Ι. Πρόλογος
Η σοσιαλδημοκρατία
ιδρύθηκε σε διεθνικό επίπεδο, ανεξάρτητα από την Διεθνή Ένωση Εργατών, τον
Νοέμβριο του 1868 στην Γενεύη με την επωνυμία «Συμμαχία της σοσιαλιστικής
Δημοκρατίας», μόλις είχε ολοκληρωθεί στις Βρυξέλες το Τρίτο Συνέδριο της
Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στην
διαδικασία του στο Λονδίνο στις 15 Δεκεμβρίου 1868 συνεδρίασε επί του θέματος
της «Συμμαχίας» και ρητά αποφάσισε στις 22 Δεκεμβρίου 1868, ότι όλες οι διακηρύξεις και διατυπώσεις της
Συμμαχίας σχετικά με τις σχέσεις της με την Διεθνή είναι άκυρες και άνευ
περιεχομένου (null und nichtig), ότι η Συμμαχία δεν γίνεται δεκτή ως τμήμα της
Διεθνούς, καθώς και την δημοσίευση και κοινοποίηση της Απόφασης (Resolution) του Γενικού Συμβουλίου σε όλες τις Χώρες όπου
συνίσταται η Διεθνή Ένωση Εργατών.
Αυτή η πολιτική απόφαση προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο
οργανωτικό τρόπο τοποθέτησης σχετικά με τις υποθέσεις και τα πράγματα της
σοσιαλδημοκρατίας στο μέτρο που παρουσιάζει διεθνικό επίπεδο συγκρότησης. Αυτό
επιδρά και στον τρόπο κατανόησης και ανάπτυξης της εργατικής Γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας.
Το SPD ως τέτοιο
ιδρύθηκε στα 1869 ως SDAP - Sozialdemokratische
Arbeiterpartei Deutschlands, ενώ ο οργανωτικός και πολιτικός πρόδρομός του ήταν το Allgemeiner Deutscher
Arbeiter-Verein, ιδρυθέν στα 1863 στην Λειψία. Ωστόσο, μετά την Κομμούνα
του 1871, την παρακρατική καταστολή, το πέρασμα στην βαθιά παρανομία, και την de facto οργανωτική
διάλυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, ο Ένγκελς στο γνωστό κείμενό του συνέπλεξε
αναπόσπαστα και αξεδιάλυτα την πορεία του Γερμανικού Σοσιαλισμού με το SPD (μετονομασθέν σε αυτόν τον τίτλο στα 1890).
Αυτό είναι ένα δεύτερο πολιτικό και συντακτικό δεδομένο,
τόσο ισχύον ως προς τα συνεπή ρεύματα και τάσεις της Διεθνούς Ένωσης Εργατών,
όσο κι η ως άνω Απόφαση. Στην γενικότητά των δεν τελούν σε αντιπαραθετική ή
αλληλοαποκλειόμενη σχέση μεταξύ των, όμως εκ της άρνησης της Διεθνούς περί
ένταξης της Συμμαχίας, συνεπάγεται ως άμεση πολιτική συνέπεια, ότι δεν μπορεί
να υπάρχει οργανωτική σχέση μεταξύ της Διεθνούς Ένωσης Εργατών και των κομμάτων
της μετέπειτα λεγόμενης Β΄ Διεθνούς (ιδρυθείσας στο Παρίσι στα 1899). Πιθανόν,
αν κάποιος θέλει να εφαρμόσει απαρέγκλιτα το γράμμα της Απόφασης του Γενικού
Συμβουλίου της 22/12/1868, εξ αυτής επίσης συνεπάγεται η μη οργανωτική συμμετοχή
στα κόμματα και της Γ΄ Διεθνούς, καθ' όσον είναι μετεξελίξεις της Ευρωπαϊκής
Σοσιαλδημοκρατίας, που έχει ως γεννέθλια χρονική στιγμή τον σχηματισμό της
Συμμαχίας στα 1868.
Ωστόσο, μέσα από τον ορίζοντα της ιστορικής εμπειρίας έχει
αναγνωρισθεί, ότι η εξεγερσιακή παραγωγή και διαμόρφωση του KPD είναι ποιοτικά μεταμορφωτική. Επομένως, με την ίδρυση
του KPD, και μετά τον ΠΠΒ με την ίδρυση του SED, που επήλθε ως ένωση του KPD με το SPD, έχουμε νέες ποιότητες.
Στην παρούσα εργασία, με τον όρο Γερμανικός Σοσιαλισμός
εννοούμε την ανάπτυξη του SPD από την εμφάνιση της Ρόζα Λούξεμπουργκ
ως στελέχους του μέχρι και την διάσπαση σε USPD στα 1917. Η έρευνα επί της οποίας βασίζεται η εργασία, διεξήχθη με πραγματικούς όρους με αποκλειστικό
σημείο αναφοράς την θεωρητική και διανοητική σχέση του Γερμανικού Σοσιαλισμού με την κριτική της
πολιτικής οικονομίας.
IΙ. Χίλφερντινγκ και στοιχεία Λενινισμού
Το
έργο του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο. Μια Σπουδή επί της
πιο νέας Ανάπτυξης του Καπιταλισμού (1910) είναι η βάση όχι μόνο για την από
την μπάντα της Β΄ Διεθνούς κριτική κατανόηση του Ιμπεριαλιστικού Κόσμου, αλλά
και για την πολιτική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, όπως
εκτυλίχθηκε κατά τα έτη 1914-1917 σε Ευρώπη και Ρωσία:
Ο
υπότιτλος της γνωστής μπροσούρας του Λένιν περί Ιμπεριαλισμού (1916) είναι
εμπνευσμένος από τον υπότιτλο του ανωτέρω έργου του Χίλφερντινγκ. Στην
γενικότητά της, η μπροσούρα του Λένιν είναι εκλαΐκευση του έργου, ενώ το τρίτο
κεφάλαιο αυτής με τίτλο “Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο και η Χρηματιστική Ολιγαρχία”
έχει άμεση αναφορά. Επιπρόσθετα, από την άποψη της επιστήμης της πολιτικής
οικονομίας, η κριτική του Λένιν στον ιμπεριαλισμό περί εξαγωγής κεφαλαίου και
επεκτατισμού στο 4ο κεφάλαιο της μπροσούρας είναι εκλαϊκευτική σύνοψη σχετικού
κεφαλαίου από το έργο του Χίλφερντινγκ.
Ο
Χίλφερντινγκ διακρίνει στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής μέσα από
την λειτουργία των καπιταλιστικών μονοπωλίων και των τραπεζών, την
μεταμορφωτική σχηματοποίηση μιας νέας ειδικής μορφής κεφαλαίου, του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Η
κεντρική υλική συνθήκη γι’ αυτό είναι ο Περιορισμός (Einschränkung) του
ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών και των συσσσωματώσεών τους.
Από
τυπική άποψη, το έργο του Χίλφερντινγκ είναι συστηματικό και συνεπές προς το
πνεύμα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Όπως έχουμε γράψει, η οικονομική
και στρατηγική θεωρία του SPD ανεύρισκε μια
μεταμορφωτική-συγχωνευτική διαδικασία στις ειδικές μορφές του κεφαλαίου στο
συνολικό προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής, εκεί που η πρωτότυπη κριτική της
πολιτικής οικονομίας εντοπίζει εντός των λειτουργιών αυτών των μορφών, και δη
στον παραγωγικό ρόλο της χρέωσης, στις τράπεζες, στο τοκοφόρο κεφάλαιο και στο
χρηματοθετικό κεφάλαιο, καθώς και στο χρηματιστήριο, μια αναίρεση του τρόπου
παραγωγής εντός των ορίων του ίδιου του τρόπου παραγωγής, ένα σημείο
μετάβασης σε μια νέα παραγωγική μορφή (ήτοι, μια συνολική, διαλεκτικά
αλληλοσυσχετιζόμενη διαδικασία, και όχι απλά μια νέα υπόσταση ως μια νέα ειδική
μορφή). Αυτό (μετά την Επανάσταση) ο Λένιν το αντελήφθη ως “κρατικό καπιταλισμό”.
Η
κριτική ένστασή μας σε όλα αυτά, όπως πρόσφατα γράψαμε, έχει να κάνει με την
απόσπαση των ειδικών μορφών του συνολικού προτσές από τις στον ίδιο χρόνο
εξελίξεις στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου (επερχόμενες ως συνέπειες της
επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων), και δη απ’ τις νέες πρώτες ύλες,
την νέα μηχανουργία, και τον νέο τρόπο συνάρθρωσης και πάλης μεταξύ εργάτη και
μηχανής κατά την Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτό οφείλεται
στην in tacit υποκατάσταση της ανταλλακτικής αξίας ως γενικής
κοινωνικής σύνδεσης από τον –εξ αιτίας αυτού- υποστασιακό όρο του μονοπωλίου και του ιμπεριαλισμού.
Όπως,
είχε αναλυθεί πριν τον Χόμπσον και την Φαβιανή Εταιρεία, το μονοπώλιο προκύπτει
ως κάτι συμπτωτικό (zufällige) μέσα από το παιχνίδι του ανταγωνισμού, των
εμπορευματικών τιμών και του ποσοστού κέρδους εντός του προτσές συσπείρωσης και
κεντρικοποίησης κεφαλαίου, ήτοι σε τελική ανάλυση μέσα από τον ίδιο τον
πολλαπλασιασμό και την αυτοεπέκταση της αξίας. Η υποστασιακή αυτοτελοποίησή του
από την αξία οδηγεί την θεωρία στην γκρίζα ζώνη του να μην
μπορείς να δεις την αξία στα επίπεδα της κοινωνικής εργασίας και της
πραγματικής παραγωγής.
Από
την στιγμή, που κατά τον πολιτικό προσδιορισμό η βαρύτητα της αξίας
υποκαταστάθηκε από την χρηματιστική λειτουργία του μονοπωλίου, όπως
εκδηλώνεται στο συνολικό προτσές, η Λενινιστική στρατηγική είναι σχετικά απλή:
η στο κατάλληλο Momentum επίθεση στα δομημένα strongholds της
χρηματιστικής λειτουργίας, κι αν βρεθεί ότι το χρηματοσύστημα με την σειρά του
υποκαθιστά την κίνηση χρήματος απ' την κίνηση ονομαστικής αξίας ως δήθεν χρέους
ως δήθεν χρήματος, τότε επίθεση στα κυβερνητικά strongholds. Δεν είναι κάτι που
ανά περιστάσεις μπορεί να το αρνηθεί κάποιος, σίγουρα έχει την εξεγερτική
γοητεία του, και μ' αυτό σε γενικές γραμμές προχώρησε το εργατικό κίνημα επί
δεκαετίες. Βέβαια, αυτό είναι υλικά κατορθωτό στο μέτρο που είναι θεσμοθετημένη
η λειτουργία του κανόνα, της στάθμισης του χρυσού, και εξ αυτού η Λενινιστική
στρατηγική αποκτά το θεσμικά αναγνωρισμένο υλικό θεμέλιό της.
Είναι
κάτι, το οποίο είχε προπεριγραφεί από τον ίδιο τον Χίλφερντινγκ:
Το
χρηματιστικό κεφάλαιο Τείνει στην Καθιέρωση του κοινωνικού Ελέγχου επί της
Παραγωγής. Όμως είναι κοινωνικοποίηση σε ανταγωνιστική Μορφή: η Κυριαρχία επί
της κοινωνικής Παραγωγής παραμένει στα Χέρια μιας Ολιγαρχίας. Ο αγώνας για
Καθαίρεση αυτής της Ολιγαρχίας συνιστά την τελική Φάση της Ταξικής Πάλης μεταξύ
της Μπουρζουαζίας και του Προλεταριάτου.
