Η κρίση του φραγκικού κράτους και ο αφόρητος αναγωγισμός και επιτελεστισμός των πολιτικών του “συμβολικού κεφαλαίου”

 

Η υποκατάσταση της Πολιτικής από την Αισθητική είναι ένα υποπροϊόν της Μοντερνιστικής αντίληψης, όπως επαναδιαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή στις συνθήκες του Β΄ Ράιχ και της μπελ επόκ. Επρόκειτο για μια αισιόδοξη μπουρζουάδικη στάση η οποία θάφτηκε στη λάσπη των χαρακωμάτων του ΠΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει παραμείνει ως έξιν στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς κάποιων μεγαλόσχημων.

Αν όταν εμφανίσθηκε ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός κάποιοι ρωτούσαν κριτικά “είναι αυτό τέχνη?”, σήμερα μπορούμε να ρωτάμε “είναι αυτό πολιτική?”

Τα κριτήρια ορισμού της Πολιτικής δεν είναι πολλά, ούτε δυσνόητα. Εξάγονται άμεσα με έλλογο τρόπο από τις περιγραφές και τις εννοιολογήσεις τύπων σαν το Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη, τον Αυγουστίνο, το Θωμα Ακινάτη, τον Όκαμ, το Μακιαβέλι. Στα έργα όλων αυτών η κοινή παραδοχή είναι ότι η Πολιτική αποκρίνεται στο ζήτημα της θεσμικής εξουσίας όπως διαπλέκεται με τον κοινωνικό και ταξικό ανταγωνισμό εντός των πόλεων

Αυτό, όπως είναι γνωστό, διαθέτει αυτονομία τόσο από την Ηθική, όσο και από την Αισθητική, ώστε η αναγωγή του στη μία ή στην άλλη είναι κάτι ατυχές. Το ευφυές, το νοήμον είναι η ανεύρεση της Ηθικής ή της Αισθητικής διάστασης της Πολιτικής μέσα από και μέσα στην αυτονομία της, και όχι ο αναγωγιστικός υποβιβασμός της στην εμπειρία ή στην αντίληψη περί Αισθητικού ή Ηθικού. Αν ο Ηθικός υποβιβασμός της πολιτικής προέρχεται από την ευρύτητα της φορμαλιστικής Θεολογικής σκέψης, ο Αισθητικός υποβιβασμός έχει να κάνει κύρια με το Μεταμοντερνισμό. Εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη αυτή η τάση επιφέρει (μέσω της Ηθικής και Αισθητικής) ένα είδος ουδετεροποίησης και αποπολιτικοποίησης της ίδιας της Πολιτικής δραστηριότητας και παρέμβασης είτε προέρχεται από το κράτος είτε από την αστική κοινωνία και τις κοινωνικές τάξεις.

Η μονομερής Αισθητική αντίληψη περί της Πολιτικής συντείνει στο φαινόμενο της Εισαγωγής στη “18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη”: η πολιτική σύγκρουση και δραστηριότητα ως επιτέλεση, ως σε τελική ανάλυση συμπεριφορά επαναληπτικής υποκριτικής.

Το εργατικό κίνημα έχει υποφέρει από τέτοιες αντιλήψεις. Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία η επιτελεστική πολιτική (ως επιτέλεση αισθητικών μορφών και διαδικασιών) αποκτά έξτρα επικαιρότητα (από δημοσιολογική άποψη) λόγω της επιρροής του έργου και της παρουσίας της ίδιας της Μπάτλερ στις αντιπαραθέσεις για τις πολιτικές πολώσεις οι οποίες περιστρέφονται γύρω από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και τις ιδεολογικές συγκρούσεις στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια.  

Βέβαια, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις το μαχαίρι είναι δίκοπο. Άνετα και νομιμοποιημένα, κατ’ ενάσκηση των κριτηρίων της επιτελεστικής, δηλαδή της Μπατλερικής μεθόδου μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι η συμπεριφορά των αριστερών οπαδών της χαμάς είναι η συμπεριφορά της Μπουχαρινικής ομαδοποίησης κατά τα 1918, όπως την εκθέτει ο Λένιν στο “Για τα “αριστερά” παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό”. Απ’ αυτή την άποψη, η κριτική απόφανση της Ρόζας στο έργο της για τη Ρωσική Επανάσταση πως “οι Μπολσεβίκοι είναι οι ιστορικοί Κληρονόμοι (“Erben”) των Άγγλων Ισοπεδωτών/Εξισορροπιστών και των Φράγκων Γιακωβίνων” (“Die Bolschewiki sind die historischen Erben der englischen Gleichmacher und der französischen Jakobiner”) μάλλον ταιριάζει στη Μπουχαρινική ομαδοποίηση παρά στο σύνολο των Λενινιστών μπολσεβίκων, καθώς οι δεύτεροι από τα χρόνια του Πλεχάνωφ και της Οργάνωσης της Απελευθέρωσης της Εργασίας παρουσιάζονταν ως συνεχιστές του 1848 και του 1871.

Εν τούτοις, η κριτική μας είναι ότι αυτές οι αναλογίες, οι αναγωγές και οι ανα-βιώσεις δεν βγάζουν πουθενά, και κυρίως δεν συνιστούν με οποιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε μορφή πολιτικής παρέμβασης. Πού αποκτά μια κρίσιμη σημασία η εν λόγω κριτική μας; Μα, φυσικά στο γεγονός της συστημικής κρίσης του φραγκικού κράτους, η οποία μετά την πρώτη φάση της στα 2023 περνάει μετά την πτώση του Μπαϊρού (10/9/2025), το διορισμό καινούριου πρωθυπουργού και τις ήδη διεξαχθείσες δύο μαζικές απεργίες σε διάστημα λιγότερο των 10 ημερών,  σε μια πιο δύσκολη, σύνθετη και συνολική φάση.

Η γενική και επιβεβαιωνόμενη εκτίμηση είναι ότι πρόκειται κύρια για μια ανατροπή σε κάποιους κομβικούς λειτουργικούς όρους του φραγκικού κράτους και συγκεκριμένα α. στην επιτελεστική μέθοδο και β. στη διάχυτη θεσμική βιοπολιτική. Τούτου δοθέντος, ο όρος της πολιτικοποίησης προέρχεται κύρια από αυτήν την κριτική αναγνώριση και επίγνωση και όχι από τους εσφαλμένους, αποτυχημένους όρους αναπαραγωγής και μυστικοποίησης της κρίσης. 

Για τις συντριβές και δοκιμασίες κομματιών της σύγχρονης πολιτικής αριστεράς


Το παρόν κείμενο δεν γράφεται υπό θυμικούς όρους μιας μνησικακίας ή χαιρεκακίας λόγω πιθανών ή πιθανολογούμενων επιβεβαιώσεων, αλλά επί το πλείστον μέσα από δυναμικές πολιτικής ενσυναίσθησης. Ο βασικός στόχος είναι η συμβολή σε μια κριτική αναγνώριση της διαμορφωμένης κατάστασης, των ισορροπιών δύναμης και του συσχετισμού ισχύος.

Η σύγχρονη πολιτική αριστερά ογκώθηκε με σχετικό τρόπο κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008 μέσα από τις αποκρίσεις της σε αυτήν. Εμπειρικά, η διαχωριστική γραμμή ήταν από τη μια η πλειοψηφική πρόταση διαχείρισης και υπέρβασης της κρίσης διά του κράτους λειτουργούντος σε αντιπαράθεση προς κεφαλαιακές λειτουργίες μέσα από μετά/νέο-κεϋνσιανές και ετερόδοξες μακρο-οικονομικές συνταγές, κάτι που σχηματοποιήθηκε στην Ευρώπη κύρια με ΣΥΡΙΖΑ και Podemos, και από την άλλη η μειοψηφική προσέγγιση προερχόμενη από την πολλαπλότητα της εργατικής (μετα-)αυτονομίας με προσήλωση στο εξεγερτικό προτσές μέσα από τον εντοπισμό των νέων κεφαλαιακών μορφών και των μητροπολιτικών λειτουργιών.[1]

