9 μήνες μετά. Ουδέν εγενήθη

 

Στις περιβόητες Διαλέξεις του Τολιάτι περί του Φασισμού, παραδοθείσες στην Κομματική Σχολή Λένιν στην Μόσχα (1935), γενικεύοντας την Ιταλική εμπειρία, ο γραμματέας του KKΙ διαμόρφωσε ένα πρωτότυπο θεωρητικό κριτικό σχήμα:

Ασκεί κριτική στην Τροτσκιστική κριτική ενάντια στην φασιστική δικτατορία ως μορφή Βοναπαρτισμού.1 Διευκρινίζει, ότι ο φασισμός πάντοτε παίρνει την κοινωνική μορφή του μαζικού κινήματος οργάνωσης της μπουρζουαζίας και των μικροαστών.2 Η καινοτομία συνίσταται στην σφυρηλάτηση της κριτικής άποψης περί του φασισμού ως του “κόμματος νέου τύπου” της μπουρζουαζίας.3

Αυτό σε κάποιο εύρος δεν είναι απόρροια ή ακριβώς το ίδιο με την θεωρία του 7ου Συνεδρίου (1935) της Τρίτης Διεθνούς περί του φασισμού ως εργαλειοποιημένης έκφρασης των πιο αντιδραστικών και ληστρικών συμφερόντων του ιμπεριαλισμού κλπ.4, ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς ή όχι με την αλλαγή της γραμμής ως προς την σοσιαλδημοκρατία, από το 6ο (1928) στο 7ο Συνέδριο, την εγκατάλειψη της θέσεως περί σοσιαλφασισμού (στην οποία είχε αντιτεθεί ο Τολιάτι και οι εκπρόσωποι του ΚΚΙ στο 6ο Συνέδριο) και “Τρίτης Περιόδου”, και την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων.

Το έχουμε γράψει, σχετικά πρόσφατα (σε ένα βαθμό επικαιροποιώντας την σχετική κριτική του Μπορντίγκα), ότι στην κλιμάκωσή της η αντιφασιστική πάλη στρατηγικού χαρακτήρα είναι περισσότερο μια διακρατική υπόθεση, η οποία -θέλοντας και μη- εμπλέκει (ένθεν και ένθεν, ένθεν κακείθεν) κρατικούς στρατούς, μηχανισμούς και υπηρεσίες, παρά κάτι που εξάγεται ως τέτοιο, αυτούσιο και ατόφιο από την μη διαμεσολαβότητα της εργατικής επαναστατικής επίθεσης. Από την άλλη, η επίγνωση αυτού δεν αποτελεί δικαιολογία ή δεν έχει ως δήθεν πολιτική συνέπεια την απροθυμία κάποιου να συμμετάσχει σε μια τέτοια πάλη. Εν ολίγοις, η πολιτική και στρατιωτική νίκη ενός πολιτικοδημοκρατικού μπλοκ επί ενός φασιστικού μπλοκ δεν σημαίνει νομοτελειακά και a priori το ανέβασμα της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης, παρότι νομοτελειακά σημαίνει την εμπέδωση ενός ευνοϊκότερου και βελτιωμένου συσχετισμού ισχύος υπέρ της εργασίας και εις βάρος του κεφαλαίου.

Αυτό άρχισε να καθίσταται ορατό ήδη ένα χρόνο μετά τις Διαλέξεις του Τολιάτι, μέσα στην φωτιά του Ισπανικού Πολέμου, με εισήγηση επίσης του Τολιάτι.5 Χαρακτηριστικό το κάτωθι απόσπασμα:



“Το ισπανικό αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο, ως η συγκεκριμένη μορφή ένωσης διαφόρων τάξεων, έναντι του φασιστικού κινδύνου, διαφέρει, για παράδειγμα, από το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο, καθώς δρα και διεξάγει τον αγώνα του σε συνθήκες επανάστασης, που επιλύει τα αστικοδημοκρατικά της καθήκοντα με ένα συνεπή, δημοκρατικό τρόπο, σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου που επιζητεί έκτακτα μέτρα για την εξασφάλιση της νίκης του λαού. Ομοίως, δεν εξηγείται επαρκώς ο πραγματικός χαρακτήρας του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου αν το ορίσουμε απλώς ως «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Πρώτον, το Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία δεν βασίζεται μόνο σε εργάτες και αγρότες: έχει ευρύτερη κοινωνική βάση. Δεύτερον, υπό την πίεση του εμφυλίου πολέμου, υιοθετεί σειρά μέτρων που πάνε κατά τι πέραν του προγράμματος μιας κυβέρνησης επαναστατικοδημοκρατικής δικτατορίας. Είναι μια περαιτέρω ιδιαιτερότητα του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου ότι η διάσπαση στις τάξεις του προλεταριάτου, ο σχετικά αργός ρυθμός στον οποίο οι μάζες της αγροτιάς τραβιούνται στον ένοπλο αγώνα και η επιρροή του μικροαστικού αναρχισμού και των σοσιαλδημοκρατικών ψευδαισθήσεων που δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί, που εκφράζονται με τη θέληση για υπερπήδηση του σταδίου της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, όλα αυτά δημιουργούν έναν αριθμό επιπρόσθετων δυσκολιών στον αγώνα του Ισπανικού Λαού και μια Λαοκρατική Δημοκρατία (democratic republic)".

Σε γενικό επίπεδο, αυτές οι προβληματικές αφορούν κατά κύριο λόγο την στρατηγική των κομματικά οργανωμένων αποσπασμάτων της εργατικής τάξης, στο μέτρο που γίνεται αποδεκτό το μετα-Λενινιστικό (ή μάλλον Σταλινικό) αξίωμα ότι “η στρατηγική ανήκει στο κόμμα-κράτος, η τακτική στην τάξη”, το οποίο είναι αντιστροφή της επαναστατικής εμπειρίας του 19ου αιώνα, και δη της Κομμούνας: κάτι που αποκαταστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ρητά και κατηγορηματικά από τον Τρόντι στην γνωστή απόφανση: η στρατηγική ανήκει στην τάξη, η τακτική στο κόμμα.

Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει μια γενική συμφωνία και αποδοχή, ότι ο σύγχρονος φασισμός (κυρίως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής) στην πολιτική κλιμάκωσή του λαμβάνει και την μορφή των ένοπλων σπασμών και σπαραγμών, είναι χρήσιμο να αναγνωρισθεί, ότι αυτές οι μορφές είναι σήμερα τα γκρουπίδια “νέου τύπου” του πιο αυτοματικά μηχανοποιημένου τμήματος του κεφαλαίου. Αυτό δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη και μακροσκελή ανάλυση για να γνωσθεί:

Το να αφιερώνεις κάθε ικμάδα της ενέργειάς σου σε κάτι τέτοιο είναι εθελοδουλεία και ραγιαδισμός σε μια πραγματική υπαγωγή “νέου τύπου”, η οποία επιφέρει με πραγματικό τρόπο την στρατιωτικοποίηση του συνολικού βιοτικού κύκλου σου, ακόμα κι αν δεν έχεις συμμετάσχεις σε τακτικό στρατό, ακόμα κι αν δεν έχεις πιάσει στην ζωή σου αυτόματο όπλο.

Ύστερα από την έκλειψη της φαινομενολογίας του ως αιφνίδιας εξεγερτικότητας (και παρ' όλη την αντικειμενικότητα του χαρακτήρα που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο), ύστερα απ' το ξεσκέπασμα των ψευτο-μακιαβελικών ελιγμών, το μόνο το οποίο απομένει στον σύγχρονο φασισμό τέτοιου τύπου, είναι η ανάσυρση του Σταυροφορισμού, και η εξαπόλυση εγκλήσεων χάριν αυτού: δηλαδή, η στα μουλωχτά αναδίπλωση στους Ευρωπαϊκούς Ιδεολογικούς γενότυπούς του.

Λαμβανομένων υπ' όψη των ως άνω, μέσα στους ίδιους τους Ευρωπαϊκούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, η κριτική ανάλυση δεν μπορεί να μένει μόνο σε σχήματα κριτικής ψυχολογίας (αν και φαινομενολογικά όλες αυτές οι ιστορίες εμφανίζονται ως υποτροπές και δυσειδαιμονίες), αλλά πρέπει να περάσει στο επίπεδο της in concreto ταξικής αναγνώρισης και παρέμβασης. Ο σύγχρονος φασισμός κυριαρχείται από έναν messy (τεχνηέντως εντροπικό) χαρακτήρα, μια messy λειτουργία, η οποία αναφύεται από την υβριδική φύση του, και στην συνέχεια καθίσταται ... φιλοτιμία.

Σήμερα, πιο πολύ απ' ό,τι στο παρελθόν, αυτό που τρέμει το κάθε είδος φασίζουσας τυραννίας, είναι η μαχητική επιβολή της εργατικής τάξης στον δημόσιο χώρο, η μαχητική επιβολή της εργατικής κανονιστικότητας. Σήμερα πιο πολύ απ' ό,τι στο παρελθόν, ο φασισμός στην μοριακή οικονομική λειτουργία του έχει καταστεί ένα τυπικά εγκληματικό φαινόμενο: σύνολο στάσεων του αδίκου, σύνολο άδικων πράξεων, και χάρη σε αυτό μπορεί να εμπορεύεται και να πραγματεύεται ενώπιον των επίσημων αντιπροσώπων του κεφαλαίου δοσμένες μορφές οικονομικοποίησης.

Εν τούτοις, στην συνολικότητα του όλου προβλήματος, η κύρια ηθικοπολιτική ευθύνη βαρύνει την ιθύνουσα πολιτική τάξη, τις δυνάμεις του status quo: οι δυστοπικές πολιτικές φόβου, οι κρυπτο-θρησκευτικές μορφές πολιτικής προπαγάνδας και ομιλίας, η προώθηση απ' την επίσημη επιστήμη της ουσιοκρατικής κατανόησης και αναπαράστασης του κόσμου, η διαταγματοποίηση των ανταπεργιών, οι εκτεταμένες απεργοσπαστικές πρακτικές, η παραδοσιοκρατία, ο αντιδιεθνισμός και ο αντικομμουνισμός είναι τα ασφαλή εκκολαπτήρια των σύγχρονων φασιστικών μορφών.


1 Βλ. Palmiro Togliatti, Lectures on Fascism, 1. The Basic Features of Fascist Dictatorship, International Publishers, New York, 1976, p. 3

2 Βλ. οπ., p. 5

3 Βλ. οπ., 2. The Bourgeoisie's “New Type of Party”, pp. 13-28

4 Βλ. VII Congress of the Communist International: Abridged Stenographic Report of Proceedings, Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1935.