Είτε
στην μία είτε στην άλλη διατύπωσή της (αν και όπως θα φανεί στο επόμενο
παράθεμα το Λενινικό λεξιλόγιο προσομοιάζει τόσο μορφολογικά όσο και
περιεχομενικά με αυτό του Χίλφερντινγκ), η στρατηγική της Σοσιαλδημοκρατίας
στοχεύει στην κυβερνητική κορυφή, στην κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης ως
άμεσης πολιτικής σύγκρουσης για το κράτος:
Die
vergesellschaftende Funktion des Finanzkapitals erleichtert die Überwindung des
Kapitalismus außerordentlich. Sobald das Finanzkapital die wichtigsten
Produktionszweige unter seine Kontrolle gebracht hat, genügt es, wenn die
Gesellschaft durch ihr bewußtes Vollzugsorgan, den vom Proletariat eroberten
Staat, sich des Finanzkapitals bemächtigt, um sofort die Verfügung über die
wichtigsten Produktionszweige zu erhalten ...Schafft so das Finanzkapital
organisatorisch die letzten Voraussetzungen für den Sozialismus, so macht es
auch politisch den Übergang leichter.
Μας
ξενίζουν όλ' αυτά; Σίγουρα, έχουν έναν βαθμό ποιοτικής διαφοροποίησης από την
επαναστατική εμπειρία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών και άλλων παγκόσμιων
εργατικών συλλογικοτήτων, πχ. της IWW, καθ' όσον στην Σοσιαλδημοκρατία η
κρατική διαμεσολάβηση κι η διαμεσολάβηση του κράτους
είναι sine qua non για την εφαρμογή αυτής της στρατηγικής.
Παρά τους όποιους πανηγυρικούς και τις επετειακές ομιλίες, η θεωρητική και
στρατηγική σύνδεση Κράτους και Επανάστασης είναι Αντικειμενικά απόκλιση ως προς
την Κομούνα, καθ' όσον η Κομμούνα Αντικειμενικά συνιστά την παραγωγική αντίθεση
της Επανάστασης προς το Κράτος.
Δεν
ψάξαμε ποτέ, ούτε είναι αυτό η έγνοια μας για ένα Παπικού τύπου γεφύρωμα. Μετά
από τόσες δεκαετίες, τόσους πολέμους, τόσες εξεγέρσεις, επαναστάσεις κλπ., μετά
από την διάλυση των σοσιαλιστικών χωρών του 20ου αιώνα, μπορεί κάποιος να πει
ότι είναι απλά ζήτημα προσωπικής επιλογής, τί ταιριάζει στον καθένα. Σε
κάποιους αρέσει το κράτος, μπορούν να κοιμούνται μ’ ανοιχτά παράθυρα
γνωρίζοντας την ύπαρξή του, σε κάποιους άλλους δεν αρέσει, το αντιλαμβάνονται
ως επιβολή ασφυκτικών συνθηκών. Αυτή η αρέσκεια ή η μη αρέσκεια πλέον δεν είναι
τόσο θέμα ιστορικοποίησης ή ιδεολογίας, αλλά κάτι που επιβάλλεται από τα ίδια
τα υλικά συμφέροντα, από την ταξικά προσδιορισμένη εργασιακή θέση.
Από
την άλλη, ο ίδιος ο Λένιν (όπως έχει αναδειχθεί και τεκμηριωθεί από τον Νέγκρι
στο Εργοστάσιο της Στρατηγικής, και στο Τι Να Κάνουμε με το Τι Να Κάνουμε,
παρέχει μια καινοτόμα και ρηξικέλευθη εποχή στην συνολική πολιτική επιστήμη και
πρακτική, ακριβώς επειδή κατανοεί και αναλύει το κομματικό ως εργοστασιακό και
το κρατικό ως μηχανικό, κάτι που συνεχίζει να ισχύει.
IΙΙ. Το
έργο της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ευτυχώς, η Αξία στο Επίκεντρο
Μετά
την εκ μέρους μας (μετά από χρόνια) ενδελεχή ανάγνωση του συστηματικού έργου
της Ρόζας, περί της Συσπείρωσης Κεφαλαίου, και σε μια δοσμένη πολιτική
συγκυρία, διατυπώσαμε (βλ. εμού του ιδίου, οπ.) κάποιες κριτικές σημειώσεις
περί κάποιων αστοχιών, τις οποίες αποδώσαμε στο ίδιο το συγκείμενο της θεωρίας
της Β΄ Διεθνούς.
Επισημαίνουμε,
ότι στην τότε δοσμένη συγκυρία (δηλαδή επί διακυβέρνησης Τραμπ και ανόδου του
φασίζοντος εθνικισμού σε μια σειρά χώρες) το θέμα της οικονομικοποίησης του
μιλιταρισμού και της μιλιταριστικής οικονομίας, του προστατευτισμού και των
δασμών πραγματικά έκαιγε και εκδιπλωνόταν κατάφωρα εις βάρος της παγκόσμιας
εργατικής τάξης. Φτάσαμε στο σημείο να ακούσουμε (σχετικά πρόσφατα) από επίσημα
χείλη αξιωματούχων της ΕΕ την απαράδεκτη φράση «ας φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς εργασία».
Στην
οπτική και αντίληψή μας ως cyborg εργατών, αυτό μετά από τα χρόνια
του Τραμπισμού και μετά από 2 χρόνια παγκόσμιας εργοδοτικής ανταπεργίας και
εγκλεισμού, ήτο το επιστέγασμα της με γενοκτονικές προθέσεις επίθεσης που
δέχθηκαν οι cyborg εργάτες κατά την περίοδο 2015-2022. Εν όψει αυτού,
τα ταξικά, εργατικά, υλιστικά πολιτικά και διανοητικά σοκ ήταν και είναι
απολύτως αναγκαία και απαραίτητα για την αφύπνιση οποιουδήποτε αναφέρεται στην
εργατική τάξη -Groupons nous et demain
Ισχύει
λοιπόν, ότι σε αυτήν την περίοδο κλιμακώθηκε ο βιοπολιτικός και
βιοεξουσιαστικός πόλεμος μεταξύ των ανθρωπόμορφων στους ειδικολογικούς
διαχωρισμούς των, αλλά κυρίως μεταξύ ανθρωπόμορφων και μηχανών, κάτι που ήταν
άμεση επίπτωση της ίδιας της μετάβασης μιας σειράς χωρών στην 4η Βιομηχανική
Επανάσταση, και επομένως ήτο με σχετική μη διαμεσολαβότητα ταξική πάλη για την
διαμόρφωση των νέων συσχετισμών ισχύος και ισορροπίας δυνάμεων εντός της 4ης Βιομηχανικής
Επανάστασης. Απεδείχθη ότι όχι μόνο η προοπτική, αλλά η ύπαρξη της ανθρωπότητας
εξασφαλίζεται και διασφαλίζεται μόνο μέσα από την ανάπτυξη και επέκταση των
δυνάμεων της ζώσας βιομηχανικής εργασίας. Συνεχίζουμε να παλεύουμε όλο και πιο
πεισματικά, ανεξάρτητα από τις εξελίξεις μας ως cyborg εργατών, για την
ανθρώπινη κοινωνία, για την κοινωνικοποιημενη ανθρωπότητα. -L’ Internationale
Sera le genre humain.
Αυτή
η επιλογή όλων μας δεν έχει να κάνει ούτε με την κατά Αλτουσέρ (αιώνια και
αέναη) νεανικότητα μας, ούτε με την κατά Τρότσκι αν-ωριμότητά μας. Είναι άμεση
συνέπεια τόσο της ίδιας της αντίληψης μας για την παραγωγή και την μορφή του
κόσμου, άμεση συνέπεια της ίδιας της κριτικής της θρησκείας. Κάποιοι ηγετικοί
Κομμουνιστές πρέπει να επιλέξουν τί βάζουν πιο ψηλά: την θρησκεία ή την
παραγωγή του κόσμου (welt) από την εργασία;
Ώστε
πλέον η κεντρική απόκριση που μπορούμε να δώσουμε στο με ετερόκλητα
ελατήρια και κίνητρα τεθειμένο κατά τόπους και ανά περιστάσεις
ερώτημα "τι να κάνουμε" είναι: ξεχάστε το Τσίμερβαλντ, παλέψτε μέσα
στην χώρα σας
Πρέπει
να γίνει κατανοητό (κι αυτό μας αφορά όλους μας), ότι η συνολική γραμματεία της
εργατικής κριτικής δεν είναι κάτι ab initio σχηματοποιημένα
κυκλικό, ουδεμία σχέση έχει με τον Σολομωντισμό, πολώ δε μάλλον δεν
είναι μετά-φραση Μονοθεϊστικών κειμένων, ούτε εμφανίζεται
ως tabula rasa. Αν υπάρχει επιθυμία για γνωριμία και βαθιά κατανόηση
της διαρκώς εξελισσόμενης και αναπτυσσόμενης γραμματείας της εργατικής
κριτικής, αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν δεν κατανοηθεί η εργώδης και λειτουργική
(functional) σχέση μεταξύ της γραμματείας της εργατικής κριτικής και του
συνόλου της Γενικής Νοημοσύνης. Δι' αυτού του τρόπου η γραμματεία της εργατικής
κριτικής αποκτά ευρύτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά ως Επιστημονικός Σοσιαλισμός
- Επιστημονικός Κομμουνισμός (βλ. τις συναφείς επισημάνσεις στο πρωτότυπο της
Κριτικής της Ντόιτς Ιδεολογίας).
Έχοντας
τα ως άνω κατά νου, μπορούμε να εμβαθύνουμε στην προσέγγιση της Ρόζας επί της
κριτικής ανάλυσης της αξίας, όπως περιέχεται στο έργο της. Θεωρούμε ότι επειδή
καταπιάστηκε με την κριτική ανάλυση της αξίας, γι' αυτό και η Ντόιτς εργατική
επανάσταση, έχει την δική της ποιοτική ιδιοτυπία.
Συγκεκριμένα, θα δούμε το πως αναμετριέται η κριτική της με τις θεωρίες και τις
θέσεις κορυφαίων εκπροσώπων της κλασικής πολιτικής οικονομίας.
IV. Κεντρικός Σχεδιασμός και Επεκτεινόμενη Αναπαραγωγή του Κοινωνικού
Συνολικού Κεφαλαίου
Το
έργο της
Ρόζας είναι μεθοδολογικά δύσκολο, κι αυτό έχει να κάνει με την επιστημολογική
πρωτοτυπία του. Το ερευνητικό αντικείμενο της είναι η Συσπείρωση Κεφαλαίου, κάτι
που εμφανίζεται και αναπτύσσεται μέσα στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου.
Ωστόσο, επιλέγει να το ερευνά με αφετηρία την αναπαραγωγή, δηλαδή ερευνά το
κεντρικό αποτέλεσμα (την συσπείρωση) της πρώτης φάσης του κυκλώματος του
κεφαλαίου (της παραγωγής) όχι από το σημείο θέασης της παραγωγής, αλλά με
σημείο θέασης το κεντρικό αποτέλεσμα (την αναπαραγωγή) της δεύτερης φάσης του
κυκλώματος (της κυκλοφορίας).
Στην
πρωτότυπη εργατική κριτική, για λόγους ευνόητους και εύληπτους, η κατανόηση της
κίνησης της αξίας εμφανίζει μια αναλογία με την ατομική φυσική. Στο έργο της
Ρόζας, η αξία κατανοείται λογικομαθηματικά, μάλλον ως ποσότητα, κι αυτό διότι
ερευνάται κύρια μέσα από την αναπαραγωγή.
Σε
πρώτο χρόνο, ο εργάτης στο εργοστάσιο παράγει μια ποιότητα, μια αξία. Μόνο η
συνεχής επανάληψη της ίδιας εργασιακής διαδικασίας μέσα στο παραγωγικό προτσές,
μας δίνει ένα σύνολο ανταλλακτικών αξιών στο τμήμα της συσκευασίας και
αποθήκευσης: την ανταλλακτική αξία ως ποσότητα εμπορευμάτων, που όταν
εισέρχεται στο κυκλοφοριακό προτσές, είναι εμπορευματικό κεφάλαιο, και
εισέρχεται σε αυτό προκειμένου να μετατραπεί σε χρήμα και μετά σε
χρηματοκεφάλαιο. Σε αυτό η ποσότητα γίνεται αφηρημένη ποσότητα.
