Η εγχώρια ανάπτυξη του Ιστορικού Υλισμού 16 χρόνια μετά (2023)

 

εφ’ απασών των γαιών πλανώνται καθημερινώς

 

Ισχύει, ότι ο ιστορικός υλισμός στην χώρα μας είναι σε τέτοιο βαθμό αναπτυγμένος, ώστε διαθέτει μελλοντικότητα σε σύγκριση με τον βαθμό ανάπτυξης στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες.

Διευκρινίζεται, ότι με τον όρο ιστορικός υλισμός δεν εννοείται ο προσίδιος ακαδημαϊκός φορμαλισμός του 20ου αιώνα, αλλά όπως αποτυπώνεται και αναπτύσσεται στην πρωτότυπη εργατική κριτική, η υλιστική κατανόηση της ιστορίας. Αυτό εμπεριέχει και είναι επιδεκτό όλων των ρευμάτων και τάσεων της ιστορικής επιστήμης των τελευταίων 50 χρόνων.

Επί παραδείγματι, η μελλοντικότητα της εγχώριας ανάπτυξης φαίνεται από το ότι στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Historical Materialism» διαλαμβάνεται άρθρο με τίτλο «The Return of the Dialectics of Nature» (βλ. https://www.historicalmaterialism.org/journal/volume-30-issue-2-2022).

Η αλήθεια είναι, ότι στην χώρα ο ιστορικός υλισμός άρχισε να αναπτύσσεται με συμβατικό ορόσημο το 2007, επειδή ακριβώς μέσω της προβληματικής της Φυσικής Ιστορίας του Αντόρνο, η πανεπιστημιακά οργανωμένη ιστορική έρευνα συνδέθηκε με τα προηγμένα πεδία της θεωρητικής φυσικής και πυρηνικής μηχανικής, κάτι που της προσέδωσε συνάφεια πρωτίστως στην ίδια την ενεργειακή και αμυντική βιομηχανία. Μπορεί να ειπωθεί, ότι το 2007 σηματοδότησε προχώρημα τόσο στην ιστορική κατανόηση, όσο και στην Διαλεκτική της Φύσης. 

Αντίθετα, πρόσφατα (εγχώρια) δείγματα μιας προς τα πίσω στραμμένης στρεβλής κατανόησης της Διαλεκτικής της Φύσης ως (μικρο-)βιολογικισμού, μπορούν να εκληφθούν μόνο ως κεκαλυμμένα νεοφιλελεύθερες αναγγελίες δοκιμασίας της εγχώριας ανάπτυξης του ιστορικού υλισμού. Σ’ αυτό, ο ιστορικός υλισμός πρέπει να ισχυροποιήσει και να αυξήσεις τις θέσεις του. Αλήθεια, ποιός θέλει από το 2023 να κατρακυλήσει πριν το 2007; 

Όμως, από πού αντλήθηκε αυτή η δυναμική κατά τα πιο πρόσφατα 16 χρόνια;

Αυτό έχει να κάνει με την ίδια την μη διαμεσολαβημένη συμμετοχή των επιστημονικών φορέων και συγγραφέων του ιστορικού υλισμού στις διαδικασίες κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού και κοινωνικών εκρήξεων. Συχνά, σε αυτές τις διαδρομές, η επίσημη πολιτική αριστερά χρησιδανειζόταν στοιχεία από την ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού, ώστε πολλές φορές τα συγκεκριμένα επιτεύγματα του ιστορικού υλισμού χρησίμευαν ή χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη για την μέχρι πρότινος άνοδό της. Ωστόσο, έχει καταστεί πασιφανέστατο, εδώ και τέσσερα χρόνια τουλάχιστον, ότι οι δεσμοί έχουν διαρραγεί. Αυτό δεν σημαίνει, ότι αποσβέσθη η ηθικοπολιτική οφειλή της αριστεράς, αλλά μόνο ότι έγινε μεγαλύτερη και βαρύτερη.

Έχει αξία η σταχυολόγηση της περιεχομενικότητας της εγχώριας ανάπτυξης του ιστορικού υλισμού έως σήμερα.

Η απομάκρυνση από την ουσιοκρατική αυτοκατανόηση είναι το καθοριστικό βήμα για την κατανόηση του ιστορικού υλισμού με υλικούς όρους επιστημονικού σοσιαλισμού, ήτοι ως άμεσης παραγωγικής δύναμης, που μπορεί ν’ αναπτυχθεί μόνο μέσα από προηγμένες, ρηξικέλευθες, ριζοσπαστικές σχέσεις. Αυτό είναι επιβεβλημένο διπλά και τριπλά, καθ’ όσον όπως έχουμε πει, ο ιστορικός υλισμός είναι ο τομέας της εργατικής κριτικής με το μεγαλύτερο ποσοστό θεσμοποίησης.

Απ’ αυτήν την σκοπιά, οι επιμέρους εσωτερικές διαφοροποιήσεις, ακόμα κι οι τυχόν έριδες, αποκρίνονται στην διαφορετικότητα των ερευνώμενων πεδίων. Ενδεικτικά αναφέρονται: κβαντικά πεδία, κβαντικές καταστάσεις, διαδικασίες και χειρισμοί πυρηνικής μηχανικής άμεσα εφαρμόσιμα στην βιομηχανία, χωροχρονικά πεδία, εξέταση εντροπιών, στοιχειακή και σωματιδιακή έρευνα, καθώς και γεμολογία συναφής στην βιομηχανία εξορύξεων, τα δύο τελευταία προκύπτοντα κυρίως από ιστορικές έρευνες περί υποκειμένων και υποκειμενικοτήτων,  θεωρία μάτριξ, θεωρία χώρου. Επομένως, οι όποιες τυχόν έριδες δεν έχουν (ή δεν πρέπει να έχουν) να κάνουν με ιδεολογικούς απριορισμούς. Αυτό –όσο κι αν ακούγεται βαρυγδουπο- ισχύει και στο επίπεδο της κομματικής ιστορίας (κατανοούμενης όχι σαν την ιστορία του κόμματος, αλλά σαν την ιστορία που ερευνά το κόμμα).

Αυτό για να γίνει κατανοητό (δηλαδή, η cyber-διασύνδεση), δεν απαιτείται μόνο η μεταφραστική ικανότητα, αλλά κύρια η επίγνωση και η εμπειρία της μεταφοράς του βιομηχανικού πεδίου στο προσίδιο διανοητικό και vice versa. Δεν είναι κάτι γραμμένο στα εγχειρίδια, αλλά μέσα στις ίδιες τις εργατοώρες της ειδικά προσδιορισμένης προς τούτο εργασίας.

Για την πληρότητα της παρουσίασης, πρέπει να αναφερθεί, ότι σε κάποιες συγκεκριμένες περιστάσεις το εντός όλου αυτού ρεύμα της προφορικότητας, έγινε αντικείμενο πολεμικής ως ένα είδος επιστημολογικού ξενιστή. Στην δική μας κατανόηση, η προφορικότητα in sich είναι μόνο ο οργανωμένος εξπρεσιονιστικά (υπερ-)υποκειμενισμός, κάτι το οποίο σε κάθε περίπτωση ανοίγει περάσματα στα στριφνά και ιδιότυπα φαινόμενα της κβαντικής φυσικής και μηχανικής.

Η γραμμή κριτικής τίθεται, όπου η προφορικότητα ως μέθοδος τείνει να εκπέσει σε έναν σύγχρονο εμπειριοκριτικισμό, όπου αυτοεμφανίζεται ή αξιώνει τις δάφνες της «καθαρής εμπειρίας» (βλ. Β.Ι Λένιν, Υλισμός και Εμπεριοκριτικισμός. Κριτικά Σημειώματα για Μια Αντιδραστική Φιλοσοφία, VI. Εμπειριοκριτικισμός και Ιστορικός Υλισμός, Συμπέρασμα, σ. 328-375).

Επ’ αυτού η εφαρμογή της διαλεκτικής ως θεωρησιακής νόησης αντιτίθεται στην αξίωση της «καθαρής εμπειρίας». Αυτό, όμως, αφορά περισσότερο την φιλοσοφική και θεωρητική διαπάλη ως τέτοια, παρά την ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού ab sich

Η απεργία στα εργοστάσια της TESLA στην Σκανδιναβία, και η αντεστραμμένη επιτέλεση της εργοδοσίας


“Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας σκληρός πόλεμος”. Β.Ι Λένιν, Η Νέα Οικονομική Πολιτική και τα καθήκοντα των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης. Εισήγηση στο Β΄ Πανρωσικό Συνέδριο των Επιτροπών πολιτικής διαφώτισης, 17 Οκτωβρίου 1921, Άπαντα, τόμος 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σ. 155-175, απόσπασμα 

Από τις 27/10/2023 αναπτύσσεται και μαίνεται η απεργία στα δέκα εργοστάσια της TESLA στην Σουηδία, και υπάρχει επέκταση σε Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία (βλ.https://www.theguardian.com/world/2023/dec/05/danish-union-joins-strike-action-against-tesla-by-swedish-workers, https://www.france24.com/en/europe/20231215-musk-s-woes-deepen-as-tesla-strike-spreads-across-scandinavia). Στην αρχή, η εργοδοσία επιστράτευσε τις συνήθεις απεργοσπαστικές πρακτικές (βλ. https://www.angryworkers.org/2023/11/24/tesla-strike-in-sweden/). Αφού έσπασε τα μούτρα της, σαν ελιγμό παρουσίασε έναν καινούριο διαχειριστή, ο οποίος υποτίθεται ότι είναι ειδικός και τζιμάνι στα βόρεια ζητήματα (βλ. https://www.businessinsider.com/tesla-nordic-expert-escalating-sweden-strikes-elon-musk-2023-12).

Επ' αυτών αναδεικνύονται τα εξής:

Η διεθνής απεργία στα εργοστάσια της TESLA στις Σκανδιναβικές χώρες θραύει την εικόνα της εν λόγω βιομηχανίας, που είναι στηριγμένη στην μελλοντική τεχνολογία και μηχανουργία της ηλεκτροκίνησης, ως μιας εταιρείας βγαλμένης από ένα τεχνοκρατικό, μετα-Καπιταλιστικό/οιονεί Σοσιαλιστικό μέλλον, στο οποίο δήθεν τα αφεντικά θα προβάλλουν ως οι νέοι Σεν Σιμόν και Φουριέ. Σε συνολική άποψη, στην απεργία αυτή συγκρούεται ο εργατικός σοσιαλισμός ενάντια στον εργοδοτικό ουτοπισμό, που είναι η σύγχρονη εκδοχή του ουτοπικού σοσιαλισμού.

Μπροστά στις δυσκολίες και τους τρόμους που δοκιμάζει η εργοδοσία από την απεργιακή επίθεση, η μανούβρα που επέλεξαν, ήταν η τοποθέτηση ενός ειδικού, έχοντες σκοπιμότητα κατευνασμού.

Σ' αυτό έχουμε την ιδιοποίηση εκ μέρους της εργοδοσίας μιας πρακτικής αντεστραμμένης επιτέλεσης της ΝΕΠ (επιτέλεση “στρατηγικής υποχώρησης”, βλ. Λένιν, οπ., και Speech At A Plenary Session Of The Moscow Soviet, November 20, 1922, Pravda No. 263, November 21, 1922).

Σε θεωρησιακό επίπεδο, τα αφεντικά φαίνεται, ότι προέβησαν σε πρόσληψη της απεργίας μέσα απ' την κατ' Αλτουσέρ κατανόηση του Ιστορικού Υλισμού ως μιας αυτοτελούς πρακτικής θεωρίας (αντί ως της υλιστικής κατανόησης της ιστορίας), η οποία τελεί σε (επιτελεστική) αντίφαση προς την ίδια την θεωρία διεξαγωγής της ταξικής πάλης, ήτοι εν προκειμένω προς την απεργιακή θεωρία (παράβαλε Γιώργος Φουρτούνης, Λουί Αλτουσέρ: Το Αναπόδραστο Μιας Αδύνατης Θεωρίας, Κεφάλαιο Έκτο. Η Αυτο-Κριτική της Επιστημολογίας της Εσωτερικότητας, 7. Η αυτο-ερμήνευση του Ιστορικού Υλισμού ως “θεωρίας της πρακτικής” και η συνακόλουθη “επιτελεστική αντίφαση που τον χαρακτηρίζει”, 8. Γενίκευση της “επιτελεστικής αντίφασης” του Ιστορικού Υλισμού κλπ., ΕΜΠ, Διδακτορική Διατριβή, 1999, σ. 516-521). Βέβαια, μέσα στην εμπειρία της ταξικής πάλης, αυτό που αντανακλάται στο επίπεδο της επιστημονικοτεχνικής θεωρίας ως απεργιακή θεωρία, είναι το ίδιο το θεωρησιακό προϊόν της μη διαμεσολαβημένης συμμετοχής στην απεργιακή πραγματικότητα.