5 Βλ. Π. Τολιάτι, Για τη φύση της ισπανικής αντιφασιστικής επανάστασης (1936), σε http://kokkinometerizi.blogspot.com/2011/07/1936.html



Παραλειπόμενα περί κομματικού γραμμικού εξελικτισμού

 

Στην πολιτική θεωρία του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα, αναπαραγόταν η αντίληψη, ότι οι μετέπειτα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, Διεθνείς (2η των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων, 3η των οργανωμένων σε εθνοκρατικό επίπεδο Κομμουνιστικών Κομμάτων) ab initio συνιστούσαν αντικειμενικό και υποκειμενικό προχώρημα συγκριτικά με την Διεθνή Ένωση Εργατών, καθ' όσον υποτίθεται, ότι αποτύπωναν έναν πιο εξελιγμένο βαθμό εργατικής συνείδησης, και πιο προωθημένα καθήκοντα.

Η ουσία της όλης υπόθεσης βρίσκεται στο γεγονός, ότι η Διεθνής Ένωση Εργατών δεν έχει ενιαία κομματική συγκρότηση, ως επίσης δεν έχει μοναδικό (singular) Ιδεολογικό χαρακτήρα. Από την θεμελίωσή της κατά την Επανάσταση του 1848 σε αυτήν συμμετέχουν κομμουνιστικές, αναρχικές, άμεσα εργατικές, ελευθεριακές, επαναστατικές δημοκρατικές οργανώσεις και συλλογικότητες, ενώ ήδη από την επίσημη ίδρυσή1 της τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1864 και καθ' όλη την διαδρομή της, η εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών αναρχία, με βασικά ρεύματα τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν, έχει την ποσοτική πλειοψηφία.

Ωστόσο, από οργανωτική άποψη δεν είναι μια συνομοσπονδία. Η μελέτη των συνεδρίων της Διεθνούς και της δράσης και των αποφάσεων του Γενικού Συμβουλίου πείθει και τον πιο δύσπιστο, ότι αναφορικά με τις Αποφάσεις των Συνεδρίων, αλλά και ανά περιπτώσεις και περιστάσεις εφαρμόζεται η αρχή της πλειοψηφίας και η δεσμευτικότητα των αποφάσεων. Για να γίνει η ποιότητα της οργανωτικότητας πιο ευπρόσιτη, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί, ότι δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα, ούτ' ένα πρωινό, που η Διεθνή Ένωση Εργατών να μην ήταν στην παρανομία. Αυτό αντικειμενικά σημαίνει και την εφαρμογή διάχυτης οργανωτικότητας και δράσης, κάτι που ισχύει πρωτίστως για το Κομμουνιστικό Κόμμα που περιγράφεται στο Μανιφέστο.

Ο Λένιν μες στην οξύνοιά του σε σχετικό λόγο του περί της Τρίτης Διεθνούς απέφυγε τον πειρασμό ενός συγκριτικού προοδευτικού/εξελικτικού σχήματος περί των Τριών Διεθνών, αντίθετα αρκέστηκε -και ορθώς- να συγκρίνει αποκλειστικά την Δεύτερη με την Τρίτη (λόγω και της ταυτόσημης οργανικότητας).2 Απ' αυτήν την άποψη, το μετέπειτα και μεταγενεστέρως διαμορφωθέν εξελικτικό σχήμα δεν αποκρίνεται, ούτε είναι σύμφωνο με την ίδια την γνήσια βούληση και αυτοκατανόηση της Τρίτης Διεθνούς, όπως εκτέθηκε κατά την ίδρυσή της απ' τον ίδιο τον Λένιν. Ωστόσο, αυτό είναι ζήτημα των Τριτοδιεθνιστικών δυνάμεων.

Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, το συγκριτικό εξελικτικό σχήμα επιχειρείται να δικαιολογηθεί μέσα από την επίκληση της θεωρίας περί κόμματος αποκρινόμενου στο εκάστοτε δοσμένο σύστημα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Η ορθή αναρχική κριτική σε αυτό συνίσταται στο ότι αυτό είναι μια καπιταλιστική οπτική για την εργατική οργανωτικότητα. Η αλήθεια είναι, ότι τα εργατικά κόμματα, στον βαθμό που είναι τω όντι τέτοια, ήτοι στον βαθμό που η μεγάλη πλειοψηφία των μελών τους είναι εργάτες, αντικειμενικά φέρουν εντός τους στοιχεία της καπιταλιστικής εργοστασιακής πραγματικότητας. Αυτό ισχύει, ανεξάρτητα από τις βουλήσεις ή τις ιδεολογικές προτιμήσεις, και για τις εργατικές αναρχικές οργανώσεις.

Δεχόμεθα, όμως, ότι το βασικό καθήκον μιας κομμουνιστικής, αναρχικής οργάνωσης είναι η πάλη για τον κομμουνισμό, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, των τάξεων κλπ, και όχι απλά και μόνο η οργάνωση και διεξαγωγή της συνδικαλιστικής πάλης ή του αγώνα για σοσιαλισμό. Τούτου δοθέντος, αφ' ής στιγμής τέθηκε κομμουνιστικό καθήκον από το 1848, αυτό δεν επιτρέπει τέτοιας ποιότητας συγκρίσεις, ή αλλιώς τέτοιες συγκρίσεις έρχονται σε αντίθεση με το ίδιο το κομμουνιστικό καθήκον: διολισθαίνουν στην ταύτιση της εργατικής οργανωτικότητας με το καπιταλιστικό εργοστάσιο, στην αντεστραμμένη αναπαραγωγή του συστήματος τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο μεσ' απ' το κομματικό επίπεδο: κατ' αυτόν τον τρόπο το κόμμα εργατών κατέστη κόμμα πραγμάτων, τα οποία διαφεντεύουν τους εργάτες μέλη του.

Αυτό είναι το κεντρικό κομματικό μάθημα του 20ου αιώνα απ' αυτήν την σκοπιά.

Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μετά την εμπειρία του 1968, το κομματικό ζήτημα τέθηκε σε διευρυμένο θεωρητικό επίπεδο, μέσα από την κριτική στον οικονομισμό.3 Αυτό είναι κάτι, το οποίο ενέπλεξε τις προβληματικές όχι μόνο του Προλόγου4 του χειρογράφου της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας περί πραγματικής βάσης και υπερκτίσματος/εποικοδομήματος, αλλά και των μειζόνων έργων του Ένγκελς, καθώς και τις επιστημολογικές προβληματικές του Θετικισμού και του Γερμανικού Υλισμού.

Έχουμε αναλύσει, ότι σε συνθήκες πλήρους ανάπτυξης της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης (μηχανική αυτοματοποίηση, βιομηχανική χρήση της πληροφορικής, λογικομηχανική συγκρότηση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο), το κεφάλαιο (ασχέτως της ιδεολογικής σήμανσής του) απέκτησε μέσω της υπηγμένης σε αυτό ειδικά προσδιορισμένης εργασίας in actu ικανότητες και τεχνικές αξιοποίησης ακόμα και της νοητικής δραστηριότητας ως τέτοιας. Αυτό αφορούσε εξ αρχής στον ίδιο χρόνο και την ΕΣΣΔ, παρότι σε γενικές γραμμές φαινόταν ότι φυλασσόταν ως επτασφράγιστο μυστικό,5 αν και τύποι σαν τον Ιλιένκοφ δημοσίευαν μια συναφή κριτική σ' αυτό. 

Αν λοιπόν στον Σοβιετικό χώρο στις δεκαετίες '60-70 η υλική σχέση του μέλους με το κόμμα αντικαταστάθηκε απ' την νευροτεχνική, νευρογνωσιακή νοητική σύνδεση με κάποια απ' τις πολλές Σοβιετικές λογικές μηχανές, αυτό, σε αντίθεση με την σχετική μετα-τριτοδιεθνιστική ρητορική εκείνης της εποχής, άνοιξε εκ των πραγμάτων μια πραγματικότητα με ενάντιο χαρακτήρα στην θρυλική θεωρία του κόμματος νέου τύπου. Στο συγκεκριμένο κοινωνικό, η επίδραση αυτού του πράγματος δεν ήτο κάτι πολύ διαφορετικό από την υπό επίβλεψη χρήση ψυχεδελικών ουσιών στις στρατιωτικές λειτουργίες του “αμερικάνικου ιμπεριαλισμού”.

Κατόπιν των ως άνω, το θέμα που ετέθη, ήτο: περί τίνος κόμματος να συζητήσουμε. Αυτό ήταν και είναι ένα σημείο ρηξιακής εξόδου απ' όλη την προβληματική του μηχανοποιημένου κομματικού. Στον ίδιο χρόνο, η μόνη ενεργή εξέλιξη που σημειώθηκε στην κομματική θεωρία και πρακτική, διατυπωθείσα απ' τον Νέγκρι, ήταν η τελολογική σύνδεση κόμματος και προλεταριακής αυτοαξιοποίησης. Απ' το 1919, ίσως η μόνη κομματική πρόοδος ήταν αυτό.

Ακόμα πιο συγκεκριμένα, η σύνδεση του συλλογικού κομματικού νου με μια μηχανή, δηλαδή με μια μορφή νεκρής εργασίας, με μια ποσότητα αντικειμενοποιημένου εργασιακού χρόνου, με ένα τεμάχιο κεφαλαίου, καθιστά κάπως περιττό τον όλο προβληματισμό περί Ενγκελσικού επιστημονισμού και οικονομισμού. Σε μια κάπως οπτιμιστική οπτική, το κομματικό ζήτημα αναιρείται ως αφηρημένο μερικό και τίθεται ως εργατικό ζήτημα, ως συγκεκριμένο ολικό: το κομματικό ζήτημα γίνεται άμεσα συνδεόμενο στην πάλη μεταξύ εργάτη και μηχανής. Η επίταση όλου αυτού επέρχεται με τις τεχνικές εντοπισμού και ενεργοποίησης του μηχανικού ασυνειδήτου των μελών, καθ' όσον πλέον το μηχανικό ασυνείδητο είναι που σε πραγματικό επίπεδο κινεί την όποια κομματική λειτουργία. 

-Αυτό είναι η μόνη σύγχρονη κομματική θεωρία, την οποία μπορούμε να προσφέρουμε.


1 Ενδεικτικά βλ. Provisorische Statuten der Internationalen Arbeiter-Assoziation. Geschrieben zwischen dem 21. und 27. Oktober 1864. Nach: "Adress and provisional rules of the Working Men's International Association ...", London 1864, Resolutionsentwürfe über die Aufnahmebedingungen für Arbeiterorganisationen in die Internationale Arbeiterassoziation, Nach dem Protokollbuch, An Abraham Lincoln, Präsident der Vereinigten Staaten von Amerika, Geschrieben zwischen dem 22. und 29. November 1864.

