάλλουν την εκδίωξή του, καθ' όσον αργότερα ή νωρίτερα αποδεικνύεται, ότι λειτουργεί σαν μερικό μπουρζουάδικο σαμποτάζ προς την εργασία και την ταξική πάλη, στο όνομα προκατασκευασμένων ιδεοληψιών.

Δεν είναι κάτι οργανικά συνδεόμενο προς τον οικονομικό (νεο-)φιλελευθερισμό ή τον ιστορικό Λιμπερτινισμό, αντίθετα, επί το πλείστον κρύπτεται στις κρατικίστικες ποδιές, σε σημείο που κάθε τόσο φανερώνεται ως πολιτικές απατεωνιές πίσω από σφυροδρέπανα. 

Σίγουρα, σε κάποιον, που αντιλαμβάνεται την ζωή ως φαγητό, αυτό το στόρυ του φαντάζει ως το αλατοπίπερο -και πιθανόν για το "μεγάλο κεφάλαιο" να έχει έναν τέτοιο ρόλο. 


Το Καταστασιακό Ρεύμα, σήμερα


Ο καταστασιασμός αναπτύσσεται επί της αποσύνθεσης της σύγχρονης κουλτούρας. Το θέαμα έχει ως υποκειμενική αιτιότητα την ανημπόρια της μπουρζουάδικης τάξης να σκεφθεί θεωρησιακά, την αποκοπή της από τις μορφές και τους βαθμούς διαλεκτικής νόησης. Το θέαμα είναι το συμβεβηκός της εικονικής κυριαρχίας, όπως φανερώνεται στα κανάλια και στα μέσα της αστικής κοινωνίας.

Οποιαδήποτε ιστορική αναδρομή στον καταστασιασμό τον αποστερεί από το εναργές περιεχόμενό του. Ο καταστασιασμός, επειδή πρέπει να εκληφθεί ως σύνολο μητροπολιτικών πρακτικών, δεν έχει ιστορία, όπως ακριβώς και το δίκαιο. Η κατάχρηση του, η υπερβολική επιτέλεσή του, η διολισθητική μετατροπή του σε μορφή ιδεολογίας, νομοτελειακά θέτει ενώπιον του φέροντος όλ' αυτά υποκειμένου το δίλημμα: Αυτοκτονία ή Επανάσταση

Δεν είναι κάτι μιμήσιμο ή επαναλήψιμο. Δεν είναι κάτι που γίνεται ώστε να ειπωθεί, θεωρητικολογώντας μετά, δεν είναι κάτι αναπαραστάσιμο. Σίγουρα, κάποιες ζώνες έχουν στοιχειωθεί από έναν φαταλισμό ουσιών και αυτοχειρίας.

Απ' την άλλη, στο αισθητικό συγκείμενό του, υπάρχει μια καταργητική του σουρεαλισμού εμμενή τάση, μια μη κυρηχθείσα εισέτι μετα-μεσαιωνικής υφής εχθρότητα προς αυτό. Αυτό ίσως επιβάλλεται από τον εμμενή στην καθημερινή ζωή της Μητρόπολης καταστασιακό χαρακτήρα. Κάτι που μπορεί να ανιχνευθεί στα μετά την ΜΠΠΕ σημεία έκρηξης της ιδεολογίας. Αλλά, είναι επίσης κάτι, που φανερώθηκε στα πρώτα βήματα στις περιπλανήσεις στα Παρισινά γκέτο μέσα από τις αδιαίρετες ατσαλένιες αναγκαιότητες της Αλγερινής Επανάστασης. Η ΚΔ ήταν εν μέρει η μητροπολιτικοποίηση μιας σειράς βεντετών, χωρίς τότε να προσβλέπει σε παρελθούσες απολυτρώσεις.

Σε ένα πιο απο-γειωτικό επίπεδο το πρώτο πράγμα που υλικοποιεί ο καταστασιασμός, είναι μια αρχιτεκτονική οργάνωση σχέσεων μεταξύ ανεξάρτητων ανθρώπινων όντων που συνέχονται από την πρακτική της συντροφικότητας, και μεταξύ εργατών και δομημένου μητροπολιτικού χώρου. Απ' αυτήν την άποψη η ΚΔ είναι μια Αρχιτεκτονική Κομμούνα. Στον ίδιο χρόνο η ποίηση της Μιλανέζικης Εργατικής Αυτονομίας υλικοποιεί σχέσεις μεταξύ εργατών και μηχανών, πιο προωθημένα μεταξύ εργατών και σταθερού κεφαλαίου, εκλαμβανόμενου ως μη διαμεσολαβημένη μορφή νεκρής εργασίας τους. Απ' αυτήν την άποψη, όπου η ποίηση της Μιλανέζικης Εργατικής Αυτονομίας οδηγεί σε στιγμιαία αυτο-μηχανοποίηση, επειδή ακριβώς κατανοεί το προλεταριακό καθήκον ως σε τελική ανάλυση επιχειρησιακό, ο καταστασιασμός δίνει ξανά ζωή σε νεκρά αρχιτεκτονικά στοιχεία: είναι η επιστήμη ζωντανέματος των δομικών υλικών. Δεν πρόκειται για θέμα σύγκρισης, αλλά για δυο δυναμικές διατεμνόμενες, που αναπτύσσονται στον ίδιο χρόνο.

Η πολιτική έγκληση της ΚΔ είναι να αφήσουμε ξοπίσω τον άρρωστο και παρανοϊκό χαρακτήρα της πολιτικής ιστορίας του 20ου αιώνα, ώστε συνεχώς να δεχόμεθα καλοσωρίσματα από το μέλλον, στον ίδιο χρόνο που η ποίηση της Μιλανέζικης Εργατικής Αυτονομίας, με την ανεπαίσθητη Λομβαρδική ειρωνεία, στέλνει χαιρετίσματα στους απ' τις δομές εγκλωβισμένους.

Βέβαια, στην μορφή της καρικατούρας ο καταστασιασμός μετέρχεται στιγμών του θεάματος, προκειμένου να τις καταστήσει άχρηστες: -μια ατάκα, ένα επιφώνημα και καθάρισες, ή μήπως έμπλεξες βαθύτερα;

Στο τέλος της ημέρας, η με ανατρεπτικούς στόχους διεξαγωγή της ταξικής πάλης με αυτούς τους όρους, με αυτήν την αισθητική, επαναφέρει την δικαιική προβληματική της συλλογικής ευθύνης: τί είναι πιο ειρηνικό: να επιτεθώ στην καπιταλιστική τάξη, επιτιθέμενος σε μια προσωποιητική μορφή της, ή να επιτεθώ συλλήβδην στα φυσικά πρόσωπα απαρτίζοντα την καπιταλιστική τάξη; Είναι ένα καταστασιακό ερώτημα, που όσο αναμένει απάντηση, τόσο παράγονται και μεγεθύνονται καταστασιακές καταστάσεις. Μέχρι να ανακηρυχθεί η απάντηση, οι στόχοι μπορεί να έχουν αποχωρήσει ή ακόμα και νά 'χουν αυταναφλεχθεί.

Σε πιο ειρηνικά ερωτήματα, ο καταστασιασμός υφολογικά περιορίζει το ναίφ γκροτέσκο, την κωμικότητα για την κωμικότητα, την επιτηδευμένη αφέλεια, τον μιμητισμό της κουλτούρας του Δαρβινισμού, συχνά υποκρυπτόμενη πίσω από καθηγητικά άμφια. 

Ο καταστασιασμός λειτουργεί ως πρακτική ξεκαθαρίσματος, -θέλοντας και μη- με Νερβικούς όρους ταξικού ρωμαϊκού δικαίου. Είναι ο Νερβικού τύπου όρκος του πληβείου στον διατρέχοντα την ταξική αντιπαράθεση Ρουβίκωνα -και στον ίδιο χρόνο το Φλωρεντίνικο έτσι, Πανηγυρικοί και ταξικές δημηγορίες για εξεγέρσεις που είναι να έλθουν, για το έρχεται 


Ο Βιομηχανικός Εξορθολογισμός ως Κυβερνετικότητα

 

Προβληματίζει κάποιους η επιμονή της εργατικής κριτικής στην αποκοπή του συστήματος εξουσίας από τον πειθαρχητικό έλεγχο στους νόες και τα σώματα (κάτι που ισούται με την μαχητική κατάργηση της βιοεξουσίας), και στην σύνδεσή του με την βιομηχανική οργάνωση της εργασίας.

