Roswitha Scholz, “Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Volume 27, Nos. 1-2, Dossier: Marxism and the Critique of Value, Fall/Spring 2013-14
Στη δεκαετία του 1980, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, ο κουλτουραλισμός και οι θεωρίες της διαφοράς κατέστησαν ειδικά προβεβλημένες στα πεδία των γυναικείων σπουδών, μια πειθαρχία που έχει ευρέως αναπτυχθεί εντός των έμφυλων σπουδών. Ο μαρξιστικός φεμινισμός ο οποίος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε καθορίσει τις αντιπαραθέσεις σε αυτό το πεδίο, οπισθοχώρησε στην πίσω σκηνή. Πρόσφατα, ωστόσο, η αυξανόμενη απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού συνδεόμενη με την τρέχουσα οικονομική κρίση έχει παράξει μια επανέγερση και μια αυξανόμενη δημοφιλία ποικίλων συνόλων μαρξισμών. Έως σήμερα, ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις μόλις και έχουν μια επίδραση στα πεδία της φεμινιστικής θεωρίας ή των έμφυλων σπουδών -πέρα από κάποιες συζητήσεις κριτικές της παγκοσμιοποίησης και των περιοχικών σπουδών που εξετάζουν τo θέμα της εργασίας και του χρήματος. Η αποδόμηση είναι ακόμη η πρώτη φωνή στη χορωδία του οικουμενικού φεμινισμού, ειδικά στην έμφυλη θεωρία. Στο μεταξύ, ισχυρισμοί περί της αναγκαιότητας ενός νέου φεμινισμού (ιδιαίτερα ενός φεμινισμού που να συμπεριλαμβάνει ξανά ένα υλιστικό σχέδιο ανάλυσης) έχουν καταστεί κοινός τόπος. Το δημοφιλές επιχείρημα των δεκαετιών 1980 και 1990 το οποίο διατείνεται ότι αντιμετωπίζουμε ένα “μπέρδεμα των φύλων” με ραγδαίο τρόπο ξεφουσκώνει. Σε αντίθεση, γίνεται ξεκάθαρο ότι ούτε η πολυσυζητημένη εξίσωση των φύλων ούτε το αποδομιστικό παίγνιο με τα σημαίνοντα έχουν επιφέρει πειστικά αποτελέσματα.
Η “επανακάλυψη” της μαρξιστικής θεωρίας αφενός και η επίγνωση ότι ο φεμινισμός επ’ ουδενί είναι αναχρονιστικός ή περιττός αφετέρου, ακόμη κι αν δεν μπορεί να συνεχισθεί σε αυτές τις μορφές οι οποίες έχουν γίνει χαρακτηριστικές των παρελθουσών δεκαετιών, με οδηγεί να αναλογισθώ ένα νέο μαρξιστικό-φεμινιστικό θεωρητικό πλαίσιο εργασίας που να είναι ικανό να προσμετρήσει τις πρόσφατες εξελίξεις από όταν επήλθε το τέλος του ενεργά υπάρχοντος σοσιαλισμού, και την εφόρμηση της τρέχουσας πλανητικής οικονομικής κρίσης. Θα πρέπει ασφαλώς να είναι ξεκάθαρο ότι ουδείς μπορεί απρόσκοπτα να συνδέει τις παραδοσιακές μαρξιστικές έννοιες και την ανάλυση με τις προβληματικές του εικοστού πρώτου αιώνα. Χωρίς κριτική πρωτοβουλία, μια ευθεία εφαρμογή είναι παρομοίως απίθανη για εκείνα τα θεωρητικά πλαίσια εργασίας από όπου στη συνέχεια θα σκιαγραφήσω, όπως η κριτική θεωρία του Αντόρνο, ακόμα κι αν οι έρευνές του μας παρείχαν μια σημαντική βάση για μια κριτική θεωρία της σύγχρονης πατριαρχίας. Εκείνες οι φεμινιστικές αντιπαραθέσεις των πιο πρόσφατων είκοσι χρόνων που έχουν βασισθεί στον Αντόρνο και στην κριτική θεωρία, μπορούν να παράσχουν έμπνευση, όμως πρέπει επίσης να τροποποιηθούν. Δεν μπορώ να λεπτολογήσω επ’ αυτού εδώ. [1] Απεναντίας, θα ήθελα να αναπτύξω κάποιες πτυχές της θεωρίας μου περί έμφυλων σχέσεων, ή περί της θεωρίας της αποσύνδεσης της αξίας που έχω αναπτύξει μέσω της εμπλοκής σε κάποιες από τις θεωρίες οι οποίες αναφέρονται ανωτέρω. Όπως θα δείξω, οι ασύμμετρες έμφυλες σχέσεις σήμερα δεν μπορούν πια να κατανοηθούν με τον ίδιο τρόπο με τις “κλασικές” νεωτερικές έμφυλες σχέσεις: ωστόσο, είναι ουσιώδες να βασίσεις την εκπήγασή τους στην ιστορία της νεωτερικότητας. Παρομοίως, κάποιος πρέπει να συνυπολογίσει τις μεταμοντέρνες διαδικασίες διαφοροποίησης και τη συνάφεια των πολιτιστικών-συμβολικών επιπέδων τα οποία έχουν ξεπηδήσει από τη δεκαετία του 1980. Η πολιτιστική-συμβολική τάξη (order) πρέπει εδώ να εκληφθεί ως μια αυτόνομη διάσταση της θεωρίας. Κι όμως, αυτή η αυτόνομη διάσταση θα πρέπει να γίνει αντικείμενο στοχασμού ταυτόχρονα με την αποσύνδεση της αξίας ως βασική κοινωνική αρχή, χωρίς να συλλαμβάνεις τη Μαρξιανή θεωρία ως καθαρά υλιστική. Μια τέτοια θεωρία είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένη να αδράξει την ολότητα, στο βαθμό κατά τον οποίο το πολιτιστικό-συμβολικό όπως και τα κοινωνικο-ψυχολογικά επίπεδα συμπεριλαμβάνονται στο συγκείμενο ενός κοινωνικού όλου. Η οικονομία κι η κουλτούρα είναι γι’ αυτό ούτε ταυτά (όπως η “ταυτοτική λογική” η οποία επιδιώκει να καθυποτάξει τις διαφορές στον ίδιο κοινό παρανομαστή, προτείνει) ούτε μπορούν να αποσυνδεθούν το ένα από το άλλο με δυιστικό τρόπο. Μάλλον, η ταυτότητα και η μη-ταυτότητά τους πρέπει να κατανοηθούν ως συγκρουσιακή ασυμβατότητα που σχηματίζει την εμπορευματικά παράγουσα πατριαρχία ως τέτοια: η αυτό-αντιφατική βασική αρχή της κοινωνικής μορφής της αποσύνδεσης της αξίας.
