Common Use B (2021)

ΚΑΤΑΔΥΣΕΙΣ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ


Πρόλογος 

Ένα σύνολο νέων ποιοτήτων στην πραγματικοκεφαλαιακή σφαίρα φανερώνεται από το πόσο γρήγορα τα διάφορα ρεύματα της οικονομικής επιστήμης αποκτούν μηχανιστικές και αλγοριθμικές λειτουργίες. Αυτό δείχνει, ότι η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, και η κριτική της, τείνουν να συλλάβουν και να κατανοήσουν την αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, ή το κεφάλαιο ως καθαρή αντικειμενικότητα, στο μέτρο που φανερώνει αυτά τα χαρακτηριστικά. Επομένως, όλο και πιο πολλές μάτριξ γεννήτριες αποκτούν ιδιότητες κλασσικής polecon.

Στο προηγούμενο βιβλίο, η ερευνητική και αναλυτική προσοχή επικεντρώθηκε στα ζητήματα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Σ’ αυτό επιχειρείται η επέκταση της κριτικής σε σύγχρονες θεωρίες και σε σύγχρονα φαινόμενα της πολιτικής οικονομίας, όπως εμφανίζονται στο χρήμα, στις μορφές και στην κίνησή του. Αυτά, τα οποία ερευνώνται εδώ, είναι από άποψη συλλογής εμπειρικού υλικού και δεδομένων πολύ πιο δύσκολα και δυσπρόσιτα. Η έρευνα του χρήματος σημαίνει διείσδυση στα πιο βαθιά στρώματα και στις αλληλεπικαλύψεις της πολιτικής κοινωνίας, μετάφραση και αποκωδίκωση των μητροπολιτικών κινήσεων και ροών, όπως μυστικοποιούνται στα επίπεδα των αφαιρέσεων, στιγμιαίες αποσπάσεις από την ζωντανή βιομηχανική πρακτική και μετακίνηση σε γκρίζες ζώνες τέλεσης οικονομικών εγκλημάτων. Αυτή η εργατική μέθοδος και έρευνα μπορεί να εννοιολογηθεί φιλοσοφικά είτε με την Χασερλιανή φαινομενολογία, είτε με την φαινομενολογία του Μερλώ Ποντύ.

Στο χρονικό διάστημα, το οποίο παρήλθε από το προηγούμενο βιβλίο, η πολιτική οικονομία επανήλθε στο προσκήνιο λόγω του πληθωρισμού και των κλυδωνισμών στα νομίσματα. Επομένως, η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας εξωθήθηκε σε μια εργασία συγχρονισμού της προς τις τρέχουσες πραγματικότητες και τα τρέχοντα φαινόμενα. Από την άλλη, οι εξελίξεις στα επίπεδα και στα πεδία της στρατηγικότητας (περιφερειακοί πόλεμοι, ανάδυση θερμοπολεμικών πεδίων) εξωθούν στον ίδιο χρόνο την εργατική κριτική να επιστρατεύσει τις γνώσεις της όσον αφορά την μελλοντικότητα, δηλαδή προς εργασίες πρόβλεψης. Σ’ αυτό το καθήκον η εργασία της κριτικής ανά περιστάσεις θα προσομοιάζει προς παραγωγή επιστημονικής γεγονοτικότητας (sci-fi).

Επ’ αυτού, το ζήτημα, που βρίσκεται στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης, είναι το ζήτημα της διαμόρφωσης της μελλοντικής εργατικής δύναμης, το ζήτημα του λεγόμενου trans/posthumanism.

Η μόνη απάντηση μπορεί να είναι το ακόνισμα της θεωρίας και της πρακτικής των cyborg εργατών. Οι εργάτες, παράγοντας το κεφάλαιο, δεν παράγουν μόνο τις υπάρξεις τους ως μεταβλητό κεφάλαιο, αλλά παράγουν αυτούς τους ιδίους, τα εαυτά τους, με αυτόνομο τρόπο προς την παραγωγή εμπορευμάτων, προς την παραγωγή ανταλλακτικής αξίας. Η συνειδητοποίηση και η επίγνωση της αυτοπαραγωγής της εργατικής τάξης από την ίδια την εργατική τάξη είναι το κορυφαίο καθήκον της εργατικής κριτικής.

Στον ίδιο χρόνο το ζήτημα των ανεξαρτητοποιημένων μηχανών, όπως και της ανεξαρτητοποιημένης είτε πραγμοποιημένης είτε συσκευοποιημένης τεχνητής νοημοσύνης, λόγω της απομυστικοποίησης του παγκόσμιου χρέους, καθώς και της αύξησης της ικανότητας θέασης της σφαίρας του μηχανικού αυτοματικού, την οποία δομούν οι ανεξαρτητοποιημένες μηχανές, τίθεται με όλο και μεγαλύτερη ευκρίνεια. 

I. Πλευρές από την κατάσταση των θεωριών της πολιτικής οικονομίας 

α. Κριτική εις βάρος της μετα-νεωτερικής και μετα-αποικιακής θεωρίας 

Κριτήριο της αλήθειας είναι η κοινωνική πρακτική. Σε μια άποψη κλασικής πολιτικής οικονομίας, κριτήριο της κάθε θεωρίας είναι η κοινωνική ωφελιμότητά της. Η κάθε θεωρία ενέχει ενός ποσοστού αλήθειας. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά η κάθε θεωρία καλείται να αποδείξει την ωφελιμότητά της κατά τις στιγμές της πραγμάτωσης και ακόμη πιο πολύ κατά τις στιγμές της υλικοποίησής της. Αυτό ισχύει επί το πλείστον για τις θεωρίες, οι οποίες ξεκινάνε από ένα a priori σημείο, από μια ιδεατή θέση, και έτσι αναπτύσσονται κατ’ ισοδυναμία της Ιδέας. Αντίθετα, οι θεωρίες, ερειδόμενες επί της διαλεκτικής, ξεκινάνε πάντοτε από την έρευνα και εξέταση της ενεργής πραγματικότητας, εντός της οποίας ανευρίσκεται και εντοπίζεται το υλικό τους.

Ο μεταμοντερνισμός, όπως και η μετααποικιακή θεωρία είναι αυτά, ακριβώς εξ αιτίας του ανθρώπινου φιλελευθερισμού τους, τα οποία κρατούν σε κάποιο βαθμό ενεργές έστω και σε διαταραχή τις πολιτισμικές και υπαρκτικές συνθήκες της νεωτερικότητας. Από μια άποψη, είναι η ίδια η ανάγκη των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών για την αναπαραγωγή τους, που το διατηρεί αυτό. Αυτές οι θεωρίες συγκροτούν νομιναλιστικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες τον “φιλόσοφο mechanicum”1, όπως τον περιέγραψε ο Γουλιέλμος του Όκαμ, τον φιλοσοφικό άνδρα, αξιώνοντας να ταυτισθούν με τους ίδιους τους ατελείς τρόπους ύπαρξής του. Έτσι, οι οικονομικές κατηγορίες της αστικής κοινωνίας καθίστανται αδιαίρετες, και αναπτύσσονται ως μορφές διατομικών σχέσεων.

Σε ευρύτερο επίπεδο, η συντήρηση αυτών των συνθηκών έχει να κάνει με τα ζητήματα της πολιτικής κοινωνίας. Αν, η νεωτερικότητα έστω και στις διαταραγμένες μορφές της εκλείψει, τότε το ιστορικό αίτημα αντικατάστασης της καπιταλιστικής πολιτικής κοινωνίας από έναν ανώτερο τύπο κοινωνικής οργάνωσης θα τεθεί στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης. Οι δυνάμεις, οι οποίες έχουν αντίρροπα συμφέροντα, αντιδρούν σ’ αυτό. Από καπιταλιστική σκοπιά, πρόκειται για κάτι, το οποίο προκύπτει από τις αντιθέσεις και τις εντάσεις μεταξύ εθνικών, περιφερειακών, πλανητικών αγορών και παγκόσμιας αγοράς, ή αν προτιμάτε, αυτό είναι το υλικό περιεχόμενό του.

Αυτή η προβληματική εντοπίζεται κύρια στους ηπειρωτικούς χώρους, επειδή σε αυτούς είναι οι μήτρες των στερεοτύπων της ιστορικής και πολιτισμικής νεωτερικότητας. Η φοβία, με την οποία αντιμετώπισαν τα θεσμικά όργανα και οι εκπρόσωποι της ΕΕ το δημοψήφισμα του 2015 στην Ελλάδα, καθώς και το Brexit, είναι δηλωτική, ότι η πολιτική κοινωνία των ηπειρωτικών χώρων αναδιπλώνεται σε αναπαραστάσεις νεωτερικότητας, ζητώντας σε αυτές ένα καταφύγιο ασφάλειας έναντι κάθε «άλλου», έναντι αυτού που αντιλαμβάνεται ως εξωτερικότητα, ως σύνολο εισβολών. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και σε εκτεταμένες αστικές περιοχές της Κίνας. Αυτή η διαδικασία συμπαρασύρει την κομμουνιστική και σοσιαλιστική γραμματεία και φιλολογία. Ο έστω και με μη ένοπλες μορφές αναπτυσσόμενος πολιτικός πόλεμος πιο έντονα και με μεγαλύτερη ταχύτητα αλλάζει μερικά το περιεχόμενό του, αποκτώντας νέες ιδιότητες και διαστάσεις, προς την κατεύθυνση του μητροπολιτισμού.

Στην εποχή μας, η κομμουνιστική γραμματεία και φιλολογία διατηρεί ακόμη τα υπολείμματα του σχολαστικισμού και των ταξινομήσεων του μετά τον ΒΠΠ κόσμου, κάτι το οποίο την οδηγεί στον κίνδυνο του κατακερματισμού της, στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο η καθ’ εαυτή σοσιαλιστική γραμματεία και φιλολογία αγκιστρώνεται πάνω στον μεταμοντερνισμό και στο μετααποικιακό. Αυτή η κατάσταση λειτουργεί διαλυτικά, διότι δι’ αυτής τόσο η κομμουνιστική, όσο και η σοσιαλιστική γραμματεία διολισθαίνουν κύρια προς τον συντηρητικό σοσιαλισμό.

Ωστόσο, θα πρέπει να περιγραφεί με μεγαλύτερη διεισδυτική ικανότητα το κύριο υλικό προτσές αναπαραγωγής των νεωτερικών συνθηκών, όπως εκτυλίσσεται στην συγχρονικότητα.

Το κεφάλαιο μέσα στην εξέλιξη και επέκτασή του στοίχισε έως το σημείο ταύτισης το μεταβλητό κεφάλαιο με πληθυσμούς. Εδώ, είναι κρυμμένο το μυστικό της σύγχρονης παγκόσμιας μετακίνησης πληθυσμών, της σύγχρονης παγκόσμιας μετανάστευσης. Κατά την παγκόσμια μετανάστευση, το κεφάλαιο δεν τροφοδοτείται μόνο με τα χρήματα των απαλλοτριούμενων πληθυσμών, αλλά και με τους ίδιους ως μεγάλες μάζες εργασίας. Στην συγχρονική λογική του κεφαλαίου, αυτό δεν είναι απαλλοτρίωση, αλλά παραγωγική κατανάλωση μεταβλητού κεφαλαίου, το οποίο το κεφάλαιο εκλαμβάνει, ότι έχει καταβάλει αρχικά πριν από κάποια επιχείρηση, πριν από κάποια εκστρατεία, πριν από κάποιο εγχείρημα, πριν κάποια ιδέα εισέλθει στην βιομηχανική παραγωγή. Είναι όλοι οι μηχανισμοί του λειτουργούντος μηχανιστικά κεφαλαίου, και όλες οι μηχανές του αυτοματικού κράτους μηχανής των μηχανών, που εξαναγκάζουν τα εκατομμύρια των ανθρώπινων πληθυσμών να μετακινηθούν.

Η καταγραφή, η κατοχύρωση και η ποιοτικοποίηση αυτών των πληθυσμών αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα για το κεφάλαιο. Και τούτο διότι πρέπει να σπάσει τις πολιτισμικοθρησκευτικές και εμπειρικές ενοποιήσεις τους. Το πρόβλημα της παγκόσμιας μετανάστευσης με ποσοτικούς όρους γίνεται πιο οξυμένο, αλλά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο, διότι είναι οι ίδιοι οι μηχανισμοί του κεφαλαίου, που το έχουν εντάξει στις λειτουργικότητές τους. Και τούτο διότι, το κεφάλαιο αναγνωρίζει μια βασική πλευρά του ιδίου, αφενός αυτήν του μεταβλητού κεφαλαίου και αφετέρου αυτήν της παραγωγικής κατανάλωσης, σ’ αυτούς τους πληθυσμούς.

Στην ίδια γραμμή, επανεμφανίζεται και ανά περιστάσεις παίρνει όλο και πιο οξυμένα χαρακτηριστικά, το πρόβλημα της εισόδου και ένταξης αυτών των πληθυσμών (αφού αποκτήσουν εργασιακή ηθική) στις πολιτικές κοινωνίες. Νέα Χαρτιστικά και δικαιωματιστικά κινήματα αναπτύσσονται, νέες ποιότητες ιουδαϊκού ζητήματος (Judenfrage) εμφανίζονται και αναφύονται, ανεξαρτήτως των θρησκειών.

Το σύγχρονο Judenfrage, ως παραδοσιακά το κύριο επιφαινόμενο πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής κοινωνίας αποβάλλει τον κατ’ εξοχήν θρησκειολογικό του χαρακτήρα, δηλαδή μπορεί να εμφανισθεί και να αναπτυχθεί σε πληθυσμούς και κοινότητες ανεξαρτήτως των θρησκειών των. Είναι η αναπαραγωγή της αστικής κοινωνίας μέσα από τον διχασμό της σε εικονική και πραγματική κυριαρχία, η οποία το αναπαράγει. Το κεφάλαιο έχει παύσει να το αντιμετωπίζει ως par excellence πολιτειακό και συνταγματικό πρόβλημα, αλλά ως πρόβλημα συσχετισμών και ισορροπιών δύναμης μεταξύ των τάξεων. Επομένως, το κεφάλαιο προσδίδει τέτοιας ποιότητας χαρακτήρα στα πολιτικά αιτήματα αυτών των πληθυσμών, και όχι αυτοί οι ίδιοι. Μπορεί να ειπωθεί, ότι το κεφάλαιο σχετικά με αυτούς τους πληθυσμούς διαμορφώνει συνθήκες εκμοντερνισμού, μικρο-κοσμικές νεωτερικότητες, ακριβώς για να τους απαλλοτριώσει σε μάζες εργασίας, και τους πιο ικανούς και ειδικευμένους να τους διαμορφώσει σε ειδικευμένους εργάτες. Στον ίδιο χρόνο, υποκυκλώματα εμπορικού κεφαλαίου λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε εγκλωβίζουν χιλιάδες από αυτούς σε συνθήκες σύγχρονης σκλαβιάς. -Κι αυτό στην ιστορική εμπειρία νεωτερικό φαινόμενο είναι.

Εν τούτοις, το πολιτικό κράτος, προκειμένου να διασώσει τον ίδιο τον θεσμικό φορμαλισμό και την θεσμική λειτουργικότητά του, πρέπει να πάρει μια απόσταση απ’ όλ’ αυτά, και ανά περιστάσεις να διαχωρισθεί. Το πολιτικό κράτος μέσα από τα συστήματα επιτήρησης, ελέγχου και πανοπτισμού στρέφεται προς όλον τον πληθυσμό, αλλά για να υπάρξει ως τέτοιο, και για να δικαιολογηθεί, πρέπει να εμφανίσει προς τους επίσημους πολίτες του έναν αν όχι παραγωγικό ως τέτοιον ρόλο, τουλάχιστον έναν οικονομικό ρόλο. Αυτό το κρατικό conatus, ο εμμενής προς τον φορμαλισμό του οικονομικός χαρακτήρας του πολιτικού κράτους είναι η Καρνεαδική σανίδα των ίδιων των νεωτερικών συνθηκών, ανεξάρτητα των μορφών στις οποίες εμφανίζονται.

Ο Ρικάρντο διά των Ηγεμονημάτων του διείδε τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ της αρχής της υπερφορολογήσης και της επέκτασης του κεφαλαιακού προτσές σε διευρυμένη κλίμακα.2 Ήταν μια δυναμική προώθησης και διαμόρφωσης του πλανητικού τότε αποικιακού συστήματος, στον ίδιο χρόνο με το περαιτέρω προχώρημα του προτσές της υποδειγματικής, αυθεντικής, πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου.

Υπάρχει μια άρρηκτη σχέση μεταξύ του κάθε κρατικού χρέους και της διαμόρφωσης του παγκόσμιου συστήματος χρέωσης. Αυτή η σχέση στην μετάβαση από το προτσές υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου στο προτσές δημιουργίας της πλανητικής/υδρογείου αγοράς γίνεται οργανική συνιστώσα και ορίζουσά του προτσές υποδειγματικής συσσώρευσης.

Η φορολόγηση και το φορολογικό σύστημα στις αρχές της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού εδράζεται μέσα σε αυτό. Στην οπτική της κλασσικής πολιτικής οικονομίας η φορολόγηση διασφαλίζει την fiscality, την ρευστότητα, δηλαδή την ευημερία και ισορροπία του αυτοκρατορικού ταμείου/θησαυροφυλακείου, είναι αδιάσπαστα δεμένη με το ίδιο το commonwealth.

Απ’ αυτό το σημείο θέασης, η καπιταλιστική φορολόγηση ακόμη και στο εύρος που καθίσταται υπερφορολόγηση, δεν είναι ένα συμβεβηκός, αλλά μια αρχή. Επομένως, στόχος της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι σε κάθε περίπτωση η απογραφειοκρατικοποίηση της φορολογίας και η πλήρης οικονομικοποίησή της, δηλαδή να παύσει να λειτουργεί ως ένας εξωοικονομικός μηχανισμός: να αποβάλει τα μισοφεουδαλικά και προσοδιστικά στοιχεία της, ώστε να συμβάλει στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου. Τις πιο πολλές φορές η επιβολή υπερφορολόγησης συνδέεται περισσότερο με την εκκίνηση προτσές υποδειγματικής συσσώρευσης σε τρίτες χώρες, και λιγότερο με την εφαρμογή (νέο-)κεϋνσιανής πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας, όπου επιβάλλεται.

Όμως, προκειμένου να γίνει δυνατό αυτό, σημαίνει, ότι θα πρέπει να εντοπισθεί σε ποιο ακριβώς σημείο του όλου προτσές, εμφανίζονται οι προϋποθέσεις και δυνατότητες καπιταλιστικής φορολόγησης. Συγκεκριμένα, η πηγή των φόρων υπό την παραπάνω οπτική είναι κυρίως η κίνηση του χρηματοκεφαλαίου, και ακόμα πιο συγκεκριμένα, όπου το χρηματοκεφάλαιο εμφανίζεται και λειτουργεί στο προτσές κυκλοφορίας στην ειδική δυαδική φόρμουλα Ε΄- Χ΄ (εμπόρευμα περισσότερο – χρήμα περισσότερο).

Το περισσότερο χρήμα είναι το αποτέλεσμα της πραγμάτωσης της πρόσθετης αξίας. Με αυτόν τον τρόπο, το χρηματοκεφάλαιο διαμεσολαβεί την παραχθείσα πρόσθετη αξία, η οποία είναι το αντικείμενο της πραγμάτωσης, προκειμένου να μεταμορφωθεί σε περισσότερο χρήμα. Ώστε, δεν έχει και τόση σημασία η διάκριση, όπως είχε στον 19ο αιώνα, φόροι επί κεφαλαίου, φόροι επί εισοδήματος προερχόμενου από επιχειρηματική δραστηριότητα, φόροι επί προσόδου. Και τούτο διότι στην οπτική της φορολογικής διοίκησης, το κεφάλαιο, το εισόδημα του φυσικού προσώπου του καπιταλιστή, η καπιταλιστική πρόσοδος, εμφανίζονται, γίνονται ορατά, και εντοπίζονται ενιαία ως χρήμα, ως λειτουργούν χρηματοκεφάλαιο. Από την άλλη, ο φόρος σε μη καπιταλιστικά εισοδήματα, λχ. ο φόρος επί των μισθών των εργαζομένων με συμβάσεις δημοσίου δικαίου δικαιολογείται ευθέως προς χάριν της αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, με ό,τι περιλαμβάνει.

Στα παραπάνω έγκειται ο ταυτολογικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής υπερφορολόγησης ως διασφάλισης του fiscality, ώστε πλέον δεν χρήζει δικαιολόγησης.

Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στην εσωτερικότητά του, ο φόρος ως χρήμα προέρχεται από: Ε΄ - Χ΄. Το κράτος ως φορολογική διοίκηση υπολογίζει ως κέρδος, μυστικοποιώντας την, την ετησίως παραχθείσα πρόσθετη αξία σε χρήμα (καθώς, και την πρόσοδο σε χρήμα, και την δυνητική πρόσοδο σε χρήμα στο μέτρο που υπερβαίνει το μέσο ποσοστό κέρδους), και παίρνει ένα ποσοστό, ένα μερίδιο απ’ αυτήν, ώστε επί το πλείστον να το (προ)καταβάλει σε υπηρεσίες πρόνοιας, και σε παραγωγή σταθερού κεφαλαίου (κτιριακές εγκαταστάσεις, δρόμους, δίκτυα). Σε αυτό, το κράτος δεν λειτουργεί ως αδιαίρετος καπιταλιστής, αλλά εμφανίζεται στο συναλλακτικό προσκήνιο ως fiscum. Έτσι, την ποσότητα Υ, την οποία έλαβε το κράτος μέσω του φόρου, θα την (προ)καταβάλει κύρια σε καπιταλιστικές εταιρείες, επιχειρήσεις, ομίλους, μέσω της διενέργειας δημοσίων διαγωνισμών, αναθέσεων, δημοσίων συμβάσεων κλπ. Στην πράξη, όμως, ποτέ δεν (προ)καταβάλει όλη την ποσότητα Υ σε αυτά τα έργα, αλλά πάντα μια υποδιαίρεση του Υ (ας πούμε Υ/μ), φροντίζοντας συνάμα το υπόλοιπο Υ/λ να μπαίνει στα δημόσια ταμεία, στην κεντρική τράπεζα.

Όταν, τα οικονομικά πράγματα και οι οικονομικές υποθέσεις πάνε καλά, Υ/λ < Υ/μ, το αντίθετο, όταν δεν πάνε καλά. Τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη με αυτοκρατορική συγκρότηση μοιράζουν το Υ/λ. Έτσι, ένα ποσοστό (ας πούμε Υ/ν) από αυτό μπαίνει ως τέτοιο στα ταμεία ως απόθεμα, για τον σχηματισμό χρηματικών ορδών, και ένα άλλο ποσοστό (ας πούμε Υ/κ) αξιοποιείται για δανεισμό τρίτων χωρών και κρατών.

Η εν δυνάμει αποικιακού τύπου σχέση, όπως αναπτύσσετο στον 19ο αιώνα, είναι, όταν τo Υ/κ διοχετεύεται απ’ ευθείας μέσω των τραπεζών στις δανειζόμενες χώρες και κράτη. Αλλά, αυτό που γίνεται στους δανεισμούς μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, είναι, ότι το Υ/κ επενδύεται στις οργανωμένες αγορές χρηματοκεφαλαίου, εκεί δηλαδή, όπου τα κράτη, τα οποία έχουν ανάγκη δανεισμού, εμπορεύονται τα ομόλογα και τα χρεόγραφά τους. Αυτό δεν είναι αποικιακή σχέση, ούτε έχει να κάνει με το προτσές πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά κανονική καπιταλιστική συναλλαγή μεταξύ τυπικονομικά ισοτίμων μερών, και εμφανίζεται σε κάποιες περιπτώσεις ως λεόντειες συμφωνίες, μόνο και μόνο επειδή σε αυτό πιο φανερά και εντατικά λειτουργούν οι μηχανισμοί της κεφαλαιακής συσσώρευσης.

Το ρίσκο, το οποίο αναλαμβάνει το δανείζον κράτος από την αγορά των χρηματοπροϊόντων του δανειζόμενου κράτους, τα οποία συνήθως πωλούνται και αγοράζονται στις inferiores αγορές χρηματοκεφαλαίου, το εξισορροπεί μέσω εγγυήσεων και συμφωνιών μεταβιβάσεων assets. Αυτό σε ένα βαθμό συνεπάγεται και μεταβίβαση γεωπολιτικής, πολιτικής και στρατηγικής ισχύος μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, σε μεγαλύτερο εύρος στην περίπτωση που οι ιμπεριαλισμοί τους δεν είναι στον ίδιο βαθμό ανάπτυξης. Όσο πιο πολύ η δανειζόμενη χώρα εξωθείται και εξαναγκάζεται σε αναδιοργάνωση του οικονομικού της συστήματος, σε βελτίωση και ανάπτυξη της παραγωγής της, να παράξει και να κυκλοφορήσει όλο και πιο πολύ αξία, τόσο οι σχέσεις αυτές εξισορροπούν. 

β. Κριτική στις θεωρίες περί τριτογενοποίησης. Ιστορίες από τον νότιο χώρο 

Το domestic gross product (ΑΕΠ) και ο τρόπος υπολογισμού του είναι μια από τις μεγαλύτερες αφαιρέσεις, επί της οποίας βασίζεται η μπουρζουά πολιτική οικονομία και τα στατιστικά. Και τούτο διότι στο ΑΕΠ προστίθεται η παραχθείσα σε ετήσια κλίμακα αξία εκπεφρασμένη στο εθνικό νόμισμα, συν η πραγματωθείσα σε ετήσια κλίμακα αξία, δηλαδή νοητικά εξομοιώνονται το υλικό αποτέλεσμα του προτσές παραγωγής και το άμεσο αποτέλεσμα του προτσές κυκλοφορίας (η μεταμόρφωση της αξίας σε χρήμα).