Καθώς η κρίση λάμβανε άμεσες γεωστρατηγικές μορφές και το προτσές κεφαλαιακής συσσώρευσης διέκρινε στον πόλεμο και στο μιλιταρισμό ένα κυρίαρχο πεδίο ανασυγκρότησης και αντεπίθεσης, κάτι που κατέστη δυνατό μετά από την Αραβική Άνοιξη, την ανατροπή του Καντάφι στη Λιβύη και τον πολιτικό πόλεμο στη Συρία, στα 2014 η ανατροπή της κυβέρνησης στην Ουκρανία και το ξέσπασμα της βίαιης αντιπαράθεσης σηματοδότησε τη στιγμή εξωτερίκευσης της καπιταλιστικής στρατηγικής δυναμικής με όρους παγκόσμιου διακρατικού ανταγωνισμού. Σε εκείνη τη συγκυρία άρχισε να επαναδιαμορφώνεται η αντιίμπ, αντιδυτική πτέρυγα της πολιτικής αριστεράς η οποία είτε προέβαλλε τη στρατηγική του “άξονα της αντίστασης” (Κορέα-Κίνα-Ρωσία-Ιράν) και σε ένα πιο ευρύ επίπεδο τον ευρασιατισμό, είτε τη σχηματοποιημένη μέσα στο anti-global κίνημα της δεκαετίας του 2000 λογική του “σοσιαλισμού του 21ου αιώνα” (Κούβα, Βενεζουέλα, Βολιβία) ή και τα δυο μαζί στην προοπτική ενός ευρύτερου στρατοπέδου.

Συγχρόνως, κύρια στις ΗΠΑ κατά τις θητείες Ομπάμα αναθάρρησαν κομμάτια πολιτισμικής αριστεράς συγκροτημένα γύρω από πολιτικές ταυτοτήτων, το έμφυλο, το δικαιωματισμό, την ποικιλότητα (diversity), την πολιτισμική κριτική τα οποία αξιοποιώντας τις πανεπιστημιακές, μιντιακές, θεαματικές και διοικητικές έδρες τους επέδειξαν ικανότητα παραγωγής και προώθησης.

Εύκολα είναι αντιληπτό ότι επικρατεί πολιτικός και στρατηγικός κατακερματισμός καθ’ όσον οι διαφορετικές πτέρυγες και τάσεις έχουν συχνά αλληλοαποκλειόμενους προσανατολισμούς και αντιθετικές στοχεύσεις, ενώ οι οποίες συμμαχίες είναι πρόσκαιρες και ευκαιριακές.

Τα δύο σημεία καμπής για την πολιτική αριστερά είναι αυτά που σηματοδοτούν τις δύο βασικές καμπές για το παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα και συγκεκριμένα το Brexit (2016) και η ανάδειξη Τραμπ (2017). 

Αμφότερες αυτές οι ιστορικές ανατροπές έχουν απελευθερώσει πολιτική δυναμική ώστε όλες οι τάσεις και τα σημαίνοντα της ιστορικοπολιτισμικά αγγλοσαξονικής δεξιάς έχουν μορφοποιηθεί σε μαζικό κίνημα τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη ΜΒ. Η χθεσινή (διεξαχθείσα σε μητροπολιτικό επίπεδο) πρωτοφανή σε μαζικότητα διαδήλωση στο (πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό) Λονδίνο με κεντρικό σύνθημα “Unite the Kingdom” η οποία κλήθηκε από αμφιλεγόμενους εκπροσώπους του αγγλικού εθνικισμού, με τη διαδικτυακή συμμετοχή του Ελον Μασκ, αναδεικνύει ότι οι από πέρσι το καλοκαίρι αντιμεταναστευτικές ταραχές μετουσιώνονται και γενικεύονται σε μια συγκεκριμένη πολιτική κίνηση με αφηρημένη αναφορά στη συντακτική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτό δεν είναι μόνο ηγεμονικό αλλά πάει τόσο βαθύτερα, όσο και παραπέρα.

Εν όψει αυτού οι αριστερές πτέρυγες (κυρίως στην Ηπειρωτική Ευρώπη) είτε δεν βγάζουν μιλιά και παριστάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα, είτε μιλάνε γενικά περί ακροδεξιάς -λες και είναι μπαμπούλας, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν τη σύνθεση του σημειωτικά ομοιόμορφου πλήθος και την πολιτική δυναμική αυτού του κόσμου, είτε ακόμα πιο αυτοκαταστροφικά υπερασπίζονται πλευρές από την αντιδυτική και αντιευρωπαϊκή πολιτισμική και δημογραφική ατζέντα του πολιτικού ισλάμ.

Επ’ αυτού αναφύεται υπαρκτικός κίνδυνος γι’ αυτά τα κομμάτια της πολιτικής αριστεράς, ώστε η εγκόλπωσή τους στο πολιτικό πρόγραμμα του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος μοιάζει σαν ο μόνος τρόπος σωτηρίας και διάσωσης. Αν κάτι τέτοιο δεν καταστεί εφικτό, η μόνη (αυτοκαταστροφική) διέξοδος θα είναι η ισλαμοποίηση αυτών των κομματιών κάτι που θα σημάνει και την εξάλειψή τους από την οργανικότητα της πολιτικής αριστεράς.

Στον ίδιο χρόνο η αριστερά των επιτελείων του μιλιταρισμού διαβαίνει τις δικές της δοκιμασίες μέσα από την πρόσφατη πολιτική συντριβή στη Βολιβία, την αντιπαράθεση των ΗΠΑ προς την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, και την εξεγερτική καταστροφή του προσίδιου καθεστώτος στο Νεπάλ. Ομοίως, το μέγιστο ιστορικό πλήγμα που έχει υποστεί, είναι η ανατροπή Άσαντ (12.2024) και το τέλος του παναραβισμού. Στην πολιτική έκταση αυτής της αριστεράς δύο είναι οι βασικές καθοριστικές δυναμικές: α. η έκβαση των πολεμικών μαχών (Ουκρανία, Μέση Ανατολή κα.) και β. οι οικονομικές εξελίξεις στην Κίνα.

Απ’ αυτήν την άποψη αυτά τα κομμάτια είναι stricto sensu με έναν σχεδόν απόλυτο τρόπο εργαλειοποιημένα στις άμεσες πολεμικές επιδιώξεις, ώστε συχνά ο προσδιορισμός αριστερά υποσκελίζεται από την άμεση εξωτερίκευση της εκάστοτε κρατικής πολιτικής η οποία εξυπηρετείται. Είναι δεδομένο από την ίδια τη φύση αυτού του πράγματος ότι αυτό δεν μπορεί να συγκινήσει κόσμο, αλλά κάποιους μαχητές που θέλουν να παίξουν την παρτίδα και την τύχη τους μέσα στα πραγματικά πεδία των πολέμων. Είναι σίγουρο ότι στο μέτρο που η διαμάχη μεταξύ δυτικών κρατών και Ρωσίας και Κίνας οξύνεται, τμήματα από το κίνημα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής (ακρο-)δεξιάς θα έλθουν σε άμεση αντιπαράθεση προς τη μιλιταριστική αριστερά.

Σε εσωτερικό επίπεδο η πρώτη γραμμή εναντίωσης της δεξιάς είναι ως προς την πολιτισμική αριστερά κάτι που έχει συνοψισθεί με τον όρο culture wars. Αυτό έχει αποκτήσει άμεσα θεσμικό-διοικητικό χαρακτήρα με την αντιπαράθεση (2024-) σε μεγάλα Αμερικανικά πανεπιστήμια με αφορμή τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, και παρατηρείται σε μικρότερη ένταση και έκταση, αλλά σε υπαρκτό βαθμό και στα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η Διοίκηση Τραμπ δείχνει να επιδιώκει να ξεκαθαρίσει τον πολιτικό και πολιτισμικό χαρακτήρα κάποιων νευραλγικών και ευαίσθητων πανεπιστημιακών κέντρων. -Μόλις προχθές η Μπάτλερ, μια εμβληματική εκπρόσωπος της πολιτισμικής αριστεράς κατηγορήθηκε επίσημα, συγκαταλεγόμενη σε μια λίστα υπόπτων.[2]

Γενικά δεν ξέρουμε ποιος θα κερδίσει στις λεπτομέρειες στην Ουκρανία, πώς ακριβώς θα είναι η Μέση Ανατολή μετά από πέντε ή τρία χρόνια, ποιος και με ποιόν τρόπο θα διαδεχθεί τον Πούτιν, τον Ερντογάν, το Νετανιάχου, σε ποια θέση θα πλασαρισθεί η κινεζική βιομηχανία ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων, ποιά ομάδα θα πάρει το champions league, πόσες πωλήσεις θα πετύχει ο τελευταίος δίσκος της Τέιλορ Σουίφτ κοκ. Αυτό, όμως, δεν είναι δείγμα σκεπτικισμού ή αγνωστικισμού.

