Κατά το έτος 2018, εντός της Αγγλοβρετανικής κριτικής πολιτικής οικονομίας, με πρωτοβουλία του David Harvey, διεξήχθη μια σειρά αντιπαραθέσεων για την θεωρία της αξίας.
Στο Αρχικό κείμενό του, μέσα από Δομηνικανικής κοπής σωματοποιητική (παρότι η πρώτη υποσημείωση του κειμένου του είναι στην κριτική στον Άντολφ Βάγκνερ και δη στην κριτική της αντίληψής του περί κοινής κοινωνικής υπόστασης/ουσίας της ανταλλακτικής αξίας, ωστόσο υποπίπτει στο ίδιο ακριβώς σφάλμα του Βερολινέζικου κινήματος) παρουσίαση του κεφαλαιακού προτσές διαμόρφωσε μια κανονιστική εμφάνιση της αξίας ως “ενσωματωμένης κανονιστικής νόρμας στην σφαίρα της ανταλλαγής κάτω από συνθήκες συσσώρευσης”.1 Σε αυτό, το πρωτείο αντιστρέφεται, και από την εργασία μετατίθεται στην αξία, καθ' όσον σύμφωνα με τον Αξιακό Νόμο, η οικονομική κανονιστικότητα ανήκει στην εργασία, διότι η ποσότητά της καθορίζει την ποσότητα της αξίας.
Επίσης, επιδόθηκε σε μια δίκην προθέσεων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, με την αβάσιμη αιτίαση, ότι δεν έχει μια κριτική θεωρία περί εμπορευματικών τιμών, διότι δήθεν διαθέτει “διαφορετική ατζέντα”. Και λίγες γραμμές παρακάτω, υποπίπτοντας σε αντίφαση, αναφέρει, παραπέμποντας σε επισημάνσεις των Grundrisse περί παραγωγικότητας και παραγωγής πρόσθετης αξίας, ότι “είναι η παραγωγικότητα της εργασίας αναλόγως της παραγωγής πρόσθετης αξίας, που μετράει. Αυτό εμβάζει την εσώτερη σχέση μεταξύ της επιδίωξης της σχετικής πρόσθετης αξίας (μέσω τεχνολογικών και οργανωτικών πρωτοβουλιών) και των αγοραίων τιμών στο κέντρο της θεωρίας της αξίας του Μαρξ”.
Επίσης, εσφαλμένα, η ανάλυση του εμπορεύματος στον Πρώτο Τόμο παρουσιάζεται μέσα από την αγορά, και όχι μέσα από την παραγωγή, και υποτίθεται, ότι η παραγωγή εμφανίζεται στην κριτική ανάλυση της πρόσθετης αξίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο προέβη σε έναν τρόπω τινί χωροχρονικό διαχωρισμό της συνολικής ανάλυσης του Πρώτου Τόμου, ενώ η αγορά -είναι ηλίου φαεινότερο- ότι αναλύεται στον Δεύτερο Τόμο.
Στην όλη γραμμή του κειμένου του, η καινοτομία έγκειται στην υπονόηση, ότι η αξία λειτουργεί περιεχομενικά διαφορετικά, αν δεν είναι κάτι ab initio διαφορετικό, στις διαφορετικές κεφαλαιακές φάσεις παραγωγή–κυκλοφορία, και ότι ο ανταγωνισμός στην σφαίρα της ανταλλαγής (της κυκλοφορίας) αντεπιδρά στην συμπεριφορά της αξίας στην παραγωγή, ενώ το ορθό ήταν να ειπωθεί, ότι ο ανταγωνισμός εκδηλώνεται στην πληρότητά του στο συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής, όπου εμφανίζονται η ονομαστική αξία, το γινόμενο κεφάλαιο, το τοκοφόρο κεφάλαιο, το χρηματοθετικό κλπ., εν συνόλω νέες αντιφατικές μορφές.
Από την άλλη, σε αντίθεση με όσα διατείνεται, η αξία έχει την ίδια μορφή σε παραγωγή και κυκλοφορία, την εμπορευματική μορφή: στην παραγωγή παράγεται μέσα από την πραγμάτωση, την αντικειμενοποίηση της εργασίας, στην κυκλοφορία αναμένει να πραγματωθεί, ώστε να μεταμορφωθεί σε χρήμα και ως χρηματομορφή εισέρχεται στο συνολικό προτσές, όπως και ως χρηματομορφή επιστρέφει στο παραγωγικό προτσές. Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου του ταυτίζει την αξία με τον “αναρχικό μετρητή”, δηλαδή με την λειτουργία που επιτελεί το χρήμα ως μέτρο της αξίας.
