Ένας ορθολογικός, ήσυχος, βιομηχανικός σοσιαλισμός
Υπό το κράτος του ενθουσιασμού του αρχάριου, κάποιος θα μπορούσε να αναφωνήσει: «Είναι ο Μαξ Βέμπερ ο Λένιν της Γερμανίας;». Φυσικά, μια τέτοια αναγωγή προσκρούει στις ίδιες τις ενάντια στον αναγωγισμό και ενάντια στον αυθαίρετο συγκρητισμό μεθοδολογικές αρχές της Γερμανικής Οικονομικής Σχολής. Από την άλλη, αδιαμφισβήτητα, ο Βέμπερ προπεριγράφει για την πολιτικοδημοκρατική Γερμανία (στο μέτρο που είναι τέτοια και υπό τον απαράβατο όρο ότι είναι τέτοια) έναν αυτοτελή μη ντεζισιονιστικό (και γι’ αυτό διαχωρισμένο τόσο από τον μπολσεβικισμό, όσο και κυρίως από τον εθνικοσοσιαλισμό) δρόμο επίτευξης σοσιαλισμού, που προϋποθέτει την βαθιά, επιστημονική, αντικειμενική επίγνωση των ιστορικών και νεωτερικών συνθηκών και των διαδικασιών μετασχηματισμού των.
Στην Βεμπερική Θεωρία, η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι το κράτος μέσα από την ορθολογικότητά του αποκτά υποκειμενικότητα, επομένως δυνατότητα ενεργητικής συμμετοχής στην μετασχηματιστική διαδικασία, προς απόκλιση από την Ρωσική περίπτωση και την περίπτωση της Φραγκικής Επικράτειας, όπου το καταπιεστικό κράτος, είτε μηχανιστικά, είτε οργανικά ίσταται απ’ την αρχή μέχρι το τέλος απέναντι. Παρότι, συχνά εκ των υστέρων έχει κατηγορηθεί για τον σοσιαλδημοκρατισμό αυτής της προοπτικής, αυτό δεν είναι ασύνδετο με την ίδια την σοσιαλιστική έκβαση της Ντόιτς Ιδεολογίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, τον πραγματικό/αληθή σοσιαλισμό, και τις ρηξικέλευθες κατευθύνσεις της πολιτικοδημοκρατικής Επανάστασης του 1848 στο Ντόιτσλαντ. Επί του πρακτέου, η σοσιαλιστική οδός του Βέμπερ είναι η ίδια η οδός της πραγματικής αυτογνωσίας σε αυτό που είναι αντικειμενικά νομοτελειακό.
Τα ανωτέρω ζητήματα αποτυπώνονται στην κομματική στράτευσή του στο επιδραστικό κεντροαριστερό Ντόιτς Δημοκρατικό Κόμμα (1918-1933), και εκφράζονται απ’ αυτήν.
Αν μπορεί να ειπωθεί ότι ο Σπάρτακος και το KPD ξεκινάνε από την μαχητική, ένοπλη κλήση, το SPD από την γενική ταξική κλήση, το DDP ξεκινούσε από την επιστημονική κλήση[1], χωρίς να είναι υποτιμητέο, ότι ο λόγος[2] του Βέμπερ περί σοσιαλισμού εκφωνήθηκε σε στρατευμένους, και είχε ως έμπρακτο αποτέλεσμα την οπλοποίηση της εργατικής δραστηριότητας μέσα στα εργοστάσια, κάτι που αναπτύχθηκε μέσα στην πρακτική του εργατικού επαναστατικού κινήματος στον Ρήνο (1918-1924).
Αυτό που πείθει στην συνολική πολιτική πρακτική του Βέμπερ εντός των μεταπολεμικών οριακών και αρκούντως παρανοειδών πραγματικών περιστάσεων, είναι η προσήνεια, η σιγουριά και η ηρεμία, με την οποία τοποθετείται στα πράγματα σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι που έλειψε από την Βαϊμαριανή Γερμανία των φωνακλάδικων και υστερικών discourses, όπου η ψυχοπαθολογία των αδιαίρετων καθίστατο κεντρική πολιτική.
Ο Βέμπερ περιγράφει και βλέπει δυσνόητες πλευρές της φαινομενολογίας της βιομηχανικής εργασίας, όπως εμφανίζονται στην εργοστασιακή ενεργότητα: αυτό που ονομάζει ψυχοφυσική της βιομηχανικής εργασίας.[3] Αυτός ο εργασιακός ορθολογισμός, που αναφορικά με την εκ μέρους του ανάλυση της βιομηχανικής εργασίας εκφέρεται από εργατική σκοπιά, ήτοι με ταξικό προσδιορισμό, διέπει και την συγκεκριμένη τοποθέτησή του.
Ωστόσο, κάποιος μπορεί να επαναθέσει το ερώτημα: «σε τι διαφοροποιείται αυτό από την ιστορική παράδοση του SPD»;
Θεωρούμε, ότι οι όροι της στρατηγικής ήττας του SPD κατά την Βαϊμάρη ανευρίσκονται στην ίδια την Λασσαλική ιδεολογία των Προγραμμάτων της Γκότα και της Ερφούρτης, και δη στην ιδεολογία του λαϊκού κράτους και στις μορφές ενσωμάτωσης των καθυστερημένων και αντιδραστικών αγροτικών μαζών στην στρατηγική του.
Κάτι τέτοιο δεν εντοπίζεται στην θεωρητική αντίληψη του Βέμπερ. Από την άλλη, επειδή το οικονομικό έργο του συγκαταλέγεται στην Γερμανική Οικονομική Σχολή και έχει αυτήν ως προς τούτο αφετηρία, έρχεται αντιμέτωπο με προβλήματα (όπως αυτό του αντιουδαϊσμού και του αντισημιτισμού), τα οποία χαρακτηρίζουν εξέχοντες εκπροσώπους της Σχολής (φερ’ ειπείν τον Άντολφ Βάγκνερ, τον Βέρνερ Σόμπαρτ), ενώ για το SPD και για το KPD αυτά ήταν και με τα τότε μέτρα της εποχής, και σήμερα είναι ξεπερασμένα.