Με σιγουριά μπορεί να ειπωθεί ότι η αγγλοσαξονική δεξιά έχει αναγνώσει με πολύ καλύτερο και βέλτιστο τρόπο τις σύγχρονες πολιτισμικές συνθήκες, ώστε έχει κατανοήσει τις δυναμικές πραγματικού και δυνάμει υλικού τέλους της προ/μετα-νεωτερικότητας επί των ιδεολογιών της οποίας συνεχίζει να στηρίζεται η αριστερά, από την Μπάτλερ μέχρι τους προσφιλείς στο κινεζικό κράτος -κι αυτό είναι το έσχατο ενοποιητικό σημείο της πολιτικής αριστεράς: η πολιτισμική προσήλωσή της στην (προ/μετα-)νεωτερική ιδεολογία και η αντίστοιχη κατάσταση.  

Αν όλο αυτό ιδωθεί από μια στενή οπτική υλικών συστημάτων είναι ευδιάκριτο ότι το κίνημα που συμβατικά ονομάζουμε ιστορικοπολιτισμικά αγγλοσαξονική δεξιά είναι αυτό που έχει το απόθεμα δυναμικής για τα μελλοντικά χρόνια, καθ’ όσον σχηματοποιήθηκε πρόσφατα στα 2017-2018 επί των αναδυόμενων νέων πραγματικών και υλικών συνθηκών. Απεναντίας, τα κομμάτια της πολιτικής αριστεράς που εξετάζονται εδώ, διαμορφώθηκαν σε παρελθούσες συγκυρίες οι υλικοί όροι των οποίων έχουν κατά το μάλλον εκλείψει.




[1] Ενδεικτικά βλ. Michael Hardt, Antonio Negri, Commonwealth, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, 2009, Franco “Bifo” Berardi, The Uprising. On Poetry and Finance, LA, semiotext(e), Intervention, series 14, 2012.

[2] Βλ. https://www.theguardian.com/us-news/2025/sep/12/uc-berkeley-trump-administration-antisemitism


Von Gaza zum globalen Konflikt: Kapitalistischer Krieg und internationalistische Solidarität

 

Von Gaza zum globalen Konflikt: Kapitalistischer Krieg und internationalistische Solidarität


Übersetzt von Soligruppe für Gefangene


https://antiwar.noblogs.org/von-gaza-zum-globalen-konflikt-kapitalistischer-krieg-und-internationalistische-solidaritat/



Seit mehr als 20 Monaten führt Israel einen beispiellosen Angriff auf die palästinensische Bevölkerung in Gaza. Der Krieg Israels richtet sich bewusst gegen zivile Ziele, nimmt genozidale Ausmaße an und zerstört fast vollständig Infrastruktur, Häuser, Krankenhäuser, Schulen und Menschenleben. Er hat zur massiven Vertreibung von Palästinenser aus ihren Häusern geführt, mit dem Ziel, eine ethnische Säuberung durchzuführen, die die Ausweitung der Siedlungen im Rahmen der Vision eines „Großisraels” erleichtern soll. Gleichzeitig dienen die Militäroperationen Israels in Gaza und in der gesamten Region (Libanon, Syrien, Iran) als Speerspitze für den imperialistischen „westlichen“ Block, um die Machtverhältnisse zu verändern und eine neue Ordnung im Nahen Osten durchzusetzen, die direkt mit dem größeren Konflikt zwischen den imperialistischen Blöcken verbunden ist. Offensichtlich haben diese Militäroperationen Früchte getragen, indem sie die Hisbollah im Libanon geschwächt, zum Sturz Assads beigetragen, den Einfluss Russlands in Syrien verringert und dem Iran schwere Schläge versetzt haben.


Die Ausweitung des Krieges im Nahen Osten: kapitalistische Krise und imperialistische Rivalität


Diese Ausweitung des Krieges im Nahen Osten, mit der aktiven Unterstützung der USA und ihrer direkten Beteiligung am militärischen Konflikt, markiert eine qualitative Eskalation. Die Gefahr eines größeren regionalen und möglicherweise sogar weltweiten Krieges ist jetzt realer denn je, wie der anhaltende Krieg zwischen der Ukraine und Russland, die wachsenden Spannungen im Südchinesischen Meer zwischen China und Taiwan, der Konflikt zwischen Pakistan und Indien, die rasche Aufrüstung der europäischen Länder und die Versuche, den Militarismus und die Militarisierung der Gesellschaft weltweit zu stärken, zeigen. Es ist die kapitalistische Krise, die die zunehmende Rivalität zwischen Staaten und die Eskalation militärischer Konflikte vorantreibt. Krieg dient als „kreative Zerstörung“ und als Mechanismus, um Stagnation zu überwinden und die kapitalistische Herrschaft zu reproduzieren, unter anderem durch die gewaltsame Beseitigung eines überschüssigen Proletariats.


Die Palästinenser in Gaza als überschüssiges Proletariat und die vielen Facetten des anti-palästinensischen Rassismus


Das beschreibt ziemlich genau die Lage der meisten Palästinenser in Gaza. In den 1980er Jahren arbeiteten fast 45 % der Bevölkerung Gazas in Israel in Jobs mit schlechter Bezahlung und ohne Arbeitsrechte. Völlig ohne den Schutz, den die israelische Arbeiterklasse genießt, dienten die Palästinenser als Reservearmee billiger Arbeitskräfte. In den 1990er Jahren wurden palästinensische Arbeiter zunehmend durch Migranten aus Thailand, den Philippinen und Rumänien ersetzt, die heute die am meisten ausgebeutete Arbeitskraft in Israel darstellen und oft noch weniger verdienen als die Palästinenser. Seit 2007, mit der totalen Blockade des Gazastreifens durch Israel und Ägypten und der Verhängung des Ausnahmezustands bis zum 7. Oktober 2023, sank die Zahl der in Israel arbeitenden Bewohner des Gazastreifens auf nur noch 1 % der Bevölkerung. Die Ökonomie des Gazastreifens erlitt massiven Schaden, Importe und Exporte wurden nur noch illegal durch Tunnel an der ägyptischen Grenze abgewickelt, was zu einer Arbeitslosenquote von rund 50 % führte und fast die Hälfte der Bevölkerung des Gazastreifens für ihr Überleben ausschließlich auf humanitäre Hilfsprogramme angewiesen machte. Es ist klar, dass diese Leute sowohl aus Sicht der israelischen Ökonomie als auch im Hinblick auf die Durchsetzung der „nationalen Reinheit” in der Region ein völlig entbehrliches Proletariat sind. Das hat in der israelischen Gesellschaft extremen Rassismus gegen die palästinensische Bevölkerung in Gaza geschürt, der bis zur Entmenschlichung geht. Palästinenser werden als „menschliche Tiere” bezeichnet, und sogar der Präsident Israels, der der Arbeitspartei angehört, erklärte, dass es in Gaza „keine Unschuldigen” gebe. Diese nationalistische Staatsideologie legitimiert das Massaker und den Krieg innerhalb der israelischen Gesellschaft noch mehr, konstruiert die defensive Erzählung, die der Staat Israel braucht, um die militärische Aggression in Gaza zu rechtfertigen, und artikuliert die territorialen Expansionsbestrebungen Israels.


Aber auch in vielen arabischen Ländern gibt es anti-palästinensischen Rassismus. Die meisten palästinensischen Flüchtlinge bleiben in den arabischen Nachbarstaaten ohne Papiere und staatenlos, oft in Flüchtlingslagern ohne Bewegungsfreiheit. Sie werden wie Fremde behandelt, als Belastung für die lokale Ökonomie und als „Fremdkörper“ gegenüber der lokalen Bevölkerung, so wie es heute mit Flüchtlingen auf der ganzen Welt der Fall ist, und dienen als Sündenböcke für soziale Missstände. Darüber hinaus werden sie als destabilisierende Kraft angesehen, da politisch radikalisierte Teile der palästinensischen Flüchtlinge historisch in bewaffnete Konflikte mit den staatlichen Behörden verwickelt waren (z. B. „Schwarzer September“ in Jordanien), sich am Bürgerkrieg im Libanon beteiligt und den Irak während der Invasion Kuwaits unterstützt haben, was nach 1991 zur Vertreibung von 300.000 bis 400.000 Palästinensern aus Kuwait und zu strengeren Einwanderungsbeschränkungen in anderen Golfstaaten führte. Die palästinensischen Proletarier wurden von den arabischen Staaten immer als Schachfiguren und nicht als Menschen auf dem diplomatischen und militärischen Schachbrett des Nahen Ostens behandelt.