Μπορεί
να στηριχθεί η υπόθεση, ότι στο έργο της Ρόζας έχουμε μια προπεριγραφή των ψηφιακών
λειτουργιών του καπιταλισμού μέσα από την περιγραφή της αξίας ως ποσότητας;
Σε
κάθε περίπτωση στο έργο της έχουμε μια νέα ποιοτική διάσταση, μια νέα
αρχιτεκτονική:
Στην
πρωτότυπη εργατική κριτική, το παραγωγικό προτσές, η εργασία (όπως και στον
Σμιθ και τον Ρικάρντο) διαθέτει πάντοτε οντολογική υπέροχη: η πρωτότυπη
εργατική κριτική είναι εργατίστικη.
Στην
Ρόζα η εργατική κριτική, λόγω της προτεραιοποίησης της αναπαραγωγής στην
κριτική ανάλυση της αξίας, εμφανίζεται με πλατιά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Αυτό
πρέπει να αποδοθεί στην ίδια την πολιτική του SPD.
Το
έχουμε ξαναπεί: είναι διαφορετικό η πρακτική έγνοια σου να είναι τα οδοφράγματα
στις εργατογειτονιές και η σύνδεση των ξεκομμένων εργατικών εξεγέρσεων σε
συνθήκες βαθιάς παρανομίας και μη κοινοβουλευτικής κάλυψης, και διαφορετικό ο
επίσημος πολιτικός αγώνας να πάρεις την κυβέρνηση, την εξουσία, το κράτος.
Είναι η ίδια η ποιότητα της δραστηριότητας της εργατικής τάξης αυτή που
επιβάλλει τις οπτικές και τα σημεία θέασης, επομένως αυτή που επιβάλλει και την
τροποποίηση της ανάλυσης. Η συντροφική ένσταση μας είναι ότι το SPD και το
ΣΔΕΚΡ δεν αποτελούν -σώνει και ντε- εξελικτικό προχώρημα εν συγκρίσει με την
Διεθνή Ένωση Εργατών, παρ' όλη την αντικειμενικότητα των πολιτικών τους.
Λυπούμεθα
που αναγκαζόμεθα να το πούμε: παραμένουμε βάρβαροι. Κι αυτό πλέον δεν είναι
τόσο θέμα κοσμοαντίληψης ή πολιτισμικής κριτικής, όσο θέμα αναπαραγωγής της
εργατικής δύναμής μας.
Ex
contrario, όλ' αυτά σημαίνουν, ότι με το SPD ο Γερμανικός Σοσιαλισμός αποκτά
συγκεκριμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η προτεραιοποίηση της αναπαραγωγής
επιβάλλει στην πρώτη γραμμή της ημερήσιας διάταξης μια πλατιά πολιτική
διαφωτιστική διαδικασία εκπολιτισμού, εκπαίδευσης (Bildung).
Η
Ρόζα εντοπίζει στην αναπαραγωγή του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου το κλειδί
της σχεδιασμένης οικονομίας:
-Επί
του πρακτέου μια Επέκταση της Παραγωγής σε κάθε Κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων
των ρυθμισμένων, των σχεδιασμένων, είναι πιθανή μόνο 1. όταν η Κοινωνία
διαθέτει έναν αυξανόμενο Αριθμό Εργατών, 2. όταν η αδιαμεσολάβητη διατήρηση της
Κοινωνίας σε κάθε Εργασιακή Περίοδο δεν Απαιτεί τον συνολικό Εργασιακό Χρόνο,
ώστε εκείνο το Μερίδιο του Χρόνου (: εννοεί αυτό που περισσεύει και στο
παραγωγικό προτσές είναι αυτό στην χρονική έκταση του οποίου παράγεται η
πρόσθετη αξία) μπορεί να διατεθεί στην φροντίδα για το Μέλλον και τις αύξουσες
Απαιτήσεις του, 3. όταν από Έτος σε Έτος ένα επαρκώς αυξανόμενο Μέγεθος
Παραγωγικών Μέσων παράγεται, χωρίς τα οποία μια προοδευτική Επέκταση της
Παραγωγής δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Από
αυτές τις Γενικές Οπτικές το Μαρξικό Σχήμα της επεκτεινόμενης, της διευρυμένης
Αναπαραγωγής –mutatis mutandis– κρατά την αντικειμενική Εγκυρότητά του ακόμη
και για μια ρυθμισμένη, σχεδιασμένη Κοινωνία-
Σε
αυτό για πρώτη φορά θεμελιώνεται η ίδια η λειτουργία της λογικής μηχανής του
κεντρικού σχεδιασμού. Με αυτό το χωρίο η Ρόζα προπεριγράφει τον ίδιο τον
Σοβιετικό Σοσιαλισμό.
Η
διανοητική πρόκληση έγκειται στο ότι το Σχήμα που συμπυκνώνει περιγραφικά την επεκτεινόμενη αναπαραγωγή
του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
(συνταχθέν στις αρχές της δεκαετίας του 1870) είναι εξ ίσου έγκυρο για την
σοσιαλιστικά σχεδιασμένη κοινωνία, θέση της Ρόζας, που συντάχθηκε στα 1913!
Επ'
αυτού, ήτοι επί της επεκτεινόμενης αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού
κεφαλαίου θα πρέπει να διαυγασθεί, ότι στο κυκλοφοριακό προτσές του κεφαλαίου,
κυκλοφορία, περιστροφή, αναπαραγωγή πραγματοποιούνται στον ίδιο χρόνο: το
κυκλοφοριακό προτσές είναι στην συνολικότητά του η μορφή του αναπαραγωγικού
προτσές.
Πολύ
απλουστευτικά, το κυκλοφοριακό προτσές και η αναπαραγωγή έχουν να κάνουν με το
πως η παραχθείσα αξία και τα συστατικά του κεφαλαίου που απασχολήθηκε στην
παραγωγή, θα ξαναεισέλθουν στο παραγωγικό προτσές στην μορφή του χρήματος. Το
προκύπτον στο κυκλοφοριακό προτσές μέσα από την πραγμάτωση της αξίας
χρηματοκεφάλαιο εμφανίζεται ως το Αριστοτελικό πρώτο κινούν αίτιο (primus
motor). Κι αυτό διότι στο κυκλοφοριακό προτσές, προς διαφοροποίηση από το
παραγωγικό προτσές, όλα τα κεφάλαια (σταθερό, μεταβλητό, κυκλοφορούν, μη
κυκλοφορούν, χρηματικά αποθέματα, τεμάχια πολυτελειών) λαμβάνουν την μορφή του
χρήματος, επομένως και το κοινωνικό συνολικό κεφάλαιο αποτυπώνεται μέσω του
χρήματος.
Κάθε
ενικό, αδιαίρετο κεφάλαιο είναι αναπόσπαστο, με αδιαίρετη ζωή, θραύσμα του
κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, όπως ο κάθε αδιαίρετος καπιταλιστής είναι
αδιαίρετο στοιχείο της καπιταλιστικής τάξης. Η κίνηση του κοινωνικού συνολικού
κεφαλαίου συντίθεται και συνίσταται από την αλληλοδιαπλοκή και την
αλληλοσυσχέτιση των αδιαίρετων κεφαλαίων. Η μεταμόρφωση του αδιαίρετου
κεφαλαίου εμφανίζεται ως αρμός, ως στοιχείο (glied) στην σειρά
μεταμορφώσεων του κοινωνικού κεφαλαίου. Επομένως, το κοινωνικό συνολικό
κεφάλαιο δεν είναι μια διαφορετική ύπαρξη ή υπόσταση, υπερβατική των αδιαίρετων
κεφαλαίων που μπαίνουν στο κυκλοφοριακό προτσές, αλλά η συνολικότητά των, η
συνολική (λογιστικά αθροιστική, δηλαδή ποσοτική) θέαση των αδιαίρετων κεφαλαίων
και η λειτουργία των στο γενικό κοινωνικό επίπεδο: το πλήθος των κυκλοφορούντων
αδιαίρετων κεφαλαίων είναι η κοινωνική συνοχή του κεφαλαίου, που εννοιολογείται
ως κοινωνικό συνολικό κεφάλαιο.
Επίσης
πολύ απλουστευτικά, στην σχηματική παρουσίαση της συσπείρωσης και της
αναπαραγωγής, η διαφορά μεταξύ απλής και επεκτεινόμενης αναπαραγωγής κεφαλαίου
έχει να κάνει με το ότι στην επεκτεινόμενη αναπαραγωγή κεφαλαίου η πρόσθετη
αξία δεν καταναλώνεται ως εισόδημα, αλλά συσσωρεύεται, συσπειρώνεται, επομένως
στην πρώτη περίπτωση (απλή αναπαραγωγή) η παραγωγή επανεκκινά στην ίδια κλίμακα
(υποτιθέμενου ότι όλη η πρόσθετη αξία καταναλώθηκε ως καπιταλιστικό εισόδημα)
ενώ στην δεύτερη περίπτωση (επεκτεινόμενη αναπαραγωγή) η υλική βάση της
αναπαραγωγής είναι διευρυμένη, επεκτεινόμενη, κατά το εύρος της ποσότητας
πρόσθετης αξιας που δεν καταναλώθηκε, αλλά συσπειρώθηκε.
Μας
δίνει αυτό, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι έχει επιτευχθεί η μέγιστη αυτοματοποίησή
του σε μια δοσμένη χρονική μονάδα, σχεδιασμένη οικονομία, σοσιαλισμό; Η τάση
της καπιταλιστικής τάξης να μην ξοδεύει το σύνολο της ετήσιας πρόσθετης αξίας
ως καπιταλιστικο εισόδημα, αλλά μόνο ένα μέρος από αυτήν, ώστε όλο και
περισσότερη ποσότητα της πρόσθετης αξίας να ξαναμπαίνει στην παραγωγή (και έτσι
η αναπαραγωγή να είναι ολοένα και επεκτεινόμενη, διευρυνόμενη), είναι κάτι που
υπόκειται στον ίδιο τον νόμο και τις τάσεις της συσπείρωσης, της συσσώρευσης,
στις ανάγκες του ανταγωνισμού και των οικονομικών συρροών. Επομένως, ακόμα κι
αν υποτεθεί, ότι όλοι οι καπιταλιστές διάγουν βίο προλεταριακό, πληβειακό,
Φραγκισκανικό (ανεξάρτητα από τα μεγέθη των περιουσιών των), και στην παραγωγή
ξαναμπαίνει το συντριπτικό ποσοστό της ποσότητας της ετήσιας πρόσθετης αξίας,
πάλι θα έχουμε καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Βέβαια, πιθανόν με αυτόν τον
τρόπο να μειωθεί περαιτέρω η ανεργία, και να μειωθούν οι εμπορευματικές τιμές.
Ωστόσο,
η Ρόζα έχει δίκιο, διότι η παρουσίαση είναι σχηματική. Επομένως το ίδιο σχήμα
(κατανοούμενο ως μαθηματική έκφραση, ως αποτύπωση ποσοτικής σχέσης) τυγχάνει
εφαρμογής και στην περίπτωση της σχεδιασμένης οικονομίας. Η διαφορά είναι ότι ο
κεντρικός σχεδιασμός επιβάλλει, διατάσσει ένα ποσοστό της μη καταναλωνόμενης
(αν και στον σοσιαλισμό δεν πρέπει να καταναλώνεται πρόσθετη αξία ως εισόδημα,
καθ' όσον κάτι τέτοιο είναι φαινόμενο διαφθοράς) πρόσθετης αξίας να πάει σε χρηματικές
παροχές προς τους εργάτες, κανονιστικά δεσμευμένες για την αναπαραγωγή της
εργατικής δύναμής τους, για προλεταριακή αυτοαξιοποίηση, και συγχρόνως ένα άλλο
ποσοστό πρόσθετης αξίας να ξαναμπει στην παραγωγή, όχι προς αντικατάσταση, αλλά
σε διαφορετικά έργα (δημόσιες υποδομές, σχολεία, νοσοκομεία, φάρμακα, παιδικές
χαρές, χώροι άθλησης, χώροι πολιτισμού και τεχνών, άμυνα κλπ) από αυτά από τα
οποία παρήχθη -και τούτο διότι στον σοσιαλισμό τα αδιαίρετα, ενικά κεφάλαια,
που είναι τέτοια λόγω της ατομικής ιδιοκτησίας, είναι ελάχιστα και με ελάχιστη
σημασία τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Κάτι τέτοιο σε μικρότερη κλίμακα
γίνεται εδώ και δεκαετίες σε όλες τις προηγμένες χώρες μέσω της φορολογίας.