Η Αξία ως Βασική Κοινωνική Αρχή
Πέρα από την προαναφερόμενη κριτική θεωρία του Αντόρνο, τα κύρια θεωρητικά σημεία αναφοράς είναι μια νέα, θεμελιώδης κριτική θεωρία της “αξίας” και της “αφηρημένης εργασίας” ως βελτιώσεων της μαρξιστικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, των οποίων οι πιο προβεβλημένοι θεωρητικοί κατά την τελευταία δεκαετία είναι ο Robert Kurz και ο Moishe Postone. [2] Προτίθεμαι να προσδώσω στα κείμενά τους μια φεμινιστική περιπλοκή.
Σύμφωνα με αυτή τη νέα προσέγγιση κριτικής της αξίας, δεν είναι η πρόσθετη αξία αφ’ εαυτώ -αυτό που δεν είναι η μονάχα εξωτερικά προσδιορισμένη εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μέσω των εννόμων σχέσεων ιδιοκτησίας- η οποία ίσταται στο κέντρο της κριτικής. Σε αντίθεση, η κριτική ξεκινά σε ένα πιο πρώιμο σημείο, κύρια με τον κοινωνικό χαρακτήρα του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής και κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη μορφή της δραστηριότητας που εμφανίζει ιδιαιτερότητα προς την αφηρημένη εργασία. Η εργασία ως αφαίρεση αναπτύσσεται για πρώτη φορά υπό τον καπιταλισμό μαζί με τη γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής και πρέπει, γι’ αυτό, να μην οντολογικοποιείται. Η γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή χαρακτηρίζεται από μια κομβική αντίφαση: υπό την υποχρέωση αξιοποίησης της αξίας, τα άτομα του καπιταλιστικού εγχειρήματος εντάσσονται εντατικά σε ένα δίκτυο, ενώ, ωστόσο, δεν εντάσσονται στη μη-κοινωνική παραγωγή, καθώς η πρέπουσα (γι’ αυτούς) κοινωνικοποίηση εγκαθιδρύεται μόνο μέσω της αγοράς και της ανταλλαγής. Ως εμπορεύματα, τα προϊόντα αναπαριστούν παρελθούσα αφηρημένη εργασία, και γι’ αυτό, αξία. Με άλλα λόγια, τα εμπορεύματα αναπαριστούν μια ειδική ποσότητα ανάλωσης ανθρώπινης ενέργειας, αναγνωριζόμενη από την αγορά ως κοινωνικά έγκυρη. Αυτή η αναπαράσταση με τη σειρά της εκφράζεται από το χρήμα, το γενικό ισοδύναμο και ταυτόχρονα στην ίδια τη μορφή του κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι εμφανίζονται μη-κοινωνικοί και η κοινωνία εμφανίζεται να συγκροτείται μέσω πραγμάτων τα οποία διαμεσολαβούνται από την αφηρημένη ποσότητα της αξίας. Το αποτέλεσμα είναι η αλλοτρίωση των μελών της κοινωνίας, καθώς η δική τους κοινωνικότητα απονέμεται σε αυτούς από τα εμπορεύματα, από νεκρά πράγματα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο η εντελώς κενή κοινωνικότητα (ίσταται, αναπτύσσεται) στην κοινωνική μορφή της αναπαράστασης του συγκεκριμένου, αισθητού περιεχομένου. Αυτή η σχέση μπορεί προς το παρόν να εκφρασθεί μέσω της έννοιας του φετιχισμού, κρατώντας κατά νου ότι η ίδια αυτή η έννοια είναι εισέτι ανολοκλήρωτη.