In Europa und im weiteren Sinne in der „westlichen” Welt wurde der anti-palästinensische-Rassismus in den letzten Jahren als eine Form des allgemeinen Rassismus gegen Muslime verstärkt, der in den letzten Jahren sowohl durch rechtsextreme „große Austausch“-Theorien als auch durch die moralische Panikmache von Regierungen – sowohl sozialdemokratischen als auch rechten – angesichts der Einwanderung von Muslimen in den Westen systematisch gefördert wurde. Die Unzufriedenheit über den sinkenden Lebensstandard richtet sich so gegen die schwächsten Teile unserer Klasse und lenkt die Wut von den kapitalistischen sozialen Verhältnissen ab. In diesen hasserfüllten rassistischen Narrativen wird Israel als Bollwerk der „westlichen Zivilisation“ gegen die „islamische Barbarei“ dargestellt. Das wirkt paradox, da die rechtsextreme Rhetorik, die der „globalen Elite“ Pläne zur „Bevölkerungsersetzung“ unterstellt, strukturell antisemitisch ist. Im Gegensatz dazu fehlt der Solidarität mit den Palästinensern, die auch in den progressivsten sozialen Gruppen gewachsen ist, oft der Klasseninhalt und sie basiert auf einer reaktionären Mythologie über den revolutionären Charakter der Hamas und ihrer verbündeten Organisationen, die in Wirklichkeit nationalistische und kapitalistische Unterdrückungspolitik betreiben, oft eng verbunden mit einer religiösen Staatsideologie. Wir haben gesehen, wie sich diese Position mit der offenen Unterstützung von Staaten wie dem Iran und Russland, also der Unterstützung eines imperialistischen Lagers, weiterentwickelt hat. Was die Hamas betrifft, so besteht kein Zweifel daran, dass sie das politische und militärische Personal eines Teils der palästinensischen herrschenden Klasse ist, der in Gaza die Macht ausübte. Als solche war sie an der Ausbeutung des palästinensischen Proletariats beteiligt, sowohl als Arbeitskraft – durch die Erhebung von Steuern und Zöllen auf den Handel durch die Tunnel – als auch durch die Abschöpfung von Einnahmen aus der Verwaltung der „humanitären Hilfe“ für die Bedürfnisse der Bevölkerung und durch die finanzielle Unterstützung durch den Iran und Katar. Die Hamas und ihre verbündeten Organisationen haben das Monopol auf Gewalt und Waffen, im Gegensatz zu jeder Art von revolutionärer Klassengewalt. Andererseits ist die große Mehrheit der Bevölkerung in Gaza immer noch ein entbehrlicher Überschussproletariat, Kanonenfutter.


Die Hamas und die Falle des „antiimperialistischen“ Campismus


Auf dieser Grundlage war der Angriff der Hamas und ihrer Verbündeten in Israel am 7. Oktober ein Kriegshandlung der bis dahin de facto bestehenden Staatsmacht in Gaza. Es war kein Akt des Widerstands einer Bewegung und hatte keinen proletarischen oder revolutionären Charakter. Er kann weder als Vorbild noch als Kompass für proletarische Kämpfe dienen. Sein Hauptziel war es, die Situation, die sich mit den Abraham-Abkommen abzeichnete, umzukehren und das geopolitische Gleichgewicht im Nahen Osten zu verändern. Zweitens hat sie vorübergehend dazu gedient, die interne Legitimitätskrise der Hamas in Gaza anzugehen, wie die jüngsten Massendemonstrationen gegen die Hamas gezeigt haben. Angesichts des Ergebnisses, d. h. der absolut grausamen Reaktion des israelischen Staates, hat der Angriff den Interessen und Bedürfnissen der palästinensischen Bevölkerung, die bereits unter Apartheid und Vertreibung durch den israelischen Staat lebte, nicht gedient – und konnte dies auch gar nicht. Er zielte gleichermaßen auf militärische und nichtmilitärische Ziele und versuchte, die feindliche Bevölkerung zu terrorisieren, wie jede staatliche Militäraktion, wenn auch in viel kleinerem Maßstab. Aber Leichen zu zählen und Massaker zu vergleichen, ist einer proletarischen Perspektive fremd. Die überwiegende Mehrheit der Toten im kapitalistischen Krieg sind unsere eigenen Toten.


Griechenland auf der Seite Israels: ökonomische Interessen und geopolitische Rivalitäten


Wie bereits erwähnt, ist der Gaza-Krieg Teil eines größeren imperialistischen Konflikts. Der griechische Staat verwickelt uns bereits voll in diesen Konflikt, indem er die Militärausgaben erhöht, Einrichtungen zur Verfügung stellt und sich aktiv an den Schlachtplänen des „westlichen“ Blocks beteiligt. Einerseits gibt es unmittelbare ökonomische Gründe, warum die griechische Regierung Israel unterstützt: die Zusammenarbeit zwischen griechischem und israelischem Kapital, von Rüstung (INTRACOM Defense) bis hin zu Immobilien, vom Projekt einer Stromverbundleitung zwischen Griechenland, Zypern und Israel bis hin zu vielen anderen sektoralen Kooperationen. Noch wichtiger ist das Bündnis zwischen Griechenland und Israel gegen die wachsende geopolitische Macht der Türkei. In diesem Zusammenhang hat sich eine informelle Front zwischen Griechenland, Zypern und Israel gebildet, mit gemeinsamen Militärmanövern, (abgeworfenen) Plänen zum Bau einer Erdgas-Pipeline (EastMed), die die russischen Verteilungsnetze umgehen würde, Informationsaustausch, diplomatischer Koordination bei der Festlegung von ausschließlichen Wirtschaftszonen usw. Auf der anderen Seite gibt es den größeren Kontext des Wettbewerbs zwischen den „westlichen“ imperialistischen Blöcken und den sogenannten „eurasischen“ Blöcken. Dazu gehört der Plan zur Verbindung von Indien, dem Nahen Osten und Europa (IMEC), der Seewege wie den Suezkanal, die Straße von Bab el-Mandeb und möglicherweise sogar die Straße von Hormus umgehen und damit den Staaten, die sie derzeit kontrollieren, geopolitische Macht entziehen würde. Dieser Plan wird von den USA, der Europäischen Union, Saudi-Arabien, den Vereinigten Arabischen Emiraten und Indien unterstützt. Auch wenn dieser Plan nicht klappt, wie es bei solchen Plänen oft der Fall ist, ist er eine Möglichkeit, geopolitischen Einfluss auf die beteiligten Parteien auszuüben.


Von der Krise der „Globalisierung” zu Staatskapitalismus und Kriegsökonomie


Die Unterstützung Griechenlands für Israel hängt nicht nur mit den direkten ökonomischen Interessen des griechischen Kapitals oder den unmittelbaren geopolitischen Interessen des griechischen Staates zusammen. Vielmehr spiegelt sie umfassendere Veränderungen sowohl im globalen System der kapitalistischen Staaten-Nation als auch in den Akkumulationsregimen innerhalb der ökonomisch fortgeschrittenen nationalen Gesellschaftsformationen wider. Die kapitalistische Krise seit 2008 ist auch eine Krise des „Globalisierungsmodells”, die sich in einem Wiederaufleben des Protektionismus mit der Einführung und Erhöhung von Zöllen auf den internationalen Handel zeigt. Diese neue Ära des Protektionismus geht einher mit einer Zunahme staatlicher Interventionen, was auf das Aufkommen einer neuen Form des „Staatskapitalismus“ hindeutet, der durch Kriegsökonomie und erhebliche Investitionen aus den sogenannten „Staatsfonds“ gekennzeichnet ist, die in den letzten Jahren enorm gewachsen sind. Die Großmächte entwickeln Planungssysteme, um ihre ökonomische und militärische Macht zu stärken, die marktregulierten globalen Ökonomiebeziehungen zu ersetzen und eine neue Phase der kapitalistischen Reproduktion einzuleiten.