Πέρα απ’ αυτά, η όποια κομματική στράτευση έχει πάντοτε τον συγκυριακό χαρακτήρα της και την διυποκειμενικότητά της: μια εκδοχή είναι ότι συνίδρυσε το DDP, διότι εκεί ένιωθε πιο άνετα και ήταν μαζί με τους φίλους τους, με αυτούς που εμπιστευόταν, με την ίδια λογική που η Διεθνής Ένωση Εργατών δεν έφτιαχνε ενιαία συγκεντρωτικά κόμματα, αλλά συλλογικότητες γενικά συντονιζόμενες και οργανωμένες από συμβουλιακά λειτουργούσα ομοσπονδία.
Χρειάστηκε να περάσουν 43 χρόνια από το 1848, μέχρι ο Ένγκελς σε ένα κείμενο πολιτικής κληρονομιάς (απευθυνόμενο στο κοινό της Φραγκικής επικράτειας) να περιγράψει την ιστορική πορεία του Ντόιτς σοσιαλισμού και να μιλήσει για το SPD ως το κόμμα μας (die unsre Partei), όπου μάλιστα θέτει τα εκλογικά αποτελέσματα ως το κύριο κριτήριο της κομματικής δράσης![4] –κάτι εντελώς ανοίκειο στην εμπειρία, πρακτική και πολιτική κουλτούρα της διαλυθείσας τότε λόγω εξουσιαστικής καταστολής Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Στο ίδιο κείμενο, σε μια υπερβατική κίνηση, ταυτίζει το σοσιαλιστικό Ντόιτσλαντ με την ίδια την 30χρονη πάλη και τον αγώνα του SPD,[5] και αποφαίνεται ότι δοθέντων των τότε συνθηκών στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και στην Τσαρική Ρωσία, ο ντόιτς Σοσιαλισμός εκπροσωπεί απροϋπόθετα την προλεταριακή επανάσταση.[6]
Σε αυτήν την στρατηγική η προλεταριακή
επανάσταση ως συνεχές έχει πλείονα ρεύματα, τάσεις, πολιτικές οργανώσεις.
[1] Παράβαλε Max Weber, Wissenschaft als Beruf (1917), του ιδίου, Politik
als Beruf (1919).
[2] Βλ. οπ., Der
Sozialismus. Rede zur allgemeinen Orientierung von österreichischen Offizieren
in Wien 1918. Επιπρόσθετα βλ. Friedrich
Engels, Die preußische Militärfrage und die deutsche Arbeiterpartei, Geschrieben
Ende Januar bis 11. Februar 1865, Nach der Erstausgabe von 1865
[3] Βλ. Max Weber,
Schriften zur Soziologie und Sozialpolitik, Methodologische Einleitung für die
Erhebungen des Vereins für Sozialpolitik über Auslese und Anpassung
(Berufswahlen und Berufsschicksal) der Arbeiterschaft der geschlossenen
Großindustrie, Zur Psychophysik der industriellen Arbeit
[4] Βλ. Friedrich
Engels, Der Sozialismus in Deutschland, Geschrieben zwischen 13. und 22.
Oktober 1891, Einleitung und Schlußteil im Januar 1892, Nach: "Die Neue
Zeit", Nr. 19, 10. Jahrgang, 1. Band, 1891-1892
[5] Βλ. οπ., II, απόσπασμα: Nun aber
hat die deutsche Sozialdemokratische Partei, dank den ununterbrochnen Kämpfen
und Opfern von dreißig Jahren, eine Stellung erobert wie keine andere
sozialistische Partei der Welt, eine Stellung, die ihr binnen kurzer Frist den
Heimfall der politischen Macht sichert. Das sozialistische Deutschland nimmt in
der internationalen Arbeiterbewegung den vordersten, den ehrenvollsten, den
verantwortlichsten Posten ein; es hat die Pflicht, diesen Posten gegen jeden
Angreifer bis auf den letzten Mann zu behaupten.
[6] Βλ. οπ., απόσπασμα: Aber
gegenüber der Republik eines Constans, eines Rouvier und selbst eines
Clemenceau, besonders aber gegenüber der Republik im Dienste des russischen
Zaren repräsentiert der deutsche Sozialismus unbedingt die proletarische
Revolution.
Κριτική Απομυστικοποίηση του Θρησκευτικού
“Ontologie scheint um so numinoser, je weniger sie auf bestimmte Inhalte zu fixieren ist, die dem vorwitzigen Verstand einzuhaken erlaubten. Ungreifbarkeit wird zur Unangreifbarkeit”[1]
Το θρησκευτικό, το οποίο έχει πολιτικές αξιώσεις, είναι η περιφέρεια της σήψης, η σάπια περιφέρεια, πιο επονείδιστο απ’ το προνεωτερικό θρησκευτικό κράτος. Η μορφή, την οποία πάντα παίρνει αυτό, είναι οι εκδοχές του Μονοθεϊσμού. Όσο πιο πολύ η θρησκεία κατανοείται δογματικά με ενοχικούς τρόπους, δηλαδή, όσο τείνει να ταυτισθεί με την (μυθική) ιστορία και την μεταφυσική του αρχαίου Ισραήλ, τόσο επανεμφανίζεται επί σκηνής ως δυναμική θρησκευτικού κράτους. Η κριτική ενάντια στην θρησκεία περιλαμβάνει σε πρώτο χρόνο το πώς συντελεί αυτό το πράγμα στην αυτοσυνειδησία της αστικής κοινωνίας και πώς διαπλέκεται με τον διχασμό της σε πραγματική και εικονική κυριαρχία. Όμως, για να αναπτυχθεί η κριτική στην πληρότητά της, απαιτείται το θέτειν το θρησκευτικό στην ερευνητική βάσανο του ιστορικού υλισμού.