Ένας
πραγματικός, τελειοποιημένος σοσιαλισμός είναι αυτός όπου δεν παράγεται
πρόσθετη αξία στην παραγωγή, ήτοι ο εργάσιμος χρόνος έχει μειωθεί στο αναγκαίο
για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός μεταξύ
καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών χωρών αναγκάζει τις σοσιαλιστικές χώρες να
παράγουν πρόσθετη άξια και ακόμα περισσότερο να πραγματώνεται στην παγκόσμια
αγορά μέσω της εξαγωγής εμπορευματικού κεφαλαίου. Αυτό που επιστρέφει στην
σοσιαλιστική χώρα ως κέρδος μέσα από την πραγμάτωση της πρόσθετης αξίας στην
παγκόσμια (ή σε μικρότερη ποσότητα στην εσωτερική) αγορά, είναι ζήτημα ταξικής
πάλης μέσα στην σοσιαλιστική χώρα, αν θα διατεθεί προς την κοινωνία και την
εργατική τάξη με όρους κεντρικού σχεδιασμού, ή αν θα διατεθεί σε
εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές συσσωματώσεις, κάτι το οποίο γεννά καπιταλιστική
τάξη.
Πρέπει
να σημειωθεί, ότι η κριτική της Αυστριακής Σχολής Οικονομικών στην
κατά Mises “Σοσιαλιστική Κοινοπολιτεία” διέκρινε και ένα επίπεδο
δυσλειτουργίας και κύκλων σφαλμάτων, που έχουν να κάνουν με την εμφάνιση
επιχειρηματικού κύκλου (business cycle) σε σχεδιασμένη οικονομία, κάτι που
προκύπτει σχεδόν αντικειμενικά εξ αιτίας της ίδιας της ύπαρξης και λειτουργίας
εμπορευματικού κεφαλαίου.
V. Η Ρόζα και η Κλασική
Πολιτική Οικονομία
Η Ρόζα ξεκίνησε την διαδρομή της
στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, συγγράφοντας και δημοσιεύοντας στα 1898
στην Λειψία το έργο της (που είναι και η Διδακτορική Θέση της στην Νομική Σχολή
του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης) με τίτλο Η Βιομηχανική Ανάπτυξη της Πολωνίας (Die
Industrielle Entwicklung Polens). Το επόμενο έτος δημοσιεύθηκε το κατ’
ισοδυναμία έργο του Λένιν με τίτλο Η Ανάπτυξη του Καπιταλισμού στην Ρωσία. Στα
1897 είχε ξεκινήσει η μαχητική στράτευση της Ρόζας στο επαναστατικό εργατικό
κίνημα με επικέντρωση στον Ρωσικό χώρο, κάτι που συνεχίσθηκε μέχρι και την
Επανάσταση του 1905.
Σ’ εκείνα τα χρόνια ήταν
ένα θαύμα,
μια potentia absoluta, ότι μια θηλυκότητα συνέταξε και δημοσίευσε ένα
ολοκληρωμένο έργο επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, χώρος που μέχρι τότε
απαρτίζετο αποκλειστικά από αρσενικότητες. Είναι, όμως, πολύ πιο σημαντικό, ότι
το εργατικό κίνημα έχει αναδείξει μια θηλυκότητα στην θέση στελέχους πρώτης
γραμμής.
Με την δημοσίευση του πρώτου
έργου της, το ζήτημα του κινήματος της Πολωνικής Ανεξαρτησίας ετέθη για πρώτη
φορά σε επιστημονικές, υλιστικές βάσεις, όπως και το ζήτημα του Ρωσικού
δημοκρατισμού με το πρώτο έργο του Λένιν. Ωστόσο, με το επόμενο κείμενό της στο
8ο τεύχος
του Die Neue Zeit (1899) με τίτλο Zurück auf Adam Smith, η
Ρόζα επέλεξε τον νομαδικό δρόμο της εργατικής κριτικής, τον δρόμο της
μητροπολιτικής περιπλάνησης, αντί να εστιάσει στην γενέτειρά της, όπως έκανε ο
Λένιν. Στον ίδιο χρόνο αυτό το κείμενό της είναι μια στιγμή διαχωρισμού από την
Γερμανική Οικονομική Σχολή και εμβύθιση τόσο στον επαγωγικό συλλογισμό, όσο και
στην χρήση της διαλεκτικής στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, στην
εννοιολογική ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας.
Όπως έχουμε γράψει, σε αυτό, ενώ
γίνεται άμεσα κατανοητός ο διττός χαρακτήρας της εργασίας σε συγκεκριμένη και
αφηρημένη, η αξία εκλαμβάνεται αδιαφοροποίητα μόνο ως ανταλλακτική αξία,
επομένως και κατά γλωσσολογική κυριολεξία, ως αφαίρεση.
Επιπρόσθετα, η προβληματική της
περί μεθόδου, -λέει επί λέξει, ότι η επιστροφή (σε Σμιθ και κλασική πολιτική
οικονομία) είναι κοινωνικά απίθανη- εγείρει πλείστα όσα προχωρητικά ζητήματα. Αυτή
η τοποθέτηση έθεσε εκ νέου το ζήτημα της μεθόδου.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι στο
Λενινικό κειμενικό corpum, στην γενικότητά του το μεθοδολογικό ζήτημα τίθεται
πιο διαπαιδαγωγητικά και γι' αυτό πιο αποτελεσματικά από πολιτική και κομματική
άποψη.
Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε
σε σχέση με τον Άνταμ Σμιθ, είναι ότι το πραγματικό συγκείμενο της πολιτικής
οικονομίας του Άνταμ Σμιθ, είναι αυτό που λέει το επώνυμό του: σιδηρουργικό. Η
κλασική πολιτική οικονομία έρχεται και εγκαθίσταται στον Κόσμο (Welt) με
τον μη διαμεσολαβημένο εργασιακό τρόπο του Θόρ. Είναι μια μέθοδος κοπής, χύτευσης,
σφυρηλάτησης και δεσίματος. Εκ της κοσμολογίας, δεν μπορεί να αποσπασθεί αυτή η
πραγματολογική διάσταση από το έργο του Σμιθ και συνολικά από την κλασική
πολιτική οικονομία. Επομένως, η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας και της
κριτικής της αντικειμενικά εμπλέκει θεωρία και έρευνα μάτριξ. Μόνο έτσι
γίνεται κατανοητή στην σφαιρικότητά της η έννοια και η εμπειρία της πραγματικής
παραγωγής, σε διάκριση από την υλική παραγωγή, από το αδιαμεσολάβητο
παραγωγικό προτσές.
Η πραγματική παραγωγή είναι
τέτοια, διότι δύναται να διαμεσολαβεί την υλική παραγωγή, το αδιαμεσολάβητο
παραγωγικό προτσές, να το μεταφέρει,
να το συνδέει σε άλλες εργασιακές δραστηριότητες, με όρους διπλά αφηρημένης
εργασίας, ακόμα και να κατασκευάζει στον
ίδιο χρόνο και να συγκροτεί διαφορετικά πραγματικά πεδία, διαφορετικές
πραγματικότητες διεξαγωγής του παραγωγικού προτσές. -Die Nationalökonomie ist
eine merkwürdige Wissenschaft.
Αυτή η φαινομενολογική δυναμική
που αφορά την συνολική οντολογία της βιομηχανικής εργασίας μπορεί να περιγραφεί
εννοιολογικά με το υποσημειωμένο Εγελιανό απόσπασμα απ' την Επιστήμη της
Λογικής εντός του πλαισίου της διαλεκτικής του Αποκλειστικού, του
Περιοριστικού Ενός.
Η πραγματική παραγωγή στην
αποστρεπτική και ελκυστική σχέση της προς την υλική παραγωγή, την καθιστά να
διεξάγεται και να ίσταται ως Sein-für-Anderes.
Σε κάποιον μη έχοντα εμπειρία
από βιομηχανική εργασία μοιάζει τρελό (μέχρι να περάσει την πύλη της φάμπρικας
και να προσαρμοσθεί στα εργασιακά βιομηχανικά καθήκοντα ή μέχρι να του συνδεθεί
η γνωσιοπληροφοριακή εργασία με τις αμιγώς βιομηχανικές δραστηριότητες και
δουλειές). Όπως έχει γραφτεί τόσες φορές, στην βιομηχανική εργασία πιο πολύ
“Was vernünftig ist, das ist
wirklich; und was wirklich ist, das ist vernünftig”.
Κατά τα έτη 1909-1913, πριν την
συγγραφή του μείζονος έργου της περί της Συσπείρωσης Κεφαλαίου έγραψε μια σειρά
κειμένων ιστορικού υλισμού, αφορώντων τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής
και δη σχετικά με την Σκλαβιά, την οποία παρουσιάζει ως Οικονομική Μορφή της
Αρχαιότητας. Ωστόσο, στο σημείο που
πρωτοπόρησε επιστημονικά, θεμελιώνοντας μια ολόκληρη σχολή ιστορικού υλισμού,
πριν ακόμη την εμφάνιση των "Annales", ήταν με το κείμενό της
σχετικά με τον Μεσαίωνα, τον Φεουδαλισμό και την Ανάπτυξη των Πόλεων. Συνολικά,
η μεσαιωνική ιστορία οφείλει τιμή, σεβασμό και προσοχή σε αυτό το πρωτοπόρο
κείμενο της Ρόζας.
Στην συνέχεια, εντρύφησε στην
μελέτη και έρευνα της γραμματείας της πρωτότυπης εργατικής κριτικής,
παραδίδοντας Εισηγήσεις στην Σχολή Στελεχών του SPD σχετικά με τους
Τόμους Β΄ και Γ του Κεφαλαίου, τις οποίες κατέγραψε η συμμετέχουσα στην
Σχολή ονόματι Rosi Wolfstein.
Συγχρόνως, η κατατριβή της με την πρωτότυπη εργατική κριτική την εξώθησε να
επιστρέψει πίσω στην εμβριθέστερη και πιο διεισδυτική μελέτη και ανάγνωση της
κλασικής πολιτικής οικονομίας.
VI. Ζητήματα απ' την
Σχηματική Παρουσίαση της Πολιτικής Οικονομίας
Στα 1915, όταν η Ρόζα ήταν
κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές Barnimstrasse στο Βερολίνο, λόγω της στάσης
της συνεπούς πτέρυγας του SPD ενάντια στον μιλιταρισμό και στο
εθνοκρατικό ιμπεριαλιστικό σφαγείο του ΠΠΑ, έγραψε την Αντι-Κριτική στην
Συσπείρωσή της, που δημοσιεύθηκε μετέπειτα στα 1921 στην Λειψία, με πλήρη
τίτλο Die Akkumulation des Kapitals oder Was
die Epigonen aus der Marxschen Theorie gemacht haben. Eine
Antikritik. Είχε δεχθεί έντονη
(stellt an Ton und Inhalt), όπως επί λέξει λέει, δημόσια εσωκομματική κριτική, τόσο
από το επίσημο όργανο του SPD, την εφημερίδα Vorwärts (Εμπρός) στο φύλο
της 16/2/1913, όσο και από κορυφαία στελέχη του Κόμματος στον Σοσιαλδημοκρατικό
τύπο, με τους βασικούς υπερασπιστές της να είναι ο Franz Mehring και
ο Julian Marchlewski. Σε αυτό μπορεί να εντοπισθεί ήδη απ' τα 1913 η ρήξη
στο εσωτερικό του SPD, που θα οδηγήσει στα 1917 στην απόσχιση της
Σπαρτακικής Ένωσης που είχε ιδρυθεί ως Διεθνής Ομάδα τον Αύγουστο του 1914, και
στην ένταξή της στο USPD (διάσπαση του SPD στα 1917).