Στην συνέχεια, απάντησε ο Michael Roberts, με ένα ισορροπημένο και πολιτικά συνεπές κείμενο.2 Ο Paul Cockshott επίσης απάντησε κριτικά εις βάρος του Harvey.3 Η όλη αντιπαράθεση συνοψίσθηκε, ληχθείσα, επίσης κριτικά έναντι του Harvey, από τον Pete Green.4
Στην εργασιακή θεωρία της αξίας, η ανταλλακτική αξία είναι ποσοτική σχέση μετρώμενη κατά τον εργασιακό χρόνο. Σε αυτήν συμπλέκεται ποσότητα εργασιακού χρόνου προς ποσότητα εργασιακού χρόνου, αναγόμενες σε ένα τρίτο γενικό ισοδύναμο καλούμενο χρήμα.5 Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, η χρηστική αξία αποκτά μια ποιοτική διάσταση, την οποία προσδίδει σε αυτήν η διαφοροποιούσα τις ποιότητες εργασία, η συγκεκριμένη εργασία. Ωστόσο, 90 g. καπνού συσκευασμένα σε τρεις συσκευασίες ισούνται με ένα εισιτήριο ποδοσφαιρικού αγώνα στο Στράτφορντ στην πάνω κερκίδα. Αυτό ισχύει και είναι έγκυρο σαν μια ποσοτική σχέση, ανεξάρτητα από το αν η χρηστική αξία του να κερδίσει η ομάδα σου, για την συντριπτική εργατική πλειοψηφία, είναι απείρως μεγαλύτερη από την χρηστική αξία του να καπνίσεις 90g καπνό.
Πρόκειται για μια αντικειμενικότητα ανακύπτουσα από την ίδια την κβαντική φύση του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου, επιβαλλόμενη από την αφηρημένη εργασία. Αντίθετα, η διαφοροποιητική δυναμική, η συγκεκριμένη εργασία, η χρηστική αξία, μάλλον συνδέεται με το χωροχρονικό πεδίο, με την ίδια την πραγματικότητα του σχετικιστικού χωροχρόνου, παρότι αφηρημένη και συγκεκριμένη εργασία παρέχονται από τον εργάτη στον ίδιο χρόνο με την αυτή και ενιαία υλική διαδικασία, κατά τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίο το εμπόρευμα επίσης στον ίδιο χρόνο έχει χρηστική και ανταλλακτική αξία, ως επίσης αξία και πρόσθετη αξία παράγονται στον ίδιο χρόνο. Τούτων δοθέντων, το όλο debate μοιάζει ότι διεξήχθη θεωρησιακά σε υλικό κενό.
Μερικές από τις προβληματικές της κρινόμενης αντιπαράθεσης (όπως κύρια εισήχθησαν από τον Harvey) έχουν να κάνουν περισσότερο με μια στρεβλωμένη αντιληπτικότητα περί της μεθόδου και της επιστημολογίας της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, παρά με μια προσπάθεια εμβριθούς κριτικής διερεύνησης. Αφήνεται η εντύπωση, ότι η έννοια και οι κατηγορίες της αξίας αναλύονται μέσα από τον θεωρησιακό κονστρουκτιβισμό της Αγίας Οικογένειας, και όχι μέσα από την κριτική εννοιολόγηση της φαινομενολογίας και της εμπειρίας της βιομηχανικής εργασίας.6 Ακόμη χειρότερα, οι παρεξηγήσεις και οι παρερμηνεύσεις πληθαίνουν απ' το ότι η έννοια της αξίας προσλαμβάνεται ανά περιστάσεις μέσω της μη Αριστοτελικής αντίληψης του επιθετικού προσδιορισμού πολιτική στην έκφραση πολιτική οικονομία: οι πρόσκαιρες, συγκυριακές επιλογές των βασικών φορέων, των υποκειμένων της πρωτότυπης κριτικής της πολιτικής οικονομίας αυθαίρετα προσλαμβάνονται ως δήθεν τοποθετήσεις επί των τιθέμενων ζητημάτων της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. -Είν' αυτό μια εισαγόμενη νεόκοπη mishna περί της κριτικής της πολιτικής οικονομίας;
Σε κάθε περίπτωση, αυτό αφενός οδηγεί σε μια εργαλειακή κομματικοποίηση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, και στον ίδιο χρόνο αφετέρου σε ακαδημαϊκοποίηση της πολιτικοδημοκρατικής πάλης: στην αυθαίρετη θεωρητικοποίηση ακόμα και του random η και του προσωπικού υποκειμενικού.