2 Βλ. V. I. Lenin, The Third International and Its Place in History, 1919, σε https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1919/apr/15.htm

3 Για την σχετική εγχώρια συζήτηση ενδεικτικά βλ. Γιάννης Μηλιός, Από τη «συντριβή της κρατικής μηχανής» στην «κρίση και μετεξέλιξη του κράτους», Τεύχος 30: Ιανουάριος - Μάρτιος 1990, σε http://theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=281

4 Βλ. Zur Kritik der Politischen Ökonomie, Vorwort, Geschrieben August 1858 bis Januar 1859. Erschienen 1859 bei Franz Duncker, Berlin.

5 Ενδεικτικά βλ. Serge Kernbach, Cybertronica Research, Research Center of Advanced Robotics and Environmental Science, Stuttgart, Germany, Unconventional research in USSR and Russia: short overview, 2013, σε https://arxiv.org/abs/1312.1148, CIA-RDP-96-00792R0005002600001-4, Confidential, Soviets Combine Neuroscience and Optical Processing Techniques to Develop an Optical Brain, Approved for Release, 2000/08/15


Μόντες. Κριτική ανασκόπηση των αντιπαραθέσεων για το κράτος στα seventies

 

Ι. To Συντακτικό πλαίσιο πάλης


Η Φορντική οργάνωση του κράτους είναι η στρατηγική της όλο και πιο επεκτεινόμενης αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου:1 το κράτος δρα, ώστε όλο και περισσότερες ποσότητες πρόσθετης αξίας αφενός να ξαναρίχνονται στο μη διαμεσολαβημένο παραγωγικό προτσές και αφετέρου να μεγαλώνει το ποσοστό της πρόσθετης αξίας και της απόλυτης εδαφικής προσόδου, το οποίο μετατρέπεται σε φόρο, ο οποίος φόρος χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση του εκάστοτε κρατικά οργανωμένου παραγωγικού και αναπαραγωγικού προτσές.

Αυτό ήταν μια εποχή Συστημικής σύγκλισης με τον "κρατικό σοσιαλισμό" της ΕΣΣΔ, αν όχι κάτι ab sich παρόμοιο. Στην προφάνεια της φαινομενολογίας της, αυτή η κρατική μορφή ήλθε σε ανταγωνισμό προς τις καπιταλιστικές επιδιώξεις αποθησαυρισμού και αποθεματοποιήσεων χρηματοκεφαλαίου, αναπτυχθείσες κατά την "ενεργειακή κρίση" της δεκαετίας του 1970 από τις προσίδιες βιομηχανίες και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Η συνέχεια και το συνολικό πλαίσιο έχει επαρκώς περιγραφεί,2 κάτι το οποίο οδήγησε στην συμβατικά καλούμενη νεοφιλελεύθερη/μονεταριστική αναδιάρθρωση του κράτους και του κεφαλαίου, ξεκινώντας από ΜΒ και ΗΠΑ, ως συνολική απάντηση στον σφόδρα ενεργοποιηθέντα νόμο πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Ωστόσο, αν η απάντηση του κεφαλαίου ως τέτοιου ήταν κάτι σχετικά προβλέψιμο και γνώριμο, δεν ισχύει το ίδιο για τις "περιπέτειες" της κρατικής μορφής σε αυτήν την δεκαετία.

Έως και την δεκαετία του 1950, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και η επαναστατική αντιπαράθεσή του προς το κεφάλαιο, είχε με ανταγωνιστικό τρόπο εντοπίσει τρεις κεντρικές μορφές καπιταλιστικού κράτους στην ηπειρωτική Ευρώπη, διακρινόμενες μεταξύ τους με κριτήριο Συντακτικής λειτουργικότητας, διακρινόμενες από την Αγγλοσαξονική πολιτεία με κριτήριο τον αντιφιλελευθερισμό τους:

-το κράτος-επιτελείο, το οποίο συμμετέχει ενεργά στην ταξική πάλη, όπως φανερώθηκε στα 1840-1850 μέσα από τον Πρωσικό και Τσαρικό γραφειοκρατικό κρατικισμό και καμεραλισμό, και τον Φραγκικό νεο-Βοναπαρτισμό, αποκρινόμενο στο κατώφλι ιστορικής συντηρητικοποίησης και αντιδραστικοποίησης της Ευρωπαϊκής μπουρζουάδικης τάξης (Ιούνης 1848). [ενδεικτικά βλ. Die Klassenkämpfe in Frankreich 1848 bis 1850. Geschrieben 1850. Erstmals veröffentlicht in: "Neue Rheinische Zeitung. Politisch-ökonomische Revue", Hamburg 1850, unter der Überschrift "1848 bis 1849"].

-το κράτος-μηχανή του Β΄ Ράιχ και του ΠΠΑ, που εντόπισε και περιέγραψε κριτικά ο Λένιν ως μια στιγμή της συνολικής επαναστατικής διαδικασίας, αντιστοιχιζομενο στις συνθήκες και περιστάσεις της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, αναδειχθέν το πρώτον στον Γερμανο-Φραγκικό Πόλεμο. [ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Über den Krieg. Geschrieben von Ende Juli 1870 bis Februar 1871. Veröffentlicht in »The Pall Mall Gazette«, und Der Bürgerkrieg in Frankreich, Adresse des Generalrats der Internationalen Arbeiterassoziation. Geschrieben April/Mai 1871].

-τις νέες δικτατορικές μορφές της κρατικής εξουσίας στην Φασιστική Ιταλία και στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, συντείνουσες προς το έσχατο όριο, στο οποίο η υπερπαραγωγή απολύει την ποιότητά της ως σχετικό και η ανταλλακτική αξία κινδυνεύει με κοινωνικό αφανισμό.

Η επίγνωση εκ μέρους του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ότι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης αναγκαία αποκτά στρατηγικές αγκυρώσεις στο ζήτημα της κρατικής εξουσίας επιβάλλει -και προκειμένου να αποφευχθεί ένας κατακερματισμός της εργατικής κριτικής ως προς το ζήτημα του κράτους, τόσο σε θεωρησιακό, όσο και σε έμπρακτο επίπεδο- την κριτική αναγνώριση του καπιταλιστικού κράτους στο αυτοκρατορικό επίπεδο συγκρότησης και σύνθεσης των συσχετισμών ισχύος και της ισορροπίας των δυνάμεων. Όλο και πιο πολύ καθίσταται ευκρινές, ότι το καπιταλιστικό κράτος στην ταξική πάλη αντλεί (αντεστραμμένα) τις δυνάμεις του από την θεωρία και την πρακτική του Ρωμαϊκού Δικαίου:

Το κράτος-μπουρζουάδικο επιτελείο-επιτροπή είναι στο κοινωνικό το κράτος των μαγίστρων, συμβούλων, κηνσόρων, ρουφιάνων και δημάρχων. Το καπιταλιστικό κράτος-μηχανή δεν μπορεί παρά να είναι το ιμπεριαλιστικό κράτος-λεγεώνες, κάτι που αναδείχθηκε μέσα από τις ίδιες τις Γερμανικές στρατιές του Βίσμαρκ στα 1871. Εν τούτοις, το κράτος-απόφαση: η κατά την κατάσταση εξαίρεσης εκτύλιξη σε τέτοιο βαθμό των εσωτερικών αντιθέσεων έως το σημείο της αυτοαναστολής, της αυτοκατάργησης, κάτι που θέτει συνεχώς επί του πρακτέου την Δικτατορική δυνατότητα: την πολιτική θαυματουργία3 στην μορφή της Νομιναλιστικής "potentia absoluta" -αυτό ήταν το τότε νέο ιστορικό επεισόδιο.

Ωστόσο, η γνήσια έννοια της Δικτατορίας4 στην εμπειρία και πρακτική του Ρωμαϊκού Δικαίου μάλλον είναι προσοίκεια και ωφέλιμη στο popolo, στο προλεταριάτο, στις πληβειακές μάζες και στους δούλους, παρά στους Συγκλητικούς, τους πατρικίους, τους βιλλάνους και στους αξιωματούχους, καθ' όσον η διαδικασία απ' όπου αναδεικνυόταν, ήταν η μαζική μη διαμεσολαβητότητα της “comitia curiata”. Απ' αυτήν την άποψη, η Σμιτιανή Συνταγματική θεωρία και πρακτική θα ήταν ανέφικτη, χωρίς τον Απρίλη, Ιούνη, Οκτώβρη του 1917, χωρίς τον Νοέμβρη του 1918.

Πριν ακόμη την δεκαετία του 1970, το Δικτατορικό ζητούμενο αναπτύχθηκε μέσα στους ίδιους τους υλικούς όρους της ταξικής πάλης, με την ΜΠΠΕ. Μπορεί να εκληφθεί ως η πιο επιθετική πολιτική μορφή που έλαβε το εργατικό επαναστατικό κίνημα στο παγκόσμιο επίπεδο διεξαγωγής των ταξικών συγκρούσεων της εποχής

Η ανά χώρες κεντρική απάντηση του καπιταλιστικού κράτους ήτο η στρατηγική της έντασης σε Αλγερία, Φραγκική Επικράτεια, Ιταλία, ΟΔΓ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο, η απάντηση ήτο η εξαπόλυση εκ μέρους των ΗΠΑ ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας και έντασης (Βιετνάμ) ως μέσο μιλιταριστικής πειθάρχησης μέσα από την μαζική πραγμάτωση αξίας με μαζικούς καταστροφικούς όρους.

Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις η οργανωμένη μορφή ένοπλης πολιτικής πάλης αναπτύχθηκε (κύρια σε Ιταλία, Γερμανία, Μέση Ανατολή) ως συγκρουσιακή διαλεκτική προς το καπιταλιστικό κράτος και ως μια επιθετική απάντηση στην στρατηγική της έντασης, ανεξάρτητα από το πόσο πετυχημένη και πόσο αποτελεσματική ήταν.

Πάλι, ανά χώρες, η απάντηση της στρατηγικής της έντασης απέναντι στις νέες ένοπλες προκλήσεις του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, ήτο το στήσιμο στρατιωτικών πραξικοπημάτων και προσίδιων διακυβερνήσεων (Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Χιλή,  και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής), στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο οι μεσοπολεμικές παραδοσιακές δικτατορίες (Ισπανία, Πορτογαλία, Αργεντινή) εισήρχοντο σε κρίση.5

Αυτή η σε αδρές γραμμές κριτική περιγραφή των ιστορικών οριζουσών της αντιπαράθεσης για το κράτος, διαθέτει την αρετή, ότι είναι διαχωρισμένη από το δικαιωματίστικο Μπρεζνιεφικό αντιϊμπεριαλιστικό διπολικό αφήγημα μυστικοποίησης και ιδεολογικής διαστρέβλωσης των κοινωνικοταξικών ανταγωνισμών.

