Μυστικισμός και Χειραφέτηση. Στοιχεία Κριτικής Διανοητικής Ιστορίας

 

Κριτική Αναφορά στην Αυτοκατανόηση και Εκδήλωση του Καλλιτεχνικού Μυστικισμού ως Χειραφετητικής Πολιτικής και Στρατηγικής

 

Κατά τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα στο Παρίσι, ο Μυστικισμός δεν αναπτύχθηκε μόνο ως τελετουργικό και διανοητικό ρεύμα, αλλά και ως πραγματική και ενεργή κοινωνική πρακτική και συγκρότηση. Όψη αυτού εκτίθεται εμφατικά από τον ίδιο το Μαρξ στο υποκεφάλαιο της “Αγίας Οικογένειας” με τίτλο “Η Παγκόσμια Στάση/Θέση των Μυστικών/Μυστηρίων του Παρισιού”.[1]

Σε γενικές γραμμές, ο Εσωτερικισμός[2] και ο Οκαλτισμός/Λατρευτισμός (occultism) έλκουν την διανοητική προέλευσή τους από τα Νεοπλατωνικά, Ερμητιστικά, Γνωστικιστικά, Συγκριτικά και Καμπαλιστικά ρεύματα της Αναγέννησης και του Ουμανισμού (15ος-16ος αιώνες). Όλο αυτό συνθέτει τη διανοητική και πολιτισμική καταγωγή του νεωτερικού Μυστικισμού.

Στο Παρίσι του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν σε αυτά τα ρεύματα φιγούρες όπως ο Jean-Marie Ragon (1781-1862), ο Éliphas Lévi (1810-1875) κινούμενοι στην απόκρυφη εσωτερικότητα της αστικής κοινωνίας, σε Ελευθεροτεκτονικές κρυφίες συσσωματώσεις, ενώ τέτοιες τάσεις απαντώνται και στο Σοσιαλισμό κυρίως μέσα από τον Ουτοπιστή και Ελευθεριακό Φουριέ (1772-1837). Αντίστοιχα ρεύματα εντοπίζονται στην Αγγλία με το Θεοσοφικό “Ordo Hermeticus Aurorae Aureae”[3] και στη συνέχεια στη Ρωσία με την προσίδια Θεοσοφία[4].

Προκειμένου ο αναγνώστης να λάβει στοιχεία από την Αισθητότητα αυτών των ρευμάτων και λειτουργιών μπορεί να παρακολουθήσει δημοφιλείς και εμπορικές κινηματογραφικές ταινίες, όπως το “The Ninth Gate” (1999) του Πολάνσκυ, το “Eyes Wide Shut” (1999) του Κιούμπρικ, το “Sherlock Holmes” (2009) του Γκάι Ρίτσι, ενδεικτικά αναφερομένων.

Σημαντική επίδραση παρουσιάζουν στη Φραγκική Επικράτεια στη διαμόρφωση του Εικαστικού και ευρύτερα Καλλιτεχνικού ρεύματος του Ορφισμού[5] (ή Συγχρονικισμού[6]) το οποίο ερειδόμενο στην ποίηση του Απολλιναίρ[7] (1880-1918) και προγενέστερα στις χρωματικές ανακαλύψεις της οργανικής χημείας του Michel Eugène Chevreul (1786-1889),[8] αλλά και στις περιέργειές του περί μαγικών πραγμάτων, κατά κάποιο τρόπο υπήγαγε τα εικαστικά και τη σύνολη νοούμενη πραγματικότητα στη μουσική.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι αυτή η ποιότητα Ορφισμού ξεκινά και επιστρέφει στην Ουσία η οποία σε αυτή την την αντίληψη τελεί σε Ταυτότητα με τη Μουσική η οποία αποκαλύπτεται ως η κεκρυμμένη, η απόκρυφη ενική Ουσία πίσω από την πολυσχιδότητα και ασυνδετότητα των κοινωνικών φαινομένων και συλλήβδην του Κόσμου των Εμφανίσεων, καθώς και ως η κύρια Ερμηνευτική γραμμή.

Από μαθηματική και μηχανολογική άποψη -όσο κι αν ακουστεί τραχύ- σε αυτά τα ρεύματα περί κατασκευής της πραγματικότητας με επίκεντρο τη μουσική και τους στίχους ανευρίσκονται οι πρώτες υποκειμενικές μορφές συνδεόμενες με τη λειτουργία των αφηρημένων μηχανών.[9] Στη σύγχρονη εποχή, αν όλο αυτό απομυστικοποιηθεί από αυστηρή υλιστική άποψη, καθίσταται ευνόητο ότι διασυνδέεται με τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία συναρθρώνονται με τα λεγόμενα πνευματικά καλλιτεχνικά δικαιώματα.

Με ιστορικά κριτήρια, η ανάπτυξη όλων αυτών των ρευμάτων αποτύπωνε όψεις της πολύπλευρης και πολυσχιδούς ανάπτυξης της Αστεακής Ζωής εκλαμβανομένων ως μορφών Αστεακής Συνείδησης που συχνά συναντάνται με τις εργατικές εξερευνήσεις και περιπλανήσεις στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Από άποψη περιεχομένου, επρόκειτο για αποκρίσεις στο γενικό αίτημα περί Χειραφέτησης στις αστεακές ζώνες όπου το Εργατικό διατέμνεται εν μέρει με το ανεπίσημο Λόγιο επί των Ελευθεριακών πρακτικών και αναζητήσεων.