Ο Βέμπερ, εις πείσμα των περί του αντιθέτου λεγόμενων (κι αυτό διότι η μεθοδολογία του είναι ενάντια στον θετικισμό) κατανοεί το θρησκευτικό με Εγελιανό τρόπο, ως συνδεδεμένο με ένα καθορισμένο, ιστορικά αναγκαίο, στάδιο στην εκδίπλωση της φαινομενολογίας του πνεύματος, στο μέτρο που αυτή πλησιάζει στις ορθολογικές (από τεχνοεπιστημονική άποψη) συνθήκες ανάπτυξης του βιομηχανικού πολιτισμού. Αν όμως, είναι πασίγνωστη η θεωρία του για την Προτεσταντική απόκληση και το ασκητικό-προτεσταντικό επιχειρησιακό/οικονομικό Έθος,[2] εξίσου οξύνους είναι η μελέτη του για τον αρχαίο Ιουδαισμό[3], όπου εμφανίζεται να είναι πιο εμβριθής γνώστης των σχετικών δογματικών θεμάτων απ’ τους ex officio εκπροσώπους του αρχαίου Ιουδαϊσμού. –Το ίδιο ισχύει (και εξ απόψεως γνώσης των πρωτόλειων κειμενικών πηγών ακόμη περισσότερο) για τον Ernst Bloch.[4]
Είναι καινοτόμα η κεντρική θέση του Βέμπερ, ότι ο αρχαίος Ιουδαϊσμός εμφανίζει από κοινωνιολογική άποψη αναλογία προς την Ινδική καστική τάξη (ordnung), και έτσι οι αρχαίοι Ιουδαίοι παρίστανται στο κοσμοϊστορικό προσκήνιο, ως λαός παρίας, ως λαός, ο οποίος δεν έχει εισέτι κερδίσει την λευτεριά του, την απολύτρωσή του. Μία ένδειξη αυτού είναι ότι επί σχεδόν μόνιμης συχνότητας οι μισοί εξ αυτών παρακαλάνε για την καταστροφή των άλλων μισών και τούμπαλιν.[5] Επ’ αυτού του σημείου μια ιστορική παρουσίαση καθίσταται χρήσιμη:
Ιουδαϊκές κοινότητες αναπτύσσονταν με σχετικά αρμονικό τρόπο στις επιτεύξασες με εξεγερτικό τρόπο την ανεξαρτησία των από την Εκκλησία Γερμανικές πόλεις, κύρια στις Αυτοκρατορικές, κατά τον 13ο έως το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, οι κοινότητες αυτές επιτελούσαν εμπορικές ανταλλαγές (χρηματοδανεισμός, καταγώγια/πανδοχεία κατανάλωσης αλκοόλ, φαγητού κλπ) και ασχολούνταν με εργαστηριακού τύπου μανιφακτούρες (χειρόγραφα, κατασκευή κοσμημάτων και σκευών), και συγχρόνως παρίσταντο ως θεματοφύλακες μιας ευνόητης κοινοτικής ηθικής. Για τα τότε δεδομένα επιτελούσαν αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο, ήτοι συντελούσαν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και στην προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης και της διακίνησης απόψεων, στο μέτρο δε που απεγκλωβίζοντο από τα Ραβινικά και Ιερατικά στεγανά, κατάφερναν να οσμωθούν με τους φορείς της νέας πνευματικότητας (Πνευματικούς Φραγκισκανούς, Βεγίνες, περιπλανώμενους βάρδους, οπαδούς του Μέιστερ Έκχαρτ). Η υποχώρηση της Παπικής Έδρας μετά την μεταφορά της στην Αβινιόν και ο κατά την αυτοκρατορική θητεία του Λουδοβίκου Δ΄ πόλεμος ενάντια στον Πάπα ευνοούσε κάτι τέτοιο.
Η κατάστασή των επιδεινώθηκε μετά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, καθώς ετέθησαν στο κατασταλτικό στόχαστρο τόσο των νεοεισερχόμενων μέχρι πρότινος αγροτικών μαζών στις πόλεις (λόγω της επιδημίας του Μαύρου Θανάτου), όσο και των αρχών, οι οποίες βρήκαν στην βίαιη, συχνά υπέρμετρη καταστολή των ένα πεδίο συνέργειας με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, η παρουσία των στις πόλεις δεν απειλήθηκε. Οι ανά δεκαετίες με Αυτοκρατορικά διατάγματα σποραδικοί εμπρησμοί των Ταλμούδ, προς διαφοροποίηση από την ίδια πρακτική της Καθολικής Εκκλησίας που αφορούσε κύρια τον χρηματοδανεισμό και το ποσοστό τόκου και πραγματώνετο ως αντίποινα, είχαν κατά το μάλλον στρατιωτικό χαρακτήρα, αφορώντες το φρόνημα, το ηθικό και το αξιόμαχο των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων, και γίνονταν αποδεκτοί από τις δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας (συχνά κι από τους ίδιους τους πτωχούς εργαζόμενους Εβραίους), καθ’ όσον νοηματοδοτούνταν ως επί της ουσίας νομική καταστολή ως προς την ίδια την θρησκευτική καταπίεση, ιδιαίτερα, όσον αφορούσε διατροφικές και κοινωνικές συνήθειες και πρακτικές.
O 16ος αιώνας ήταν εποχή μαζικοποίησης των κοινοτήτων αυτών λόγω της εκδίωξής των Εβραίων από την Ιβηρική και της μετακίνησής των στις Γερμανικές γαίες. Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, ο Πόλεμος των Χωρικών, οι Θρησκευτικοί Πόλεμοι, παρόλες τις δογματικές αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματα, ξανάφεραν τον τότε σύγχρονο Ιουδαϊσμό στο προσκήνιο, μέσα από την θεσμοθέτηση (με τον Διακανονισμό του Άουγκσμπουργκ επί αυτοκρατορικής θητείας Καρόλου Ε΄) της αρχής “cuius regio, eius religio”. Προσέτι, στον επόμενο αιώνα με την Βεστφαλική Ειρήνη (Westfälische Friede) χορηγήθηκε στους Ιουδαίους περισσότερη ασφάλεια και πρόσβαση στον δημόσιο χώρο. Αυτό ήτο μια ιστορική δυναμική που μετασχημάτισε τις Ιουδαϊκές κοινότητες, εκκοσμικεύοντάς τες.