Αντίθετα σε αυτό, ίστανται οι προνεωτερικές κοινωνίες στις οποίες τα αγαθά παράγονταν υπό διαφορετικές σχέσεις κυριότητας (εμπρόσωπες, αντιτιθέμενες στις πραγμοποιημένες από την εμπορευματική μορφή). Τα αγαθά παράγονταν στο αγροτικό πεδίο και σε μικρές αγορές κύρια για ιδία χρήση, προσδιορισμένες από ειδικούς νόμους συντεχνιών οι οποίες απέκλειαν την επιδίωξη αφηρημένου κέρδους. Η πολύ περιορισμένη προνεωτερική ανταλλαγή αγαθών δεν διεξάγετο στις αγορές και σε σχέσεις ανταγωνισμού κατά τη νεωτερική σημασία. Γι’ αυτό δεν ήταν πιθανό σε εκείνο το σημείο της ιστορίας να μιλήσεις για μια κοινωνική ολότητα στην οποία το χρήμα και η αξία έχουν γίνει τα ίδια αφηρημένοι σκοποί. Κατά συνέπεια η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη της πρόσθετης αξίας, από την προσπάθεια να γεννήσεις περισσότερο χρήμα από χρήμα, όχι ως ζήτημα υποκειμενικού πλουτισμού, αλλά, σε αντίθεση, ως ένα ταυτολογικό σύστημα προσδιοριζόμενο από τη σχέση της αξίας προς το εαυτό της. Είναι σε αυτό το συγκείμενο που ο Μαρξ μιλάει για το “αυτόματο υποκείμενο”. [3] Οι ανθρώπινες ανάγκες γίνονται ευκαταφρόνητες και η ίδια η εργατική δύναμη μεταμορφώνεται σε εμπόρευμα. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη ικανότητα για παραγωγή έχει καταστεί εξωτερικά προσδιορισμένη -όχι με την έννοια της εμπρόσωπης κυριάρχησης, αλλά με την έννοια των ανώνυμων τυφλών μηχανισμών. Και είναι μόνο γι’ αυτό το λόγο που οι παραγωγικές δραστηριότητες καθίστανται αντικείμενο εξαναγκασμού στη μορφή της αφηρημένης εργασίας. Εσχάτως, η ανάπτυξη του καπιταλισμού σημαδεύει τη ζωή παγκόσμια με τα μέσα της αυτο-κίνησης του χρήματος και της αφηρημένης εργασίας που εγέρθησαν μόνο υπό τον καπιταλισμό, και εμφανίζονται ανιστορικά ως μια οντολογική αρχή. Ο παραδοσιακός μαρξισμός προβληματοποιεί μόνο ένα μέρος αυτού του συστήματος συσχετίσεων, κύρια την έννομη ιδιοποίηση της πρόσθετης αξίας από τη μπουρζουαζία, και κατ’ αυτόν τον τρόπο επικεντρώνει στην ανισότιμη διανομή, παρά στον εμπορευματικό φετιχισμό. Η κριτική του στον καπιταλισμό και οι φαντασίες των μετακαπιταλιστικών κοινωνιών είναι συνεπώς περιορισμένες στο στόχο της ίσης διανομής εντός του συστήματος εμπορευματικής παραγωγής στις μη-ανεσταλμένες μορφές του. Τέτοιες κριτικές αποτυγχάνουν να διαβλέψουν ότι το μαρτύριο που απορρέει από τον καπιταλισμό, αναδύεται από τις συγκεκριμένες τυπικές/μορφικές σχέσεις εκ των οποίων η ιδιωτική περιουσία είναι απλά ένα από τα πολλά αποτελέσματα. Ακολούθως, ο μαρξισμός των εργατικών κινημάτων περιορίσθηκε σε μια ιδεολογία νομιμοποίησης των εμμενών στο σύστημα εξελίξεων και κοινωνικών βελτιώσεων. Σήμερα, αυτή η μορφή σκέψης είναι ακατάλληλη για μια ανανεωμένη κριτική του καπιταλισμού, καθώς έχει απορροφήσει (και τις έχει κάνει δικές της) όλες τις βασικές αρχές της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης, ιδιαίτερα τις κατηγορίες της αξίας και της αφηρημένης εργασίας, παρερμηνεύοντας αυτές τις κατηγορίες ως δι-ιστορικές συνθήκες της ανθρωπότητας. Σε αυτό το συγκείμενο, μια ριζοσπαστική θέση αξιακής κριτικής αναφέρει ότι παρελθόντα παραδείγματα του ενεργά υπάρχοντος σοσιαλισμού ως συστήματος παραγωγής αξίας των κρατικογραφειοκρατικά προσδιορισμένων διαδικασιών της αναρρωτικής (ή καταφθάνουσας) νεωτερικοποίησης (nachholende Modernisierung)* στην παγκόσμια Ανατολή και Νότο, διαμεσολαβημένες από παγκόσμια οικονομικά προτσές και από την κούρσα για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έναντι της Δύσεως, έπρεπε να καταρρεύσουν στο μετα-φορντικό στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Έκτοτε η Δύση έχει εμπλακεί στο προτσές του αποσύρεσθαι εκ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στο συγκείμενο των κρίσεων και της παγκοσμιοποίησης.
Η Αποσύνδεση της Αξίας ως Βασική Κοινωνική Αρχή
Οι έννοιες της αξίας και της αφηρημένης εργασίας, επιχειρηματολογώ, δεν μπορούν επαρκώς να προσμετρήσουν τις βασικές μορφές του καπιταλισμού ως θεμελιακής φετιχιστικής σχέσης. Πρέπει επίσης να προσμετρήσουμε το γεγονός ότι υπό τον καπιταλισμό οι αναπαραγωγικές δραστηριότητες εγείρονται να είναι πρωταρχικά διεξαγόμενες από γυναίκες/θηλυκά. Ακολούθως, η αποσύνδεση της αξίας σημαίνει ότι ο καπιταλισμός περιέχει έναν πυρήνα θηλυκά-προσδιοριζόμενων αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων και τις επιδράσεις, τα χαρακτηριστικά και τις στάσεις τους (συναισθηματικότητα, γυναικεία/θηλυκή ή μητρική ανατροφή και επιμέλεια) οι οποίες είναι αποσυνδεόμενες από την αξία και την αφηρημένη εργασία. Οι θηλυκές σχέσεις ύπαρξης -που είναι οι θηλυκές αναπαραγωγικές δραστηριότητες υπό τον καπιταλισμό- είναι γι’ αυτό διαφορετικού χαρακτήρα από την αφηρημένη εργασία, και αυτό είναι ο λόγος για το ότι δεν μπορούν ευθέως να υπαχθούν υπό την έννοια της εργασίας. Τέτοιες σχέσεις συγκροτούν μια πτυχή των καπιταλιστικών κοινωνιών που δεν μπορεί να συλληφθεί από το το εννοιολογικό λειτουργούν (apparatus) του Μαρξ. Αυτή η πτυχή είναι μια αναγκαία πλευρά της αξίας, ακόμα κι αν υφίσταται εκτός αυτής και συνιστά (γι’ αυτό το συγκεκριμένο λόγο) προϋπόθεσή της. Σε αυτό το συγκείμενο δανείζομαι από τη Frigga Haug τον όρο “της λογικής εξοικονόμησης χρόνου” που προσδιορίζει μια πλευρά της νεωτερικότητας που γενικά είναι συνδεόμενη με τη σφαίρα της παραγωγής, αυτό που o Kurz αποκαλεί “η λογική της διασύνδεσης” (Vernutzung) της διοίκησης επιχειρήσεων”, και μια “λογική της ανάλωσης χρόνου” που αποκρίνεται στο πεδίο της αναπαραγωγής. Αξία και αποσύνδεση γι’ αυτό ίστανται σε μια διαλεκτική σχέση η μία προς την άλλη. Η μία δεν μπορεί απλά να απορρεύσει από την άλλη. Μάλλον, αμφότερες ταυτόχρονα αναδύονται η μία από την άλλη. Με αυτήν την έννοια, η αποσύνδεση της αξίας μπορεί να κατανοηθεί ως το μακρο-θεωρητικό πλαίσιο εργασίας εντός του οποίου οι κατηγορίες της αξιακής μορφής λειτουργούν μικρο-θεωρητικά, επιτρέποντας σε εμάς να εξετάσουμε τη φετιχιστική κοινωνικοποίηση στη συνολικότητα της αντί (να εξετάσουμε) μόνη της την αξία. Κάποιος πρέπει να επισημάνει εδώ, ωστόσο, ότι η αισθητότητα η οποία συνήθως εσφαλμένα εκλαμβάνεται ως ένα a priori στα πεδία της αναπαραγωγής, κατανάλωσης και στις σχετιζόμενες με αυτά δραστηριότητες, ως επίσης οι ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν σε αυτό το συγκείμενο, εγέρθησαν ιστορικά πριν το φόντο της αποσύνδεσης της αξίας ως συνολικού προτσές. Αυτές οι κατηγορίες δεν πρέπει να παρερμηνεύονται ως άμεσες ή φυσικές, παρά το γεγονός ότι το φαγητό, το πιοτό και η αγάπη δεν είναι μόνο συνδεόμενα στη συμβολοποίηση (όπως οι χυδαίοι κονστρουκτιβισμοί ίσως ισχυρίζονται). Οι παραδοσιακές κατηγορίες που είναι διαθέσιμες σε εμάς για την κριτική της πολιτικής οικονομίας, ωστόσο, έχουν έλλειψη αναφορικά και με κάτι άλλο. Η αποσύνδεση της αξίας εφαρμόζει μια ιδιαίτερη κοινωνικο-ψυχολογική σχέση. Συγκεκριμένες απαξιωμένες ποιότητες (αισθητότητα, συναισθηματικότητα, ανεπάρκειες στη σκέψη και στο χαρακτήρα κοκ) είναι συνδεομένες με τη θηλυκότητα και αποσυνδεόμενες από το αρσενικό νεωτερικό υποκείμενο. Αυτές οι έμφυλες-ειδικές ιδιότητες είναι θεμελιακά χαρακτηριστικά της συμβολικής τάξης της εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας. Τέτοιες ασύμμετρες έμφυλες σχέσεις, θα έπρεπε, πιστεύω, στο μέτρο που αφορούν τη θεωρία, να εξετάζονται επικεντρώνοντας μόνο στη νεωτερικότητα και στη μετανεωτερικότητα. Αυτό δεν είναι για να λες ότι αυτές οι σχέσεις δεν έχουν μια προνεωτερική ιστορία, αλλά μάλλον για να δώσεις έμφαση στο ότι η οικουμενικοποίησή τους τις προίκισε με μια συνολικά νέα ποιότητα. Η οικουμενικοποίηση τέτοιων έμφυλων σχέσεων στο ξεκίνημα της νεωτερικότητας σήμαινε ότι οι γυναίκες ήταν κύρια υπεύθυνες για τις λιγότερο-αξιοποιούμενες (όπως αντιτίθεντο στην αρσενική παραγωγή κεφαλαίου) περιοχές της αναπαραγωγής που δεν μπορούν να αναπαρασταθούν σε χρηματικούς όρους. Πρέπει να απορρίψουμε την κατανόηση των έμφυλων σχέσεων υπό τον καπιταλισμό ως προκαπιταλιστικό κατάλοιπο. Η μικρή, πυρηνική οικογένεια, όπως τη ξέρουμε, για παράδειγμα, εγέρθη μόνο στον 18ο αιώνα, ακριβώς όπως η δημόσια και η ιδιωτική σφαίρα, όπως τις κατανοούμε σήμερα, εγέρθησαν στη νεωτερικότητα. Αυτό που ισχυρίζομαι εδώ, γι’ αυτό, είναι ότι το ξεκίνημα της νεωτερικότητας όχι μόνο σημείωσε την άνοδο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, αλλά επίσης έδειξε την ανάδυση ενός κοινωνικού δυναμισμού που ερείδεται στη βάση των σχέσεων της αποσύνδεσης της αξίας.
Εμπορευματικά Παράγουσα Πατριαρχία ως Πολιτισμικό Υπόδειγμα
Ακολούθώντας τη Frigga Haug, υποθέτω ότι η έννοια της εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας πρέπει να αναφερθεί ως ένα πολιτισμικό υπόδειγμα, κι όμως θα ήθελα να τροποποιήσω τις προκείμενές της προσμετρώντας τη θεωρία της αποσύνδεσης της αξίας. [4] Όπως είναι καλά γνωστό, η συμβολική τάξη της εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: η πολιτική και τα οικονομικά είναι συνδεόμενα με την αρσενικότητα: η αρσενική σεξουαλικότητα, για παράδειγμα, γενικά περιγράφεται ως ατομικοποιημένη, επιθετική ή βίαιη, καθώς οι γυναίκες συχνά λειτουργούν ως καθαρά σώματα. Ο άντρας γι’ αυτό αναφέρεται ως άνθρωπος, άνθρωπος της διάνοιας, και ως υπερβατικό σώμα, καθώς οι γυναίκες ανάγονται σε μη-ανθρώπινη κατάσταση, ως προς το σώμα. Ο πόλεμος επιφέρει μια αρσενική συνεκδοχή, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως ειρηνικές, παθητικές, κενές θέλησης και πνεύματος. Οι άνδρες πρέπει να αγωνιστούν για τιμή, γενναιότητα και πράξεις αθανασίας. Οι άνδρες λογίζονται ως ήρωες και ικανοί μεγάλων κατορθωμάτων τα οποία απαιτούν απ’ αυτούς να καθυποτάξουν με παραγωγικό τρόπο τη φύση. Οι άνδρες ίστανται σε όλους τους καιρούς σε ανταγωνισμό προς τους άλλους. Οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για την επιμέλεια επί των ατόμων ως επίσης για την ίδια την ανθρωπινότητα. Κι όμως οι πράξεις τους παραμένουν κοινωνικά απαξιωμένες και παραμελημένες στη διαδικασία ανάπτυξης της θεωρίας, ενώ η σεξουαλικοποίησή τους είναι η πηγή της καθυπόταξης των γυναικών στους άνδρες και υποσημειώνει την κοινωνική περιθωριοποίησή τους.