Εν τούτοις,η κριτική μας σε αυτά δεν είναι θέμα επιείκειας η αυστηρότητας. -Η θεωρία είναι πάντοτε γκρίζα.
Η αξία στην σφαίρα του κυκλοφοριακού προτσές, στην σφαίρα της κατανάλωσης, αποκτά από την σκοπιά του καταναλωτή, του αγοραστή την ιδιότητα της επιλογής. Αν στο σούπερ μάρκετ αγοράσω αυτήν την μάρκα από το τάδε προϊόν και όχι την δεινά μάρκα, παρόλο που αμφότερα έχουν την ίδια εμπορευματική τιμή, αυτό μπορεί να οφείλεται σε καθαρά προσωπικές προτιμήσεις για την διαφορετική χρηστική αξία τους (παρόλο που η ανταλλακτική αξία τους είναι ακριβώς ίδια), ή ακόμα και σε μια καθαρή τυχαιότητα.
Δεν προκύπτει, ούτε μπορεί να συναχθεί μια θεωρία της αξίας από αυτό. Ακόμα και μια αυθαίρετη απόπειρα διαμόρφωσης μιας συμπεριφορικής θεωρίας μπορεί μέσα σε μια στιγμή να καταρριφθεί από μια απαλλοτρίωση, από μια αυτομετατροπή.
Ώστε, επ' αυτών των συζητήσεων, όχι μόνο το ζήτημα της μεθόδου, αλλά ακόμα και μιας στοιχειώδους φιλοσοφικής παίδευσης τίθεται στην ημερήσια διάταξη.
Κι απ' αυτό εγείρεται η προβληματική, αν όλο αυτό αφορά την οικονομική επιστήμη ή σε τελική ανάλυση την νεκρανάσταση μιας κάποιας υποτιθέμενης Αγίας Οικογένειας, μια ακόμη συγκαλυμμένη χυδαία εκδοχή βιοπολιτικής.
Μπορεί κάποιος να πει, ότι όλο αυτό το στόρυ έχει την πολιτική σκοπιμότητά του: στις αρχές του 20ου αιώνα, η εργατική κριτική παρουσιάσθηκε από την δεξιά πτέρυγα των Μπολσεβίκων ως δήθεν εκπρόσωπος της Ρικαρντιανής θεωρίας της αξίας, στις αρχές του 21ου αιώνα παρουσιάζεται απ΄τον κ. Χάρβεϋ ως αρνητής της.
Το ότι η αξία ενός εμπορεύματος είναι ανάλογη της ποσότητας εργασίας που παρασχέθηκε για την παραγωγή του, είναι κοινωνική νομοτέλεια -αυταπόδεικτο εδώ και 250 χρόνια. Το ότι αυτό είναι το θεμέλιο του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου δεν αφαιρεί, ούτε μειώνει την αντικειμενικότητα αυτής της κοινωνικής νομοτέλειας
Επί του προκείμενου, μία από τις συμβολές της κριτικής, όπως είναι γνωστό, δεν είναι η διατύπωση αυτής της νομοτέλειας, αλλά, η ανάλυση της κοινωνικής λειτουργίας της ανταλλακτικής αξίας ως κοινωνικής μορφής του εμπορεύματος, και δη ως της ανεξάρτητης μορφής του, η ανάλυση της ανταλλακτικής αξίας ως γενικής κοινωνικής σύνδεσης, η ανάλυση στο παραγωγικό προτσές κεφαλαίου της ειδοποιούς ποιοτικής διαφοράς (οντολογικής ισχύος) μεταξύ ανταλλακτικής άξιας και χρήματος. Αντίθετα, η μπουρζουάδικη πολιτική οικονομία στις ατυχείς στιγμές της παραγνωρίζει ολότελα τις μορφές και τους τρόπους κοινωνικοποίησης της ανταλλακτικής αξίας ως τέτοιας, και συνήθως την αντιμετωπίζει θεωρητικά με αντίστροφο τρόπο, δηλαδή μισο-ιδεαλιστικά, ξεκινώντας όχι από την παραγωγή, αλλά από την ιδεατότητα της εμπορευματικής τιμής. Σ' αυτό μόνο μπορεί κάποιος να επινοήσει μη αποδοχή της εργασιακής θεωρίας της αξίας από την κριτική. Η άρνηση της υπό την κομμουνιστική προοπτική είναι κάτι τόσο δεδομένο όσο και η καταργητική άρνηση της εμπορευματικής κοινωνίας συλλήβδην, αλλιώς δεν θα λέγαμε για κριτική.
