Η απόσταση, η οποία μένει να διανυθεί. Πολιτική διαπάλη στον νότιο χώρο

 

Εισαγωγή

 

Οι νότιες Ευρωπαϊκές χώρες εισήλθαν στο πολιτικό επίκεντρο κατά την περίοδο 2008-2015, λόγω των οξυμένων και οριακών χαρακτηριστικών, τα οποία έλαβε η καπιταλιστική κρίση στο εσωτερικό τους και στις σχέσεις τους με τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ιδιαίτερο γνώρισμα ήτο η σύμπτωση και ο συγχρονισμός της κρίσης στην παραγωγή με την δραματική με χαρακτήρα χρεωκοπίας δημοσιονομική και τραπεζική κρίση αυτών των χωρών, κάτι το οποίο είχε ως συνέπεια την εμφάνιση γενικής κρίσης στην αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου και τα ολέθρια αποτελέσματά της. Πέρα απ’ τους όποιους τεχνικούς και δανειστικούς μηχανισμούς εξάρτησης του Ευρωπαϊκού χρηματοσυστήματος, η εκδήλωση και εξωτερίκευση της δημοσιονομικής κρίσης έλαβε την φαινομενολογία αποκάλυψης μιας σειράς τόσο προγενέστερων, όσο και συγχρονισμένων κατά την κρίση defaults, τα οποία είχαν κεντρικό οικονομικό και πολιτικό χαρακτήρα –και αφορούσαν επί το πλείστον τον εσφαλμένο προσδιορισμό και την στρεβλή ποιοτικοποίηση βόρειων οικονομικών και κεφαλαιακών στοιχείων και παραγόντων, που είχαν πραγματικά εγκατασταθεί στον νότο από τον βορά κύρια μετά το Μάαστριχτ και την θεσμοθέτηση του ευρώ.

Επ’ αυτού, από τους πολιτικούς εκπροσώπους του νότου, πέρα απ’ τις ειθισμένες θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας, ανασύρθηκαν οι θεωρίες περί αυτοτελούς εμπορικού Μεσογειακού καπιταλισμού, ο οποίος δήθεν μπορεί να σταθεί λειτουργικά σε ανεξαρτησία από την βιομηχανία και το συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής των βόρειων χωρών. Στον ίδιο χρόνο, στα μονεταριστικά πλαίσια του ευρωπαϊκού χρηματοσυστήματος η πολιτική πρόταση για ευρω-ομόλογο κατέστη ένα σημείο συμπύκνωσης και έκφρασης των αντιθέσεων μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών.

Από άποψη βάσης της παραγωγής, η διαφορά έγκειται στο ότι η βιομηχανία των βόρειων χωρών ήταν/είναι περισσότερο συγκριτικά με τον νότο προσανατολισμένη και διαθέτει περισσότερες ενεργότητες, δυνητικότητες και πραγματικότητες στην παραγωγή κεφαλαίου από κεφάλαιο, κάτι το οποίο συνήθως παίρνει την μορφή της παραγωγής μηχανουργίας. Από την άλλη, τα Ρικαρντιανά ή ακόμα και τα Σραφφαϊανά συγκριτικά πλεονεκτήματα των νότιων χωρών, ιστορικά, έχουν να κάνουν με την παραγωγή φθηνών και ποιοτικών μέσων διαβίωσης (κύρια με την βιομηχανία τροφίμων και γεωργικών εμπορευμάτων), καθώς και με την γεωγραφική και πραγματική εγγύτητά τους στα κάθε τόσο τεκταινόμενα και τις εξελίξεις σε Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αφρική, Βαλκάνια, κάτι που αποφέρει την μέσω του σύγχρονου προσοδισμού σημειωτική μετατροπή της πρόσθετης αξίας άμεσα σε πολιτική υπεραξία, αλλά και πιο ανταγωνιστικές θέσεις στην βιομηχανία μεταφορών (λιμάνια, ναυτιλία, μεταφορές σε αυτοκινητόδρομους, logistics) και ενέργειας.  

 

Φαινόμενα αφοπλισμού

 

Κατά το 2016 λόγω του Brexit αντικειμενικά το κέντρο βάρους των πολιτικών εξελίξεων μετατοπίσθηκε στον βορά. Αυτό εντάθηκε με την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (Φεβρουάριος 2022), λόγω της πιο εκτεταμένης και λιγότερο διαμεσολαβημένης συμμετοχής των βόρειων χωρών στον Ουκρανικό πόλεμο. Συγχρόνως, η αύξηση και όξυνση των ταξικών αγώνων στην Φραγκική Επικράτεια (2016-2017), και κυρίως η ανάπτυξη των μαζικών απεργιακών κινημάτων και των νέων εργατικών συλλογικών συγκροτήσεων σε Φραγκική Επικράτεια, Γερμανία, ΗΒ (2021-2023) ανέδειξε, ότι οι πολιτικές πρωτοπορίες του νότου, οι οποίες κατά την προηγούμενη περίοδο 2008-2015 είχαν πρωτοστατήσει στο συνολικό πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης των Ευρωπαϊκών χωρών, είχαν αρχίσει να εισέρχονται σε φάση εν μέρει ιδεολογικού και οργανωτικού αφοπλισμού.