Αυτή η έννοια επίσης προσδιορίζει την ιδέα της τάξεως που επισημειώνει τις σύγχρονες κοινωνίες ως ένα όλον. Επιπρόσθετα, η ικανότητα και η προθυμία να παράξεις, και η ορθολογική, οικονομική και αποτελεσματική ανάλωση του χρόνου επίσης προσδιορίζουν το πολιτισμικό υπόδειγμα στις αντικειμενικές δομές του ως μια ολότητα σχέσεων -τους μηχανισμούς του και την ιστορία του τόσο, όσο και τα αξιώματα της ατομικής εμπροθετότητας και δράσης (agency). Μια προκλητική μορφοποίηση ίσως προτείνει ότι το αρσενικό φύλο πρέπει να κατανοηθεί ως το φύλο του καπιταλισμού, κρατώντας κατά νου ότι μια τέτοια δυιστική κατανόηση του φύλου είναι φυσικά η κυρίαρχη κατανόηση του φύλου στη νεωτερικότητα. Το εμπορευματικά παράγον πολιτισμικό υπόδειγμα απαιτεί να έχει το θεμέλιό του στην καταπίεση και περιθωριοποίηση των γυναικών και στη συνεπακόλουθη αγνόηση της φύσης και του κοινωνικού. Υποκείμενο και αντικείμενο, κυριαρχία και καθυπόταξη, άνδρας και γυναίκα είναι έτσι τυπικές διχοτομήσεις, ανταγωνιστικά δίπολα εντός της εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας. [5]
Κι όμως είναι σημαντικό να αποτρέψουμε παρερμηνείες αναφορικά με αυτά. Η αποσύνδεση της αξίας πρέπει με αυτή την έννοια να κατανοηθεί ως μια μετα-έννοια αφ’ ής στιγμής απασχολούμεθα με τη θεωρητική εξήγηση σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Αυτό σημαίνει για τις ενικές εμπειρικές μονάδες ή (για τα προσίδια) υποκείμενα ότι δεν είναι ικανά να αποδράσουν από τα κοινωνικο-πολιτιστικά πρότυπα, ούτε ικανά να καταστούν κομμάτι αυτών των προτύπων. Επιπρόσθετα, όπως θα δούμε, τα έμφυλα υποδείγματα υπόκεινται σε ιστορική αλλαγή. Είναι γι’ αυτό σημαντικό να αποφύγεις απλουστευμένες ερμηνείες προσομοιάζουσες στη θεωρία αποσύνδεσης της αξίας, λχ., την ιδέα μιας “νέας θηλυκότητας” συνδεόμενης με το φεμινισμό της διαφοράς της δεκαετίας του 1980 ή ακόμα και την “Αρχή της Εύας” η οποία προπαγανδίζεται κατά το τρέχον διάστημα από Γερμανούς συντηρητικούς. [6] Αυτό που πρέπει να εμπεδώσουμε σε όλο αυτό, είναι ότι η αφηρημένη εργασία και η οικιακή εργασία με τα γνωστά πολιτιστικά πρότυπα της αρσενικότητας και της θηλυκότητας προσδιορίζουν η μία την άλλη ταυτόχρονα. Το παλιό ερώτημα περί “κότας και αβγού” δεν είναι εύλογο αναφορικά με αυτό. Κι όμως μια μη-διαλεκτική προσέγγιση είναι χαρακτηριστική των αποδομιστικών κριτικών οι οποίοι επιμένουν ότι αρσενικότητα και θηλυκότητα πρέπει να παράγονται με πολιτιστικό τρόπο πριν μια εμφυλοποιημένη διανομή δράσεων λάβει χώρα. [7] Η Frigga Haug επίσης προχωράει από την οντολογικοποιητική υπόθεση ότι το πολιτιστικό νόημα συνάπτει εαυτώ στην πορεία της ιστορίας, σε έναν προγενέστερα εμφυλοποιημένο καταμερισμό εργασίας. [8]
Εντός της σύγχρονης εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας, αναπτύσσεται πάλι μια δημόσια σφαίρα η οποία αφ’ εαυτή συμπεριλαμβάνει μια σειρά σφαιρών (οικονομία, πολιτική, επιστήμη και πάει λέγοντας) και μια ιδιωτική σφαίρα. Οι γυναίκες είναι κύρια ανατεθειμένες στην ιδιωτική σφαίρα. Αυτές οι διαφορετικές σφαίρες είναι αφενός σχετικά αυτόνομες, και αφετέρου αμοιβαία προσδιορισμένες -ίστανται σε διαλεκτική σχέση η μία προς την άλλη. Είναι λοιπόν σημαντικό η ιδιωτική σφαίρα να μην παρερμηνευθεί ως μια εκπόρευση της αξίας αλλά μάλλον ως μια αποσυνδεόμενη σφαίρα. Αυτό το οποίο απαιτείται, είναι μια σφαίρα εντός της οποίας δράσεις όπως επιμέλεια και στοργή μπορούν να εκτοπισθούν, καθώς αυτά ίστανται αντιτιθέμενες στη λογική της αξίας και της εξοικονόμησης χρόνου και της ηθικότητάς των (ανταγωνισμός, κέρδος, επιτέλεση/παράσταση). Αυτή η σχέση μεταξύ ιδιωτικής σφαίρας και δημόσιου τομέα επίσης εξηγεί την ύπαρξη αρσενικών συμμαχιών και θεσμιών τα οποία καθιδρύουν εαυτά μέσω μιας επιδρώσας διάσπασης ενάντια σε όλα όσα είναι θηλυκά. Ως συνέπεια, η συγκεκριμένη βάση του σύγχρονου κράτους και της πολιτικής μαζί με τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας κείνται από τον 18ο αιώνα επί του θεμελίου των αρσενικών συμμαχιών. Ωστόσο, αυτό δεν είναι σαν να λες ότι η πατριαρχία ερείδεται επί των σφαιρών οι οποίες δημιουργήθηκαν από το προτσές αποσύνδεσης. Επί παραδείγματι, οι γυναίκες ήταν πάντοτε κατά ένα εύρος ενεργές στη σφαίρα της συσσώρευσης. Παρ’ όλ’ αυτά, η αποσύνδεση κατέστη προφανής εδώ παρά την επιτυχία της Άγγελα Μέρκελ και άλλων, από τη στιγμή κατά την οποία η ύπαρξη των γυναικών στη δημόσια σφαίρα γενικά απαξιώνεται και οι γυναίκες εκτενώς παραμένουν ξεγραμμένες από την άνωθεν κινητικότητα. Όλο αυτό ενδεικνύει ότι η αποσύνδεση της αξίας είναι μια διατηρητική κοινωνική μορφική/τυπική αρχή που τοποθετείται σε ένα αποκρινόμενο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, και δεν μπορεί μηχανιστικά να διαχωρισθεί σε διαφορετικές σφαίρες. Αυτό σημαίνει ότι οι επιδράσεις της αποσύνδεσης της αξίας διαπερνούν όλες τις σφαίρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιπέδων της δημόσιας σφαίρας.