Πρέπει να ειπωθεί ότι τόσο εννοιολογικά, όσο και ως πεδία έρευνας, ο Μυστικισμός δεν ταυτίζεται με τη Φιλοσοφική Μεταφυσική. Επιπρόσθετα, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ενάντια στη Θετικιστική διάβρωση και το Δογματισμό ότι στις μητροπόλεις του 19ου αιώνα επιτεύματα της Βιομηχανικής Επιστήμης, κύρια δε οι εφαρμογές του στατικού ηλεκτρισμού και της φωτογραφίας παρουσιάζονταν δημόσια στο λαϊκό και εργατικό κοινό μέσα από μαγικές εκφορές και εμφανίσεις. Η νεωτερική αστική κοινωνία, όπως το λένε ο Μαρξ και ο Ένγκελς, φέρνει στο νου το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει τις υποχθόνιες δυνάμεις τις οποίες επικαλέσθηκε,[10] και γι’ αυτό οι επιστημονικές πειθαρχίες ανά περιστάσεις φαντασμαγορούν ότι επικαλύπτονται με το απόκρυφο και το μαγικό.

Η τιθέμενη προβληματική σχετικά με το Μυστικισμό έχει να κάνει με τη μυστικοποίηση του Μυστικισμού μέσα από την εμφάνισή του ως επίσημη πολιτική, ως Κοινωνική Θεωρία η οποία αξιώνει δάφνες θεσμικής επιστημοσύνης και εγκαλεί τους τρίτους και τους άλλους θέτοντάς τους κανονιστικότητες και κατηγορικές προσταγές. Σ’ αυτήν την περίπτωση, εκδηλώνεται το φαινόμενο της αυτογελοιοποίησης, του αυτοχλευασμού (Selbstverspottung) το οποίο εντοπίζει ο Μαρξ στον πρακτικό Παρισινό Μυστικισμό.

Επικεντρώνοντας στην περίπτωση του σύγχρονου Καλλιτεχνικού Μυστικισμού, η κριτική μας δεν αποσκοπεί σε μια κατηγορική απεύθυνση δυνάμει του ιεροποιημένου Μπενγιαμινικού τσιτάτου[11] περί αισθητικοποίησης, πολιτικόποιησης, φασισμού και κομμουνισμού. -Η μετάπτωση των εννοιών και κατηγοριών, η σύμπλεξη των μορφών και η μετα/αντι-στροφή της μίας προς την αντιτιθέμενη ή την συν/διά-τιθέμενη, η ποιοτική διαφοροποίηση και διάκρισή των είναι Έλλογες στιγμές.

Ο Μοντερνισμός παρίσταται ως η Ζωή ως Τέχνη και η Τέχνη ως Ζωή. Στον όρο Ζωή περιλαμβάνεται κι η Πολιτική Ζωή. Αυτό δεν μας ωθεί κατά το λογικό Μπενγιαμινικό σφάλμα σε μια συναγωγή ότι δήθεν ο Μοντερνισμός είναι λογικά Φασίζων (!). Η Αισθητική είναι πανταχόθεν παρούσα και ενεργή, επιθέτει τα δικά της αυτόνομα κριτήρια, είτε με τη μορφή της Καντιανής[12] Αισθητικής Αποφαντικής Ικανότητας, είτε με τη μορφή ενός μετασχηματιστικού πεδίου αναδιοργάνωσης και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων και των υποκειμένων. Από την άλλη, αυτό δεν φτάνει ως την Αγκαμπενική ροπή ότι όλα είναι σε τελική ανάλυση αναγώγιμα στην Αισθητική, ή ότι όλα μπορούν να κατανοηθούν και να παρουσιασθούν Κατηγορικά ως κατ’ Αντόρνο αισθητικά προτσές-"εξέγερση Τέχνης"[13].

Ούτως ή άλλως, στο έργο του Μπένγιαμιν εντοπίζονται απηχήσεις και αποκρίσεις Καλλιτεχνικού Μυστικισμού τόσο στον “ΕπιστημοΚριτικό Πρόλογο” της “Εκπήγασης του Γερμανικού Τραγικού Δράματος”, όσο και στα “Έργα των Στοών”. Σ’ αυτό, η νεωτερική πόλη περιγράφεται ως η quasi μυστικιστική εκδίπλωση μιας απολυτρωτικής ιδέας, η δε αρχιτεκτονική κρυπτική λογική της συντίθεται μέσα από τέτοια αισθητικά και καλλιτεχνικά στοιχεία ιδεατότητας και ιδεώδους.

Από άποψη Κοινωνικής Ιστορίας, αυτή η κατανόηση μπορεί να αποδοθεί στην Κρυπτι-κή ιστορία των θρησκευτικών μειονοτήτων και ετεροδοξιών με επίκεντρο τη Ρώμη των διωγμών εις βάρος των πρωτοχριστιανών, κάτι που συνεχίζεται από τον 11ο αιώνα στις αναπτυσσόμενες Μεσαιωνικές πόλεις. Αυτή η Κρυπτι-κή "παράδοση των καταπιεσμένων" ανευρίσκεται τόσο στις παρουσίες του Ιουδαϊσμού, όσο και στη δογματική παραδοξότητα και δοξασιολογία λειτουργιών της αστικής κοινωνίας.