Από μόνο του το γεγονός, ότι όχι εξ αφορμής, αλλά μέσα σε μια απεργία τίθενται τέτοια ζητήματα προς επίλυση, αφενός αναδεικνύει τις νέες ποιότητες στις μελλοντικές βιομηχανίες, και αφετέρου την στο σήμερα, στο εδώ και και στο παρόν, υπαρκτή εργατική σοσιαλιστική δυνατότητα.


Κατάσταση των πραγμάτων και Μαζικό Πολιτικοδημοκρατικό Κίνημα


όταν τα μέλη του στελεχικού δυναμικού του κόμματος μιλούν για επανάσταση, είναι πορνογραφία


Η κακομοιριά των υποθέσεων και των πραγμάτων της χώρας επιδρά στην ατυχή υλική κατάσταση του μαζικού κινήματος. Τα πράγματα βρίσκονται σε καταστατική σήψη (Reichsverwesung), μη δυνάμενα να διαμεσολαβήσουν ή να εκφράσουν με πραγματικό τρόπο τις υπαρκτές υλικές συνθήκες των μαζών. Είναι αυτό ένα είδος μοίρας (Geschick) για την χώρα; Είναι σίγουρο, ότι η χώρα διαβαίνει την μελανή φάση της κοινωνικομοριακής ιστορίας της.

Ο κινηματικός Δημοκρατισμός από την εποχή της Συνέλευσης της Φρανκφούρτης ξεκινά από τα πράγματα για να θέσει σε κίνηση της μάζες. Πρόκειται για μια αρχή κινηματικής οικονομίας. Όσο αυτό αποτυγχάνει, τόσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ της εργατικής κινητικότητας, των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, και αυτού που γνωρίζουμε ως μαζικό Δημοκρατικό κίνημα ή ως Δημοκρατικό κίνημα της κρίσιμης μάζας.

Στο περιεχόμενό του, ένα τέτοιο κίνημα εκκινά ως αφηρημένο, δηλαδή συγκροτείται επί των διαμεσολαβημένων γενικών προβλημάτων της εκάστοτε συγκυρίας, της εκάστοτε εποχής, στα οποία προσδίδει και τα οποία παρουσιάζει μέσα από το εύρος του Πολιτικού Δημοκρατισμού. Όσο το καταφέρνει αυτό, τόσο στην ανάπτυξή του αποκτά Συντακτικό χαρακτήρα, μπορεί και να μετατρέπεται σε κίνηση υλικού Συντάγματος.

Σε διαφορά προς αυτό, οποιαδήποτε αντίθεση, οποιαδήποτε πάλη σε έναν εργασιακό χώρο ξεκινά ειδικά προσδιορισμένη, μέσα από τον ίδιο τον ειδικά προσδιορισμένο χαρακτήρα και φύση της προσίδιας εργασίας. Στον αγώνα γύρω από τον ονομαστικό και πραγματικό μισθό, τον εργασιακό χρόνο, τις συνθήκες εργασίας, ο Εργάτης ίσταται in sich. Εξ αυτού του λόγου είναι ανεφάρμοστη μια ρητορική περί αυθορμητισμού μέσα στα εργοστάσια. Αν κάποιος ήταν αυθόρμητος, το πιο πιθανόν είναι ότι δεν θα προσλαμβανόταν ή δεν θα εισαγόταν σε κάποιο από τα εργοστάσια του σύγχρονου συστήματος παραγωγής.

Στο μαζικό πολιτικοδημοκρατικό κίνημα, ο Εργάτης εμφανίζεται με παρόμοια ιδιότητα προς τα συμμετέχοντα μέλη των άλλων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, ως πολίτης (burger), ή διεκδικώντας αυτήν την ιδιότητα και τις εξ αυτής απονεμόμενες εξουσίες/δικαιώματα.

Ωστόσο, δεν πρόκειται για κάποια αντίθεση, αλλά για κάτι που προκύπτει αντικειμενικά μέσα από τις διαφορετικές ποιότητες επιπέδων συγκρότησης και οργάνωσης της εργασιακής και κοινωνικής πραγματικότητας. Μόνο κατά την ανάπτυξη ενός μαζικού πολιτικοδημοκρατικού κινήματος τίθεται το ζήτημα των συσχετισμών ταξικής ισχύος και ισορροπίας ταξικών δυνάμεων, και όχι αναγκαστικά a priori, ως δήθεν όρος συμμετοχής σε αυτό.

Η κεντρική αντίφαση που έχει να αντιμετωπίσει και να επιλύσει το ταξικό κίνημα της εργατικής τάξης στην δοσμένη συγκυρία, είναι η μεγάλη απόκλιση μεταξύ της πολιτικής κεντρικότητας των αναπτυσσόμενων αγώνων και της παραγόμενης ποσότητας πρόσθετης αξίας, ιδιαίτερα αυτής που έχει μη διαμεσολαβημένη κοινωνική λειτουργία και εμφάνιση. Στο επίπεδο του συγκεκριμένου, το τρέχον εργατικό όφελος συνίσταται στο να εξωθηθούν οι μεγάλες βιομηχανίες να ρίξουν αποθέματα στην κυκλοφορία με οργανωμένα κινησιακό τρόπο με όρους διευρυνόμενης, επεκτεινόμενης αναπαραγωγής. Επομένως, από την σκοπιά της κυκλοφορίας, το κεντρικό επίδικο έχει να κάνει με το αν αυτές οι με κοινωνικό χαρακτήρα ποσότητες θα ριχθούν στην κυκλοφορία με όρους καθαρά εμπορευματικούς, ή αν θα τραβηχθούν προς την μπάντα της πολιτικής κίνησης στο κοινωνικό. Εδώ πάλι, όχι το χρήμα ως τέτοιο, αλλά ο εργατικός μισθός ως μεταβλητό κεφάλαιο, ως χρηματική ποσότητα επιτελεί κεντρικό ρόλο.

Από την άλλη, η ανάπτυξη πχ. στα πανεπιστήμια κινήματος με πολιτικοδημοκρατικά χαρακτηριστικά, θέτοντας στο επίκεντρο το εργασιακό ζήτημα, τεχνηέντως εμποδίζεται, στο μέτρο που η υπονοούμενη έγκληση της ιντελιγκέντσιας περί πρόσδοσης φωτοστέφανου στο σχετικά πρόσφατο -κομματικό μάλιστα- παρελθόν επιμένει στην στείρα αναπαραγωγή της. Και κατ' αυτόν τον τρόπο η τηλεοπτικού τύπου κακομοιριά των υποθέσεων και των πραγμάτων, κι η μελανή μοίρα της χώρας εδραιώνεται.

Πολιτισμός και Πολιτική Κοινωνία. Γραμμές Μητροπολιτικής Κριτικής



Το θεωρησιακό σχήμα κεφαλαίο – πολιτική οικονομία – πολιτική κοινωνία σχηματικά δεν συγκροτεί κύκλο, αλλά διαφοροποιημένα μεταξύ των επίπεδα ευρισκόμενα σε ιεραρχικές σχέσεις. Στην πραγματική εμπειρία της εργατικής κριτικής η εργατική έρευνα με αντικείμενο αυτό είναι in actu ένα ταξίδι: συλλογικοποιημένη προσωπική συμμετοχή στον ῥοῦν του διαλεκτικού γίγνεσθαι.

Η συλλογική οργάνωση της εργατικής κριτικής έχει αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό την εργασία της αναφορικά με την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και τον επιταχυντισμό ως προϊόν και έκβαση της πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Όμως, το ανασήκωμα και η αναβάθμιση των παραγωγικών σχέσεων και των ιστορικών μορφών, που αυτές παράγουν, απαιτεί την ενασχόληση με τις σύγχρονες μορφές Αριστοτελικά πολιτικής δράσης, επικοινωνίας και επηρεασμού, στο μέτρο που αναπτύσσονται σε σχετική ανεξαρτησία ως προς την κρατόσφαιρα.

Στο παρόν κείμενο τίθενται προς έρευνα οι μυστικοποιημένες και αφαιρετικοποιημένες παραγωγικές σχέσεις, έτσι όπως εμφανίζονται ως κατηγορίες της πολιτικής κοινωνίας, και δι’ αυτού του τρόπου συσκοτίζονται-αφαιρούνται από το υλικό περιεχόμενό τους.

Αυτή η διαδρομή ξεκινά από εκεί που παρακμάζει η νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική ως ακόμα μια μορφή συντηρητισμού, όχι προκειμένου να δικαιώσει την θανατοπολιτική της κρατόσφαιρας, αλλά με σκοπό την ανάδειξη της αναντιστοιχίας και της ασυμφωνίας μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, και στον ίδιο χρόνο με σκοπό μέσα από την κριτική στις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις την κατάργηση των ήδη παρωχημένων και ξεπερασμένων, και την ποιοτική μετατροπή, την ποιοτική μεταμόρφωση όποιων εκ των παραγωγικών σχέσεων έχουν τάση απεύθυνσης προς τον ανώτερο τρόπο παραγωγής.

Η κατάργηση των παρωχημένων και ξεπερασμένων παραγωγικών σχέσεων προϋποθέτει την ικανότητα διαλεκτικοποίησης, σχεσιοποίησης των επαναστατικοποιημένων παραγωγικών δυνάμεων, ήτοι την ικανότητα της πραγματικής, in actu κοινωνικοποίησής των, την ικανότητα της εργασίας να προσδίδει, παράγοντας, κατανοώντας και καταλαμβάνοντάς τες, στις ανώτερου βαθμού ανάπτυξης παραγωγικές δυνάμεις, κοινωνικές μορφές και κοινωνικό χαρακτήρα, ήτοι να εμφανίζονται ως μη διαμεσολαβημενα προϊόντα ενός συνολικού κοινωνικού προτσές, ώστε όλο και πιο πολύ να αντιτίθεται η χρηστική αξία ως προς την ανταλλακτική αξία.

Το σημείο θέασης δεν αλλάζει. Παραμένει στο μέτρο του δυνατού αυτό του Συλλογικού Εργάτη. Εδώ, ο Συλλογικός Εργάτης δεν εμφανίζεται ως τέτοιος, ήτοι ως ζων βιομηχανικός οργανισμός, όπως στην δι’ εαυτή κριτική της πολιτικής οικονομίας, αλλά in cognito.

Επομένως, μεθοδολογικά, η σύνταξη του παρόντος κειμένου -και για τον λόγο ότι ερευνώνται μορφές αφαίρεσης, οι οποίες είναι τέτοιες εξ αιτίας του τεχνοκαπιταλιστικού χαρακτήρα τους-1 έχει προκύψει κατ’ εφαρμογή της διαλεκτικής του συγκεκριμένου ως πλούσιας συνολικότητας ποικίλων προσδιορισμών και σχέσεων. Η ιδιαίτερη στριφνότητα αυτού του θέματος έχει να κάνει με το ότι προς απόκλιση από την κατ’ εξοχήν κριτική της πολιτικής οικονομίας, οι αφηρημένες μορφές της πολιτικής κοινωνίας δεν εμφανίζονται ως καθαρές οικονομικές κατηγορίες, αλλά κατά κύριο λόγο με ιδεολογικό, πολιτιστικό, αισθητικό, σημειωτικό φορτίο.

Η κριτική διερεύνηση της πολιτικής κοινωνίας είναι sine qua non για τον προσδιορισμό και την διάνοιξη της ίδιας της εργατικής σοσιαλιστικής πραγματικότητας, για την επαναστατική κριτική του παλαιού, του ανόητου κόσμου, για την επαναστατική κριτική του υπάρχοντος.

Επιστημολογικά, αυτή η κριτική στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί παρά να αναπτυχθεί πέρα από τον απόλυτο ιστορικισμό και τον απόλυτο ουμανισμό, ήτοι πέρα από την γνωστή διάστιξη του Γκράμσι.2 Κι αυτό γιατί, αφενός η επανάληψη διά των τεχνικών της αντανακλαστικής ιστορίας βγάζει μόνο σε ένα παρωχημένο σημείο ανάπτυξης, συγκεκριμένα στον μικροαστικό δημοκρατισμό του 1848-1853, και σε τελική ανάλυση στον βολουνταρισμό του συντακτικού αιφνιδιασμού, και αφετέρου αντικειμενικά η σύγχρονη ουμανιστική επιστήμη δεν είναι απολύτως ουμανιστική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ότι η επιστημονική αντιμετώπιση του ουμανισμού, ακόμα και στην ιστορική διαδρομή της, έχει στο επίκεντρό της όντα, που είναι τέτοια, επειδή ακριβώς έχουν παραχθεί μέσα από την κατάργηση των μορφών του αφηρημένου ουμανισμού. Επομένως, αυτό συνιστά από μόνο του ένα πεδίο ανεξάρτητης έρευνας και συγγραφής.