Αυτή η αφαίρεση είναι αναγκαία για την μπουρζουά πολιτική οικονομία, διότι δι’ αυτού του τρόπου μυστικοποιείται η κεντρικότητα της εργατικής τάξης στο σύστημα κοινωνικής παραγωγής, αποκρύπτονται οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας, και στον ίδιο χρόνο το χρήμα προβάλλεται ως ο καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Έχει τον φετιχισμό της αυτή η παρουσίαση των οικονομικών, από την στιγμή κατά την οποία ανάγει διαφορετικές οντικότητες, αξία παραχθείσα από την άμεση υλική παραγωγή, και χρήμα που βγήκε από την πραγμάτωση της αξίας στο προτσές κυκλοφορίας κεφαλαίου, αδιαφοροποίητα σε χρήμα ως τέτοιο, μη καθοριζόμενο άμεσα από την αξία. Αυτό που επιτρέπει αυτήν την εξομοίωση, είναι το ίδιο το χρήμα και η μέσω του υπολογισμού αναγωγική δύναμή του, επικυρωμένη στον ίδιο τον φετιχισμό του.

Στην μπουρζουά πολιτική οικονομία, το κεφάλαιο δεν γίνεται κατανοητό τόσο κυκλικά, όσο διαγραμματικά. Γι’ αυτό αναλύεται στους τρεις τομείς της οικονομίας. Δηλαδή, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μπουρζουά πολιτική οικονομία ταχυδακτυλουργικά κρύβει το προτσές κυκλοφορίας του κεφαλαίου, και το εμφανίζει ως τρίτο τομέα της οικονομίας, και επίσης εμφανίζει πρωτογενή τομέα, προκειμένου να έχει στο μέτρο του επιθυμητού αναπαραγωγή φυσιοκρατισμού και προσοδισμού.

Από την άλλη, στις λεγόμενες χώρες του νότου, οι θεωρίες περί τριτογενοποίησης ενισχύονται από συγκεκριμένες εκδοχές ιστορικισμού, καθώς και από τις θεωρίες περί εμπορικού καπιταλισμού. Σε κάποιο βαθμό μπορούν να αντικρουσθούν ως στρεβλώσεις στην κατανοητικότητα του προτσές υποδειγματικής, γνήσιας, αυθεντικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό ενισχύεται από την επίσης λειψή κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και του περιεχομένου της οθωμανικής οικονομίας, που είχε δύο βασικές συνιστώσες, από την μια την κληρονομημένη ισλαμική παραγωγή εμπορεύματος και το ισλαμικό εμπόριο, και από την άλλη την γραφειοκρατικοποίηση του ασιατικού τρόπου παραγωγής μέσα από τον ασιατικό δεσποτισμό, και στην πορεία μέσα από το τιμαριωτικό σύστημα, αλλά και τις επίσης από παλιά κληρονομημένες φεουδαλικές σχέσεις και εγκαταστάσεις, καθώς και τις αφανείς εγκαταστάσεις και κοινότητες των Βίκινγκς.

Εδώ, η δυσκολία κατανόησης έχει να κάνει με το ότι το εμποροτεχνικό ή εμπορευόμενο ή εμπορεύσιμο κεφάλαιο εμφανίζεται ιστορικά προτού το κεφάλαιο του βιομηχάνου, και διασπάται σε εμπορευματικό κεφάλαιο και σε χρηματοθετικό/τάσσον χρήμα κεφάλαιο. Εν τούτοις, εμποροτεχνικό κλπ. κεφάλαιο δεν σημαίνει άνευ ετέρου βιομηχανία, κεφάλαιο παραγωγής/παραγωγικό κεφάλαιο (κάτι που παράγεται απ’ την συνεπιχείρηση εργατικής δύναμης και μηχανουργίας μέσα στην εργοστασιακή βιομηχανία). Το αυτό ακόμη κι αν καταφέρει να μετατραπεί σε εμπορευματικό κεφάλαιο, χωρίς την λειτουργία μεγάλης βιομηχανίας, διότι είναι απλά μια μετατραπείσα μορφή του εισερχομένου εν τω προτσές κυκλοφορίας, κεφαλαίου. Αυτή η μορφή κεφαλαίου βγαίνει μέσα από τις διά των αγοραπωλησιών των εμπορευμάτων (Χ - Ε – Χ … Χ - Ε – Χ) μεταμορφώσεις στο προτσές κυκλοφορίας.

Εννοιακά, για να γίνει κατανοητή η διαφορά, μπορεί να ειπωθεί, ότι το πρώτο διακρίνεται από το δεύτερο, διότι το πρώτο εμφανίζεται πάντα μέσα από τον υποκειμενισμό του νομέα, του κτήτορά, του ιδιοκτήμονά του (του εμπόρου), ενώ το δεύτερο εμφανίζεται ως αντικειμενικότητα, ως ποσότητα εμπορεύματος, εμπορευμάτων ή χρήματος, όπως λειτουργεί στο προτσές κυκλοφορίας.

Εν τούτοις, το εμπορικό κεφάλαιο απασχολεί μεταβλητό κεφάλαιο (πωλητές, ταμίες, λογιστές, νομικούς, διανοούμενους, λούμπεν τύπους, εργάτες σε διάφορες υπηρεσίες). Πρόκειται για τους μισθωτούς εργάτες της εμπορικής εργασίας. Στην αυστηρή οπτική του προτσές άμεσης υλικής παραγωγής δεν παράγουν αξία, αλλά παράγουν όλες τις προϋποθέσεις για την απόσπαση και εξαγωγή του εμπορικού κέρδους, καθ’ όσον, χωρίς αυτούς, δεν πραγματώνεται η αξία, που μεταβιβάσθηκε από το βιομηχανικό κεφάλαιο στο εμπορικό, στο προτσές κυκλοφορίας. Μεγάλες αλλαγές συντελέσθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα σε αυτούς τους εργάτες της εμπορικής εργασίας, καθ’ όσον ως μεταβλητό κεφάλαιο εξομοιώνονται όλο και πιο πολύ με τα κόστη κυκλοφορίας (το συνολικό κεφάλαιο θέλει να τους καταστήσει κομμάτι της περιστροφής), και έτσι από καλοπληρωμένοι έγιναν χαμηλόμισθοι, ενώ πιέζονται όλο και πιο πολύ από το ηλεκτρονικό εμπόριο, και από την εισαγωγή Ταιηλορικών και Τογιοτιστικών μεθόδων εργασίας στα εμπορικά κέντρα, μαγαζιά, σούπερ-μάρκετ, πολυαγορές κλπ. Οι εργάτες αυτοί δεν πραγματώνουν αξία. Η αξία πραγματώνεται κατά την στιγμή της αγοραπωλησίας του εμπορεύματος διά της λεγόμενης στο ρωμαϊκό δίκαιο μακρά χειρί παράδοσης. Οι εργάτες αυτοί παρέχουν όλες τις αναγκαίες υπηρεσίες και επιτελούν όλες τις αναγκαίες δραστηριότητες για την πραγμάτωση της αξίας, για την ολοκλήρωση των αγοραπωλησιών. 

γ. Περί των ετερόδοξων οικονομικών 

Η υποχώρηση της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του ’80 είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ως αντίπαλου δέους έναντι στο κυρίαρχο ρεύμα, των λεγόμενων ετερόδοξων οικονομικών. Η εργατική κριτική εις βάρος αυτών βρίσκει ως σχεδόν αντανακλαστική (αν όχι μηχανιστική) κριτική της κριτικής το αντεπιχείρημα για λυκοσυμμαχία με τον ορντοφιλελευθερισμό, την Αυστριακή Σχολή, τον μονεταρισμό.

Ο μονεταρισμός ως κυρίαρχη οικονομική πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ξεκάθαρο ταξικό χαρακτήρα, μελετά το χρήμα και τα νομίσματα στην σφαιρικότητά των,3 ενώ στον ίδιο χρόνο, ο ορντοφιλελευθερισμός και η Αυστριακή Σχολή είναι τα μόνα ρεύματα εντός του mainstream, τα οποία μπορούν να διαβλέψουν τις σχέσεις μεταξύ νομικοθεσμικού και πολιτικής οικονομίας, χωρίς να αξιοποιούν παρωχημένα θετικιστικά σχήματα, χωρίς να υποπίπτουν σε κρατικισμό και κρατικολατρείες, και κύρια, χωρίς να ταυτίζουν κράτος και κεφάλαιο.

Επέλεξα για παρουσίαση και άσκηση κριτικής την από Οκτωβρίου 2018 Κατάθεση για Ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Τραπεζικών, Στεγαστικών και Κοινοτικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, ενός εκ των επιφανέστερων, δημοφιλέστερων και ευφυών οικονομολόγων, του Νουριέλ Ρουμπινί, την οποία έχει τιτλοφορήσει «Εξερευνώντας το Κρυπτονόμισμα και το Κυβικοαλυσιδωτό Οικοσύστημα …»4.

Ξεπερνώντας, τον, όπως ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται, «σκατολογικό» (και τούτο επειδή ταυτίζει το κοινοτικό με το εθνικό, και έτσι δι’ αυτού έχουμε αναπαραγωγή κοινοτικών εθνικισμών) χαρακτήρα της κατάθεσής του, το κύριο πρόβλημα είναι η ταύτιση και η εξίσωση των φουσκών (δηλαδή ενός φαινομένου κύρια της παραγωγής), με τα κρυπτονομίσματα, ήτοι με μορφές και λειτουργικότητες του χρήματος.

Η αγοραία και δημώδης πολιτική οικονομία αντιμετωπίζει αδιάκριτα το φαινόμενο της φούσκας ως αποκλειστικό προϊόν των χρηματιστικών δραστηριοτήτων. Αυτή η αντίληψη κάθε φορά ενισχύεται από τις λεγόμενες φούσκες των στεγαστικών δανείων και των χρηματιστηριακών φουσκών.5

Έτσι, αυτές οι αντιλήψεις μυστικοποιούν τις αντιφάσεις, τις αντινομίες και τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής παραγωγής ως τέτοιας, έχοντας ως βασικό στόχο την διαστρέβλωση του γεγονότος, ότι οι αρνήσεις και οι εξεγέρσεις της εργατικής τάξης μέσα στο προτσές της άμεσης υλικής παραγωγής, είναι αυτές που επιφέρουν την όποια οικονομική κρίση, συνάμα με τον ανταγωνισμό μεταξύ των αντιμαχόμενων τμημάτων του κεφαλαίου.

Ωστόσο, εδώ, δεν θα πούμε αποκλειστικά για τις φούσκες της χρηματιστικής, αλλά για τις φούσκες, όπως εκδηλώνονται στην αμεσότητα του προτσές της παραγωγής, και γι’ αυτό θα μπορούσαν να αποκληθούν εμπορικές φούσκες.

Στο τρέχον ανταγωνιστικό λεξιλόγιο πολλές φορές οι φούσκες αυτές ονοματίζονται κρίσεις υπερσυσσώρευσης.

Από το σημείο θέασης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως αυστηρού επιστημονικού συστήματος (με τον τρόπο που εννοούσε ο Χέγκελ το σύστημα ως έννοια), κάποιοι μπορούν να μιλήσουν για κρίση του καπιταλισμού, στον βαθμό κατά τον οποίο η κρίση αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ενεργοποίηση του νόμου της τάσης το ποσοστό κέρδους να πέφτει. Τα δύο βασικά επιφαινόμενα του νόμου της τάσης αυτής είναι πάντα η υπερπαραγωγή και ο υπερπληθυσμός.

Επομένως, ενέχει μια παραδοξότητα, αν όχι αντίφαση η χρήση του όρου υπερσυσσώρευση δι’ όλες τις περιπτώσεις, ή η τόσο συχνή χρήση του έχει γίνει δάνειο από άλλο κειμενικό corpum. Και τούτο διότι σε αυτήν την βιβλιογραφία παραγνωρίζεται το γεγονός, ότι ούτως ή άλλως και σε κάθε περίπτωση η κεφαλαιακή συσσώρευση γίνεται μέσω του πολλαπλασιασμού και της αυτοεπέκτασης της αξίας, η οποία έχει εκ των πραγμάτων και prima facie έναν μη περιορίσιμο χαρακτήρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ότι συχνά νίκες του κεφαλαίου παρουσιάζονται ως κρίσεις υπερσυσσώρευσης, οφειλόμενες στον νόμο της τάσης το ποσοστό κέρδους να πέφτει.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι μια πτώση στο ποσοστό κέρδους και η επιταχυνόμενη συσσώρευση είναι διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου προτσές, μόνο στο μέτρο που αμφότερες αντανακλούν την ανάπτυξη της παραγωγικότητας.

Η συσσώρευση επισπεύδει την πτώση του ποσοστού κέρδους, καθώς επιφέρει την συγκέντρωση της εργασίας σε μεγάλη κλίμακα, και έτσι επιφέρει υψηλότερη σύνθεση κεφαλαίου. Από την άλλη, μια πτώση στο ποσοστό κέρδους επισπεύδει την συγκέντρωση του κεφαλαίου, και την κεντρικοποίησή του (κάτι που από την δεκαετία του 1970 σημαίνει και έχει ως υλικό αποτέλεσμα στους ίδιους χρόνους την μητροπολιτικοποίησή του) μέσω της απαλλοτρίωσης κάποιων καπιταλιστών (εμφανιζόμενων στο οικονομικό προσκήνιο ως νομικών προσώπων, νομικών οντοτήτων, αλλά και ως φυσικών, αδιαίρετων προσώπων). Αυτό επιταχύνει την συσσώρευση αναφορικά με την μάζα (τόσο του κεφαλαίου, όσο και της εργασίας), παρόλο που το ποσοστό συσσώρευσης πέφτει με το ποσοστό κέρδους. Εδώ, εντοπίζεται η φαινομενολογία της κρίσης υπερσυσσώρευσης.

Έτσι, όσοι στο παρελθόν αντιμετώπισαν την κριτική της πολιτικής οικονομίας στο σύνολό της θετικιστικά ή σκέτα-νέτα συστημικά ως ακαδημαϊκή επιστημονική πειθαρχία, πέφτουν σε αντιφάσεις, καθώς από την εννοιολογική διαλεκτική εκτροχιάζονται σε μεθοδολογία σχολαστικισμού, είτε προς τα τυχοδιωκτικά, όπου το παραμικρό ταρακούνημα βαφτίζεται ως υπερσυσσώρευση, είτε προς την κατεύθυνση του συντηρητισμού, κατά την άποψη, ότι η πολιτική οικονομία δεν κινδυνεύει, όσο εντοπίζει και αποτυπώνει την κίνηση και τις λεπτές διακρίσεις και μεταπτώσεις των δικών της εννοιών και κατηγοριών.

Η υπερπαραγωγή αδιαίρετων εμπορευμάτων, η οποία εκδηλώνεται ως εμπορική κρίση, δεν σημαίνει άνευ ετέρου κρίση υπερσυσσώρευσης. Διότι, άλλο η υπερπαραγωγή αδιαίρετων εμπορευμάτων, και άλλο υπερπαραγωγή κεφαλαίου (παρότι η δεύτερη πάντα εμπεριέχει υπερπαραγωγή εμπορευμάτων). Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου, επομένως και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, εμφανίζεται ως άθροισμα: Κεφάλαιο + Διαφορά Κεφαλαίου (όπου Διαφορά Κεφαλαίου = η αύξηση του συγκεκριμένου κεφαλαίου με το οποίο η διαφορά προστίθεται, ήτοι σε αυτήν την εμφάνιση Κεφάλαιο = Κεφάλαιο).

Στην ποσοτική ανάπτυξη αυτού του αθροίσματος [το οποίο εμπεριέχει πολλές ποιοτικές αλλαγές, και έτσι μόνο Φιχτεανά (δηλαδή καθ’ υπέρβαση) εμφανίζεται ως Κεφάλαιο = Κεφάλαιο] είναι εντοπίσιμο ένα σημείο, πάνω από το οποίο η υπερπαραγωγή απολύει την ποιότητά της ως σχετικό, και κινδυνεύει να προσεγγίσει την ποιότητα του απολύτου, ήτοι η ίδια η ανταλλακτική αξία κινδυνεύει με αυτοκατάργηση. Αυτό είναι η ακραία οριακή, η μέγιστη κρίση υπερσυσσώρευσης.

Ο πρώτος, ο οποίος προσέγγισε και εννοιολόγησε με ακρίβεια (precisely) τον νόμο της τάσης το ποσοστό κέρδους να πέφτει, άρα και της υπερσυσσώρευσης, ήταν ο John Stuart Mill. Στις Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας του εκθέτει τους μηχανισμούς αύξησης του κεφαλαίου στον ίδιο χρόνο με την αύξηση της εργασίας, διατυπώνοντας μάλιστα τον «νόμο αύξησης του κεφαλαίου», και ανευρίσκοντας την τάση του ελαχίστου των κερδών.6

Η τόσο μεγάλη συχνότητα της χρήσης του όρου υπερσυσσώρευση στην ευρύτερη κριτική γραμματεία ίσως έχει να κάνει με αυτό που ο Σουμπέτερ περιγράφει με τον όρο “Ρικαρντιανή φαυλότητα”:

Το συμφέρον του ήτο το ξεκάθαρο αποτέλεσμα της άμεσης, πρακτικής σημασιοδότησης. Προκειμένου, να πάρει αυτό, κατατεμάχισε το γενικό σύστημα σε κομμάτια, δεσμευμένα όσο ήταν δυνατό σε μεγάλα τμήματα, και τα τοποθέτησε σε κρύα αποθήκη –έτσι ώστε πολλά πράγματα να ήταν παγωμένα όσο το δυνατό και γι’ αυτό δεδομένα. Έπειτα, άρχισε να τσουβαλιάζει την μια απλουστευτική παραδοχή πάνω στην άλλη, μέχρι να τα έχει όλα πραγματικά νοικοκυρεμένα μέσω αυτών των παραδοχών, και έτσι έμεινε μόνο με λίγες συγκεντρωτικές μεταβλητές, οι οποίες του έκαναν αυτές τις παραδοχές δεδομένα, εγκαθίδρυσε απλές μονοδρομιακές λύσεις, έτσι ώστε στο τέλος τα επιθυμητά αποτελέσματα έμοιαζαν σχεδόν με ταυτολογίες … Την έξιν του να εφαρμόζεις αποτελέσματα αυτού του χαρακτήρα για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, θα το καλέσω η Ρικαρντιανή Φαυλότητα”.7

Κάθε φούσκα εμφανίζεται κατά την διάρκεια της μετατροπής της πρόσθετης αξίας σε κέρδος, και του ποσοστού πρόσθετης αξίας σε ποσοστό κέρδους. Μπορούν δε να εντοπισθούν στην πληρότητά των και να αναλυθούν κριτικά, μόνο όπου το προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής αναπτύσσεται κλιμακούμενο, μη εμφανιζόμενο στις κυκλωτικές και κυκλωματικές σχηματοποιήσεις του.

Όπως είναι γνωστό, η αξία ενός εκάστου των εμπορευμάτων παραχθέντων καπιταλιστικά = αξία σταθερού κεφαλαίου + αξία μεταβλητού κεφαλαίου + πρόσθετη αξία. Το άθροισμα (αξία σταθερού κεφαλαίου + αξία μεταβλητού κεφαλαίου) ξοδεύεται στα στοιχεία της παραγωγής. Αυτό το άθροισμα μας δίνει μόνο στην πραγματικότητα του καπιταλιστή ως ενεργού παραγωγού του εμπορεύματος (ήτοι, στην αυταπάτη την οποία έχει ο ίδιος για τον εαυτό του) την τιμή κόστους, και έτσι εμφανίζεται η καθαρά καπιταλιστική φόρμουλα: αξία εμπορεύματος = τιμή κόστους + πρόσθετη αξία. Απ’ αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, ότι η μείωση της τιμής κόστους κάνει πιο φθηνό το προς πώληση εμπόρευμα, επομένως το κάνει με Ρικαρντιανούς όρους πιο ανταγωνιστικό.

Από την στιγμή, που κάποια καπιταλιστική εταιρεία, έχουσα επίγνωση αυτού, αρχίσει να οργανώνει και διευθύνει την παραγωγή a priori, δηλαδή θέτει ως εξ αρχής στόχο την μείωση της τιμής κόστους (κάτι το οποίο δεν πρέπει να ταυτίζεται εννοιολογικά, ούτε πραγματικά με τα κόστη της παραγωγής), τότε η λογική και ο μηχανισμός της φούσκας έχει γεννηθεί, ακόμη κι αν η εν λόγω εταιρεία το αγνοεί.

Επομένως, η λογική της φούσκας είναι: πώς θα μειωθεί το (αξία σταθερού + αξία μεταβλητού κεφαλαίου), χωρίς στον ίδιο χρόνο να μειωθεί η πρόσθετη αξία (διότι αν μειωθεί, δεν θα βγει κέρδος). Αυτό σημαίνει κατά κύριο λόγο: χρήση πιο φτηνών πρώτων υλών, χρήση πιο φτηνής τεχνολογίας, και κατέβασμα μισθών με ό,τι περιλαμβάνουν.

Επίσης, εντοπίζονται περιπτώσεις πωλήσεων εμπορευμάτων σε τιμές κόστους. Αυτό σημαίνει ότι η πρόσθετη αξία είναι μηδέν. Δεν πρόκειται για σοσιαλιστικά προϊόντα, αλλά για περιπτώσεις όπου οι εργάτες δεν πληρώνονται (μέθοδοι σύγχρονης σκλαβιάς κλπ)8. Σε αυτό επίσης δεν συγκαταλέγεται η μαύρη-ανασφάλιστη εργασία, διά της οποίας απλά μεγεθύνεται και επαυξάνεται η παραγωγή της πρόσθετης αξίας.

Επομένως, αν ένα εμπόρευμα πωλείται στην αξία του, βγαίνει ένα κέρδος, το οποίο ισούται με το υπερβάλλον επί της τιμής κόστους, και γι’ αυτό ισούται με την ενσωματωμένη στην συνολική αξία του εμπορεύματος πρόσθετη αξία. Αλλά, για λόγους ανταγωνισμού και ανάληψης ρίσκου, ή επειδή η καπιταλιστική εταιρεία του παραδείγματός μας έχει το περιθώριο, ένα εμπόρευμα μπορεί να πωληθεί με κέρδος και κάτω από την αξία του, αρκεί η τιμή πώλησής του να είναι υψηλότερη από την τιμή κόστους, καθ’ όσον έτσι πάντα μια μερίδα πρόσθετης αξίας πραγματώνεται, και επομένως βγαίνει κέρδος.

Όσο ένα καπιταλιστικό σύνολο παράγει και πουλά τέτοια εμπορεύματα με τέτοιους τρόπους, τόσο αποκτά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στις αγορές, και αποκλείει τα άλλα καπιταλιστικά σύνολα, τα οποία επιδιώκουν ή υποχρεούνται νομικά να έχουν πιο αυστηρά ποιοτικά standards, σαν αυτά, τα οποία θέτει πχ. η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα Τεχνικά Επιμελητήρια, τα ISO κλπ. Αυτό γίνεται όλο και πιο κρίσιμο στις αναρίθμητες καθημερινά περιπτώσεις διαγωνισμών για την προμήθεια του δημοσίου και επιλογής εταιρειών για την υλοποίηση δημοσίων έργων.

Επιπρόσθετα, αν αυτό το καπιταλιστικό σύνολο παράγει και πουλά διαφορετικά προϊόντα σε διαφορετικούς τομείς εντός μιας αγοράς, αλλά και στον ίδιο χρόνο σε διαφορετικές αγορές, τότε θα πρέπει το κέρδος να το κάνει ποσοστό κέρδους, δηλαδή καθώς αυξάνει το κέρδος, να αυξάνει και το ποσοστό κέρδους.

Σε αυτό το σημείο, το προτσές κυκλοφορίας μπλέκεται σφιχτότερα με την πολυσχιδότητα του συνολικού κεφαλαιακού προτσές. Και τούτο διότι η ποσότητα της παραχθείσας πρόσθετης αξίας επαυξάνεται από τις μειώσεις των περιόδων της περιστροφής, είτε του απαιτούμενου χρόνου της παραγωγής (πόσο χρόνο απαιτεί ένα εμπόρευμα για να παραχθεί), είτε του απαιτούμενου χρόνου κυκλοφορίας (πόσο χρόνο απαιτεί ένα εμπόρευμα για να πωληθεί, από την στιγμή που θα φτάσει στην αγορά, καθ’ όσον η μεταφορά του από το εργοστάσιο στην αγορά είναι βιομηχανία, ήτοι ο χρόνος της μεταφοράς είναι προσμετρητέος στον χρόνο παραγωγής). Έτσι, το ποσοστό κέρδους, καθώς εκφράζει την σχέση της παραχθείσας ποσότητας πρόσθετης αξίας στο συνολικό κεφάλαιο, το οποίο απασχολήθηκε για την παραγωγή της, με οποιαδήποτε τέτοια μείωση (είτε στον απαιτούμενο χρόνο παραγωγής, είτε στον απαιτούμενο χρόνο κυκλοφορίας) αυξάνεται.