 

Η Χειραφέτηση ως Νομική Έννοια και Πρακτική

 

Η Χειραφέτηση (emancipatio) διαμορφώνεται στη Ρωμαϊκή νομική πρακτική ως κανονιστική αποδέσμευση του τέκνου από την πατρική εξουσία (“patria potestas”) με κομβικό το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής συζύγου άνευ της προτεραίας πατρικής συναινέσεως, και διαφέρει ποιοτικά από τις πρακτικές νομικής απελευθέρωσης των δούλων ως προσώπων.[14] Οι σχετικές Ρωμαϊκές νομικές ρυθμίσεις διατηρούνται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ενώ και οι Βαρβαρικές δικαιικές πρακτικές προβλέπουν δικαίωμα Χειραφέτησης κατόπιν διεξαγωγής συνέλευσης/συμβουλίου.[15]

Σε αυτό, η Νομικά προβλεπόμενη Χειραφέτηση είναι μια αρνητική κίνηση ατομικά καταργητική της Πατριαρχικής εξουσίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι η τελευταία στο Ρωμαϊκό αρχέτυπο εμπεδώνει το imperium στο επίπεδο των μοριακών, οικογενειακών σχέσεων.

Πέρα από την τυπικότητα των νομικών προσδιορισμών και προνοιών, το περιεχόμενο της νομικής Χειραφετητικής πρακτικής συνίσταται από μια πρώτη μορφή άρνησης προς την ίδια την Πατριαρχία, άρνηση εκφερόμενη από την υποκειμενικότητα του (προ-)εφήβου. Απ’ αυτήν την άποψη, δεν είναι κάτι μερικό ή αποσπασματικό, καθ’ όσον μια νομική πρόβλεψη διάλυσης της Πατριαρχικής εξουσίας επισύρει και τη διάλυση ή τουλάχιστον την ποιοτική διαφοροποίηση ενός συνολικού πλέγματος οικονομικών και ανταλλακτικών σχέσεων (προικών, συνοικεσίων, επιγαμιών, γαμήλιων συμβολαίων, κληρονομικών δικαιωμάτων κλπ).

Παρότι κάποιοι στις προσφάτως παρελθούσες μέρες νοσταλγούσαν τις επίσης μυστικιστικές αναβιώσεις της ασφάλειας και της ιδρυματοποίησης των προνεωτερικών κοινοτήτων τους μέσα από “ουράνια συνοικέσια”, είναι ευκρινές ότι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εντεύθεν ένα από τα επιτεύγματα του κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού είναι η θεσμοθέτηση του απεγκλωβισμού από τα πατριαρχικά οικογενειακά κανονιστικά και εξουσιαστικά δεσμά μέσα από τη νομική Χειραφέτηση του τέκνου.

 

Η Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση

 

Στη γραμματεία της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, η Χειραφέτηση αναπτύσσεται σε συνδυασμό με την Αυτονομία του Υποκειμένου εντός της Ηθικότητας και των Ελεύθερων συνθηκών Ανάπτυξης. Αυτό δεν οδηγεί σε κάποια ποιότητα Ατομικισμού/Αδιαιρετισμού, καθ’ όσον ο όρος της Ηθικότητας συνδέει Υλικά, Γνωσιακά, Κατηγορικά και Προστακτικά το Υποκείμενο με το Κοινωνικό και την Ολότητα.

Στην Κριτική Σκέψη, στη Διαλεκτική, η Χειραφέτηση εμφανίζεται ως τελολογική/οργανική κίνηση της Συνείδησης εντός της Φαινομενολογίας του Πνεύματος. Για να γίνει κατανοητή η Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση, αντιπαρατίθεται στην Αλλοτρίωση και στις μορφές της Δυστυχούς Συνείδησης. Η Χειραφέτηση είναι η Αρνητική Κίνηση έναντι αυτών. Φαινομενολογικά, η Χειραφέτηση αναπτύσσεται μέσα από τη Σιγουριά και την Αλήθεια του Λόγου. Η ανάπτυξή της αυτή γίνεται μέσα από Λογικούς, Φυσιο-γνωμικούς και Ψυχολογικούς Νόμους, και κατά την Πληρότητά της λαμβάνει τη μορφή της Ενεργοποίησης/Πραγμάτωσης της Έλλογης Αυτοσυνείδησης μέσω του Εαυτού.[16]

Συχνά και τεχνηέντως, η Θετικιστική στενομυαλιά -κάτι που δεν σχετίζεται με την κριτική των Μαρξικών Χειρογράφων του 1844, άλλωστε την Ουσιακή-Υλική συγκρότηση του ανθρωπίνου όντος τη δέχεται η Φαινομενολογία μέσα από τα κεφάλαια για τον Παρατηρητικό Λόγο επί της Ανόργανης και Οργανικής Φύσης, πλην όμως διαχωρίζει ποιοτικά το ανθρώπινο ον ως Αυτοπραγματωνόμενη και Αυτενεργοποιούμενη Αυτοσυνείδηση από την λοιπή υπάρχουσα έμβια ύλη- στρεβλώνει τη Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση εμφανίζοντάς την ως κάποια ποιότητα μπουρζουάδικης υποκειμενικής ατομικότητας. Σε αντίθεση μ’ αυτό, στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, η Ατομικότητα/Αδιαιρετότητα αποδεικνύεται ως η Κατηγορία ως τέτοια περί του Αντικειμένου/Ενάντιου της Συνείδησης, όπου ο Προσδιορισμός δι’ εαυτώ τω ιδίω ή της αρνητικής Αυτοσυνείδησης εντός της οποίας ο Λόγος συντελείται, έχει καταργηθεί.[17] Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ατομικότητα/Αδιαιρετότητα συναρτάται με τον Παρατηρητικό Λόγο και την Τέχνη η οποία προκύπτει απ’ αυτόν.[18]