Στην συνέχεια, οι Ιουδαϊκές κοινότητες ακολούθησαν (σχετικά κοινωνικοποιούμενες) την ίδια την πορεία ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας και συγκρότησαν διαλεκτική τόσο προς τον Γερμανικό Διαφωτισμό, όσο και προς τον Ρομαντισμό και τις απαρχές της κλασικής Ντόιτς Φιλοσοφίας.
Στο πρώιμο έργο του περί Χριστιανισμού, ο Χέγκελ διαμορφώνει μια νέα κριτική στον (Ισραηλιτικού, αρχαϊκού τύπου) Ιουδαϊσμό, και στον ίδιο χρόνο σφυρηλατεί μια νέα φιλοσοφική θεμελίωση του Γερμανικού Χριστιανισμού, του Προτεσταντισμού, ασκώντας κριτική σε αυτόν, όσον αφορά την τελείωσή του.[6] Αυτό, όμως, ουδεμία σχέση έχει με τα μετέπειτα φαινόμενα, από την στιγμή που είναι ένα με Βεμπερικούς όρους προτσές φιλοσοφικής απομάγευσης και εξορθολογισμού. Σε γενικές γραμμές, μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή μέχρι και τον σχηματισμό του νέου Αυτοκρατορικού Ράιχ, δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτα φαινόμενα αντισημιτισμού, αντιουδαϊσμού κοκ. Λίγο πριν και λίγο μετά την πολιτικοδημοκρατική Επανάσταση του 1848 το επαναστατικό κίνημα είχε μέσα από την διαλεκτική της πολιτικής και οικονομικής ισότητας καταθέσει την τοποθέτησή του περί του Ιουδαϊκού Ζητήματος. Η ίδια η ανάπτυξη του Χαρτιστικού Κινήματος στις γραμμές των εργατών έφερνε τα πράγματα σε μια ισορροπία.
Ο Βέμπερ έζησε την ζωή του και έγραψε το έργο του σε μια ιστορική εποχή, στην οποία ο αντισημιτισμός λάμβανε νέες μορφές, τόσο ως ρατσιστικές και κοινωνικοδαρβινικά βιολογικιστικές θεωρίες, όσο και ως θεωρίες ταύτισης των Εβραίων με τις λειτουργίες του χρηματοκεφαλαίου και του τοκοφόρου κεφαλαίου. Ωστόσο, στην επιστημονική ανάλυσή του χρησιμοποιεί κριτήρια κοινωνικής πρακτικής, κοινωνικής δράσης στο προσδιορίζειν τον Ιουδαϊσμό.
Μέχρι εδώ, μπορεί να ειπωθεί ότι με τους ίδιους τους όρους της φιλοσοφίας της ιστορίας, οι ποιοτικά διαφορετικές οντολογίες που αναπαριστώνται με τις μορφές των ανθρωπόμορφων πολυθεϊσμών [η εξανθρωπισμένη κινούμενη (γινόμενη αντιληπτή ως θεϊκή) ιστορία-συνεργασία] προσφέρουν πολιτισμικά περισσότερα περιθώρια προόδου, ακόμα και από την πιο πολιτικοδημοκρατική Χριστανοδημοκρατία, ή ακόμα και από τον πιο ευφυή αριστερό εκκοσμικευμένο Ιουδαϊσμό. Δεν είναι κάτι που μπορεί κάποιος να το αρνηθεί στην Καντιανά προσδιορισμένη καθαρότητά του, αν ιδωθεί με κριτήρια πολιτισμικής κριτικής. Ωστόσο, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά τον κόσμο (welt), με το περιεχόμενο που έχει αυτός ο όρος στην σκέψη και το έργο του Βέμπερ, όπου προσδιορίζεται in concreto στις περιοχές της χώρας με την μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη και κρατική ορθολογικότητα.
Στις Διαλέξεις του για την οικουμενική κοινωνική και επιχειρησιακή/οικονομική ιστορία, και συγκεκριμένα περί της ανάδυσης του μοντέρνου καπιταλισμού και της ανάπτυξης της καπιταλιστικής νοοτροπίας, επανέρχεται στον οικονομικό ρόλο των Ιουδαίων.[7]
Σε αυτό, κομβική αναδεικνύεται η πάλη ενάντια στον παραδοσιοκρατισμό, κάτι που έχει να κάνει με την ίδια την πάλη για την ανατίμηση της εργατικής δύναμης.[8] Στην κατανόηση του Βέμπερ, ο Ιουδαϊσμός ανήκει σε αυτά τα στεγανά παραδοσιοκρατισμού, τα οποία η βιομηχανική εξέλιξη διαρρηγνύει, παρ’ όλη την εμμονή της οργανικότητάς των ως υλικού συμφέροντος. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες παραδοσιοκρατικές μορφές θρησκευτικού.
Έτσι, θεωρεί ότι οι Ιουδαίοι ουδέν μέρος έλαβαν στην ανάδυση του μοντέρνου καπιταλισμού, λόγω της κοινωνιολογικά προσδιορισμένης προσκόλλησής των στις Ινδικές κάστες. Παρότι κάπως υπερβολική αυτή η θέση, τίθεται καθ’ υπερβολή, ώστε να δοθεί έμφαση στο κύριο επιχείρημα ενάντια στον παραδοσιοκρατισμό, τον οποίο στην περίπτωση των Ιουδαίων εντοπίζει στο Ταλμούδ ως ιδιαίτερο Ιουδαϊκό Eθικό ειδικό παραδοσιοκρατισμό (“Talmud zeigt, die genuine jüdische Ethik spezifischer Traditionalismus”), και εν τέλει καταλήγει στην μορφή των φυσικών (κατά την έννοια του φυσιοκρατισμού) φολκλόρ με μαγική δεσμευτικότητα (“Naturvolkes mit magischer Gebundenheit”). Με τα λόγια του Βέμπερ, αυτή η μαγεία επιφέρει στερεοτυπικοποίηση του Τεχνικού και του Οικονομικού, ώστε προβάλλει ως εμπόδιο στον εξορθολογισμό της υπαρκτής οικονομικής ζωής. Επομένως, από την σκοπιά της κλασικής πολιτικής οικονομίας, η Βεμπερικά προσδιορισμένη πάλη ενάντια στον παραδοσιοκρατισμό συναντιέται με την πάλη ενάντια στον φυσιοκρατισμό.