Στην σφαίρα φαινομενολογίας του κυκλοφοριακού προτσές, δηλαδή στην σφαίρα της κατανάλωσης, αυτό συνεπάγεται τον μαζικό απεγκλωβισμό από τα βιοπολιτικά διλήμματα, τα οποία θέτει το δίπολο λουξουρισμός-μιζερισμός.

Από την άλλη, η συγκρότηση της εργατικής πολιτικής καθ' ομοίωση της βιομηχανικής οργάνωσης είναι απλά το αντικειμενικό περιεχόμενο της μετα-ΝΕΠ Λενινικής πολιτικής: ένα γνήσιο, από την σκοπιά των παραγωγικών δυνάμεων, σοσιαλιστικό προχώρημα.1

Αυτό αποκτά επείγοντα και επιτακτικό χαρακτήρα στις σύγχρονες συνθήκες εν όψει τόσο των οξυμένων προβλημάτων διαβίωσης σημαντικών κομματιών του παγκόσμιου πληθυσμού, όσο και λόγω της αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προκλήσεων. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η επιβολή πραγματικού ελέγχου της βιομηχανίας επί της πολιτικής διοίκησης είναι όρος για την ίδια την βιωσιμότητα των κοινωνικών οικολογιών, των κοινωνικών οικοσυστημάτων.

Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, η διαμορφωμένη και αναπτυσσόμενη τάση έχει να κάνει με την πολιτικοποίηση της οικονομίας στην εφαρμογή, στην χρησιμοποίηση του σταθερού κεφαλαίου.2 Αυτό δεν είναι μόνο κάτι που απηχεί μέσα στους αιώνες το Προτεσταντικό κλπ. πνεύμα, αλλά κάτι που ανακύπτει ως νομοτέλεια της διαδικασίας μετατροπής της πρόσθετης αξίας σε κέρδος, και του ποσοστού πρόσθετης αξίας σε ποσοστό κέρδος, κατά το συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής: πχ. η κατάργηση της χρήσης του φαξ, η μείωση στο ελάχιστο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στους χώρους δουλειάς και στα νοικοκυριά, η ελαχιστοποίηση των εκτυπώσεων στους χώρους δουλειάς, ακόμα και σε συνολικό επίπεδο η ελαχιστοποίηση της χρήσης υπολογιστικής ενέργειας, είναι κάποια δείγματα όλου αυτού. Πιο βαρύνουσα σημασία σε αυτό έχει η καταπολέμηση των καταχρήσεων επί της Γενικής Νοημοσύνης. Κι αυτό γιατί, όπως έχουμε αναλύσει, το Βιομηχανικό Αυτόματον της Γενικής Νοημοσύνης είναι σταθερό κεφάλαιο.  

Στα μυαλά ορισμένων, πρόκειται για το γνωστό απεχθές Γερμανικό, βόρειο παλιό μοντέλο της συλλογικής πειθαρχίας που (δήθεν) καταπιέζει τον ατομικό αυθορμητισμό, την ατομική βουλησιαρχία.

Αν έτσι εμφανίζεται στην επιφάνεια του δημόσιου λόγου, αυτό εκφράζει στην κύρια πλευρά του την Οντική διαμάχη μέσα στα κομμάτια της καπιταλιστικής τάξης μεταξύ αφενός του αδιαιρετισμού/ατομικισμού και αφετέρου του καπιταλιστή ως οργανικής επιτελεστικής έκφρασης του τμήματος κοινωνικού κεφαλαίου, του οποίου είναι δικαιούχος. Το δεύτερο είναι ο πιο άμεσα διαθέσιμος τρόπος, ώστε η καπιταλιστική τάξη ως σύνολο φυσικών και νομικών προσώπων (ως φορολογητέα ύλη) να διατηρήσει την πολιτική και κοινωνική ανεξαρτησία της έναντι των κρατών, ήτοι να συνεχίσει να κυριαρχεί επί της ούτως ή άλλως συρρικνωμένης αστικής κοινωνίας.

Η βιομηχανική επιβολή επί της κυβερνετικότητας σε κάποιες ισχυρές χώρες έχει ως αντικειμενικό συνεπακόλουθο την ανάδειξη κυβερνήσεων από τα Εργατικά Κόμματα, κάτι που άρχισε να επιβεβαιώνεται μόλις χθες, με την παραίτηση του Πρωθυπουργού του Εθνικού Κόμματος στην Σκωτία.

Συνολικά, στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες, έχουσες ένα σχετικά επαρκές επίπεδο πολιτικής δημοκρατίας, η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης δεν παίρνει πλέον την μορφή του Ηγεμονικού ζητήματος (μέσα από τον πόλεμο θέσεων). Παίρνει την μορφή της ανύψωσης σε ηγέτιδα εθνικά τάξη μέσα από την διεξαγωγή της αδιαμεσολάβητης ταξικής πάλης. Αυτό προκύπτει αντικειμενικά μέσα από το εύρος κοινωνικοποίησης της αφηρημένης εργασίας, μέσα από τον βαθμό ειδίκευσης της κοινωνικής εργασίας. 

Στην παραπάνω φράση, το εθνικά δεν σημαίνει τον προσίδιο ποιοτικό προσδιορισμό του εθνικού, αλλά, ότι σημείο αναφοράς είναι ένας δοσμένος κοινωνικός σχηματισμός, μια δοσμένη χώρα, όπως περιγράφεται από το Σύνταγμά της και τις διεθνείς συνθήκες, στις οποίες έχει συμβληθεί.

Αυτό, πέρα από τα παχιά ιδεολογικά λόγια και τις παχιές αγελάδες των αντανακλαστικών/επικαλυπτικών αυταπατών και ψευδαισθήσεων, σημαίνει πρώτ' απ' όλα την ικανότητα της εργατικής τάξης μέσα στο συνολικό προτσές της κοινωνικής εργασίας να επιλύει τα πρακτικά προβλήματα της κοινωνικής παραγωγής, αυξάνοντας και επεκτείνοντας την ισχύ της.

Είναι αλήθεια, όπως εξηγούμε, ότι τα τελευταία δέκα χρόνια, συχνά η ενέργεια των μαζών σπαταλιέται σε παράπλευρα και δευτερεύοντα θέματα ιδεολογικοθρησκευτικής υφής. Δηλαδή, λείπει η στοχοπροσήλωση, ο προσανατολισμός των μαζών σε αυτά που κάθε φορά η κοινωνική ζωή θέτει ως τα επείγοντα, τα επιτακτικά ζητήματα, από την επίλυση των οποίων εξαρτάται και κρίνεται η βελτίωση των υλικών όρων ζωής, η αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών ύπαρξης. Αντίστοιχα, η δράση των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες αναφέρονται στο κίνημα των μαζών, αντί να συνενώνει στην ανάπτυξη κινητικότητας για τα αντικειμενικά προβλήματα, διά της διολίσθησης ενθέτει σε αυτές επιπρόσθετους διαχωρισμούς. Αυτό εδραιώνει μια νευροπαραλυτική κατάσταση στο μαζικό κίνημα: ο ιδεολογικίστικος ψεκασμός των μαζών


1Βλ. Vladimir Ilyich Lenin, Better Fewer, But Better,  Pravda (No. 49), March 4, 1923

2Βλ. Das Kapital, III. Band: Der Gesamtprozeß der kapitalistischen Produktion, I. Die Verwandlung des Mehrwerts in Profit und der Rate des Mehrwerts in Profitrate, 5. Ökonomie in der Anwendung des konstanten Kapitals



Προς την σφυρηλάτηση βάσεων ενός ορμητικού Αμερικανισμού/Οι συγκρουόμενες κατανοήσεις στο κίνημα της ανώτατης εκπαίδευσης

  

Wenn die Gemeinschaft der Vernunftwesen wesentlich ein Beschränken der wahren Freiheit wäre, so würde sie an und für sich die höchste Tyrannei sein; aber weil es vorderhand nur die Freiheit als Unbestimmtes und ideeller Faktor ist, die beschränkt wird, so entsteht durch jene Vorstellung für sich in der Gemeinschaft noch nicht unmittelbar Tyrannei. Aber sie entsteht aufs vollständigste durch die Art, wie die Freiheit beschränkt werden soll, damit die Freiheit der anderen Vernunftwesen möglich sei; nämlich die Freiheit soll durch die Gemeinschaft nicht die Form, ein Ideelles, Entgegengesetztes zu sein, verlieren, sondern als solches fixiert und herrschend warden[1]


Στα εγχώρια πράγματα επιβιώνει ακόμη η αντίληψη περί αφελών Αμερικανικών μαζών. Αυτό είναι υπόλειμμα των αντι-Αμερικανικών αισθημάτων των προηγούμενων δεκαετιών, όσο και ενός μισο-οριενταλιστικού Ευρωπαϊκού αρχοντοχωριατισμού. Παραγνωρίζουν, ή δεν τους συμφέρει, οι εκπρόσωποι αυτών των στάσεων, τους σκληρούς εργατικούς αγώνες κατά τα πρόσφατα 10 χρόνια για την δημιουργία και οργάνωση ανεξάρτητων μαζικών εργατικών σωματείων σε μεγάλες βιομηχανίες (logistics-μεταφορές, πληροφορική-υψηλή τεχνολογία, εστίαση, εμπορική εργασία), όπως και την πιο πρόσφατη μεγάλη απεργία στην αυτοκινητοβιομηχανία. Προσέτι, κάνουν σαν να μην έγινε ποτέ, ο νέος τότε γύρος εσωτερικής πολιτικής σύγκρουσης που διεξήχθη στα χρόνια της διακυβέρνησης του Τραμπ ενάντια στις ρατσιστικές και φασίζουσες κατασταλτικές πολιτικές.