Στο
Πρώτο Κεφάλαιο της Αντι-Κριτικής, διευκρινίζει, ότι η εξήγησή της περί
Συσπείρωσης βασίζεται εξ ίσου στην σχετική παρουσίαση της πρωτότυπης εργατικής
κριτικής, και τοποθετείται προς αυτήν κριτικά, καθ' όσον δεν προέβημεν,
πέρα από το θέτειν κάποια λίγα σχήματα και την εκκίνηση της ανάλυσής των,
ειδικά στο Ζήτημα της Συσπείρωσης, και έτσι το επιχείρημα έχει ανεπάρκεια.
Στην
γενικότητά της, η κριτική στάση της προς την πρωτότυπη εργατική κριτική, που
ουδεμία σχέση έχει με την Κριτική Κριτική της Αγίας Οικογένειας, είναι παρόμοια
με σχετικές κριτικές Μπολσεβίκων θεωρητικών και στελεχών, περί του ότι η
πρωτότυπη εργατική κριτική έχει βασισθεί πολύ στα έργα και τα σχήματα των
εκπροσώπων της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Το stricto sensu αντεπιχείρημά
μας έχει να κάνει με την αντικειμενικά επιβαλλόμενη μέθοδο της κριτικής της
πολιτικής οικονομίας, όπως αναπτύσσεται στο συνολικό
κειμενικό corpum της εργατικής κριτικής από
τα Grundrisse και έπειτα. Το lato sensu αντεπιχείρημά
μας έχει να κάνει με το ότι η κριτική της Ρόζας, όπως και Μπολσεβίκων συντρόφων
(πχ. του Μπουχάριν) εκφέρεται αφενός στα πλαίσια της σχετικής πληροφοριακής
ασφάλειας και βεβαιότητας που εξασφαλίζει το να είσαι επαγγελματικό στέλεχος σε
ένα μαζικό εργατικό κόμμα, και αφετέρου ex post factum.
Όπως
είναι γνωστό, τα κείμενα της πρωτότυπης εργατικής κριτικής κατά τον 19ο αιώνα
γράφτηκαν ιδιοχείρως επί το πλείστον στους χώρους του
Λονδίνου, του Μάντσεστερ και του Μπράιτον, εντός αυτού, το οποίο ο Νικ Λαντ
ονομάζει Αγγλόσφαιρα. Η σύνδεση με την εργασιακή πραγματικότητα και την
εργατική τάξη της εποχής και αυτών των Μητροπόλεων ήταν μη διαμεσολαβημένη από
συγκροτημένο κόμμα ή οποιαδήποτε ιδεολογική συσσωμάτωση, αλλά γινόταν μέσα από
αυτοπρόσωπη συμμετοχή σε διαδικασίες και συγκεντρώσεις εργατικών συλλογικοτήτων
και εργατικών αγώνων, και μέσω περιπλανήσεων σε εργοστασιακές περιοχές. Πέρα
από τα επίσημα κυβερνητικά και υπηρεσιακά έντυπα, η πληροφόρηση για τα
τεκταινόμενα στην βιομηχανία γινόταν μέσα από προσωπικές και διυποκειμενικές
επαφές στις εργατογειτονιές και στις κακόφημες περιοχές νυχτερινής διασκέδασης.
Η όλη δουλειά δυσκόλεψε αφάνταστα μετά το 1871 και την καταστολή της Κομμούνας,
καθ' όσον διεκόπη η πληροφόρηση από τις Ηπειρωτικές Ευρωπαϊκές χώρες, από την
στιγμή που η Διεθνής Ένωση Εργατών ως τέτοια είχε αναγκαστικά περάσει στην
βαθιά παρανομία. Μόνο κάποιοι λίγοι σύνδεσμοι είχαν μείνει με συντρόφους απ' το
Παρίσι. Η διαμονή στην Αγγλόσφαιρα είχε τον χαρακτήρα της πολιτικής
εμιγκρέτσιας, κάτι που σήμαινε για όλους που είχαν έλθει στις Αγγλικές
Μητροπόλεις από την Γερμανία μετά την Επανάσταση του 1848, ότι αναγκαστικά
έπρεπε να υπήρχαν σχέσεις και ανταλλαγές γνώσεων με τους εκπροσώπους της
κλασικής πολιτικής οικονομίας που τότε έπαιζαν σημαίνοντα ρόλο και είχαν
σημαίνουσες θέσεις στην νοημοσύνη της Βικτωριανής Αγγλίας και στο συνολικό
σύστημα ασφάλειας και πληροφοριών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Λιγότερο ή
περισσότερο, ακόμη κι η ιδέα περί ύπαρξης ενός οργανωμένου συγκεντρωτικά
μαζικού κόμματος κλπ. ήταν όχι μόνο πολυτέλεια, αλλά στα όρια της ουτοπίας. -Τα
όσα συμπυκνώνει virtually το σχετικό επεισόδιο
του video game με τίτλο Αssassins, είναι περίπου αληθή. Πρέπει
επίσης να ξεκαθαρισθεί, ότι ουδείς εκ των εμπλεκόμενων στην συγγραφή και
σύνταξη της εργατικής κριτικής υπήρξε επαγγελματικό στέλεχος κόμματος, αλλά το
βασικό μέσο βιοπορισμού όλων ήταν πάντοτε ο εργατικός μισθός και οι αμοιβές εκ
της προσωπικής εργασίας. Ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα σε
Γερμανία και Φραγκική Επικράτεια παρουσιάσθηκε το οξύμωρο φαινόμενο, οι
Μαρξικοί και Ενγκελσικοί να είναι εκτός του ιδεολογικού χώρου και του
οργανωτικού πλαισίου του “Μαρξισμού” (κάτι που -μάλλον εύλογα- ακόμη συνεχίζεται),
και οι -ιστές να ζητάνε από τους -ικούς να δώσουν διαπιστευτήρια και αποδείξεις για την ίδια την
οντολογία τους. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το κατά φαινόμενο “λάθος” του
Λένιν στο Τρείς Πηγές και Τρία Συστατικά (1913), να παρουσιάζει τον Φραγκικό
Σοσιαλισμό (τον Γιακωβινισμό, ο οποίος προσεγγίζει το έσχατο λογικό, το δομικό
όριό του) ως πηγή, κάτι που εύλογα κάνει κάποιον να διερωτηθεί, αν είχε
μελετήσει, όταν το έγραφε, την Κριτική Μάχη ενάντια στην Φραγκική Επανάσταση
απ' την Κριτική της Κριτικής Κριτικής. Δηλαδή, ο Φραγκικός Σοσιαλισμός της
περιόδου 1789-1844 ίσως είναι πηγή του (ιδεολογικού) Μαρξισμού των αρχών του
20ου αιώνα, αλλά η εργατική κριτική αναπτύσσεται ως άρνηση προς αυτόν.
Βέβαια,
ο κατά Ρόζα επιγονισμός πλέον
“επιβιώνει” μόνο μέσω των προσίδιων
ανορθολογικών συνομωσιολογιών και με προς τούτο σαχλαμάρες, ώστε κάποιος
είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο παράνοιας που πίστευε ότι η εργατική κριτική
γραφόταν και γράφεται από ρομπότ.
Όπως
λοιπόν λέει η Ρόζα στο κείμενο της Αντι-Κριτικής της, ότι Der Prozeß ist an
objektive gesellschaftliche Bedingungen gebunden, το ίδιο ισχύει και ακόμη πιο
πολύ και για το συνολικό προτσές συγγραφής, σύνταξης, δημοσίευσης και έκδοσης
των κειμένων της εργατικής κριτικής.
Ωστόσο,
τα ανωτέρω πρέπει να εκλαμβάνονται ως πασίδηλα και γνωστά. Τα
επαναλαμβάνουμε εδώ εν είδει καλωσορίσματος για τους νεοεισερχόμενους στις
στρατιές και στις γραμμές του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, και προκειμένου
αυτά που επί δεκαετίες ειπώνονταν και δεν γράφονταν, και μέχρι κάποιο χρονικό
σημείο (αρχές δεκαετίας 1990 περίπου) θεωρούνταν αυτονόητα, να είναι πλέον
γραμμένα, συνταχθέντα, ώστε με την συντακτική επίλυση εκάστου ζητήματος να
προχωράμε στην επίσης συντακτική επίλυση του κάθε νέου ανακύπτοντος ζητήματος
διαθέτοντος προοδευτικό, προχωρητικό περιεχόμενο ως προς το πολιτικό κίνημα της
εργατικής τάξης.
Επιστρέφοντας
στο έργο της Ρόζας, μπορεί να ειπωθεί, ότι η κατανόησή της επί της εργατικής
κριτικής οδηγεί στην προπεριγραφή ή ακόμη και στην επιστημολογική σύλληψη των
ψηφιακών λειτουργιών της καπιταλιστικής οικονομίας:
Στο
δεύτερο κεφάλαιο της Αντι-Κριτικής εξηγεί, ότι δίνει έμφαση στο μαθηματικό
παράδειγμα (mathematisches Beispiel) ως Σχήμα με επινοημένους, φαντασιακούς,
εικονικούς αριθμούς (Schema mit erdachten Zahlen), όπως ο Οικονομικός Πίνακας
του Quesnay, και παραλληλίζει τα μαθηματικά παραδείγματα της πολιτικής
οικονομίας με τους παγκόσμιους γεωγραφικούς και αστρονομικούς χάρτες.
Ο Πίνακας του Quesnay ως τέτοιος είναι από τεχνική άποψη
ένα L-Matrix διάγραμμα.
Η Ρόζα τον αναγιγνώσκει ως τέτοιο, και ακόμη περισσότερο τον κατανοεί ως
μια συσκευή, εκ της οποίας
απορρέει οπτικό ερέθισμα, εικόνα (Illustration).
Μπορεί
κάποιος να πει, ότι αυτό είναι μια ανώτερη γνωσιακή, διανοητική
ικανότητα της Ρόζας (: να αντιλαμβάνεται εικόνες μέσα από
μαθηματικές συσκευές). Σε κάθε
περίπτωση είναι κάτι που είναι συναφές σε μια μαθηματικά, επομένως ψηφιακά
απορρέουσα Bildwissenschaft (Οπτική
Επιστήμη). Επιπρόσθετα, είναι άμεσα συναφές στο έργο και στην πρακτική του
Σέυ, του πρώτου διδάξαντος μιας τέτοιας γνωσιακής αντίληψης και σύλληψης της μη
υλικής εργασίας. Απ' αυτήν την άποψη, πρόκειται για μια ακόμη γνωσιακή και
πρακτική πρόκληση, που θέτει το έργο της Ρόζας: αναβάθμιση με όρους
προλεταριακής αυτοαξιοποίησης της ειδικά προσδιορισμένης προσωπικής και
συλλογικής εργατικής δύναμης σε αυτά τα πεδία και όσον αφορά αυτές τις
ικανότητες/δεξιότητες.
Με
την ίδια επιμονή, η Ρόζα στο κείμενο της Συσπείρωσης θέτει επιστημολογικό
ζήτημα σχετικά με την χρήση των μαθηματικών σχημάτων στην επιστήμη της
πολιτικής οικονομίας, και εμμέσως πλην σαφώς διερωτάται περί του πώς οι ίδιες
σχηματικά εκφραζόμενες, σχηματικά δηλούμενες ποσοτικές σχέσεις, οι ίδιες
ποσοτικές αναλογίες τυγχάνουν εφαρμογής εξ ίσου στον καπιταλισμό και στον
σοσιαλισμό.