Η Αποσύνδεση της Αξίας ως Βασική Κοινωνική Αρχή και η Κριτική της Ταυτοτικής Λογικής
Η αποσύνδεση της αξίας ως κριτική πρακτική δεν επιτρέπει ταυτοτικο-κριτικές προσεγγίσεις. Δεν επιτρέπει προσεγγίσεις οι οποίες ανάγουν τις αναλύσεις στο επίπεδο των δομών και των εννοιών οι οποίες υπάγουν όλες τις αντιφάσεις και τις μη-ταυτότητες τόσο όσον αφορά την απόδοση των μηχανισμών, δομών και χαρακτηριστικών της εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας σε κοινωνίες οι οποίες δεν παράγουν εμπορεύματα, όσο και όσον αφορά την ομοιογενοποίηση των διαφορετικών σφαιρών και τομέων εντός της ίδιας της εμπορευματικά παράγουσας πατριαρχίας, υποτιμώντας ποιοτικές διαφορές. Το αναγκαίο σημείο αναχώρησης δεν είναι απλά η αξία, αλλά η σχέση της αποσύνδεσης της αξίας ως θεμελιακής κοινωνικής δομής η οποία αποκρίνεται στην ανδροκεντρική οικουμενίστικη σκέψη. Κατόπιν όλων, αυτό που είναι σημαντικό εδώ, δεν είναι απλά το ότι είναι ο μέσος εργασιακός χρόνος ή η αφηρημένη εργασία που προσδιορίζουν το χρήμα ως ισοδύναμη μορφή. Πιο σημαντική είναι η παρατήρηση ότι η αξία εφ’ εαυτώ πρέπει να προσδιορίσει ως λιγότερο αξιοποιήσιμη την οικιακή εργασία, το μη-εννοιακό, και κάθε τι σχετιζόμενο στη μη-ταυτότητα, το αισθητό, το επιδρών, και το συναισθηματικό.
Η αποσύνδεση, ωστόσο, δεν είναι συγκλίνουσα με το μη-ταυτό στον Αντόρνο. Με μεγαλύτερη ακρίβεια, το αποσυνδεόμενο αναπαριστά το ερεβώδες υπογάστριο της ίδιας της αξίας. Εδώ, η αποσύνδεση πρέπει να κατανοηθεί ως μια προϋπόθεση που διασφαλίζει ότι το ενδεχομενικό, το μη-κανονικό, το μη-αναλυτικό, τα οποία δεν μπορούν να εξαχθούν από την επιστήμη, θα παραμένουν αποκρυπτόμενα και μη φωτισμένα, διαιωνίζοντας έτσι τη ταξινομητική σκέψη που είναι ανίκανη να καταχωρήσει και να διατηρήσει ιδιαίτερες ποιότητες, εγγενείς διαφορές, ρήξεις, αμφιθυμίες και ασυγχρονίες.