Προτείνουμε σε πρώτο χρόνο, μια ιστορικοϋλιστική θέαση του αναπτυσσόμενου και επεκτεινόμενου κινήματος στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια, που έστω και με λανθάνοντα τρόπο θέτει στο κέντρο την σύγχρονη σήμανση και τον ποιοτικό προσδιορισμό της ιδιότητας του πολίτη των ΗΠΑ. Απόδειξη γι’ αυτό είναι, ότι η ρητορεία κι η προπαγάνδα του απεργοσπαστικού στρατοπέδου στα Πανεπιστήμια έχει αρχίσει να μιλάει περί νεο-μαρξισμού.

Η άμεση ιστορική εκπήγαση της Πανεπιστημιακής εξέγερσης είναι η κατά τις προηγούμενες δεκαετίες υποδόρια και παρτιζάνικη πάλη ενάντια στο Καθεδρικό σύστημα ελέγχου και διανομής.[2]Ωστόσο, αυτό δεν φτάνει, για να περιγραφεί ο πλούτος της.

Στη προφάνειά της, η εξέγερση φέρνει στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την Παλαιστινιακή συνθήκη, ως ένα πλέγμα επιδεινωμένων υλικών όρων παροχής εργασίας, ημι-παράνομης πολιτικής και πολιτισμικής ύπαρξης και διεξαγωγής της ταξικής πάλης μέσα από την κατηγορία του πληβείου. Αυτό αφορά πρώτα και κύρια την περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά στον ίδιο χρόνο και εκτεταμένες περιοχές στις καπιταλιστικές Μητροπόλεις. Εν ολίγοις, η Παλαιστινιακή συνθήκη από την σκοπιά των καπιταλιστών (ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκεύματος) είναι μια μορφή υπερεκμετάλλευσης, ένας εντατικός τρόπος απόσπασης πρόσθετης αξίας, μια δοσμένη τεχνική διαχείρισης και καθυπόταξης μαζών από τον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό.

Η αντικειμενικότητα αυτής της διαπίστωσης δεν ανασκευάζεται, ούτε αντικρούεται, από το γεγονός, ότι στον Παλαιστινιακό εθνισμό της περιοχής αναπαράγονται αυτούσιες οι νεωτερικές προβληματικές του Ιουδαϊκού ζητήματος περί τυπικής ισότητας και διάκρισης σε εικονική και πραγματική κυριαρχία, ως επίσης και αφηρημένες όψεις της Γερμανικής Ιδεολογίας περί συγκρότησης Ιδεαλιστικής Σφαίρας (κάτι το οποίο συχνά παίρνει την Στιρνερική μορφή της "Τρομοκρατίας των Ιδεών"). 

Το ότι κρίσιμες μάζες ακόμα και από το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης επιλέγουν την αλληλεγγύη και στήριξη στον Παλαιστινιακό εθνισμό (παρά τις υπαρκτές αντισημιτικές, εθνικιστικές τάσεις κλπ. μέσα σε όλο αυτό, κάτι το οποίο είναι επίπτωση της ίδιας της εν τοις ιδίοις όροις των αντιφατικής και σχιζοειδούς εσωτερικότητας αυτών των θεμάτων) δεν είναι κάτι καινούριο. Ιστορικά, έλκει την καταγωγή του από το κίνημα αλληλεγγύης και στήριξης στην Πολωνική ανεξαρτησία κατά την επανάσταση του 1848.[3]

Η υποτροπή του απεργοσπαστικού στρατοπέδου εκφράζεται με την πρόσφατη κατηγορία περί νέο-μαρξισμού. Σε αυτό, φυσικά, το ζήτημα δεν είναι η εργατική κριτική, κάτι που εν όψει του δεν μπορεί να σταθεί ούτε μισό δευτερόλεπτο, αλλά η συγκαλυμμένη αναπαραγωγή της new age απάτης περί του τι δήθεν σημαίνει η Αμερικανική πολιτική ιδιότητα. Σ’ αυτό, ο παραδοσιακός Ιουδαϊκός Σιωνισμός (αποκοπείς απο τις όποιες εργατικές συνδέσεις του) αποπολιτικοποιείται και εμβαπτίζεται αποκλειστικά μέσα στην κολυμβήθρα της Αγγλικανικής θρησκευτικότητας των εποίκων του Mayflower και όσων τους διαδέχθηκαν (στο όνομα πάντα του ατομικού, αδιαίρετου φιλελευθερισμού), ή ακόμη χειρότερα στον Εβραϊκό μυστικισμό των χωρών της μεγαλοΡωσίας κατά τους αιώνες της φωτισμένης δεσποτείας. –Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο κ. Τραμπ είχε δηλώσει ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, ότι ήτο βασιλεύς του Ισραήλ –ξέχασε βέβαια να αναφέρει ποιος απ’ όλους.

Στην κάπως πιο σοβαρή εκδοχή του, πρόκειται μόνο για μια εκλαϊκευτική προβολή εκλεκτικιστικά (δηλαδή μεταμοντέρνα) παρμένων στοιχείων απ’ την θεωρία του Eric Voegelin περί του Φορμαλισμού του Αμερικανικού Πνεύματος.[4]

Από την άλλη, αυτό το οποίο παραγνωρίζεται, και αφορά άμεσα τον Ρεπουμπλικανισμό, είναι η πολιτική παράδοση των Ριζοσπαστών Ρεπουμπλικάνων, των Stalwarts.[5] Αυτό, στηριγμένο πάνω στην εποποιία του Far West, είναι η δυναμική, που προσέδωσε την νικηφόρα πορεία στον βιομηχανικό Βορρά, που πέτυχε την Ανασυγκρότηση, που κέρδισε τους Ινδιάνικους Πολέμους, που ανέδειξε μετά τον Πολιτικό Πόλεμο την πολιτική κυριαρχία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στα τελευταία 40 χρόνια του 19ου αιώνα. Άλλωστε, στην ίδια την πολιτική φιλοσοφία του Προέδρου Λίνκολν, η Αμερικανική ανάπτυξη γίνεται κατανοητή και παρουσιάζεται μέσα από τον ανταγωνισμό κεφαλαίου και εργασίας.[6] Λόγω αυτού, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε όλη την πολυσχιδότητά του συνεχίζει να έχει οργανικές σχέσεις με τμήματα της εργατικής τάξης.[7]

Ποια είναι η προβολή των όσων διατείνεται το απεργοσπαστικό στρατόπεδο στο επίπεδο του θεάματος, της εικονικής κυριαρχίας, της μαζικής κουλτούρας; Πρόκειται για μια Αμερική παραπαίουσα, με τον εργατικό και πληβειακό πληθυσμό της εγκλωβισμένο σε κάθε είδους δυστοπία και φόβο, για μια Αμερική, η οποία ηγεμονεύεται από δύσμοιρους επιβιωτιστές τύπους, οι οποίοι φυτοζωούν σε τροχόσπιτα στα δάση, περιμένοντας Μεσσίες. Είν’ αυτό κάτι, το οποίο χαρίζει προοπτική έστω και μιας ώρας στους Αμερικανούς εργάτες; Αποκρίνεται η κακομοιριά και η μιζέρια στην βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, στις ίδιες τις κατακτήσεις και τα επιτεύγματα της εργατική τάξης;

Ακόμα, κι αν ιδωθεί από μια Αγγλική σκοπιά, δεν είναι ο ωφελιμισμός του Μπένθαμ και του Μιλ ενταγμένος μέσα στο ίδιο το Συνταγματικό και Νομολογιακό corpus της χώρας, και όχι οι με σκοπιμότητα, αλλά χωρίς σκοπό, μάταιες και άδικες ιδεολογικοθρησκευτικές παλινωδίες;

Βλέπουμε την αναπτυσσόμενη σύγκρουση προσδιοριζόμενη από την ταξική πάλη. Όσο ο προσδιορισμός αυτός γίνεται όλο και πιο αδιαμεσολάβητος, τόσο ο Βιομηχανισμός έρχεται ορμητικά στο προσκήνιο. 