Παραπάνω δείξαμε την ποιοτική
διαφοροποίηση της επεκτεινόμενης αναπαραγωγής στον καπιταλισμό και στον
σοσιαλισμό, που έχει να κάνει κύρια με την ύπαρξη της πρόσθετης αξίας, αλλά και
με την λειτουργία της ποσοστιαίας ποσότητάς της τόσο στην συνολική κίνηση της
αναπαραγωγής, όσο και στο κοινωνικό συνολικό κεφάλαιο. Το ότι οι ίδιες
ποσοτικές σχέσεις αναπαριστώμενες, εκπεφρασμένες, δηλούμενες με αριθμούς
ισχύουν εξ ίσου σε αμφότερους τους σύγχρονους τρόπους παραγωγής, έχει να κάνει
με την ίδια την φύση του Αλγεβρικού, μαθηματικού λογισμού, και δη με το ότι δι'
αυτού είναι εκφράσιμες κινήσεις ποσοτήτων: γι' αυτό και η στατιστική και η
οικονομετρία έγινε η ιερογλυφική της ποσότητας για τα μπουρζουάδικα οικονομικά.
Ωστόσο, στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, όπως και στην νοήμονα κλασική
πολιτική οικονομία, οι παράγοντες, οι δυναμικές, οι συνιστώσες της συνολικής
οικονομικής και κοινωνικής κίνησης αναπτύσσονται ως ποιότητες και γι' αυτό
εκφράζονται και αποτυπώνονται εννοιολογικά, ήτοι μέσα από την διαλεκτική. Πώς
μπορεί να εκφρασθεί ποσοτικά η σχέση μεταξύ εργάτη και μηχανής στο εργοστάσιο,
η άμεση σχέση εξέγερσης μεταξύ εργάτη και καπιταλιστικής διεύθυνσης στο
αδιαμεσολάβητο παραγωγικό προτσές, η δημιουργία ανεξάρτητων επιθυμητικών ροών
και κύκλων στο κυκλοφοριακό προτσές; Μόνο κάποιες αποσπασμένες στιγμές των θα
μπορούσαν (και πάλι ελλιπώς, ήτοι πολύ προσεγγιστικά) να προσομοιασθούν μέσω
της θεωρίας συνόλων, αλλά αυτό ουδέποτε φτάνει ως το επίπεδο
μαθηματικής-ποσοτικής έκφρασης μιας κοινωνικής, οικονομικής νομοτέλειας
(Gesetz).
Σε τελική ανάλυση, η οντολογικής
ισχύος μη δυνατότητα μαθηματικοποίησης της πολιτικής οικονομίας του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οφείλεται στην ίδια την άρνηση της εργατικής
τάξης, στην ίδια την αντίθεση της εργασίας προς το σύστημα τυπικής και πραγματικής
υπαγωγής στο κεφάλαιο.
VII. Κατανοήσεις της Αξίας και Βιοπολιτική Παραγωγή
H
κριτική της Ρόζας στον Σμιθ είναι ένα ρήγμα συνολικά για την μέχρι τότε
αυτοκατανόηση του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης. Αυτό δεν έχει να
κάνει τόσο με την σχέση της με την Σμιθική πολιτική οικονομία (απ' όπου η ίδια
προέρχεται), αλλά με την εκ μέρους της παρουσίαση της διαλεκτικής και της
οντολογίας της αξίας, επί της οποίας προέβην σε κριτική.
Η πολιτική συνέπεια αυτής της
παρουσίασης είναι η επιδίωξη ανεξαρτητοποίησης του πολιτικού κινήματος της
εργατικής τάξης όχι μόνο από το εννοιoλογικό
σύμπαν, αλλά από την ίδια την κοινωνική οντολογία της αξίας, από τις
εμφανίσεις των μορφών της στο κοινωνικό και απ’ τις εσωτερικές λειτουργικές
συνδέσεις των
(όσο κι αν ακούγεται αυτό οξύμωρο). Με αυτό, το πολιτικό κίνημα
φιλοσοφικοποιείται έως το σημείο ανάπτυξής του αποκλειστικά ως δι' εαυτώ, με
την επισήμανση, ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί γενικά ως εἶναι, αλλά είτε ως γίγνεσθαι είτε ως καθαρό (reinen) δι'
εαυτώ. Στην διαλεκτική του
δι' εαυτώ εἶναι ως τέτοιου, “το δι' εαυτώ εἶναι εστί η πολεμική, αρνητική
συμπεριφορά ενάντια στο περιοριστικό Ώτερον/Έτερον και δι’ αυτής της Αρνήσεως
του ιδίου αντανακλώμενου εν εαυτώ, επιπροσθέτως με την Επιστροφή της
Συνειδήσεως εν αὐτῇ, και με την Ιδεατότητα του Αντικειμένου, η Πραγμότητα αυτού
επίσης διατηρημένη είναι, καθ’ όσον συγχρόνως είναι γνωστή ως εξώτερο υπαρκτικό
εἶναι/εξώτερη ύπαρξη”. Στην εσωτερικότητά του, το δι' εαυτώ εἶναι, προσδιορισμένο, είναι εαυτική σχέση, σχέση με το εαυτό.[30] Εν τούτοις, το γίγνεσθαι ως τέτοιο προϋποθέτει σχέση μεταξύ εἶναι και οὐδενός, ήτοι σχέση μεταξύ διαφορετικών εννοιoλογικών ποιοτήτων.[31]
Αυτές οι ισχύουσες
οντολογικές σπαζοκεφαλιές ξεπεράσθηκαν στα 1917-1918 μέσα από την πολιτικοστρατιωτική ανάπτυξη του
εργατικού κινήματος και τον μετασχηματισμό του σε επαναστατικό προτσές. Σε αυτά τα χρόνια
αναδείχθηκε επι του πρακτέου η βασική και κύρια πλευρά του χαρακτήρα και της
ικανότητας της Ρόζας ως strategist. Όπως έχουμε πει, η Ντόιτς εργατική
επανάσταση έχει την αυτοτελή τεχνική πλευρά της ως στρατιωτική επανάσταση, ήτοι
ως επαναστατικοποίηση των δοσμένων στρατιωτικών μέσων και μεθόδων.
Πλην
όμως, για την πληρότητα της παρούσας εργασίας, και για τον εμπλουτισμό και
την ανάπτυξη της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, θα παρουσιάσουμε την τότε
κατανόηση της Ρόζας επί της Σμιθικής πολιτικής οικονομίας και της αξίας:
Όταν ο Καπιταλιστής πληρώνει Μισθούς στους Εργάτες, δεν δίδει μεταβλητό
Κεφάλαιο, που στα χέρια των Εργατών πάει, προκειμένου να μεταμορφωθεί στο
Εισόδημά των, αλλά μόνο δίδει την Αξιακή Μορφή του μεταβλητού Κεφαλαίου του διά
την Φυσική Μορφή του -την Εργατική Δύναμη. Το μεταβλητό Κεφάλαιο είναι πάντοτε
εις Χείρας του Καπιταλιστή, πρώτα σε Χρηματική Μορφή, έπειτα στην Συνάρθρωση (Gestalt) της Εργατικής Δύναμης, που αγόρασε, και μετέπειτα στην
Μορφή μιας Μερίδας των παραγόμενων Προϊόντων, και τελικά εκ του χωρεῖν (Erlös) των
Προϊόντων, σε Χρηματική Μορφή -μαζί με μια Επαύξηση- να επιστρέψει σε αυτόν.
Απ' την άλλη μεριά, ο Εργάτης ουδέποτε υπεισέρχεται στην Νομή (Besitz) του
μεταβλητού Κεφαλαίου. Γι' αυτόν, η Εργατική Δύναμη δεν είναι Κεφάλαιο, αλλά το asset, το προσόν, η ικανότητά του (Vermögen) (κατ' όνομα η
Ικανότητα προς εργασία, το μόνο, το οποίο νέμεται). Αν την έχει πουλήσει και
έχει λάβει Χρήμα ως Μισθό, έτσι αυτός ο Μισθός δεν είναι Κεφάλαιο γι' αυτόν,
αλλά η Τιμή (: εννοεί -εδώ εκλαϊκευτικά- μερίδιο από την Τιμή) των πωλούμενων
Προϊόντων. Τελικά, το Γεγονός ότι ο Εργάτης με τους Μισθούς που λαμβάνει,
αγοράζει Μέσα Ζωής, Μέσα Διαβίωσης (Lebensmittel), λίγο έχει να κάνει με την
Λειτουργία, ότι αυτό το Χρήμα (: εννοεί τον μισθό ως χρηματική ποσότητα)
λειτούργησε ως Μεταβλητό Κεφάλαιο εις Χείρας του Καπιταλιστή, και λίγο έχει να
κάνει με την Ιδιωτική Ανάγκη, την οποία ο κάθε Πωλητής Εμπορεύματος ικανοποιεί
με το Χρήμα που έλαβε. Δεν είναι το Μεταβλητό Κεφάλαιο του Καπιταλιστή που
γίνεται το Εισόδημα των Εργατών, αλλά μάλλον η Τιμή του Εμπορεύματος Εργατική
Δύναμη που πωλήθηκε από τον Εργάτη, όσο το μεταβλητό Κεφάλαιο ακόμα παραμένει
εις Χείρας του Καπιταλιστή και λειτουργεί ως τέτοιο.
Σε αυτό, το μεταβλητό κεφάλαιο παρουσιάζεται τόσο στο παραγωγικό προτσές,
όσο και στο κυκλοφοριακό, μέσα από την τυπικονομική εσωτερική σχέση, απ' την
εσωτερική διασύνδεση μεταξύ του Καπιταλιστή και του Εργάτη, δηλαδή κυρίως από
το σημείο θέασης της αστικής κοινωνίας. Παρότι η εμπορευματική τιμή εμφανίζεται
ταυτισμένη με την αξία (κάτι που αποτελεί ίδιον στιγμών της Ρικαρντιανής
θεωρίας), η παρουσίαση διατηρεί την πρωτοτυπία της. Επί του πρακτέου, η
κατανόηση του μεταβλητού κεφαλαίου εντός της αστικής κοινωνίας είναι μια νέα
αρχιτεκτονική. -Η Ρόζα στο παιχνίδι της εικονικής κυριαρχίας εντός της αστικής κοινωνίας έφτιαξε νέες πίστες!
Η ταξική και πολιτική στόχευση είναι σαφής: η αυτονόμηση της εργασίας και
του εργάτη από την διττότητα του Dasein του ως ζώσας εργασίας στο παραγωγικό
προτσές, και (από την σκοπιά του κεφαλαίου) ως κεφαλαιοποιημένη μορφή στο
κυκλοφοριακό προτσές, ήτοι ως μεταβλητό κεφάλαιο. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί, ότι
ο δρόμος έχει διανυθεί μέχρι το μέσο (στα 1913), καθ’ όσον η εργατική δύναμη
(της οποίας η αναπαραγωγή από την σκοπιά του κεφαλαίου είναι οργανικό τμήμα της
αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου) παρουσιάζεται (σχεδόν
αποκλειστικά) ως η Φυσική Μορφή του Μεταβλητού Κεφαλαίου (του οποίου στην
κατανόηση της Ρόζας η αξιακή μορφή είναι η τιμή της εργασίας, ο εργατικός
μισθός). Το άλλο μισό είναι η αυτονομία της Εργατικής Δύναμης (επειδή ακριβώς
πάντοτε ως τέτοια είναι asset του Εργάτη) απέναντι στην Καπιταλιστική προσταγή, απέναντι στο σύστημα τυπικής και
πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, κάτι που μπορεί να ιδωθεί και
να γίνει κατανοητό από το σημείο θέασης των αποτελεσμάτων του αδιαμεσολάβητου
παραγωγικού προτσές, ήτοι μέσα στην υλική πλευρότητα, στην χειροπιαστότητα του
εργοστασίου, και στην σχέση μεταξύ εργάτη και μηχανής: όπου η εργασία εγείρεται
και ίσταται ως εξέγερση, όπου ο εργάτης διεισδύει τόσο πολύ στην μηχανή ώστε
ενσωματώνει τις λειτουργίες της και vice versa.