Αντιστρόφως, αυτό σημαίνει για την “κοινωνικοποιημένη κοινωνία” του καπιταλισμού ότι αυτά τα επίπεδα και οι τομείς δεν μπορούν να κατανοηθούν το ένα σε σχέση με το άλλο ως μη αναγώγιμα στοιχεία του πραγματικού, αλλά αυτά πρέπει επίσης να εξετασθούν στις αντικειμενικές, εσωτερικές σχέσεις τους οι οποίες αποκρίνονται στην έννοια της αποσύνδεσης της αξίας ως μορφικής/τυπικής αρχής της κοινωνικής ολότητας που συγκροτεί μια δοσμένη κοινωνία στο επίπεδο της οντολογίας και της εμφάνισης, εκ πρώτης όψεως. Κι όμως, σε κάθε στιγμή, η αποσύνδεση της αξίας είναι επίσης γνώστης των δικών της περιορισμών ως θεωρία. Η αυτο-ανάκριση της θεωρίας αποσύνδεσης της αξίας εδώ πρέπει να πάει αρκετά παραπέρα προκειμένου να εμποδίσει την τοποθέτησή της ως μια απόλυτη, κοινωνικο-μορφική αρχή. Αυτό το οποίο αποκρίνεται στην έννοιά της, κατόπιν όλων, δεν μπορεί να εξυψωθεί στην κατάσταση μιας κύριας αντίφασης, και η θεωρία της αποσύνδεσης της αξίας, όπως η θεωρία της αξίας, δεν μπορεί να κατανοηθεί ως μια θεωρία της λογικής του ενός. Στην εκ μέρους της κριτική της ταυτοτικής λογικής, γι’ αυτό, η θεωρία της αποσύνδεσης της αξίας παραμένει αληθής προς το εαυτό της και δύναται μόνο να παρίσταται στο μέτρο κατά το οποίο το σχετικοποιεί, και ανά καιρούς ακόμη κι αν απαρνιέται εαυτό. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η θεωρία αποσύνδεσης της αξίας πρέπει να αφήσει ίσο χώρο για άλλες μορφές κοινωνικής ανισότητας (συμπεριλαμβανομένων της οικονομικής ανισότητας, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού). [9]
Η Αποσύνδεση της Αξίας ως Ιστορικό Προτσές
Σύμφωνα με τις επιστημολογικές κατασκευές της μορφοποίησης της θεωρίας της αποσύνδεσης της αξίας, δεν μπορούμε να εφησυχασθούμε σε γραμμικά αναλυτικά υποδείγματα κατά την εξέταση εξελίξεων σε μια ποικιλία πλανητικών περιοχών. Εξελίξεις προσδιοριζόμενες από την εμπορευματική μορφή και τη συνδεόμενη μορφή της πατριαρχίας δεν έλαβαν χώρα με τον ίδιο τρόπο και υπό των ιδίων περιστάσεων σε όλες τις κοινωνίες (ειδικά σε κοινωνίες που προηγούμενα χαρακτηρίζονταν από σύμμετρες έμφυλες σχέσεις και οι οποίες έως σήμερα δεν έχουν εντελώς υιοθετήσει τις έμφυλες σχέσεις της νεωτερικότητας). Επιπρόσθετα, πρέπει να εμπεδώσουμε εναλλακτικές πατερναλιστικές δομές και σχέσεις, οι οποίες, καθώς ευρέως ανεγράφησαν από τους μοντέρνους, από τη δυτική πατριαρχία στο συγκείμενο των πλανητικών οικονομικών εξελίξεων, δεν έχουν εισέτι απολέσει τις ιδιοσυγκρασίες τους. Προσέτι, πρέπει να προσμετρήσουμε το γεγονός ότι διατρέχοντας την ιστορία της δυτικής νεωτερικότητας, οι ιδέες της αρσενικότητας και της θηλυκότητας ποικίλουν. Αμφότερες η νεωτερική εννοιολόγηση της εργασίας και δυιστικές κατανοήσεις του φύλου είναι προϊόντα, κι αυτό πάει χέρι-χέρι, με ειδικές εξελίξεις που οδήγησαν στην κυριαρχία του καπιταλισμού. Δεν ήταν μέχρι τον 18ο αιώνα όταν αυτό το οποίο ο Carol Hagemann-White αποκαλεί το νεωτερικό “σύστημα της δυαδικής εμφυλότητας”, αναδύθηκε, και το οποίο οδήγησε σε αυτό το οποίο η Karin Hausen αποκαλεί μια “πόλωση των εμφυλοποιημένων χαρακτηριστικών”. Κύρια λόγω αυτού, οι γυναίκες εκτενώς αναφέροντο ως μια άλλη μεταβλητή του να είσαι άνδρας, που είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες έχουν κατά τα πιο πρόσφατα δεκαπέντε χρόνια επισημάνει τη διατηρησιμότητα του ενικού-έμφυλου υποδείγματος επί του οποίου οι προ-αστικές κοινωνίες βασίσθηκαν. Ακόμα κι αν ο κόλπος στο συγκείμενο αυτού του υποδείγματος πλατιά κατανοούταν ως φαλλός, ανεστράφη και εξωθήθη σε ένα κατώτερο σώμα. [10] Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες εκτενώς αναφέροντο ως κατώτερες, κύρια λόγω της ανάπτυξης του μεγάλης κλίμακας νεωτερικού δημοσίου, ακόμα υπήρχε γι’ αυτές μια ποικιλία πιθανοτήτων απόκτησης κοινωνικής επιρροής. Στις προνεωτερικές και πρώιμα νεωτερικές κοινωνίες, ο άνδρας κατείχε μια εκτενώς συμβολική θέση ηγεμονίας. Οι γυναίκες δεν ήταν εισέτι αποκλειστικά περιορισμένες στην οικιακή ζωή και τη μητρότητα όπως ήταν το θέμα από τον 18ο αιώνα. Οι συμβολές των γυναικών στη μητρική αναπαραγωγή αναφέροντο στις αγροτικές κοινωνίες ως εξ ίσου σημαντικές όπως οι συμβολές των ανδρών. [11] Καθώς οι νεωτερικές έμφυλες σχέσεις και η χαρακτηρίζουσα αυτές πόλωση των έμφυλων ρόλων αρχικά περιορίσθηκαν στη μπουρζουαζία, αυτές ραγδαίως εξαπλώθηκαν σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες με την οικουμενικοποίηση της πυρηνικής οικογένειας στο συγκείμενο της ανόδου του φορντισμού και της κυριαρχίας του στη δεκαετία του 1950.