 

 



[1] Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems der Philosophie, Darstellung des Fichteschen Systems, απόσπασμα

[2] Ενδεικτικά βλ. Mencius Moldbug, An Open Letter to Open-Minded Progressives, Chapter 9. How to Uninstall a Cathedral, June 12 2008, σε https://www.unqualified-reservations.org/2008/06/ol9-how-to-uninstall-cathedral/, Reignition. Nick Land’s Writtings (2011-). Tome II. The Dark Enlightenment: Neoreactionaries Head for the Exit. Block 1. Dark Enlightenment, edited by Uriel Fiori

[3] Ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Neue Teilung Polens, "Neue Rheinische Zeitung" Nr. 9 vom 9. Juni 1848, MEW, Band 5, S. 55-56, Dietz Verlag, Berlin/DDR 1971, Die Polendebatte in Frankfurt, Neue Rheinische Zeitung" Nr. 70 vom 9. August 1848 bis Nr. 96 vom 7. September 1848, οπ., S. 319-363

[4] Βλ. Eric Voegelin, Ueber die Form des amerikanischen Geistes, Verlag von J.C.B. Mohr (Paul Siebeck), 1928

[5] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Radical_Republicans, https://en.wikipedia.org/wiki/Stalwarts_(politics)

[6] Ενδεικτικά βλ. James A. Stevenson, «Abraham Lincoln on Labor and Capital», Civil War History, Volume 38, Number 3, September 1992, pp. 197-209, Stewart Winger, «Lincoln's Economics and the American Dream: A Reappraisal», Journal of the Abraham Lincoln Association,  Volume 22, Issue 1, Winter 2001, pp. 50-80, σε https://quod.lib.umich.edu/j/jala/2629860.0022.106/--lincoln-s-economics-and-the-american-dream-a-reappraisal?rgn=main;view=fulltext

[7] Ενδεικτικά βλ. Sohrab Ahmari, Josh Hawley’s Labor Revolution, 17 April 2024, σε https://www.compactmag.com/article/josh-hawleys-labor-revolution/

"Μα τι συμβαίνει στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια?"

 

Οι σε εξέλιξη κινητοποιήσεις σε μια σειρά μεγάλων και κορυφαίων κεντρικών Πανεπιστημίων (Yale, Columbia, ΜΙΤ, NYU) κύρια της Ανατολικής Ακτής, με βασικό αίτημα την άμεση κατάπαυση του πολέμου στην Γάζα, αναδεικνύουν την κρίση περιεχομένου, την οποία διατρέχει η ανώτατη εκπαίδευση.

Στην εσωτερικότητά τους, το επίδικο έχει να κάνει, με το αν τα Πανεπιστήμια θα λειτουργούν ως εργοστάσια διαμόρφωσης υψηλά ειδικευμένης εργατικής δύναμης και παραγωγής αξίας μέσα από την νέα γνώση, τις καινοτομίες, τις έρευνες, τις πατέντες κλπ., ή αν θα λειτουργούν ως κρατικιστικές δομές επιβολής συμμορφωτισμού σε μια a priori εξουσιαστικά κατασκευασμένη δήθεν πολιτική ορθότητα, δηλαδή κατά το μάλλον ή κατά το ήττον ως θερμοκήπια αναπαραγωγής όψεων και μορφών της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Παρότι στις κινητοποιήσεις, οι μορφές πάλης δεν έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί, και παραμένουν σε απολύτως ειρηνικά μέσα, το προκείμενο ζήτημα επί του οποίου αναπτύσσονται, λειτουργεί διαχωριστικά στο εσωτερικό τους με εγκάρσιο τρόπο, από τις διοικητικές κορυφές των Πανεπιστημίων μέχρι τις καθαρίστριες σε αυτά.

Σίγουρα, ουδείς μπορεί να κατηγορήσει φοιτητές, επειδή ζητάνε ειρήνη, ή αν το κάνει, θα πρόκειται για μια συμπεριφορά πολιτικού κρετίνου. -Τα US Πανεπιστήμια δεν είναι η Φρανκφούρτη του 1968-69. Αυτό, επίσης, δεν αντικρούεται, από το γεγονός, ότι στις φοιτητικές και καθηγητικές κινητοποιήσεις αναπαράγονται αφηρημένες όψεις της ιδιότητας του αντι-πολίτη μέσα από την σημειολογία της αφηρημένης αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Άλλωστε, η αυτή προβληματική αφορά τις φιλο-Ισραηλινές αντι-συγκεντρώσεις και απεργοσπασίες, όπως και την θεσμική καταστολή.

Μέσα από την όλη αντιπαράθεση ξεχωρίζει το ζήτημα της πολιτισμικής σύνθεσης των πανεπιστημίων, ειδικά όσον αφορά τις διοικήσεις τους, και την επιβαλλόμενη πολιτισμική πολιτική/διαχείριση. Αυτό μπορεί να εννοιολογηθεί με έναν σχετικό τρόπο ως κρίση της πολιτικής σύνθεσης του πανεπιστημίου, στον βαθμό που κυριαρχείται από το σε αυτό ευρισκόμενο και λειτουργούν σταθερό κεφάλαιο, κάτι που αντανακλά την μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου. Έτσι, συνολικά, τόσο η τεχνική, όσο και η αξιακή σύνθεση μεγαλώνει ως ποσοτική σχέση. Όμως, τα πανεπιστήμια (σε διαφοροποίηση προς τα εργοστάσια) δεν είναι ιδρυμένα για κάτι τέτοιο, ήτοι δεν έχουν, ούτε μπορούν να έχουν, την stricto sensu τελολογία του καπιταλιστικού εργοστασίου, όπως, αντίστοιχα ο φοιτητής ως τέτοιος δεν είναι εργάτης, παρότι παρέχει εν μέρει εργασία.

Σίγουρα, υπάρχει κάτι καταστασιακό σε όλο αυτό. Κι ο καταστασιασμός -αυτήν την φορά- ουδόλως αφορά το φιλο-Ισραηλ στρατόπεδο, ήτοι έχει αλλάξει μπάντα σε σχέση με τον Παρισινό Μάη του '68. Είναι λογικό: η ανάπτυξη των Λιβιδινικών εκφάσεων, των ριζοσπαστικών χειρονομιών, η έκλυση ανεξάρτητων επιθυμητικών ροών, η διαμόρφωση νέων ανεπίσημων, μη συμβατικών κωδίκων. Δεν ανήκουν όλ' αυτά στην ίδια την κίνηση και την ανάπτυξη του Αμερικανικού Πνεύματος; Δεν είναι όλ' αυτά συμβολή στην Πνευματική Ιστορία της χώρας; Ποιός και γιατί θέλει πανεπιστήμια-θερμοκήπια-νεκροταφεία; Μέσα στην Ευρωπαϊκή μαυρίλα της αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής, των μαζικών απελάσεων, των εμπόλεμων συνθηκών αναπαραγωγής, των αυξανόμενων άστρων του Δαυίδ στους τοίχους των γκέτο, του αναπτυσσόμενου κοινωνικού πολέμου, της στρατιωτικοαστυνομικής διαχείρισης υποβαθμισμένων πληθυσμών, δεν είναι αυτό μια ηλιαχτίδα;

Επίσης σίγουρα, όπως έχουμε πει, ουδέν αυθόρμητο υπάρχει σε όλο αυτό, ούτε μπορεί να υπάρξει τέτοιο πράγμα -όλα είναι συνειδητά

Η πρόσφατη αντιπαράθεση σχετικά με την θεωρία της αξίας του Harvey

 

Κατά το έτος 2018, εντός της Αγγλοβρετανικής κριτικής πολιτικής οικονομίας, με πρωτοβουλία του David Harvey, διεξήχθη μια σειρά αντιπαραθέσεων για την θεωρία της αξίας.