Μπορούμε να φέρουμε ένα παράδειγμα απ' το χώρο της νεωτερικής Τέχνης: η Χειραφέτηση στην αρχική μορφή της (ως Σιγουριά και Αλήθεια του Λόγου) είναι η Άρνηση της Υποκειμενικής Ατομικότητας η οποία συνάγεται λχ. μέσα από το γλυπτό “Le Penseur” του Ροντέν. Ενδεικτικό και κομβικό γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι στην Κλασική Γερμανική Φιλοσοφία, κύρια σε Φίχτε και Εγελιανή Διαλεκτική, η Παρουσίαση της Χειραφέτησης και της Αυτονομίας εκκινά με την κριτική στο Σκεπτικισμό, καθώς και στο Στωκισμό.[19]

Αν η Κλασική Γερμανική Φιλοσοσφία εκθέτει και παρουσιάζει τις Λογικές προϋποθέσεις και δυναμικές της Χειραφετητικής κίνησης, η εργατική κριτική κάνει το ίδιο στα επίπεδα και στα πεδία κοινωνικής ενεργοποίησης και πραγμάτωσής των μέσω και εντός της εργασίας και της αρνητικής προς αυτήν κίνησης.

Τούτων δοθέντων, είναι ευνόητο και ευκρινές ότι ο πολιτικά μυστικοποιημένος Μυστικισμός ακόμη και στην ευφυή μορφή του σύγχρονου Καλλιτεχνικού Μυστικισμού προσήκει στις προβληματικές της Ατομικότητας/Αδιαιρετότητας, δηλαδή στις προβληματικές περί της συγκρότησης του ετεροπροσδιορισμένου, ετερονομημένου τυπικού  υποκειμένου. Συγκεκριμένα, αυτό καθίσταται εμφανές από το ότι για να μιλήσει για Χειραφέτηση ή ακόμη και για να αξιώσει κάτι τέτοιο, παρουσιάζει ουσιοκρατικά έναν τρίτο προς αυτό όρο, μια τρίτη προς αυτό αρχή (principle) από την οποία εξ/συν-αρτά με παροντιστικό τρόπο τη Χειραφετητική ιδεά και προβολή του -ανεξάρτητα πώς ονομάζεται κάθε φορά: στον 19ο αιώνα είναι η Μουσική, στον 20ο αιώνα κάποιο αντιιμπ, μοναδικά μοναδικό, επιούσιο και περιούσιο έθνος, στον 21ο πιθανά κάποιο καινούριο επινόημα.



[1] Βλ. Friedrich Engels, Karl Marx, Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik Gegen Bruno Bauer und Konsorten, V. Kapitel. Die „kritische Kritik" als Geheimniskrämer oder die „kritische Kritik" als Herr Szeliga, 7. Der Weltzustand der Geheimnisse von Paris, MEW, Band 2, Berlin, Dietz Verlag, 1962, S. 80-81.

[2] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Western_esotericism, https://en.wikipedia.org/wiki/Occult

[3] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Hermetic_Order_of_the_Golden_Dawn

[4] Ενδεικτικά βλ. Maria Carlson, No Religion Higher Than Truth: A History of the Theosophical Movement in Russia, 1875-1922, Princeton, Princeton University Press, 1993.

[5] Ενδεικτικά βλ. https://ideelart.com/blogs/magazine/discover-the-mysteries-of-orphism-in-painting, https://thesciencesurvey.com/arts-entertainment/2025/02/27/capturing-the-essence-of-motion-in-kaleidoscopic-color-a-review-of-harmony-and-dissonance-orphism-in-paris-1910-1930-at-the-guggenheim/

[6] Ενδεικτικά βλ. https://www.tate.org.uk/art/art-terms/s/simultanism

[7] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Guillaume_Apollinaire

[8] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Michel_Eug%C3%A8ne_Chevreul

[10] Βλ. Friedrich Engels, Karl Marx, Manifest der Kommunistischen Partei, Ι. Bourgeois und Proletarier, MEW, Band 4, Berlin, Dietz Verlag, 1977, S. 467: “Unter unsern Augen geht eine ähnliche Bewegung vor. Die bürgerlichen Produktions- und Verkehrsverhältnisse, die bürgerlichen Eigentumsverhältnisse, die moderne bürgerliche Gesellschaft, die so gewaltige Produktionsund Verkehrsmittel hervorgezaubert hat, gleicht dem Hexenmeister, der die Unterirdischen Gewalten nicht mehr zu beherrschen vermag, die er heraufbeschwor”.

[11] Βλ. Walter Benjamin, Das Kunstwerk im Zeitalter seiner technischen Reproduzierbarkeit, Frankfurt/Main, Suhrkamp, 1963, S. 44.

[12] Βλ. Immanouel Kant, Kritik der Urteilskraft, Erster Teil. Kritik der ästhetischen Urteilskraft,  Werke in zwölf Bänden. Band 10, Frankfurt am Main 1977, S. 115-300.

[13] Βλ. Theodor W. Adorno, Ästhetische Theorie, Band 97: Gesammelte Schriften, Suhrkamp Verlag Frankfurt am Main 1970, S. 70: “Gesellschaftliches Denken über Ästhetik pflegt den Begriff der Produktivkraft zu vernachlässigen. Die ist aber, tief in die technologischen Prozesse hinein, das Subjekt; zur Technologie ist es geronnen. Produktionen, die es aussparen, gleichsam technisch sich verselbständigen wollen, müssen am Subjekt sich korrigieren. Die Rebellion der Kunst gegen ihre falsche – intentionale – Vergeistigung, etwa die Wedekinds im Programm einer körperlichen Kunst, ist ihrerseits eine des Geistes, der zwar nicht stets, wohl aber sich selbst verneint”.