Ωστόσο, αυτό στο οποίο μένει ανοικτή η βιομηχανία ως προς τον παραδοσιοκρατισμό, είναι η ορθολογική προφητεία. Έτσι, η γραφειοκρατία της προφητείας γίνεται δεκτή τόσο από τα κράτη, όσο και από τις χρηματαγορές, ως θεραπαινίδα της ίδιας της καπιταλιστικής ισχύος. Δεν είναι τυχαίο ότι στις Μέκκες του καπιταλισμού, Ιουδαϊκής καταγωγής οικονομολόγοι με τέτοιες προφητικές ικανότητες ανακηρύσσονται γκουρού.
Μ’ αυτά, συμπεραίνει ότι η παραδοσιοκρατία του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού είναι Πληβειακή (στα Βεμπερικά συμφραζόμενα ο όρος είναι αξιολογικός) θρησκεία (Plebejerreligionen), λόγω του ίδιου του ρόλου που επιτέλεσαν οι νεόκοποι Μονοθεϊστές στις πόλεις του Ρωμαϊκού imperii. Επομένως, αυτές οι εκδοχές Μονοθεϊσμού πραγματεύονται λίγο-πολύ συνθήκες δουλείας, σκλαβιάς, εξανδραποδισμού, σχέσεων πραγμοποιητικής προσωπικής εξάρτησης, τις οποίες η σύγχρονη ανάπτυξη έχει ξεπεράσει προ πολλού. Δεν είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την κριτική ενάντια στην θρησκεία ως φενακισμένη πραγμάτωση της παυσιπόνου ουσίας στους κόλπους του καταπιεσμένου λαού.
Δοθέντων των ως άνω, προκαλεί από Βεμπερική άποψη εντύπωση και παραξενεύει το πώς η εσωτερική ζωή των Γερμανών καταβυθίστηκε στις δεκαετίες του 1930 και 1940 σε μια κατάσταση περιστρεφόμενη γύρω από τα ζητήματα του παραδοσιοκρατισμού, ανεξάρτητα απ’ το αν οι εκπρόσωποί του έφεραν Ινδικά ή Ισραηλιτικά σύμβολα, δηλαδή το πώς το συντηρητικό κίνημα έλαβε κατώτερες θρησκευτικές, παραδοσιοκρατικές μορφές. Βέβαια, αν δεν λάμβανε τέτοιες, δεν θα ήτο τέτοιο.
Αυτής της κοπής (kind) η ιστορία είναι πια λίγο-πολύ γνωστή, και δεν χρειάζεται κάποιος να παροικεί εις την Ιερουσαλήμ, ή στο Μουμπάι, για να την μάθει.
Ωστόσο, αν κάτι διαφεύγει της ανάλυσης του Βέμπερ, είναι η ίδια η μεταμορφωτική ικανότητα των ανηλεών παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας ως προς τα υποκείμενα που συμμετέχουν, που εντάσσονται σε αυτήν.
-Η εργασία μεταμορφώνει ποιοτικά, αλλοτριώνοντας.
[1] Theodor W. Adorno, Negative Dialektik, Erster Teil, Verhältnis zur Ontologie, I. Das ontologische Bedürfnis, απόσπασμα
[2] Βλ. Max Weber, Wirtschaftsgeschichte: Abriss der universalen Sozial- und Wirtschaftsgeschichte, Viertes Kapitel. Die Entstehung des modernen Kapitalismus, 9. Die Entfaltung der kapitalistischen Gesinnung, 312. - Der protestantische Berufsbegriff und der Kapitalismus 313. -Das protestantisch-asketische Wirtschaftsethos durch die Aufklärung seines religiösen Sinnes entkleidet; gesellschaftliche Folgen dieses Vorgangs, München, 1923
[3] Βλ. του ιδίου, Die Wirtschaftsethik der Weltreligionen, Das antike Judentum
[4] Βλ. Ernst Bloch, Atheismus im Christentum. Zur Religion des Exodus und des Reichs
[5] Βλ. οπ., I. Die israelitische Eidgenossenschaft und Jahwe, S. I. — Vorbemerkung: das soziologische Prpblem der judischen Religionsgeschichte, S. I. — Algemeingeschichtliche und klimatische Bedingungen, απόσπασμα: “Das eigentiimliche religionsgeschichtlich-soziologische Problem des Judentums laBt sich weitaus am besten aus der Vergleichung mit der indischen Kastenordnung verstehen. Denn was waren, soziologisch angesehen, die Juden ? Ein Pariavolk”. Δεν πρέπει να φοβίζει η θέση αυτή του Βέμπερ, καθ’ όσον αυτό το θέμα είναι ο κεντρικός άξονας του ιστορικισμού του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
[6] Βλ. Hegel, Der Geist des Christentums und sein Schicksal
[7] Βλ. Max Weber, Wirtschaftsgeschichte, οπ., 305 -Kein Anteil der Juden an der Entstehung des modernen Kapitalismus 306. - Magiefeindschaft von Judentum und Christentum, 308, speziell durch die Plebejerreligionen Judentum und Christentum
[8] Βλ. οπ., απόσπασμα: “Am Anfang aller Ethik und der sich daraus ergebende wirtschaftlichen Verhältnisse steht überall der Traditionalismus, die Heiligkeit der Tradition die Einstellung allein auf ein Handeln und Wirtschaften, wie es von den Vorvätern überkommen ist. Er reicht bis tief in die Gegenwart hinein. Noch vor einen Menschenalter wäre es vergeblich gewesen, einem Landarbeiter in Schlesien, der für Akkord ein bestimmtes Stück Land zu mähen hatte, mit Rücksicht auf die Steigerungseiner Arbeitskraft den Lohn verdoppeln zu wollen: er hätte dann einfach seine Arbeitsleistung auf die Hälfte reduziert, weil er allein mit dieser Hälfte das Doppelte hätte verdienen könnenwie früher. Diese Unfähigkeit und Abgeneigtheit, sich überhaupt aus den gewohnten Balmen herauszubegeben, ist das generelle Motiv für die Aufrechterhaltung der Tradition. Der urwüchsige Traditionalismus kann aber noch durch zwei Umstände eine wesentliche Steigerung erfahren. Einmal können sich mit der Aufrechterhaltung der Tradition m a t e r i e 11 e In t e r e s s e n verbinden”.