Στο Αρχικό κείμενό του, μέσα από Δομηνικανικής κοπής σωματοποιητική (παρότι η πρώτη υποσημείωση του κειμένου του είναι στην κριτική στον Άντολφ Βάγκνερ και δη στην κριτική της αντίληψής του περί κοινής κοινωνικής υπόστασης/ουσίας της ανταλλακτικής αξίας, ωστόσο υποπίπτει στο ίδιο ακριβώς σφάλμα του Βερολινέζικου κινήματος) παρουσίαση του κεφαλαιακού προτσές διαμόρφωσε μια κανονιστική εμφάνιση της αξίας ως “ενσωματωμένης κανονιστικής νόρμας στην σφαίρα της ανταλλαγής κάτω από συνθήκες συσσώρευσης”.1 Σε αυτό, το πρωτείο αντιστρέφεται, και από την εργασία μετατίθεται στην αξία, καθ' όσον σύμφωνα με τον Αξιακό Νόμο, η οικονομική κανονιστικότητα ανήκει στην εργασία, διότι η ποσότητά της καθορίζει την ποσότητα της αξίας.

Επίσης, επιδόθηκε σε μια δίκην προθέσεων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, με την αβάσιμη αιτίαση, ότι δεν έχει μια κριτική θεωρία περί εμπορευματικών τιμών, διότι δήθεν διαθέτει “διαφορετική ατζέντα”. Και λίγες γραμμές παρακάτω, υποπίπτοντας σε αντίφαση, αναφέρει, παραπέμποντας σε επισημάνσεις των Grundrisse περί παραγωγικότητας και παραγωγής πρόσθετης αξίας, ότι “είναι η παραγωγικότητα της εργασίας αναλόγως της παραγωγής πρόσθετης αξίας, που μετράει. Αυτό εμβάζει την εσώτερη σχέση μεταξύ της επιδίωξης της σχετικής πρόσθετης αξίας (μέσω τεχνολογικών και οργανωτικών πρωτοβουλιών) και των αγοραίων τιμών στο κέντρο της θεωρίας της αξίας του Μαρξ”.

Επίσης, εσφαλμένα, η ανάλυση του εμπορεύματος στον Πρώτο Τόμο παρουσιάζεται μέσα από την αγορά, και όχι μέσα από την παραγωγή, και υποτίθεται, ότι η παραγωγή εμφανίζεται στην κριτική ανάλυση της πρόσθετης αξίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο προέβη σε έναν τρόπω τινί χωροχρονικό διαχωρισμό της συνολικής ανάλυσης του Πρώτου Τόμου, ενώ η αγορά -είναι ηλίου φαεινότερο- ότι αναλύεται στον Δεύτερο Τόμο.

Στην όλη γραμμή του κειμένου του, η καινοτομία έγκειται στην υπονόηση, ότι η αξία λειτουργεί περιεχομενικά διαφορετικά, αν δεν είναι κάτι ab initio διαφορετικό, στις διαφορετικές κεφαλαιακές φάσεις παραγωγή–κυκλοφορία, και ότι ο ανταγωνισμός στην σφαίρα της ανταλλαγής (της κυκλοφορίας) αντεπιδρά στην συμπεριφορά της αξίας στην παραγωγή, ενώ το ορθό ήταν να ειπωθεί, ότι ο ανταγωνισμός εκδηλώνεται στην πληρότητά του στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής, όπου εμφανίζονται η ονομαστική αξία, το γινόμενο κεφάλαιο, το τοκοφόρο κεφάλαιο, το χρηματοθετικό κλπ., εν συνόλω νέες αντιφατικές μορφές.

Από την άλλη, σε αντίθεση με όσα διατείνεται, η αξία έχει την ίδια μορφή σε παραγωγή και κυκλοφορία, την εμπορευματική μορφή: στην παραγωγή παράγεται μέσα από την πραγμάτωση, την αντικειμενοποίηση της εργασίας, στην κυκλοφορία αναμένει να πραγματωθεί, ώστε να μεταμορφωθεί σε χρήμα και ως χρηματομορφή εισέρχεται στο συνολικό προτσές, όπως και ως χρηματομορφή επιστρέφει στο παραγωγικό προτσές. Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου του ταυτίζει την αξία με τον “αναρχικό μετρητή”, δηλαδή με την λειτουργία που επιτελεί το χρήμα ως μέτρο της αξίας.

Στην συνέχεια, απάντησε ο Michael Roberts, με ένα ισορροπημένο και πολιτικά συνεπές κείμενο.2 Ο Paul Cockshott επίσης απάντησε κριτικά εις βάρος του Harvey.3 Η όλη αντιπαράθεση συνοψίσθηκε, ληχθείσα, επίσης κριτικά έναντι του Harvey, από τον Pete Green.4

Στην εργασιακή θεωρία της αξίας, η ανταλλακτική αξία είναι ποσοτική σχέση μετρώμενη κατά τον εργασιακό χρόνο. Σε αυτήν συμπλέκεται ποσότητα εργασιακού χρόνου προς ποσότητα εργασιακού χρόνου, αναγόμενες σε ένα τρίτο γενικό ισοδύναμο καλούμενο χρήμα.5 Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, η χρηστική αξία αποκτά μια ποιοτική διάσταση, την οποία προσδίδει σε αυτήν η διαφοροποιούσα τις ποιότητες εργασία, η συγκεκριμένη εργασία. Ωστόσο, 90 g. καπνού συσκευασμένα σε τρεις συσκευασίες ισούνται με ένα εισιτήριο ποδοσφαιρικού αγώνα στο Στράτφορντ στην πάνω κερκίδα. Αυτό ισχύει και είναι έγκυρο σαν μια ποσοτική σχέση, ανεξάρτητα από το αν η χρηστική αξία του να κερδίσει η ομάδα σου, για την συντριπτική εργατική πλειοψηφία, είναι απείρως μεγαλύτερη από την χρηστική αξία του να καπνίσεις 90g καπνό.

Πρόκειται για μια αντικειμενικότητα ανακύπτουσα από την ίδια την κβαντική φύση του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου, επιβαλλόμενη από την αφηρημένη εργασία. Αντίθετα, η διαφοροποιητική δυναμική, η συγκεκριμένη εργασία, η χρηστική αξία, μάλλον συνδέεται με το χωροχρονικό πεδίο, με την ίδια την πραγματικότητα του σχετικιστικού χωροχρόνου, παρότι αφηρημένη και συγκεκριμένη εργασία παρέχονται από τον εργάτη στον ίδιο χρόνο με την αυτή και ενιαία υλική διαδικασία, κατά τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίο το εμπόρευμα επίσης στον ίδιο χρόνο έχει χρηστική και ανταλλακτική αξία, ως επίσης αξία και πρόσθετη αξία παράγονται στον ίδιο χρόνο. Τούτων δοθέντων, το όλο debate μοιάζει ότι διεξήχθη θεωρησιακά σε υλικό κενό.

Μερικές από τις προβληματικές της κρινόμενης αντιπαράθεσης (όπως κύρια εισήχθησαν από τον Harvey) έχουν να κάνουν περισσότερο με μια στρεβλωμένη αντιληπτικότητα περί της μεθόδου και της επιστημολογίας της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, παρά με μια προσπάθεια εμβριθούς κριτικής διερεύνησης. Αφήνεται η εντύπωση, ότι η έννοια και οι κατηγορίες της αξίας αναλύονται μέσα από τον θεωρησιακό κονστρουκτιβισμό της Αγίας Οικογένειας, και όχι μέσα από την κριτική εννοιολόγηση της φαινομενολογίας και της εμπειρίας της βιομηχανικής εργασίας.6 Ακόμη χειρότερα, οι παρεξηγήσεις και οι παρερμηνεύσεις πληθαίνουν απ' το ότι η έννοια της αξίας προσλαμβάνεται ανά περιστάσεις μέσω της μη Αριστοτελικής αντίληψης του επιθετικού προσδιορισμού πολιτική στην έκφραση πολιτική οικονομία: οι πρόσκαιρες, συγκυριακές επιλογές των βασικών φορέων, των υποκειμένων της πρωτότυπης κριτικής της πολιτικής οικονομίας αυθαίρετα προσλαμβάνονται ως δήθεν τοποθετήσεις επί των τιθέμενων ζητημάτων της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. -Είν' αυτό μια εισαγόμενη νεόκοπη mishna περί της κριτικής της πολιτικής οικονομίας;

Σε κάθε περίπτωση, αυτό αφενός οδηγεί σε μια εργαλειακή κομματικοποίηση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, και στον ίδιο χρόνο αφετέρου σε ακαδημαϊκοποίηση της πολιτικοδημοκρατικής πάλης: στην αυθαίρετη θεωρητικοποίηση ακόμα και του random η και του προσωπικού υποκειμενικού.

Εν τούτοις,η κριτική μας σε αυτά δεν είναι θέμα επιείκειας η αυστηρότητας. -Η θεωρία είναι πάντοτε γκρίζα.