Dies ist auch die Grundlage für die Verschärfung der imperialistischen Rivalitäten und militärischer Konflikte um Land, Ressourcen und Arbeitskräfte. Dies ist auch der Grund für den Konsens aller Parteien (mit Ausnahme der Kommunistischen Partei Griechenlands) über die Erhöhung der Militärausgaben im Rahmen des Programms „ReArm Europe“. Die Hauptblöcke in der neuen Eskalation des Konflikts um Rohstoffe, Märkte, technologische Führungspositionen, Einflussbereiche und kulturelle Hegemonie sind auf der einen Seite die USA als bestehende Hegemonialmacht und auf der anderen Seite China als aufstrebende imperialistische Macht mit globalen hegemonialen Ambitionen. Die USA werden von den wichtigsten Mächten der Europäischen Union, Japan, Großbritannien und Australien sowie von Israel und Saudi-Arabien unterstützt. Auf der anderen Seite stehen Russland, Belaurs, Iran und Nordkorea, die sich mit China verbündet haben. Andere mächtige Länder des „globalen Südens“ – Indien, Brasilien, Indonesien und Südafrika – haben sich noch nicht endgültig für einen der beiden Blöcke entschieden. In diesem Konflikt steht Griechenland auf der Seite des „westlichen“ imperialistischen Blocks und unterstützt ihn. Außerdem will es durch seine Beteiligung an diesem Konflikt seine regionale Position und Macht verbessern, zum Beispiel durch die mögliche Einrichtung einer größeren ausschließlichen Wirtschaftszone (AWZ), wie die Präsenz von Kriegsschiffen im libyschen Meer zeigt. Natürlich sind diese Formationen nicht monolithisch und schließen eine Zusammenarbeit zwischen Ländern verschiedener Blöcke nicht aus. Schließlich handelt es sich um „feindliche Brüder“: Konkurrenz schließt Zusammenarbeit nicht aus, die wiederum von einem bewaffneten Konflikt gefolgt sein kann.


Gegen „Campismus“: eine internationalistische Antwort der Arbeiterklasse auf den kapitalistischen Krieg


Wenn wir uns jetzt nicht mit allen Mitteln gegen diese Eskalation des Krieges wehren, stehen wir bald mit dem Rücken zur Wand. Aus der Perspektive der Interessen der Arbeiterklasse gibt es keine „gerechten“ oder „defensiven“ Kriege. Solche Unterscheidungen sind eine Täuschung, die den Konflikt zwischen nationalen Kapitalen und imperialistischen Blöcken um die Kontrolle über Kapitalmärkte und Rohstoffe, Einflussbereiche und billige Arbeitskräfte verschleiern. Jede in einen Krieg verwickelte Seite stellt ihre Rolle als „defensiv“ und „gerecht“ dar. Ein Sieg des schwächeren Staates macht ihn stärker und der Teufelskreis beginnt von vorne, wie die Geschichte gezeigt hat. Die Niederlage einer stärkeren Staatsmacht bedeutet zwangsläufig die Stärkung des gegnerischen Nation-Staates und die Mobilisierung der Bevölkerung um ihn herum. Jeder Klassenwiderstand muss niedergeschlagen werden, um sozialen Frieden und nationale Einheit durchzusetzen.


In der Vergangenheit wurde die Unterstützung „schwacher“ Nationalismen und ihrer jeweiligen Staaten hinter der Stärkung des sogenannten sozialistischen Lagers versteckt. Heute, wo selbst dieser Anspruch nicht mehr besteht, wird die Kritik am Kapitalismus zugunsten kultureller Unterscheidungen zwischen West und Ost oder Nord und Süd aufgegeben, die von der „antikolonialen“ Ideologie und der zeitgenössischen Identitätspolitik propagiert werden. Diese Unterscheidung ist eindeutig irrational, mythisch und reaktionär, da der Kapitalismus ein universelles und globales System ist: „Er hat den ganzen Planeten zu seinem Operationsfeld gemacht”, auch wenn religiöse, ethnische und nationale Unterdrückung natürlich weiterhin existieren und kein „Privileg” bestimmter Staaten sind. Die alte und spektakuläre Pseudodichotomie „Kapitalismus versus Sozialismus“ wurde durch eine neue ersetzt, die jeglichen Anspruch auf soziale Emanzipation vermissen lässt, wie die „anti-imperialistische“ Unterstützung für den Iran, Russland oder China zeigt, abgesehen von der Beschwörung einer hohlen „Stufentheorie“. Die Unterstützung eines imperialistischen Lagers (A.d.Ü., Camp), also Campismus, ist Teil der anti-imperialistischen Ideologie, weil sie eine Analyse von oben nach unten liefert, die sich auf Konflikte zwischen Staaten konzentriert, anstatt eine proletarische Perspektive, die im globalen Konflikt zwischen Kapital und Proletariat verwurzelt ist. Die Unterstützung der Kräfte der „anderen Seite“ und der mit ihnen verbundenen nationalen Befreiungsbewegungen kann nicht einmal den Sturz des Imperialismus bewirken, der dem Kapitalismus innewohnt. Objektiv ebnet die politische Position, eine imperialistische Seite zu unterstützen, den Weg für eine umfassendere Militarisierung der Gesellschaft und für kapitalistische Kriege. Anti-Imperialisten gehen sogar so weit, die Atomprogramme vermeintlich „schwacher Staaten“ zu unterstützen, was zur Eskalation des kapitalistischen Krieges und zur totalen Zerstörung führen kann.


Der einzige Ausweg aus der Kriegsspirale ist die internationalistische Aktion der Arbeiterklasse mit einem klaren antikapitalistischen Charakter. Wir weigern uns, Komplizen irgendeiner Armee und irgendeines Staates zu sein. Wir werden keine der Kriegsparteien unterstützen. Die einzige Lösung gegen den Krieg ist die autonome Organisation der Klasse, die gegen das Kapital und den Staat in unserem eigenen Land kämpft, und die praktische Unterstützung derjenigen, die sich weigern, Militärdienst zu leisten. Das bedeutet auch, Deserteure und Kriegsdienstverweigerer aus der „anderen Seite” zu unterstützen und praktische Solidarität mit politischen und sozialen Gruppen zu zeigen, die gegen den kapitalistischen Krieg in Russland, der Ukraine, Israel, Palästina, Iran und überall sonst kämpfen. Anstelle dieser Praxis, die die Mindestvoraussetzung dafür ist, dass wir nicht zu Kanonenfutter des Kapitals werden, erleben wir inakzeptable Verleumdungen wegen „Kollaboration“ und „Landesverrat“ gegen anarchistische und kommunistische Gefährtinnen und Gefährten und ganz allgemein gegen Kollektive der Arbeiterklasse (zum Beispiel im Iran).


Gerade in diesem Zusammenhang müssen wir unsere Solidarität mit den – zugegebenermaßen wenigen – Kriegsdienstverweigerern in Israel sowie mit den Kräften innerhalb Israels bekunden, die sich dem Genozid in Gaza widersetzen. Die Identifikation der gesamten Bevölkerung mit ihrem Staat ist falsch, wie die Tatsache zeigt, dass 100.000 Reservisten nach der Verletzung der Waffenruhe durch den israelischen Staat nicht zum Militärdienst erschienen sind. Vorfälle von israelischem nationalistischem Hass müssen bekämpft werden, wenn sie auftreten. Die Logik der wahllosen Angriffe auf israelische Touristen ist rassistisch, da sie die gesamte Bevölkerung kollektiv verantwortlich macht und gleichzeitig die ohnehin schwache Kriegsgegnerbewegung innerhalb Israels schwächt.


Wir sind gegen den kapitalistischen Krieg und jede Beteiligung des griechischen Staates daran, gegen die Militarisierung der Gesellschaft und die Erhöhung der Militärausgaben auf Kosten der Sozialleistungen. Wir kämpfen für die Schaffung einer internationalistischen proletarischen Bewegung, die sich nicht den nationalen Interessen, dem Staat und dem Kapital unterwirft, und bekunden unsere praktische Solidarität mit den proletarischen und politischen Gruppen – kommunistischen und anarchistischen –, die in den vom Krieg zerstörten Ländern kämpfen. Unser Ziel ist es, Verbindungen und Kommunikation mit den internationalistischen Proletariern aufzubauen. Nur durch die globale Einheit des Proletariats können wir diese von den Staaten und dem Kapital aufgezwungene Barbarei überwinden. Wir dürfen uns nicht in die Ecke drängen lassen, sondern müssen den kapitalistischen Krieg beenden, indem wir gegen diejenigen kämpfen, die ihn verursachen. Unser Krieg ist weder national noch religiös. Es ist ein sozialer und antistaatlicher Klassenkrieg.