Στην γενικότητά του, η κοινωνία ως προτσές είναι η άρση της μεμονωμένης λειτουργίας των αδιαίρετων. Αυτό σε ιστορικές συνθήκες ανάπτυξης της εκμηχάνισης και της μεγάλης βιομηχανίας, δηλαδή στις πρώιμες καπιταλιστικές συνθήκες έλαβε έναν προσδιορισμένο χαρακτήρα:

Η νεωτερική αστική κοινωνία εμφανίσθηκε ως μορφή διαδράσεων και ανταλλαγών εν τη κινήσει. Η αστική κοινωνία είναι η αληθής εστία και η πλατεία, η σκηνή όλης της ιστορίας. Χωρεί σε ανεξαρτησία από το Κράτος ως μηχανισμό, και το Έθνος ως κατηγορία του φανταστικού/μυθικού, παρόλο που στην νεωτερικότητα αυτοεπιβεβαιώνεται εξωτερικά ως Εθνικότητα και εσωτερικά ως Κράτος. Αυτό που διαφοροποιεί ποιοτικά την αστική κοινωνία στην Νεωτερικότητα από τα προηγούμενα ιστορικά στάδια, και έχει να κάνει με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι ότι εγκολπώνει, πλαισιώνει την συνολική υλική μετάδραση και ανταλλαγή των αδιαίρετων, των ιδιωτών εντός ενός προσδιορισμένου σταδίου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Η κεντρική μορφή κοινωνικής συνείδησης της αστικής κοινωνίας ορίζεται φασματικά από την Υπόσταση και την Υποκειμενικότητα. Αυτό, το οποίο ψάχνει να βρει ο αστός ιδιώτης σε αυτό το εύρος, είναι η ίδια η Αυτοσυνείδησή του, ως γνώση του εαυτού του στην συνολική κίνηση, η οποία πραγματοποιείται εντός της αστικής κοινωνίας, και εμφανίζεται μπροστά του ως σύνολο πραγματικών υποστάσεων.

Η Υπόσταση μετασχηματίζεται στα μπουρζουάδικα μεταφυσικά ιερογλυφικά στον υποτιθέμενο ρεαλισμό της ίδιας της κοινωνικής ύπαρξής του μπουρζουά: στο σύνολο των υποτιθέμενων αντανακλάσεων του εαυτού του, του βίου του. Στην εκδίπλωσή της αυτή η διανοητική ορίζουσα από ιδιωτική γίνεται δημόσια: εκφράζεται μέσα στην ευρύτητα της αστικής κοινωνίας. Στο επίπεδο της εικονικής κυριαρχίας γίνεται θέαμα, με τις τέχνες και τα media να είναι ο καθρέφτης των μπουρζουάδικων αντανακλάσεων και αναστοχασμών.

Σε αυτό, η αστική κοινωνία απολύει τον πραγματικό χαρακτήρα της, αποκοπτόμενη από την βάση της πραγματικής παραγωγής, από την πραγματικότητα της εργασίας. Αγκιστρώνεται όλο και πιο σφιχτά στο υπερκτίσμα, στην Ιδεαλιστική Σφαίρα, αυτοκατανοούμενη όλο και πιο πολύ ως σύνολο μορφών κοινωνικής συνείδησης ή ακόμα και ως κοινωνία του θεάματος. Με μεταφορικούς όρους, η αστική κοινωνία μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται ένα εύθραυστο σύνολο από βιτρίνες και γυάλινους πύργους ιδεολογίας.

Η απολυτότητα του ιδεολογικού προσδιορισμού της αστικής κοινωνίας καταφάνηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την καλλιέργεια της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, που μπορεί να εκληφθεί ως η ίδια η απάντηση στην Βεμπεριανού τύπου διαπίστωση της Θάτσερ περί κοινωνίας και αδιαίρετων.

Απ’ αυτήν την άποψη η θεωρητική αφετηρία του παρόντος κειμένου συμπίπτει με την κριτική που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ με την εγκαθίδρυση στις αρχές της δεκαετίας του 1990 των λειτουργιών και των πραγματώσεων της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, και του σημαίνοντος ρόλου, τον οποίο επιτέλεσε εξ ίσου στην οικονομία και στην πολιτική η καινοφανής τότε βιομηχανία της Silicon Valley.3 Στον ίδιο χρόνο στην Αγγλία, κύρια μέσα από την δουλειά και τις έρευνες του Cybernetic Culture Research Unit (CCRU) μορφοποιήθηκε η κριτική χαρτογράφηση της νεότευκτης κυβερ-κουλτούρας.4 Συγχρόνως, στον Γερμανικό χώρο το περιοδικό New German Critique μορφοποίησε νέα ρεύματα πολιτισμικής και θεωρητικής κριτικής συνεχόμενης με την παράδοση της Κριτικής Θεωρίας.5

Ωστόσο, εδώ δεν αναπτύσσουμε μια κριτική των πολιτικών εφαρμογών της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών, ούτε μια κριτική της τεχνητής νοημοσύνης και των αυτοματοποιήσεων στην καπιταλιστική παραγωγή, καθ’ όσον αυτής της ποιότητας η κριτική από εργατικές θέσεις αναπτύσσεται ως πεδίο έρευνας με ανεξάρτητα χαρακτηριστικά, ήτοι ως αναπόσπαστο τμήμα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

Η κεντρική παραδοχή μας έγκειται στο ότι σε αντίθεση προς την εσχατολογία και τον μεσσιανισμό, κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει εξ ίσου στις λειτουργίες και στις μορφές εμφάνισης και συνοχής της πολιτικής κοινωνίας στις γεωγραφικά Δυτικές χώρες.

Περί Καθεδρικού

“Η αδιαμεσολάβητη Ενότητα των αντιτιθέμενων Προσδιορισμών είναι μόνο στην Αφαίρεση πιθανή και έγκυρη”.6

Ο Καθεδρικός είναι η πιο πρόσφατη απάντηση της αστικής κοινωνίας στην έμπρακτη εξεγερτική αμφισβήτησή της, ειδικά όταν αυτή λαμβάνει μορφές προλεταριακής Κομμούνας.

Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, αν ιδωθεί εντός των συγκειμένων της εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 2008 στην Αθήνα, της εξέγερσης του Αυγούστου του 2011 στο Λονδίνο, των ταραχών στην Ρώμη τον Οκτώβριο του 2011, των εξεγερτικών γεγονότων του Φεβρουαρίου του 2012 στην Αθήνα, των εξεγερτικών ταραχών στην Φραγκική επικράτεια (2016-2017, 2020, 2023). Στο μέτρο που το εργατικό κίνημα καταφέρνει να κατανοήσει και να παρουσιάσει αυτές τις εξεγέρσεις ως αποτελέσματα ενός ενιαίου μητροπολιτικού προτσές, τόσο κατακτά προκεχωρημένες θέσεις.

Ωστόσο, ο Καθεδρικός επρόκειτο για μια απάντηση, η οποία δεν επήλθε ως οργανική προσαρμογή ή ως εσωτερική ποιοτική αλλαγή, αλλά ως ποιοτική, οντολογικής υφής διαφοροποίηση.

Πρόκειται για την υποτροπή της αστικής κοινωνίας από το γίγνεσθαι του 19ου αιώνα και το εἶναι του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα σε μια ξεχασμένη, παραμελημένη κατάσταση, η οποία μόνο με τον όρο άβυσσος μπορεί να αποδοθεί.

Σε μια χαογονική οπτική (που σε κάποιους μπορεί να θυμίζει την κοσμολογία του Ησίοδου), η έκβαση αυτού του αβυσσαλέου εἶναι, ή σε πιο υλιστικούς όρους η αποτύπωση του εἶναι αυτής της πολιτικής αβύσσου στο γίγνεσθαι εντός του οποίου κάθε φορά εμπλεκόμεθα, εμφανίζεται, φανερώνεται ως το σε απόλυτο βαθμό ξένο, αλλότριο προς ημάς, (με Καντιανούς όρους το πράγμα εν εαυτώ έχον το μέγιστο βαθμό απολυτότητας), κάτι που ενέχει την διακινδύνευση αυτοαποξένωσης του Πνεύματος έως τον μέγιστο βαθμό αλλοτρίωσης.

Στην αντικειμενική λογική, σαν προσδιορισμένη ποιότητα, αυτό μόνο με την έννοια του οὐδενός (nichts7) μπορεί να προσεγγισθεί. Ωστόσο, είναι τέτοιο, διότι το αντιλαμβανόμεθα μόνο ως το μη γνώσιμο a priori. Επ’ αυτού επισκοπεί και επιθεωρεί το σιδηρουργικά παραγόμενο Πνεύμα.8 Το πρώτο έργο του, αποκαλυπτόμενο στην Φαινομενολογία του, είναι να εργασθεί με τέτοιο τρόπο εντός της αβύσσου, ώστε να την εξωθήσει σε διάζευξη, προκειμένου να εγερθεί το χαοτικό γίγνεσθαι ως η αρνητική ισχύς παράγουσα ύλη με μορφή.9

Η συνειδητότητα της κριτικής στον Καθεδρικό προσιδιάζει στην απόλυτη σοφία, η οποία προκύπτει κατά την εξέλιξη της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, ως επί του συγκεκριμένου ικανότητα κριτικής, υλιστικής απομυστικοποίησης της θρησκείας. Σε αυτό, ο Καθεδρικός ξεχωρίζεται από τα επίπεδα της εικονικής κυριαρχίας, εντός της οποίας περιέχεται το απόλυτο πνεύμα, και έτσι δομείται ως ξεπέρασμα του αντικειμένου της συνείδησης.10 Η Καθεδρική αδιαμεσολάβητη συνείδηση, ότι η κριτική εις βάρος του λαμβάνει το περιεχόμενο της απόλυτης σοφίας, είναι η σχέση του προς την κρατόσφαιρα, σχέση συντιθέμενη από τις ίδιες τις στιγμές του.

Το γεγονός, ότι φανερώθηκαν οι πραγματικές και λειτουργικές συνδέσεις του Καθεδρικού προς την κρατόσφαιρα είναι μόνο μια απόδειξη της ιστορικής ολοκλήρωσης και λήξης του.

Στην αυτοκατανόησή του, ο Καθεδρικός είναι η φενακισμένη πραγμάτωση του Αληθούς Πνεύματος, του πνεύματος αληθείας, ως Ηθικότητας. Σ’ αυτό η καπιταλιστική διανομή ως αφαίρεση συνιστά την ίδια την Ηθικότητα, έτσι ώστε η εργατική τάξη εμφανίζεται επί σκηνής ως το αιώνιο «θύμα», ως ο αιώνιος «αδικημένος», και την ίδια στιγμή οι εκπρόσωποι του Καθεδρικού αντιτείνουν στην εργατική τάξη, ότι δήθεν ήταν ανήθικη.

Από ιδεολογική σκοπιά, σε αυτό έχει διυλισθεί τόσο ουτοπικός σοσιαλισμός, όσο και Προυντονισμός. Αλλά, αυτό που παραγνωρίζεται, είναι ότι στην διαλεκτική της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, επί του πρακτέου η ηθική Υπόσταση έχει γίνει πραγματική Αυτοσυνείδηση, ή αυτό το εαυτικό εἶναι έχει περατωθεί, έχει τερματίσει ως Διεαυτότητα, και έτσι η Ηθικότητα εκθρονίζεται, καταστρέφεται.11 Μετατρέπεται Νιτσεϊκά σε μια κάποια Γενεαλογία.

Ωστόσο, το Καθεδρικό Σύστημα δεν προέρχεται απ’ τον Γερμανικό Διαφωτισμό, ούτε από την Κλασική Γερμανική Φιλοσοφία, και γι' αυτό είναι αδόκιμη και απρόσφορη η ανάλυσή του με καθαρά θεωρησιακούς όρους και έννοιες. Η απροσιτότητά του, η δυσκολία θέασής του ως κάτι κείμενο εκτός πραγματικής παραγωγής, η ίδια η αντικειμενικότητά του, έτσι όπως φανερώνεται, επιτάσσει την μέθοδο προσέγγισής του, μέσα από πολλαπλούς δρόμους.

Κατά φαινόμενο, ο Καθεδρικός είναι, με τον τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μαξ Βέμπερ τους επί του προκειμένου όρους, μια διανεμημένη συνομωσία (κατά την κυριολεκτική σημασία της λέξης, ήτοι έχοντας την σημασία της αμοιβαίας δέσμευσης σε μια επίκοινη, εξ αδιαιρέτου σκοπιμότητα), η οποία αφορά τις μορφές και τις σχέσεις καπιταλιστικής διανομής, ωστόσο σε πρώτο χρόνο εμφανίζεται είτε ως απαίτηση σιωπής είτε ως λογοκρισία.

Εις βάρος του Καθεδρικού τα δύο αντιτιθέμενα ρεύματα έχουν αποκληθεί Ερεβώδης Διαφωτισμός και Νεοαντιδραστισμός.

Ο εμφατικά ονομασθείς Ερεβώδης Διαφωτισμός ως project12, αναπτύσσεται σε ιδιότυπες, στριφνές σχέσεις με αυτό το οποίο αποκαλείται Νεοαντιδραστισμός13, κύριος σύγχρονος συγγραφέας του οποίου είναι ο Μένκιος Μολντμπουγκ/Κέρτις Γιάρβιν.