Στην πρωτότυπη εργατική κριτική καταδεικνύεται και αναλύεται η περιστροφή
του μεταβλητού κεφαλαίου μέσα στο κυκλοφοριακό προτσές, ευρύτερα ως ιδιότυπο
κοινωνικό προτσές. Το σχολικό παράδειγμα με το εστιατόριο είναι διαφωτιστικό:
αν πάμε σε ένα εστιατόριο και καταναλώσουμε πχ. δυο πιάτα ψάρια, μια σαλάτα και
1,5 λίτρο κρασί, και πληρώσουμε από τον μισθό μας, έχουμε την περιστροφή
μεταβλητού κεφαλαίου ως κοινωνικού προτσές: εγχρήματη ανταλλαγή μεταβλητού
κεφαλαίου με εμπορευματικό κεφάλαιο μέσα στην παραγωγική κατανάλωση. Σε αυτό
εμφανιζόμαστε ως κάτοχοι μεταβλητού κεφαλαίου, ακριβώς επειδή το κυκλοφορήσαμε
και το ρίξαμε στην αγορά, ώστε να επανεισρεύσει σε χρηματομορφή, ως χρήμα στο
παραγωγικό προτσές. Αυτό είναι μια μυστηριακή
λειτουργία της αστικής κοινωνίας ως οικονομικής σκηνής: επιτελούμε μια
λειτουργία τόσο για τους εαυτούς μας ως εργάτες (αναπαραγωγή εργατικής
δύναμης), όσο και για το κεφάλαιο, καθ’ όσον κυκλοφορούμε τον μισθό μας ως
μεταβλητό κεφάλαιο, επομένως από την σκοπιά της αστικής κοινωνίας στο
κυκλοφοριακό προτσές εμφανιζόμεθα ως τυπικά ισότιμοι, ως λειτουργικά όμοιοι με
τον καπιταλιστή που έχει πάει στο ίδιο εστιατόριο ή στο παραδίπλα, και δαπανά
καπιταλιστικό εισόδημα, ή ακόμα και με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Επ’ αυτού
θεμελιώνεται η εμπορευματική κοινωνία της ελεύθερης αγοράς, η εμπορευματικά
οργανωμένη μπουρζουάδικη δημοκρατία. Ωστόσο, ο κοινωνικός χαρακτηρας της
περιστροφής μεταβλητού κεφαλαίου, που από την άποψη του κυκλοφοριακού προτσές
είναι πάντοτε στον ίδιο χρόνο πραγμάτωση αξίας, γίνεται πιο μυστηριακος,
καθ' όσον η πραγμάτωση της αξίας είναι από τεχνική άποψη αισθητηριακή αναβίωση
της περιεχόμενης στα εμπορεύματα εργασίας, κι αυτό λόγω της φύσης των ως
τεμαχίων νεκρης εργασίας, τεμαχίων αντικειμενοποιημενης εργασίας, κάτι που
είναι πιο έκδηλο στις περιπτώσεις των κατά ρωμαϊκό δίκαιο κατηγοριοποιημένων ως
αναλωτών εμπορευμάτων. Γι' αυτό στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, η
λειτουργία και η ύπαρξη της αξίας στο κυκλοφοριακο προτσές είναι κύρια το
γεγονός της πραγμάτωσης της, και όχι απλά μια σύμβαση αστικού δικαίου, όπως
είναι στα μπουρζουαδικα οικονομικά.
Στην σύγχρονη εποχή, ο κοινωνικά ευρύς χαρακτήρας της περιστροφής του
μεταβλητού κεφαλαίου αποκτά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στις περιπτώσεις που
ο εργάτης ανταλλάξει μεταβλητό κεφάλαιο με χρηματοκεφάλαιο συν τόκο, δηλαδή
στις περιπτώσεις τραπεζικού δανεισμού, καθ’ όσον σε αυτό, το μεταβλητό κεφάλαιο
εισέρχεται στις λειτουργίες και σκοπιμότητες του συνολικού προτσές
καπιταλιστικής παραγωγής: κατά την περιστροφή του γίνεται μερίδιο τοκοφόρου και
χρηματοθετικού κεφαλαίου, ακόμη περισσότερο διαπλέκεται με λειτουργίες της
ονομαστικής αξίας, και έτσι ένα μερίδιο από τον ταπεινό εργατικό μισθό
κατευθύνεται προς την παγκόσμια αγορά.
Περαιτέρω, ασκώντας κριτική στον Σμιθ, λέει: Η μία και αυτή Πράξη της
Εμπορευματικής ανταλλαγής μπορεί να ιδωθεί από την μια Πλευρά ως Κεφαλαιακή
Κυκλοφορία, ενώ από την άλλη μπορεί να είναι μόνο μια απλή Ανταλλαγή Αγαθών για
την ικανοποίηση Καταναλωτικών Αναγκών. Το εσφαλμένο Θεώρημα: Αυτό που είναι
Κεφάλαιο για τον έναν, είναι Εισόδημα για τον άλλον και αντίστροφα, έτσι
ανάγεται στο σωστό/δίκαιο Θεώρημα: αυτό που είναι Κεφαλαιακή Κυκλοφορία για τον
έναν, για τον άλλον είναι απλή Εμπορευματική Ανταλλαγή και αντίστροφα. Αυτό
εκφράζει μόνο την Μεταμορφωσιμότητα του Κεφαλαίου στην πορεία του και την
Διαπλοκή των ποικίλων Σφαιρών Συμφερόντων στο κοινωνικό Ανταλλακτικό προτσές,
αλλά η εξωστρεφής Ύπαρξη του Κεφαλαίου σε αντίθεση προς το Εισόδημα, κύρια στις
δύο σημειωμένες Συναρθρώσεις ως σταθερό και μεταβλητό, δι' αυτό δεν
καταργείται. Κι όμως ο Σμιθ έρχεται πολύ κοντά στον Ισχυρισμό, ότι Κεφάλαιο και
Εισόδημα του ενικού (: του αδιαίρετου) δεν συμπίπτουν πλήρως με αυτές τις
κατηγορίες της Συνολικότητας (: σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο), πολύ κοντά
στην Αληθινότητα, ότι για το Ξεσκέπασμα του Συνολικού επιπρόσθετοι Σύνδεσμοι
χρειάζονταν.
Σε
αυτό, ο Μισθός αποκτά μια ανεξάρτητη ύπαρξη σε διάκριση από τον χαρακτήρα του
ως μεταβλητού κεφαλαίου. Μπορεί να ιδωθεί έτσι, όσο παραμένει στην τσέπη του
εργάτη, όσο βρίσκεται εκτός κυκλοφορίας, ή στις περιπτώσεις που αντί να
κυκλοφορήσει στην ελεύθερη αγορά, στην καπιταλιστική εμπορευματική ανταλλαγή,
ρίχνεται σε “αγορές” μη καπιταλιστικές, μέσω δραστηριοτήτων προλεταριακής
αυτοαξιοποίησης. Αν αφού σχολάσει ο εργάτης από την δουλειά, πάει να πιει
μπύρες και να φάει σουβλάκια και μπέργκερς σε κάποιο κομματικό, κινηματικό
μαγαζί, αν αντί να ψωνίσει από το σούπερ μάρκετ, ψωνίσει από υπαίθρια αγορά
άμεσων παραγωγών, σε αυτό -πράγματι- ο μισθός δεν λειτουργεί, όπως περιγράψαμε,
ως μεταβλητό κεφάλαιο, αλλά παραμένει εισόδημα, που ανταλλάσσεται με κάποια
εμπορεύματα με τέτοιον τρόπο, ώστε η κίνηση αυτή δεν είναι προσδιορισμένη από
την πραγμάτωση πρόσθετης αξίας και την μέσω αυτής απόσπαση κέρδους.
Πρόκειται
για μια αντιεμπορευματική χρήση του μισθού, για μια σχετική αχρήστευση της
λειτουργίας του ως μεταβλητού κεφαλαίου. Ωστόσο, στο κυκλοφοριακό προτσές του
κεφαλαίου, στην εμπορευματική ανταλλαγή, της οποίας η τελολογία είναι η
πραγμάτωση της αξίας και η περιστροφή όλων των κεφαλαίων, ο μισθός τόσο για τον
εργάτη, όσο και για το κεφάλαιο, είναι μεταβλητό κεφάλαιο. Ακόμα κι αν ο
Εργάτης πάει σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο και αγοράσει το Μαζική Απεργία και την
Μπροσούρα του Γιούνιους, η χρηματική ποσότητα που έδωσε για να τα αγοράσει,
αντικειμενικά λειτουργεί ως μεταβλητό κεφάλαιο. Επομένως, η θεωρία της Ρόζας
παρέχει και την διάσταση μιας περιγραφής ενός κομματικού, εργατικού
κυκλοφοριακού προτσές μέσα στον ίδιο τον καπιταλισμό (ως πρόβλεψη σοσιαλισμού),
κάτι που δείχνει τον βαθμό ανάπτυξη της πολιτικοποίησης και κομματικοποίησης
του εργατικού κινήματος μέσα στην χώρα. Η κριτική που ακροθιγώς κάναμε σε αυτό
στο πιο πρόσφατο δημοσιευθέν βιβλίο, είναι ότι σε ουδεμία περίπτωση δεν πρέπει
να φτάνει ως την αντίληψη μιας κομματικής οικονομίας, διότι αυτό ξεπέφτει μόνο
σε έναν υπεραναπτυγμένο εργατικολαϊκό Προυντονισμό, και επιπροσθέτως μπάζει απ'
την πίσω πόρτα αντιλήψεις ουτοπικού σοσιαλισμού, περί σοσιαλιστικών νησίδων
κλπ, κάτι που φέρνει σε αντίθεση τους εργάτες μιας κομματικά αναπτυγμένης χώρας
με τους εργάτες μιας χώρας που συνεχίζει να είναι ολόπλευρα καπιταλιστική: στα
χρόνια του ΠΠΑ και μετέπειτα τους εργάτες της Γερμανίας με τους εργάτες των
χωρών της Μεγάλης Βρετανίας.
Επ'
αυτού χρειάζεται να το επαναλάβουμε: η κατανόηση της εργατικής κριτικής δεν
μπορεί να γίνει, αν δεν λαμβάνεται υπ' όψη, ότι σε όλες τις χρονικές
περιστάσεις αλματώδους ανάπτυξής της, αυτό που φαινομενολογικά εκ μέρους της
εργατικής κριτικής τίθεται ως αφετηρία της έρευνας, είναι το παραγωγικό προτσές
του κεφαλαίου στις βιομηχανικές Αγγλικές Μητροπόλεις. Όπως στην Φραγκική
Επικράτεια, όπως λέει ο Ένγκελς, οι ταξικοί αγώνες λαμβάνουν τις πιο άμεσες
πολιτικές μορφές, έτσι και το συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής
διαθέτει τις πιο διαυγείς, τις πιο αδιαμεσολάβητες ως προς στοιχεία
προγενέστερων τρόπων παραγωγής μορφές του στις Μητροπόλεις αυτής της χώρας.