Το κύριο μέσο μειώνειν τον χρόνο παραγωγής είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας. Αλλά, αυτό σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει και συνεπάγεται αύξηση της αξίας του σταθερού κεφαλαίου, και από τα μέσα της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης, πολύ δε περισσότερο στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση, αυτό γενικά και προοπτικά επιφέρει και την αύξηση της αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου (λόγω των προαπαιτούμενων επενδύσεων για την διαμόρφωση και εκπαίδευση υψηλά ειδικευμένης εργατικής δύναμης), κάτι το οποίο στις ερευνώμενες περιπτώσεις αυξάνει τις τιμές κόστους. Επομένως, στις ερευνώμενες περιπτώσεις, προτιμάται από τα αφεντικά, η μείωση του χρόνου κυκλοφορίας, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται κύρια από βελτιωμένες επικοινωνίες και από διαφημίσεις. Έτσι εξηγείται το πόσο φτηνά είναι οι συσκευές smart phones και άλλα εμπορεύματα επικοινωνιών ιδιαίτερα στις infamous περιοχές των μητροπόλεων.

Προσέτι, προκειμένου να αυξάνεται το κέρδος, και κατά τον ως άνω τρόπο να αυξάνεται στον ίδιο χρόνο το ποσοστό κέρδους, στις ερευνώμενες περιπτώσεις, επιδιώκεται η παραγωγή όλο και περισσότερης πρόσθετης αξίας, με την διαιρετή ποσότητα του μεταβλητού κεφαλαίου (αριθμός εργατών) να μένει ίδια, καθώς και με τους ονομαστικούς μισθούς να μένουν τουλάχιστον στάσιμοι.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του εργασιακού χρόνου, τα σπαστά ωράρια, τα parttime, τα ωριαία συμβόλαια εργασίας, την κατάργηση του ελεύθερου χρόνου του Σαββάτου και της Κυριακής, των αργιών κλπ. Κατά κανόνα, σε αυτές τις περιπτώσεις, τα αφεντικά απαιτούν και επιβάλλουν, προκειμένου στον ίδιο χρόνο να έχουν μείωση των τιμών κόστους, μεγαλύτερη και πιο σφιγηρή οικονομία στην απασχόληση του σταθερού κεφαλαίου, ώστε να έχουν μείωση στα κόστη παραγωγής. Αυτό σημαίνει λιγότερη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας κατά το εργασιακό προτσές, πιο απαλούς και επιδέξιους χειρισμούς της μηχανουργίας, καλύτερη συντήρηση και βελτιωμένες επιδιορθώσεις της μηχανουργίας, όχι αδεξιότητες, όχι απροσεξίες, όχι ατυχήματα, χειρωνακτικοποίηση κάποιων δραστηριοτήτων, οι οποίες πριν εκτελούνταν αυτοματικά, μεταφορές με φτηνότερα μέσα κλπ.

Ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω και η διαρκής εντατικοποίησή των φθάνει σε ένα σημείο θραύσης, το οποίο συνήθως έχει να κάνει με την συστηματική και κατ’ εξακολούθηση παραβίαση κανόνων, νομικών διατάξεων, οι οποίες αφορούν την εργατική νομοθεσία, την νομοθεσία περί αθέμιτου ανταγωνισμού, την τήρηση των προδιαγραφών, την νομοθεσία περί βιομηχανικής ιδιοκτησίας, την περιβαλλοντική νομοθεσία κοκ. Από αυτό το σημείο (και πάντα εκ των υστέρων, ex post factum) αρχίζει και αποκαλύπτεται η κάθε φούσκα, με όλες τις collateral (ενέγγυες) βλάβες.

Ο κύριος Vincent Le δείχνει ότι ο δυτικόκοσμος έχει παρακμάσει, ακριβώς εξ αιτίας της προσκόλλησης στις ευκολίες και στα «παιχνίδια» της δυαδικής/τούρινγκ κωδικοποίησης.9 Από την άλλη, η κατηγορία περί διαφθοράς του επιταχυντισμού (δηλαδή αυτού δυνάμει του οποίου εμφανίζεται το Κεφάλαιο + Διαφορά Κεφαλαίου), ενέχει την αντίφαση της ηθικοποίησης του προτσές συσσώρευσης.

Είναι λοιπόν τόσο στενή η σύνδεση μεταξύ 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης και φουσκών, κι αυτό κατά κύριο λόγο εξ αιτίας των μιμητικών-δυαδικών/τούρινγκ πρακτικών, ώστε οι φούσκες έχουν αποκτήσει επαναλαμβανόμενα (και σε ένα βαθμό προβλέψιμα) τεχνικά χαρακτηριστικά. Έτσι, η επιστήμη των μαθηματικών και η οικονομετρία αναπτύσσουν μαθηματικές τεχνικές πρόβλεψης, ελέγχου, καταστολής των φουσκών. Αυτό από μόνο του επιβεβαιώνει την ανάλυση περί της σχέσης μεταξύ των φουσκών και της 3ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Συγκεκριμένα:

Αναπτύσσουμε μια μεθοδολογία για την ανίχνευση φουσκών περιουσιακών στοιχείων, χρησιμοποιώντας ένα νευρικό (neural) δίκτυο. Στηριζόμαστε πάνω στην θεωρία των τοπικών γκεμιών10 στο χρονικό συνεχές και χρησιμοποιούμε βαθύ δίκτυο για να υπολογίσουμε ακριβέστερα την διάχυση του συντελεστή του προτσές της τιμής από τον τρέχοντα υπολογιστή, αποκτώντας μια βελτιωμένη ανίχνευση των φουσκών. Δείχνουμε την απόδοση του αλγορίθμου μας επί της υπάρχουσας στατιστικής μεθόδου σε ένα εργαστήριο δημιουργηθέν με εξομοιωθέντα δεδομένα. Έπειτα, εφαρμόζουμε την ταξινόμηση δικτύου σε πραγματικά δεδομένα και χτίζουμε ένα μηδενικό δίκτυο έκθεσης της εμπορικής στρατηγικής, το οποίο εκμεταλλεύεται την ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία, η οποία εκπορεύεται από την παρουσία των φουσκών στην αγορά μετοχικών κεφαλαίων των ΗΠΑ από το 2006 έως το 2008. Το επικερδές της στρατηγικής παρέχει έναν υπολογισμό του οικονομικού μεγέθους των φουσκών, ως επίσης των θεωρητικών παραδοχών οι οποίες βασίζονται επ’ αυτών”.11

Εδώ, οι αναπτυγμένες μαθηματικές και οικονομετρικές μέθοδοι αποδίδουν τον φορμαλισμό των φουσκών, στον ίδιο χρόνο που η κριτική της πολιτικής οικονομίας ερευνά και περιγράφει την φαινομενολογία και το περιεχόμενό τους. Τα μαθηματικά των τοπικών γκεμιών θεμελιώνονται στο θεώρημα του σοβιετικού Igor Vladimirovich Girsanov. Είναι πραγμάτευση της έννοιας της προφανότητας μέσα από στοχαστικά προτσές, τα οποία μοντελοποιούνται αριθμητικά. Αλλά, εδώ το ζητούμενο δεν είναι η απόδειξη αυτού το οποίο θεωρείται ή εκλαμβάνεται ως προφανές (ήτοι, η μετάβαση από την προφάνεια στην απόδειξη του προφανούς, η μετάβαση στην σιγουριά, στην αυτοπεποίθηση), αλλά κατά κύριο λόγο το σταμάτημα της φούσκας ως μη έχουσας λογική. Με αυτό, το γκέμι είναι σε αυτό το προτσές, και τίθεται, προκειμένου να έχει την λειτουργικότητα του φίλτρου.

Ο καπιταλισμός μπορεί να ιδωθεί ως φούσκα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι τρόπος παραγωγής, ο οποίος κρατάει για αιώνες και αιώνες. Έτσι, πίσω από την κατάθεσή του Ρουμπινί ενώπιον της Επιτροπής κρύβεται πάλι η ταυτιστική και εξισωτική ετεροδοξασία (όπως στον μερκαντιλισμό Μαλθουσιανού τύπου εμπόριο = καπιταλισμός) χρήμα = καπιταλισμός.

Αυτό προκαλεί απορία, διότι, τον Νοέμβριο του 1988 είχε καταθέσει στο Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Έρευνας, ένα paper τιτλοφορούμενο «Offset and Sterilization under Fixed Exchange Rates With an Optimizing Central Bank».12 Σε αυτό προσέγγισε την θεμελιακή μονεταριστική θεωρία περί βέλτιστης13 ποσότητας χρήματος του Milton Friedman.

Πέρα, όμως, από το ότι τα όσα κατέθεσε στο 1988, εμφανίζουν θεμελιακή επιστημολογική διαφορά, με όσα κατέθεσε στο 2018, έχει αξία, να σταθούμε σε όσα από μονεταριστική άποψη κατέθεσε τότε.

Στηρίζεται σε δύο υποθέσεις, 1ον ότι οι ανταλλακτικές αναλογίες είναι σταθερές, και 2ον ότι υπάρχει μια κεντρική τράπεζα με βελτιστικό χαρακτήρα, η οποία έχει δεχθεί αυτό.

Το μοντέλο αυτό ετέθη προς εφαρμογή σε περιπτώσεις χωρών με μικρές ανοιχτές οικονομίες με μεγάλη κινητικότητα κεφαλαίου, ενώ το σύστημα των σταθερών αναλογιών χαρακτηρίζεται ως καθεστώς. Καθίσταται προφανές, ότι είχε στο μυαλό του χώρες, οι οποίες τότε εγκατέλειπαν την κεντρικά διευθυνόμενη και σχεδιασμένη οργάνωση της παραγωγής, και εισέρχονταν στις καπιταλιστικές αγορές. Επρόκειτο δηλαδή για ένα μοντέλο διασφαλιστικό μιας ομαλής καπιταλιστικής μετάβασης.

Στο κείμενό του προγράφει περισσότερο σχέσεις ισχύος μεταξύ ηγετικών και περιφερειακών χωρών, οι οποίες διασφαλίζονται ακριβώς από τις σταθερές αναλογίες, και όχι τόσο την περιγραφή μιας νέας τραπεζικής και χρηματοοικονομικής. Μπορεί να ειπωθεί, ότι από άποψη cybernetics κάποιες από τις προτάσεις και τις ιδέες του υιοθετήθηκαν και ενσωματώθηκαν τροποποιημένες στο ευρώ-χρηματοσύστημα. Εν τούτοις, διαγράφει μια νέα τότε κεφαλαιακή λειτουργικότητα, και δη την τρόπω τινί γενετικοποίηση του χρηματοκεφαλαίου ως σύνολο ροών, προκειμένου να επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότητα των εξισώσεων μετατοπίσεων και στείρωσης (equations of offset and sterilization). Πρόκειται για μια μέσω των μαθηματικών του Karl Popper ταύτιση όχι μόνο της αξίας εκπεφρασμένης σε χρήμα, αλλά του μεταβλητού κεφαλαίου με το χρηματοκέφαλαιο, για μια αναπαράσταση του μεταβλητού κεφαλαίου ως χρηματοκεφάλαιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η προσοχή των οικονομικών και νομισματικών αρχών να στραφεί από το κεφάλαιο ως πλούτο, ως απόθεμα αντικειμένων με χρηστική και ανταλλακτική αξία, και ως ποσότητες πραγματικού χρήματος, στους ίδιους τους χρηματοκεφαλαιοποιημένους ανθρώπινους πληθυσμούς, είτε εμφανίζονται ως αδιαίρετα, είτε ως σύνολα μεταξύ των σχέσεων.

Η γενετικοποίηση του χρηματοκεφαλαίου πάει στον ίδιο χρόνο χέρι – χέρι, όπως εύστοχα επί λέξει το λέει ο Ρουμπινί, με την ειδικοποίηση (specification) των λειτουργιών των νομισματικών αρχών με στόχο την διασφάλιση της ενδογένειας (endogeneity) της εγχώριας (domestic) χρέωσης και των αλλοδαπών αποθεματικών μεταβλητών (foreign reserve variables). Αυτά ετέθησαν προς μείωση του χρεωστικού ρίσκου, και δι’ αυτών δομούταν ένα Σαξονικού και Βρετονικού τύπου σύστημα αποκλεισμών των μη ευρισκομένων και μη τιθεμένων εντός της ενδογένειας πληθυσμών, από την χρέωση, δηλαδή από τον δανεισμό.

Μοιάζει περισσότερο με par excellence σύστημα διακυβερνητικότητας και λιγότερο με par excellence πολιτική οικονομία.

Απ’ όταν έγραψε ο Άνταμ Σμίθ, το κεφάλαιο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς την έννοια του πλούτου (wealth, reichtum). Το κεφάλαιο παράγεται και κυκλοφορεί είτε ως υλικό εμπόρευμα, είτε ως υπηρεσίες, είτε στην μορφή του χρήματος, ως αντικείμενο τόσο προς τον εργάτη, τον άμεσο παραγωγό, όσο και προς τα μέλη μιας κοινωνίας. Το κεφάλαιο στην εσωτερική του λογική αντιμετωπίζει τους εργάτες ως μεταβλητό κεφάλαιο, αναγνωρίζοντας μια ειδική μορφή ύπαρξής του σε αυτούς. Αυτό, όμως, είναι κάτι που αφορά τα λογιστικά βιβλία εσόδων – εξόδων, τις καρτέλες ενσήμων και τους ατομικούς λογαριασμούς στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Το κατά Ρουμπινί χρηματοκεφάλαιο ως γενετικοποιημένο, ως γενετικότητα, δεν είναι πια η εξέταση του πλούτου ως τέτοιου, αλλά μια βιο-λογία μεταφρασμένη σε χρηματικές ροές.

Η εργατική κριτική αντιθέτει: ο εργάτης ως τέτοιος, ως ενσώματη υποκειμενικότητα δεν είναι αξία, ούτε μπορεί να αποτελέσει αξία. Αξία ως εμπόρευμα είναι η εργατική του δύναμη, τιμή έχει η εργασία του.

Στον αντίποδα, η θεωρία των ευέλικτων ανταλλακτικών ισοτιμιών φανερώνει διαφορετικά ποιοτικά στοιχεία και στρατηγικές. O Peter Bernholz επικεντρώνει στην εξέταση των ευέλικτων και ρεουσών ανταλλακτικών αναλογιών μετά το Νίξον σοκ, διαβλέποντας σε αυτές μέσω της εφαρμογής του θεωρήματος της ισότητας της αγοραστικής δύναμης, της μείωσης της αξίας του νομίσματος, της αύξησης των φορολογικών εσόδων, τον περιορισμό του δανεισμού της κυβέρνησης από την κεντρική τράπεζα, την δυνατότητα ανάδυσης ενός –ας το ονομάσουμε οικουμενικού νομισματικού.14

Παρότι, μόνο ο Ρουμπινί το λέει ρητά, η όλη αντιπαράθεση ερείδεται επί της απουσίας του χρυσού ως μονάδας μέτρησης της αξίας, δηλαδή επί του τρόπου μετρήματος της αξίας, και έτσι είναι μια αντιπαράθεση ανασύνθεσης στο επίπεδο του χρηματονομισματικού των τάσεων και των εξελίξεων στην ίδια την Ρικαρντιανή εργασιακή θεωρία της αξίας.15 Έτσι, οι προτάσεις του Ρουμπινί αποκτούν έναν πιο χειροπιαστό χαρακτήρα, παρίστανται ως πιο εφαρμόσιμες και έχουσες πιο άμεση αποτελεσματικότητα. Θα πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό, ότι προκειμένου να εφαρμοσθούν τέτοιας ποιότητας προτάσεις, και αυτό δεν έχει να κάνει με τον Ρουμπινί, το σύστημα θα πρέπει να υιοθετήσει, όπως το έχει αναλύσει ο Ρέζα Νεγκαστερανί inhuman και dehumanizing επιλογές.

Αφήνοντας κατά πίσω τις χρήσιμες για την καπιταλιστική παλινόρθωση προτάσεις του Ρουμπινί, και για την σφαιρικότητα του θέματος, μπορούμε να μιλήσουμε για πιο επί του συγκεκριμένου θεωρήσεις.

Συνολικά, στην ετερόδοξη πολιτική οικονομία, ο ακρογωνιαίος λίθος σε αυτό το ρεύμα είναι οι ποσοτικές σχέσεις οι οποίες συναρτώνται και καθορίζουν το κάθε εθνικό προϊόν. Άρα, σε αυτό, στο επίκεντρο τίθεται όχι το εμπόρευμα ή η εργασία, αλλά αυτό το οποίο γίνεται κατανοητό κάθε φορά ως χώρα. Παρομοιάζει προς τις εκδοχές του οικονομικού ρομαντισμού, ωστόσο, όπως και ο οικονομικός ρομαντισμός, τα ετερόδοξα οικονομικά έχουν μεγάλο εύρος, και γι’ αυτό διαφοροποιούνται ποιοτικά από τις ρομαντικές εκδοχές και τα ρομαντικά σενάρια.

Η πηγή νομιμοποίησης αυτών των αναλύσεων είναι ο ίδιος ο διαγραμματικός τους χαρακτήρας και η ενσωματωμένη στα διαγράμματα οικονομετρία, δηλαδή η τεχνικομεθοδολογική ικανότητα ποσοτικοποίησης. Ορμώμενοι εκ των θεωρημάτων της Βρετανικής (ενδεικτικά βλ. Nicholas Kaldor, Luigi Pasinetti, Κεϋνσιανούς του Κέμπριτζ, Roy Harrod, Evsey Domar) και της Ολλανδικής (ενδεικτικά βλ. Petrus Johannes Verdoorn) οικονομικής, στόχος αυτού του ρεύματος είναι η μαθηματικοποιητική ενσωμάτωση: η δημιουργία νόμων έκφρασης ποσοτικών σχέσεων, μεταξύ κατηγοριών και όρων της πολιτικής οικονομίας, καθώς και των εννοιών της κλασσικής πολιτικής οικονομίας και της κριτικής της.

Αυτό, το οποίο επιτρέπει να γίνει κάτι τέτοιο, είναι η ίδια η στοιχειώδης λειτουργία του χρήματος ως το γενικό ισοδύναμο, και ο φετιχισμός του, ο οποίος αντικαθιστά κοινωνικές σχέσεις από σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. Ο φετιχισμός inter alia έγκειται στην αντικειμενική εμφάνιση των κοινωνικών χαρακτηριστικών της εργασίας, τα οποία το χρήμα διαμεσολαβεί, ως βασική κοινωνική μορφή του προτσές της υλικής παραγωγής, που έρχεται σε αντίθεση σε αυτό, όσο αναπτύσσεται το προτσές, σαν η μεγίστη ταχυδακτυλουργική δύναμη αναγωγής διαφορετικών μεταξύ τους ποιοτήτων σε κάτι, το οποίο φαντασιακά και φασματικά μόνο τις εξομοιώνει.

Εν τούτοις, το κείμενο με τίτλο «Explaining Inflation and Unemployment: An Alternative to Neoliberal Economic Theory» του κυρίου Anwar M. Shaikh περιέχει εμβριθείς προσεγγίσεις.16

O κύριος Shaikh αποδίδει την υπεροχή της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας «στην ανημπόρια της κεϋνσιανής, να παράσχει μια επαρκή εξήγηση για τον απορρέοντα από την οικονομική κρίση ‘stagflation’».

Ως stagflation (στασιμοπληθωρισμός) ορίζεται ο συγχρονισμός του βαίνοντος κατ’ αύξηση τιμάριθμου, της επιβράδυνσης της παραγωγής, και της αύξησης του πληθυσμού των ανέργων. Είναι, λοιπόν, συνδυασμός τριών διαφορετικών ποιοτήτων, τριών διαφορετικών δυναμικών, αναπτυσσουσών την φαινομενολογία των στους ίδιους χρόνους. Η σύνθετη αυτή φαινομενολογία περιγράφεται από την καμπύλη του William Philips. Δηλαδή, διείδε στο Ηνωμένο Βασίλειο εσωτερικές συνδέσεις μεταξύ των αυξήσεων σε χρήμα των μισθών και της αύξησης των ποσοστών ανεργίας.17

Αυτό δεν σημαίνει, ότι οι υψηλοί μισθοί φταίνε για την ανεργία, αλλά ότι η αύξηση στην ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος συνοδεύεται από ή συνδέεται με την αύξηση της ανεργίας. Επομένως, αν αντιστρέψουμε από καπιταλιστική σκοπιά την ταξική πολικότητα, η αύξηση της ανεργίας θα επιδράσει στο κατέβασμα των μισθών, δηλαδή στην εξισορρόπηση των συσχετισμών ταξικών δυνάμεων και ισχύος μέσα στα εργοστάσια. Επομένως, πάλι η καθοριστική δύναμη είναι η πάλη των τάξεων.

Ο Philips κατανοεί με ταξικό τρόπο τον πληθωρισμό ως δείκτη και ως μέτρημα των ποσοτήτων του κυκλοφορούντος χρήματος, κάτι το οποίο είναι διαφορετικό από τις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων, τις οποίες εκφράζει ο «τιμάριθμος», τον οποίο εσφαλμένα μπερδεύουν με τον πληθωρισμό. Το πόρισμά Philips επιβεβαιώνει την δυνατότητα συγχρονισμού του προτσές συσσώρευσης, μέσω της μερικά αύξησης της αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου (δηλαδή μέσω των αυξήσεων στις ονομαστικές τιμές των μισθών, εξ ου ex contrario και το αίτημα του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς), με την παραγωγή βιομηχανικού αποθεματικού στρατού και υπερβάλλοντος πληθυσμού.

Αλλά, αυτό είναι μόνο μια πλευρά του προβλήματος του συγχρονισμού. Από τις εφαρμοσμένες Κεϋνσιανές και ετερόδοξες σχολές, προσεγγίσεις και συστήματα αντιπροτείνεται ως πανάκεια έστω και ντροπαλά ο εκσυγχρονισμός (desychronisation) των αναπτύξεων των διαφορετικών ποιοτήτων.

Πρόκειται για πρόβλημα διαθέτον κοσμολογική υφή, καθώς κατ’ αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά απολύουν την οπτική των επιχειρηματικών κύκλων, και εισάγονται σε χρονικές γραμμικότητες. Αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται, ότι είτε ποσότητες κοινωνικής εργασίας, είτε ο άνεργος πληθυσμός πρέπει με πραγματικούς όρους να μεταφερθούν κάπου αλλού, όπου θα αναπτύσσεται διαφορετική χρονικότητα.

Από θεσμικοπολιτική άποψη, είναι μια διαδικασία δυστοπικοποιήσεων (displacements). Επομένως, σε αυτό το σημείο, τα οικονομικά απομυστικοποιούνται ως τεχνικές εξουσιασμού και διακυβέρνησης. Αποβάλλουν τις θεωρητικές παραδοχές και τείνουν να ταυτιστούν με την διακυβερνητικότητα και τις τεχνογνωσίες εξουσίας, οι οποίες προκύπτουν από το cybernetics = intelligence.

Κρατώντας αυτά, μπορούμε να δούμε την ούτω καλούμενη «επανασυμφιλιώνοντας / επανασυμβιβάζοντας / επανασυνδέοντας την εμπειρική στοιχειοθέτηση εναλλακτική προσέγγιση στον πληθωρισμό» του κυρίου Shaikh.

Βραχυπρόθεσμη ισορροπία, αύξηση νέων δάνειων και κοπή νέου χρήματος από την κεντρική τράπεζα, και υπερβάλλουσα ζήτηση είναι ο συνδυασμός των τριών δυναμικών των διακυμάνσεων. Στην συνέχεια του άρθρου, αξιοποιεί τον δανεισμένο από τον Harrod όρο της εντεταλμένης ανάπτυξης (warranted growth), την οποία θεωρεί ως εντεταλμένο ποσοστό συσσώρευσης κεφαλαίου.

Είναι κάτι, το οποίο μπορεί να γίνει, αλλά πιο εύκολα σε περιπτώσεις αποικιών ή σε μεγάλου εύρους και έκτασης στρατιωτικοποιημένη οικονομία. Εδώ είναι η αντίφαση. Ο στασιμοπληθωρισμός εμφανίζεται κύρια σε αναπτυγμένους καπιταλισμούς. Άρα, η εναλλακτική του Shaikh ακυρώνει την αρχική θέση του, και η αρχική θέση του ακυρώνει την εναλλακτική του. Από την άλλη, αν όλη αυτή η εναλλακτική, προκειμένου να έχει εγκυρότητα, ιδωθεί ως πολεμικοστρατιωτικά οικονομικά, τότε το πράγμα αλλάζει. Σημαίνει, δηλαδή, ότι ο όλος στόχος είναι η μυστικοποίηση του τι πραγματικά μπορεί να γίνει ή τι πραγματικά γίνεται. 