[14] Βλ. Praefationes Iustiniani, Liber I, VII. De Adoptionibus et Emancipationibus et Aliis Modis Quibus Potestas Solvitur,  https://www.iurisprudentia.de/digesta/scott/1/7/, ibid, Liber XXXVII, VIII. Die Coniungendis cum Emancipatio Liberis Eius, https://www.iurisprudentia.de/digesta/scott/37/8/

[15] Ενδεικτικά βλ. Manuel Vial-Dumas, “Parents, Children, and Law: Patria Potestas and Emancipation in the Christian Mediterranean during Late Antiquity and the Early Middle Ages”, Journal of Family History, Vol. 39, Núm. 4, pp. 307-329, Hannah Probert, Fatherhood in Gaul between Late Antiquity and the Early Middle Ages, A thesis submitted in partial fulfilment of the requirements for the degree of Doctor of Philosophy The University of Sheffield Faculty of Arts and Humanities Department of History December, 2016.

[16] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/B.+Die+Verwirklichung+des+vern%C3%BCnftigen+Selbstbewu%C3%9Ftseins+durch+sich+selbst

[17] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/C.+Die+Individualit%C3%A4t,+welche+sich+an+und+f%C3%BCr+sich+selbst+reell+ist

[18] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/A.+Beobachtende+Vernunft/a.+Beobachtung+der+Natur

[19] Βλ. Johann Gottlieb Fichte, Rezension des Aenesidemus oder über die Fundamente der vom Herrn Prof. Reinhold in Jena gelieferten Elementarphilosophie. Nebst einer Verteidigung des Skeptizismus gegen die Anmaßungen der Vernunftkritik, https://www.gleichsatz.de/b-u-t/trad/fichte/jgf-aenesidemus.html, http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/B.+Selbstbewu%C3%9Ftsein/IV.+Die+Wahrheit+der+Gewi%C3%9Fheit+seiner+selbst/B.+Freiheit+des+Selbstbewu%C3%9Ftseins;+Stoizismus,+Skeptizismus+und+das+ungl%C3%BCckliche+Bewu%C3%9Ftsein


Αδρές Γραμμές του Γερμανικού Πολιτικού Κινήματος. Χαρακτήρας, Θεμελιώσεις, Προσδιορισμός

 

Κριτικές Επισημάνσεις

 

Παρότι το κείμενο αυτό αποκρίνεται σε κάποιες στοιχειώδεις αρετές και πρόνοιες της διανοητικής ιστορίας και της Εγελιανής Κριτικής Ιστορίας, οι ανάγκες που έρχεται να καλύψει, δεν αφορούν μια καθαρά θεωρητική παραγωγή, αλλά πλευρές της τρέχουσας πολιτικής και θεωρητικής διαπάλης όπως εκφέρεται στη δημόσια ρητορική.

Η αναζωογόνηση της ιστορικής διερεύνησης για τα πολιτικά πράγματα στο Γερμανικό Kόσμο προκύπτει αντικειμενικά μέσα από τις αναπτύξεις και τις καμπές της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και των τόσο Εργατικών όσο και Κυριαρχικών προσπαθειών υπέρβασής της (διαδικασία στρατιωτικού επανεξοπλισμού, σταθερή άνοδος της γερμανικής ακροδεξιάς, μαχητικές τάσεις στο Γερμανικό εργατικό κίνημα, αιτήματα για πολιτική ανεξαρτησία της γερμανικής εργατικής τάξης).

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις στον επίσημο πανεπιστημιακό λόγο, ότι στη Γερμανία αναπτύσσεται κλονισμός κάποιων εδραίων πεποιθήσεων και δογματικών που αφορούν την ευρύτερη πνευματική ζωή και την Εκπαίδευση.[1] Για το τελευταίο, το πιο χαρακτηριστικό είναι το λεγόμενο “Katechismusdebatte” σχετικά με την ανάγκη ή μη αξιοποίησης και λειτουργικοποίησης της μνήμης του Ολοκαυτώματος στη δημόσια εκπαίδευση, και της ίδιας της μνημονικοποίησης του τελευταίου.[2]

Στον ίδιο χρόνο, εκ των εκατομμυρίων μεταναστών εργατών και μη νέας γενιάς εγείρονται τέτοιας υφής ζητήματα εκ της πολιτικής ένταξής τους, αλλά και απ’ την αντίδρασή τους στην επαφή τους με τη Γερμανική Πολιτική Ιστορία. Επίσης, αυτά τα τμήματα του πληθυσμού φέρουν είτε αυτούσιες είτε διαμεσολαβημένες και τις πολιτικές ατζέντες των χωρών προέλευσής τους, ώστε συχνά προκύπτουν διατομές.

Επισημαίνουμε ότι η νεωτερική Γερμανική πολιτική ιστορία -συμβατικά θεωρούμενη μετά τον Επταετή Πόλεμο (1756-1763)- δεν μπορεί να προσεγγισθεί ή να κατανοηθεί εμπειριστικά ή εκλεκτικιστικά, αλλά η κριτική κατανόησή της προϋποθέτει και συνεπάγεται μια εξοικείωση με την ίδια τη φιλοσοφική κίνηση, με την ιστορική κουλτούρα και την Ελλογότητα.

Ακόμη και για εμάς, που δεν εξειδικευόμεθα στη νεωτερική ιστορία, η ενασχόληση με αυτό (κάτι που επιβάλλεται από τη Φιλοσοφική Επίγνωση και την τριβή με τα ιστορικά ζητήματα της ταξικής πάλης και του επαναστατικού κινήματος) δεν είναι κάτι ευχάριστο ως τέτοιο. Αυτό από μνημονική και εμπειρική άποψη μας φέρνει κοντά στα Γυμνασιακά χρόνια μας. Ωστόσο, δεν το εκλαμβάνουμε ως ανανέωση, ούτε ως ετεροχρονισμένη διαφώτιση, αλλά ως εμπλουτισμό συλλογικής γνώσης και διερεύνηση.