Η αξία στην σφαίρα του κυκλοφοριακού προτσές, στην σφαίρα της κατανάλωσης, αποκτά από την σκοπιά του καταναλωτή, του αγοραστή την ιδιότητα της επιλογής. Αν στο σούπερ μάρκετ αγοράσω αυτήν την μάρκα από το τάδε προϊόν και όχι την δεινά μάρκα, παρόλο που αμφότερα έχουν την ίδια εμπορευματική τιμή, αυτό μπορεί να οφείλεται σε καθαρά προσωπικές προτιμήσεις για την διαφορετική χρηστική αξία τους (παρόλο που η ανταλλακτική αξία τους είναι ακριβώς ίδια), ή ακόμα και σε μια καθαρή τυχαιότητα. 

Δεν προκύπτει, ούτε μπορεί να συναχθεί μια θεωρία της αξίας από αυτό. Ακόμα και μια αυθαίρετη απόπειρα διαμόρφωσης μιας συμπεριφορικής θεωρίας μπορεί μέσα σε μια στιγμή να καταρριφθεί από μια απαλλοτρίωση, από μια αυτομετατροπή.

Ώστε, επ' αυτών των συζητήσεων, όχι μόνο το ζήτημα της μεθόδου, αλλά ακόμα και μιας στοιχειώδους φιλοσοφικής παίδευσης τίθεται στην ημερήσια διάταξη. 

Κι απ' αυτό εγείρεται η προβληματική, αν όλο αυτό αφορά την οικονομική επιστήμη ή σε τελική ανάλυση την νεκρανάσταση μιας κάποιας υποτιθέμενης Αγίας Οικογένειας, μια ακόμη συγκαλυμμένη χυδαία εκδοχή βιοπολιτικής. 

Μπορεί κάποιος να πει, ότι όλο αυτό το στόρυ έχει την πολιτική σκοπιμότητά του: στις αρχές του 20ου αιώνα, η εργατική κριτική παρουσιάσθηκε από την δεξιά πτέρυγα των Μπολσεβίκων ως δήθεν εκπρόσωπος της Ρικαρντιανής θεωρίας της αξίας, στις αρχές του 21ου αιώνα παρουσιάζεται απ΄τον κ. Χάρβεϋ ως αρνητής της.

Το ότι η αξία ενός εμπορεύματος είναι ανάλογη της ποσότητας εργασίας που παρασχέθηκε για την παραγωγή του, είναι κοινωνική νομοτέλεια -αυταπόδεικτο εδώ και 250 χρόνια. Το ότι αυτό είναι το θεμέλιο του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου δεν αφαιρεί, ούτε μειώνει  την αντικειμενικότητα αυτής της κοινωνικής νομοτέλειας

Επί του προκείμενου, μία από τις συμβολές της κριτικής, όπως είναι γνωστό, δεν είναι η διατύπωση αυτής της νομοτέλειας, αλλά, η ανάλυση της κοινωνικής λειτουργίας της ανταλλακτικής αξίας ως κοινωνικής μορφής του εμπορεύματος, και δη ως της ανεξάρτητης μορφής του, η ανάλυση της ανταλλακτικής αξίας ως γενικής κοινωνικής σύνδεσης, η ανάλυση στο παραγωγικό προτσές κεφαλαίου της ειδοποιούς ποιοτικής διαφοράς (οντολογικής ισχύος) μεταξύ ανταλλακτικής άξιας και χρήματος. Αντίθετα, η μπουρζουάδικη πολιτική οικονομία στις ατυχείς στιγμές της παραγνωρίζει ολότελα τις μορφές και τους τρόπους κοινωνικοποίησης της ανταλλακτικής αξίας ως τέτοιας, και συνήθως την αντιμετωπίζει θεωρητικά με αντίστροφο τρόπο, δηλαδή μισο-ιδεαλιστικά, ξεκινώντας όχι από την παραγωγή, αλλά από την ιδεατότητα της εμπορευματικής τιμής. Σ' αυτό μόνο μπορεί κάποιος να επινοήσει μη αποδοχή της εργασιακής θεωρίας της αξίας από την κριτική. Η άρνηση της υπό την κομμουνιστική προοπτική είναι κάτι τόσο δεδομένο όσο και η καταργητική άρνηση της εμπορευματικής κοινωνίας συλλήβδην, αλλιώς δεν θα λέγαμε για κριτική.

Και πάλι, στην ερμητική εσωτερικότητα τους, αυτά είναι ίδια της λεγόμενης από τον Σουμπέτερ Ρικαρντιανής φαυλότητας: το ξεχώρισμα από την συνολικότητα της κοινωνικής πράξης, η αναγωγή του συνολικού σε μερικότητα, το Δομιστικό κομμάτιασμα των εννοιών, και η θεώρησή των μέσα από αυθαιρέτως παρμένα κουτάκια.

Μπορεί να ειπωθεί, ότι είναι συνέπεια της παλαιόθεν Φυσιοκρατικής εσφαλμένης ταύτισης της αξίας με την υλική υπόσταση.7 Μήπως, όμως, σε αυτές τις εσφαλμένες ταυτίσεις δεν κρύπτεται όλη η συμβιβαστική τάση μέσα στο εργατικό κίνημα, από την εποχή των αληθών σοσιαλιστών και των σοσιαλιστών οπαδών του Ρικάρντο μέχρι την Φαβιανή εταιρεία, κι απ' αυτούς μέχρι τον σοσιαλρεφορμισμό;

Αυτό εξοκείλει και στις πιο σύγχρονες εφαρμογές της ποπ πολιτικής οικονομίας του Hodgskin, κατά τις όποιες, κατ' εφαρμογή του πλέον εξτρεμιστικού κατ' όνομα Νομιναλισμού το κεφάλαιο (γινόμενο αντιληπτό ως προσωπικός πλουτισμός) είναι είτε ένα σύνολο εγκληματικών, παράτυπων έξεων και πρακτικών, είτε ένας μυστικιστικός συνδυασμός μεγαλόσχημων ονομάτων, η ύπαρξη των οποίων καταγορεύει τον φορέα τους σε δικαιούχο του πλουτισμού.



1 Βλ. David Harvey, “Marx’s Refusal of the Labour Theory of Value”, March 1 2018, σε https://davidharvey.org/2018/03/marxs-refusal-of-the-labour-theory-of-value-by-david-harvey/

2 Βλ. Michael Roberts, “Marx’s law of value: a critique of David Harvey”, Institute of Human Geography, Volume 13, Issue 1, March 2020, Pages 95-98, σε https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/1942778620910942

3 Βλ. Paul Cockshott, “Did Marx have a Labour Theory of Value?”, World Review of Political Economy,

Volume 10, Issue 1

4 Βλ. Pete Green, A Debate on Value Theory. On the Recent (2018) Debate over Value Theory between David Harvey and its Critics, σε https://www.historicalmaterialism.org/article/a-debate-on-value-theory/

5 Ενδεικτικά για εμβάθυνση βλ. Theorien über den Mehrwert, Drittes Kapitel.  A. Smith, 4.  Smith' Unverständnis für die Wirkung des Wertgesetzes beim Austausch zwischen Kapital and Lohnarbeit

6 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten, 5. Kapitel. Die "kritische Kritik" als Geheimniskrämer oder die "kritische Kritik" als Herr Szeliga (von Marx), 2. Das Geheimnis der spekulativen Konstruktion

7 Βλ. Theorien über den Mehrwert, Zweites Kapitel. Die Physiokraten, 4. Gleichsetzung von Wert und Materie durch Paoletti

Στοιχεία της Πολιτικής Οικονομίας του Τζον Στιούαρτ Μιλ και η βιομηχανική λειτουργία της Μητροπολιτικής Αστυνομίας


Η πολιτική οικονομία του Μιλ inter alia αναπτύσσει τόσο ρητά και με ευκρινή τρόπο την πιο ριζοσπαστική στιγμή της κλασικής πολιτικής οικονομίας, σε τέτοιο βαθμό που αναμετράται με την έννοια και την εμπειρία του κομμουνισμού.[1]

Αυτό γίνεται κατορθωτό, καθ’ όσον η έννοια της Ελευθερίας, λόγω της αθεΐας του, έχει αποδεσμευθεί από το Θρησκευτικό πλαίσιο, κι έτσι ο Φιλελεύθερα θεμελιωμένος Ωφελιμισμός συνδέεται με τον κομμουνισμό.