Internationalistische Vollversammlung gegen den Krieg


Μυστικισμός και Χειραφέτηση. Στοιχεία Κριτικής Διανοητικής Ιστορίας

 

Κριτική Αναφορά στην Αυτοκατανόηση και Εκδήλωση του Καλλιτεχνικού Μυστικισμού ως Χειραφετητικής Πολιτικής και Στρατηγικής

 

Κατά τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα στο Παρίσι, ο Μυστικισμός δεν αναπτύχθηκε μόνο ως τελετουργικό και διανοητικό ρεύμα, αλλά και ως πραγματική και ενεργή κοινωνική πρακτική και συγκρότηση. Όψη αυτού εκτίθεται εμφατικά από τον ίδιο το Μαρξ στο υποκεφάλαιο της “Αγίας Οικογένειας” με τίτλο “Η Παγκόσμια Στάση/Θέση των Μυστικών/Μυστηρίων του Παρισιού”.[1]

Σε γενικές γραμμές, ο Εσωτερικισμός[2] και ο Οκαλτισμός/Λατρευτισμός (occultism) έλκουν την διανοητική προέλευσή τους από τα Νεοπλατωνικά, Ερμητιστικά, Γνωστικιστικά, Συγκριτικά και Καμπαλιστικά ρεύματα της Αναγέννησης και του Ουμανισμού (15ος-16ος αιώνες). Όλο αυτό συνθέτει τη διανοητική και πολιτισμική καταγωγή του νεωτερικού Μυστικισμού.

Στο Παρίσι του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν σε αυτά τα ρεύματα φιγούρες όπως ο Jean-Marie Ragon (1781-1862), ο Éliphas Lévi (1810-1875) κινούμενοι στην απόκρυφη εσωτερικότητα της αστικής κοινωνίας, σε Ελευθεροτεκτονικές κρυφίες συσσωματώσεις, ενώ τέτοιες τάσεις απαντώνται και στο Σοσιαλισμό κυρίως μέσα από τον Ουτοπιστή και Ελευθεριακό Φουριέ (1772-1837). Αντίστοιχα ρεύματα εντοπίζονται στην Αγγλία με το Θεοσοφικό “Ordo Hermeticus Aurorae Aureae”[3] και στη συνέχεια στη Ρωσία με την προσίδια Θεοσοφία[4].

Προκειμένου ο αναγνώστης να λάβει στοιχεία από την Αισθητότητα αυτών των ρευμάτων και λειτουργιών μπορεί να παρακολουθήσει δημοφιλείς και εμπορικές κινηματογραφικές ταινίες, όπως το “The Ninth Gate” (1999) του Πολάνσκυ, το “Eyes Wide Shut” (1999) του Κιούμπρικ, το “Sherlock Holmes” (2009) του Γκάι Ρίτσι, ενδεικτικά αναφερομένων.

Σημαντική επίδραση παρουσιάζουν στη Φραγκική Επικράτεια στη διαμόρφωση του Εικαστικού και ευρύτερα Καλλιτεχνικού ρεύματος του Ορφισμού[5] (ή Συγχρονικισμού[6]) το οποίο ερειδόμενο στην ποίηση του Απολλιναίρ[7] (1880-1918) και προγενέστερα στις χρωματικές ανακαλύψεις της οργανικής χημείας του Michel Eugène Chevreul (1786-1889),[8] αλλά και στις περιέργειές του περί μαγικών πραγμάτων, κατά κάποιο τρόπο υπήγαγε τα εικαστικά και τη σύνολη νοούμενη πραγματικότητα στη μουσική.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι αυτή η ποιότητα Ορφισμού ξεκινά και επιστρέφει στην Ουσία η οποία σε αυτή την την αντίληψη τελεί σε Ταυτότητα με τη Μουσική η οποία αποκαλύπτεται ως η κεκρυμμένη, η απόκρυφη ενική Ουσία πίσω από την πολυσχιδότητα και ασυνδετότητα των κοινωνικών φαινομένων και συλλήβδην του Κόσμου των Εμφανίσεων, καθώς και ως η κύρια Ερμηνευτική γραμμή.

Από μαθηματική και μηχανολογική άποψη -όσο κι αν ακουστεί τραχύ- σε αυτά τα ρεύματα περί κατασκευής της πραγματικότητας με επίκεντρο τη μουσική και τους στίχους ανευρίσκονται οι πρώτες υποκειμενικές μορφές συνδεόμενες με τη λειτουργία των αφηρημένων μηχανών.[9] Στη σύγχρονη εποχή, αν όλο αυτό απομυστικοποιηθεί από αυστηρή υλιστική άποψη, καθίσταται ευνόητο ότι διασυνδέεται με τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία συναρθρώνονται με τα λεγόμενα πνευματικά καλλιτεχνικά δικαιώματα.

Με ιστορικά κριτήρια, η ανάπτυξη όλων αυτών των ρευμάτων αποτύπωνε όψεις της πολύπλευρης και πολυσχιδούς ανάπτυξης της Αστεακής Ζωής εκλαμβανομένων ως μορφών Αστεακής Συνείδησης που συχνά συναντάνται με τις εργατικές εξερευνήσεις και περιπλανήσεις στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Από άποψη περιεχομένου, επρόκειτο για αποκρίσεις στο γενικό αίτημα περί Χειραφέτησης στις αστεακές ζώνες όπου το Εργατικό διατέμνεται εν μέρει με το ανεπίσημο Λόγιο επί των Ελευθεριακών πρακτικών και αναζητήσεων.

Πρέπει να ειπωθεί ότι τόσο εννοιολογικά, όσο και ως πεδία έρευνας, ο Μυστικισμός δεν ταυτίζεται με τη Φιλοσοφική Μεταφυσική. Επιπρόσθετα, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ενάντια στη Θετικιστική διάβρωση και το Δογματισμό ότι στις μητροπόλεις του 19ου αιώνα επιτεύματα της Βιομηχανικής Επιστήμης, κύρια δε οι εφαρμογές του στατικού ηλεκτρισμού και της φωτογραφίας παρουσιάζονταν δημόσια στο λαϊκό και εργατικό κοινό μέσα από μαγικές εκφορές και εμφανίσεις. Η νεωτερική αστική κοινωνία, όπως το λένε ο Μαρξ και ο Ένγκελς, φέρνει στο νου το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει τις υποχθόνιες δυνάμεις τις οποίες επικαλέσθηκε,[10] και γι’ αυτό οι επιστημονικές πειθαρχίες ανά περιστάσεις φαντασμαγορούν ότι επικαλύπτονται με το απόκρυφο και το μαγικό.

Η τιθέμενη προβληματική σχετικά με το Μυστικισμό έχει να κάνει με τη μυστικοποίηση του Μυστικισμού μέσα από την εμφάνισή του ως επίσημη πολιτική, ως Κοινωνική Θεωρία η οποία αξιώνει δάφνες θεσμικής επιστημοσύνης και εγκαλεί τους τρίτους και τους άλλους θέτοντάς τους κανονιστικότητες και κατηγορικές προσταγές. Σ’ αυτήν την περίπτωση, εκδηλώνεται το φαινόμενο της αυτογελοιοποίησης, του αυτοχλευασμού (Selbstverspottung) το οποίο εντοπίζει ο Μαρξ στον πρακτικό Παρισινό Μυστικισμό.

Επικεντρώνοντας στην περίπτωση του σύγχρονου Καλλιτεχνικού Μυστικισμού, η κριτική μας δεν αποσκοπεί σε μια κατηγορική απεύθυνση δυνάμει του ιεροποιημένου Μπενγιαμινικού τσιτάτου[11] περί αισθητικοποίησης, πολιτικόποιησης, φασισμού και κομμουνισμού. -Η μετάπτωση των εννοιών και κατηγοριών, η σύμπλεξη των μορφών και η μετα/αντι-στροφή της μίας προς την αντιτιθέμενη ή την συν/διά-τιθέμενη, η ποιοτική διαφοροποίηση και διάκρισή των είναι Έλλογες στιγμές.