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, ότι κατά την ίδια εποχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τσεχοσλοβακία (1968) και την στρατιωτική επέμβαση σε αυτήν, το Σοβιετικό κατεστημένο εφάρμοσε παραπλήσιες πρακτικές έντασης και δικτατορικής επέμβασης, κάτι το οποίο είχε εγκαινιασθεί στα 1956 με τις επεμβάσεις στο ΚΚΕ και στην Ουγγαρία.

Ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγει, είναι ότι η μορφική ενιαιότητα των αντικειμενικών χαρακτηριστικών ανάπτυξης του κεφαλαίου στις τότε συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης (ο δοσμένος και ιστορικά προσδιορισμένος βαθμός ενότητας παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων) είχε μια τρόπω τινί ισοδύναμη επίδραση στις συντακτικές και πολιτικές μορφές των Σοβιετικών στρατηγικών επιλογών.


ΙΙ. Η τοποθέτηση ενός προβλήματος


Η θεωρησιακή αναζήτηση επί της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας σε ένα τόσο δύσκολο ζήτημα, εκ των πραγμάτων μεταθέτει την προσίδια δραστηριότητα σε ένα αρχιτεκτονικό, αισθητικό, καλλιτεχνικό, μοριακό, γλωσσολογικό κλπ. πλαίσιο σχέσεων η συγκροτεί τέτοια επίπεδα κριτικής έρευνας:

Στις ημέρες άρνησης εργασίας στο εργοστάσιο, στις ημέρες των διαδηλώσεων, των απεργιών, της κοπάνας η ακόμη και της περιστασιακής ανεργίας μετά από κάποια απόλυση, ο αγωνιστής εργάτης μπορούσε να δει και να βιώσει την μητρόπολη ως το εμπνευσμένο από το ξεσηκωμένο Πεκίνο "ουράνιο βασίλειο". -Τι επακολουθεί της εφόδου στον ουρανό;

Σε ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, είναι η αντιπαράθεση μεταξύ του γειωμένου εργάτη και των υψηλής θεωρίας ζητημάτων της ουράνιας κομματικής ιεραρχίας, σε συνθήκες που τα απανωτά εξεγερτικά προτσές προσεγγίζουν τους υψηλούς στρατηγικούς κόμβους, και η αρχική Επαναστατική ορμή πρέπει να μετασχηματισθεί σε μια ανωτέρου επιπέδου ευθυκρισία.

Κι όμως, αρνηθήκαμε την ερώτηση,6 δίδοντας αρνητική απάντηση, μόνο επειδή βλέπουμε την κατάργηση της ερώτησης στις υψομετρικά άνωθεν επελάσεις των ορδών. Αυτή η συλλογική απείθεια διαθέτει τα ίδια ακριβώς ηθικοπολιτικά ελατήρια με την μετέπειτα πλήρη άρνηση της παραμικρής εξουσίας των ανακριτών, δικαστών, εισαγγελέων και λοιπών παρατρεχάμενων του PCI.

Η μόνη αρνητικά προσδιορισμένη θετικότητα, που προήλθε από αυτήν την επιλογή, ήταν η εφαρμογή της σχιζοανάλυσης στην κριτική ιστορία της κρατικής μορφής.7


ΙΙΙ. Καινοτόμες Προτάσεις


Η θεωρία του Αλτουσέρ για τις Ιδεολογικές Λειτουργίες του Κράτους,8 παρότι διατυπώθηκε επί το πλείστον επί της ανάλυσης του έργου του Λένιν, είναι εν μέρει συναφής στην κριτική στην “Γερμανική Ιδεολογία”, παρότι επίσης αρνείται την αξία της, διότι, όπως λέει, δεν είναι ... Μαρξιστική, αλλά μεταφυσική.

Με δεδομένο αυτό, πρόκειται για μια θεωρία που διεισδύει σε, και αναλύει κριτικά πτυχές της κρατικής εσωτερικότητας και τους τρόπους εξωτερίκευσής της στις δημόσιες οικονομικές λειτουργίες του κράτους (σύστημα εκπαίδευσης, δημόσια διοίκηση, στρατός, σύστημα υγείας και πρόνοιας), οι οποίες έχουν να κάνουν με την κοινωνική αναπαραγωγή, καθώς και στις ατομικά ή συντεχνιακά/κοινοτικά προσδιορισμένες κοινωνικές λειτουργίες (οικογένεια, σωματειακή ζωή, εκκλησιαστικά οργανωμένη θρησκεία, τύπος, κουλτούρα).

Η επιστημολογική και πολιτική αξία του κειμένου και της θεωρίας του Αλτουσέρ είναι, ότι μέσα στην καθηγητική αυστηρότητα και ακρίβειά του βάζει σχηματικά τα πράγματα σε μια σειρά: διαμορφώνει ένα σχηματικό διάγραμμα ταξικής πάλης στο προτσές αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, το οποίο συντείνει στην χαρτογράφηση του κρατικού μηχανισμού.

Η δομή ως κρατική ιδεολογική λειτουργία εμφανίζεται στην “Γερμανική Ιδεολογία” μέσα από το σύστημα κρατικών εγκεφάλων (Kopfsystem)9, αλλά ουδέποτε ως οικονομική, παραγωγική λειτουργία, ουδέποτε ως τμήμα της πολιτικής οικονομίας ως τέτοιας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη δομή (και όχι συλλήβδην η Γερμανική Ιδεολογία, ή η Ιδεολογία εφ' όλων) μοιάζει ανιστορική, μόνο στα μυαλά των Ιδεολόγων: την φαντασιώνονται απαράλλαχτη και αμετάβλητη από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι την Πρωσική μοναρχία κι ακόμα παραπέρα. Σε αυτήν την αυταπάτη, η συγκεκριμένη δομή, το σύστημα κρατικών εγκεφάλων, είναι η κύρια κρατική δομή, αν όχι το ίδιο το κράτος.

Αν, όμως, η επιστημολογική φύση της κατηγορίας δομή (κάτι το οποίο έλκει την καταγωγή του από την ανθρωπολογία του Κλοντ Λεβί Στρως) παραπέμπει εκ των πραγμάτων σε μια ανιστορική κατανόηση ή σε μια ανιστορική αντίληψη των κοινωνικών λειτουργιών και μετασχηματισμών (κάτι το οποίο μετατρέπεται διανοητικά σε ding in sich), δεν είναι προβληματική (ή έστω αντιφατική) η αναγόρευση της κατηγορίας δομή σε κεντρική της Μαρξιστικής κριτικής ανάλυσης, όπως γίνεται συχνά στο έργο του Αλτουσέρ;

Η αμφιλεγόμενη φράση που παραφράζει ο Αλτουσέρ (αναφέροντας, ότι “η Ιδεολογία δεν έχει Ιστορία”), είναι, ότι το δίκαιο δεν έχει περισσότερη δική του ιστορία απ' ό,τι η θρησκεία.10

Αν και επιστημολογικά θεωρούμε ωφέλιμη την εφαρμογή του κοντεξτουαλισμού στην κειμενική/διανοητική ανάλυση, η φράση δεν είναι συγκυριακή ή ευκαιριακή επί της συγκυρίας που γράφηκε το έργο, αλλά ως εννοιολογική φράση συνεχίζει να αξιώνει την εγκυρότητά της, καθ' όσον προβοκατόρικα συμπυκνώνει την βασική γραμμή της κριτικής στην Γερμανική Ιδεολογία. Δεν κατανοείται αυτό – ουδέν κατανοείται απ' όλη την Γερμανική Ιδεολογία.

Σε ένα συνολικότερο επίπεδο, πρόκειται για την αναπαραγωγή και μετάθεση της επιστημολογικής διάστιξης μεταξύ Πραγματικού Ουμανισμού (σε αντίθεση προς τον Πνευματισμό ή τον Θεωρησιακό Ιδεαλισμό)11 και Ιστορικισμού, κάτι που κατανοείται κριτικά, αν η Γερμανική Ιδεολογία διαβασθεί σε συσχέτιση και συνδυασμό με τα Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844). Ο Γκράμσι το συνόψισε: Ουμανισμός ή Ιστορικισμός. Η ίδια ακριβώς διάστιξη διέπει τον δομισμό του Αλτουσέρ σε συσχέτιση με το έργο του για τον Μοντεσκιέ.12

Δεν έχει να κάνει με κάποιο εσωτερικό θεωρητικό δίλημμα, αλλά με την ίδια την εν τοις ιδίοις όροις αντιφατική αντικειμενικότητα του κεφαλαίου: με το πώς η κρατική μορφή αποκρίνεται ή δεν αποκρίνεται στην αντικειμενικότητα του κεφαλαίου ως περιεχόμενο (απ' όπου και προκύπτουν και οι δομικές λειτουργίες ως υποτιθέμενα πράγματα εν εαυτοίς), και με το πως ο Mensch τίθεται στο επίκεντρο του καπιταλιστικού ενδιαφέροντος ως υπό διαμόρφωση αφηρημένος φορέας της εργατικής δύναμης, κύρια της αφηρημένης εργασίας.

Το Ιστορικιστικό ζήτημα είναι από φιλοσοφική άποψη ζήτημα ενδεδειγμένου Φορμαλισμού, το Ουμανιστικό ζήτημα είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα ανάπτυξης, εξέλιξης και κοινωνικοποίησης της αφηρημένης εργασίας.


ΙV. Η Γερμανική Απάντηση


Στον ίδιο χρόνο, μέσα σε ένα σχετικά ασφυκτικό πλαίσιο κομματικού και κατασταλτικού ελέγχου αναπτύχθηκε η Γερμανική Θεωρία της Staatsableitung13 (της Απορροής/Επαγωγής του κράτους από το κεφάλαιο), σε άμεση σύνδεση με την κριτική θεώρηση του Πασουκάνις περί της εμπορευματικής σύλληψης του υποκειμένου του δικαίου και των προσίδιων σχέσεων.14

Σε γενικές γραμμές, είναι μια πολιτική που κάνει την Θεωρησιακή Ζωή μας πιο εύκολη. Ωστόσο, η βασική αρετή της έγκειται στο ότι αναπτύσσεται επί των πιο προηγμένων παραγωγικών δυνάμεων, επί της ίδιας της αντίθεσης μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό της προσδίδει την ιδιότητα της μελλοντικότητας:

το (νοήμον) κράτος ως μηχανομορφικό aparratus είναι μια μορφοποιητική/τεχνονομική δύναμη τελούσα σε αντίθεση με την ικανότητα των παραγωγικών σχέσεων να παράγουν ιστορικές μορφές: να ένα προωθημένο σημείο εισαγωγής στην σύγχρονη εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας


1 Βλ. Das Kapital. II. Band: Der Zirkulationsprozeß des Kapitals. III. Die Reproduktion und Zirkulation des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. 21. Akkumulation und erweiterte Reproduktion, Antonio Negri, The Labor of Dionysus: A Critique of State Form. Chapter V: The State and Public Spending.