Αυτό εντάθηκε μέσα από τον πολιτικό αιφνιδιασμό και αμηχανία των νότιων δυνάμεων εν όψει της διάσπασης του ντε Λίνκε, και της νέας πολιτικής ανόδου της αριστεράς στην Φραγκική Επικράτεια, και του Εργατικού Κόμματος σε ΗΒ, εξελίξεις που κατέδειξαν, ότι η αριστερά των νότιων χωρών ήταν απροετοίμαστη και χωρίς πολιτική πληροφόρηση και σύνδεση επί του πραγματικού. Αυτή η συνθήκη ενός κάθε τόσο (2017-2023) αιφνιδιασμού από τις εξελίξεις εντεινόταν από τις εδραιωμένες διαδικασίες εσωστρέφειας λόγω των πολιτικών αποτυχιών της αριστεράς σε Ισπανία και Ελλάδα, κάτι το οποίο άφησε πίσω συνολικό κατακερματισμό.

 

Η θεσμική διαμόρφωση, 9 χρόνια μετά

 

Στις νότιες χώρες η διακυβέρνηση έχει λάβει χαρακτηριστικά αυτού, το οποίο περιγραφόταν, στην Γερμανία των τελών της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, ως δημοκρατικός φασισμός.[1] Το κύριο σ’ όλη αυτήν την κατάσταση δεν είναι τόσο ο θεσμοποιημένος αυταρχισμός, αλλά η τεχνητά προκληθείσα υποχώρηση της πολιτικής διαδικασίας συνολικά τόσο από τις επίσημες θεσμικές διαδικασίες, όσο και από τις διαδικασίες της αριστεράς.

Όλο αυτό δικαιολογείται εσωτερικά μέσα από την επίκληση ποιοτήτων Απόλυτου Κριτικισμού (με αναφορά κύρια σε νεόκοπους μπουρζουάδικους πληθυσμούς και στις χώρες προέλευσής των), ώστε οι ποικίλες λειτουργικές δομές Αγίας Οικογένειας λαμβάνουν όλο και πιο πολύ την μορφή της εσωτερικής ενδοκινηματικής λογοκρισίας και καταστολής. Η παρανοϊκότητα αυτής της καταστολής και λογοκρισίας, όπως έχει καταδειχθεί, καταδεικνύεται απ’ την εκ μέρους των αμφισβήτηση του αυταπόδεικτου, αυτού που αποδεικνύεται ipso facto από και μέσα στην ίδια την ιστορία.[2]

Ο ενδοκινηματικός και ενδοαριστερός νεοεμφανισθείς Μπρουνομπαουερισμός ως κύριος εκπρόσωπος του μετά τον ΠΠΒ΄ Απόλυτου Κριτικισμού είναι η απαίτηση από τα μπουρζουάδικα στρώματα (στο εύρος κατά το οποίο είναι οργανικά ενταγμένα στην αριστερά) για μια με θρησκειολογικούς και με εθνοτικούς όρους επιστροφή στην ασφάλεια των ριζών. Αυτό δικαιολογείται σχετικά ιστορικιστικά, με in tacit επίκληση στον δάσκαλό του(ς) τον Χέγκελ, καθώς και με επίκληση των ελευθεροφρόνων θεολόγων εκείνης της εποχής, κύρια του Schleiermacher και του Strauss.

Κριτικά απομυστικοποιημένο, δεν είναι άσχετο ή μη συναφές ως προς Αυστρομοναρχικής εμπνεύσεως αντεργατικά νομοσχέδια και πρακτικές ελέγχου των εργατικών σωματείων, επιβολής 10ωρης εργασίας, 6ημερης εργασίας κλπ, τα οποία –κι από καθαρά οικονομική σκοπιά κρινόμενα- μέσα από την ένταση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο απομειώνουν βραχυμεσοπρόθεσμα την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ στον ίδιο χρόνο -κύρια ποσοστιαία και όχι τόσο ως απόλυτη ποσότητα- αυξάνουν την μάζα της απόλυτης πρόσθετης αξίας, προσφέροντας ένα άκρως ριψοκίνδυνο και όλως συγκυριακό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μέσα από τις ταχυδακτυλουργικές των επίσημων στατιστικών.