Στις αρχικές διατυπώσεις του Νεοαντιδραστισμού και της Διαφωτιστικής κριτικής προς τον Καθεδρικό αυτός προσεγγίζεται εξ ίσου ως κοσμοθεωρία με θρησκειολογικά ερείσματα πραγματωμένη εντός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,14 αλλά και ως “άρχουσα οντότητα”15, η οποία σε αυτήν την κριτική ανάλυση έχει αφομοιώσει τόσο την διανομή με χάρες, όσο και την διανομή με σχέσεις καταπιστεύματος

Στον Νικ Λαντ, ο Ερεβώδης Διαφωτισμός ως κριτική του Καθεδρικού έχει την μορφή κύρια της φιλοσοφικοπολιτικής κριτικής. Στον Νεοαντιδραστισμό του Μολντμπουγκ ο κριτικός εντοπισμός του Καθεδρικού εντός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και vice versa θέτει με έμμεσο τρόπο αφ' εαυτώ το ζήτημα της καπιταλιστικής διανομής, καθ’ όσον σε αυτή την μορφή ανάπτυξής του ο Καθεδρικός συνδέεται με την διανομή ειδικών χαρακτηριστικών στους φορείς της έχουσας υψηλό (από τεχνοαξιακή άποψη) βαθμό ειδίκευσης εργατικής δύναμης.

Ο Νεοαντιδραστισμός αναδείχθηκε σε αυτοτελές διανοητικό και πολιτισμικό ρεύμα, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, διότι μέσα από την κριτική του στο κατεστημένο και στην Academia κατάφερε και έδειξε την ύπαρξη αυτών των λειτουργιών, τις οποίες συνόψισε με την ονομασία Καθεδρικός.

Σε γενικές γραμμές, αυτό έναντι του οποίου αντιδρά ο Νεοαντιδραστισμός, είναι ο κρατικός προοδευτισμός ως μορφή εκκοσμικευμένης θρησκείας, δηλαδή αντιδρά εξ ίσου τόσο στην Θετικιστική, όσο και στην Εγελιανή κατεύθυνση της φιλοσοφίας της ιστορίας και της φιλοσοφίας του δικαίου.

Δοθέντος, ότι το πρώτον παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ, η προσομοιάζουσα στον Καθεδρικό λειτουργία, μπορεί να ανευρεθεί μέσα σε παράπλευρες διοικητικές λειτουργίες της ΕΕ. Απ’ αυτήν την άποψη ο Νεοαντιδραστισμός είναι σε τρέχουσα συνάφεια με τα ρεύματα του λεγόμενου Eυρωσκεπτικισμού ή ακόμα και με την a priori εναντίωση στην ΕΕ. Από αυτό εκ των πραγμάτων συνεπάγεται, ότι μέσα από την κριτική ή ακόμη και από την αντίδραση στον Καθεδρικό τίθεται το ίδιο το ζήτημα του προχωρήματος του Ευρωπαϊκού project, όπως περικλείεται απ’ την ΕΕ.

O Καθεδρικός διατέμνεται όλο και πιο στενά με διοικητικές δομές της ΕΕ, λόγω της φιλολογίας περί ύπαρξης ιερατείων. Απ’ αυτήν την άποψη, αυτός ο δοσμένος τρόπος αυτοκατανόησης της διοικητικής λειτουργίας της ΕΕ είναι μόνο η σύγχρονη ecclesia militans, που μπορεί να ίσταται ως τέτοια έναντι της Αυτοκρατορίας. Σ’ αυτό το μερικό επίπεδο είναι μόνο ένα πρόβλημα της ίδιας της ΕΕ εσωτερικότητας.

Η κατάσταση του Αμερικανισμού

Το συνταγματικής δυνάμεως γεγονός, ότι ο Αμερικανισμός από την δεκαετία του 1920 έχει γίνει η βασική ορίζουσα της πολιτικής κοινωνίας, δεικνύει με την σειρά του, ότι η Ντόιτς Ιδεολογία τότε πέρασε σε δεύτερη μοίρα, κάτι που είχε διαπιστωθεί από τους φιλοσόφους της Βαϊμαριανής περιόδου.

Η αναγέννηση της Γερμανικής Ιδεολογίας στην περίοδο της DDR ήταν ισχυρή, ώστε από μια άποψη, ολόκληρη η ιστορία της DDR μπορεί να κατανοηθεί με τους όρους της προωθητικής ανάπτυξης και εφαρμογής της Γερμανικής Ιδεολογίας στην πιο προηγμένη, πολιτικοδημοκρατική μορφή, σε αυτήν της Γερμανικής Επιστήμης με Σοσιαλιστική έκβαση. Η Γερμανική Επιστήμη αυτής της ποιότητας είναι κάτι που σφυρηλατείται, κάτι που παράγεται. Ωστόσο, αυτό αφορά κύρια τους Ευρωπαϊκούς χώρους και τα συλλογικά υποκείμενα με Γερμανικές ιστορικές αναφορές. Στις δε ΗΠΑ αφορά επιστημονικές και πολιτικές συλλογικότητες με πολιτισμική και πολιτική συνέχεια τέτοιων αναφορών.

Οι προσδιορισμοί του Γκράμσι επί του Αμερικανισμού διατηρούν την εγκυρότητά τους, ώστε η κεντρική γραμμή ανάλυσης και κατανόησής του έχει να κάνει με την πάλη του Βιομηχανισμού κατά του Ουμανισμού, με το ίδιο το προτσές του τεχνολογικοβιομηχανικού εξορθολογισμού.16 Από την άλλη, αυτό είναι και το περιεχομενικό κριτήριο του ίδιου του Αμερικανισμού. Επομένως, ο Αμερικανισμός αναπτύσσεται στις τρίτες ως προς τις ΗΠΑ χώρες με προσίδιους όρους και προσίδιες στρατηγικές προς την “Παθητική Επανάσταση”17.

Αν ο Αμερικανισμός κατά τα τελευταία 15 χρόνια ιδωθεί στην χώρα παραγωγής του, τότε όχι μόνο παρατηρείται σχετική θραύση της ενότητας μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, κάτι που ιδεολογικά φαίνεται σε καλλιέργεια μορφών θρησκευτικού κράτους, ενώ οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που το είχε λύσει αυτό ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και διαφοροποιήσεις ως προς τις ποιότητες των παραγωγικών δυνάμεων.

Στην οπτική του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, ο Αμερικανισμός εμφανίζεται ως προς τις τρίτες χώρες κύρια μέσα από τις βιομηχανίες όπλων και πολεμικών συστημάτων, μέσα από την βιομηχανία πληροφορικής, υψηλής τεχνολογίας και αυτοματισμών, μέσα από την αυτοκινητοβιομηχανία, και μέσα από την λειτουργία του προσίδιου χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά.

Η υστέρηση σε σύγκριση με το παρελθόν αρχίζει και παρατηρείται στους τομείς της βιομηχανίας τεχνολογίας κλπ, κάτι που επιδρά στο σχετικό κατέβασμα της βιομηχανίας μουσικής, κινηματογράφου, τηλεόρασης κλπ, σε σύγκριση με αυτό που ήταν κατά τις δεκαετίες 1970-2000.

Ως νέο πεδίο επέκτασης και κερδοφορίας, με εξελικτικά στρατηγικό χαρακτήρα αναδεικνύεται η βιομηχανία εκτογεννήσεων, γενετικής μηχανικής και παραγωγής γονιδιώματος.18 Αυτό συνδέεται με σχετικά μη διαμεσολαβημένο τρόπο με τον ανταγωνισμό για τον έλεγχο των γεννήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, επομένως και με τους συσχετισμούς δημογραφικής και πληθυσμιακής ισχύος. Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη αυτής της βιομηχανίας, ως οργανικού και αναπόσπαστου τομέα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στην δομή και στην κοινωνική λειτουργία της συμβατικής αστικής οικογένειας, και συνολικά στον ρόλο που επιτελούσε ο οικογενειακός μονοπυρηνισμός, όσον αφορά την διαμόρφωση και αναπαραγωγή αδιαίρετης εργατικής δύναμης και υποκειμένων ιντελιγκέντσιας.

Από μόνη της αυτή η ανάπτυξη επιθέτει έναν νέο εννοιολογικό ορίζοντα κατανόησης, εξήγησης και μετασχηματισμού των σχέσεων εντός της πολιτικής κοινωνίας.

Σε ένα συνολικότερο επίπεδο, στις χώρες με πολιτική κοινωνία, η οποία έχει προσχωρήσει, ή αν προτιμάτε, έχει εγκολπωθεί/αποικιοποιηθεί από τον Αμερικανισμό, παρατηρούνται δύο τύποι συγκροτήσεων: το κοινοτικό και το μητροπολιτικό, άλλοτε σε αρμονία μεταξύ τους, και άλλοτε σε αντίθεση, αναλόγως αφενός της γενικότερης πολιτισμικής ανάπτυξης αμφοτέρων, και αφετέρου του βαθμού ανάπτυξης του ειδικού προσδιορισμού του κοινοτικού, που είναι σε άμεση συνάρτηση με την ίδια την ενταξιακή δυνατότητα, την προσδιοριστική ικανότητα του μητροπολιτικού.

Ωστόσο, μέσα από μια ταξική οπτική, η κοινωνική δυναμική του Αμερικανισμού είναι μη διαμεσολαβημένα συναφής στην ύπαρξη και λειτουργία των κοινών (commons) των Μητροπόλεων των ΗΠΑ, ανεξάρτητα τι μορφή έχουν και σε ποιούς τομείς της πραγματικής παραγωγής αναπτύσσουν την δραστηριότητά τους. Αδιαμφισβήτητα, επί δεκαετίες αυτό ήταν και είναι ένα πεδίο υπεροχής του Αμερικανισμού με σημείο αναφορά την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Είναι σημαντικό να κατανοηθεί, ότι οι ΗΠΑ τόσο επί Διοίκησης Ομπάμα, όσο και επί Διοίκησης Τραμπ διήλθαν ενός παρατεταμένου χρονικά Πολιτικού Πολέμου με σχετικά σαφή, ευκρινή και διακριτά ταξικά χαρακτηριστικά, που σε οξυμένες στιγμές έφτασε έως τα όρια του ταξικού πολέμου. Φρονούμε, ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, κι αυτό έχει να κάνει με τους μυστικοποιητικούς ιδεολογικούς όρους διά των οποίων αφαιρετικοποιούταν η δοσμένη ταξική αντιπαράθεση και κυρίως δι' αυτών εξωτερικευόταν. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ανά περιστάσεις ήταν τέτοια η σφοδρότητα των συγκρούσεων, ώστε πίσω απέμειναν μόνο κοινωνικά και πολιτισμικά ερείπια. Ωστόσο, η πρόσφατη απεργία στην αυτοκινητοβιομηχανία αναδεικνύει ότι η συγκεντρωμένη εργοστασιακή εργατική τάξη της χώρας έχει την απαιτούμενη ψυχραιμία και προβλεπτική ικανότητα. Εκτιμούμε, ότι η απεργία αυτή συνιστά ένα turning point ως προς το παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

Σε γενικό επίπεδο, το πρόβλημα του Αμερικανισμού δεν είναι τόσο εσωτερικά οικονομικό, ούτε έχει να κάνει με μια υποτιθέμενη επαπειλούμενη κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά. Το πρόβλημά του είναι πρόβλημα πολιτικό, πρόβλημα ισορροπίας δυνάμεων, κι έχει να κάνει με το ότι οι Αμερικανικές πολεμικές σκοπιμότητες εμφανίζονται στις τρίτες χώρες ως μη έχουσες σκοπό. Το κεντρικό ζήτημα είναι, ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις ο Αμερικανισμός τείνει να εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την μορφή και τις πρακτικές της δημιουργικής καταστροφής, κάτι του οποίου η συχνότητα το έχει καταστήσει απεχθές.

Όλ' αυτά επηρεάζουν σφόδρα την ίδια την πραγματική συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας στις άλλες Δυτικές χώρες, καθ' όσον δημιουργούν εμπόλεμες συνθήκες αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, χωρίς εμφανή διέξοδο. Από το σημείο θέασης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας είναι κάτι λυμένο, απ' την στιγμή που έχει να κάνει με τον ίδιο τον ταυτολογικό χαρακτήρα της αξίας. Όμως, οι πλατιές μάζες του δεύτερου κόσμου, κυρίως όσες δεν έχουν ενταχθεί στην σύγχρονη παραγωγή με ειδικά προσδιορισμένο τρόπο, δεν σκέφτονται με όρους επέκτασης και αυτοπολλαπλασιασμού της αξίας.

Η απατηλή εμμονή του Πλανητικοποιημένου Εθνισμού

Στις πολιτικές κοινωνίες Ευρωπαϊκών χωρών με μεσαίο βαθμό ανάπτυξης είχε ήδη από τα μισά του 19ου αιώνα φανερωθεί μια συγκεκριμένη τάση εθνισμού, ο οποίος είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τις δημοκρατικές περιπτώσεις του Γερμανικού, του Ιταλικού, ή ακόμη και του Πολωνικού εθνικού κινήματος.