δ. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η θεωρία ιμπεριαλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου 

Η αποτυχία της επαναστατικής επίθεσης των Σπαρτακιστών, γύρω από τους οποίους συσπειρώθηκαν οι πιο μαχητικοί και αποφασισμένοι εξεγερμένοι εργάτες της πολυεθνικής Γερμανίας, ρίχνει την σκιά της στο σχετικό με την συσσώρευση κεφαλαίου βιβλίο της Ρόζα Λούξεμπουργκ (δημοσιευθέν στο 1913).18 Αλλά, αυτό δεν ακυρώνει, ότι το βιβλίο της είναι συστηματικό έργο με κριτικό πνεύμα κλασικής πολιτικής οικονομίας, παρ’ όλα τα χάσματα, τις αποσπασματικότητες και τους αριστερόστροφους υποκειμενισμούς, οι οποίοι κάποιες φορές θυμίζουν αυτό, το οποίο κεραυνώνει ο Λένιν, ως αριστερά παιδιαρίσματα. Πολύ περισσότερο δεν ακυρώνει τους αγώνες και τις θυσίες της.19

Ο δομικός καθορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που κατανοείται ιμπεριαλιστικά, αναγνωρίζει ένα εύρος από τις λειτουργίες του στο βιβλίο της Λούξεμπουργκ, διότι βλέπει σε αυτό δυνατότητες συσσώρευσης και αναπαραγωγής στα όρια και στις επικράτειες επέκτασής της. Στο βιβλίο της:

1ον Δεν ξεχωρίζει μεταξύ αφενός της έννοιας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, η οποία αποτελεί μία μόνο διάσταση της κριτικής, επόμενο του προτσές κυκλοφορίας, και αφετέρου του κεφαλαιακού τρόπου παραγωγής σαν ειδικά ορισμένου τρόπου παραγωγής, κάτι το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο το προτσές του κεφαλαίου στην πλήρη κλιμάκωση και στην προοπτική του. Έτσι, έφτιαξε μια βασική τάση μέσα στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, μέσω της ταύτισης του μερικού με το συνολικό. Αντιλαμβάνεται δε το μερικό ως εσωτερικότητα. Αυτά, πρόσφατα και εύστοχα τα εντόπισαν ο Νέγκρι και ο Χάρνττ: «… μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1905 στη Ρωσία, η Λούξεμπουργκ επέκρινε το γερμανικό προλεταριάτο και το κόμμα του για τις εκφράσεις συμπάθειας και υποστήριξής τους προς τους Ρώσους ξαδέρφους τους, είτε με συγκατάβαση είτε με θαυμασμό. Η Λούξεμπουργκ δεν υποστήριζε, φυσικά, ότι οι Γερμανοί εργάτες απεμπλέκονται ή δίνουν λιγότερη προσοχή στους Ρωσικούς αγώνες — ακριβώς το αντίθετο. Το πρόβλημα γι’ αυτήν ήταν, ότι τέτοιες εκφράσεις «διεθνούς ταξικής αλληλεγγύης» αποτελούσαν απλώς μια εξωτερική σχέση …»20.

2ον Πάλι, με αριστερόστροφα κίνητρα έφτιαξε μια απορροφητική σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας: προσπάθεια κατάργησης της ανεξαρτησίας και αυτονομίας της πολιτικής οικονομίας. Έτσι, εύκολα δικαιολογείται η γελοιοποίηση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, η έκπτωσή της σε «κομματική οικονομία», χωρίς ποτέ να διευκρινίζεται, ποιό κάθε φορά είναι αυτό το «κόμμα», το οποίο έχει δικιά του οικονομία ως τέτοια, κάτι το οποίο μεθοδολογικά είναι η άμεση λογική συνέπεια της ταύτισης του μερικού με το συνολικό. Η κομματική οικονομία κρατάει από παλιά, από τους ερασιτεχνισμούς του Προυντόν, ενώ στις μέρες μας εκπίπτει σε μια πραγμάτωση σε συγκεκριμένα επίπεδα του αφηρημένου αντικαπιταλισμού. Ο αφηρημένος αντικαπιταλισμός, δηλαδή επί του πρακτέου το καπιταλιστικό σαμποτάζ εις βάρος της κεφαλαιακής λειτουργικότητας δεν έχει να κάνει με τους εργάτες, τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, αντίθετα επιστρέφει τον λογαριασμό για το κάθε μάρμαρο στους εργάτες. Προέρχεται από τους ανταγωνισμούς των κάθε είδους αδιαίρετων καπιταλιστών μεταξύ των και προς τις επιχειρήσεις υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου. Αυτού του είδους το καπιταλιστικό σαμποτάζ φανερώνεται ως ένας ταξικός εχθρός ιδιαίτερα του βιομηχανικού προλεταριάτου, ο οποίος πρέπει να συντριβεί από τους ίδιους τους εργάτες, ανεξάρτητα του χάριν ποιάς κομματικής οικονομίας διεξάγεται. Όλα αυτά τα μικρομπουρζουάδικης ποιότητας μισοκαπιταλιστικά τερτίπια ουδεμία σχέση έχουν με την Διεθνή Ένωση Εργατών, ουδεμία σχέση έχουν με το ανεξάρτητο από το κράτος και τα αφεντικά πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης.

Επί του συγκεκριμένου, η πρώτη αστοχία έγινε, όταν εξίσωσε το άθροισμα των συστατικών του κάθε αδιαίρετου εμπορεύματος με το «κοινωνικό προϊόν ως όλο». Έπειτα, πάλι άστοχα, η κυκλοφορία του χρήματος εξετάσθηκε αποσπασμένα από την κυκλοφορία της αξίας εντός του αναπαραγωγικού προτσές, ενώ η κυκλοφορία του χρήματος ως τέτοιου εμφανίζεται τόσο στην παραγωγή κεφαλαίου, όσο και στην αναπαραγωγή, αλλά λαμβάνει και ανώτερες ποιότητες στην πλήρη κλιμάκωση του προτσές, ήτοι στις λειτουργίες του χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου.

Επιπρόσθετα, έκανε μια δίκην προθέσεων περί διαγραμμάτων, ταυτίζοντας εννοιολογικές σχηματοποιήσεις με τα στατιστικά ως τέτοια, και τελικά μίλησε για κάποια εικόνα η οποία δήθεν προκύπτει από αυτές τις σχηματοποιήσεις.

Νοητικά, εξίσωσε την δυσκολία του κεφαλαίου, όπως λέει, με το project της κριτικής. Λες και η κριτική της πολιτικής οικονομίας έθεσε ποτέ ως στόχο την διευκόλυνση του κεφαλαίου στο ξεπέρασμα των δυσκολιών του. Εξ αιτίας αυτού, υπάρχουν σημεία στο κείμενο του βιβλίου της, που φαίνεται, ότι πιο πολύ ο αντίπαλός της είναι η ίδια η πρωτότυπη κριτική της πολιτικής οικονομίας, παρά το σύστημα του κεφαλαίου. Αυτό είναι ένα συνήθειο, που είχε δει και είχε πει με απόλυτα συντροφικό τρόπο ο Λένιν, σεβασθείς την ανεξαρτησία του κινήματος των Γερμανών εργατών.21

Εν τούτοις, τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου της περί προστατευτικών ταριφών και συσσώρευσης, και περί του μιλιταρισμού ως επαρχίας συσσώρευσης έχουν μεγάλη χρησιμότητα και εφαρμοσιμότητα, καθώς απαντούν σε προσεγγίσεις, που είναι προσκολλημένες στο έδαφος, χωρίς να μπορούν να δουν στους αιθέρες το νέο τότε αναδυόμενο πεδίο της βιομηχανίας μεταφορών. Η προσκόλλησή τους αυτή οφείλετο, ότι σε αυτές τις προσεγγίσεις υποκρύπτοντο φυσιοκρατικές λατρείες της εδαφικής προσόδου. Από την άλλη, η χρησιμότητα αυτών των προσεγγίσεων έχει να κάνει με τον νέοφεουδαλισμό των διεθνών σχέσεων, ο οποίος εντάθηκε στην περίπτωση της λεγόμενης Κοινωνίας των Εθνών, δηλαδή στην περίπτωση του επιβαλλόμενου καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στα έθνη. Σε κάποιες συνθήκες και περιστάσεις, η θεωρία της για τον ιμπεριαλισμό μπορεί να τύχει εφαρμογής ως κάτι, το οποίο προσομοιάζει σε μερικά εξαναγκασμένο προτσές πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου σε χώρες, όπου διασταυρώνονται ουσιοκρατικοί και συνθετικοί μερκαντιλισμοί και ισχυρά υπολείμματα ασιατικού τρόπου παραγωγής, σε χώρες δηλαδή όπου η ιμπεριαλιστικού τύπου συσσώρευση τις εκλαμβάνει και τις αντιμετωπίζει ως επαρχίες ενός κάποιου imperii.

Μπορεί να ειπωθεί, ότι ένα τέτοιο μοντέλο ιμπεριαλιστικής συσσώρευσης απέκτησε συνάφεια προς τον νέο-αμερικανισμό της διακυβέρνησης Τράμπ, και στο μέτρο που λαμβάνει ιδεολογικά χαρακτηριστικά αποκτά συνάφεια προς τις ιδεολογίες του Τραμπισμού, άλλωστε οι ταρίφες και οι δασμοί έγιναν το φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης Τράμπ. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ευθύνη η Λούξεμπουργκ, για το ότι συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου στην Αμερική αυτοαναγνωρίσθηκαν και αυτοκατανοήθηκαν μέσα από την θεωρία της.

Από την άλλη, η αντεστραμμένη οικειοποίηση (appropriation) αυτού του μοντέλου από τις ίδιες τις επαρχίες διαμορφώνει μια νέα εθελοδουλεία, έναν νέο ραγιαδισμό, μια συνθήκη όπου οι ελίτ και η ιθύνουσα τάξη των χωρών επαρχιών έχουν προσκυνήσει.

Στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, αυτό που πετυχαίνει αυτού του τύπου η συσσώρευση, είναι η συγκυριακή έως τα όρια του τυχοδιωκτισμού αύξηση του βαθμού απόσπασης πρόσθετης αξίας μέσα από την ένταση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις η τυπική υπαγωγή έρχεται σε αντίφαση, και συχνά μπαίνει τροχοπέδη και εμπόδιο στην ανάπτυξη και εξέλιξη της πραγματικής υπαγωγής, επομένως και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Σε γενικό επίπεδο, σε αυτές τις περιπτώσεις συσσώρευσης, η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου φτωχαίνει, επομένως φτωχαίνει συνολικά το κατ’ αυτόν τον τρόπο παραγόμενο κεφάλαιο και γίνεται λιγότερο ανταγωνιστικό. Η χώρα που βασίζεται σε αυτό, απολύει λίγο-λίγο τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, παρά τα όποια πρόσκαιρα κέρδη. Αποδείχθηκε στον ΒΠΠ, αποδείχθηκε και στην περίπτωση Τραμπ. Αρκεί να δει κάποιος τα στοιχεία των εταιρειών της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το υπόβαθρο των σφαλμάτων της έγκειται στην μη κατανόηση του έργου και των βιβλίων του Άνταμ Σμιθ. Έτσι, ασκώντας του κριτική περί συγχύσεως, μιλάει αναφορικά με τα εμπορεύματα περί χρηστικής μορφής και σχέσεων της αξίας, αρνούμενη επί του πρακτέου την οντικότητα και οντολογία της χρηστικής αξίας. Επομένως, αφού ταυτίζει την αξία γενικά με την ανταλλακτική αξία γενικά, χωρίς να αναγνωρίζει την αυτόνομη ύπαρξη και λειτουργία της χρηστικής αξίας, αυτό συνεπάγεται πλείστες όσες συνέπειες:

Σε αυτό ενυπάρχει κίνδυνος αναπαραγωγής των μερκαντιλιστικών θεωριών, περί ταύτισης του καπιταλισμού με το εμπόριο ως τέτοιο, δηλαδή μη κατανόηση του ΚΠ = Χ – Ε – Χ΄, και μπέρδεμά του με το Χ – Ε – Χ, και με το Χ - Χ΄ ως τέτοια. Επομένως, όχι μόνο ο Άνταμ Σμιθ et al, αλλά ακόμα κι ο Χομπς, ο Χιούμ, ο Λοκ αποκτούν ριζοσπαστικό χαρακτήρα εν όψει αυτών των θεωριών, καθ’ όσον το εμπόρευμα στον κεφαλαιακό τρόπο παραγωγής είναι τέτοιο, διότι όχι μόνο ενσωματώνει τόσο την ενότητα, όσο και την αντίθεση μεταξύ χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας, αλλά είναι τέτοιο, διότι προϋποθέτει την εργατική δύναμη ως ελεύθερο εμπόρευμα, αποδεσμευμένο από σχέσεις προσωπικής και νομικής εξάρτησης –και αυτό είναι που διαφοροποιεί το εμπόρευμα στον κεφαλαιακό τρόπο παραγωγής, από το εμπόρευμα στους ιστορικά προηγηθέντες τρόπους παραγωγής.

Μη δεχόμενη την χρηστική αξία (κάνοντας μόνο λόγο περί χρηστικής μορφής) ιδεολογικοποιεί το εμπορεύμα, και μυστικοποιεί τις σχέσεις της αξίας, εμφανίζοντάς τες ως δήθεν εξωγενείς και εξωτερικές προς αυτήν, ενώ οι σχέσεις της αξίας στον κεφαλαιακό τρόπο παραγωγής είναι πάντα σχέσεις προς το ίδιο το διαχωρισμένο εαυτό της, ήτοι η αξία κύρια γίνεται κατανοητή ως σύνολα σχέσεων μεταξύ χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας. Αυτές οι σχέσεις μέσα στο ίδιο το προτσές της παραγωγής λαμβάνουν μορφές παραγόμενες από το ίδιο το προτσές, και όχι a priori η χρηστική μορφή ως κάτι δήθεν ανεξάρτητο προς τις σχέσεις της αξίας.

Στοιχεία από το περί της πολιτικής οικονομίας βιβλίο της Λούξεμπουργκ αναπαράγονται σε μεγάλο εύρος μέσα στα διευθυντήρια της ΕΕ, και στις ευρωπαϊκές ακαδημίες, απονευρωμένα και ξεκομμένα απ’ την επαναστατική της πρακτική, καθώς και στις θέσεις παλιών Γερμανών συντρόφων περί κατάργησης της αξίας, ενώ οι συνεπείς επαναστάτες πρέπει να πουν, ότι ο δρόμος για τον κομμουνισμό περνάει μέσα από την αντίθεση της χρηστικής αξίας προς την ανταλλακτική. Πρόκειται για φανερώματα του φορμαλισμού της Deutchen ιδεολογίας. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια καθαρά νεωτερικογερμανική κομμουνιστική αντίληψη, ίδιον της πολιτικής κοινωνίας στα πιο θαρραλέα προχωρήματά της, η οποία αντίληψη δυσκολεύεται να συνδεθεί στην υλική κίνηση της παραγωγής και της κυκλοφορίας, και ξεκινάει από τα δικά της εσωτερικά κίνητρα και ελατήρια, προσβλέποντας σε μια ευημερία όλων ως causa sui, και έτσι ο κομμουνισμός, ο οποίος αυτοκατανοείται μηχανιστικά ως κατάργηση της αξίας, προσομοιάζει σε έναν θρησκευτικό δεσποτισμό. Έχει κάποια κοινά στοιχεία με τις κομμουνιστικές αντιλήψεις των Γερμανο-Φραγκικών Χρονικών, που είναι μια προσπάθεια υπέρβασης των νεωτερικών ευρωπαϊκών εθνικισμών μέσα από την κριτική στην πολιτική κοινωνία, προς την σμίλεψη μιας νέας έννοιας ευρωπαϊκότητας. Εν τούτοις, αυτή η αγκίστρωση οδηγεί στην ατυχή διάστιξη μεταξύ σοσιαλισμού και βαρβαρότητας. Η βαρβαρότητα ως πολιτισμική ποιότητα τουλάχιστον των Γερμανικών tribes υπάρχει ως τέτοια περίπου μέχρι και τον 15ο αιώνα, και μετά μετασχηματίζεται σε σύνολο αρετών προσδιορισμένων στην μάχη. Έτσι, η Λούξεμπουργκ αντιπαραβάλλει τον σοσιαλισμό στις από παλιά Γερμανικές κοινότητες με tribal καταμερισμό εργασίας και στον φεουδαλισμό. Στερείται έτσι της απαιτούμενης δυναμικής στο σοσιαλισμός ενάντια στον καπιταλισμό, στο τάξη εναντίον τάξης.

Μπορεί να ιδωθεί ως μια συμπτωματολογία του ίδιου του φετιχισμού του εμπορεύματος, ώστε κάποιος ταυτίζει τις εμπορευματικές μορφές, τις οποίες παράγει η εργασία στον κεφαλαιακό τρόπο παραγωγής, με το εμπόρευμα καθ’ εαυτό, και αυταπατάται ότι, αν δήθεν καταργήσει αυτές τις μορφές, θα έχει δήθεν ξεμπερδέψει και με το εμπόρευμα.

Ο κεφαλαιακός τρόπος παραγωγής είναι τέτοιος, επειδή ο πλούτος των καπιταλιστικών κοινωνιών παράγεται, με βάση, ότι θέτει το εμπόρευμα στο επίκεντρο, και έτσι το απλό εμπόρευμα εμφανίζεται ως στοιχειώδης μορφή αυτού του πλούτου. Η ουτοπική και άτοπη ονείρωξη της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι η παραγωγή εμπορεύματος, χωρίς την ζώσα εργασία: δηλαδή η αυτοπαραγωγή της νεκρής εργασίας: η ύπαρξη της νεκρής εργασίας, χωρίς την ζώσα. Για αρκετές δεκαετίες οι ρομποτικές μορφές είχαν φετιχοποιηθεί, διότι υποτίθεται ότι θα εκπλήρωναν αυτόν τον στόχο.

Αλλά, όταν οι πολιτικοί και διαχειριστικοί κύκλοι της καπιταλιστικής κυριαρχίας συνειδητοποίησαν, ότι αυτός ο στόχος εντείνει στο μέτρο που του αναλογεί, τον νόμο της τάσης το ποσοστό κέρδους να πέφτει, και ακόμα πιο πολύ όταν συνειδητοποίησαν με έναν σχεδόν μαθηματικό τρόπο, ότι, αν οι μηχανές παράξουν αξία, τότε η αξία αυτόματα θα μηδενισθεί, οπότε επίσης αυτόματα θα έλθει κοινωνική κατάρρευση, παραιτήθηκαν από αυτήν την ρομποτική επιδίωξη.

Την στρατηγική της κατάργησης της αξίας μέσα από την κρίση της αφηρημένης εργασίας την αναπτύσσει το Krisis Group. Ο Norbert Trenkle γράφει, ότι «η αφηρημένη εργασία είναι η κεντρική αρχή της οργάνωσης και κυριαρχίας της καπιταλιστικής κοινωνίας»22. Αυτό σημαίνει, ότι δεν μπορεί να δει το εμπόρευμα ως εμβρυακή μορφή του κεφαλαίου και το κεφάλαιο ως ολοκλήρωση της διαλεκτικής και της οντικότητας του εμπορεύματος, και στον ίδιο χρόνο, ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της εργασίας, δηλαδή ότι μπορεί να υπάρξει εκτός της καπιταλιστικής προσταγής. Η αφηρημένη εργασία δεν προκύπτει από την καπιταλιστική κοινωνία, αλλά είναι οργανικό αποτέλεσμα της ίδιας της εργατικής δύναμης. Η αφηρημένη εργασία είναι παραγωγικό γίγνεσθαι, και ως τέτοια ανήκει στους εργάτες. Επομένως, το να λες αφηρημένα κρίση της αφηρημένης εργασίας, μπορεί να διολισθήσει είτε σε, όπως το λέει ο Καφέντζης, αναγέννηση της σκλαβιάς μέσω του δοσίματος του πρωτείου στην άυλη εργασία, είτε στο να κηρύττεις το να απολέσει ο εργάτης την κεντρικότητα και την βαρύτητα της εργασίας του. Αυτό, το οποίο υλικά μετατρέπεται εν τω προτσές της παραγωγής αποδίδεται με το Χ – Ε, δηλαδή η χρηματική αξία σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Ο καπιταλισμός δεν ξεκινάει από την εργασία, αν το έκανε αυτό, δεν θα ήταν καπιταλισμός, αλλά μέσα από την ταυτολογία του ξεκινά πάντα από το εμπόρευμα, ακόμα κι αν γνωρίζει, ότι αυτό δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς εργασία. Στην γενική φόρμουλα Χ – Ε – Χ΄, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες ειδικές φόρμουλες εμφάνισης και ανάπτυξης του κεφαλαίου, η εργασία δεν εμφανίζεται ως τέτοια, μυστικοποιείται προϋποτιθέμενη.

Λέει ο Trenkle: «Η κοινωνική σύνθεση μέσω του τρόπου της αφηρημένης εργασίας συνιστά το γενικό πλαίσιο της αναφοράς όλων των κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό και καθορίζει την ιστορική τροχιά του στο επίπεδο της βασικής δυναμικής του. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε τι προσδιορίζεται από την λογική της εργασίας και των εμπορευμάτων εν τη στενή έννοια. Ακόμη, αυτή η πραγμοποιημένη μεσολάβηση βασικά συνιστά την μορφή των κοινωνικών σχέσεων της κοινωνικής επιβολής και επίσης προσδιορίζει τα όρια του καπιταλιστικού σύμπαντος, που είναι η παροχή κριτηρίων συμπερίληψης και αποκλεισμού. Αυτό είναι το γιατί η τρέχουσα κρίση της αφηρημένης εργασίας είναι συγκλονιστική της όλης καπιταλιστικής κοινωνίας στα θεμέλιά της. Αυτή η κρίση είναι ουσιωδώς το αποτέλεσμα μια θεμελιώδους αντίφασης, η οποία μπορεί σίγουρα να ερμηνευθεί ως η αντίφαση μεταξύ της αφηρημένης και της συγκεκριμένης εργασίας -αν και σε μια διαφορετική έννοια από τον τρόπο που γίνεται κατανοητή από τον John Holloway. Η κατηγορία της συγκεκριμένης εργασίας, σύμφωνα με την ανάλυσή μου, δεν είναι ζωτική ή παραγωγική δραστηριότητα σε μια διϊστορική έννοια, αλλά η άλλη όψη της αφηρημένης εργασίας, η οποία είναι η ειδική μορφή της παραγωγικής δραστηριότητας κάτω από το καθεστώς της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό σημαίνει, από την μια, ότι όλα τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εργασίας αντανακλούν την παραγωγή της αξίας, αμφότερα αναφορικά με τα κλιμακωτά και οργανωτικά προτσές (τα οποία κυβερνώνται από το κριτήριο της “επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας”) και τα περιεχόμενά των (συγκεκριμένη εργασία στην αυτοκινητοβιομηχανία, για παράδειγμα). Από την άλλη, αυτό συνεπάγεται ότι πάρα πολλές παραγωγικές, ζωτικές και κοινωνικές δραστηριότητες αποκλείονται από το σύμπαν της εργασίας στον καπιταλισμό και στιγματίζονται ως “κατώτερες”, ιδιαίτερα οι “αναπαραγωγικές” και οικιακές δραστηριότητες και αυτές οι οποίες που συνεπάγονται μια μορφή συναισθηματικής ανατροφής, οι οποίες στην καπιταλιστική κοινωνία έχουν κατηγοριοποιηθεί και αποδοθεί πρωταρχικά σε γυναίκες και προσδιορίζονται ως “εργασία γυναικών».

Σε αυτό, η κεφαλαιοπραγματικότητα γίνεται αντιληπτή με ένα κατά βάση εξω-οικονομικό κριτήριο αποκλεισμού και συμπερίληψης. Προσομοιάζει στο κριτήριο της ευαγγελικής θεολογίας περί κλειδών παραδείσου και κόλασης.

Το κεφάλαιο, και δη η κυρίαρχη έκφρασή του η αξία, είναι ταυτολογική: εμφανίζεται και αναπτύσσεται ως Σπινοζική causa sui, και έτσι επιτυγχάνεται ο αυτοπολλαπλασιασμός και η αυτοεπέκτασή της. Από εδώ βγαίνει, ότι το κεφάλαιο δεν χρειάζεται κάποια ετερογενή αρχή, ένα τρίτο σημείο αναφοράς, ακόμα περισσότερο δεν χρειάζεται ένα κριτήριο, το οποίο κείται εκτός προτσές, σαν αυτό, το οποίο υιοθετεί ο Trenkle, πόσω μάλλον που σε μια Δαντική αισθητική το κεφάλαιο είναι inferno.

Στην ταπεινή άποψή μας, ο Γερμανικός κριτικός χώρος σε όλες τις διαιρέσεις και εκφάνσεις του θα έχει περισσότερα επιτεύγματα, αν αντί να ψάχνει αφηρημένα την κατάργηση της αξίας και του εργατικού ιδρώτα, ενέσκηπτε πιο πολύ και πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα της διττότητας του εργάτη. Ο εργάτης στο προτσές παραγωγής κεφαλαίου υπάρχει στον ίδιο χρόνο ως ζώσα εργασία και ως μεταβλητό κεφάλαιο. Στην πρώτη περίπτωση συνίσταται η δυνητικότητα αυτονομίας του, στην δεύτερη η τυπική και πραγματική υπαγωγή του στο κεφάλαιο. Κρίση της αφηρημένης εργασίας μπορεί μόνο να εντοπισθεί σε διαστήματα γενικής επαναστατικής ρήξης, στα οποία η εργατική τάξη αρνείται την υπαγωγή της, την ύπαρξή της ως μεταβλητό κεφάλαιο. Η κρίση της αφηρημένης εργασίας δεν είναι κάτι, το οποίο προκύπτει εγγενώς από τις ίδιες τις νομοτέλειες, τις δυναμικές, τις τάσεις του τρόπου παραγωγής κεφαλαίου. Από αυτές προκύπτουν ιδιαίτερα στο προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής κρίσεις πραγμάτωσης της αξίας, και ακόμα πιο έντονα στην πλήρη ανάπτυξη του προτσές κρίσεις στις σχέσεις και στις λειτουργικές συναρθρώσεις μεταξύ των ειδικών και διαφοροποιημένων μορφών του, οι οποίες τροφοδοτούν την κάθε κρίση υπερσυσσώρευσης μέσα από την ενεργοποίηση του νόμου της τάσης το ποσοστό κέρδους να πέφτει. Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν υπάρχει γενική ιστορική κρίση του καπιταλισμού, η οποία έχει να κάνει με τις αντιφάσεις και δυσκολίες στο ίδιο το σύστημα της πραγματικής υπαγωγής, με τα σημεία, στα οποία η πραγματική υπαγωγή έρχεται σε αντίθεση προς την τυπική υπαγωγή, με το ανέβασμα της εργατικής ισχύος σε κάθε μητροπολιτικό εργοστάσιο, την όλο και πιο αυξημένη λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα του συλλογικού εργάτη, την όλο και πιο σφιχτή εξάρτηση του παραγωγικού προτσές από την ανεξαρτησία και αυτονομία του συλλογικού εργάτη, την κρίση και κατάπτωση της άυλης εργασίας, την οξυμένη αντίθεση μεταξύ εργασιακού και ελεύθερου χρόνου.