Ο Μοντερνισμός παρίσταται ως η Ζωή ως Τέχνη και η Τέχνη ως Ζωή. Στον όρο Ζωή περιλαμβάνεται κι η Πολιτική Ζωή. Αυτό δεν μας ωθεί κατά το λογικό Μπενγιαμινικό σφάλμα σε μια συναγωγή ότι δήθεν ο Μοντερνισμός είναι λογικά Φασίζων (!). Η Αισθητική είναι πανταχόθεν παρούσα και ενεργή, επιθέτει τα δικά της αυτόνομα κριτήρια, είτε με τη μορφή της Καντιανής[12] Αισθητικής Αποφαντικής Ικανότητας, είτε με τη μορφή ενός μετασχηματιστικού πεδίου αναδιοργάνωσης και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων και των υποκειμένων. Από την άλλη, αυτό δεν φτάνει ως την Αγκαμπενική ροπή ότι όλα είναι σε τελική ανάλυση αναγώγιμα στην Αισθητική, ή ότι όλα μπορούν να κατανοηθούν και να παρουσιασθούν Κατηγορικά ως κατ’ Αντόρνο αισθητικά προτσές-"εξέγερση Τέχνης"[13].

Ούτως ή άλλως, στο έργο του Μπένγιαμιν εντοπίζονται απηχήσεις και αποκρίσεις Καλλιτεχνικού Μυστικισμού τόσο στον “ΕπιστημοΚριτικό Πρόλογο” της “Εκπήγασης του Γερμανικού Τραγικού Δράματος”, όσο και στα “Έργα των Στοών”. Σ’ αυτό, η νεωτερική πόλη περιγράφεται ως η quasi μυστικιστική εκδίπλωση μιας απολυτρωτικής ιδέας, η δε αρχιτεκτονική κρυπτική λογική της συντίθεται μέσα από τέτοια αισθητικά και καλλιτεχνικά στοιχεία ιδεατότητας και ιδεώδους.

Από άποψη Κοινωνικής Ιστορίας, αυτή η κατανόηση μπορεί να αποδοθεί στην Κρυπτι-κή ιστορία των θρησκευτικών μειονοτήτων και ετεροδοξιών με επίκεντρο τη Ρώμη των διωγμών εις βάρος των πρωτοχριστιανών, κάτι που συνεχίζεται από τον 11ο αιώνα στις αναπτυσσόμενες Μεσαιωνικές πόλεις. Αυτή η Κρυπτι-κή "παράδοση των καταπιεσμένων" ανευρίσκεται τόσο στις παρουσίες του Ιουδαϊσμού, όσο και στη δογματική παραδοξότητα και δοξασιολογία λειτουργιών της αστικής κοινωνίας.

 

Η Χειραφέτηση ως Νομική Έννοια και Πρακτική

 

Η Χειραφέτηση (emancipatio) διαμορφώνεται στη Ρωμαϊκή νομική πρακτική ως κανονιστική αποδέσμευση του τέκνου από την πατρική εξουσία (“patria potestas”) με κομβικό το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής συζύγου άνευ της προτεραίας πατρικής συναινέσεως, και διαφέρει ποιοτικά από τις πρακτικές νομικής απελευθέρωσης των δούλων ως προσώπων.[14] Οι σχετικές Ρωμαϊκές νομικές ρυθμίσεις διατηρούνται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ενώ και οι Βαρβαρικές δικαιικές πρακτικές προβλέπουν δικαίωμα Χειραφέτησης κατόπιν διεξαγωγής συνέλευσης/συμβουλίου.[15]

Σε αυτό, η Νομικά προβλεπόμενη Χειραφέτηση είναι μια αρνητική κίνηση ατομικά καταργητική της Πατριαρχικής εξουσίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι η τελευταία στο Ρωμαϊκό αρχέτυπο εμπεδώνει το imperium στο επίπεδο των μοριακών, οικογενειακών σχέσεων.

Πέρα από την τυπικότητα των νομικών προσδιορισμών και προνοιών, το περιεχόμενο της νομικής Χειραφετητικής πρακτικής συνίσταται από μια πρώτη μορφή άρνησης προς την ίδια την Πατριαρχία, άρνηση εκφερόμενη από την υποκειμενικότητα του (προ-)εφήβου. Απ’ αυτήν την άποψη, δεν είναι κάτι μερικό ή αποσπασματικό, καθ’ όσον μια νομική πρόβλεψη διάλυσης της Πατριαρχικής εξουσίας επισύρει και τη διάλυση ή τουλάχιστον την ποιοτική διαφοροποίηση ενός συνολικού πλέγματος οικονομικών και ανταλλακτικών σχέσεων (προικών, συνοικεσίων, επιγαμιών, γαμήλιων συμβολαίων, κληρονομικών δικαιωμάτων κλπ).

Παρότι κάποιοι στις προσφάτως παρελθούσες μέρες νοσταλγούσαν τις επίσης μυστικιστικές αναβιώσεις της ασφάλειας και της ιδρυματοποίησης των προνεωτερικών κοινοτήτων τους μέσα από “ουράνια συνοικέσια”, είναι ευκρινές ότι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εντεύθεν ένα από τα επιτεύγματα του κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού είναι η θεσμοθέτηση του απεγκλωβισμού από τα πατριαρχικά οικογενειακά κανονιστικά και εξουσιαστικά δεσμά μέσα από τη νομική Χειραφέτηση του τέκνου.

 

Η Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση

 

Στη γραμματεία της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, η Χειραφέτηση αναπτύσσεται σε συνδυασμό με την Αυτονομία του Υποκειμένου εντός της Ηθικότητας και των Ελεύθερων συνθηκών Ανάπτυξης. Αυτό δεν οδηγεί σε κάποια ποιότητα Ατομικισμού/Αδιαιρετισμού, καθ’ όσον ο όρος της Ηθικότητας συνδέει Υλικά, Γνωσιακά, Κατηγορικά και Προστακτικά το Υποκείμενο με το Κοινωνικό και την Ολότητα.

Στην Κριτική Σκέψη, στη Διαλεκτική, η Χειραφέτηση εμφανίζεται ως τελολογική/οργανική κίνηση της Συνείδησης εντός της Φαινομενολογίας του Πνεύματος. Για να γίνει κατανοητή η Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση, αντιπαρατίθεται στην Αλλοτρίωση και στις μορφές της Δυστυχούς Συνείδησης. Η Χειραφέτηση είναι η Αρνητική Κίνηση έναντι αυτών. Φαινομενολογικά, η Χειραφέτηση αναπτύσσεται μέσα από τη Σιγουριά και την Αλήθεια του Λόγου. Η ανάπτυξή της αυτή γίνεται μέσα από Λογικούς, Φυσιο-γνωμικούς και Ψυχολογικούς Νόμους, και κατά την Πληρότητά της λαμβάνει τη μορφή της Ενεργοποίησης/Πραγμάτωσης της Έλλογης Αυτοσυνείδησης μέσω του Εαυτού.[16]

Συχνά και τεχνηέντως, η Θετικιστική στενομυαλιά -κάτι που δεν σχετίζεται με την κριτική των Μαρξικών Χειρογράφων του 1844, άλλωστε την Ουσιακή-Υλική συγκρότηση του ανθρωπίνου όντος τη δέχεται η Φαινομενολογία μέσα από τα κεφάλαια για τον Παρατηρητικό Λόγο επί της Ανόργανης και Οργανικής Φύσης, πλην όμως διαχωρίζει ποιοτικά το ανθρώπινο ον ως Αυτοπραγματωνόμενη και Αυτενεργοποιούμενη Αυτοσυνείδηση από την λοιπή υπάρχουσα έμβια ύλη- στρεβλώνει τη Χειραφέτηση ως Έλλογη Κίνηση εμφανίζοντάς την ως κάποια ποιότητα μπουρζουάδικης υποκειμενικής ατομικότητας. Σε αντίθεση μ’ αυτό, στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, η Ατομικότητα/Αδιαιρετότητα αποδεικνύεται ως η Κατηγορία ως τέτοια περί του Αντικειμένου/Ενάντιου της Συνείδησης, όπου ο Προσδιορισμός δι’ εαυτώ τω ιδίω ή της αρνητικής Αυτοσυνείδησης εντός της οποίας ο Λόγος συντελείται, έχει καταργηθεί.[17] Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ατομικότητα/Αδιαιρετότητα συναρτάται με τον Παρατηρητικό Λόγο και την Τέχνη η οποία προκύπτει απ’ αυτόν.[18]