Ανάλογα της γεωγραφικής θέσης, της φυλετικής καταγωγής και των θρησκευτικών διαφοροποιήσεων, αυτό εμφανιζόταν κύρια με τις μορφές του Δημοκρατικού Πανσλαβισμού και του Σιωνισμού. Αμφότερα αυτά τα ρεύματα συμμετείχαν εντός του κινήματος της εποχής και της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, και κατά τόπους πρωταγωνιστούσαν.19

Στο κριτικό κείμενο του Ένγκελς εν τω μέσω της Επανάστασης του 1848 εντοπίζονται ως κεντρικές ιδεολογικές συνιστώσες αυτών των τάσεων οι αξιώσεις για «γενική Λαϊκή Αδελφοσύνη», για «ευρωπαϊκή Ομοσπονδιακή Ρεπούμπλικα», για «αέναη Παγκόσμια Ειρήνη». Η ιδεολογία της «ανοικτής κοινωνίας» και της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης έχει την ρίζα της σ’ αυτό.

Η ιδιότυπη κατηγορία της πολιτικής κοινωνίας που προβάλλεται σε αυτό, είναι ο χωρίς ιστορία λαός (Geschichtslose Völker).20 Επ’ αυτού δεν πρόκειται για ανιστορικούς λαούς, αλλά για λαούς των οποίων η (φενακισμένη) Αυτοσυνειδησία στην μορφή της πραγμάτωσης της Ιδέας των περί της Ιστορίας των παραμένει αιρετική, απαγορευμένη, παραγκωνισμένη από τα κυρίαρχα έθνη. Μια σειρά εθνικισμών μετά τον ΠΠΑ (κύρια ο Ελλαδικός, ο Σερβικός, ο Αρμενικός, ο Ισραηλινός, ο Παλαιστινιακός) απέδωσαν την δικαιολογητική βάση της ίδιας της προς το εξωτερικό πολιτικής ύπαρξης και της προσδοκίας επέκτασής των, σ’ αυτήν την κατηγορία.

Στο επίπεδο του εφαρμοσμένου Ιδεολογικού συχνά λαμβάνει την μορφή του Μεσσιανικού/Σωτηριολογικού σχήματος της καταστροφής-απολύτρωσης, το οποίο εξέφρασαν διανοητές σαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Γκέρσχομ Σχόλεμ, όπου ο Σιωνισμός εμφανίζεται στην εργώδη Πνευματική μορφή του ως Φιλοσοφία της Ιστορίας.21

Αυτό συγκροτεί αφ’ εαυτώ πολιτική κοινωνία, αλλά με μια εν κρυπτώ διάσταση, η οποία φιλοδοξεί να υπερβεί τόσο τους ίδιους τους ιστορικιστικούς περιορισμούς, όσο και τους αντικειμενικούς: το καταπιεσμένο Έθνος ως Οικούμενον, στην πλήρη ανάπτυξή του ως πλανητικοποιημένο Έθνος. Εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι αυτό είναι άμεσα συναφές στην πολιτική και επιχειρηματική λειτουργία των λόμπι και των προσίδιων παράπλευρων κέντρων λήψης αποφάσεων.

Ο Oικουμενισμός/Ενισμός ως συγκροτητική αρχή αυτής της εκδοχής πολιτικής κοινωνίας ανευρίσκεται στην τάση αντικατάστασης της Αγίας Οικογένειας από την Αγία Ιστορία.22

Εκεί που η Αγία Οικογένεια γύρευε τον Κομμουνισμό στα Ευαγγέλια, η Αγία Ιστορία γυρεύει τον πολιτικό Κομμουνισμό στην ίδια την προς τα πίσω στραμμένη ερμηνεία της. Εκεί που η Αγία Οικογένεια ξεκινούσε από τον πραγματικό Ουμανισμό, η Αγία Ιστορία ξεκινά από τον θεωρησιακό Ιδεαλισμό, απ’ την Αυτοσυνειδησία. Η κεντρική διαφοροποίηση από την Έκβαση της Κλασικής Ντόιτς Φιλοσοφίας είναι, ότι στον Φόυερμπαχ το Μέλλον είναι Έλευσις, αυτό που έρχεται, ενώ στον πρωτότυπο εργατικό Σιωνισμό, Μέλλον είναι η Συνέπεια αυτού, το οποίο έχει συμβεί.23

Στο εφαρμοσμένο επίπεδο λαμβάνει μια πιο απτή Συντακτική μορφή, αυτή της Αγίας Βασιλείας, επομένως το Ουμανιστικό πρόβλημα λύνεται στο μέτρο που όλα τα ανθρώπινα όντα καθίστανται υποκείμενα της Αγίας Βασιλείας. Συνεπακόλουθα, δι’ αυτού του τρόπου επιλύεται και το Ιουδαϊκό Ζήτημα, ως ζήτημα τυπικής ισότητας.24 Δεν απέχει πολύ από την Βικτωριανή συντακτική πλαισίωση της Ιστορικής πολιτικής κοινωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Μπορεί να εκληφθεί ως μόνο μια έκφρασή του.

Στον πρωτότυπο εργατικό Σιωνισμό, το επί μέρους θρησκευτικό δόγμα εντός του συνολικού Μονοθεϊσμού είναι αδιάφορο: ο Μονοθεϊσμός είναι Σιωνισμός: Ιουδαίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι είναι εξ ίσου συμμέτοχοι της Αγίας Ιστορίας, εξ ίσου ίσοι στο μέτρο που υπόκεινται στην Αγία Βασιλεία.25 Σε αυτό, η Αγία Ιστορία καθίσταται διαδικασία υποκειμενοποίησης των διασπάσεων της ανθρωπινότητας.

Ωστόσο, αυτή η υπό την Βασιλεία δημοκρατική, ισότιμη πολιτική κοινωνία διαθέτει έναν εσωτερικό, κρυπτικό πολιτισμικό καθορισμό, που έχει να κάνει με την ίδια την Παλαιστινιακή/Ιουδαϊκή Ιστορία, από την σκοπιά του ιστορικού υλισμού με την ίδια την δουλοκτησία. Σε αυτήν την οπτική, ο χωρίς Ιστορία λαός, είναι ο λαός χωρίς Ελευθερία.

Καθώς ο Ες απομακρύνθηκε από τον Εργατικό Διεθνισμό, θεμελίωσε τον καθαρό εθνικό Σιωνισμό ως το ιστορικοπολιτισμικό εκκρεμές μεταξύ Ρώμης και Ιερουσαλήμ, τραβώντας μια γραμμή ακατανόητης αντίθεσης προς την αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και πολιτική ιστορία.26 Αλήθεια, ποιος μπορεί να οραματισθεί μια πολιτική κοινωνία, αντιθετικά διακείμενη προς τον υλισμό και την κοσμολογία της Ιωνίας και της Νότιας Ιταλίας, προς τους Πλατωνικούς Διαλόγους, προς τις Ιστορίες του Θουκυδίδη, προς τα Πολιτικά του Αριστοτέλη;

Το εν λόγω έργο του Ες διέπεται από εσχατολογική και καταστροφολογική αγωνία. Η Σωτηριακή μορφή αυτής της δοσμένης πολιτικής κοινωνίας είναι το ίδιο το Οικούμενον, η πλανητικοποιημένη διασύνδεση.27

Οι ιδεολογικές φορεσιές και τα ιδεολογικά προσωπεία αγοράζονται και πωλούνται, για να αλλάζουν ιδιοκτήτες, ανεξάρτητα της φύσεως των τελευταίων. Αυτό σημαίνει, ότι την ιδεολογία του καθαρού εθνικού Σιωνισμού μπορεί κάλιστα να την εκφράζει ένας νεωτερικός Γερμανός εθνικιστής, αλλάζοντας μόνο την λέξη Ισραήλ με την λέξη Γερμανία, και την λέξη Ιουδαίοι με την λέξη Γερμανοί. Το ίδιο ισχύει και για κάθε τέτοιου είδους εθνικισμό. Ωστόσο, αλλάζοντας μόνο τις ονομασίες, δεν σημαίνει ότι το περιεχόμενο δεν μένει απαράλλαχτο.

Αυτό πρωτίστως ισχύει και για την ίδια την πρωτότυπη Ελληνικότητα, κατανοούμενη ως αιώνια και ατελεύτητη ανατρεπτική αντεθνική συνέχεια παραγωγής Φιλοσοφίας, Σκέψης, Κουλτούρας: δηλαδή, στο μέτρο που εγκολπώνει τα μοτίβα του νεωτερικού εθνισμού (ανεξαρτήτως των ονομασιών που μετέρχεται κάθε φορά), τόσο θα εισέρχεται στην ζώνη διακινδύνευσης του Οντολογικού περιεχομένου και του Κοσμολογικού χαρακτήρα της.

Λειτουργικότητες της Έννοιας

Η Έννοια είναι η θεμελιακή συνθήκη της πολιτικής κοινωνίας. Εντός της πολιτικής κοινωνίας η Έννοια αναπτύσσεται ως μια επικοινωνιακή δυναμική: εκείνο που προσδίδει νόημα στην λεκτική εκφορά των τυπικών, ανταλλακτικών σχέσεων, και κατ’ αυτόν τον τρόπο οι καθημερινές, αδιάφορες σχέσεις γίνονται σχέσεις του συστήματος τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο –εκείνο που προκαλεί την ενεργοποίηση ενός αδιόρατου, αλλά Φαινομενολογικού επιπέδου επανασυγκρότησης των σχέσεων.

Απ’ αυτήν την σκοπιά, η Έννοια είναι μια διασπαστική δυναμική ως προς την Αφαίρεση της πολιτικής κοινωνίας ως Έθνους. Αυτό φαίνεται πιο εύκολα στο επίπεδο της επίσημης και ανεπίσημης Σωματειακής Ζωής. Η αόρατη societas οπαδών του Μαύρου Σαββάτου, τα σωματεία του Βαλαχικού Ρομαντισμού, ο σύνδεσμος πραγματώσεων των ηρώων της Μάρβελ, η Εκατική διάχυση εργατριών, αναπτύσσονται εντός της πολιτικής κοινωνίας, αλλά σε σχετική διάκριση προς αυτήν, επειδή θεμελιώνουν την ύπαρξη και την λειτουργία τους περισσότερο στην Έννοια, παρά στην πολιτική κοινωνία εν εαυτή, ώστε σε αυτό η κοινωνική οργανωτικότητα γύρω από την Έννοια φτάνει έως το σημείο οργάνωσης μιας μερικής πολιτικής κοινωνίας.

Στην συνολικότητά του, σε μια προηγμένη πολιτική κοινωνία η κεντρική Έννοια είναι η Ιστορία ως πραγμάτωση της Ελευθερίας.

Σε όλο αυτό, το ζήτημα της Ελευθερίας, τόσο με την μορφή της πολιτικοδημοκρατικής συνειδητότητας, όσο και με την μορφή του Λιμπερτινισμού, της ελευθεριακότητας, επανέρχεται.

Η οντοκοσμολογική δυναμική του έχει να κάνει με την ίδια την υποτιθέμενη αιώνια επιστροφή: η μέσα στον χώρο επανάληψη της παρελθούσης εαυτότητάς μας (κάτι που έχει την υλικότητά του στην Κβαντική Αναβίωση)28 είναι η ενεργοποίηση του δι’ εαυτώ: η συνθήκη ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Όσο αυτό γίνεται αποδεκτό και σεβαστό απ' τους ως προς ημάς τρίτους, όσο de facto επιβάλλεται, τόσο το υπαρκτικό εἶναι της ίδιας της προηγμένης πολιτικής κοινωνίας απολαμβάνει επέκταση.

Ο ειδικά προσδιορισμένος τρόπος πραγμάτωσης, υλοποίησής του, είναι σε πρώτο χρόνο κάτι αδιάφορο: μέχρι κι ο κομμουνισμός των πνευμάτων, ως τρόπος συλλογικής οργάνωσης υπαρκτών επιθυμιών σε βιομηχανικοποιητικό χώρο είναι μια δι’ εαυτή πολιτική κοινωνία -και πιθανόν, η μόνη δυνατή τέτοια κοινωνία σε παρηκμασμένες καπιταλιστικές συνθήκες αναπαραγωγής.29







1 Το αφηρημένο στον προηγμένο τεχνολογικά καπιταλισμό έχει αναπτύξει τόσο μεγάλη δυνητικότητα πραγματώσεων, λόγω της όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικοποίησης της αφηρημένης εργασίας, ώστε επιδρά ως δυναμική διαμεσολάβησης με πραγματικό τρόπο ακόμα και στις πρωταρχικές δραστηριότητες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Βλ. Luciana Parisi, Abstract Sex: Philosophy, Bio-Technology and the Mutations of Desire, Continuum, London, New York, 2004.