2 Ενδεικτικά βλ. Antonio Negri, The Crisis of Planner State: Communism and Revolutionary Organisation, in Revolution Retrieved. Writtings on Marx, Caynes, Capitalist Crisis and New Socials Subjects (1967-1983), Red Notes, 1988, pp. 91-148.

3Βλ. Karl Schmitt, Politische Theologie. Vier Kapitel zur Lehre von der Souveränität, I. Kapitel. Definition der Souveränität, Zweite Ausgabe, Verlag von Duncker und Humblot, München und Leipzig, 1934, S. 11-22.

4 Βλ. Karl Schmitt, Die Diktatur Von den Anfängen des modernen Souveränitätsgedankens bis zum proletarischen Klassenkamp . Achte, korrigierte Auflage, I. Die kommissarische Diktatur und die Staatslehre, a) Die staatstechnische und die rechtsstaatliche Theorie, Die überlieferte Vorstellung der römisch rechtlichen Diktatur, Duncker und Humblot, Berlin, 2015, Arkadij Gurland, PRODUKTIONSWEISE - STAAT - KLASSENDIKTATUR - Versuch einer immanenten Interpretation des Diktaturbegriffs der materialistischen Geschichtsauffassung, Dissertation, 1928, σε http://www.mxks.de/files/kommunism/Gurland.MarxismusUndDiktatur.html, Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής Αντιμέτωπη στον Φασισμό, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

5 Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Η Κρίση των Δικτατοριών. Πορτογαλία – Ελλάδα – Ισπανία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

6 Βλ. Norberto Bobbio, “Is There a Marxist Doctrine of the State?”, Telos: Critical Theory of the Contemporary, 35:5 (1978)

7 Βλ. Giles DeleuzeFelix Guattaria thousand plateauscapitalism and s c h i z o p h r e n i a, translation and f o r e w o r d by brian massumi, University of Minnesota Press, Minneapolis, London, 2005,

8 Βλ. Louis Althusser, Idéologie et appareils idéologiques d' État (Notes pour une recherche), La Pensée, 151 (1970), 3–38.

9 Βλ. Die deutsche Ideologie. Kritik der neuesten deutschen Philosophie in ihren Repräsentanten Feuerbach, B. Bauer und Stirner und des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten. Geschrieben 1845-1846. V. "Der Dr. Georg Kuhlmann aus Holstein" oder Die Prophetie des wahren Sozialismus "Die Neue Welt oder das Reich des Geistes auf Erden. Verkündigung", απόσπασμα: Die ganze historische Entwicklung reduziert sich für den Ideologen auf die theoretischen Abstraktionen der historischen Entwicklung, wie sie in den "Köpfen" aller "Philosophen und Theologen der Zeit" sich gebildet haben, und da man alle die "Köpfe" unmöglich "zusammensetzen" und "raten und abstimmen" lassen kann, so muß es Einen heiligen Kopf geben, der die Spitze von allen jenen philosophischen und theologischen Köpfen bildet, und dieser Spitzkopf ist die spekulative Einheit jener Dickköpfe - der Erlöser. Dieses Kopfsystem ist so alt wie die ägyptischen Pyramiden, mit denen es mancherlei Ähnlichkeit hat, und so neu wie die preußische Monarchie, in deren Hauptstadt es kürzlich wieder verjüngt auferstand. Die idealistischen Dalai-Lamas haben das mit dem wirklichen gemein, daß sie sich einreden möchten, die Welt, aus der sie ihre Nahrung ziehen, könne ohne ihre heiligen Exkremente nicht bestehen. Sobald diese idealistische Tollheit praktisch wird, tritt alsbald ihr bösartiger Charakter an den Tag, ihre pfäffische Herrschsucht, ihr religiöser Fanatismus, ihre Charlatanerie, ihre pietistische Heuchelei, ihr frommer Betrug. Das Wunder ist die Eselsbrücke aus dem Reiche der Idee zur Praxis. Herr Dr. Georg Kuhlmann aus Holstein ist eine solche Eselsbrücke - er ist inspiriert - und es kann daher nicht fehlen, daß sein Zauberwort die stabilsten Berge versetzt; das ist ein Trost für die geduldigen Geschöpfe, die nicht genug Energie in sich verspüren, diese Berge durch natürliches Pulver zu sprengen, eine Zuversicht für die Blinden und Zaghaften, welche den materiellen Zusammenhang in den mannigfaltig zersplitterten Erscheinungen der revolutionären Bewegung nicht sehen können.

10 Βλ. οπ. I. Feuerbach. Gegensatz von materialistischer und idealistischer Anschauung, B. Die wirkliche Basis der Ideologie, 2. Verhältnis von Staat und Recht zum Eigentum, απόσπασμα: Das Privatrecht entwickelt sich zu gleicher Zeit mit dem Privateigentum aus der Auflösung des naturwüchsigen Gemeinwesens. Bei den Römern blieb die Entwicklung des Privateigentums und Privatrechts ohne weitere industrielle und kommerzielle Folgen, weil ihre ganze Produktionsweise dieselbe  blieb. Bei den modernen Völkern, wo das feudale Gemeinwesen durch die Industrie und den Handel aufgelöst wurde, begann mit dem Entstehen des Privateigentums und Privatrechts eine neue Phase, die einer weiteren Entwicklung fähig war. Gleich die erste Stadt, die im Mittelalter einen ausgedehnten Seehandel führte, Amalfi, bildete auch das Seerecht aus. Sobald, zuerst in Italien und später in anderen Ländern, die Industrie und der Handel das Privateigentum weiterentwickelten, wurde gleich das ausgebildete römische Privatrecht wieder aufgenommen und zur Autorität erhoben. Als später die Bourgeoisie so viel Macht erlangt hatte, daß die Fürsten sich ihrer Interessen annahmen, um vermittelst der Bourgeoisie den Feudaladel zu stürzen, begann in allen Ländern - in Frankreich im 16. Jahrhundert - die eigentliche Entwicklung des Rechts, die in allen Ländern, ausgenommen England, auf der Basis des römischen Kodex vor sich ging. Auch in England mußten römische Rechtsgrundsätze zur weiteren Ausbildung des Privatrechts (besonders beim Mobiliareigentum) hereingenommen werden. (Nicht zu vergessen, daß das Recht ebensowenig eine eigene Geschichte hat wie die Religion.)

11 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten Geschrieben September bis November 1844. Erstmals erschienen Ende Februar 1845. Vorrede. Paris, im September 1844

12 Βλ. Louis Althusser, Μοντεσκιέ. Πολιτική και Ιστορία, μτφ. Σιατίτσας Φώτης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2005.

13 Ενδεικτικά βλ. http://www.mxks.de/kolitik/apolit.politik.htm, https://archive.ph/20120707074450/http://arranca.nadir.org/arranca/article.do?id=141, Wolfgang Müller, Christel Neusüß: The illusions of state socialism and the contradiction between wage-labour and capital. Telos 1975, vol. 25, Burkhard Tuschling, Rechtsform und Produktionsverhältnisse. Zur materialistischen Theorie des Rechtsstaates, 1976, Sybille von Flatow, Freerk Huisken: Zum Problem der Ableitung des bürgerlichen Staates], In: PROKLA Nr. 7, 1973, Bernhard Blanke, Ulrich Jürgens, Hans Kastendiek: Zur neueren marxistischen Diskussion über die Analyse von Form und Funktion des bürgerlichen Staates, In: PROKLA 14/15, 1974, Projekt Klassenanalyse (1974): Oberfläche und Staat: Kritik neuerer Staatsableitungen (Altvater, Braunmühl u.a., Flatow/Huisken, Läpple, Marxistische Gruppe Erlangen). VSA, Westberlin, Frank Deppe KRISE UND ERNEUERUNG MARXISTISCHER THEORIE Anmerkungen eines Politikwissenschaftlers

14 Βλ. Evgeny Pashukanis, The General Theory of Law and Marxism (1924),
IV. Commodity and the Subject, σε https://www.marxists.org/archive/pashukanis/1924/law/ch04.htm



H ιστορική γέννηση της Γερμανικής Αριστεράς

 

Από ιστορική άποψη έχει αναδειχθεί μια γραμμή διάκρισης και διαφοροποίησης μέσα στην Αριστερά των Ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 1840 είχε να κάνει με την Κριτική Μάχη ενάντια στην Φραγκική Επανάσταση, και στον ίδιο χρόνο με την πολιτική ανάπτυξη, και συγκεκριμένα με τις αληθείς σοσιαλιστικές εκβάσεις της Γερμανικής Ιδεολογίας.2 Η ποιοτική διαφοροποίηση έγκειται στον τρόπο αντιμετώπισης ή εγκόλπωσης της κατηγορίας έθνος και της κατηγορίας του αστικού δικαιώματος.