Είναι αυτό ένας ριζοσπαστικός Αγγλικός φιλελεύθερος δρόμος προς τον κομμουνισμό, που είναι τέτοιος, επειδή έχει θέσει απέναντι αφενός τις μορφές του Γιακωβινισμού και αφετέρου τον Πρωσικό Κρατισμό, αλλά και στον ίδιο χρόνο την Αγγλικανική δικαιολόγηση του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης; Εννοιολογικά, εμπειρικά και πρακτικά, στον Αγγλικό χώρο είναι κάτι τέτοιο.

Παρότι ο Κομμουνισμός, όπως και βασικά στοιχεία του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου (οι μισθοί), παρουσιάζονται μέσα από την Διανομή, στην ανάλυση των μισθών αναπτύσσεται μια κοινωνική πολιτική διασφάλισης και ενίσχυσης των μισθών,[2] που ακόμα δεν κατανοούνται ως στον ίδιο χρόνο τιμή εργασίας, χρηματική ποσότητα η οποία καταναλώνεται παραγωγικά για αναπαραγωγή και επέκταση εργατικής δύναμης, μεταβλητό κεφάλαιο.

Όλο αυτό ολοκληρώνεται σε μια οπτιμιστική σύλληψη περί ενός Προοδευτικού Κράτους Πλούτου, το οποίο έχει ξεκόψει από την κουλτούρα της προστασίας.[3] –Πραγματικά, είναι δύσκολο για κάποιον, ο οποίος είναι άμεσος πολιτικός απόγονος του Μιλ, να ζει σε στεριανές Μητροπόλεις, όπου η κουλτούρα, η πρακτική, το έθος, και η μέθοδος της προστασίας ανανεώνονται και τροποποιούνται κάθε δέκα χρόνια περίπου, στον ίδιο χρόνο με την εκδήλωση των περιοδικών κρίσεων. Γι’ αυτό και κάθε τόσο σε κάποιους απ' τους απογόνους αυτών των γενεαλογιών και των παραπλήσιών των παρατηρούνται αναχωρητικές τάσεις ή ακόμη και τάσεις ρεβιζιονισμού. Ωστόσο, ουδέποτε τα σφάλματα των απογόνων επηρεάζουν ή επιδρούν στους πρώτους εκάστης γενιάς.

Στην Πολιτική Οικονομία του Μιλ, όπως και πρωτύτερα στον Σέυ, η εργασία εξωτερικεύεται και πραγματώνεται στην κοινωνική σφαίρα ως πρακτοριά. Η θεώρηση του Μιλ για την εργασία ab sich την παρουσιάζει ευθέως ως πράκτορα της παραγωγής.[4]

Η καινοτομία έγκειται στο ότι εντάσσει –και ορθώς- υπό δοσμένες προϋποθέσεις στην παραγωγική εργασία την εργασία εξασφάλισης της εργασίας.[5] Αυτό ισχύει στο μέτρο, που το ανά τομέα και ανά Μητρόπολη παραγωγικό προτσές διεξάγεται και εκλαμβάνεται ως συνολικότητα, και όχι στην κατακερματισμένη, σεπαρατιστική θεώρηση. Κι αυτό γιατί, χωρίς αυτήν την εργασία, δεν μπορούν να διεξαχθούν οι υπόλοιπες εργασίες στα εργοστάσια, στο μητροπολιτικό εργοστάσιο, στις μεταφορές.

Στις Μητροπολιτικές επικράτειες, στα πεδία του Μητροπολιτικού εργοστασίου, με αυτόν τον τρόπο λειτουργίες της Μητροπολιτικής Αστυνομίας αποκτούν par excellence παραγωγικό περιεχόμενο: παράγουν την εξασφάλιση του εργασιακού προτσές: η αξία αυτού του μεταβλητού κεφαλαίου είναι ενσωματωμένη στην συνολική αξία του παραγόμενου εμπορεύματος, όπως και το ποσοστό συμμετοχής της στην πρόσθετη αξία. –Μπορεί λοιπόν η κάθε Polizei να αφήσει στην άκρη την επιμέλεια των αληθών Σοσιαλιστών, και να αναλογισθεί τα παραπάνω.

Η εκ μέρους του Μιλ ως άνω παραγωγική σύνδεση, κάτι το οποίο έχει αναπτυχθεί σε συνάρθρωση (… working for a safer London) είναι στην εκκίνησή του ένα σύστημα προσαρμοσμένο στον τρόπο λειτουργίας της βιομηχανίας στις Αγγλικές Μητροπόλεις. Δεν κάνουμε θεωρία της αστυνομίας ή αστυνομική θεωρία, αλλά βλέπουμε με ποιον τρόπο, μια κρίσιμη πλευρά της βιομηχανίας αποκτά κεντρικό ρόλο στο κοινωνικό, σε τέτοιο βαθμό ώστε η σφαίρα πραγμάτωσης της συνολικής κοινωνικής εργασίας αποκτά καθαρά βιομηχανικά χαρακτηριστικά. Αυτό εμπεριέχει και προϋποθέτει δοσμένα επίπεδα και βαθμούς ανάπτυξης ταξικής πάλης και κοινωνικοταξικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Αν βγαίνει ένα ασφαλές συμπέρασμα, είναι, ότι νομοτελειακά αυτής της ποιότητας η δραστηριότητα για να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί, πρέπει όλο και πιο πολύ να αντιπαρατίθεται τόσο στην αστυνομία ως ιδεολογία, όσο και στην αστυνομία ως νεοφιλελεύθερη εκδοχή της βιοεξουσίας, στην αστυνομία ως συνονθύλευμα μπάτσων.

Αυτή η πάλη, που –θες δεν θες- διεξάγεται από τουλάχιστον εκλογικά μειοψηφικές θέσεις, θέτει το ζήτημα της κατάργησης της άσκησης πολιτικής μέσα από τις νεωτερικές εθνικές κατηγορίες. Όπως έχουμε τονίσει, ο εργατικός διεθνισμός in concreto αποκτά την μορφή της εργασιακής σύνδεσης των παγκόσμιων βιομηχανικών Μητροπόλεων. Αυτό αντικειμενικα θέτει το ζήτημα της κατάργησης της στρέβλωσης του διεθνισμού ως εθνισμού ανά τα έθνη ή διά των εθνών (κάτι το οποίο εκλογικά πλειοψηφικά είναι η επίσημη εκδοχή του σύγχρονου Σιωνισμού). Δεν είναι κάτι που αφορά την βούλησή μας, είναι κάτι που επιβάλλεται από τις ίδιες τις αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις.

Είναι στην συνολική αντικειμενικότητά του Μηχανισμός, δυναμική ανάπτυξης Εργατικού Μητροπολιτικού Σοσιαλισμού. Η εμπειρία, στοιχεία της οποίας έχουμε κατά καιρούς αναδείξει, λέει, ότι αυτό αποκτά την πολιτική και επιτελική έκφρασή του στα Μητροπολιτικά Συμβούλια, μέσω των εργατικών οργανώσεων, που προσβλέπουν σε κάτι τέτοιο.



[1] Βλ. John Stuart Mill, Principles of Political Economy with Some of Their Applications to Social Philosophy, Books I-II, Book II, Distribution, Chapter 1. Of Property, 3. Examination of Communism, University of Toronto Press, Routledge and Keagan Paul, pp. 203-209.

[2] Βλ. οπ., Chapter XI. Of Wages, Chapter XII. Of Popular Remedies for Low Wages, Chapter XIII. The Remedies For Low Wages Further Considered, Chapter XIV. Of the Differences of Wages in Different Employments, pp. 337-399.

[3] Βλ. οπ., Book IV, Influence of the Progress of Society on Production and Distribution, pp. 705-798

[4] Βλ. οπ., Book I, Production, Chapter II, Of Labour as Agent of Production, pp. 31-44.

[5] Βλ. οπ., 5. Labour employed in the protection of labour, pp. 37-38.

Εμπορευματικές Τιμές, Χρηματική Κρίση και Ταξικό Κίνημα


Η διερεύνηση για την χάραξη γραμμών ανάπτυξης ταξικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ξεκινήσει.[1]

Παρότι στην σχετική συζήτηση εμφανίζεται ως ανάγκη και δυνατότητα ποιοτικής μετάβασης από τις απεργίες των πρόσφατων δύο-τριών χρόνων σε μια στρατηγική ταξικού κινήματος, η εμπειρία λέει, ότι, αν αυτή η προσπάθεια ξεχωρισθεί από την ίδια την πρακτική, που την φέρνει ως εδώ, θα αποτύχει. Αντίθετα, όσο πατάει και αναπτύσσεται μέσα στην συνολική εργατική δραστηριότητα, μέσα στην εργασιακή εμπειρία, σε κάθε ξάναμμα της ταξικής πάλης, τόσο θα ενισχύεται και θα επεκτείνεται.