2 Βλ. Antonio Gramsci, Selections from Prison Notebooks: Problems of Marxism, Hegemony of Western Culture over the whole World Culture, 8. The philosophy of praxis as the result and the crowning point of all previous history, The Electric Book Company Ltd, London, 1999, p. 766, απόσπασμα: “Εκ της κριτικής του Εγελιανισμού εγέρθη ο μοντέρνος ιδεαλισμός και η φιλοσοφία της πράξης. Ο Εγελιανός εμμενισμός γίνεται ιστορικισμός, όμως είναι απόλυτος ιστορικισμός μόνο με την φιλοσοφία της πράξης –απόλυτος ιστορικισμός ή απόλυτος ουμανισμός”.

3 Βλ. Richard Barbrook and Andy Cameron, «The Californian Ideology», 995-09, Mute Vol 1 #3 CODE.

4 Βλ. Nick Land, Fanged Nooumena. Collected Writtings 1987-2007, edited by Robin Mackay and Ray Brassier, Urbanomic sequence, UK, 2012, Ccru Writings 1997-2003, Time Spiral Press 2015, Vincent Le, Invaders from the Future: The CCRU and Their Legacy, Schedule: 6.30-8.30pm. 5 Mondays starting June 17, Location: CAN, 180 Palmerston St, Carlton.

5 Ενδεικτικά βλ. https://read.dukeupress.edu/new-german-critique/pages/About

6 Ludwig Feuerbach, Grundsätze der Philosophie der Zukunft, §46, απόσπασμα.

7 Βλ. Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Wissenschaft der Logik, Erster Teil. Die objektive Logik, Erstes Buch: Die Lehre vom Sein, Erster Abschnitt: Bestimmtheit (Qualität), Erstes Kapitel: Sein, B. Nichts.

8 Βλ. του ιδίου, Phänomenologie des Geistes, C. (BB) Der Geist, VI. Der Geist,

9 Παράβαλε Theodor W. Adorno, Negative Dialektik, Erster Teil, Das ontologische Bedürfnis, Ontologie verordnet, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main 1966, pp. 93-94, απόσπασμα: “Ουδόλως η Οντολογία τρέχει την προγραφείσα Κοινωνία κάπου που εμφανίζεται τόσο αναρχική στην εισέτι μη έλλογη Συμπτωματικότητα της Ενικής μοίρας. Όμως, η συγκεκριμενοποιημένη Νομοτελειακότητά της είναι το Αντίβαρο μιας Κατάστασης του Υπαρκτικού εἶναι, που εντός της ένας θα μπορούσε να ζήσει άνευ Αγωνίας. Το αίσθημα του οντολογικού Σχεδίου προβάλλει αυτό στα Θύματα, στα Υποκείμενα, και παραλυμένα στα πεταχτά εξάγεται η Υποψία της αντικειμενικής Αρνητικότητας μέσω της Πρεσβείας της ίδιας της Τάξεως, απ’ ευθείας στο πιο αφηρημένο, στο Φτιάξιμο του εἶναι”.

10 Βλ. Hegel, οπ., C. (DD) Das absolute Wissen, VIII. Das absolute Wissen.

11 Βλ. οπ, C. (BB) Der Geist, VI. Der Geist, A. Der wahre Geist. Die Sittlichkeit.

12 Βλ. Reignition. Nick Land’s Writtings (2011-). Tome II. The Dark Enlightenment: Neoreactionaries Head for the Exit. Block 1. Dark Enlightenment, edited by Uriel Fiori, pp. 18-19.

13 Βλ. Bryce Laliberte (επιμ.), The high theory of neoreaction, Neoreactionary Canon (συλλογικό) Februrary 1, 2014.

14 Βλ. Mencius Moldbug, An Open Letter to Open-Minded Progressives, Chapter 9. How to Uninstall a Cathedral, June 12 2008, σε https://www.unqualified-reservations.org/2008/06/ol9-how-to-uninstall-cathedral/, απόσπασμα: “An America where every progressive in any position of influence or authority was replaced by an equal and opposite fundamentalist, and vice versa, is one you would have no hesitation in describing as a fundamentalist theocracy. Which implies quite inexorably that the America we do live in, the real one, can be fairly described as a progressive atheocracy—that is, a system of government based on an official areligion, progressivism.

This areligion is maintained and propagated by the decentralized system of quasiofficial “educational” institutions which we, here at UR, have learned to call the Cathedral. In this chapter, we’ll look, purely in a theoretical manner of course, at what it might take to get rid of this thing. If you find the exercise unpalatable, dear open-minded progressive, just snap the Fundamentalens back on and imagine you’re trying to free your government from the icy, inexorable grip of Jesus. (Or the Pope. The resemblance between anti-fundamentalism and its older brother, anti-Catholicism, may be too obvious to mention—but I should mention it anyway)”.

15 Βλ. Nick Land, οπ., απόσπασμα: “Firstly, it is essential to squash the democratic myth that a state ‘belongs’ to the citizenry. The point of neo-cameralism is to buy out the real stakeholders in sovereign power, not to perpetuate sentimental lies about mass enfranchisement. Unless ownership of the state is formally transferred into the hands of its actual rulers, the neo-cameral transition will simply not take place, power will remain in the shadows, and the democratic farce will continue.

So, secondly, the ruling class must be plausibly identified. It should be noted immediately, in contradistinction to Marxist principles of social analysis, that this is not the ‘capitalist bourgeoisie’. Logically, it cannot be. The power of the business class is already clearly formalized, in monetary terms, so the identification of capital with political power is perfectly redundant. It is necessary to ask, rather, who do capitalists pay for political favors, how much these favors are potentially worth, and how the authority to grant them is distributed. This requires, with a minimum of moral irritation, that the entire social landscape of political bribery (‘lobbying’) is exactly mapped, and the administrative, legislative, judicial, media, and academic privileges accessed by such bribes are converted into fungible shares. Insofar as voters are worth bribing, there is no need to entirely exclude them from this calculation, although their portion of sovereignty will be estimated with appropriate derision. The conclusion of this exercise is the mapping of a ruling entity that is the truly dominant instance of the democratic polity. Moldbug calls it the Cathedral”.

16 Βλ. Gramsci, οπ., II. Notes on Politics, 3. Americanism and Fordism, pp. 558-622.

17 Βλ. οπ., I. Problems of History and Culture, 3. Notes on Italian History, The Concept of Passive Revolution, pp. 289-300.

18 Ενδεικτικά βλ. Marion Abecassis, «Artificial Wombs: The Third Era of Human Reproduction and the Likely Impact on French and U.S. Law», Hastings Women’s Law Journal, Volume 27, Article 1, Number 1 Winter 2016, pp. 3-27, Szustakowski, J.D., Balasubramanian, S., Kvikstad, E. et al. Advancing human genetics research and drug discovery through exome sequencing of the UK Biobank. Nat Genet 53, 942–948 (2021), Human Genetics Market: Global Industry Analysis and Forecast (2023-2029) σε https://www.maximizemarketresearch.com/market-report/human-genetics-market/194036/

19 Βλ. Friedrich Engels, Der demokratische Panslawismus, Neue Rheinische Zeitung, Nr. 222, vom 15. Februar 1849, Revolution und Konterrevolution in Deutschland, IX. Der Panslawismus - Der Krieg in Schleswig-Holstein (London, Februar 1852), Geschrieben August 1851 bis September 1852. Aus: "New-York Daily Tribune", Deutschland und der Panslawismus, Neue Oder Zeitung, Nr. 185 vom 21 April 1855, παράβαλε Β.Ι. Λένιν, Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, 23 Αυγούστου 1915, Sotsial-Demokrat αριθ. 44.

20 Βλ. Roman Rosdolsky, Friedrich Engels und das Problem der "Geschichtslosen" Völker: Die Nationalitätenfrage in der Revolution 1848-1849 im Lichte der "Neuen Rheinischen Zeitung”, Verlag für Literatur und Zeitgeschehen GmbH, 1964.

21 Βλ. Walter Benjamin, Über den Begriff der Geschichte (1940), Gershom Sholem, On History and Philosophy of History, Naharaim: Journal for German-Jewish Literature and Cultural History, v. 1–2 (2011), pp. 1–7.

22 Βλ. Moses Hess, The Holy History of Mankind and Other Writtings, Translated and Edited by Shlomo Avineri, Cambridge University Press, Cambridge, New York, Melbourne, Madrid, Cape Town, Singapore, São Paulo, 2004.

23 Βλ. οπ., Part Two. The Future, as the Consequence of what has Happened, pp. 59 επ.

24 Βλ οπ., First Chapter: The Natural Striving of Our Age or the Foundation of the Holy Kingdom, Second Chapter: Our Present Plight as the Mediator of the Foundation of the Kingdom, pp. 59-84.

25 Παράβαλε Ernst Bloch, Atheismus im Christentum. Zur Religion des Exodus und des Reichs, Gesamtausgabe in 16 Bänden, Band 14.

26 Βλ. Moses Hess, Rome and Jerusalem. A Study in Jewish Nationalism. Translated from the German with Introduction and Notes by Meyer Waxman, Bloch Publishing Company “The Jewish Book Concern”, New York, 1918, και στο ίδιο, Epilogue. I. Hellenes and Hebrews, pp. 179-185.

27 Ενδεικτικά βλ. οπ., Second Letter, Twelfth Letter, pp. 44-49, 160-178 αντίστοιχα.

28 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Quantum_revival

29 Βλ. Joseph Albernaz, Introduction: Friedrich Hölderlin’s “Communism of Spirits”, The Germanic Review: Literature, Culture, Theory, 97:1, 9 May 2022, 1-4, https://my-blackout.com/2023/06/23/communism-of-spirits-documents-1-3/




Η Εργατική Κομμουνιστική Οικοδόμηση στο Μητροπολιτικό Λονδίνο


Ανακαλώ, ότι κάποια φορά ένας σύντροφος μου είπε για ένα της επιθεώρησης των εργοστασίων που ήθελε να συνδράμει τους Σοσιαλδημοκράτες, και στ’ αλήθεια το έκανε, αλλά παραπονέθηκε με πίκρα ότι δεν γνώριζε, αν η “πληροφόρησή” του έφτασε στο πρέπον επαναστατικό κέντρο, κατά πόσο η συνδρομή του απαιτείτο, και τι πιθανότητες υπήρχαν για να αξιοποιήσουν τις μικρές και ταπεινές υπηρεσίες του”. Λένιν, Τι Να Κάνουμε. Τα Φλέγοντα Ζητήματα του Κινήματός μας, IV. Ο Πρωτογονισμός των Οικονομιστών και η Οργάνωση των Επαναστατών, Δ. Ο Σκοπός της Οργανωτικής Δουλειάς, (1901-1902), απόσπασμα



Η πρακτική οικοδόμησης εργατικής κομμουνιστικής οργάνωσης στο Δυτικό Λονδίνο πατάει πάνω σε συγκεκριμένα προτσές και είναι αδιαμεσολάβητο απότοκο του απεργιακού κινήματος και της ανάπτυξης της ταξικής πάλης κατά το τελευταίο 1,5 έτος. Δεν θα ήτο δυνατή, αν δεν είχε προηγηθεί η κομμουνική εμπειρία, και η συλλογική ταξική ανάλυση και επίγνωση τόσο της εξέγερσης του 2011, όσο και των κεντρικών και κομβικών διαστάσεων και συνεπειών του Brexit.

Μπορεί επίσης να προστεθεί και η παράμετρος, ότι αυτή η οικοδόμηση είναι εφικτή λόγω της αποστασιοποίησης από την διεξαγωγή των time wars, που είχε επιβληθεί κατά τα χρόνια 1993-2011, ήτοι στο επίπεδο του συγκεκριμένου πολιτικού λόγω της αποστασιοποίησης από τον δυισμό του (anti-)global, κάτι το οποίο στην πολιτική οικονομία είναι μόνο η συγκεκριμένη διαμεσολάβηση της ψηφιοποιημένης ονομαστικής αξίας και του αφαιρετικοποιημένου γινόμενου κεφαλαίου στις λειτουργίες της παγκόσμιας αγοράς, κάτι που έχει παρακμάσει μόνο σε έναν αγώνα για το σώσιμο ποσοτήτων ονομαστικής αξίας. Επ’ αυτού, η επαναστατική, η ανατρεπτική πρακτική βαθαίνει και γίνεται πιο συνειδητά ταξική, καθ’ όσον η αποστασιοποίηση από τους χρονικούς πολέμους ανυψώνεται στην κατάργησή των, και στον διαχωρισμό από την κοινωνική λειτουργία της ονομαστικής αξίας per se.