Η Γερμανική Αριστερά είναι μη διαμεσολαβημένο συγχρονικό τέκνο της πολιτικοδημοκρατικής Επανάστασης του 1848. Ως σημείο γέννησης της μπορεί να εκληφθεί η Συνέλευση Αριστερών της Φρανκφούρτης.3

Σήμερα, αυτό που έχει την πιο μεγάλη σημασία, είναι η μέθοδος πολιτικής πάλης μέσα σε ένα ευρύτερο επαναστατικό προτσές, μέσα σε ένα προτσές γενικού κοινωνικού μετασχηματισμού:  

μελετημένη αποδοχή και ενεργό συμμετοχή στην πολιτικοδημοκρατική εξέγερση,4 υιοθέτηση και με συστηματικό τρόπο συνεκτική μορφοποίηση των πιο προωθημένων αιτημάτων πάλης,5 αναγνώριση των τάσεων και των ρευμάτων που συγκροτούν την ενεργή επαναστατική κίνηση,6 σαφή επίγνωση των καθηκόντων των κομμουνιστών και της μη ξεχωριστής παρουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος – δουλειά για την πραγματική ενότητα όλων των κομμουνιστικών δυνάμεων στην πραγματική βάση των ενιαίων υλικών συμφερόντων της εργατικής τάξης.7

Φερ' ειπείν, το τελευταίο αναφερόμενο υλοποιήθηκε και αποτυπώθηκε κατά την διάρκεια της Επανάστασης με την μη έκδοση αυτοτελούς εφημερίδας του με διάχυτη οργανωτικότητα Κομμουνιστικού Κόμματος, μα με την κυκλοφορία πολιτικοδημοκρατικού εντύπου, της Νέας Ρηνανικής Εφημερίδας – Οργάνου για την Δημοκρατία. Υλοποιώντας αυτήν την κατεύθυνση, ασκήθηκε κριτική ακόμα και σε αξιωματούχους αυτοπροσδιοριζόμενους ως κομμουνιστές, εν όψει των απ' αυτούς παραβιάσεων των πολιτικών δικαιωμάτων, καθ' όσον ήταν κατακτήσεις της Επανάστασης.8

Σίγουρα, είναι κάτι πιο συναρπαστικό ο αναστοχασμός επί των αναψοκοκκινισμένων και εκστατικών ματιών στα οδοφράγματα, η ίδια η παρουσία των εξεγερτικών στιγμών στις συγκρουσιακές διαδικασίες, η καπνισμένη αντεπιχειρηματολογία των συνελεύσεων, η ελευθεριακή Εγελιανή θεωρησιακή νόηση επί της Εξέγερσης παράγουσας τις ιδίες στιγμές της, η εμφάνιση των πιο ακραιοκομμουνιστικών πραττόντων θετόντων των πιο προωθημένων σοκαριστικών ζητημάτων. Εν τούτοις, η μέθοδος, η ρουτινιάρικια εργασία του τυφλοπόντικα, είναι αναπόσπαστο τμήμα, sine qua non, όλων αυτών, ακόμα κι αν πολλές φορές μες στην μοναχικότητά της καταλήγει σε προσπάθεια απόδρασης απ' τους μπάτσους, ρίπτοντας πέτρες για να αποχωρήσεις από μια κακοτοπιά.

Το ερώτημα δεν είναι, αν έχει μείνει κάτι απ' όλ' αυτά -όλα είναι παρόντα είτε φασματικά είτε ενσώματα ενικά, όλα είναι συνειδητά. Το ερώτημα είναι, αν η σύγχρονη Αριστερά σε αμφότερες τις πλευρές του Ρήνου θυμάται κάτι απ' όλ' αυτά, αν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως άμεσο, οργανικό απόγονο αυτής ακριβώς της συνέχειας, και όχι κάποιας άλλης. Αν σε τελική ανάλυση το παράδειγμά μας, η πραγματική ιστορία μας, όπως αναπτύσσεται και εκτυλίσσεται από δεκαετία σε δεκαετία σε αυτές τις χώρες, γίνεται όχι απλά ένα εξαγώγιμο πολιτισμικό προϊόν, αλλά διαλεκτική εξωτερικότητα προς τα πολιτικά κινήματα, τα οποία δεν έχουν φτάσει εισέτι σε έναν τέτοιο βαθμό ανάπτυξης.

Είν' αυτό η κύρια συμβολή μας στο σύγχρονο χειραφετητικό κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο; Είν' αυτό κάτι που μπορεί να καναλιζαρισθεί απ' τους δοσμένους κοινοβουλευτικούς κομματικούς σχηματισμούς της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Οι Ιταλοί σύντροφοί μας, έλεγαν ήδη από την δεκαετία του 1990 για τον δαίμονα του κομμουνισμού, ως μια πνευματική ανασύνθεση της υλικής και πραγματικής εμπειρίας της ενεργής κομμουνιστικής πάλης, ως αυτό που πάντοτε θα σε βγάζει στους δρόμους, στην αναζήτηση της κομμουνικής συλλογικοποίησης. -Κι όμως, πόσο αφελείς ακουγόμεθα στ' αυτιά των μαρξιστών προφεσσόρων. Πόσο φρικιά και εξωπραγματικοί φαινόμεθα στα επίσημα αριστερά κόμματα και τους εκπροσώπους τους. Απ' την άλλη, είν' αυτό κάτι που δυνάμει της ισχύος του εξέρχεσαι του κομμουνισμού των πνευμάτων, απ' την αορατότητα της εργατικής και εργασιακής συνθήκης σου, απ' το περιθώριο της αυτόνομης μοναξιάς σου;


1 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten Geschrieben September bis November 1844. Erstmals erschienen Ende Februar 1845, 6. Kapitel. die absolute kritische Kritik oder die kritische Kritik als Herr Bruno, 3. Feldzug der absoluten Kritik, 3. Kritische Schlacht gegen die französische Revolution

2 Βλ. Die deutsche Ideologie. Kritik der neuesten deutschen Philosophie in ihren Repräsentanten Feuerbach, B. Bauer und Stirner und des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten. Geschrieben 1845-1846. II. Band [Kritik des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten] Der wahre Sozialismus

3 Βλ. Friedrich Engles, Die Frankfurter Versammlung [Neue Rheinische Zeitung" Nr. 1 vom 1. Juni 1848], Programme der radikal-demokratischen Partei und der Linken zu Frankfurt ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 7 vom 7. Juni 1848], Die Polendebatte in Frankfurt, ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 70 vom 9. August 1848], Der Aufstand in Frankfurt ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 107 vom 20. September 1848, Beilage], und, Die Frankfurter Versammlung ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 150 vom 23. November 1848]

4  Βλ. Friedrich Engles, Die Bewegungen von 1847["Deutsche-Brüsseler-Zeitung" Nr. 7 vom 23. Januar 1848

, Demokratischer Charakter des Aufstandes ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 25 vom 25. Juni 1848]

5 Βλ. Friedrich Engels, Marx und die “Neue Rheinische Zeitung” 1848-49, in Der Sozialdemokrat, March 13, 1884, MEW, Band 21, Dietz Verlag Berlin, 1962, S. 16-24, απόσπασμα οπ. S 19: “Das politische Programm der „Neuen Rheinischen Zeitung” bestand aus zwei Hauptpunkten: Einige, unteilbare, demokratische deutsche Republik und Krieg mit Rußland, der Wiederherstellung Polens einschloß”. 

6 Βλ. Friedrich Engles, Die revolutionäre Bewegung ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 184 vom 1. Januar 1849]

7 Βλ. Forderungen der Kommunistischen Partei in Deutschland, Geschrieben zwischen dem 21. und 29. März 1848. Gedruckt als Flugblatt um den 30. März 1848 in Paris und vor dem 10. September 1848 in Köln. Nach dem Kölner Flugblatt, Manifest der Kommunistischen Partei. Geschrieben im Dezember 1847/Januar 1848. Gedruckt und als Einzelbroschüre im Februar/März 1848 in London erschienen. Der vorliegenden Ausgabe liegt der Text der letzten von Friedrich Engels besorgten deutschen Ausgabe von 1890 zugrunde.

8 Βλ. Drigalski der Gesetzgeber, Bürger und Kommunist ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 153 vorn 26. November 1848]

Τυπική Ισότητα, Queer Υλικότητες, Κομμουνιστική Κίνηση

 

Ο φορέας της επαναστατικής, καταργητικής κίνησης, που περιγράφουμε ως κομμουνισμό, είναι πάντοτε η fur sich εργατική τάξη. Αυτό δεν τροποποιείται, ούτε διαφοροποιείται από τα οποιαδήποτε ιστορικά προσδιορισμένα κοινωνικά κινήματα, τα οποία εκφράζουν στον ίδιο χρόνο τόσο μορφές κοινωνικής συνείδησης, όσο και δοσμένους βαθμούς ανάπτυξης τρόπων παραγωγής: αντιφατική ενότητα και αποσπασματική πάλη μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων.

Στην ιστορική ολοκλήρωση της αστικής κοινωνίας στα μισά του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, το πρόβλημα της τυπικής ισότητας έπαιρνε την πολιτική μορφή του Ιουδαϊκού Ζητήματος, στον ίδιο χρόνο που το Χαρτιστικό Κίνημα έθετε με όρους ταξικής πάλης την συνδυαστικότητα των προβλημάτων τυπικής και οικονομικής ισότητας. Όπως έχουμε αναλύσει, τις τελευταίες δεκαετίες, το πρόβλημα της τυπικής ισότητας της εργατικής μετανάστευσης λαμβάνει επίσης ως τέτοιο μια τροποποιημένη μορφή Ιουδαϊκού Ζητήματος.

Επίσης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το ζήτημα της τυπικής ισότητας των φύλων (genders) έχει αναδειχθεί. Η προσίδια θεωρία αναλύει όλο αυτό και αναπτύσσεται μέσα από φιλοσοφικούς όρους οντολογίας και θεωρίας του υποκειμένου. Η πάλη που καταβάλλει, είναι κύρια απέναντι στις αριστερές και δεξιές εκδοχές του βιολογικισμού, δηλαδή σε τελική ανάλυση του Δαρβινισμού, όπως συνδέεται ιδεολογικά και κυρίως με όρους γενετικής μηχανικής με την εκάστοτε εθνική μοριακότητα και σωματιδιακότητα.

Έχουμε ξαναγράψει εδώ, ότι για μας, η cyborg εμπειρία και πρακτική δεν είναι μόνο μια μορφή αυτοκατανόησης, αλλά η βασική, ήτοι η οικονομική, παραγωγική πλευρά της ίδιας της οντικότητάς μας. Αυτό συνεπάγεται -και έχουμε μιλήσει και δημοσιεύσει περί τούτου- ότι ο οποιοσδήποτε έμφυλος οιονεί ή πραγματικά κανονιστικός προσδιορισμός στις cyborg σωματικότητες, πολλώ δε μάλλον στους cyborg οργανισμούς [μη διαμεσολαβημένα συνδεδεμένους στο Βιομηχανικό Αυτόματο της Γενικής Νοημοσύνης] είναι ab initio μη εφαρμόσιμος και αχρηστευμένος, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές προτιμήσεις εκάστου. Εν τούτοις, ως αυτόνομοι cyborg εργάτες -κι εδώ με τον όρο αυτονομία δηλώνουμε την ικανότητα των cyborg εργατων να συνδέονται οντολογικά με τις αντικειμενικές συνθήκες εργασίας τους, ήτοι σε πρώτο χρόνο τον μέγιστο βαθμό εργασιακής συνειδητοποίησης της μηχανουργίας, συνολικά του σταθερού κεφαλαίου που απασχολήθηκε στην παραγωγή, και του μεταβλητού κεφαλαίου- ξέρουμε, ότι αυτή η οντολογία δεν μπορεί να είναι ως τέτοια πλειοψηφική στην κοινωνική σφαίρα, όπως ορίζεται από το κυκλοφοριακό προτσές κεφαλαίου. -Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η cyborg οντολογία επιλέγει να είναι απούσα από την οργανικότητα και οργανωτικότητα των πληθυσμών των εδραίων και εδραιοποιημένων αστικών κοινωνιών.