Ωστόσο, η κριτική στην στρατηγική κατάργησης της αξίας δεν είναι θέμα προσωπικής κρίσης της Λούξεμπουργκ. Έγραψε για την κλασική πολιτική οικονομία, επικαλούμενη την εργατική κριτική, γι’ αυτό γράφω πρώτη φορά γι’ αυτήν. Όπως δεν είναι θέμα προσωπικής της αποκλειστικά κρίσεως οι θεωρητικές μόδες της σοσιαλδημοκρατίας. Ήτο κοινή τάση στις τάξεις της ιντελιγκέντσιας και του απαράτ της λεγόμενης Β΄ Διεθνούς των σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων, η θετικιστική αντικατάσταση της πολιτικής οικονομίας από την κοινωνιολογία και την πολιτική, και τις σχέσεις μεταξύ κρατών. Τα εντόπισε ο Γκράμσι, κάνοντας κριτική στον Μπουχάριν. Το ίδιο μπορεί να εντοπισθεί και στις θεωρίες περί ιμπεριαλισμού του Κάουτσκυ, του Χόμπσον και του Hilfreding.23 Κάτι παρόμοιο εντοπίζεται και στα ετερόδοξα οικονομικά. Είναι λογικό: η σοσιαλδημοκρατική γραμματεία και φιλολογία, απ’ όταν απεκόπη από τις επαναστατικές και εξεγερτικές κατευθύνσεις και πρακτικές, απ’ όταν έπαιξε ρόλο στην εργοδοτική και κρατική καταστολή της κάθε κομμούνας προλετάριων, απ’ όταν αμφισβήτησε την υπαρκτή παρουσία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών μέσα σε όλους τους εργατικούς αγώνες και μέσα σε όλες τις εργατικές εξεγέρσεις, μέσα σε όλα τα επαναστατικά γεγονότα και ξεσηκωμούς, προσβλέπει σχεδόν αποκλειστικά στο κράτος, αναπαράγοντας στοιχεία του λαϊκού κράτους των Προγραμμάτων της Γκότα και της Ερφούρτης, και στον ίδιο χρόνο υποτιμά το σύνολο των δυνάμεων της εργατικής τάξης στον κοινωνικό μετασχηματισμό, την καθοριστική επίδραση της εργατικής ισχύος και των προλεταριακών δυναμικών στο γενικό επαναστατικό προτσές.

Έτσι, τόσο η κατ’ αύξουσα ποσότητα εξαγόμενη σε τρίτες χώρες αξία, όσο και η αναπτυγμένη στην παγκόσμια αγορά λειτουργία του χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου, γίνονται αντιληπτά ως ένα νέο φαινόμενο, ως ένα quasi αυτοτελοποιημένο σκαλοπάτι μεταξύ κλασικού καπιταλισμού και διεθνούς σοσιαλισμού. Αυτό είναι εμφανές και ρητά εκτιθέμενο και απ’ τον ίδιο τον Λένιν.24 Το αυτό και στο «Σχετικά με την Γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον "ιμπεριαλιστικό οικονομισμό"»: «Το βιομηχανικό κεφάλαιο αποτέλεσε τη σύνθεση της προκαπιταλιστικής παραγωγής και του εμπορικού-πιστωτικού κεφαλαίου. Το πιστωτικό κεφάλαιο βρέθηκε στην υπηρεσία του βιομηχανικού. Τώρα ο καπιταλισμός ξεπερνά τα διάφορα είδη κεφαλαίου, γεννιέται ένας ανώτερος, ενοποιημένος τύπος του, το χρηματιστικό κεφάλαιο και γι αυτό όλη η εποχή μπορεί να ονομαστεί εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου που το αντίστοιχό του σύστημα εξωτερικής πολιτικής είναι ακριβώς ο ιμπεριαλισμός».25

Στην οπτική αυτή, τράπεζες, χρηματοκεφάλαιο, χρηματοθετικό και τοκοφόρο κεφάλαιο συνενώθηκαν θεωρητικά στην έννοια του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Αναμφισβήτητα, κάθε μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου συναντιέται μέσα στο προτσές με τις διαφοροποιημένες προς αυτήν μορφές. Ωστόσο, ο ίδιος ο όρος χρηματιστικό κεφάλαιο προσδίδει ιδεολογικά χαρακτηριστικά στην λειτουργία αυτών των μορφών, παραγνωρίζοντας τον παραγωγικό ρόλο της χρέωσης και την επίδραση των τραπεζών στην πραγματική παραγωγή. Ακόμη και αν υπάρχει χρηματιστικό κεφάλαιο, οι θεωρητικοί του ιμπεριαλισμού οφείλουν να εξηγήσουν, γιατί εμφανίσθηκε στα χαρακώματα της Μάχης του Σομμ (κάποια λίγα εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση από τις πρωτεύουσες των χωρών της Ευρώπης), και δεν είχε εμφανισθεί στην Ναυμαχία του Ναυαρίνου, στους Πολέμους του Οπίου, στον Πόλεμο της Κριμαίας, στον Πόλεμο στο Αφγανιστάν, στον Πόλεμο των Μπόερς;

Σ’ αυτά, το πρόβλημα είναι, ότι δεν διαπιστώθηκε έγκαιρα, και δεν αναλύθηκε ως τέτοια, η στον ίδιο χρόνο τότε συντελούμενη, ιστορικά ορισμένη επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, που ονομάσθηκε 2η Βιομηχανική Επανάσταση.26 Παραγνωρίσθηκε δηλαδή η εγγενής δυναμική του κεφαλαίου, που πηγάζει από την αναγνώριση λειτουργικοτήτων και μορφών υπάρξεώς του στην ίδια την εργατική τάξη, στην επαναστατική απειλή και στον επαναστατικό εκβιασμό της.

Έτσι, αυτό που ήταν πραγματικά νέο στα 1910-1920 δεν ήταν τόσο οι τράπεζες, οι τόκοι, τα χρηματιστήρια, αλλά οι τεχνολογικές εξελίξεις στα εργοστάσια, η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η βιομηχανία πετρελαίου, η χημική βιομηχανία, η αεροναυπηγική και ναυπηγική βιομηχανία, η παραγωγή νέων μηχανών, και οι νέοι τρόποι συνάρθρωσης και συνεπιχείρησης μεταξύ εργατών και μηχανών. Ο συγκυριακά αναβαθμισμένος ρόλος του τοκοφόρου, του χρηματοθετικού κεφαλαίου και των τραπεζών απλά δήλωνε, ότι μια νέα, ποιοτικά διαφορετική από μηχανουργική άποψη συσπείρωση κεφαλαίου διεξάγετο, νέες ποιότητες και τρόποι πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο αναπτύσσοντο.

Συγκεκριμένα, η κριτική της πολιτικής οικονομίας ως τέτοια σε πρώτο χρόνο εκδηλώνει αδιαφορία για το imperium, καθ’ όσον σε όλη την διαχρονική ιστορικότητά του (από το ρωμαϊκό και εντεύθεν) είναι ένα σύνολο ειδικά απονεμημένων και κάθε τόσο αναδιανεμούμενων στρατιωτικοπολιτικών εξουσιών, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στις σχέσεις επιβολής ισχύος προς τις επαρχίες. Κάθε φορά που γίνεται λόγος για ιμπεριαλισμό, πρέπει να ξεκαθαρίζεται η imperium ποιότητα, για την οποία γίνεται λόγος. Είναι κάτι διαφορετικό το imperium των Ρωμαίων, από αυτό των Καρόλων, από το Βικτωριανό British Empire, ακόμα πιο πολύ απ’ αυτό που αντιλαμβανόταν ο Ρίγκαν ως Evil Empire. Η Senatus είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό από την Dietam, το Comitium, το Reichstag, το House of Commons, την Δούμα, το ανώτατο σοβιέτ.

Αυτό, το οποίο διακρίνει ποιοτικά το κάθε imperium από άλλους διευρυμένους σχηματισμούς, ακόμη και αν αυτοπροσδιορίζονται έτσι, είναι η αίσθηση της μη περιορισιμότητας στην επέκτασή του, ο διαστημικός και διαστατικός χαρακτήρας του, αμφότερα οφειλόμενα στον νομαδισμό της πολεμικής λειτουργίας του, καθώς και στην ικανότητα επιβολής μιας διευρυμένης pacis, δηλαδή της εσωτερικοποίησης των ανταγωνισμών και πολέμων με τους άλλους σχηματισμούς ή τις ανυπότακτες επαρχίες, σε ταξική πάλη ως ωθητήρα της ίδιας της επέκτασής του. Απ’ αυτήν την άποψη, ο πρώτος θεωρητικός του ιμπεριαλισμού είναι ο Άνταμ Σμιθ.

Στο Βιβλίο Ε΄ της Έρευνας περί του Πλούτου των Εθνών, στην ενότητα περί Δοσιμάτων (bounties), στην υποενότητα με τίτλο Παρέκβαση αναφορικά με το Εμπόριο Σιτηρών και των Νόμων των Σιτηρών, αφού αναφερθεί στον 5ο και στον 6ο χρόνο της βασιλείας του Εδουάρδου ΣΤ΄, ότε ποινικοποιήθηκε η χοντρική μεταπώληση σιτηρών (εξαιρουμένων κάποιων περιπτώσεων που είχαν παρασχεθεί άδειες), συμπεραίνει:

«Η αρχαία πολιτική της Ευρώπης διήρκεσε, με αυτό τον τρόπο, ώστε να κανονίσει την γεωργία, το μείζον εμπόριο της χώρας, δι’ αρχών αρκετά διαφορετικών από εκείνες τις οποίες είχε καταστήσει αναφορικά με τους χειροτέχνες, και αναφορικά με το μεγάλο εμπόριο των πόλεων … Θα ηδύναντο όλα τα έθνη να ακολουθήσουν το φιλελεύθερο σύστημα της ελευθέριας εξαγωγής και της ελευθέριας εισαγωγής, τα διαφορετικά κράτη εντός των οποίων μια μεγάλη ήπειρος ήτο διηρημένη, θα ηδύναντο ακόμη να προσιδιάζουν σε διαφορετικές επαρχίες μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Όπως ανάμεσα στις διαφορετικές επαρχίες μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, η ελευθερία του εσογείου εμπορίου εμφανίζεται, εξ ίσου εξ αιτίας λόγου και εμπειρίας, (αυτό είναι) όχι μόνο το καλύτερο καταπραϋντικό μιας έλλειψης, αλλά και το πιο επιδραστικό αποτρεπτικό ενός λιμού, έτσι η ελευθερία του εμπορίου εισαγωγής και εξαγωγής θα μπορούσε να είναι μεταξύ των διαφορετικών κρατών εντός των οποίων μια μεγάλη ήπειρος ήτο διηρημένη. Όσο μεγαλύτερη η ήπειρος, τόσο ευκολότερη η επικοινωνία διά μέσω όλων των μερών της, εξ ίσου διά ξηράς και διά ύδατος, τόσο λιγότερη η έκθεση ενός οποιουδήποτε μέρους αυτής σε όλες αυτές τις δυστυχίες, η σπάνη της οποιασδήποτε χώρας θα ήτο πιο εύκολο να ανακουφισθεί από την αφθονία τινών ετέρων. Αλλά, πολύ λίγες χώρες έχουν εντελώς υιοθετήσει αυτό το ελευθέριο σύστημα».

Εδώ, πρόκειται ίσως για την πιο διαυγή διατύπωση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Αφενός η εδαφικά περιορισμένη εθνοκρατική αγορά συνδέεται στο συντεχνιακό παρελθόν (στην, όπως την λέει, αρχαία πολιτική της Ευρώπης), αφετέρου η ελευθεριότητα του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου συντελεί στην θεμελίωση και συγκρότηση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας.

Επομένως, το σημείο μηδέν στην νεωτερική ιστορία της Ευρώπης σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ είναι η εμφάνιση και η ανάπτυξη του ελευθέριου εμπορίου εισαγωγών - εξαγωγών. Όλα τα παρελθόντα αυτού ανήκουν στις ευρωπαϊκές αρχαιότητες, στα καμώματα των προγόνων των Βρετανών, όταν έγραφε ο Σμιθ. Εδώ, ο Σμιθ αντιλαμβάνεται και κατανοεί τον καπιταλισμό επαναστατικά. Επομένως, δεν έχει τόσο σημασία το πότε και πού πρωτοαναπτύχθηκε καπιταλισμός, αλλά το in which manner. Ο επαναστατικός τρόπος είναι αυτός, που καθορίζει την κοσμοϊστορική δυναμική του τρόπου παραγωγής κεφαλαίου, και όχι τα γεωμορφολογικά, κλιματολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της χώρας, όπου αναπτύχθηκε, διότι ο τρόπος παραγωγής κεφαλαίου είναι τέτοιος, επειδή ισοπεδώνει, εντάσσει και εξομοιώνει στις λειτουργίες και στα κυκλώματά του αυτούς τους αντικειμενικούς περιορισμούς, οι οποίοι από καπιταλιστική σκοπιά μπορούν να ιδωθούν ως διαμορφώνοντες συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το κεφάλαιο ως τέτοιο στην stricto sensu οπτική και λογική της κλασικής πολιτικής οικονομίας δεν έχει longue durée, διότι παράγεται στους ίδιους χρόνους με την παραγωγή των χρόνων, διότι κατά την ανάπτυξη και επέκτασή του εκμηδενίζει τις αποστάσεις.

Ο Σμιθ αναλύει την ελευθερία εμπορίου ως μια δυναμική πλήρους αποδιάρθρωσης του καταμερισμού εργασίας, που επικρατούσε στο συντεχνιακό σύστημα. Παρουσιάζει τους περιοριστικούς νόμους σιτηρών, ότι είχαν ως βασικό αποτέλεσμα, η εργασία του χωρικού στην ύπαιθρο να αποκτήσει πιο γενικό χαρακτήρα (καθ’ όσον ο παραγωγός σιτηρών έπρεπε ο ίδιος να τα δίνει στον έμπορο, δηλαδή έκανε δυο δουλειές (καλλιέργεια και πώληση), εκεί που πριν έκανε μία: καλλιέργεια), και από την άλλη, είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση των εργαζόμενων στην μανιφακτούρα στον χώρο της πόλης. Εδώ, αφενός τίθεται το ζήτημα της εξειδικευμένης εργασίας, και αφετέρου ειδικά αναφορικά με το δεύτερο σκέλος φανερώνεται μια πρακτική υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου, μέσα από την εδραίωση των εργαζομένων στην χειροτεχνία στις πόλεις, αλλά και με το πρώτο σκέλος ενισχύεται η υποδειγματική συσσώρευση, καθ’ όσον ο χωρικός δυνητικά θα προσανατολισθεί προς την πόλη, δηλαδή η δραστηριότητά του θα αποκτήσει εμπορικότητα, και στον ίδιο χρόνο θα αναπτυχθεί η ανάγκη των μεταφορών των σιτηρών, ήτοι η ανάγκη για μια νέα βιομηχανία.

ΙΙ. Κριτική ανάλυση στοιχείων του πληθωρισμού 

H εγελιανών απαιτήσεων συστηματική κριτική των σύγχρονων χρηματικών θεωριών απαιτεί τουλάχιστον την περιγραφή της ιστορικής εξέλιξής των από το Νίξον σοκ και εντεύθεν. Ωστόσο, δεν ανήκει στα καθήκοντα της εργατικής κριτικής η ακαδημαϊκή συστηματικότητα. Κι αυτό δεν είναι τόσο προσωπική ιδιοτροπία ή ιδιορρυθμία, αλλά έχει να κάνει με τον ίδιο τον αποσπασματικό χαρακτήρα των χρηματικών θεωριών. Οι θεωρίες για την πρόσθετη αξία, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις τους συναινούν μέσες-άκρες στο υλικό τους, στην πρόσθετη αξία. Εν αντιθέσει, οι χρηματικές θεωρίες, ανεξαρτήτως των παρουσιάσεών των, συχνά διαφωνούν για το τι είναι χρήμα. Αυτό προσδίδει σε αυτές τις θεωρίες έναν ελλειπτικό και ελλειμματικό χαρακτήρα.

Δεν είναι ζήτημα μεθόδου, ούτε πρωτίστως γνωσιακό, ούτε ως τέτοιο επιστημολογικό, αλλά ζήτημα ταξικής οπτικής και έκφρασης διαφοροποιημένων και αντιτιθέμενων συνόλων ταξικών και ευρύτερα οικονομικών συμφερόντων.

Η Σχολή του Σικάγο μέσα από την θεωρία για την βέλτιστη ποσότητα χρήματος (εφαρμόζοντας τυπικά στοιχεία κεντρικού σχεδιασμού και κεντρικής διεύθυνσης, επιστρατεύοντας τις ικανότητες της Γενικής Νοημοσύνης) είχε την πρωτοκαθεδρία στις δεκαετίες 1970 – 2000. Είναι η πιο ρεαλιστική θεώρηση, καθώς η οπτική γωνία μένει αμετάβλητος, αυτή της εκάστοτε κεντρικής τραπέζης.

Απ’ ότι φαίνεται η Σχολή του Σικάγο απολύει έδρες και θέσεις εξ αιτίας της ούτω λεγόμενης Μοντέρνας Χρηματικής Θεωρίας. Η τελευταία διά ετερόδοξων στοιχείων εισάγει διακρίσεις και διαστίξεις, προερχόμενες από τον χώρο της διοικητικής επιστήμης και του διοικητικού δικαίου, καθιστώντας βασική εκείνη μεταξύ ομοσπονδιακού και τοπικού επιπέδου.

Το φαινόμενο και το νέο σύνολο πραγματικοτήτων, το οποίο η κλασική πολιτική οικονομία καλείται να αναλύσει και να εξηγήσει, είναι ο νομισματικός πλουραλισμός, ή να το θέσω, με τον τρόπο που το λέει η Τράπεζα της Αγγλίας, οι νέες μορφές χρήματος.

Οι νέες νομισματικές μορφές παράγονται μέσα από μια ιδιότυπη τεχνικοψηφιοπαραγωγική δραστηριότητα. Επομένως, εντός των οι τεχνικές λειτουργίες, τις οποίες επιτελεί το χρήμα, έχουν πιο βαρύνουσα σημασία και ρόλο. Αυτή η τεχνικότητά των τις ωθεί στην αυτοσυγκρότησή τους σε χρήμα ως τέτοιο. Όσο τείνουν προς αυτό, τόσο αποκτούν την δυνατότητα οργάνωσης γύρω τους υβριδικών κυκλωμάτων εμπορικού κεφαλαίου. Και τούτο διότι οι κάτοχοί των κρυπτονομισμάτων γνωρίζουν, ότι αυτά έχουν παραχθεί σε πρώτο χρόνο ως εμπορεύματα.

Από την άλλη, το χρήμα ως χρηματοκεφάλαιο, αλλά τόσο ως πραγματικό, όσο και ως ονομαστικό χρήμα (εμφανιζόμενα και εξωτερικευόμενα  αμφότερα κύρια μέσω του κυρίαρχου νομισματικού τύπου) επιθυμεί να ενσωματώσει και να ενθυλακώσει τα κρυπτονομίσματα. Το πολιτικό κράτος, προωθώντας τους σχεδιασμούς των κεντρικών τραπεζών, παίρνει μέτρα, προκειμένου να τα ρυθμίσει και να τα κανοναρχήσει. Αλλά, στον ίδιο χρόνο, το πολιτικό κράτος έρχεται σε αντίθεση με πληθυσμούς ιδιωτών-πολιτών του, και με καπιταλιστικές εταιρείες, που επενδύουν σε κρυπτονομίσματα. Κάθε τόσο, το πολιτικό κράτος έρχεται και σε αντίθεση προς καπιταλιστικές εταιρείες, οι οποίες έκαναν παράτυπες συναλλαγές μεταξύ κρυπτονομισμάτων και ποσοτήτων επίσημων νομισμάτων.

Στην οπτική της εργατικής κριτικής, η φαινομενολογία του πληθωρισμού εξωτερικεύεται και εκδηλώνεται από το ότι το προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής έχει παραγεμίσει από ποσότητες χρήματος εκφραζόμενου μέσα από τον νομισματικό πλουραλισμό, οι οποίες ποσότητες δεν μπορούν να επανεισέλθουν στο προτσές παραγωγής. Έτσι, οι τιμές, σχεδόν αντανακλαστικά, ανεβαίνουν, προκειμένου να πραγματωθεί όσο το δυνατόν περισσότερη αξία στην ελάχιστη μονάδα του χρόνου, ήτοι προκειμένου δι’ αυτού να μειωθούν διά της κεφαλαιακής αυτοαξιοποίησης οι ποσότητες του πλεονάζοντος χρήματος, το οποίο βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών.

Κατά την εκτύλιξη του καπιταλιστικού προτσές, ιδιαίτερα αυτού της κυκλοφορίας κεφαλαίου, ο καπιταλιστής είτε ως αδιαίρετο πρόσωπο, είτε ως εταιρική μορφή έχουσα νομική προσωπικότητα, αντιλαμβάνεται το χρήμα ως αξία, ώστε μπορεί να μεταφράσει άμεσα το εμπόρευμα σε χρήμα. Δι’ αυτού μπαίνει στην αντιληπτικότητα τόσο των πραγματικοτήτων και των επαυξήσεών των, όσο και στην έννοια της Εγελιανά ορισμένης πραγμότητας. Αυτό επιτείνεται από το ότι οι καπιταλιστικές συναλλαγές με χρημάτινο χρήμα γίνονται όλο και πιο λίγες λόγω της ηλεκτρονικοποίησης των τραπεζικών συναλλαγών.

Η ηλεκτρονική τραπεζική επιφέρει τον φετιχισμό μιας προκατάληψης αϋλότητας, παριστάμενης πια σε ψηφία. Αυτή η αϋλότητα στις συναλλαγές χρηματοκεφαλαίου, προκαλεί στις χρηματικές συναλλαγές έναν ανιμισμό της καπιταλιστικής ιδεατότητας. Αλλά, αυτό μάλλον απέχει πολύ, διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που έλεγε ο Χέγκελ περί ενεργότητας και πραγματωσιμότητας της Ιδέας. Στην παράγραφο 1643 της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ, η ιδεατότητα περιεπενδύεται της αφέλειας, και συγκεκριμένα τείνει ταυτισθεί με την ιδέα της καλοκαγαθίας. Αυτό δεν έχει καταστεί ακόμη υποκειμενικός ιδεαλισμός (βλ. παράγραφο 1710), δηλαδή είναι πιο πίσω κι απ’ αυτόν. Είναι λοιπόν η μέσα στο μυαλό του καπιταλιστή αντεστραμμένη ταύτιση του αντικειμενικού κόσμου με την καθ’ εαυτή ατομική του ιδεατότητα. Αυτά ενισχύουν τους εικονικούς ρόλους και αυξάνουν τις εικονικές ποσότητες του ονομαστικού χρήματος, ώστε μπορεί να ειπωθεί, ότι ονομαστικό χρήμα και εικονική κυριαρχία εντός μιας πολιτικής κοινωνίας τείνουν προς ταύτιση.

Το ενεργό χρηματοκεφάλαιο δημιουργείται στο προτσές κυκλοφορίας κατά την πραγμάτωση της αξίας, όπου το εμπορευματικό κεφάλαιο μεταμορφώνεται σε χρήμα, σε τέτοιο διευρυμένο βαθμό και μεγάλη κλίμακα, ώστε η ποσότητα χρήματος από τέτοια αλλάζει ποιοτικά σε χρηματοκεφάλαιο, που μπορεί να λειτουργήσει ως τοκοφόρο κεφάλαιο, μπορεί να γίνει αντικείμενο μεγάλης συμφωνίας με τράπεζα, μπορεί να ριχθεί στο χρηματιστήριο και στις αγορές χρηματοκεφαλαίου, μπορεί να επανεισέλθει στο προτσές παραγωγής μέσα από ένα μεγάλο επενδυτικό σχέδιο, μέσα από ένα νεότευκτο κεφαλαιακό εγχείρημα.

Το εργωδώς πραγματικό κεφάλαιο αποδίδει τόσο το εμπορευματικό κεφάλαιο, όσο και το κεφάλαιο της παραγωγής (σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο)/παραγωγικό ως τέτοιο κεφάλαιο. Η ιδιαιτερότητά του, όμως, συνίσταται στο ότι ως τέτοιο υπόκειται σε ποσοτική (και επομένως και σε αξιακή) αλλαγή μέσα στις αγορές, μέσα από το χρηματιστήριο και τις διακυμάνσεις των τιμών. Οι τελευταίες συντείνουν στην κεντρικοποίηση του πραγματικού κεφαλαίου και στο προχώρημα του προτσές συσπείρωσης κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο, το πραγματικό κεφάλαιο είναι είτε περισσότερο είτε λιγότερο διαμεσολαβημένα συνδεδεμένο με την άμεση υλική παραγωγή.

Ώστε, μπορεί να τεθεί το ερώτημα, σχετικά με το αν ο πληθωρισμός, τα παραγεμίσματα σε κάποιες από τις ποσοτικές σχέσεις του προτσές (συνήθως στις ποσότητες αμφοτέρων των σε απόθεμα και κυκλοφορούντων ποσοτήτων ονομαστικού χρήματος) επιφέρουν έλλειψη σε εργωδώς πραγματικό κεφάλαιο.