Πρόσφατα, στην Γερμανία, με ευγενικό και πολιτικοφιλοσοφικό τρόπο, πολιτικές σαν κι αυτές, οι οποίες κριτικά περιγράφονται στο παρόν κείμενο, συνοψίσθηκαν με τον όρο “Δυσπραξία”[3].

Φρονούμε, ότι μέσα σε όλο αυτό εντοπίζονται οι πολιτικοί και οι υποκειμενικοί καπιταλιστικοί όροι ξεσπάσματος μιας νέας περιοδικής οικονομικής κρίσης στην βιομηχανική παραγωγή των νότιων χωρών, κάτι του οποίου η πιθανότητα αυξάνεται λόγω της πολιτικής όξυνσης και της ανόδου της ταξικής πάλης κύρια σε Φραγκική Επικράτεια, καθώς και των ανάλογων οικονομικών δυσκολιών στην πραγμάτωση της πρόσθετης αξίας και στην κανονάρχηση των ποσοτήτων κυκλοφορούντος χρήματος.

 

Ο Γκραμσιανός Ιστορικισμός και ο Απόλυτος Κριτικισμός εκ νέου σε σύγκρουση

 

Το γνήσια Γκραμσιανό πολιτικό σχέδιο για τις νότιες χώρες στην ευκρίνειά του λαμβάνει όλο και πιο πολύ την μορφή της εργατικοβιομηχανικά καθοδηγούμενης και ενεργοποιημένης παθητικής επανάστασης μέσα από την εξάπλωση και την διάχυση του ταξικού πολέμου θέσεων. Αυτό καθίσταται εμφανέστερο με την εκδίπλωση της πολιτικής της νέας ΗΠΑ προεδρίας, και με την διαφαινόμενη αλλαγή ισορροπίας δυνάμεων και συσχετισμού ισχύος στην Μέση Ανατολή: ο νέου τύπου Αμερικανικός Βιομηχανισμός, που δηλώθηκε με την συμμαχία Ρεπουμπλικάνων και μεγάλων τμημάτων της εργοστασιακής εργατικής τάξης, με την συμμαχία Μασκ-Τραμπ αξιώνει την ανάπτυξη μιας υπαρκτής πολιτικής δυναμικής στον Ευρωπαϊκό νότο.

Το δίλημμα τίθεται συνολικά για την Ευρώπη αφενός εν όψει πιθανολογούμενων ή επαπειλούμενων ΗΠΑ δασμών και αφετέρου μέσα από τον εμπορικό ανταγωνισμό προς την Κίνα: υποτροπή ή εκ νέου εκβιομηχάνιση.

Αυτό προϋποθέτει και στην πορεία επιβάλλει για τις νότιες χώρες εκ νέου ιστορικοποιήσεις ως θεμελιακές έννοιες ανάπτυξης βιομηχανικών κοινωνιών και των προσίδιων υλικών κοινοτήτων.

Απ’ αυτήν την άποψη ο Απόλυτος Κριτικισμός, όπως και ο Πραγματικός Ουμανισμός επιτελούν τον ρόλο της τελευταίας γραμμής μικρομπουρζουάδικης άμυνας ως προς την επέλαση του βιομηχανικού μετα-ανθρωπισμού του κεφαλαίου της παγκόσμιας αγοράς.




[1] Ενδεικτικά βλ. Bahamas, Demokratischer Faschismus, Heft 31/Frühjahr 2000.

[2] Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten, MEW, Band 2, Dietz Verlag, Berlin, 1962, I. Kapitel, "Die kritische Kritik in Buchbindermeister-Gestalt" oder die kritische Kritik als Herr Reichardt (von Engels), S. 11, extract: Es versteht sich, und die Geschichte, die alles beweist, was sich von selbst versteht, beweist auch dies, daß die Kritik nicht Masse wird, um Masse zu bleiben, sondern um die Masse von ihrer massenhaften Massenhaftigkeit zu erlösen, also die populäre Redeweise der Masse in die kritische Sprache der kritischen Kritik aufzuheben. Es ist die stufenhaftigste Stufe der Erniedrigung, wenn die Kritik die populäre Sprache der Masse erlernt und diesen rohen Jargon in den überschwenglichen Kalkul der kritisch kritischen Dialektik transzendiert.

[3] Βλ. Hendrik Wallat, Dyspraxia: Kritische Theorie im Sog der Negativität, Velbrück Wissenschaft, Weilerswist, 2023.

No comments:

Post a Comment

Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...