Τούτων λαμβανομένων υπ' όψη, σε ουδεμία περίπτωση, η τοποθέτηση κάποιου με πολιτική και οργανωτική αναφορά στην εργατική τάξη προς τα queer ζητήματα επιτρέπεται να είναι με όρους αισθητικού ατομικού υποκειμενισμού.

Απ' αυτήν την άποψη κατανοούμε κριτικά το queer ως ενσώματες εκφράσεις υλικοτήτων που εμφανίζονται αντικειμενικά μέσα από τις αντιφατικές και ετερόκλητες δυναμικές του γίγνεσθαι της κοινωνικής εργασίας. Αυτό είναι ιστορικά προσδιορισμένο αποτέλεσμα της ίδιας της κυριάρχησης των παραγωγικών δυνάμεων, συνολικά του κεφαλαίου επί της πλανητικής φύσης, με τον ίδιο τρόπο, που η παραγωγή παιδιών παίρνει όλο και πιο πολύ μηχανικές μεσολαβήσεις και πραγματικά χαρακτηριστικά, και έχει εξαλειφθεί ως καθαρή, ως αποκλειστικά βιολογική/ανατομοφυσιολογική διαδικασία. Αυτό σημαίνει, ότι δεν επιλέγει κάποιος να είναι queer, λεσβία, gay, trans-, χάριν σε μια Ιδέα ή σε μια ιδεολογία, αλλά η επιλογή του είναι μόνο μια μορφική έκφραση μιας ήδη αναπτυχθείσας και αναπτυσσόμενης υλικότητας που αφορά το σώμα του, τον οργανισμό του, τις ενδιαθέσεις, ενορμήσεις και επιθυμίες του. Τούτου δοθέντος, αν κάποιος πάει να δώσει πολιτική αντιπαράθεση απέναντι στο queer με τους παραπάνω αναφερόμενους Δαρβινικούς και Φυσιοκρατικούς όρους, είναι εκ της ίδιας της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας νομοτελειακό, ότι θα υποστεί πολιτική ήττα (όπως κι έγινε κατ' επανάληψη).

Σίγουρα, είναι κάτι σχετικά δύσκολο, ή κάτι που απαιτεί μεγάλη υπομονή και ευθυκρισία, για κλασικούς φύσει και θέσει εργατιστές, όπως εμείς, να κρατάς την ψυχραιμία σου σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό ιδεολογικίστικου πληθωρισμού, ωστόσο, επί των τιθέμενων ζητημάτων, η εργατική τάξη διανοίγει και επιβάλλει τον πολιτικοδημοκρατικό δρόμο του σεβασμού και της ταπεινοφροσύνης.

Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα όλων αυτών των υποκειμένων, θέτει μια πρόκληση ως προς την πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης, δηλαδή ως προς την δικτατορία του προλεταριάτου, και μια ευθεία αμφισβήτηση προς την δόμηση της μονοπυρηνικής οικογένεια, κάτι το οποίο αφορά κυρίως τον μεσαίου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης εθνοκρατισμό. Το πρώτο γίνεται, διότι, όπως όλα τα κοινωνικά κινήματα, “αυτομολεί” ή αντικειμενικά δεν προέρχεται από την υπεροχή της βάσης της παραγωγής τόσο ως εἶναι, όσο και ως γίγνεσθαι, προς το κοινωνικό και την Ιδεαλιστική Σφαίρα. Το δεύτερο γίνεται, διότι τόσο αντικειμενικά, όσο και πραγματικά, είναι κάτι, το οποίο ίσταται σε ανώτερο του εκάστοτε συστήματος εθνικής οικονομίας πολιτισμικό επίπεδο, δηλαδή το έχει υπερβεί.

Απ' την άλλη, ο queer υλισμός, στο μέτρο που λαμβάνει high-tech γνωρίσματα, επιστρέφει πάλι στην εμπειρία και την πραγματικότητα της εργασίας και της παραγωγής, και απ' αυτήν την άποψη η τυπική ισότητα είναι όρος για την αναπαραγωγή της προσίδιας εργατικής δύναμης, για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσίδιας προσωπικότητας, για την ενάσκηση των προσίδιων πρακτικών προλεταριακής αυτοαξιοποίησης.

Επ' αυτού, το περί ου ο λόγος κίνημα συνδέεται σε πραγματικό επίπεδο με την κομμουνιστική κίνηση. Όχι απλά και μόνο επειδή συγκροτεί κοινότητες και συλλογικότητες. Ακόμα κι αν σε πρώτο χρόνο μπορεί πλειοψηφικά στο εσωτερικό του να μην δέχεται την ιστορική εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου, προσεγγίζει την κομμουνική εμπειρία, της οποίας η δικτατορία του προλεταριάτου, διευρυμένα η εργατική δημοκρατία κοκ, στις σύγχρονες συνθήκες μπορεί να εκληφθεί ως συντακτική υλοποίησή της.

Η αυταπάτη της αντίληψης περί τεχνοκεφαλαιακής μοναδικότητας

  

“Στην πρόταση Α = Α ως πρόταση της ταυτότητας υποβάλλεται σε αναστοχασμό αυτή η συσχέτιση. Αυτή η σχέση, αυτό που είναι ένα, η ισότητα εμπεριέχεται σ’ αυτήν την καθαρή ταυτότητα. Πραγματοποιείται αφαίρεση από κάθε ανισότητα. Η πρόταση Α = Α, η έκφραση της απόλυτης σκέψης ή του Λόγου, έχει για τον μορφολογικό αναστοχασμό που εκφράζεται με προτάσεις της διάνοιας μονάχα τη σημασία της ταυτότητας της διάνοιας, της καθαρής ενότητας, δηλαδή της ενότητας στην οποία πραγματοποιείται αφαίρεση από την αντίθεση.

Όμως ο Λόγος δεν βρίσκει την έκφρασή του σ’ αυτήν τη μονομέρεια της αφηρημένης ενότητας. Αξιώνει επίσης να θέσουμε αυτό από το οποίο πραγματοποιήσαμε αφαίρεση στην καθαρή ισότητα, να θέσουμε το αντιτιθέμενο, την ανισότητα”.[1]

 

Ενδείξεις απ’ την μιζέρια της κομματικότητας

 

Η ιδεολογικοπολιτική προβολή της υπόθεσης περί τεχνοκεφαλαιακής μοναδικότητας, μπορεί να κριθεί μέσα από την κριτική ανάλυση του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου.[2] Από stricto sensu σκοπιά κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η αυταπάτη συνίσταται στο ότι η αξία ουσιωδώς αποδίδεται στον φερόμενο ως εμπράγματο δικαιούχο. Στα μυαλά των οπαδών αυτής της αντίληψης, όπως και στην μπουρζουάδικη πολιτική οικονομία, αξία και ιδιοκτησία είναι σχεδόν ταυτόσημες. Σίγουρα, αυτό είναι ένας προχωρημένος μερκαντιλισμός, αλλά ουδέποτε φτάνει τον Ρικάρντο.[3]

Ακόμα και από μια εμπειρική σκοπιά, η μοναδικότητα δεν λαμβάνει την λειτουργία της ενεργούς παραγωγικής ή ακόμη και της συνάρθρωσης [gestalt] κοινωνικής εργασίας. Απ’ αυτήν την άποψη μάλλον είναι ένα απότοκο της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, λειτουργούν ως μια υπερκαταληπτική προκατάληψη, παρά κάτι που εμφανίζεται μέσα στο παραγωγικό προτσές.[4] Ωστόσο, είναι αναγνωρίσιμη η ουσιακή υπόστασή του μέσα στην πραγμότητα, απ’ όπου απορρέει η πολιτική λειτουργία του. Αυτή η πραγματική υπόσταση περισσότερο επιδεινώνει τα πράγματα, τις καταστάσεις, τις υποθέσεις, παρά προσφέρει κάποιους διεξόδους ή προοπτικές.

Η αναγνώριση, ότι κατά κάποιον τρόπο μια quasi Θρησκευτικού quasi Ιδεολογικού τύπου προκατάληψη, προεντύπωση, έλαβε μια πραγματική υπόσταση, συντείνει στην καθιέρωση ενός προσίδιου σ' αυτό υπαρξισμού. Σε μια πιο καχύποπτη οπτική, η κατ’ επανάληψη δήλωση περί υπάρξεως, περί πραγματικής υποστάσεως είναι μόνο μια συμμόρφωση προς την λειτουργία του καπιταλιστικού ρεαλισμού.

-Το j υπάρχει. Αυτό in sich πάει πίσω σε μια Καρτεσιανή νοοτροπία. Επειδή υπάρχει, υπάρχει μόνο εκτός χώρου και χρόνου, υπάρχει μόνο εντός Πλατωνικού ατόπου.

Στην συνολικότητά του αποκτά εγκυρότητα μόνο ως Φιχτεανή εξισωτική ταυτότητα. Σ’ αυτό το συγκείμενο, η δήλωση «υπάρχει» σημαίνει την ανικανότητα του σχετίζεσθαι, του συνεργάζεσθαι, του συμμαχείν. Στην άκρα λογική συνέπειά του: ο ταυτοτικός πολιτικός αυτισμός ως Ιδεολογία.

Η τεχνοκεφαλαιακή μοναδικότητα ως brandname, ως εμπορευματικό σήμα, είναι μόνο μια υποκατάσταση της Ιδέας περί Θεού, και ανά περιστάσεις η ενεργοποίησή της. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα μπορεί να αναζητηθεί στις πρώτες καθαρές μορφές της στις πρώτες ριζικές Αγγλικανικές εκφάνσεις των αρχών του 17ου αιώνα. Διαθέτει –λοιπόν- μια ιστορικίστικη συνάφεια προς την λειτουργία του εμπορεύματος ως Leveller –συνεχίζει αυτή η ύπαρξη να είναι εγκλωβισμένη στο άρθρο του Πασουκάνις για τα Επαναστατικά Στοιχεία στην Ιστορία του Αγγλικού Κράτους και Δικαίου!