Η οργανωτική δουλειά της οικοδόμησης κομμουνιστικής οργάνωσης είναι σχετικά τροποποιημένη από την εμπειρία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, και σχετικά διαφοροποιημένη από την εμπειρία του ΣΔΕΚΡ. Η κύρια τροποποίηση από την εμπειρία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών είναι το άπλωμα στον χωροχρόνο και όχι τόσο η παρέμβαση στα σημεία συμπύκνωσης των μπουρζουάδικων αντιθέσεων. Από την άλλη, η κύρια διαφοροποίηση απ’ την εμπειρία του ΣΔΕΚΡ, είναι ότι το σημείο εκκίνησης είναι η μη διαμεσολαβημένη πραγματικότητα του εργοστασίου, του χώρου εργασίας, της εργατογειτονιάς, της απεργίας, και όχι ο ιδεολογικός χώρος και η πολιτική μόρφωση fur sich (: η με εργατικό τρόπο οργάνωση της άμεσης παραγωγικής δύναμης της επιστήμης, κάτι που επετεύχθη στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Εργασίας).

Απ’ αυτήν την άποψη, στο Ανατολικό Λονδίνο, όπου το οργανωτικά νέο ήλθε με την μορφή του συμβουλίου, το όποιο προτέρημα έχει να κάνει αφενός με την σχετικά μεγαλύτερη ικανότητα αδιαμεσολάβητων επαφών και κυβερ-συνδέσεων στην Γενική Νοημοσύνη, σε λειτουργικότητες του Συλλογικού Εργάτη, και αφετέρου με την εκ της ίδιας της ποιότητάς του μεγαλύτερη ικανότητα παραγωγής και επιβολής εργατικής κανονικότητας.

Ωστόσο, δεν είναι ζήτημα σύγκρισης ή ζυγιάσματος. Κι αυτό γιατί στα δυτικά η μορφή της οργάνωσης επελέγη από τα ίδια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις ιδιοτυπίες αυτών των Λονδρέζικων περιοχών:

Από το Heathrow και το Hammersmith (η πιο κλασσική περιοχή της εργατικής τάξης στο Δυτικό Λονδίνο με σχετικά ανεξάρτητα οικιστικά, πληθυσμιακά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ως προς το κέντρο) έως το Camden εντοπίζεται μεγαλύτερη συνθετότητα και ανομοιογένεια, απ’ ότι στο Ανατολικό Λονδίνο. Στο δυτικό Λονδίνο, όσο κατευθύνεσαι προς το κέντρο, στον ίδιο συνεχή μητροπολιτικό ιστό γειτονιές εργατών σε κατασκευές, σε τοπικές βιομηχανικές ζώνες διαδέχονται από σχετικά εξευγενισμένες γειτονιές Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών και φοιτητών με πλειοψηφικό το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ ξεχωρίζουν οι παραδοσιακά μπουρζουάδικες περιοχές του Kensington και του Chelsea, με την πληθώρα δημοσίων υπαλλήλων, γραφειοκρατών και ανθρώπων των υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει, ότι από την μια πρέπει να επικεντρώσεις στην μακρά βιομηχανική και επιχειρησιακή ζώνη μεταξύ Heathrow, Hammersmith και κέντρου, που εκτείνεται ένθεν και ένθεν των γραμμών του tube, και από την άλλη εκ των πραγμάτων πρέπει να διαχειριστείς υβριδικές τεχνοπολιτισμικά καταστάσεις, που προξενούνται στις εξευγενισμένες γειτονιές των σχετικά νεοφερμένων.

Οι καταστάσεις και τα πράγματα στο Ανατολικό Λονδίνο είναι πιο απλά, καθ’ όσον είναι επιχειρησιακά χαρτογραφημένά στις αδρές γραμμές τους από την ύστερη Βικτωριανή Εποχή, αλλά σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι πιο άμεσα, πιο βίαια, πιο σκοτεινά, πιο επικίνδυνα.

Σε αυτές τις υλικοπραγματικές συνθήκες, όχι μόνο η σύγχρονη ανάπτυξη της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, όχι μόνο η άμεση επίγνωση και ανάλυση της κατάστασης της εργατικής τάξης στις εν λόγω περιοχές μέσα κι έξω από τα εργοστάσια, αλλά και η συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση, είναι sine qua non για την ίδια την θεμελίωση της έμπρακτης αλληλεγγύης μεταξύ των συμμετεχόντων στις συλλογικότητες και στις οργανώσεις.

Έτσι, παρότι το Εργατικό Κόμμα βγαίνει σχετικά ενισχυμένο σε τοπικό επίπεδο, λόγω των εκλογικών επιδόσεων στις τελευταίες τοπικές εκλογές (5 Μαΐου 2022), ωστόσο, στο επίπεδο των σωματείων και των συνδικάτων οι κεντρικοί συνδικαλιστικοί εκπρόσωποί του –ας μας επιτραπεί η έκφραση- δείχνουν σαν ούφο, ή σαν βγαλμένοι από την ναφθαλίνη των late eighties μπροστά στην ανάπτυξη της πάλης και των δραστηριοτήτων των εργατών.

Μέσα στους εργατικούς αγώνες αναπτύχθηκε μια μεγάλη έκταση εργατικής συνειδητότητας, όπου η κεντρική διαφοροποίηση έχει να κάνει με την μη υπέρβαση θεμάτων από πολιτικές θρησκευτικών ταυτοτήτων, από αφηρημένους φεμινισμούς και φαλλοκρατισμούς, από κολλήματα έμφυλων πολιτικών, από πολιτικές χρώματος δέρματος, και φυσικά από τις εθνικές πολιτικές των χωρών όπου ήταν προ της εγκατάστασής τους.

Στην βαθιά εσωτερικότητα της κατάστασης της εργατικής τάξης φανερώθηκαν οι συστημικοί τρόποι κοινωνικής καθυπόταξης των εργατικών μαζών μέσα από καταχρήσεις ουσιών, εξαρτήσεις από την θρησκεία και κυκλώματα εμπορικού κεφαλαίου, ενδοοικογενειακή βία. Πρέπει να ειπωθεί εμπειρικά –και αυτό είναι ευτύχημα- ότι οι όποιες προκυψάσες μικροπαραβατικότητες είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων άμεσα επανορθώσιμες. Κυρίως, η κοινωνική καθυπόταξη έχει να κάνει με την εργατική νεολαία και επιβάλλεται μέσα από την απλήρωτη δουλειά στις συσκευές κομψής τηλεφωνίας, στην αδιόρατη εκμάθηση μηχανών, στην λατρεία των αλγορίθμων, και φυσικά στους τεχνηέντως καλλιεργούμενους ποικιλώνυμους πολέμους συμμοριών.

Από την άλλη, στην πλατιά και συγκεντρωμένη στον μητροπολιτικό ιστό μάζα της εργατικής τάξης η σχέση με την επίσημη πολιτική είναι σχέση άρνησης και μερικής διαμεσολάβησης, αποκλειστικά στο μέτρο που αφορά και επιδρά στην καθημερινότητά της.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ασκηθεί κριτική σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και θεσμικές παλινωδίες της διακυβέρνησης των Τόρηδων: η πιο κραχτή απ’ αυτές είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου περί υποβάθμισης της τυπικής υπαγωγής των gig εργατών ντελίβερι στην Deliveroo (βλ. Michaelmas Term. [2023] UKSC 43. On appeal from: [2021] EWCA Civ 95, The Supreme Court, JUDGMENT Independent Workers Union of Great Britain (Appellant) v Central Arbitration Committee and another (Respondents), Given on 21 November 2023), κάτι που θα έχει επίδραση τόσο στην ποσότητα της παραγόμενης αξίας, όσο και στο κατέβασμα του συγκριτικού πλεονεκτήματός της. Σ’ αυτό θα πρέπει οι ίδιοι οι θιγόμενοι ταξικά εργάτες να αναζητήσουν τυχόν ευθύνες και στην διοίκηση του Independent Workers Union of Great Britain (IWGB), που διεξήγαγε αυτή την σύγκρουση και τους εκπροσώπησε, καθ’ όσον –απ’ ό,τι φαίνεται- εμφιλοχώρησαν λογικές φορμαλιστικής κατηγοριοποίησης έναντι του απόλυτου κριτηρίου παραγωγής αξίας μέσα από την εργασία μεταφοράς εμπορευμάτων (: το γνωστό μπέρδεμα ταύτισης της μεταφοράς εμπορευμάτων και της εμπορευματικής κυκλοφορίας), κάτι το οποίο στην κριτική της πολιτικής οικονομίας είναι λυμένο αμετάκλητα εδώ και περισσότερα από 150 χρόνια. Παρ’ όλ’ αυτά και σε αυτήν την περίπτωση θα αρκεστούμε να πούμε την γνωστή φράση της Ρόζας για την Κ.Ε και τα λάθη του κινήματος.

“Ο σκελετός του Κεφαλαίου δεν είναι τόσο πολύ η κριτική ανάλυση της οικονομικής θεωρίας του κεφαλαίου, αλλά μάλλον της κοινωνικής σχέσης που αυτή η θεωρία ξεσκεπάζει, μιας σχέσεως κατεστημένης μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων της παραγωγής και μιας προσδιορισμένης κοινωνικής μορφοποίησης, η οποία είναι ο προσδιορισμός ενός συνολικού διαλεκτικού υλικού που εντός του η εργατική τάξη αναπτύσσει την στάση της”. Τόνυ Νέγκρι, Εργοστάσιο Στρατηγικής. 33 Μαθήματα στον Λένιν, 2. Από την Θεωρία του Κεφαλαίου στην Θεωρία της Οργάνωσης, (1) Οικονομική Πάλη και Πολιτική Πάλη: Ταξική Πάλη, απόσπασμα

Εκτιμούμε, ότι στην Λονδρέζικη εμπειρία θα ήτο πολιτικό σφάλμα η ένθεση στο επίκεντρο μιας ανταγωνιστικής στην οικονομική θεωρία του κεφαλαίου ενικής/μοναδικής σχέσεως, μιας μοναδικά/ενικά αντι-καπιταλιστικής σχέσεως. Αντίθετα, όπως το θέτει ο Τόνυ, είναι δόκιμο τουλάχιστον η οργάνωση (στην θεωρησιακή, εννοιολογική δυναμική της) να αναπτυχθεί ως σύνολο εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων, στον ίδιο χρόνο που τα συμβούλια σχηματικά ίστανται ως Ενγκελσικές σιδηρογροθιές.

Στο ζήτημα όπου εφιστούμε την προσοχή (κάνοντας χρήση της επί του προκειμένου πλήρως απογοητευτικής πρόσφατης εμπειρίας από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και της Νότιας Αμερικής) είναι το ατσάλωμα και το ανέβασμα της νοημοσύνης και της επιχειρησιακής ικανότητας και ετοιμότητας των εργατικών συλλογικοτήτων ενάντια στις cyber-Touring μηχανεύσεις του ρεφορμισμού, του ταξικού συμβιβασμού, και της ταξικής αποστασίας. Επ’ αυτού, αν η μικροαστική, αντεξεγερτική και αντεπαναστατική πολιτική θέλει να καταστεί ο διαστρεβλωτικός καθρέφτης της κομμουνιστικής οικοδόμησης, τότε πρέπει να ξέρει, ότι ο κάθε τέτοιος καθρέφτης θα θραύεται.

 

 

 

 

Ταξική Πάλη, Εργατικές Πολιτικές Επιλογές, Μητροπολιτισμός

 

Είναι γεγονός ότι η εσωτερικότητα των σχέσεων στην Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Αριστερά εδώ και μια 15ετία τουλάχιστον διακατέχεται από το αίσθημα του φθόνου. Σίγουρα, αυτό έχει την ψυχανάλυσή του, ωστόσο με τους όρους μιας σχιζοανάλυσης, μπορεί να ιδωθεί ως οι διακυμάνσεις της εριστικής διαλεκτικής μεταξύ Ταυτότητας και μη Ταυτότητας, μεταξύ Ταυτότητας και Ετερότητας, που προκύπτει από τον σχιζο-διαχωρισμό. Παραδοσιακά, η υπέρβαση εντός της εσωτερικότητας αυτής της σχετικά μόνιμης κατάστασης έχει να κάνει δυτικά του Ρήνου με την ιδεολογική πλειοψηφία του Αλτουσεριανικού Δομισμού. Στον ίδιο χρόνο, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ο σε τελική ανάλυση Γκραμσιανά προσδιορισμένος ιστορικισμός (κύρια ανατολικά του Ρήνου) έδινε κάποιες λύσεις.

Ωστόσο, η εκλογική μετατόπιση προς την Kulturkampf (βλ. εκλογικές επιδόσεις σε Ολλανδία, πολιτικό σύστημα Ουγγαρίας, κατά τόπους εκλογικές επιτυχίες της αντίδρασης στην Γερμανία, ρευστότητα εν όψει των επόμενων εκλογών στην Φραγκική Επικράτεια), κατά κάποιο τρόπο αφοπλίζει ή αποδυναμώνει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Αριστεράς. Παρότι, η κύρια απάντηση πρέπει να δοθεί από τις Φραγκικές δυνάμεις, ήδη εντός των χώρων της Γερμανικής κομμουνιστικής αριστεράς παράγεται μια διακριτή δυναμική ως συνέπεια της διάσπασης του Die Linke.