Εργοστασιακή Θεωρία
Στις ίδιες Διαλέξεις, και δη περί δουλειών και εξόρυξης μέχρι την είσοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, διαμορφώνει μια τυπολογία των προδρομικών μορφών της βιομηχανίας, από την εργαστηριακή παραγωγή έως την εργοστασιακή.[1] Σ’ αυτό τονίζει την οργανική συνέχεια των ποιοτήτων του προτσές της αδιαμεσολάβητης υλικής παραγωγής, προς διάστιξη προς την κλασική πολιτική οικονομία, που τονίζει την ρηξιακή μετάβαση από την προκαπιταλιστική και καπιταλιστική μανιφακτούρα στην μεγάλη βιομηχανία, και η κριτική της πολιτικής οικονομίας έτι περαιτέρω αναδεικνύει και αναλύει την επαναστατικοποίηση της μανιφακτούρας, της χειροτεχνίας και της οικοτεχνίας υπό της μεγάλης βιομηχανίας.
Στην ανάλυσή του, η εργαστηριακή παραγωγή αναδύεται μέσα από τον χωρισμό του νοικοκυριού από τις δουλειές. Έτσι διακρίνει (ως συνήθως) τρεις τύπους εργαστηριακής παραγωγής: ξεχωρισμένα μικρά εργαστήρια, το μεσαιωνικό Εργαστήριον, το εργαστήριο των σκλάβων.
Επισημαίνει το γεγονός, ότι o επιχειρηματίας στα εργαστήρια είναι αναγκασμένος να εργάζεται με το “στεκούμενο κεφάλαιο” (stehendem Kapital: όρος με τον οποίο δηλώνει το σταθερό κεφάλαιο, konstantes kapital), διότι ο υπολογισμός του κεφαλαίου καθίσταται απαραίτητος, ενώ στο εργοστάσιο το παραγωγικό προτσές συνίσταται στην ίδια την καπιταλιστική οργάνωση: οργάνωση εξειδικευμένης και συνδυασμένης εργασίας εντός των χώρων εργασίας με χρήση στεκούμενου κεφαλαίου και καπιταλιστικού υπολογισμού.[2] Συνακόλουθα, προς απόκλιση από την κριτική της πολιτικής οικονομίας, προσδιορίζει την γραμμή βάσης (base line) του εργοστασίου περισσότερο στην οργανωτικότητα και στον υπολογισμό, και όχι τόσο στην εισαγωγή μηχανουργίας λειτουργούσας με αυτόματο τρόπο.
Αυτό είναι κεντρικό principle της κοινωνιολογικής επιστήμης, ήτοι η απόδοση των πρωτείων στην προσδιορισμένη δράση. Δηλαδή, βλέπει την εργοστασιακή εσωτερικότητα σχεδόν αποκλειστικά από την εμπειρική σκοπιά των αδιαίρετων δρώντων υποκειμένων, και όχι βάζοντας στο κύριο πλάνο την τελολογία του συνολικού προτσές, εν προκειμένω μέσα από το ίδιο το κυκλικό προτσές παραγωγής αξίας, μέσα από την κυριαρχία της αφηρημένης εργασίας, η οποία είναι η δύναμη ενοποιούσα (μέσω της παραγωγής ανταλλακτικής αξίας) όλα αυτά σε κεφάλαιο: αυτό που παράγει και προσδίδει την Enheit του κεφαλαίου, μεταμορφώνοντάς τα αντιτιθέμενα μεταξύ των συστατικά του σε κεφάλαιο.
Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή των μηχανών και η συγκρότηση του εργοστασίου της μεγάλης βιομηχανίας, επιθέτει και επιβάλλει μια νέα πραγματικότητα παραγωγής κοινωνικού προϊόντος, παραγωγής αξίας, μέσα από την παραγωγή σχετικής πρόσθετης αξίας και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, ενώ ο υπολογισμός είναι ένα μόνο τμήμα του συνολικού εργασιακού προτσές, ανήκων στην κύρια πλευρά του στην μερικότητα της τυπικής υπαγωγής. Έτσι, ο υπολογισμός εντός των εργοστασίων παίρνει την διαρθρωμένη μορφή (Gestalt) του λογιστηρίου, κάτι που βρίσκεται εντός των χώρων των, συνήθως πλησίον των γραφείων της διεύθυνσης. Συνάμα, ο Εργάτης κατά τον χειρισμό των μηχανών και κατά την πάλη του προς αυτές προσδιορίζει (παράγοντάς το) ένα νέο πεδίο οντολογίας που οδήγησε με την νεογέννητη μεγάλη μεταλλουργία (και όσο πάμε στην Β΄ Βιομηχανική Επανάσταση) στην παραγωγή ενός νέου εργατικού τύπου, ενός νέου εργατικού όντος, με πιο προηγμένες, ανώτερες ικανότητες, λειτουργίες και ιδιότητες, στον εργάτη cyborg.