Στην όσο γίνεται πιο ευσύνοπτη και πυκνωτική παρουσίαση (Darstellung) που ακολουθεί, δεν παρουσιάζουμε στοιχεία της πολιτικής ιστορίας από το 1848 μέχρι το Β΄Ράιχ και από το Β΄Ράιχ έως το Γ΄, κι από τη λήξη αυτού έως την Επανένωση. Για τον ίδιο λόγο δεν παρουσιάζουμε στοιχεία από το Γερμανικό Σοσιαλισμό και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κίνημα. Κι αυτό γιατί αυτές οι ιστορικές εποχές Γερμανικής Πολιτικής Ιστορίας (1848-1871, 1871-1918, 1918-1933, 1933-1945, 1945-1989) αφορούν με άμεσο τρόπο την ανάπτυξη της προλεταριακής ταξικής πάλης και έχουν άμεση συνάφεια στο εξηγητικό σχήμα του Ένγκελς επανάσταση-αντεπανάσταση.[3]

Επιπρόσθετα, για λόγους συστηματικότητας δεν παρουσιάζουμε στοιχεία από τον πολιτικό χαρακτήρα των κατ’ εξοχήν έργων της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, και της Γερμανικής Θεολογικής Επιστήμης.

Στο παρόν κείμενο, με τον όρο νεωτερικό γερμανικό πολιτικό κίνημα προσδιορίζεται από ιστορική άποψη το έχον σκοπό να εκφράσει και να εξωτερικεύσει το Γερμανικό Κόσμο στην αδιαμεσολάβητη Ολότητά του -και ως τέτοιο δεν διαθέτει μη διαμεσολαβημένη αναφορά στην εργασία ως συνεκτική και κατανοητική δυναμική της Ολότητας, κάτι που αρχίζει σταδιακά να κατακτιέται αρχίζοντας με το Εγελιανό έργο (Φαινομενολογία του Πνεύματος, 1807) και στη συνέχεια στον υλισμό (Φόυερμπαχ), στους Ελευθεριακούς, και στους Μαρξ-Ένγκελς. Αυτό από την άλλη, σημαίνει ότι η εργατική ταξική πάλη ανεβαίνει πολιτικά όταν inter alia επιτυγχάνει και καταφέρνει να προσδιορίζει και να εκφράζει το πολιτικό κίνημα μέσα από την ίδια με τέτοιο τρόπο ώστε το πολιτικό κίνημα να αναπτύσσεται ως στιγμή της ταξικής πάλης.  

Δυό γραμμές Θεμελίωσης

 

Η νέα Γερμανική Πολιτική Φιλοσοφία θεμελιώνεται στη Φιλοσοφία της Ιστορίας και της Τέχνης του Χέρντερ (1744-1803) στη μορφή του Γερμανικού Πολιτικού Ρομαντισμού διακρινόμενος από την πάλη του να προσδιορίσει την ανθρωπότητα/ανθρωπινότητα σε μετασχηματιστική Ταυτότητα με τον ίδιο.[4]

Αυτό δεν είναι τόσο γερμανικό ή όσο κοινότοπα κακό ακούγεται.

Ο Νέγκρι προτείνει ρητά και εμφατικά μια ένταξη του ίδιου του Σπινοζισμού στο Ρομαντισμό.[5] Ακόμη και Μαρξιστικά-Λενινιστικά ρεύματα στο εγχώριο επίπεδο με βαρύγδουπους τίτλους όπως «επαναστατική ενοποίηση της ανθρωπότητας» βρίσκουν τη Φιλοσοφική νομιμοποίησή τους στην κατανόηση του Πολιτικού Γερμανικού Ρομαντισμού περί ανθρωπότητας/ανθρωπινότητας.

Προκειμένου να κατανοηθεί στην πληρότητά του, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κριτική επαφή και την επίγνωση της Μεταφυσικής ως τμήματος της Φιλοσοφίας, εκκινώντας από την ίδια την Αριστοτελική Μεταφυσική έως την κριτική παρουσίασή της μέσα από την Εγελιανή Διδασκαλία περί Ουσίας, αλλά και μετέπειτα στις κριτικές παρουσιάσεις περί Μεταφυσικής του Χάιντεγκερ και του Αντόρνο. Ένα τέτοιο Μεταφυσικό πνεύμα, με την έννοια ότι η κατηγορία της Ουσίας αποκτά κεντρικότητα, εντοπίζεται στα Παρισινά Χειρόγραφα (1844) του Μαρξ, αλλά και σε σημεία της Μαρξικής Κριτικής της Εγελιανής Δικαιικής Φιλοσοφίας (1843-1844).