Εξ αιτίας αυτού του λόγου, τα ανεβασμένα ποσοστά τόκου, κάνοντας το χρήμα ακριβότερο, επιβραδύνουν τις αγοραπωλησίες, παρ’ όλη την ανάγκη για ASAP πραγμάτωση αξίας. Στην Mονεταριστική Σχολή (χρήμα M επί ταχύτητα χρήματος V = Γενικό Επίπεδο Τιμών P επί Ποσότητα παραγόμενων προϊόντων συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών Q). Έτσι, P = MV/Q. Επομένως, αν θέλει κάποιος να ρίξει τις τιμές, θα πρέπει νομοτελειακά να αυξήσει την παραγωγή, κάνοντας τις σώφρονες και συνετές επιλογές. Επίσης, ορθώς, μέσω του ανεβάσματος των ποσοστών τόκου, ο αριθμητής στο κλάσμα βαίνει μειούμενος (μειώνεται τόσο η ποσότητα του συνολικού κυκλοφορούντος χρήματος, όσο και η ταχύτητα «κατανάλωσής» του). Από εδώ, επιβάλλεται η αύξουσα κανονιστική δυναμική της χρέωσης και του χρεωστικού συστήματος στα οικονομικά πράγματα και στις οικονομικές υποθέσεις.

Έτσι, η αύξουσα κανονιστικότητα της χρέωσης επιδρά στην αντίθεση μεταξύ ονομαστικού χρήματος και ενεργού χρηματοκεφαλαίου, μεταξύ ανύπαρκτου εισέτι κεφαλαίου και εργωδώς πραγματικού κεφαλαίου, και εξαναγκάζει τους κάθε λογής και κάθε είδους καπιταλιστές σε προσγείωση στις υλικά καθοριζόμενες πραγματικότητες.

Σε μια απλή Σμιθική λογική, ανέβασμα των ποσοστών τόκου σημαίνει, ότι ανεβαίνει η ζήτηση για χρήμα, μέχρι η ανταλλακτική του αξία ως εμπόρευμα να φτάσει σε μια κατάσταση ισορροπίας, σε αυτό το οποίο καλείται φυσική τιμή.27

Το γενικό σύστημα ζητά την όλο και πιο ταχεία πραγμάτωση της αξίας, κάτι που δηλώνει την ανάγκη για επέκταση του προτσές παραγωγής. Οι κατά τόπους πολεμικές συνθήκες σίγουρα συμβάλλουν σε αυτό. Οι πολεμικές προετοιμασίες, οι συγκεντρώσεις και μετακινήσεις στρατευμάτων, όλες οι συνδεόμενες με τον πόλεμο μυστικές και φανερές δραστηριότητες αναζωογονούν την βιομηχανία, επομένως την γενική αύξηση και επέκταση της όλης παραγωγής, ως επίσης επιταχύνουν την κυκλοφορία, δηλαδή πιέζουν για μείωση του χρόνου κυκλοφορίας της παραγόμενης αξίας, κάτι που πάλι έχει να κάνει με την διαθεσιμότητα των ποσοτήτων του άμεσα κυκλοφορούντος χρήματος.

Όπως λέει ο Σμιθ, ανέβασμα του τόκου σημαίνει επιτακτικότερη διαταγή για ομαλότερη και κανονικότερη διεξαγωγή του συνολικού κεφαλαιακού προτσές. Άπαξ και επιβλήθηκε αυτή η κρατολογία (Raison d’ État), το ποσοστό τόκου θα ανεβαίνει μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό ομαλό και το επιθυμητό κανονικό.

Ανέβασμα του ποσοστού τόκου σε πρώτο χρόνο σημαίνει ότι μεγαλύτερο μερίδιο κέρδους πληρώνεται από τον κυρίως βιομήχανο καπιταλιστή στον κυρίως χρηματοκαπιταλιστή.

Στην εσωτερικότητα του προτσές, το ποσοστό τόκου εκφράζει και φανερώνει την ποιοτική διαφοροποίηση της παραγόμενης αξίας (σε κέρδος βιομηχανίας ως τέτοιας και σε τόκο, κατά το μοίρασμα, κατά τον διαμοιρασμό των κερδών), ώστε το ίδιο κεφάλαιο εμφανίζεται σε δύο ρόλους. Αλλά, συμβαίνει και κάτι βαθύτερο το οποίο αποτυπώνεται και συνδηλώνεται στο ανέβασμα των ποσοστών τόκου.

Η αποζημίωση, η πληρωμή των τίτλων χρέους (ομόλογα κλπ.) μεταβάλλει εσωτερικά το χρήμα, ήτοι το κάνει να υπηρετεί όλο και πιο πολύ σαν μέσο, μέθοδο πληρωμών, παρά σαν μέσο, μέθοδο αγορών. Δι’ αυτού του τρόπου εμφανίζονται τα σχετιζόμενα με το legal tender, Zahlungsmitteln, προβλήματα και ζητήματα. Δηλαδή, τί θεωρείται ισοδύναμη πληρωμή για χρηματικό όφελος; Οι χώρες και οι οικονομίες, οι οποίες έχουν αποτύχει, υπερασπίζονται τις μη χρηματικές, τις εναλλακτικές πληρωμές. Οι δανειστές πιέζουν για χρήμα (άρα κι από ‘δώ ανεβαίνουν τα ποσοστά τόκου), κι απ’ την άλλη στον ίδιο χρόνο τα έναντι του χρήματος προϊόντα, ήτοι οι εναλλακτικές πληρωμές χάνουν μερίδιο εκ της αξίας τους. Έτσι, το χρήμα σαν μέσο πληρωμών απαλλοτριώνεται, δηλαδή αλλάζει χέρια από άλλον σε άλλον, επαναμεταβιβάζεται, και η αξία του πραγματώνεται σε ύστερους χρόνους.

Στην από Μαΐου 2022 Σύνοψη Χρηματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας μπορούμε να διαβάσουμε, ότι οι εξελίξεις επιδείνωσαν σε μεγάλο βαθμό τον συνδυασμό των σοκ ενάντιας παροχής (adverse supply shock).28

Στην οικονομική θεωρία, τέτοια σοκ αποδίδονται σχηματικά με μια αιφνίδια και απότομη μετατόπιση της καμπύλης παροχής προς τα αριστερά, και συχνά στον ίδιο χρόνο προς τα πάνω. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, η καμπύλη παροχής δίνει την σχέση μεταξύ της τιμής ενός εμπορεύματος και της παροχής του σε ποσότητα, υποτιθεμένων όλων των άλλων παραμέτρων αμετάβλητων. Όταν εξωτερικεύονται αυτά τα σοκ, οι τιμές των εμπορευμάτων ανεβαίνουν, και στον ίδιο χρόνο μειώνονται οι παρεχόμενες ποσότητες.

Συνήθως, αυτό έχει να κάνει με την αύξηση στα κόστη παραγωγής (αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών, των ακατέργαστων υλικών, των εργαλείων, των μηχανών) και κυκλοφορίας (αύξηση στα κάθε είδους κόστη για να γίνει μια αγοραπωλησία, μια εμπράγματη μεταβίβαση, δηλαδή φόροι, προμήθειες, τέλη).

Στην οπτική της κριτικής της πολιτικής οικονομίας και δη αναφορικά με το προτσές κυκλοφορίας κεφαλαίου, η γενική δυναμική η οποία καθορίζει αυτά τα σοκ, φθάνοντας στα όριά της, είναι το ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό αξιοποίησης του κεφαλαίου από έναν αδιαίρετο καπιταλιστή, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ παροχής και ζήτησης του κεφαλαίου, ήτοι τόσο μεγαλύτερη η υπερβολή της αξίας του εμπορεύματος, το οποίο ο αδιαίρετος καπιταλιστής πουλάει, ως προς την αξία του εμπορεύματος, την οποία ζητάει. Έτσι, η επίτευξη αυτού, που η οικονομική θεωρία αποζητάει ως τιμή ή ως κατάσταση ισορροπίας, όπου ποσότητα παροχής = ποσότητα ζήτησης, είναι απλά ένα οικονομικό ιδανικό, το οποίο δεν προκύπτει από τις νομοτέλειες και τις τάσεις της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας, παρά μόνο όπου επιτυγχάνεται εξισορρόπηση του γενικού ποσοστού κέρδους.

Κάτι ισοδύναμο συμβαίνει και με την παροχή και ζήτηση χρήματος, καθ’ όσον ο καπιταλιστής αποσύρει από την κυκλοφορία μια μερίδα της πρόσθετης αξίας σε χρηματομορφή, ώστε να την αποθεματοποιήσει, να την αποθηκεύσει.

Επομένως, πάλι σε ένα γενικό επίπεδο, η εμφάνιση και εξωτερίκευση αυτών των σοκ δείχνει την οριακότητα στην ανάπτυξη των προτσές συσσώρευσης και επέκτασης εντός μιας δοσμένης περιόδου, εντός μιας δοσμένης συγκυρίας. Επομένως, δείχνει και την όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων και μερίδων του κεφαλαίου, τα οποία θα το ωθήσουν σε πρώτο χρόνο στην ανεύρεση νέων πρώτων υλών και νέων πηγών, προκειμένου να πέσουν τα κόστη παραγωγής, και στην συνεχεία σε νέες τεχνικομηχανουργικές βελτιώσεις και παραγωγές, πάλι με τον ίδιο στόχο.

Μ’ αυτά ερχόμαστε πάλι εν όψει ενός κυκεώνα, μια χοάνης προβλημάτων, χωρίς αρχή και τέλος. Όσο παρακολουθούμε εμπειρικά αυτά τα φαινόμενα, τόσο αναδεικνύεται η ανάγκη για επαναθεμελίωση της κριτικής σε εννοιακά, διαλεκτικά υλιστικά στυλώματα.

Το χρήμα, εξ ιστορικής απόψεως, προηγείται του κεφαλαίου, επιτελώντας διαχρονικά τον ρόλο του γενικού ισοδύναμου, του μέσου πληρωμών και του μέσου αποθήκευσης αξίας. Όσο πιο πολύ μια κοινωνία βασίζεται στην παραγωγή εμπορευμάτων, τόσο το χρήμα εκδηλώνει τις εμμενείς ιδιότητές του.

Αυτές οι ιδιότητές του επιβεβαιώνουν, ότι το χρήμα μόνο κατ’ ιδέα μπορεί να σταθεί ως ένα πράγμα δι’ εαυτό. Όσο αναπτύσσεται και επεκτείνεται η παραγωγή εμπορευμάτων, τόσο ο κοινωνικός δεσμός εκφράζεται στην ανταλλακτική αξία, διότι μέσω αυτής τα αδιαίρετα, τα άτομα μορφοποιούν τις κοινωνικές συνδέσεις των. Σε αυτό, όπως είναι γνωστό, η ανταλλακτική αξία, το εμπόρευμα λειτουργεί πάντα ισοπεδωτικά και διαλυτικά των προσωπικών και νομικών σχέσεων εξάρτησης.

Σε κάθε τέτοιο προτσές, αν ιδωθεί από κοσμοϊστορική άποψη, οι νέες ανταλλακτικές αξίες αποκαλύπτουν τις υφιστάμενες τιμές των προϊόντων ως παρωχημένες. Η εξήγηση της ακρίβειας ως συνδεδεμένης με τον πληθωρισμό, κοσμοϊστορικά έγκειται σε αυτό. Κάθε νέα αυτοκρατορία, κάθε αλματώδης ποιοτικός μετασχηματισμός σε έναν τρόπο παραγωγής συνοδεύεται από αύξηση στην παραγωγή κερμάτων και αύξηση στις τιμές των προϊόντων. Κάτι τέτοιο έγινε με την θεμελίωση της Αυτοκρατορίας των Καρόλων, κάτι τέτοιο γινόταν κάθε τόσο στο Βυζάντιο, κάτι τέτοιο έγινε στην Παπική Επανάσταση, κάτι τέτοιο έγινε μετά τις καταστροφές του πρώτου μισού του 14ου αιώνα, κάτι τέτοιο γίνεται με τα Ιωβηλαία.

Στον κεφαλαιακό τρόπο παραγωγής το χρήμα αλλάζει ποιοτικά, και στον ίδιο χρόνο φανερώνει νέες εμμενείς ιδιότητες. Το χρήμα, από την σκοπιά του καπιταλιστή παρίσταται ως η βασική προϋπόθεση της παραγωγής Χ – Ε, στην συνέχεια φιλοδοξεί να γίνει η τελολογία του καπιταλισμού μέσα από το Χ – Ε – Χ΄. Επομένως, το χρήμα στον καπιταλισμό μιμείται το κεφάλαιο παραγωγής και κυκλοφορεί κατ’ αναλογία αυτού.

Η ανταλλακτική αξία μετατραπείσα σε χρήμα εμφανίζεται ως το εφ’ όλων εμπόρευμα, και στον ίδιο χρόνο, επειδή ακριβώς μετετράπη σε χρήμα, διαφέρει των υπολοίπων εμπορευμάτων, ως ιδιαίτερο, στριφνό εμπόρευμα. Το χρήμα είναι στον ίδιο χρόνο πραγμάτωση, αλλά και ποιοτική μεταμόρφωση της ανταλλακτικής αξίας, εμμένον σ’ αυτή. Όλες οι αντιφάσεις των χρηματοσυστημάτων και της ανταλλαγής προϊόντων υπό του χρηματοσυστήματος είναι αποτελέσματα της ανάπτυξης των σχέσεων μεταξύ των προϊόντων ως ανταλλακτικών αξιών, ο καθορισμός των ως ανταλλακτική αξία ή ως αξία ως τέτοια.

Ένα νέο φαινόμενο εμφανίζεται, όπου το χρήμα εμφανίζεται ως τραπεζογραμμάτιο, λαμβάνον την μορφή του χρονόφυλλου, του χρονοδιαγράμματος. Σ’ αυτά αλλάζει η σχέση μεταξύ ανταλλακτικής αξίας και χρήματος, διότι το χρήμα ως χρονοδιάγραμμα, ως χρονοπροθεσμία τείνει, αν δεν την συμβολίζει καθ’ εαυτό, στην καθαρή, Καντιανή έννοια του χρήματος, στο χρονόχρημα. Και εδώ το χρήμα συνδέεται όλο και πιο σφιχτά όχι μόνο με την ενάσκηση, αλλά με την ίδια την ύπαρξη της πιο σκληρής κρατικής κυριαρχίας, αυτής που έχει μηχανικό - αυτοματικό χαρακτήρα και λειτουργίες. Έτσι, μεταξύ του χρήματος και της ανταλλακτικής αξίας του εμπορεύματος ως αυτό που είναι: τεμαχισμένη παραγωγή, παρασχεθείς εργασιακός χρόνος μετρημένος από την αξία, συγκροτείται μια στριφνή σχέση. Το χρηματικό εἶναι του εργασιακού χρόνου παρίσταται ως το συμβολικό εἶναι του εμπορεύματος. Ιδιαίτερα, απουσία της στάθμισης χρυσού, η οντικότητα παρίσταται και πραγματώνεται από σημεία/σύμβολα - η σημειωτική αξιώνει οντικότητας.

Στον συγχρονικό καπιταλισμό, κάθε deadline είναι πιο άμεσα μεταφράσιμο και συνδέσιμο σε χρονόχρημα. Εκεί, όμως, που έχουμε την πιο συνδέσιμη και μεταφράσιμη σε χρήμα εργασία, είναι στην δουλειά με το κομμάτι, και στις συμβάσεις έργου. Όχι μόνο ο βαθμός απόσπασης πρόσθετης αξίας είναι πολλαπλάσιος, αλλά και η εργασία η ίδια παράγει παραπλεύρως, συχνά εν αγνοία του εργάτη, bitcoins, προϋποθέσεις για εξορύξεις στην ψηφιοπραγμότητα, στον ίδιο χρόνο με την παραγωγή γνωσιοπληροφοριακών άυλων ροών. Αυτό είναι από μόνο του μια πηγή δημιουργίας και τροφοδότησης του πληθωρισμού. Ώστε, είτε θα πρέπει να αυξηθούν γενναία οι αμοιβές των απασχολούμενων κατ’ αυτόν τον τρόπο εργατών, είτε να μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος με ομαλοποιημένη αύξηση των αμοιβών των εργατών.

Έτσι δημιουργείται ένα συμπλεγματικού τύπου σύνολο μυστήριων και σίγουρα μυστικοποιημένων σχέσεων μεταξύ ανταλλακτικής αξίας, χρήματος που προήλθε από πραγμάτωση αξίας, και τιμής εμπορευμάτων.

Ο Heinrich Friedrich von Storch αναφέρει: «Πώς η τιμή διαφέρει από την ανταλλακτική αξία; Σ’ αυτό είναι η ακριβής έκφραση αυτής της αξίας. Όταν ύφασμα και τσάι μπορούν να ανταλλαχθούν μεταξύ τους ή με άλλα εμπορεύματα, έχουν μια ανταλλάξιμη αξία. Αλλά, όταν στις ανταλλαγές μια τέτοια ποσότητα υφάσματος δίδεται για μια τέτοια ποσότητα τσαγιού, οι έμποροι έχουν συμφωνήσει στον βαθμό της ανταλλάξιμης αξίας, την οποία αμοιβαία απονείμουν στο εμπόρευμά τους, και αυτός ο βαθμός καλείται τιμή»29. Δηλαδή, στην ανάλυσή του, η τιμή είναι ο βαθμός της ανταλλάξιμης αξίας.

Όσο αυξάνει η αυτοαναφορικότητα της ανταλλακτικής αξίας, τόσο αυξάνει η ανταλλαξιμότητά της, άρα και η τιμή της ως εμπορεύματος. Στον καπιταλισμό πάντα ανταλλάσσεται μέσω του χρήματος ανταλλακτική αξία με ανταλλακτική. Επομένως, η ανταλλαξιμότητα της ανταλλακτικής αξίας αυξάνεται στο μέτρο, που καθιστά όλα τα προϊόντα, όλα τα «αγαθά», εμπορεύματα, ανταλλακτικές αξίες. Δεκαετίες ιδιωτικοποιήσεων των προϊόντων της βιομηχανίας της υγείας, του δημόσιου χώρου, των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, του ύδατος κλπ. συνετέλεσαν στον πληθωρισμό και στα κύματα ακρίβειας. Το ίδιο τροφοδοτούν και τα κάθε τόσο προτσές υποδειγματικής, γνήσιας, αυθεντικής, πρωταρχικής συσσώρευσης, οι κάθε τόσο αποικιακές επεκτάσεις και περιφράξεις των κοινών. Η ακρίβεια αυτοδικαιολογείται ως το αντίτιμο ενός καπιταλισμού που έφτασε να τρώει τις ίδιες του τις σάρκες, αφού πρώτα εκπόρνευσε την θυγατέρα του κατά τον μύθο του Ερυσίχθονος.

Όσο λοιπόν η ανταλλακτική αξία αποκτά αυτοσυνείδηση, όσο δύναται να υπάρξει δι’ εαυτή, τόσο θα υπάρχει αυτοαναφορικά. Αυτήν την ικανότητα την έχει, διότι στον καπιταλισμό η ανταλλακτική αξία είναι η κοινωνική μορφή της αξίας. Μπορεί να υποτεθεί ότι σε αυτό το δι’ εαυτώ της ανταλλακτικής αξίας μπορεί να εντοπισθεί το σημείο ανεξαρτητοποίησης κάποιων εκ των μηχανών.

Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα και δύσκολα, όταν η ανταλλακτική αξία προσπαθεί να ταυτισθεί με το χρήμα, και όχι πια να υπάρχει ως ανταλλακτική αξία για την ανταλλακτική αξία. Έτσι, το χρήμα ως εμπόρευμα έρχεται σε αντίθεση με καθ’ εαυτή την ανταλλακτική αξία, με καθ’ εαυτό το εμπόρευμα, ήτοι εκδηλώνει τις εμμενείς ιδιότητές του περί ανεξάρτητων λειτουργιών. Ωστόσο, το χρηματοσύστημα είναι τέτοιο, διότι μπορεί να διαγνώσει αυτές τις τάσεις του χρήματος, εκδηλούμενες κύρια εν τω προτσές κυκλοφορίας, και έτσι το χρηματοσύστημα αποκτά την απαιτούμενη ικανότητα ελέγχου, στο μέτρο που γνωρίζει, ότι στην πλειοψηφία του το χρήμα δεν βγαίνει άμεσα από προτσές άμεσης υλικής παραγωγής (πλην των περιπτώσεων εξορύξεων bitcoins), αλλά προηγείται και έπεται του προτσές, και δεν εμφανίζεται ποτέ ως τέτοιο εν αυτώ, παρότι κάθε μορφή χρήματος είναι είτε άμεσα είτε διαμεσολαβημένα παραγόμενη.

Η ανταλλακτική αξία, αυξάνοντας την ανταλλαξιμότητά της, κάτι που σε μεσο/μακροπρόθεσμο χρόνο οδηγεί στο ανέβασμα των τιμών των αδιαίρετων εμπορευμάτων, ξεχνάει, όχι μόνο ότι υπάρχει μόνο μέσα από την υλική παραγωγή και χάριν της υλικής παραγωγής, αλλά ξεχνάει και τον διχασμό της συμβεβηκυίας της μορφής σε σχετική και ισοδύναμη αξία. Σε αυτή την διάσταση, σε αυτήν την πλευρά, η ανταλλακτική αξία φανερώνει τάσεις αποδέσμευσης από την Ρικαρντιανή εργασιακή θεωρίας περί αυτής. Αυτό έχει επίδραση στο ίδιο το μεγάλωμα του χρέους και στην πρόσδοση όλο και μυστήριων χαρακτηριστικών σε αυτό.

Στα τέλη του 18ου αιώνα μέσα από την ανάπτυξη της τότε νομικής επιστήμης, όπως αποτυπώθηκε στον Ναπολεόντειο Αστικό Κώδικα και στις αναπτύξεις της Φραγκικής Επανάστασης, το χρέος γινόταν αντιληπτό ενοχικά, δηλαδή ως διαλεκτική του civil droit, σύνολο υποσχέσεων - ενοχών με ανώμαλες εξελίξεις. Ο Σέυ30 ανάλυσε το πόσο στενά συνδεδεμένο είναι το χρέος με το χρήμα, και επομένως και με την Ρικαρντιανή31 συνάρτηση αξία – ποσότητα εργασίας = εργασιακός/κοινωνικός χρόνος.

Ο νεοφιλελευθερισμός, αναπτυχθείς μετά την κατάργηση του χρυσού ως μονάδας μέτρησης της αξίας προσπάθησε να ταυτίσει το χρήμα με τον ίδιο τον αφαιρετικοποιημένο φορμαλισμό του. Πρόκειται για όλ’ αυτά εις βάρος των οποίων ασκείται επικαιροποιημένη ευφυής κριτική ως σημειοκαπιταλισμό, καπιταλισμό των συμβόλων κοκ.32

Ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα μετά το 2001 βρίσκεται ενώπιον του εξής αδιεξόδου: η δημιουργία/πρόκληση κρίσεων ως μοντέλο/καθεστώς εξουσίας/διακυβερνητικότητας => διαρκής κατάσταση εξαίρεσης, επιθετεί στην λειτουργία του νομισματικού συστήματος με όλο και μεγαλύτερη σφοδρότητα τις χρονικές παραμέτρους. Έτσι ξανά ο διχασμός σε χρήμα και νόμισμα αναδύεται.

Εν όψει της ανάγκης παραγωγής χρόνων το νόμισμα εξωθείται σε σύνδεση με το χρήμα - αξία - χρόνος, ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζει να εμφανίζεται στις αγορές ως σημείο - φετίχ - σύμβολο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις απειλές στον κυρίαρχο τύπο νομίσματος.

Στο τεχνοψηφιακοπαραγωγικό προτσές αν/αρχικό bit coin - cryptocurrency το χρήμα δεν προϋποθέτει εργασία, αλλά είναι άμεσο παράγωγο της εργασίας, η οποία διεξάγεται υπό την τελεολογία παραγωγής μορφών χρήματος. Επί του πρακτέου, πρόκειται για μηχανισμό παραγωγής δυναμικής μονάδας μέτρησης της αξίας μέσω του χρυσού ή μέσω κάποιου μετάλλου/στοιχείου, που στην διαιρετότητά του καθίσταται κλίμακα μέτρησης ισχύος. Αυτό είναι κάτι καινοφανές και πρωτόγνωρο. Παραγωγή χρήματος που παράγει μονάδα μέτρησης της αξίας μέσω του χρυσού – παραγωγή μηχανών παραγωγής χρήματος που παράγει μονάδα μέτρησης της αξίας μέσω του χρυσού – αυτοματοποιημένες μηχανές εξόρυξης.

ΙΙΙ. Η εργοστασιοποίηση των τραπεζών 

Στις 7/6/2021 η Τράπεζα της Αγγλίας δημοσίευσε ένα κείμενο συζήτησης με τίτλο «Νέες Μορφές Ψηφιακού Χρήματος». Σε αυτό λέει:

1.3: Χρήμα και δημιουργία χρέωσης. … Μία μεγάλης κλίμακας αντικατάσταση του εμπορικού τραπεζικού χρήματος μπορούσε να σημάνει μια υψηλότερη μερίδα καταθέσεων υποστηριζόμενων από υψηλής-ποιότητας ρευστοποιήσιμα στοιχεία, από ότι δάνεια στην πραγματική οικονομία. Μια μεγάλης κλίμακας αντικατάσταση του εμπορικού τραπεζικού χρήματος μπορούσε να έχει μία άμεση επίδραση στον τρόπο με το οποίο το χρήμα και η χρέωση δημιουργούνται. Αυτό διότι, στο τρέχον επίπεδο, οι εμπορικές τράπεζες διατηρούν μια σημαντική αναλογία/ποσοστό του χρήματος, που δημιουργούν, ως αντισταθμίσματα των καταθέσεων λογαριασμών των πελατών. Η απώλεια αυτών των αντισταθμισμάτων εξαναγκάζει τις τράπεζες να στραφούν σε χονδρεμπορικές πηγές χρηματοδότησης, οι οποίες είναι πιο ακριβές. Αυτό είναι πιθανό να αυξήσει το κόστος τροφοδότησης νέων δανείων, είναι πιθανό να μειώσει την τραπεζική χρέωση εν τω προτσές. Οι εμπορικές τράπεζες είναι οι μεγαλύτεροι δανειστές της πραγματικής οικονομίας. Καθώς τα δάνεια είναι μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία, τα οποία δεν μπορούν εύκολα να πωληθούν για ζεστό χρήμα, οι τράπεζες επίσης χρειάζεται να κρατούν στοιχεία που να μπορούν να ρευστοποιηθούν εύκολα. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να τιμούν τις υποσχέσεις των, να εξαργυρώνουν τις καταθέσεις των ανθρώπων, όταν ζητούνται. Αυτά τα υψηλής ποιότητας περιουσιακά στοιχεία (high-quality liquid assets - HQLA) ανέρχονται σε χαμηλό ποσοστό καταθέσεων, την ίδια στιγμή σύμφωνα με την οποία το υπόλοιπο των καταθέσεων υποστηρίζεται από δάνεια”33.