Μπορούμε να φέρουμε ένα παράδειγμα απ' το χώρο της νεωτερικής Τέχνης: η Χειραφέτηση στην αρχική μορφή της (ως Σιγουριά και Αλήθεια του Λόγου) είναι η Άρνηση της Υποκειμενικής Ατομικότητας η οποία συνάγεται λχ. μέσα από το γλυπτό “Le Penseur” του Ροντέν. Ενδεικτικό και κομβικό γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι στην Κλασική Γερμανική Φιλοσοφία, κύρια σε Φίχτε και Εγελιανή Διαλεκτική, η Παρουσίαση της Χειραφέτησης και της Αυτονομίας εκκινά με την κριτική στο Σκεπτικισμό, καθώς και στο Στωκισμό.[19]

Αν η Κλασική Γερμανική Φιλοσοσφία εκθέτει και παρουσιάζει τις Λογικές προϋποθέσεις και δυναμικές της Χειραφετητικής κίνησης, η εργατική κριτική κάνει το ίδιο στα επίπεδα και στα πεδία κοινωνικής ενεργοποίησης και πραγμάτωσής των μέσω και εντός της εργασίας και της αρνητικής προς αυτήν κίνησης.

Τούτων δοθέντων, είναι ευνόητο και ευκρινές ότι ο πολιτικά μυστικοποιημένος Μυστικισμός ακόμη και στην ευφυή μορφή του σύγχρονου Καλλιτεχνικού Μυστικισμού προσήκει στις προβληματικές της Ατομικότητας/Αδιαιρετότητας, δηλαδή στις προβληματικές περί της συγκρότησης του ετεροπροσδιορισμένου, ετερονομημένου τυπικού  υποκειμένου. Συγκεκριμένα, αυτό καθίσταται εμφανές από το ότι για να μιλήσει για Χειραφέτηση ή ακόμη και για να αξιώσει κάτι τέτοιο, παρουσιάζει ουσιοκρατικά έναν τρίτο προς αυτό όρο, μια τρίτη προς αυτό αρχή (principle) από την οποία εξ/συν-αρτά με παροντιστικό τρόπο τη Χειραφετητική ιδεά και προβολή του -ανεξάρτητα πώς ονομάζεται κάθε φορά: στον 19ο αιώνα είναι η Μουσική, στον 20ο αιώνα κάποιο αντιιμπ, μοναδικά μοναδικό, επιούσιο και περιούσιο έθνος, στον 21ο πιθανά κάποιο καινούριο επινόημα.



[1] Βλ. Friedrich Engels, Karl Marx, Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik Gegen Bruno Bauer und Konsorten, V. Kapitel. Die „kritische Kritik" als Geheimniskrämer oder die „kritische Kritik" als Herr Szeliga, 7. Der Weltzustand der Geheimnisse von Paris, MEW, Band 2, Berlin, Dietz Verlag, 1962, S. 80-81.

[2] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Western_esotericism, https://en.wikipedia.org/wiki/Occult

[3] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Hermetic_Order_of_the_Golden_Dawn

[4] Ενδεικτικά βλ. Maria Carlson, No Religion Higher Than Truth: A History of the Theosophical Movement in Russia, 1875-1922, Princeton, Princeton University Press, 1993.

[5] Ενδεικτικά βλ. https://ideelart.com/blogs/magazine/discover-the-mysteries-of-orphism-in-painting, https://thesciencesurvey.com/arts-entertainment/2025/02/27/capturing-the-essence-of-motion-in-kaleidoscopic-color-a-review-of-harmony-and-dissonance-orphism-in-paris-1910-1930-at-the-guggenheim/

[6] Ενδεικτικά βλ. https://www.tate.org.uk/art/art-terms/s/simultanism

[7] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Guillaume_Apollinaire

[8] Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Michel_Eug%C3%A8ne_Chevreul

[10] Βλ. Friedrich Engels, Karl Marx, Manifest der Kommunistischen Partei, Ι. Bourgeois und Proletarier, MEW, Band 4, Berlin, Dietz Verlag, 1977, S. 467: “Unter unsern Augen geht eine ähnliche Bewegung vor. Die bürgerlichen Produktions- und Verkehrsverhältnisse, die bürgerlichen Eigentumsverhältnisse, die moderne bürgerliche Gesellschaft, die so gewaltige Produktionsund Verkehrsmittel hervorgezaubert hat, gleicht dem Hexenmeister, der die Unterirdischen Gewalten nicht mehr zu beherrschen vermag, die er heraufbeschwor”.

[11] Βλ. Walter Benjamin, Das Kunstwerk im Zeitalter seiner technischen Reproduzierbarkeit, Frankfurt/Main, Suhrkamp, 1963, S. 44.

[12] Βλ. Immanouel Kant, Kritik der Urteilskraft, Erster Teil. Kritik der ästhetischen Urteilskraft,  Werke in zwölf Bänden. Band 10, Frankfurt am Main 1977, S. 115-300.

[13] Βλ. Theodor W. Adorno, Ästhetische Theorie, Band 97: Gesammelte Schriften, Suhrkamp Verlag Frankfurt am Main 1970, S. 70: “Gesellschaftliches Denken über Ästhetik pflegt den Begriff der Produktivkraft zu vernachlässigen. Die ist aber, tief in die technologischen Prozesse hinein, das Subjekt; zur Technologie ist es geronnen. Produktionen, die es aussparen, gleichsam technisch sich verselbständigen wollen, müssen am Subjekt sich korrigieren. Die Rebellion der Kunst gegen ihre falsche – intentionale – Vergeistigung, etwa die Wedekinds im Programm einer körperlichen Kunst, ist ihrerseits eine des Geistes, der zwar nicht stets, wohl aber sich selbst verneint”.

[14] Βλ. Praefationes Iustiniani, Liber I, VII. De Adoptionibus et Emancipationibus et Aliis Modis Quibus Potestas Solvitur,  https://www.iurisprudentia.de/digesta/scott/1/7/, ibid, Liber XXXVII, VIII. Die Coniungendis cum Emancipatio Liberis Eius, https://www.iurisprudentia.de/digesta/scott/37/8/

[15] Ενδεικτικά βλ. Manuel Vial-Dumas, “Parents, Children, and Law: Patria Potestas and Emancipation in the Christian Mediterranean during Late Antiquity and the Early Middle Ages”, Journal of Family History, Vol. 39, Núm. 4, pp. 307-329, Hannah Probert, Fatherhood in Gaul between Late Antiquity and the Early Middle Ages, A thesis submitted in partial fulfilment of the requirements for the degree of Doctor of Philosophy The University of Sheffield Faculty of Arts and Humanities Department of History December, 2016.

[16] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/B.+Die+Verwirklichung+des+vern%C3%BCnftigen+Selbstbewu%C3%9Ftseins+durch+sich+selbst

[17] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/C.+Die+Individualit%C3%A4t,+welche+sich+an+und+f%C3%BCr+sich+selbst+reell+ist

[18] Βλ. http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/C.+(AA)+Vernunft/V.+Gewi%C3%9Fheit+und+Wahrheit+der+Vernunft/A.+Beobachtende+Vernunft/a.+Beobachtung+der+Natur

[19] Βλ. Johann Gottlieb Fichte, Rezension des Aenesidemus oder über die Fundamente der vom Herrn Prof. Reinhold in Jena gelieferten Elementarphilosophie. Nebst einer Verteidigung des Skeptizismus gegen die Anmaßungen der Vernunftkritik, https://www.gleichsatz.de/b-u-t/trad/fichte/jgf-aenesidemus.html, http://www.zeno.org/Philosophie/M/Hegel,+Georg+Wilhelm+Friedrich/Ph%C3%A4nomenologie+des+Geistes/B.+Selbstbewu%C3%9Ftsein/IV.+Die+Wahrheit+der+Gewi%C3%9Fheit+seiner+selbst/B.+Freiheit+des+Selbstbewu%C3%9Ftseins;+Stoizismus,+Skeptizismus+und+das+ungl%C3%BCckliche+Bewu%C3%9Ftsein


Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...