Και πάλι, στην ερμητική εσωτερικότητα τους, αυτά είναι ίδια της λεγόμενης από τον Σουμπέτερ Ρικαρντιανής φαυλότητας: το ξεχώρισμα από την συνολικότητα της κοινωνικής πράξης, η αναγωγή του συνολικού σε μερικότητα, το Δομιστικό κομμάτιασμα των εννοιών, και η θεώρησή των μέσα από αυθαιρέτως παρμένα κουτάκια.
Μπορεί να ειπωθεί, ότι είναι συνέπεια της παλαιόθεν Φυσιοκρατικής εσφαλμένης ταύτισης της αξίας με την υλική υπόσταση.7 Μήπως, όμως, σε αυτές τις εσφαλμένες ταυτίσεις δεν κρύπτεται όλη η συμβιβαστική τάση μέσα στο εργατικό κίνημα, από την εποχή των αληθών σοσιαλιστών και των σοσιαλιστών οπαδών του Ρικάρντο μέχρι την Φαβιανή εταιρεία, κι απ' αυτούς μέχρι τον σοσιαλρεφορμισμό;
Αυτό εξοκείλει και στις πιο σύγχρονες εφαρμογές της ποπ πολιτικής οικονομίας του Hodgskin, κατά τις όποιες, κατ' εφαρμογή του πλέον εξτρεμιστικού κατ' όνομα Νομιναλισμού το κεφάλαιο (γινόμενο αντιληπτό ως προσωπικός πλουτισμός) είναι είτε ένα σύνολο εγκληματικών, παράτυπων έξεων και πρακτικών, είτε ένας μυστικιστικός συνδυασμός μεγαλόσχημων ονομάτων, η ύπαρξη των οποίων καταγορεύει τον φορέα τους σε δικαιούχο του πλουτισμού.
1 Βλ. David Harvey, “Marx’s Refusal of the Labour Theory of Value”, March 1 2018, σε https://davidharvey.org/2018/03/marxs-refusal-of-the-labour-theory-of-value-by-david-harvey/
2 Βλ. Michael Roberts, “Marx’s law of value: a critique of David Harvey”, Institute of Human Geography, Volume 13, Issue 1, March 2020, Pages 95-98, σε https://journals.sagepub.com/doi/10.1177/1942778620910942
3 Βλ. Paul Cockshott, “Did Marx have a Labour Theory of Value?”, World Review of Political Economy,
Volume 10, Issue 1
4 Βλ. Pete Green, A Debate on Value Theory. On the Recent (2018) Debate over Value Theory between David Harvey and its Critics, σε https://www.historicalmaterialism.org/article/a-debate-on-value-theory/
5 Ενδεικτικά για εμβάθυνση βλ. Theorien über den Mehrwert, Drittes Kapitel. A. Smith, 4. Smith' Unverständnis für die Wirkung des Wertgesetzes beim Austausch zwischen Kapital and Lohnarbeit
6 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten, 5. Kapitel. Die "kritische Kritik" als Geheimniskrämer oder die "kritische Kritik" als Herr Szeliga (von Marx), 2. Das Geheimnis der spekulativen Konstruktion
7 Βλ. Theorien über den Mehrwert, Zweites Kapitel. Die Physiokraten, 4. Gleichsetzung von Wert und Materie durch Paoletti
No comments:
Post a Comment