Κύρια στις Ευρωπαϊκές χώρες, η αντικειμενικότητα άμεσης ανάπτυξης της ταξικής πάλης στην δοσμένη συγκυρία διαμορφώνεται από τον αγώνα ενάντια στην άνοδο των εμπορευματικών τιμών, που έφεραν τα τελευταία πληθωριστικά κύματα. Σε πρώτο χρόνο, από την σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης διατυπώθηκε, ότι η άμεση λύση σε αυτό, ακόμα και για το κατέβασμα των εμπορευματικών τιμών είναι το ανέβασμα του συνολικού εργατικού μισθού και η βιομηχανική μεγένθυση. Κι αυτό γιατί είναι ο πιο άμεσος τρόπος αύξησης της πραγματωνόμενης ποσότητας και του ρυθμού πραγμάτωσης της αξίας.  

Η άνοδος των τιμών (όπως την υποφέρουμε) είναι μορφή οικονομικής κρίσης (συμπλεγμένη τόσο με τις περιοδικές εμπορικές κρίσεις, όσο και με τις κατά τόπους ενεργοποιήσεις του νόμου πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους), η οποία είναι πιο κατανοήσιμη μέσα στο προτσές μεταμορφώσεων του κεφαλαίου.[2]

Σ’ αυτό, η πιθανότητα της κρίσης περιγράφεται από την χωροχρονική παρέκκλιση μεταξύ αγοράς και πώλησης, κατά την οποία η αξία του εμπορεύματος διακυμαίνεται στο ενδιάμεσο, κάτι το οποίο έχει ως συνέπεια, ότι το εμπόρευμα κατά την στιγμή της πώλησής του δεν αξίζει τόσο όσο άξιζε, όταν η αξία του μετρήθηκε σε χρήμα, κατά την λειτουργία του χρήματος ως μέτρου της αξίας. Σκεφτείτε το σχολικό παράδειγμα με το παραγινωμένο ή σάπιο φρούτο: η ενοχική υποχρέωση δεν μπορεί να εκπληρωθεί, και όλη η αλληλουχία των μεταβιβάσεων και μεταδράσεων μένει ξεκρέμαστη. Σε αυτό η φράση it is done, σημαίνει ότι το εμπόρευμα τελείωσε, είναι γινωμένο (εξ αιτίας της σαπίλας του), πριν πραγματωθεί η περιεχόμενη σε αυτό αξία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ό,τι έχει επενδυθεί ή πονταρισθεί στην αγοραπωλησία του εμπορεύματος, στην πραγμάτωση της αξίας του, ακυρώνεται: η cancel culture των εμπράγματων μεταδράσεων και μεταβιβάσεων.

Στην αντίθετη περιεχομενικά περίπτωση, αν στο ενδιάμεσο της χωροχρονικής παρέκλισης μεταξύ αγοράς και πώλησης η αξία του εμπορεύματος αυξηθεί (λόγω τεχνικών διορθώσεων, ανακαινίσεων, βελτιώσεων, ποιοτικοποιήσεων, καταχωρίσεων) αυτό ενδεικνύει τάσεις οικονομικής ανάπτυξης, οικονομικού ανεβάσματος.

Σε μεγάλη κλίμακα, η κρίση δύναται να λάβει αυτήν την μορφή στο εύρος κατά το οποίο τελεσφορεί απ’ τις αλλαγές των εμπορευματικών τιμών και απ’ τις επαναστάσεις των εμπορευματικών τιμών, οι οποίες δεν συμπίπτουν με τις αλλαγές στην αξία των εμπορευμάτων, και έτσι δεν εμφανίζονται ταυτοτικές τιμές, ήτοι ίσες με τις αξίες των εμπορευμάτων.

Σε γενικές γραμμές, όταν παρεκκλίνουν στον χώρο και στον χρόνο η αγορά από την πώληση, αυτό αναπτύσσεται σε χρηματική κρίση, λόγω της λειτουργίας του χρήματος ως μέσου πληρωμών. Έτσι εξηγείται η επιλογή χωρών για αύξηση των αποθεμάτων τους σε χρυσό, δηλαδή ενίσχυση της λειτουργίας του χρυσού ως παγκόσμιου χρήματος, κάτι που ευνοεί σχετικά την ανταγωνιστικότητά τους έναντι της λειτουργίας του δολλαρίου ως παγκόσμιου χρήματος. 

Με τα παραπάνω καθίσταται εφικτή μια κριτική κατανόηση των μορφών της κρίσης εντός του συγκειμένου της Σμιθικής και συνεπούς Ρικαρντικής Πολιτικής Οικονομίας. Ωστόσο, αυτό είναι η αφηρημένη μορφή της κρίσης και όχι η εκζήτησή της.

Εν τούτοις, σε αυτό το συγκείμενο, η Σμιθική πάλη ενάντια στους ποικιλώνυμους πληθωριστικούς παράγοντες επιδρά ευεργετικά στις πλατιές μάζες, στους πληβείους, στην φτωχολογιά, ως άμεση πάλη ενάντια στην ακρίβεια. Αυτό είναι κάτι, που αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο εγχώριο επίπεδο: με την σειρά του φέρνει ως επιτυχές αποτέλεσμα την ενίσχυση του εργατικού συνδικαλισμού, την ενίσχυση της ταξικότητάς του, την άνοδο της εργατικής αγωνιστικότητας. Οι μεταλλεργάτες του μητροπολιτικού εργοστασίου με τα κοστούμια, που προηγούμενα φαινόντουσαν στις μάζες ως ξένοι, πλέον, όπως και οι εργάτες με τις μπλε και γκρίζες φόρμες εργασίας, φαίνονται φιλικοί, αν όχι οικείοι.

Όμως, πρέπει να είναι ξεκάθαρο, ότι μέσα στους ίδιους τους όρους του η πρακτική του ταξικού κινήματος είναι ειδικά προσδιορισμένη ως συνολικό ποιοτικό. Προς επίρρωση αυτού, με σκοπό πρόσδοσης βάθους διευκρινίζουμε, ότι είναι κάτι που έλκει την ιστορικότητά του από την ίδια την ταξική πάλη στις Μητροπόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στα Μεσαιωνικά αστικά κέντρα της Αγγλίας, της Φλάνδρας και του Φραγκικού Βασιλείου, στις Ελεύθερες Αυτοκρατορικές Πόλεις και τις συνενωμένες (Χανσεατικές) πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, στις πόλεις-κράτη της Ιταλικής χερσονήσου.

Η Σμιθική Πολιτική Οικονομία, η –όπως την ονομάζουμε- συνεπής Ρικαρντική Πολιτική Οικονομία, και σε έναν βαθμό η Αυστριακή Οικονομική Επιστήμη/ο ορντοφιλελευθερισμός, λιγότερο ή περισσότερο προτείνουν μια κανονική (regulatory) και στον ίδιο χρόνο κανονιστική (regulative) σύλληψη της οικονομικής ζωής, που συνδέεται στον ίδιο χρόνο στις σύγχρονες Μητροπόλεις με την εργατική ρύθμιση του δημόσιου χώρου με αποφασιστικούς όρους. Όλο αυτό από ταξική σκοπιά έχει την στιγμιοτυπική συμπύκνωσή του στον νυχτερινό σπινθήρα που εξάγεται από την σφυριά του εργάτη κατασκευών στον μεταλλικό σκελετό του νέου ουρανοξύστη –και δεν πρόκειται για ποιητική αδεία. Δεν υπάρχει κάτι πιο απτό στον ορίζοντα της άμεσης εμπειρίας μας από αυτήν την λειτουργία Εργατικού Πανοπτικού.

Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για ζήτημα μονοθεματικού εργασιακού ή εργατίστικου φορμαλισμού, αλλά για ζήτημα περιεχομένου και κριτικής ανάλυσης του ίδιου του πραγματικού, όπως εμφανίζεται και κινείται στα πεδία της κοινωνικής εργασίας, στην οικονομία.

 


[1] Ενδεικτικά βλ. The current moment – Thoughts for debate, DEBATE | 23 Mar 2024 σε https://www.angryworkers.org/2024/03/23/the-current-moment-thoughts-for-debate/

[2] Βλ. Theorien über den Mehrwert, Kapitel 17, [Siebzehntes Kapitel]  Ric[ardos] Akkumulationstheorie.  Kritik derselben (Entwicklung der Krisen aus der Grundform des Kapitals), 11. Über die Formen der Krise

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...