Ας εκλάβουμε, ότι όλο αυτό είναι μια τάση (άλλωστε τα booms στο real estate αυτό καταμαρτυρούν)34, είναι εύλογο, η υψηλή ποιότητα των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων να συνοδεύεται από κύματα ακρίβειας. Έτσι, μια καινούρια σχέση εμφανίζεται: πρόσοδος αστικών ακινήτων – εμπράγματες εξασφαλίσεις δανείων – τιμές εμπορευμάτων/ακρίβεια. Η εξασφάλιση και η αποδέσμευση από τα προβλήματα των ιδιωτικών χρεών, έχει ως αντίτιμο την υψηλή ποιότητα των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων. Τo real estate όσον αφορά τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, σαν αυτά, τα οποία περιγράφει η Τράπεζα της Αγγλίας, διαθέτει σχεδόν εγγενείς δυναμικές και μηχανισμούς εμπορικών ανατιμήσεων.

Το real estate είναι το έχον ένα σημαντικό βαθμό ειδικοποίησης προτσές κυκλοφορίας του κεφαλαίου των κατασκευών. Οι κατασκευές είναι par excellence βιομηχανία. Η εδαφική πρόσοδος παίζει ρόλο, αλλά σε πρώτο χρόνο αυτό που μετράει είναι το διαμέρισμα, το κτίριο, ο ουρανοξύστης, ως εμπόρευμα, ως ενότητα ανταλλακτικής και χρηστικής αξίας. Το real estate συναρθρώνεται με την δημόσια τάξη εξ αιτίας του εξευγενιστικού του χαρακτήρα και στόχευσης, με την τεχνολογία και τις αγορές υλικών, προκειμένου οι ανακαινίσεις και οι ανεγέρσεις να βγάζουν λειτουργικά, καλαίσθητα, οικονομικά και όσο το δυνατόν πιο καλά ενεργειακά κτίσματα, με την βιομηχανία μόδας, και το life style, και με τους γεωπολιτικούς και αστεακούς προσοδισμούς. Πρόκειται για έναν από τους πιο κερδοφόρους τομείς, διότι οι απαιτούμενοι χρόνοι πραγμάτωσης και κυκλοφορίας της αξίας είναι μικρότεροι σε σχέση με τους άλλους τομείς και τα άλλα τμήματα του κεφαλαίου.

Η περαιτέρω προσοδικοποίηση του real estate (η αξία του ως χρυσής βίδας), πχ. αν η οποιαδήποτε γραφειοκρατία αργήσει ένα απαιτούμενο πιστοποιητικό παραπάνω από το σύνηθες, αυτό συνεπάγεται όχι μόνο αύξηση του απαιτούμενου χρόνου κυκλοφορίας, επομένως αύξηση του κόστους κυκλοφορίας, επομένως αύξηση των τιμών, αλλά και αύξηση του ρίσκου, ήτοι αύξηση του περιθωρίου τζογαρίσματος.

Από την σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, η απάντηση έχει να κάνει με την ενεργοποίηση της διαλεκτικής ανεβάσματος της αξίας της εργατικής δύναμης, ανατίμησης της εργασίας, κάτι το οποίο νομοτελειακά θα πυροδοτήσει το προτσές της πραγματικής υπαγωγής, ώστε να μειωθούν τα κόστη παραγωγής, κάτι το οποίο επιδρά στην μείωση των τιμών. Το φτήνεμα της εργατικής δύναμης, η υποτίμηση της εργασίας, οξύνει το πρόβλημα αύξησης των τιμών, διότι ευκαιριακά μεγαλώνει τα περιθώρια εμπορικού κέρδους.

Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η Τράπεζα κάνει ρητά λόγο ότι οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα και χρέωση (banks create money and credit).

“… το εμπορικό τραπεζικό χρήμα δημιουργείται μέσω της διαμεσολάβησης της χρέωσης. Στην σύγχρονη οικονομία, το περισσότερο χρήμα παίρνει την μορφή των τραπεζικών καταθέσεων. Όποτε μια τράπεζα φτιάχνει ένα δάνειο, συγχρόνως δημιουργεί μια ταιριαστή κατάθεση στον χρηματικό λογαριασμό του δανειζόμενου, δημιουργώντας νέο χρήμα”35.

Έτσι, η τράπεζα δεν παρέχει απλά και μόνο ενοχικά δάνειο, όπως στον Αστικό Κώδικα, αλλά φτιάχνει δάνεια (bank makes loans).

Αυτό σημαίνει ότι η τραπεζική σταματάει να αυτοκατανοείται ως παροχή υπηρεσιών, αλλά αποκτά μια παραγωγική αντίληψη για τις δραστηριότητές της. Έτσι, από την στιγμή που το δάνειο είναι κάτι που φτιάχνεται, δηλαδή ένα παράγωγο, τότε και το τραπεζικό χρήμα πιο πολύ είναι κάτι που δημιουργείται, κάτι το οποίο παράγεται.36 Το δάνειο παρίσταται ως άμεσα παραγόμενη ανταλλακτική αξία, της οποίας η αξία χρήσης συνίσταται στον δανεισμό χρήματος, στο άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού με το δανεισθέν χρηματικό ποσό. Η παραγωγή του δανείου είναι όλες οι δραστηριότητες των εργατών στην τράπεζα, από την στιγμή που ένας, που θέλει να πάρει δάνειο, περάσει το κατώφλι της τράπεζας, έως ότου το δάνειο να εκταμιευθεί και να εμβασθεί σε χρηματομορφή στον τραπεζικό λογαριασμό.

Μπαίνοντας σε ένα υποκατάστημα τράπεζας, δεν θα δούμε απλά παροχή υπηρεσιών, αλλά εν πρώτοις μια διάταξη μηχανών: αυτοματοποιημένα μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών selfservice, πλήθος υπολογιστών, οθόνες, και ειδικευμένους γνωσιοπληροφοριακούς εργάτες με όλο και πιο πολύ cyborg χαρακτηριστικά να χειρίζονται αυτά τα μηχανήματα, να εισάγουν ποσοτικά και ποιοτικά data σε αυτά. Αυτό είναι ήδη μια εργοστασιακού τύπου διάταξη σταθερού κεφαλαίου, διάταξη μηχανουργίας, σε συνάρθρωση με εργοστασιακά υπηγμένη ζωντανή εργασία. Αυτό σημαίνει, ότι οι τραπεζικοί εργάτες σε κάποιο βαθμό παράγουν άμεσα αξία, διότι παράγουν εργοστασιακά, χειριζόμενοι μηχανές, Χ – Χ΄ = Ε. Η τράπεζα βγάζει κέρδος όχι μόνο από την καταβολή των τόκων, αλλά και από τις προμήθειες, τις οποίες κρατάει για την χρήση όλων αυτών των μηχανημάτων, ως επίσης για την χρήση της ηλεκτρονικής τραπεζικής.

Αυτό οδηγεί στην εμφάνιση ενός νέου κυκλώματος: παραγωγική τραπεζική – χρήμα – χρέωση συν τόκος – χρήμα περισσότερο. Από την άλλη, το μ’ αυτόν τον τρόπο παραγόμενο τραπεζικό χρήμα παράγεται ευθέως από την εργοστασιοποιημένη τράπεζα, ως ανταλλακτική αξία, ως εμπόρευμα. Δηλαδή, δεν είναι τόσο χρήμα που εισήλθε στην τράπεζα από πραγμάτωση αξίας, αλλά χρήμα που δημιουργείται την στιγμή λήψης του δανείου, ώστε μοιάζει ότι προκύπτει ex nihilo. Η δυνατότητα γι’ αυτό δίνεται μέσα από το ότι το χρήμα αναπαρίσταται και μεταβιβάζεται από τραπεζικό λογαριασμό σε τραπεζικό λογαριασμό ψηφιακά και όχι χειροπιαστά. Έτσι, το παραγόμενο τραπεζικό χρήμα είναι η προσδοκία, η εμπιστοσύνη ότι ο δανειζόμενος θα πληρώσει εμπρόθεσμα τις έντοκες δόσεις. Επομένως, η εργοστασιοποιημένη τράπεζα προσανατολίζει την οικονομική δραστηριότητα του δανειζόμενου, de facto αποκτά σε μια πορεία τον ρόλο του manager της παραγωγής και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αν ο δανειζόμενος είναι συνεπής και ενήμερος, θα κατευθύνει ένα ποσό εκ των καταθέσεων, διαθέτοντάς το για επενδυτικές δραστηριότητες, δηλαδή λιγότερο ή περισσότερο άμεσα θα ρίξει χρήμα στην παραγωγή.

Η βασική διαφορά μεταξύ αυτού του έτσι τραπεζικά παραγόμενου χρήματος και του χρήματος μεταμορφωμένης ανταλλακτικής αξίας, είναι, ότι το δεύτερο διαμεσολαβεί και αποτυπώνει ανταλλακτική αξία, ενώ το πρώτο διαμεσολαβεί και αποτυπώνει χρέωση. Το δεύτερο παρίσταται κυκλωτικά ως Ε – Χ, το πρώτο ως Χ – Χ΄. Στο μέτρο που η πρώτη σχέση εξελίσσεται ομαλά, τότε ο δανειζόμενος θα ρίξει μια ποσότητα από το Χ στην παραγωγή, και το ίδιο θα κάνει κι η τράπεζα από το Χ΄.

Στο μέτρο που το δάνειο έχει παραχθεί με αυτόν τον εργοστασιοποιημένο τρόπο, και στο μέτρο που ανάλογα με την ποσότητα του δανειζόμενου χρήματος έχει εξασφαλισθεί με HQLA, ακόμα κι αν η σχέση δεν εξελιχθεί ομαλά, τότε η τράπεζα θα αποκτήσει assets, επομένως, διά της πώλησης (με πλειστηριασμό) θα εμφανισθεί το κύκλωμα: αντί Χ΄, Ε – Χ. Το προσδοκώμενο Χ΄, δηλαδή το χρήμα από τον τόκο, θα προσπαθήσει να το πάρει, επιδιώκοντας ένα ανεβασμένο τίμημα αγοραπωλησίας, κάτι που πάλι επιδρά στο ανέβασμα των τιμών των εμπορευμάτων.

Αυτό, όμως συμβαίνει στην περίπτωση ενός αδιαίρετου, ατομικά παρμένου δανείου. Μία τράπεζα ως εργοστασιακά οργανωμένος συνολικός οργανισμός, και αυτό συμβαίνει όλο και πιο πολύ στις σχέσεις και στις επαφές της με την Κεντρική Τράπεζα, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, και την Γενική Κυβέρνηση, θα πρέπει να κινητοποιήσει τους ανάλογους και ισοδύναμους μηχανισμούς μετατροπής της πρόσθετης αξίας σε κέρδος, του ποσοστού πρόσθετης αξίας σε ποσοστό κέρδους, και του κέρδους σε μέσο κέρδος και σε γενικό ποσοστό κέρδους, κάτι που νομοτελειακά εξισορροπεί και ανά περιπτώσεις ρίχνει τις τιμές. Αυτό σημαίνει, ότι όχι μόνο πρέπει να έχει ανά πάσα ώρα και στιγμή ευκρινή πραγματική εικόνα για τα διαθέσιμα σε χάρτινο χρήμα, ψηφιακό χρήμα, ευγενή μέταλλα, τίτλους, ακίνητα, αλλά και ότι πρέπει να έχει γνώση για την ποσοτική και αξιακή αναλογία μεταξύ ομαλότητας και ανωμαλίας των δανειακών ενοχών.

Έτσι, η τραπεζική τελολογία αλλάζει. Η αυτοαξιοποίηση και η κερδοφορία των τραπεζών μεταφράζεται στο πόσο μεγάλη ποσότητα από το τραπεζικό χρήμα ρίχνεται στην παραγωγή, προκειμένου να ξαναμπεί στην τράπεζα στην μορφή του πληρωμένου δανειακού κεφαλαίου και στην μορφή του πληρωμένου τόκου. Η αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου της τράπεζας αυξάνεται στο μέτρο που η τράπεζα λειτουργεί, κατοχυρώνεται και αναγνωρίζεται ως manager, και ακόμα καλύτερα ως urger (εξωθητής) του προτσές παραγωγής κεφαλαίου.

Μέσα απ’ όλ’ αυτά, κεντρικός στόχος της τραπεζικής αναδεικνύεται η διαρκής ανακεφαλαιοποίηση στο προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Έτσι μια νέα σύνδεση φανερώνεται: τράπεζα – νοημοσύνη –κυκλοφορία και αναπαραγωγή (bank – intelligence – circulation and reproduction). Η εργοστασιοποίηση της τράπεζας κάνει τόσο την ζωντανή εργασία της να λειτουργεί με νοήμονες όρους, όσο και την νεκρή εργασία της να τείνει προς λειτουργίες τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό είναι μια δυναμική κεντρικοποίησης των τραπεζών, ιδωμένων ως κεφάλαιο. 

ΙV. Εννοιολογήσεις χρήματος - Χρήμα ως νοούμενο 

Το «σκάνδαλο Libor»37 δείχνει ότι σε κάποια πεδία κάτι έχει αλλάξει στο χρήμα. Η μητροπολιτική εξιχνίαση των στα inferiora επίπεδα γινομένων πραγματικών περιστατικών, οριζουσών και δεδομένων, καθώς και της ιστορικότητάς του σκανδάλου, τα οποία το συνθέτουν, φωτίζει όλο και πιο πολύ λειτουργικές αλλαγές του χρήματος.

Σε πρώτο χρόνο φανερώνεται, ότι σε κάποιους το χρήμα σχεσικοποιείται, αναπαρίσταται ως σύνολο διϋποκειμενικών σχέσεων, μεταφράσιμων σε επιθυμητικές και έπειτα σε άυλες γνωσιοπληροφοριακές ροές στην πραγμότητα, ώστε σε αυτήν την αντιληπτικότητα: επιθυμητικές σχέσεις – quasi χρηματικές ροές – πληροφορίες. Είναι διαφορετικό η έννοια του κυκλοφορούντος χρήματος, του χρήματος που υπάρχει και λειτουργεί εν τω κεφαλαιακό προτσές ως τέτοιο, μετατρεπόμενο σε, και λειτουργούν ως χρηματοκεφάλαιο, και διαφορετικό η έννοια του ως τέτοιου ρέοντος χρήματος, της ως τέτοιας χρηματικής ροής. Στην δεύτερη περίπτωση το χρήμα αποκτά ορατότητα και ενδεχομενική ανταλλακτική αξία στα μάτριξ επίπεδα. Αυτό το φαινόμενο γίνεται κατανοητό μέσα από την εργαλειοποίηση του χρήματος στον agency χειρισμό του. Είναι κάτι, το οποίο είχε αρχίσει να ανιχνεύει ο Σέυ:

«Το χρήμα είναι, σ’ αυτήν την άποψη, όπως όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα: είναι ένας βολικός πράκτορας (agent), και γι’ αυτό απασχολείται ως τέτοιο σε όλες τις επιχειρήσεις ανταλλαγών: αλλά η εντατικότητα της ζήτησης γι’ αυτό είναι προσδιορισμένη σε κάθε κοινότητα, από το σχετικό εύρος και την δραστηριότητα των ανταλλαγών, οι οποίες γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης εντός των. Όσο πιο σύντομα υπάρχει μια παροχή χρήματος επαρκής να κυκλοφορήσει όλα τα εμπορεύματα που πρέπει να κυκλοφορήσουν, δεν εισάγεται περισσότερο χρήμα: ή αν μια πρόσθετη ροή εισέλθει, αυτό μετακινείται ξανά προς αναζήτηση μιας αγοράς, όπου οι αξίες του είναι μεγαλύτερες, ή όπου η ωφέλειά του είναι πιο επιθυμητή».38

Αυτή η αντιληπτικότητα περί χρήματος υποδεικνύει νέα κανάλια κεφαλαιακών ροών, όπου ενυπάρχουν Ρικαρντιανά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Είναι ένα υποτυπώδες σύστημα διεξαγωγής διεθνούς εμπορίου, αναγκαία συνδεδεμένο με τις συνθήκες διεξαγωγής των παγκοσμίων πολέμων.

Το σκάνδαλο Libor είναι μια παράτυπη επιδραστική αναλαμπή των πιο αραχνιασμένων και γι’ αυτό μυστικοποιημένων πλευρών της Ρικαρντιανής πολιτικής οικονομίας, όπου το κεφαλαιακό προτσές σχεδιάζεται ως μια ποιότητα εμποροχρηματικής οικονομίας, προκύπτουσα από διαιρετές επιθυμίες. Το χρήμα έτσι δεν παρίσταται ως κάτι που παράγεται, ως κάτι που εκφράζει, αλλά ως κάτι που ρέει αυτοτελώς και ανεξαρτητοποιημένο, στον ίδιο χρόνο με τις επιθυμίες. Ένα τέτοιο χρήμα μοιάζει με τον υδράργυρο. Δεν μπορείς να το πιάσεις, μπορείς μόνο να το κάνεις να ρέει, να το μετακινήσεις σε διπλανές ή παραδιπλανές στήλες κάθετων ροών.

Το σκάνδαλο άρχισε να εξωτερικεύεται στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα έτη κρίσης της Ρικαρντιανής πολιτικής οικονομίας, στα χρόνια που ο λουξουρισμός έδινε την θέση του στον μιζεραμπιλισμό. Σ’ αυτό το σημείο, μια ιστορική αναδρομή θα σταθεί ωφέλιμη.

Στην χρονιά του 1815, εξ αιτίας της νίκης της Μεγάλης Βρετανίας, ο Ρικάρντο δύναται να γράψει με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και περηφάνια το ευσύνοπτο δοκίμιό του περί της επιδράσεως μιας χαμηλής τιμής σιτηρών στα κέρδη του κεφαλαίου, το οποίο αν και στον τίτλο το ονομάζει stock, στο κείμενο του δοκιμίου του το αναφέρει capital.

Εδώ, διατυπώνει τις θέσεις του: «Η ανταλλάξιμη αξία όλων των εμπορευμάτων, αυξάνει καθώς οι δυσκολίες της παραγωγής των αυξάνεται. Αν τότε νέες δυσκολίες συντρέξουν στην παραγωγή σιτηρών, διότι περισσότερη εργασία γίνεται αναγκαία, ενώ δεν απαιτείται περισσότερη εργασία για να παραχθεί χρυσός, αργυρός, νήμα, λινό κλπ, η ανταλλάξιμη αξία των σιτηρών θα ανέβει αναγκαία, συγκρινόμενη με αυτά τα πράγματα. Εν αντιθέσει, οι διευκολύνσεις στην παραγωγή σιτηρών, ή οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος οποιουδήποτε είδους, οι οποίες θα υπομείνουν την ίδια παραγωγή με λιγότερη εργασία, θα μειώσουν την ανταλλάξιμη αξία … Έτσι, βλέπουμε ότι οι βελτιώσεις στην γεωργία, στα όργανα του νοικοκυριού, μειώνουν την ανταλλάξιμη αξία των σιτηρών, οι βελτιώσεις στην μηχανουργία συνδεόμενες με την μεταποίηση του μπαμπακιού, χαμηλώνουν την ανταλλάξιμη αξία των μπαμπακένιων αγαθών ...»39.

Σε αυτό είναι το αίτημα για μαζική παραγωγή φθηνών και ποιοτικών προϊόντων. Το πρόβλημα για την εργατική κριτική είναι, ότι ο Ρικάρντο συνδέει την μείωση της ανταλλάξιμης αξίας με το ύψος των εργατικών μισθών. Στην συνέχεια, φλερτάροντας με τον οικονομικό ρομαντισμό, κάνει το σφάλμα, το οποίο καταλογίζει στον Μάλθους περί εμπορευματικού αποθεματισμού, και συγχρόνως εισάγει έναν προωθητικό στόχο: «Ένα έθνος είναι πλούσιο, όχι σύμφωνα με την πληθώρα του χρήματός του, ούτε με την υψηλή χρηματική αξία στην οποία τα εμπορεύματά του κυκλοφορούν, αλλά σύμφωνα με την πληθώρα των εμπορευμάτων του, συμβάλλοντα στις ανέσεις και στις χαρές του. Παρότι αυτό είναι μια προϋπόθεση, από την οποία ολίγοι θα μπορούσαν να απόσχουν, αρκετοί κοιτάνε με την μέγιστη σπουδή στην προοπτική της μείωσης των χρηματικών τους αποθεμάτων, παρόλο που τέτοιο μειωμένο απόθεμα θα είχε τέτοια βελτίωση στην ανταλλάξιμη αξία, όπως το να θεραπεύει εύλογα τις πλείονες εκ των αναγκαιοτήτων και των πολυτελειών της ζωής»40.

Σε αυτό, διαχωρίζει εμπόρευμα από χρήμα, και μοιάζει να έχει ξεκρέμαστη την ανταλλάξιμη αξία. Αλλά, η στρατηγική του είναι ευκρινής: μαζική παραγωγή, μείωση τιμών, ρίξιμο των αποθεμάτων χρήματος στην παραγωγή. Είναι όντως μια επιθυμητική και στον ίδιο χρόνο απολαυστική πολιτική οικονομία. Επίσης, στην συνέχεια, αφού ξεκινήσει την ντροπαλή κριτική του εις βάρους του Μάλθους, διότι στις αντιπαραθέσεις για τους Νόμους των Σιτηρών επιχειρηματολόγησε υπέρ των γενικών ευεργετικών επιδράσεων των υψηλών τιμών (θέση την οποία ο Ρικάρντο αποδίδει στον Χιουμ), σφάλλει ισχυριζόμενος, ότι οι μισθοί είναι ζήτημα σχέσεων διανομής.

Δι’ αυτού του τρόπου, όπως κάποια χρόνια αργότερα από την χρονιά που δημοσίευσε το δοκίμιό του, θα αντιπαρατεθεί εις βάρος του Μάλθους, επειδή ταυτίζει το εμπόριο με το κεφάλαιο, έτσι κάνει το ίδιο ιστοριολογικό σφάλμα, προσδίδοντας στις σχέσεις διανομής ποιότητες φυσικών σχέσεων, δηλαδή σχέσεις μη ιστορικές, εγειρόμενες ευθέως από την φύση της όλης κοινωνικής παραγωγής, από τους νόμους της ιστορικής παραγωγής γενικά. Εν αντιθέσει, οι σχέσεις διανομής, οι οποίες είναι στον ίδιο χρόνο μορφές διανομής, είναι τέτοιες, επειδή εκφράζουν, αποτυπώνουν τις αναλογίες και τα ποσοστά στα οποία η νέα παραγόμενη αξία διανέμεται μεταξύ των κατόχων των μέσων και των υπηρεσιών παραγωγής.

Στις κοινωνίες προ του καπιταλισμού, το τι κρατούσαν οι άμεσοι παραγωγοί, ήταν ζήτημα σχέσεων διανομής μέσα στο εσωτερικό των κοινοτήτων, γι’ αυτό και οι σχέσεις διανομής γίνονταν κατανοητές ως φυσικοποιημένες και θεολογικοποιημένες, μέσα από την Σαμανική και την Λευιτική εξουσία. Αλλά, στον καπιταλισμό ο μισθός είναι ζήτημα του προτσές της παραγωγής, και περαιτέρω ο καπιταλισμός επιδιώκει την πραγμάτωσή του ως χρήμα, και σε μια πορεία την εμπορευματοποίηση του μισθού στο προτσές της κυκλοφορίας, γι’ αυτό και κατάργησε τον μισθό σε είδος, και τον έκανε μισθό σε χρήμα.

Από την άλλη, ο μπουρζουά κριτικισμός υποπίπτει στο λάθος, να βλέπει ανθρωπολογικά και εθνολογικά τις φυσικοποιημένες σχέσεις διανομής, και στον ίδιο χρόνο βλέπει ανιστορικά τις σχέσεις παραγωγής: έτσι πχ. μπερδεύει την καπιταλιστική εργασιακή σχέση με την δουλεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την δημοσιοϋπαλληλική σχέση της καπιταλιστικής γραφειοκρατίας με τον μανδαρινισμό και με την μισοφεουδαλική σχέση, το γκλόμπ με το κνούτο, το εμπορικό κεφάλαιο με την συντεχνιακή ανάπτυξη του εμπορίου.

Οι σχέσεις παραγωγής παράγουν ιστορικές μορφές. Η παραγωγή μαζί με τα άλλα παράγει και κοινωνικές μορφές. Σε κάθε κρίση, οι ιστορικές μορφές παραγωγής ασυμφωνούν προς τις σχέσεις παραγωγής, και η παραγωγή αντιτίθεται προς τις κοινωνικές της μορφές.