Στην συνέχεια, ορίζει ως οικονομικές προϋποθέσεις του εργοστασίου τις μαζικές αγορές και την σταθερή ποσότητα, την σταθερή γείωση (“ständiger Absatz”). Έτσι, από την οπτική του προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, το εργοστάσιο είναι η προσδιορισμένη Οργάνωση της αγοράς (“bestimmte Organisation des Marktes”). Προσθέτει επίσης, ότι άλλη μία προϋπόθεση είναι η φτηνή τεχνική των παραγωγικών διαδικασιών (“billige Technik des Produktionsverfahrens”), διαπίστωση η οποία εισάγει τον αναγνώστη και τον ακροατή στην διαλεκτική της υπερυσσώρευσης κεφαλαίου.
Αμέσως μετά, αναφέρει την νέα ποιοτικά δυναμική που εισάγει το σταθερό κεφάλαιο, καθ’ όσον λέει, ότι αυτό αναγκάζει τον επιχειρηματία να συνεχίσει την μπίζνα του, ακόμα κι αν η οικονομική συγκυρία δεν είναι ευχάριστη. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ότι η κινητήρια δύναμη στο εργοστάσιο, το κινούν αίτιον, δεν είναι απλά και μόνο η εκ μέρους του αδιαίρετου επιχειρηματία επιδίωξη κέρδους, όπως πίστευε ο Προυντόν, αλλά το στεκούμενο κεφάλαιο (η νέα ποιότητα μηχανών) επιβάλλει και στον ίδιο τον αδιαίρετο επιχειρηματία την συνεχή επανάληψη του παραγωγικού προτσές. Απ’ αυτό προκύπτει, ότι το σταθερό κεφάλαιο δεν είναι απλά και μόνο ένα συνονθύλευμα εργαλείων και σιδερικών, ούτε απλά και μόνο μια λειτουργούσα διάταξη μηχανών, μια διάταξη αντικειμένων, μια διάταξη πραγμάτων, αλλά διαθέτει (αλλιώς δεν θα ήταν τέτοιο, ήτοι δεν θα ήταν κεφάλαιο, αλλά άθροισμα από πράγματα, από αντικείμενα) κοινωνική, εξωτερικευτική λειτουργία. Αυτή η λειτουργία του εκδηλώνεται κατά την διάρκεια του προτσές κυκλοφορίας και της περιστροφής του, όπου η αξία του σταθερού κεφαλαίου εισέρχεται στην αγορά σε χρημάτινη μορφή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σταθερό κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει και να λειτουργεί σε μετατραπείσα μορφή και εκτός εργοστασίου, παρότι στην υλική μορφή του ίσταται ως τέτοιο εντός εργοστασίου. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Βέμπερ έχει ξεπεράσει την μερκαντιλιστικού τύπου κατανόηση του προτσές κυκλοφορίας.
Εν τούτοις, παρουσιάζει την μετάβαση από τα εργαστήρια και την πρωτοκαπιταλιστικού τύπου μανιφακτούρα στο εργοστάσιο με όρους οργανικής συνέχειας, καθ’ όσον ξεχωρίζει την ποσοτική αύξηση της τεχνικής και οργανωτικής συνάρθρωσης ως τον αποφασιστικό παράγοντα της ποιοτικής μετάβασης.[3] Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το ότι στην ανάλυσή του λαμβάνει το εμπειρικό υλικό του κύρια από την βιομηχανική ανάπτυξη στις περιοχές του Ρήνου, όπου τα εργοστάσια χτίστηκαν στην πλειοψηφία τους εκτός των αστικών ιστών, και οι πόλεις και οι κώμες δεν απώλεσαν την συνέχεια του οικιστικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των, ούτε μεταβλήθηκε μέσα στα χρόνια τόσο ραγδαία η δημογραφική σύνθεσή των, ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας μέσα στις μεγάλες μητροπόλεις (ιδιαίτερα στην Αγγλία) επέφερε συχνά με ορμητικούς και απότομους, αιφνίδιους όρους αρχιτεκτονικές, αισθητικές και κατακλυσμιαίες δημογραφικές αλλαγές. Μπορεί να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια με λογοτεχνικούς όρους σχετικά «νατουραλιστική» περιγραφή.
Καθώς ειπώθηκε στο πρώτο κείμενο, είναι ένας ήρεμος, ψύχραιμος τύπος που δίνει διαλέξεις (με την ίδια ηρεμία και ευχαρίστηση που καθήμενος κάνει πολιτικές ομιλίες στα καφενεία) σε μια επαναστατική, συγκρουσιακή, χαοτική πολιτική περίοδο, εν τω μέσω μιας ένοπλης εργατικής επανάστασης, όντας ήδη ιδρυτικό στέλεχος ενός κόμματος που δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του επαναστατικού προτσές και δεν συμμετέχει ενεργά στις συγκρούσεις, όμως στηρίζει το γενικότερο μετασχηματιστικό πολιτικό προτσές. Αυτός ο πολιτισμένος τρόπος πολιτικής δράσης τον χαρακτηρίζει σε όλη την ζωή του, παρότι δεν είναι πασιφιστής ή υποκριτής, αλλά μοιράζεται με το επαναστατικό κίνημα την πίστη στην υλική ισχύ (macht), και δη στην ένοπλη, ως τον καθοριστικό παράγοντα των καταστάσεων και των εκβάσεων. Σίγουρα, μια βιογραφία της πραγματικής πολιτικής δράσης του, μια βιογραφία του Βέμπερ ως πραγματικού πολιτικού μαχητή θα ήταν κάτι παραπάνω από συγκλονιστική.