Από μόνο του το όνομα του νέου κόμματος Vernunft und Gerechtigkeit (πέρα από το ότι προβοκάρει ευνόητα το έργο του Χορκχάιμερ με τίτλο Vernunft und Selbsterhaltung) θέτει με σαφή Διαλεκτικό τρόπο το ζήτημα ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της πολιτικής κοινωνίας των Γερμανικών γαιών, και το ευτυχέστερο είναι, ότι δείχνει διαθέσιμο και ορεξάτο να επανοικειοποιηθεί με Ενγκελσικό τρόπο την Kulturkampf απ΄ τις κάλπικες απάτες της αντίδρασης. Τουλάχιστον στην Γερμανία, από την στιγμή που κάποιες κρίσιμες εργατικές και λαϊκές μάζες προτεραιοποιούν αυτό, τότε αυτή η πάλη πρέπει να καταβληθεί με όρους γνησιότητας και όχι με τους ψευδεπίγραφους, δημαγωγικούς και κάλπικους όρους της πολιτικής αντίδρασης.

Σίγουρα, στην Ενγκελσική κατανόηση και σύλληψη η Kulturkampf δεν είναι μόνο ιδεολογική, πολιτιστική πάλη, μα κύρια πάλη για τον υλικό έλεγχο και τον υλικό προσδιορισμό της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ψυχαγωγικούς και διασκεδαστικούς χώρους της πόλης, δηλαδή τροποποίηση και παραγωγή πολιτικού (με το Αριστοτελικό περιεχόμενο του όρου) χώρου εργατικής κυκλοφορίας, ανεξάρτητης και ενάντια στις κρατικές και μπουρζουάδικες διαμεσολαβήσεις.

Βέβαια, μια αντίληψη, που μένει προσκολλημένη στην αριστερά ως νεροκουβαλητή των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, όπως ιδεολογικά αποτυπώνονται και εκφράζονται στην γνωστή περιοχή, είναι λογικό να το δει όλο αυτό ως συντηρητική αναδίπλωση, με τον ίδιο τρόπο που ο εργάτης που δεν ψηφίζει αριστερά, δεν είναι εργάτης.

Όμως, τι σημαίνει αυτήν την φορά η από όλους διαπιστωμένη μετατόπιση (βλ. TechSpek : Μετατόπιση. Kulturkampf και Υποκειμενικότητα (techspek999.blogspot.com) ab sich; Από την σκοπιά της ταξικής ανάλυσης της πραγματικότητας σημαίνει, ότι μάζες αποδρούν, διαφεύγουν, θραύουν τους παρωχημένους μηχανισμούς της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, που πριν τους παρουσιάζονταν ως επίσημες, θεσμικές δομές, κάτι που έχει την υλική βάση του στο ότι αυξάνεται με πραγματικούς και τεχνικούς όρους η εργατική ισχύς μέσα στα εργοστάσια, παρά το ότι αυτό δεν αποτυπώνεται ακόμη σε μια μεγάλη άνοδο του εργατικού πραγματικού μισθού.

Σε αυτό ως χώρος ελευθερίας ως συνειδητοποίηση και πρώτ’ απ’ όλα πραγμάτωση της αναγκαιότητας παράγεται και οικοδομείται η Μητρόπολη, ώστε πλέον μπορεί να ειπωθεί ότι μαζί με την ιμπεριαλιστική, την αποικιακή Μητρόπολη ορθώνεται η Μητρόπολη ως το Reich της εργατικής πολιτικής, της εργατικοβιομηχανικής δραστηριότητας, ως το επιστέγασμα του εργατικού Commonwealth. Σε αυτό ακριβώς η ευθύνη και ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι αναντικατάσταστος. 

Αντιπαραθέσεις σχετικά με την μέθοδο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας



Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας η μέθοδος είναι αδιαχώριστη και αναπόσπαστη από την έρευνα και την μελέτη της οντολογίας και του γίγνεσθαι της εργασίας και της αξίας, καθώς και των κοινωνικών σχέσεων. Μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η ίδια η ποιότητα και ο χαρακτήρας της μεθόδου επιβάλλεται από τις ποιότητες της εργασίας και της αξίας.

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ένα από τα επιτεύγματα της επιστημονικής θεωρίας και της πολιτικής επιστήμης του συνεπούς εργατικού κινήματος ήταν η ανάπτυξη ιδιαίτερα σε Γερμανία και Ρωσία αντιπαραθέσεων και συζητήσεων, με επιστημολογικό περιεχόμενο. Πέρα από το κατ' εξοχήν φιλοσοφικό έργο του Λένιν για τον Διαλεκτικό Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, καθώς και τις σημειώσεις και τα γραπτά του των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ξεχωρίζει η εκ μέρους του κριτική, που συχνά παίρνει πολεμικό χαρακτήρα εις βάρος των μεθόδων της μπουρζουάδικης θετικιστικής κοινωνιολογίας.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικά έργα: Το Τι είναι «οι φίλοι του λαού» και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες (άνοιξη-καλοκαίρι 1894), και το Οι Μέθοδοι Πάλης της Μπουρζουά Διανόησης Έναντι των Εργατών (Ιούνιος 1914), δημοσιευθέν στην περιοδική θεωρητική και πολιτική έκδοση του ΣΔΕΚΡ, Prosveshcheniye (Διαφώτιση).

Συγχρόνως, από τα πρώτα χρόνια της ένταξής του στο εργατικό κίνημα και ανάπτυξης του έργου του, ο Λένιν αναπτύσσει με την ίδια ποιότητα, όπως στην εποχή της Διεθνούς Ένωσης Εργατών και της συγγραφής της κριτικής πολιτικής οικονομίας, την εργατική έρευνα, εισάγοντας μάλιστα στα 1894 την εμπειρική πρακτική του ερωτηματολογίου (βλ. https://notesfrombelow.org/article/vi-lenin-questionnaire-18945), κάτι που χρησιμοποιήθηκε στα Ιταλικά Εργοστάσια από τους Παντζιέρι και Αλκουάτι και από το περιοδικό Κόκκινα Τετράδια στην δεκαετία του 1960. Ως κειμενικά αποτελέσματα της εκ μέρους του ανάπτυξης της εργατικής έρευνας μπορούν να διακριθούν το άρθρο Έσοδα Εργατών και Καπιταλιστικά Κέρδη στην Ρωσία, δημοσιευθέν στην Πράβντα (Αλήθεια) της 8/8/1912, και το Καλύτερα Λιγότερα, αλλά Καλύτερα, δημοσιευθέν επίσης στην Πράβντα στις 2/3/1923, γραφέν με αφορμή την λειτουργία και τα καθήκοντα της Επιθεώρησης Εργασίας.

Σήμερα, αυτό που συγκρούεται σε πρώτο χρόνο μέσα στην θεωρία της εργασίας, είναι η μεθοδολογία του αναγωγισμού και η μεθοδολογία αδιαμεσολάβητης έρευνας που πάντοτε μας οδηγεί στο σε τελική ανάλυση του Ένγκελς. Φυσικά, στα μυαλά των αναγωγιστών το σε τελική ανάλυση εμφανίζεται ψευδαισθησιακά ως ακόμα ένας αναγωγισμός σε αυτήν την περίπτωση στην εργασία, στην οικονομία, στην βιομηχανία. Πρόκειται περί ενός ακαδημαϊκού μεθοδολογικού ολιστικισμού απ' την πλευρά των αναγωγιστών. Όσο προχωράει ο διαχωρισμός από αυτό μέσα στην κοινωνική και εργασιακή πραγματικότητα, τόσο η κριτική εις βάρος του μέσα στα ιδρύματα παίρνει επιτακτικό χαρακτήρα.

Σε δεύτερο χρόνο αυτό που αντιπαρατίθεται, είναι η ικανότητα θεωρησιακής νόησης από την σκοπιά της συνολικότητας, κόντρα στην σημειωτικοποίηση (κάτι που συνδέεται με τις ίδιες της σημειακές και σημειωτικές λειτουργίες των ειδικά προσδιορισμένων μορφών χρήματος και της ονομαστικής αξίας, όπου έχει επικεντρωθεί το έργο του Μπίφο).

Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που ξέσπασε με ιδιότυπο τρόπο στις βιομηχανικές μητροπόλεις της Λομβαρδίας και συνέχεια σε όλη την Ιταλία με το έργο του Έκο, και αναθερμάνθηκε στην δεκαετία του 2000 με την εμφάνιση και δραστηριότητα της κολεκτίβας Wu Ming. Αυτό ας πούμε στο Μιλάνο για κάποιους είχε ως αποτέλεσμα να σκέφτονται πιο πολύ για το “νόημα” των γκράφιτι, των τατουάζ, των διαφημιστικών πινακίδων και σλόγκαν, παρά για την κατάσταση στα εργοστάσια και στις γειτονιές των βιομηχανικών περιοχών, ακόμα καλύτερα για τις μόδες και τις τάσεις των μαζών της εργατικής νεολαίας.

Η τότε επέλαση του σημειωτισμού φυσικά συνδέετο με την άνοδο του αντεπαναστατικού και αντικομμουνιστικού νεο-Καθολικισμού κατά την διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών (καθ' όσον φιλοσοφικά κρατάει από τον Μεσαιωνικό Σχολαστικισμό), και όσον αφορά την Ιταλική εσωτερικότητα, με μια τρόπω τινί ιδεολογική υποχώρηση των πιο αντιδραστικών και φασιζόντων Εκκλησιαστικών στοιχείων μετά το ξεσκέπασμα της “Κόκκινης Προβιάς”.

Από την άλλη, μπορούσες να είσαι απλά αδιάφορος απέναντι σε όλα αυτά και να εμμένεις στην συνέχιση της εργατικής ζωής σου, προσπαθώντας να ξαναπιάσεις το νήμα της οικοδόμησης μέσα στα εργοστάσια, ωστόσο η διάλυση της ΕΣΣΔ, επέβαλε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στην επόμενη την εκ νέου θεωρησιακή και φιλοσοφική κατατριβή.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 στην Γερμανία μέσα από την εκλογική και οργανωτική ανάπτυξη του Ντε Λίνκε και τις νέες διερευνήσεις για την τομεακή οργάνωση των εργατών στην βιομηχανία μετάλλου είχε διαμορφωθεί μια μέθοδος εργατικής ανάλυσης με χαρακτηριστικά μπιχεβιουρισμού μέσα από μεγάλα σύνολα (κόμματα, πολιτικές οργανώσεις, μαζικούς φορείς, ποδοσφαιρικές ομάδες, δημοφιλή μουσικά συγκροτήματα). Επρόκειτο για μια ευφυή αναλυτική μέθοδο, όπου η μαζικότητα της εργατικής τάξης επιλέγετο ως σημείο θέασης για την κοινωνική συνολικότητα. Αντικειμενικά, αυτό ξεπεράσθηκε μέσα από τις ίδιες τις αλλαγές στην σύνθεση του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου και στις γραμμές της εργατικής τάξης.

Πάλι μέσα από τον από την σκοπιά του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου ειδικά προσδιορισμένο χώρο της Γερμανικής Αριστεράς και Γερμανικής Αυτονομίας στην επόμενη δεκαετία αναθερμάνθηκε η εκ νέου κριτική έρευνα της αστικής κοινωνίας και των κατηγοριών της, κάτι που ήταν εύλογο και επιβεβλημένο, τόσο λόγω της εισροής μαζών από την Ασία και την Αφρική, όσο και των νέων γνώσεων και της πρωτόγνωρης φαινομενολογίας, που έρχονταν στην επιφάνεια από τους πολέμους σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία. Επ' αυτού και σε αρκετές περιπτώσεις σε ερευνητική συνεργασία με τα τότε νέα studies αναδείχθηκαν οι τρόποι αφαιρετικοποίησης της εργασίας στο κοινωνικό, που -όπως είθισται στην μπουρζουά επιστήμη- απέκτησαν αυτοτελή διανοητικό χαρακτήρα.

Ωστόσο, η νέα δυναμική που εισφέρουμε, είναι η δυναμική του αξιακού προσδιορισμού, κάτι που επιβάλλεται από την πάλη των λειτουργιών κεντρικού σχεδιασμού και του χρηματοσυστήματος ενάντια στην ακρίβεια και στον πληθωρισμό, που είναι απλά η αναγνώριση εκ μέρους του κράτους και του κεφαλαίου της πάλης της εργατικής τάξης για επέκταση σε συνθήκες και εκτεταμένες περιστάσεις 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, και από τις πραγματικότητες που διαμορφώνουν στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής τα υψηλά ποσοστά τόκου.

Ακόμα και τα αναπτυσσόμενα studies όσο παραγνωρίζουν την Αντικειμενικότητα αυτών των εξελίξεων, τόσο κινδυνεύουν να καταλήξουν να μελετούν ένα θεωρητικό κενό, ή στην καλύτερη περίπτωση την αναπαραγωγή κβαντικοποιημένων "καταστάσεων" στο μικροκοινωνικό και μοριακό.

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...