Επί του πρακτέου, η ανάπτυξη του Γερμανικού Πολιτικού Ρομαντισμού αποκτά Ρεπουμπλικανικό[6] χαρακτήρα μέσα από το έργο κύρια του κύκλου Σ(χ)λέγκελ (1772-1829) -ο Ρομαντισμός της Ιένας[7]. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ρομαντισμό αυτό εμφανίζονται ρητές αναπτύξεις Υπερβατικής Φιλοσοφίας (εξ αντανακλάσεως επίδραση του Καντ από τον Φίχτε, αλλά και άμεση επίδραση από τον Καντ) κάτι που de facto φέρνει κοντά και προσδίδει ενιαιότητα στις δυό γραμμές θεμελίωσης.[8]

Η πολιτική σκυτάλη του γερμανικού πολιτικού κινήματος περνάει στον Κλασικό Φιλόσοφο Φίχτε. Η επιτακτική αναγκαιότητα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, ήταν η εισβολή των Ναπολεόντειων στρατευμάτων στα δυτικά της χώρας και η Πρωσική ήττα στη Μάχη της Ιένας (1806). Ο φιλελεύθερος πολιτικά Φίχτε που κατά το 1793 είχε επιχειρηματολογήσει υπέρ των επιτευγμάτων της Φραγκικής Επανάστασης,[9] στις αρχές του 1808 προέβη στη διάσημη απεύθυνσή του στο Γερμανικό Έθνος (κατασκευάζοντας το), κάτι που εκλαμβάνεται ως το σημείο μηδέν του σύγχρονου γερμανικού ρεπουμπλικανικού πατριωτισμού, πολιτισμικά και κοινωνικοπρακτικά θεμελιωμένου.[10]

Αμφότερα ο Πολιτικός Ρομαντισμός και ο πατριωτικός ρεπουμπλικανισμός της περιόδου εξωτερικεύουν στο επίπεδο της πολιτικής διαπάλης τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής και αποτυπώνουν τα υλικά συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που απέβλεπαν στην επαναστατική δημιουργία ενιαίου γερμανικού κράτους.

Εκ νέου εμφάνιση και προσδιορισμός

 

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εν όψει της διάλυσης της ΕΣΣΔ και της Επανένωσης της Γερμανίας, ο Robert Kurz[11] εκκίνησε να αναπτύσσει σε μη-μαρξιστικό/μη-ιστορικοϋλιστικό πλαίσιο και περιεχόμενο μια εκ νέου κριτική θεμελίωση της γερμανικής πολιτικής κίνησης, και μια ενασχόληση με το κατηγορικό οπλοστάσιο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας που οδηγεί στην Αξιακή Κριτική/Κριτική της Αξίας.

Η άποψή μας λέει ότι η ανάπτυξη του Kurz, εμφανή κυρίως στα έργα του “Der Kollaps der Modernisierung. Vom Zusammenbruch des Kasernensozialismus zur Krise der Weltökonomie” (1991), „Die Welt als Wille und Design. Postmoderne, Lifestyle-Linke und die Ästhetisierung der Krise“ (1999), „Blutige Vernunft. Essays zur emanzipatorischen Kritik der kapitalistischen Moderne und ihrer westlichen Werte“ (2004) ορίζει μια κεντρική συνιστώσα κριτικής κατανόησης του γερμανικού πολιτικού κινήματος των πιο πρόσφατων 40 χρόνων (1985-2025) -σημειωτέον ότι πρόκειται για μια ιστορική περίοδο σχετικά ειρηνικής υλικότητας.

Το μη μαρξιστικό περιεχόμενο της ανάπτυξής του δηλώνεται ρητά από τον ίδιο στο κείμενό του με τίτλο (στην αγγλική μετάφραση) “The light of Enlightenment: The symbolism of the modern and the exorcism of night[12]

Σε αυτό, αποδίδεται κριτικά στο μαρξισμό και στον ίδιο το Μαρξ Ιλλουμινισμός,[13] και ταύτιση του Μαρξισμού με την κυριαρχία ή το πρωτείο της αφηρημένης εργασίας. Στο ίδιο περιέχεται αναφορά στο Ρομαντισμό σε διάστιξη προς τον Ιλλουμινισμό.

Έχουμε την άποψη, ότι τόσο μορφικά, όσο και περιεχομενικά, το έργο του Kurz για ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας, κουλτούρας, κριτικής θεωρίας του κοινωνικού είναι άμεσα εννοιολογικά επικαιροποιημένο (updated) Φιχτεανό. Αυτό δεν χρειάζεται να τεκμηριωθεί εδώ, καθ’ όσον αρκεί, πέρα από την ανάγνωση του συνολικού Φιχτεανού έργου, η ανάγνωση της Εγελιανής “Διαφοράς” (1801), καθώς και των αναφερομένων έργων του Kurz.

Απ’ αυτήν την άποψη, η πεποίθησή μας είναι ότι ο Kurz, το περιοδικό Exit, οι συντελεστές του, ως κριτικοπολιτικό ρεύμα σφυρηλατούν την πιο στέρεη κριτική κατανόηση της γερμανικής πολιτικής κίνησης σε τέτοιο βαθμό ώστε η κριτική τους κατέστη η ενεργά κριτική γερμανική πολιτική κίνηση.

Δεν πρόκειται περί ζητήματος ανταγωνισμού μεταξύ των γερμανικών φιλοσοφικών ρευμάτων. Το παραπάνω το διαβεβαιώνει ένας συνεπής Καντιανός, Σελλινγκικός, Νιτσεϊκός, Μαρξιστής, Χαϊντεγκεριανός, whatever. Όπως πιθανά, να αμφισβητείται ή να στρεβλώνεται από διάφορες φωνές στις διάφορες πολιτιστικές (cultural) και κομματικές σκηνές (scenes).