Ωστόσο, μια οποιαδήποτε εργοστασιακή θεωρία θα είναι λειψή, αν η προσοχή μας δεν επικεντρωθεί στην νομοτελειακή σύνδεση μεταξύ της βιομηχανικής επανάστασης (της επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων) και του προτσές του επιταχύνειν (Beschleunigung) την επανάσταση μέσα από την εφαρμογή των εργοστασιακών νόμων σε όλο και πιο πολλές πλευρές και όψεις της συνολικής κοινωνικής πρακτικής:
Η ραγδαία αλλαγή του κοινωνικού τρόπου λειτουργίας λαμβάνει ποικίλες μεταβατικές μορφές στο μέτρο που το εργοστασιακό modus operandi, καταλαμβάνοντας το κοινωνικό, τείνει να γίνει γενικό κοινωνικό modus operandi. Το παράδειγμα της αυτόματης ραπτικής μηχανής είναι το πιο χαρακτηριστικό. Αυτό το πρώτο αυτόματον μαζικής χρήσης μπήκε σε κάθε εργατικό, σε κάθε λαϊκό νοικοκυριό με την ίδια ταχύτητα με την οποία μπήκε στην εργοστασιακή παραγωγή: σε χρόνο dt όλο και πιο πολλές χιλιάδες θηλυκών, ανεξαρτήτως ηλικίας, μετατράπηκαν (από την σκοπιά της συγκεκριμένης εργασίας) σε εργοστασιακές εργάτριες μέσα στα ίδια τα φτωχόσπιτά τους. Αυτό ήταν το πιο μαζικό προτσές αποφυσικοποίησης, απορομάντευσης πληθυσμού: κάτι που άλλαξε την ίδια την ποιότητα των διυποκειμενικών, των διαπροσωπικών σχέσεων σε μεγάλες εκτάσεις της κοινωνικής σφαίρας. –Η ωδή στην αυτόματη ραπτική μηχανή δεν έχει γραφτεί ακόμα όσον αφορά τα συμπεριφορικά και επιθυμητικά αποτελέσματά της. Έτσι, ακόμα και ένα ολιγάριθμο σύνολο οικιακών εργατριών σε μια εργατογειτονιά μπορούν να επιβάλλουν μέσα από τον χειρισμό των ραπτικών μηχανών την δική τους ταξική στρατηγική ως συμβεβηκός, αρκεί να αντιληφθούν το momentum, να έχουν την απαιτούμενη πανουργία.
Η πολυχρωμία των μεταβατικών μορφών δεν μπορεί να κρύψει την τάση μεταμόρφωσής των σε ενεργείς εργοστασιακές λειτουργίες και επιχειρήσεις (operations), ώστε η πολυμορφία και πολυχρωμία της εργασιακής δραστηριότητας των υπό εξέλιξη τεχνιτών και δουλευτών μετατρέπεται στην uniformic ενιαιότητα του εργοστασίου της μεγάλης βιομηχανίας, όσο θηριώδες κι απάνθρωπο ήταν αυτό στην Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση.
[1] Βλ. Max Weber, Wirtschaftsgeschichte: Abriss der universalen Sozial- und Wirtschaftsgeschichte, Zweites Kapitel. Gewerbe und Bergbau bis zum Eintritt der kapitalistiscben Entwicklung, § 6. Die Werkstattproduktion. Die Fabrik und ihre Vorläufer, München, 1923.
[2] Βλ. οπ., απόσπασμα: “Das Entscheidende ist, daß der Unternehme'r mit stehendem Kapital zu arbeiten hat, weil damit die Kapitalsrechnung unentbehrlich wird. Fabrik in diesem Sinne bedeutet also kapitalistische Organisation des Produktionsprozesses, d. h. Organisation spezialisierter und kombinierter Arbeit innerhalb der Werkstätte unter Nutzung stehenden Kapitals mit gleichzeitiger kapitalistischer Rechnung”.
[3] Βλ. οπ., απόσπασμα: “Neue Entwicklungstendenzen traten erst mit der technischen Spezialisierung und Arbeitsvereinigung und der gleichzeitigen Benutzung außermenschlicher Kraftquellen auf. Betriebe, welche in ihrem Inneren Arbeitsspezialisierung und -kombination zeigen, sind im 16. Jahrhundert noch eine seltene Ausnahme; für das 17. und 18. ist das Streben nach ihrer Einrichtung bereits typisch. Als außermenschliche Kraftquellen kommen zunächst tierische in Betracht (Pferdegöpel), später Naturkräfte, und zwar erst das Wasser, dann die Luft: die holländischen Windmühlen dieneu ursprünglich dazu, die Polder auszupumpen. Wo Arbeitsdisziplin in der Werkstatt, technische Spezialisierung, Arbeitsvereinigung und Verwendung außermenschlicher Kraftquellen zusammentreffen, stehen wir unmittelbar vor der Entstehung der modernen Fabrik. Den Anstoß zu dieser Entwicklung hat der Bergbau gegeben, der zuerst das Wasser als Kraftquelle vervendete; er ist es, der den Prozeß der kapitalistischen Entwicklung ins Rollen gebracht hat.
Vorbedingung für den Übergang des Werkstattbetriebes zu Spezialisierung und Kombination der Arbeit unter Verwendung stehenden Kapitals war, wie wir schon sahen 1), unter anderem das Vorhandensein von Sicherheit und bestimmter Minimalausdehnung des Marktes. Daraus erklärt es sich, daß wir zuerst solche spezialisierte Großbetriebe mit innerer Arbeitsteilung und stehendem Kapital für den politischen Bedarf tätig finden. Ihre ersten Vorläufer sind die fürstlichen Münzstätten des Mittelalters; der Kontrolle halber mußte ihr Betrieb als geschlossener Betrieb erfolgen. Die Münzer, "Hausgenossen" genannt, arbeiten mit sehr einfachen Mitteln; aber es findet Werkstattbetrieb mit weitgehender innerer Spezialisierung der Arbeit statt. liier finden wir also bereits einzelne Merkmale der späteren Fabrik. In großem Umfange und unter Steigerung des technischen und organisatorischen Aufbaues sind derartige Anlagen sodann für den Waffenbedarf geschaffen worden, hierauf für die Herstellung der Uniform, seitdem es sich allnlählich durchsetzte, daß der politische Herr der Armee die Bekleidung lieferte. Die Einführung der Uniform setzt den Massenbedarf an militärischer Kleidung voraus, wie umgekehrt der Fabrikbetrieb dafür erst entstehen kann, nachdem die Kriege den Markt geschaffen haben. Endlich gehören in diese Reihe und mit an erste Stelle noch andere Betriebe für Kriegsbedarf, namentlich die Pulverfabriken. Neben dem Heeresbedarf steht, einen sicheren Absatz gewährend, der Luxus bedarf”.