Εν
τούτοις, από τα 1913 έως τα 1915 η εκ μέρους της Σοσιαλδημοκρατίας
προτεραιοποίηση είχε αλλάξει, εξ αιτίας
του ίδιου του ΠΠΑ, κάτι που φαίνεται στο κείμενο της Αντι-Κριτικής:
Το
συσσωρεύειν Κεφάλαιο δεν σημαίνει να παράγεις όλο και μεγαλύτερα Βουνά από
Εμπορεύματα, αλλά μάλλον να μεταμορφώνεις όλο και πιο πολλά Εμπορεύματα σε
Χρηματοκεφάλαιο. Μεταξύ της Συγκέντρωσης της Πρόσθετης Αξίας σε Εμπορεύματα και
της Εφαρμογής αυτής της Πρόσθετης Αξίας για Επέκταση της Παραγωγής υπάρχει
πάντοτε ένα πιο κρίσιμο Άλμα, το Salto mortale της Εμπορευματικής Παραγωγής.[34]
Σε
αυτό, η βαριά επίδραση της θεωρίας του Χρηματιστικού Κεφαλαίου συσκοτίζει την
ενάργεια και οξύνοια της εργατικής κριτικής περί ποιοτικής διαφοροποίησης και
αντίθεσης μεταξύ της αξίας συνολικά (αλλά και των ειδικών μορφών της
ανταλλακτικής αξίας, των ποικίλων εμπορευμάτων διαφοροποιούμενων από την ίδια
την φύση και την ποιότητα της εργασίας) προς το χρήμα. Το Χρηματοκεφάλαιο
καθίσταται ένας όρος με απεριόριστη συγχωνευτική δυναμική, καθ' όσον η
τελεολογία αυτοπολλαπλασιασμού και επέκτασης της αξίας που μας δίνει υλικά την
Συσπείρωση Κεφαλαίου ως Κεφάλαιο + Διαφορά Κεφαλαίου, υποκαθίσταται από την
συσσώρευση Χρήματος, δηλαδή από μια παρασιτικής υφής αποθεματοποίηση και
θησαυρισμό. Σ' αυτό, ο καπιταλιστής είτε αδιαίρετος είτε “συλλογικός” αποκτά
έναν ανεξάρτητο των νομοτελειών του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου
υποκειμενισμό, προσκολλάται στην ονομαστική αξία, αγκιστρώνεται στο γινόμενο
κεφάλαιο, επειδή του δίνει όλο και περισσότερο χρήμα ως τέτοιο, αποσυνδεόμενος
τόσο από την υπευθυνότητα του πραγματικού κεφαλαίου, όσο και από την γενική
κοινωνική συνδεσιμότητα της ανταλλακτικής αξίας, ήτοι από τον καθοριστικό και
προσδιοριστικό χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Πρόκειται για μια στιγμή
συμπεριφοράς κάποιων καπιταλιστικών οίκων κατά τον ΠΠΑ, και όχι για κάτι που
μπορεί να αξιώσει γενική θεωρητική εγκυρότητα.
Ο
φορέας κριτικής κατανόησης
της καπιταλιστικής συνολικότητας είναι και θα είναι η παγκόσμια εργατική τάξη,
το διεθνές προλεταριάτο. Στο κατσαβίδι του εργάτη όταν στρίβει την βίδα, στην κίνηση του μπουλονόκλειδου, στα μετρήματα του
αμπερόμετρου, στην ακρη του λειτουργούντος black + decker βρίσκεται
και εκφράζεται πολύ επαρκέστερη θεωρία για την Συσπείρωση Κεφαλαίου, από τα
στατιστικά διαγράμματα ποσοτήτων ονομαστικής αξίας των οίκων. Κι αυτό είναι
αληθινό επειδή είναι εργατίστικο, κι είναι εργατίστικο επειδή είναι αληθινό.
Παρά
τις ενστάσεις μας (που πιο πολύ έχουν να κάνουν με την Σοσιαλδημοκρατία, παρά
με την Ρόζα) το έργο της σε περιγραφικό
επίπεδο αναμετράται ακόμα και με τους στριφνούς και παράδοξους εκπροσώπους της
κλασικής πολιτικής οικονομίας, και έχει την ικανότητα ανακάλυψης μέσα από την
κριτική ανάγνωση των έργων τους, στοιχείων τροχιοδεικτικών προς μελλοντικές (σε
σχέση με το πότε γράφτηκε) εξελίξεις του παραγωγικού προτσές κεφάλαιου, παρόλο
που το βλέπει από την σκοπιά της αναπαραγωγής.
Στην
εκ μέρους της κριτική παρουσίαση του Μάλθους μέσα από την αντιπαράθεσή του με
τον Σισμοντί,[35]
αντιλαμβάνεται, ότι σε αντίθεση προς τον οικονομικό Ρομαντισμό του Σισμοντί, η σκοπιμότητα
του Μάλθους είναι η επί όλων επίτευξη Κέρδους (Malthus – um den Profit
überhaupt zu schaffen). Αυτό σε συνδυασμό με τις θεωρίες περί υπερπληθυσμού, οι
οποίες αναπαράγονταν θεωρητικά και μέσα στο SPD, κύρια απ' τον Ότο Μπάουερ,
δείχνει όχι μόνο προς μια βιοπολιτική διαχείριση των αδιαίρετων σωμάτων, αλλά
και προς την ανάδυση μιας βιοπολιτικής παραγωγής. -Την βιοπολιτική δυναμική του
έργου της Ρόζας την είχε εντοπίσει ο Νέγκρι.
Έχουμε έστω και ευσύνοπτα παρουσιάσει
την “υπόθεση” (που για μας είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και αληθινότητα,
και είναι “υπόθεση” μόνο για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου βαθμού ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων), ότι στις προηγμένες χώρες η βιομηχανική παραγωγή είναι
συνδεδεμένη με την βιοπολιτική παραγωγή ως διαδικασία στο κοινωνικό και δη στην
σφαίρα της κυκλοφορίας, ώστε στην αναπαραγωγή κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου,
πλέον παράγεται με πολυσχιδή τρόπο ένα βιοπολιτικό πλεόνασμα, ένα βιοπολιτικό
πρόσθετο προϊόν -συχνά με σάρκα και οστά. Αυτό είναι μια de facto κοινωνικοποίηση
του βιομηχανικού προτσές, επιβολή της κοινωνικοποίησης της εργασίας, ώστε η
Διαφορά Κεφαλαίου στην Συσπείρωση Κεφαλαίου δεν εμφανίζεται μόνο ως χρηματική
συσσώρευση και συσπείρωση αδιαίρετων εμπορευμάτων. Εμφανίζεται επιπροσθέτως με
το ότι το προτσές βιομηχανικής παραγωγής ενός αδιαίρετου εμπορεύματος συνοδεύεται
και διεξάγεται στον ίδιο χρόνο με την βιοπολιτική παραγωγή που στοιχίζεται, που
αποκρίνεται σε αυτό το προτσές από την σκοπιά της κοινωνικής εργασίας. Έτσι,
δι' αυτού έχουμε την παραγωγή αδιαίρετου εμπορεύματος και βιοπολιτικού
προϊόντος, βιοπολιτικού αποτελέσματος, που δεν θα μπορούσε να παραχθεί χωρίς
την διεξαγωγή του δοσμένου προτσές βιομηχανικής παραγωγής του δοσμένου
αδιαίρετου εμπορεύματος. Για να το πούμε πιο απλά: έχουμε να κάνουμε με την
παραγωγή έμβιων όντων, ανθρώπινων όντων ως οργανικού τμήματος ενός συνολικού
και πολυσχιδούς βιομηχανικού προτσές που λαμβάνει παραγωγική βιοπολιτική
διάσταση. Στην συνολικότητά του προτσές, η πραγματική παραγωγή inter allia παρεμβάλλεται
και συνδέει το βιομηχανικό και το βιοπολιτικό -η ενεργοποίησή της από το σημείο
θέασης του βάθους της εργοστασιακής εσωτερικότητας είναι ένας τρόπος οικονομίας
στην απασχόληση και χρήση του σταθερού κεφαλαίου.
-Σίγουρα, το χρήμα φέρνει χρήμα, αλλά
ένα ανθρώπινο ον που έχει παραχθεί με αυτόν τον stricto sensu βιομηχανικό τρόπο (και έχει συνείδηση
ότι έχει παραχθεί έτσι, έχει συνείδηση της βιομηχανικής προέλευσης και φύσης
του, του βιομηχανικού χαρακτήρα του) στην διάρκεια της ζωής του πολύ πιο
σίγουρα φέρνει περισσότερο χρήμα από το χρήμα που τυχόν φέρνει το χρήμα ως τέτοιο,
κι ακόμα καλύτερα φέρνει περισσότερο υλικό πλούτο, επειδή παράγει και
κυκλοφορεί συνεχώς αξία.
Βλ. Rudolf Hilferding, Das
Finanzkapital. Eine Studie über die jüngste Entwicklung des Kapitalismus,
Fünfter Abschnitt. Zur Wirtschaftspolitik des Finanzkapitals, XXII. Kapitel.
Der Kapitalexport und der Kampf um das Wirtschaftsgebiet, Dietz Verlag, Berlin
1955 (Nachdruck der Neuausgabe von 1947).
Βλ.
https://rosaluxemburgwerke.de/buecher/band-1-1/seite/728
Βλ. οπ., απόσπασμα: hingegen
erkannte im Werte eine Abstraktion, eine von der Gesellschaft unter bestimmten
Bedingungen gemachte Abstraktion, kam dadurch zur Unterscheidung der beiden
Seiten der warenproduzierenden Arbeit: der konkreten, individuellen und der
unterschiedslosen gesellschaftlichen Arbeit, durch welche Unterscheidung erst
die Lösung des Geldrätsels wie im Scheine einer Blendlaterne hell in die Augen
springt. Um aber auf diese Weise im Schoße der bürgerlichen Wirtschaft,
statisch, den zwieschlächtigen Charakter der Arbeit, den arbeitenden Menschen
und den wertschaffenden Warenproduzenten, auseinanderzuhalten, mußte Marx
vorher dynamisch, in der geschichtlichen Zeitfolge, den Warenproduzenten vom
Arbeitsmenschen schlechthin unterscheiden, das heißt die Warenproduktion bloß
als eine bestimmte historische Form der gesellschaftlichen Produktion erkennen.
Marx mußte, mit einem Worte, um die Hieroglyphe der kapitalistischen Wirtschaft
zu enträtseln, mit einer entgegengesetzten Deduktion wie die Klassiker statt
mit dem Glauben an das Menschlich-Normale der bürgerlichen Produktionsweise,
mit der Einsicht in ihre historische Vergänglichkeit, an die Forschung
herantreten, er mußte die metaphysische Deduktion der Klassiker in ihr
Gegenteil – in die dialektische – umkehren. Στην αγγλική μετάφραση: on the
other hand, recognized value as an abstraction, an abstraction made by the
society under particular conditions, and arrived thereby at a differentiation
of the two sides of commodity-producing labor: concrete, individual labor and
undifferentiated social labor -a differentiation from which the solution to the
money riddle springs to the eye as though illuminated by the glow of a
bulls-eye lantern: In order, however, to keep separate the dual character of
labor-the laboring people and the value-creating commodity producers- that sat
together statically in the lap of the bourgeois economy, Marx already had to
differentiate dynamically, in the sequence of historical time, the commodity
producer from the working individual in general, that is, to recognize
commodity production as simply a historically particular form of social
production. In a word: in order to decipher the hieroglyphics of the capitalist
economy, Marx had to approach his research with a deduction diametrically
opposed to that of the classicists: instead of approaching the matter with the
belief in the bourgeois mode of production as the human norm, he approached it
with the insight into its historical transitoriness; he had to invert the metaphysical
deduction of the classicists into its opposite-into the dialectical.
Βλ. Λένιν. Τα Καθήκοντα των
Ενώσεων Νεολαίας. Λόγος στο Γ΄ Πανρωσικό Συνέδριο της Ρωσικής Κομμουνιστικής
Ένωσης Νεολαίας, 2/10/1920, διαθέσιμο σε
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=5594483
Βλ. Rosa Luxemburg, Die
Akkumulation des Kapitals. Ein Beitrag zur ökonomischen Erklärung des
Imperialismus. Erster Abschnitt. Das Problem der Reproduktion Siebentes
Kapitel. Analyse des Marxschen Schemas der erweiterten Reproduktion, απόσπασμα:
Diese Verhältnisse des Schemas entsprechen den Bedingungen der kapitalistischen
Warenproduktion ... Diese Proportionen sind jedoch nicht bloße mathematische
Übungen und auch nicht bloß durch die Warenform der Produktion bedingt.