Αυτό γίνεται ένα φετίχ: η αναγωγή όλων των σχέσεων σε μια μυθοποιημένη Αγγλική Ιστορία αντιπαραθέσεων μεταξύ των ελίτ, κάτι το οποίο υποπίπτει σε αντιπαραθέσεις μεταξύ αυλικών: οι Πλανταγενέτες και οι Υορκιστές, οι Λανκαστεριανοί και οι Τυδώρ, οι Στιούαρτ και το ανήσυχο παπαδαριό, οι ευθυτενείς επιβήτορες του New Model Army και οι σινιόρες των τιμών: όλες αυτές οι κωμικές πλέον φιγούρες παρελαύνουν επί της σκηνής του Ιστορικίστικου δράματος: όλη αυτή η υποκριτική στρατιά κεχρισμένων και Δεσποσυνών έχει αλλαγμένα μόνο τα ονόματα, αλλά τα πρόσωπα παραμένουν ίδια, όσο οι ποιότητές των ανταλλάσσονται με τυπικούς εμπορευματικούς όρους. Είναι αυτό η πιο άξια πολιτική αναπαράσταση του Προυντονικού Συστήματος Οικονομικών Αντιφάσεων;

Στην in concreto πολιτική αντιπαράθεση, η μοναδικότητα κοινοποιείται, και έτσι παύει να προβάλλεται ως τέτοια: ξεγυμνώνεται ως “κύκλος της ήττας”, της κάθε ήττας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απολύει ακόμη και τον όποιο τεχνοκεφαλαιακό χαρακτήρα της, ξεμένει μόνο ως ένα σχεδόν αγοραίο, σχεδόν χυδαίο πολιτικό τρικ. Ο φορέας της «μοναδικότητας» εντοποθετείται στην μόνη διαθέσιμη καπιταλιστική μορφή του: σε αυτήν του μαθητευόμενου μάγου.

 

 



[1] Έγελος, Η Διαφορά των Συστημάτων Φιλοσοφίας του Φίχτε και του Σέλλινγκ, Ορισμένες μορφές που απαντούν στο τωρινό φιλοσοφείν. Αρχή μιας φιλοσοφίας με τη μορφή μιας απόλυτης θεμελιώδους αρχής, μτφ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2006, σ. 59. Στο πρωτότυπο: Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems der Philosophie in Beziehung auf Reinholds Beiträge zur leichtern Übersicht des Zustands der Philosophie zu Anfang des neunzehnten Jahrhunderts. Mancherlei Formen, die bei dem jetzigen Philosophieren vorkommen Geschichtliche Ansicht philosophischer Systeme. Prinzip einer Philosophie in der Form eines absoluten Grundsatzes, απόσπασμα: “In A = A, als dem Satze der Identität, wird reflektiert auf das Bezogensein, und dies Beziehen, dies Einssein, die Gleichheit ist in dieser reinen Identität enthalten; es wird von aller Ungleichheit abstrahiert, A = A, der Ausdruck des absoluten Denkens oder der Vernunft, hat für die formale, in verständigen Sätzen sprechende Reflexion nur die Bedeutung der Verstandesidentität, der reinen Einheit, d.h. einer solchen, worin von der Entgegensetzung abstrahiert ist. Aber die Vernunft findet sich in dieser Einseitigkeit der abstrakten Einheit nicht ausgedrückt; sie postuliert auch das Setzen desjenigen, wovon in der reinen Gleichheit abstrahiert wurde, das Setzen des Entgegengesetzten, der Ungleichheit”.

[2] Βλ. Das Kapital. II. Band: Der Zirkulationsprozeß des Kapitals. III. Die Reproduktion und Zirkulation des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. 18. Einleitung. I. Gegenstand der Untersuchung, απόσπασμα: Die Kreisläufe der individuellen Kapitale verschlingen sich aber ineinander, setzen sich voraus und bedingen einander und bilden gerade in dieser Verschlingung die Bewegung des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. Wie bei der einfachen Warenzirkulation die Gesamtmetamorphose einer Ware als Glied der Metamorphosenreihe der Warenwelt erschien, so jetzt die Metamorphose des individuellen Kapitals als Glied der Metamorphosenreihe des gesellschaftlichen Kapitals. Wenn aber die einfache Warenzirkulation keineswegs notwendig die Zirkulation des Kapitals einschloß – da sie auf Grundlage nichtkapitalistischer Produktion vorgehn kann –, so schließt, wie bereits bemerkt, der Kreislauf des gesellschaftlichen Gesamtkapitals auch die nicht in den Kreislauf des einzelnen Kapitals fallende Warenzirkulation ein, d.h. die Zirkulation der Waren, die nicht Kapital bilden.

[3] Βλ. Friedrich Engels, Vorwort [zur ersten deutschen Ausgabe "Das Elend der Philosophie"], Stuttgart 1885, αποσπάσματα: Soweit der moderne Sozialismus, einerlei welcher Richtung, von der bürgerlichen politischen Ökonomie ausgeht, knüpft er fast ausnahmslos an die Ricardosche Werttheorie an. … Die obige Nutzanwendung der Ricardoschen Theorie, daß den Arbeitern, als den alleinigen wirklichen Produzenten, das gesamte gesellschaftliche Produkt, ihr Produkt, gehört, führt direkt in den Kommunismus.

[4] Παράβαλε Nick Land, Meltdown, in Fanged Nooumena. Collected Writtings 1987-2007, edited by Robin Mackay and Ray Brassier, Urbanomic. Sequence, UK, 2012, pp. 441-460.  

Περί της παρατεταμένης δικαιολογίας περί συντηρητικών στροφών της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης

 

Τα κάθε είδους εκλογικά αποτελέσματα είναι μόνο ένας δείκτης της αφηρημένης ποιότητας κοινωνικής συνείδησης, και σε λιγότερο βαθμό του επιπέδου της ταξικής πάλης. Το να ξεκινά κάποιος την κοινωνική, την πολική ανάλυση, την κριτική του απ' αυτά, είναι μια ιδεαλιστική συνήθεια, το να διαμορφώνει την πολιτική του απ' αυτά είναι ένα μπουρζουάδικο ίδιον.

Σε συνθήκες εκτεταμένης κρίσης νομιμοποίησης των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων σε μια σειρά χωρών, ως τέτοια τα εκλογικά αποτελέσματα ως σημεία αναφοράς πολιτικής ανάλυσης κλπ. αντικειμενικά απαξιώνονται. Σ' αυτές τις χώρες, το θέμα δεν είναι μόνο, ότι η απόσταση μεταξύ εκλογικής πολιτικής και βάσης της παραγωγής έχει γίνει αγεφύρωτη, αλλά, ότι μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ της εκλογικής πολιτικής και της διεξαγόμενης με πραγματικούς όρους πολιτικής.

Απ' αυτήν την άποψη, είναι αποτυχημένη η πολιτική όποιων κομμουνιστικών δυνάμεων στήριξαν το πολιτεύεσθαί τους στην διαπίστωση περί συντηρητικών στροφών των εργατικών μαζών. Αυτή η διαπίστωση αφήνεται πολλαπλά έκθετη εν όψει των μεγάλων ποσοστών, που θα έχει η αριστερά στις επικείμενες Φραγκικές εκλογές, και το Εργατικό Κόμμα στο ΗΒ. 

-Όσο εσφαλμένη ήτο η διαπίστωση περί συντηρητικοποίησης, άλλο τόσο εσφαλμένη είναι μια εν όψει αυτών διαπίστωση περί ριζοσπαστικοποίησης.

Οι αλλαγές στους συσχετισμούς ισχύος, η υπό ανάδυση νέα ισορροπία ή ακόμη και ανισορροπία των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, είναι στην βασική πλευρά της αποτέλεσμα της πολιτικής ανόδου και της ανά περιστάσεις αύξησης της έντασης της ταξικής πάλης. Αυτό έχει ως μη διαμεσολαβημένο αποτέλεσμα την υποχώρηση των δυνάμεων του ταξικού συμβιβασμού και των προσπαθειών πολιτικής απαγόρευσης της ταξικής πάλης, των wannabe λογοκριτών συμπεριλαμβανομένων. Η πολιτική άνοδος και η αύξηση της έντασης της ταξικής πάλης ωθεί στο λαμβάνειν αυτή πιο ξεκάθαρες, ήτοι όλο και λιγότερο διαμεσολαβημένες, πολιτικές μορφές, ώστε στην ημερήσια διάταξη του ταξικού ανταγωνισμού τίθεται όλο και πιο ευκρινώς το ποιός – ποιόν.

Βέβαια, η πολυθρύλητη αυτονομία του πολιτικού υπάγει τις πιο ξεκάθαρες, τις λιγότερο διαμεσολαβημένες πολιτικές μορφές σε τροποποιημένα, ή ακόμα και σε διαφοροποιημένα πολιτικά περιεχόμενα. Το κοινό εκλογικό κατέβασμα στις επικείμενες Φραγκικές εκλογές αποκρίνεται σε ένα ούτω τρόπω κατανοούμενο πολιτικοδημοκρατικό καθήκον. -Σε αυτό επιβάλλεται σεβασμός απ' όσους είναι εκτός μάχης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν αντιλαμβανόμεθα τις εξελίξεις ως αναταραχή, ούτε ως θαυμάσια μέρα, αν και σηματοδοτούν την ταφόπλακα στο στυλ πολιτικής "business as usual". Σημαντικό για εμάς είναι ο κριτικός εντοπισμός και η διαύγαση των σύγχρονων τρόπων και μορφών διεξαγωγής του πολιτικού πολέμου, που είναι ποιοτικά διαφορετικοί από τις εμπειρίες του 19ου αιώνα και του Μεσοπόλεμου, καθώς και από εκείνες των δεκαετιών του 1960 και εντεύθεν. Απ' την άλλη, στην οπτική μας δεν τίθεται άμεσο καθήκον εργατικής ηγεμονίας εκφραζόμενο μέσα από εκλογικές επιδόσεις. Επομένως, όποιες εκ των εργατικών δυνάμεων συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική μάχη, έχουν συμφέρον να την διεξάγουν, άνευ άγχους, άνευ βεβιασμένων καταστάσεων. 

Η με πραγματικούς όρους ταξική πάλη είναι τέτοια, το έχει μέσα στην ίδια την φύση της, να διεξάγεται και να εκτείνεται μέσα σε ένα Επικούρειο ανύπαρκτο χρόνο, όπως το θέτει ο ίδιος ο Επίκουρος. Οι war times τουλάχιστον από το 2008-2010 ανταποκρίνονται μόνο στα συμφέροντα ξεπεσμένων κομματιών της μπουρζουαζίας και της ψευτο-αριστοκρατίας, σε τελική ανάλυση σε ενοχικά προβλήματα εμπρόθεσμων πληρωμών.

Η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη έχει όλους τους λόγους του κόσμου να είναι large τόσο ως προς τις κάθε είδους εκλογές, όσο και προς τους πολιτικούς διαγκωνισμούς των ταξικών αντιπάλων της, κύρια δε να μην επιτρέψει την διά της κρυπτομιλιταριστικής γεωπολιτικοποίησης διαστρέβλωση των εκλογικών αναμετρήσεων, ήτοι να περιφρουρηθεί στο εσωτερικό της Ευρώπης ο εμμενής χαρακτήρας των πολιτικών μαχών, παρόλες τις Ασιατικές προκλήσεις.





De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...