Η κρίση της Ρικαρντιανής πολιτικής οικονομίας όχι μόνο εξωτερικεύθηκε, αλλά προκλήθηκε από την πληβειακή εξέγερση στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 2011. Ήταν μια στιγμή αντίθεσης τμημάτων υποτιμημένης εργασίας, ευρισκομένων σε σκληρές πληβειακές συνθήκες ημι- και πλήρους αορατότητας, προς παρωχημένες και ξεπερασμένες ειδικές εκφάνσεις της ανταλλακτικής αξίας ως γενικής κοινωνικής μορφής. Μια στιγμή εξέγερσης του κατά Μπένγιαμιν καταστροφικού χαρακτήρα των πληβείων εργατών σε επίπεδα και πεδία διεσταλμένου κοινωνικοϊστορικού χρόνου. Αυτό, το οποίο αμφισβητήθηκε, ήταν αυτή η στο skyline του Λονδίνου άυλη, ρέουσα λειτουργικότητα αυτού του είδους χρήματος. Οι επιθυμητικά πλαισιωμένες ανάγκες των πληβείων εργατών εξεγέρθηκαν εις βάρος των Ρικαρντικά προσδιορισμένων καπιταλιστικών ρεόντων επιθυμιών, ενάντια σε αυτό το είδος χρήματος, το οποίο μοιάζει ότι ρέει παντού, αλλά κανείς δεν μπορεί να το πιάσει, κανείς δεν μπορεί να το δει ως μετρήσιμη ποσότητα χρήματος στον τραπεζικό του λογαριασμό. Εν τούτοις, έχει μια συγκεκριμένη υλική αποτύπωση αυτό το είδος χρήματος: τα στελέχη, τα οποία εμπλέκονται στο σκάνδαλο μπορούν να πάνε πολυτελείς διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, να καταναλώνουν τα πιο ακριβά εμπορεύματα, ακριβά σπίτια, αμάξια, να έχουν θέσεις στην εξουσία κλπ, σε αντίθεση με εμάς τους «άλλους». Επομένως, πάλι αυτό το είδος χρήματος επενεργεί στο κοινωνικό, θέτοντας και οχυρώνοντας γραμμές ταξικών διαφορών και ταξικών διχοτομήσεων, οι οποίες έχουν να κάνουν με την πρόσβαση ή τον αποκλεισμό από την ακριβή κατανάλωση, από τον υλικό πλούτο.

Η εργατική κριτική είναι τέτοια, διότι, ούτε ξεκινάει, ούτε προσβλέπει σε μια θεωρητικοποίηση του κοινωνιολογικού εμπειρισμού, πόσω μάλλον σε μια ηθικολογική καταγγελία των ταξικών χασμάτων. Επομένως, για να ακονισθούν τα όπλα της εργατικής κριτικής, αλλά και η ίδια ως όπλο, θα πρέπει να διεισδύσουμε βαθύτερα στα εννοιολογικά ελατήρια αυτού του είδους χρήματος, στο πώς εμφανίζεται στην σφαίρα του μηχανικού αυτοματικού.

Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ αποτυπώνεται η έννοια του νοούμενου (Β307 επ.). Το πράγμα καθ’ εαυτό, ευρισκόμενο εκτός αισθητηριακά αντιληπτού χρόνου, είναι ένα νοούμενο, και γι’ αυτό τιθέμενο εκτός αιτιακής αλληλουχίας. Ωστόσο, από κάπου παράγεται αυτό το πράγμα. Ακόμη κι η ίδια η μετοχή παθητικής φωνής δηλώνει ότι από κάπου έχει παραχθεί. Η διαπίστωση περί της ύπαρξής του προϋποθέτει και συνεπάγεται την ύπαρξη νοουμενικών παραγόντων, που πιθανά είναι αυτοί, που μπορούν να το αντιληφθούν και να το εντοπίσουν, και έτσι προσδιορίζεται ως νοούμενο εν θετική αἰσθήσει.41

Αν το δούμε βιομηχανικά, τίθενται ζητήματα συλλειτουργιών γεννητριών μάτριξ, οθονών στις οποίες εμφανίζονται οι ψηφιακές κάθετες σειριακές ροές, και λειτουργιών στο προτσές κυκλοφορίας και στις τραπεζικές επενδύσεις. Φτιάχνει αυτό έναν μηχανισμό;

Φαίνεται εμπειρικά, ότι αυτό το χρήμα ως νοούμενο, κείμενο, ευρισκόμενο εκτός χρόνου, σε κάποιους μεταφράζεται σε παροχή ως τέτοιων εργασιακού και κοινωνικού χρόνων, ή σε παροχή Καντιανού καθαρού χρόνου. Επομένως, προκειμένου να λειτουργήσει στο οικονομικό, πιθανόν αυτό να γίνεται μέσω κβαντικής μηχανικής.

Με βάση τις περιγραφές και τις εμπειρίες, στο μάτριξ επιχειρούν στον ίδιο χρόνο πράκτορες (agents) ανθρώπινης νοημοσύνης ταξικά και στρατηγικά διαφοροποιημένης, πράκτορες τεχνητής νοημοσύνης διαφορετικών βιομηχανικών προελεύσεων, και ανεξαρτητοποιημένες μηχανές. Το ποιος θα βρει και θα ελέγξει τις πηγές των ροών, πιθανόν να μεταφράζεται στον χώρο που αντιλαμβανόμεθα ως καθαρά υλική πραγματικότητα, σε ενδεχομενικότητα και δυνητικότητα παροχής είτε ονομαστικού είτε πραγματικού χρήματος. 

V. Εξεγέρσεις εργατών και Πληθωρισμός 

Ας σκεφθούμε πόση ενέργεια, πόση μυϊκή δύναμη παρέχεται επί των πλήκτρων των συσκευών διασυνδεδεμένων και διαδικτυωμένων υπολογιστών και επί των πλήκτρων των συνδεδεμένων στο διαδίκτυο συσκευών. Πρόκειται για μια δυσθεώρητη, μη μετρήσιμη ποσότητα συγκεκριμένης εργασίας. Το ότι το πάτημα των πλήκτρων αποτυπώνεται και εκφράζεται σε οθόνες, είναι η υλική κατάσταση, που επιτρέπει δυνητικά η δραστηριότητα αυτή να καταστεί αφηρημένη εργασία, δηλαδή εργασία παράγουσα ανταλλακτική αξία. Η κεντρική υπόθεσή μας είναι, ότι εδώ και τουλάχιστον 10 χρόνια το σύστημα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο αυτό το έχει κάνει κατορθωτό, και έτσι μια ποσότητα όλης αυτής της συγκεκριμένα εργασιακής δραστηριότητας αφαιρετικοποιείται προς την μη ιδιωτικά, προς την μη ατομικά ελεγχόμενη ψηφιακή εξόρυξη.

Η υπόθεση αυτή έχει μεταφρασθεί προβαλλόμενη προς το μέλλον:42 αυτό, το οποίο κάνουμε επί των πλήκτρων στο εδώ και στο τώρα στον ίδιο χρόνο στο μέλλον σημαίνει αχανείς χώρες - κάτεργα εξορυκτικής εργασίας.

Επομένως, από την σκοπιά του γραμμικού καπιταλιστικού χρόνου, πέρα από τροφοδότηση της μηχανής με δεδομένα και πληροφορίες, δηλαδή στον ίδιο χρόνο με την εκ μέρους μας παροχή συγχρονικής άυλης εργασία, παρέχουμε επίσης διά της εργασίας μας αυτής, παράγοντάς εξίσου και στο εδώ και στο τώρα και στο μέλλον. Συγκεκριμένα: αφενός στο εδώ και στο τώρα παράγουμε πραγματικά προσδοκίες μεγαποσοτήτων χρήματος στην μορφή των μετάλλων και άλλων στοιχείων, και αφετέρου στο μέλλον εξορύσσουμε μέταλλα και άλλα στοιχεία που χρησιμεύουν ως χρήμα. Αυτό σίγουρα επιδρά στο ανέβασμα του πληθωρισμού, και ακόμη πιο σίγουρα στα εργασιακά μας burn-out. Ωστόσο, αναπτύσσεται και η ανταγωνιστική πορεία, οφειλόμενη στις προλεταριακές αρνήσεις και εξεγέρσεις. Η συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με το κρυπτονόμισμα Ethereum, η λεγόμενη London Hard Fork, είναι η αποτύπωση των αφανών προλεταριακών νικών, η αναγνώριση των αναγκών του λειτουργούντος μελλοντικά και προοπτικά συστήματος μέσα στην ίδια την πάλη των τάξεων, διότι διά τέτοιου τύπου συμφωνιών τίθενται σε σχετικό βαθμό περιορισμοί στην έκρηξη της υπερεκμετάλλευσης και υπεραλλοτρίωσης, η οποία σημειώθηκε τα προηγούμενα χρόνια.

Η ψηφιακή εξόρυξη επιφέρει περαιτέρω παραγωγή ασυγχρονικότητας. Τα επίσημα νομίσματα, υπερνικώντας επί των παραγώγων της ψηφιακής εξόρυξης, επί των κρυπτονομισματικών τύπων και μορφών, επιτείνουν στον προοπτικισμό του το πρόβλημα του παγκόσμιου χρέους, διότι λόγω της μείωσης της αξίας των κρυπτονομισμάτων, κάτι που συνδέεται με την μείωση των ανταλλασσόμενων/κυκλοφορουσών ποσοτήτων των, και με τους περιορισμούς στην καταχώρισή των ως τέτοια, αυξάνεται η παραγωγή γραμμικών καπιταλιστικών χρόνων. Στον ίδιο χρόνο αυξάνεται η ποσότητα του επίσημου νομισματικοποιημένου χρήματος που θα έλθει εκ της πληρωμής των τόκων έναντι των κρυπτονομισματικών ποσοτήτων που χρησιμεύουν είτε ως μέσα πληρωμών και αγορών, είτε ως μέσα αποθήκευσης αξίας. Το ίδιο γίνεται και με την αύξηση των ποσοστών τόκου από τις κεντρικές τράπεζες. Από την άλλη, η παραγωγή καθαρού χρόνου, που κρατικοποιείται εν τω προτσές, εκ των πραγμάτων θέτει σε κίνηση όλα αυτά τα συστήματα, ώστε ένα νέο κύκλωμα εμφανίζεται: ψηφιακή εξόρυξη – άυλη εργασία – θέση σε κίνηση των ανεξαρτητοποιημένων μηχανών - παραγωγή καθαρού χρόνου – αύξηση ποσοστών τόκων – αύξηση παγκόσμιου χρέους.

Πιο συγκεκριμένα, η απουσία της λειτουργίας του χρυσού σαν μονάδα μέτρησης της αξίας νομοτελειακά συνοδεύεται με πρόσθετες ποσότητες νομισμάτων, και αυτό αργά ή γρήγορα συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά τόκου. Μόνο υποτιθεμένου, ότι οι ταχύτητες κυκλοφορίας των νομισμάτων θα έμεναν σταθερές, δεν θα είχε επίδραση στο ανέβασμα των ποσοστών τόκου. Σε αυτήν την φαινομενολογία, μόνο η χρέωση και το χρεωστικό σύστημα έχουν την ικανότητα κανονίσματος των ταχυτήτων της κυκλοφορίας νομισμάτων. Αυτό με την ισχύ ατσαλένιων αναγκαιοτήτων επιφέρει περαιτέρω μητροπολιτική κεντρικοποίηση.

Όλ’ αυτά συγκλονίζουν το Empire, όπως του άσκησαν κριτική ο Νέγκρι και Χάρνττ, εξ αιτίας του ότι στηρίζεται επί το πλείστον στην άυλη εργασία και στην προτεραιοποίηση των σχέσεων διανομής. Εμφανίζεται έτσι η ανάγκη για μια νέα διαστημικοστρατηγική θεμελίωση. Ο νέοφεουδαλισμός και η αναρχία των διεθνών σχέσεων έχει να κάνει -ως ιστορικό διάστημα δοκιμών-, αφενός με αυτό, και αφετέρου με την αντανάκλαση της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία και αυτή οξύνεται λόγω των ανταγωνισμών των διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου, που οδηγούν σε συγκεντρώσεις, αναδιαρθρώσεις, κεντρικοποιήσεις.

Προαναφέρθη, ότι η υπερπαραγωγή πιθανά κάποτε να απολύει την ποιότητά της ως σχετικό, και κινδυνεύει να προσεγγίσει την ποιότητα του απολύτου, ήτοι η ίδια η ανταλλακτική αξία κινδυνεύει με αυτοκατάργηση. Αυτό είναι η ακραία οριακή, η μέγιστη κρίση υπερσυσσώρευσης. Ιστορικά, το μόνο προσεγγιστικό σημείο μιας τέτοιας πρώτης αυθεντικής κρίσης ήταν στα 1929 - 1945. -Πιστεύουμε στην κατηγορική προσταγή ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να επαναληφθεί.

Η επίσημη μαθηματικοποιημένη/αλγοριθμοποιημένη οικονομική επιστήμη όλο και πιο πολύ εγκλωβίζεται στις χρονικότητες, και έτσι της ξεφεύγουν οι χωρικότητες. Δηλαδή, παραγνωρίζεται, ότι το κεφάλαιο έχει ανοιχτότητα στους χώρους. Το κεφάλαιο αφανίζει τον χώρο με τον χρόνο μέσω της πραγματικής υπαγωγής. Η παραγωγή διεξάγεται στον χώρο, παράγοντας χρόνο. Έτσι εκφράζεται η αντίφαση και στην πορεία η αντίθεση μεταξύ του προτσές εργασίας και του προτσές πραγματικής υπαγωγής, και στον ίδιο χρόνο σε ευρύτερο επίπεδο αντίφαση και αντίθεση μεταξύ του προτσές παραγωγής και του προτσές παλινόρθωσης της ανταλλακτικής αξίας στην χρηματομορφή της κατά την επανεισέλευσή της στο προτσές παραγωγής. Δεν πρόκειται μόνο για αντιπαράθεση μορφών και σχέσεων, αλλά για κάτι πολύ σφοδρότερο και οξυμένο: αντίθεση του ενός προτσές στο άλλο. Αυτό συντελείται και συμβαίνει πιο πολύ όπου η επιδίωξη μεγάλης κερδοφορίας δεν συνοδεύεται από ανέβασμα του ποσοστού κέρδους, δηλαδή όπου η αυξημένη καθαρή ποσότητα κέρδους δεν οδηγεί σε αυξημένο ποσοστό κέρδους, εξ αιτίας του ότι από μόνο του το μεγάλο κέρδος ως τέτοιο στηρίζεται στην χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οξύνεται αυτό από το ότι η οφελιμοποίηση και η αξιοποίηση των ανταγωνισμών, ώστε να εξισορροπήσει το γενικό ποσοστό κέρδους και επομένως και οι τιμές των εμπορευμάτων να μειωθούν, έχουν ξεχαρβαλωθεί. 


1 Βλ. Guillelmi de Ockham Summa Totius Logicae, Epistola Proemialis.

2 Ενδεικτικά βλ. David Ricardo, On the Principles of Political Economy and Taxation, 1817 (third edition 1821), Chapter 8. On Taxes, Batoche Books, Kitchener 2001, σ. 18, 19, και οπ., Chapter 29. Taxes Paid by the Producer, σ. 277, 278.

3 Ενδεικτικά βλ. Mr. Sc. Esad Kadušić, Ph. D. Petar Bojović , Amela Žgalj g.e.e, «Critical Analysis of Inflation and Price Stability in Monetary Policy», International Conference on Financial Management and Economics, IPEDR vol.11, 2011, IACSIT Press, Singapore.

4 Βλ. Nouriel Roubini, Stern School of Business, New York University, October 2018, Testimony for the Hearing of the US Senate Committee on Banking, Housing and Community Affairs On “Exploring the Cryptocurrency and Blockchain Ecosystem” Crypto is the Mother of All Scams and (Now Busted) Bubbles, While Blockchain Is The Most Over-Hyped Technology Ever, No Better than a Spreadsheet/Database.

5 Βλ. Dagmar Linnertova, «Cross-sectional Analysis of Short Sale of NYSE’s Blue Chips», Procedia Economics and Finance, 26, 2015, pp. 1136 – 1140, William Quinn, John D. Turner, Boom and Bust: A Global History of Financial Bubbles, Cambridge University Press, UK, 2020.

6 Βλ. John Stuart Mill, Principles of Political Economy, Abridged, with Critical, Bibliographical, and Explanatory Notes, and a Sketch of the History of Political Economy, By J. Laurence Laughlin, Ph. D., Assistant Professor of Political Economy in Harvard University, A Text-Book For Colleges. New York: D. Appleton And Company, 1, 3, and 5 Bond Street, 1885, pp. 86 – 107.

7 Βλ. Schumpeter, A History of Economic Analysis, New York, 1954, p. 1171.

8 Βλ. UK Public General Acts, 2-15, c. 30, Modern Slavery Act, 2015.

9 Βλ. Vincent Le, «These Violent Delights Have Violent Ends”: Decrypting Westworld as Dual Coding and Corruption of Nick Land’s Accelerationism», Colloquy: Text, Theory, Critique, vol. 34, 2017, pp. 3–23.

10 Βλ. Djalil Chafaï, «Back to basics : local martingales», Libres pensées d'un mathématicien ordinaire, Philip Protter, «Martingales and Local Martingales», Columbia University Mathematics Colloquium, CMU, September 27, 2013, XueMei Li, «Strict local martingales: Examples», Statistics & Probability Letters, Volume 129, October 2017, pp. 65-68, K. D. Elworthy, Xue-Mei Li, M. Yor, «The importance of strictly local martingales; applications to radial Ornstein– Uhlenbeck processes», Probab. Theory Relat. Fields, 115, 1999, pp. 325–355.

11 Oksana Bashchenko and Alexis Marchal, Deep Learning for Asset Bubbles Detection, February 11, 2020. Επίσης βλ. Constantinos Kardaras, Dorte Kreher and Ashkan Nikeghbali, «Strict Local Martingales and Bubbles», The Annals of Applied Probability, 2015, Vol 25, No 4, pp. 1825- 1867, Refet S. Gurkaynak, Econometric Tests of Asset Price Bubbles: Taking Stock, Division of Monetary Affairs, Board of Governors of the Federal Reserve System, Washington, DC 20551, January 2005

12 Βλ. Nouriel Roubini, Offset and Sterilization under Fixed Exchange Rates with an Optimizing Central Bank, Economic Growth Center, Yale University, Center Discussion Paper, No. 568, January 1989.

13 Βλ. Milton Friedman, The Optimum Quantity of Money and Other Essays, MacMillan, USA, 1969.

14 Βλ. Peter Bernholz, Flexible Exhange Rates in Historical Perspective, Princeton Studies in International Finance, No. 49, July 1982.

15 Ενδεικτικά βλ. Max Henninger, «Doing the Math: Reflections on the Alleged Obsolescence of the Law of Value under Post-Fordism», ephemera, theory & politics in organization, volume 7(1), 2007, pp. 158-177, Frederick Harry Pitts, « A crisis of measurability? Critiquing post-operaismo on labour, value and the basic income», Capital and Class, Volume: 42 issue: 1, 2016, pp. 3-21.

16 Anwar M. Shaikh, «Explaining Inflation and Unemployment: An Alternative to Neoliberal Economic Theory» στο Andriana Vlachou (eds.), Contemporary Economic Theory. Radical Critiques of Neoliberalism, Palgrave Macmillan, GB, 1989, pp. 89 – 105.

17 Βλ. William Philips, «The Relation Between Unemployment and the Rate of Change of Money Wage Rates in the United Kingdom, 1861-1957», Economica, 25 (100), November 1957, pp. 283–289.

18 Βλ. Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital, Edited by Dr. W. Stark, London, Routledge and Kegan Paul Ltd, 1951. Printed in Great Britain by Butler and Tanner Limited; Rome and London; Typography by Sean Jennett, Translated: (from the German) by Agnes Schwarzschild (Doctor Iuris).

19 Βλ. Λένιν, Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό, εκδ. Προγκρές, Αθήνα, 1985.

20 Michael Hardt and Antonio Negri, Empire, Twenty Years On, 5. Class – Multitude – Class Prime, New Left Review, 120, Nov/Dec 2019, απόσπασμα. 

21 Βλ. Λένιν, Reply to Rosa Luxemburg, πρώτη παράγραφο, Written in the latter half of September 1904, First published in 1930 in Lenin Miscellany XV.

22 Norbert Trenkle, The crisis of the abstract labour is the crisis of capitalism, 2014.

23 Ενδεικτικά βλ. Γιάννης Μηλιός, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Νέος ιμπεριαλισμός; Από τον Hilferding και τον Schumpeter στις σύγχρονες θεωρητικές διαμάχες, 2009.

24 Βλ. Λένιν, οπ., σ. IV: «Για να ξεκαθαρίσουμε περισσότερο το ζήτημα, ας φέρουμε πρώτα-πρώτα ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα κρατικού καπιταλισμού. Όλοι ξέρετε ποιόν είναι αυτό το παράδειγμα: η Γερμανία. Εδώ έχουμε την «τελευταία λέξη» της σύγχρονης μεγάλης καπιταλιστικής τεχνικής και της σχεδιομετρικής οργάνωσης, που είναι υποταγμένη στον ιμπεριαλισμό των τσιφλικάδων και αστών. Βγάλτε τις υπογραμμισμένες λέξεις, βάλτε αντί της λέξης κράτος στρατιωτικό, αστικό, τσιφλικάδικο, αστικό ιμπεριαλιστικό, πάλι τη λέξη κράτος, αλλά κράτος άλλου κοινωνικού τύπου, άλλου ταξικού περιεχομένου, κράτος σοβιετικό, δηλαδή προλεταριακό, και θα έχετε όλο το σύνολο των όρων που μας δίνουν τον σοσιαλισμό», και επ.

25 Του ιδίου, «Σχετικά με την Γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον "ιμπεριαλιστικό οικονομισμό"», εκδ. Προγκρές, Αθήνα, απόσπασμα.

26 Ενδεικτικά βλ. Jevons, H. Stanley, «The second industrial revolution», The Economic Journal, 1931, pp. 1-18.

27 Βλ. Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Chapter VII, Of the Natural and Market Prices of the Commodities.

28 Βλ. Bank of England, Monetary Policy Summary, May 2022, Published on 05 May 2022.

29 Heinrich Friedrich von Storch, Cours d’ économie politique, ou Exposition des principes qui déterminent la prospérité des nations, CHAPITRE VII. Idée générale du prix, Tome Premier, 1823, Paris p. 73.

30 Βλ. Jean - Baptiste Say, A Treatise on Political Economy; or the Production, Distribution and Consumption of Wealth, Book III. Of the Consumption of the Wealth, Chapter IX. Of the National Debt, translated form the fourth edition of the French by C. R. Prinsep M. A., (1880), Batoche Books, 2001, Ontario, pp. 251 – 256.

31 Βλ. David Ricardo, οπ., Chapter 1, On Value, pp. 8 – 38.

32 Ενδεικτικά βλ. Franco Bifo Berardi, Precarious Rhapsody. Semiocapitalism and the pathologies of the post-alpha generation, Minor Compositions. London, 2009, Sotirios Bahtsetzis, «Semiocapitalism, Spectacle, Eikonomia, and the Function of Art», View. Theory and Practices of Visual Culture, 25, 2019, Emma Sofie Brogaard Jespersen, «Sensibility and Semio-Capitalism – A Bodily Experience of Crisis in Ursula Andkjær Olsen’s The Crisis Notebooks», The Nordic Journal of Aesthetics, No 60, 2020, pp. 140 – 157.

33 Bank of England, New Forms of Digital Money, 1.3: Money and credit creation, Discussion Paper, Published on 07 June 2021, p. 17/73.

34 Ενδεικτικά βλ,. Sergio Bologna, Η Φυλή των Τυφλοποντίκων, Η νομισματική κρίση, η αγορά ακινήτων και οι συνέπειές της στην ταξική διαστρωμάτωση, μτφ. F.G.A., εκδ. Κινούμενοι Τόποι, Αθήνα, Σεπτέμβρης 2012, σ. 18 – 20.

35 Βλ. οπ., Box A: Money Creation, p. 21/73.

36 Παράβαλε IMF Working Paper, Money Creation in Fiat and Digital Currency Systems, WP/19/285, by Marco Gross and Christof Siebenbrunner, December 2019.

37 Ενδεικτικά βλ. Financial Services Authority – FSA, Internal Audit report. A review of the extent of awareness within the FSA of inappropriate LIBOR submissions, March 2013, David Hou, David Skeie, LIBOR: Origins, Economics, Crisis, Scandal, and Reform, Federal Reserve Bank New York Staff Report No. 667, March 2014, Xing Huan, Gary John Previts, Antonio Parbonetti, Understanding the LIBOR scandal: The historical, the ethical and the technological, Working Paper, January 2021.

38 Βλ. Say οπ., σ. 116.

39 Βλ. David Ricardo, An Essay on the Influence of a low Price of Corn on the Profits of Stock; shewing the Inexpediency of Restrictions on Importation: With Remarks on Mr Malthus' Two Last Publications: "An Inquiry into the Nature and Progress of Rent;" and "The Grounds of an Opinion on the Policy of restricting the Importation of Foreign Corn, London: Printed for John Murray, Albemarle Street, 1815, απόσπασμα.

40 Βλ. οπ., απόσπασμα.

41 Βλ. Heather M. Kendrick, Earlham College, Kant and the Nooumenal Agent.

42 Βλ. PJ Ennis, 1349 Bleakchain in Sum #10.2 - Cryptocene, Realized in the framework of State Machines, a joint project by Aksioma (SI), Drugo more (HR), Furtherfield (UK), Institute of Network Cultures (NL) and NeMe (CY), 1350-1354.


No comments:

Post a Comment

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...