Η νέα μορφή που εμφανίζεται αναπτυγμένη σε σχέση με το αρχικό καθαρά Φιλοσοφικό Φιχτεανό έργο, είναι η Αρχή της Ταυτότητας ως κατηγορία της Ηθικής Φιλοσοφίας. Το “Ich = Ich, Ich bin; das Absolute ist Subjekt-Objekt, und Ich ist diese Identität des Subjekts und Objekts[14] στον Kurz δεν εμφανίζεται μόνο από τη σκοπιά των συμφερόντων, εκπροσωπήσεων, διαμεσολαβήσεων εντός της αστικής κοινωνίας (δηλαδή ως -όπως το λένε οι Μ-Ε στην «Αγία Οικογένεια»- Φυσικός και Εθνικός Εγωισμός), ή μόνο από τη σκοπιά της αντιθετικής και στον ίδιο χρόνο Ταυτοτικά πραγμοποιητικής σχέσεως εργασίας–μηχανής–εμπορεύματος εντός του μη διαμεσολαβημένου παραγωγικού προτσές, αλλά ως Υποκειμενική-Αντικειμενική Ταυτότητα με την Ηθική Ευθύνη της κοινωνικής πράξης, με την εξωτερίκευση, πραγμάτωση και υλοποίηση της Βούλησης εντός της ιστορικής συνέχειας ως Συνειδητής επίγνωσης των ιστορικών τομών και ρηγμάτων.

 

Συνολικότερα, αυτό προσδιορίζει ένα strictly ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο κριτικής, ώστε αν κάποιος εμπλακεί ή εισέλθει σε αυτό (σε αντίθεση προς το Δαντικό “Inferno” όπου υπάρχει δυνατότητα Εξόδου) ου δύναται να εξέλθει. 

Με άλλα λόγια, αυτό ab initio έχει καταργήσει τον εκλεκτικισμό και τον υποκειμενισμό επί του corpus του. Aπλουστευτικά, σε μια δημώδη εκδοχή μπορεί να λαμβάνει τη μορφή των διαζεύξεων: ειδικά προσδιορισμένο εναι ή μη, συνδρομή βούλησης ή μη, δύναμη/ικανότητα-ισχύς (Kraft und Macht) ή μη.



[1] Ενδεικτικά βλ. Hendrik Wallat, Dyspraxia. Kritische Theorie im Sog der Negativität, Haßloch, Velbrück, 2023.

[2] Ενδεικτικά βλ. https://de.wikipedia.org/wiki/Katechismusdebatte, https://etosmedia.de/politik/der-katechismus-streit-politischer-kontext-und-geschichtswissenschaftliche-verantwortung/

[3] Βλ. Friedrich Engels, Revolution und Konterrevolution in Deutschland (1851/1852), MEW, Band 8, Berlin, Dietz Verlag, 1988, S. 5-108, https://www.marxists.org/deutsch/archiv/marx-engels/1851/deutsch/index.htm

[4] Βλ. Johann Gottfried Herder, Auch eine Philosophie der Geschichte zur Bildung der Menschheit, Sturm und Drang. Weltanschauliche und ästhetische Schriften. Band 1, Berlin und Weimar 1978, Ideen zur Philosophie der Geschichte der Menschheit. 2 Bände, Band 1, Berlin und Weimar 1965. Entstanden zwischen 1782 und 1788. Erstdrucke: Riga (Hartknoch) 1784 (1. Teil), 1785 (2. Teil), 1787 (3. Teil), 1791 (4. Teil). Vom nicht mehr ausgeführten 5. Teil liegt nur ein Plan vor. Erstdruck in: Herders Werke, 30. Band, Stuttgart (Cotta) 1820, Briefe zur Beförderung der Humanität, 2 Bände, Berlin und Weimar 1971, Erstdruck: Riga (Hartknoch) 1793–1797.

[5] Βλ. Antonio Negri, Spinoza’s Anti-Modernity, firstly appeared in Les Temps Modernes 46:539 (June 1991). Also in Subversive Spinoza: (un)Contemporary Variations.  ed. by Timothy S. Murphy, Translated by Charles T. Wolfe, https://antonionegriinenglish.wordpress.com/2010/08/14/spinozas-anti-modernity/

[6] Βλ. Friedrich Schlegel, Versuch über den Begriff des Republikanismus veranlaßt durch die Kantische Schrift zum ewigen Frieden [1796], Kritische Friedrich-Schlegel-Ausgabe. Erste Abteilung: Kritische Neuausgabe, Band 7, München, Paderborn, Wien, Zürich 1966, S. 11-25. Erstdruck in: Deutschland (Berlin), 3. Bd., 7. Stück, 1796.

[7] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Jena_Romanticism

[8] Βλ. Friedrich Schlegel, Transcendentalphilosophie (1800-1801), Hamburg, Felix Meiner Verlag, 1991.

[9] Βλ. Johann Gottlieb Fichte, Beitrag zur Berichtigung der Urtheile des Publicums über die französische Revolution, Johann Gottlieb Fichtes sämmtliche Werke. Band 6, Berlin 1845/1846, S. 39 επ., Erstdruck: o. O. [d. i. Danzig (Troschel)] 1793.

[10] Βλ. του ιδίου, Reden an die deutsche Nation, sämmtliche Werke. Band 7, Berlin 1845/1846, S. 259 επ. Die Reden wurden an den Sonntagen des Winters 1807/08 im Rundsaal der Berliner Akademie der Wissenschaften gehalten. Erstdruck: Berlin (Realschulbuchhandlung) 1808.

[11] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Kurz, https://libcom.org/tags/robert-kurz?page=1

[12] https://libcom.org/article/light-enlightenment-symbolism-modern-and-exorcism-night-robert-kurz

[13] Παράβαλε John Conway O'Brien, The good society: The Illuminated, Karl Marx and Adam Smith, May 2003, International Journal of Social Economics 30(5):598-612.

[14] http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Differenz+des+Fichteschen+und+Schellingschen+Systems+der+Philosophie/Darstellung+des+Fichteschen+Systems


Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...