Η αποσύνδεση της αξίας είναι, γι’ αυτό, όχι μια στατική δομή, όπως μια σειρά κοινωνικοοικολόγων δομιστών προτείνει, αλλά σε αντίθεση θα πρέπει να κατανοηθεί ως ένα προτσές. Στη μετανεωτερικότητα, για παράδειγμα, η αποσύνδεση της αξίας αποκτά ένα νέο σθένος. Οι γυναίκες τώρα εκτενώς αναφέρονται ως αυτό που η Regina Becker-Schmidt αποκαλεί “διπλά κοινωνικοποιημένες” που σημαίνει ότι είναι παρομοίως υπεύθυνες για την οικογένεια και τη δουλειά. Αυτό που είναι καινούριο σχετικά με αυτό, δεν είναι αυτό το γεγονός αφ’ εαυτώ. Κατόπιν όλων, οι γυναίκες ήταν πάντοτε ενεργές σε μια ποικιλία δουλειών και επαγγελμάτων. Το χαρακτηριστικό ιδιαίτερο στη μετανεωτερικότητα αναφορικά μ’ αυτό είναι ότι η διπλή κοινωνικοποίηση των γυναικών κατα τα πιο πρόσφατα χρόνια έχει αναδείξει τις δομικές αντιφάσεις που συνοδεύουν αυτήν την ανάπτυξη. Όπως ενδεικνύεται ανωτέρω, μια ανάλυση αυτής της ανάπτυξης πρέπει να ξεκινήσει με μια διαλεκτική κατανόηση της σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο δεν ίσταται σε σημείο πλήρους υπαγωγής εντός των αντικειμενικών δομικών και πολιτιστικών προτύπων, ούτε μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές οι δομές ίστανται σε μια καθαρά εξωτερική σχέση προς το άτομο. Σε αυτό τον δρόμο, είμεθα ικανοί να δούμε καθαρά τις αντιφάσεις της διπλής κοινωνικοποίησης που είναι συνδεόμενες στην αυξανόμενη διαφοροποίηση του ρόλου των γυναικών στη μετανεωτερικότητα ο οποίος εγείρεται μαζί με τις χαρακτηριστικές της μετανεωτερικότητας τάσεις προς την ατομικοποίηση. Τρέχουσες αναλύσεις των ταινιών, των διαφημίσεων και της λογοτεχνίας, επίσης, ενδεικνύουν ότι οι γυναίκες πλέον δεν αντιμετωπίζονται ως μητέρες και νοικοκυρές.
Συνεπώς, δεν είναι μόνο αχρείαστο αλλά επί του πρακτέου είναι πολύ ύποπτο να προτείνεις ότι πρέπει να αποδομήσουμε το σύγχρονο δυισμό του φύλου, όπως η κουίρ θεωρία και η κύρια φωνή της η Τζούντιθ Μπάτλερ, αξιώνει. Αυτό το νήμα θεωρίας βλέπει την εσώτερη ανατροπή του μπουρζουάδικου έμφυλου δυισμού μέσω της επαναλαμβανόμενης παρωδιακής πρακτικής που μπορεί να βρεθεί σε γκέι και λεσβιακές υποκουλτούρες ως μια προσπάθεια να αποκαλύψεις τη “ριζοσπαστική α-πιστία” της σύγχρονης εμφυλοποιημένης ταυτότητας. [12] Το πρόβλημα με μια τέτοια προσέγγιση, ωστόσο, είναι ότι εκείνες οι ταυτότητες οι οποίες υποτίθενται ότι παρωδούνται και αντιστρέφονται, έχουν ήδη καταστεί με την καπιταλιστική έννοια απαρχαιωμένες. Για λίγο, έχουμε παρατηρήσει ενεργά υπάρχουσα αποδόμηση που καθίσταται ευδιάκριτη στη διπλή κοινωνικοποίηση των γυναικών, αλλά επίσης και όταν εξετάζουμε τη μόδα και τα μεταβαλλόμενα συνήθεια των γυναικών και ανδρών. Κι όμως, αυτό έχει συντελεσθεί χωρίς τη θεμελιακή εξάλειψη της ιεραρχίας των φύλων. Αντί να ασκεί κριτική εξ ίσου στο κλασικά νεωτερικό και στο τροποποιημενο, καθώς και στο ευέλικτο μεταμοντέρνο εμφυλοποιημένο φαντασιακό, η Μπάτλερ εσχάτως απλώς επιβεβαιώνει τη μεταμοντέρνα (έμφυλη) πραγματικότητα. Η καθαρά κουλτουραλιστική προσέγγιση της Μπάτλερ δεν μπορεί να παράσχει απαντήσεις σε τρέχουσες ερωτήσεις, και πράγματι παριστά εις ημάς το συγκεκριμένο πρόβλημα των ιεραρχικών έμφυλων σχέσεων στη μετανεωτερικότητα σε προοδευτική μεταμφίεση ως επίλυση.
Η Διαλεκτική της Ουσίας και της Εμφάνισης, και η Αποκτήνωση της Εμπορευματικά Παράγουσας Πατριαρχίας στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης
Κατά την προσπάθεια να αναλύσεις τις μετανεωτερικές έμφυλες σχέσεις, είναι σημαντικό να επιμείνεις επί της διαλεκτικής της ουσίας και της εμφάνισης. Αυτό σημαίνει ότι αλλαγές στις έμφυλες σχέσεις πρέπει να κατανοηθούν σε συσχέτιση προς τους μηχανισμούς και τις δομές της αποσύνδεσης της αξίας που προσδιορίζουν τη μορφική/τυπική αρχή όλων των κοινωνικών σχεδιάσεων. Εδώ, καθίσταται εμφανές ότι ιδιαίτερα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η δυναμική της αγοράς, που εκάστη ερείδεται επί της αποσύνδεσης της αξίας, υποσκάπτουν τη δική τους προϋπόθεση στο μέτρο κατά το οποίο ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των γυναικών μακριά από τον παραδοσιακό ρόλο τους. Από τη δεκαετία του 1950, ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών εντάχθησαν στην αφηρημένη εργασία και στο προτσές συσσώρευσης, και ακολούθως αναπτύχθηκε μια ευρύτητα διαδικασιών εξορθολογισμού της οικιακής ζωής, αυξανόμενων επιλογών για έλεγχο γεννήσεων και σταδιακής εξίσωσης της πρόσβασης στην εκπαίδευση. [13] Συνεπώς, η διπλή κοινωνικοποίηση των γυναικών επίσης διέτρεξε μια αλλαγή, και τώρα εδράζεται σε ένα υψηλότερο επίπεδο στην κοινωνική ιεραρχία και ομοίως γεννά υψηλότερα επίπεδα αυτοαξιοποίησης για τις γυναίκες. Πάραυτα ένα μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών έχουν τώρα ενταχθεί στην επίσημη κοινωνία, και παραμένουν υπεύθυνες για την οικιακή ζωή και τα τέκνα, και πρέπει να παλέψουν σκληρότερα από τους άνδρες για να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία, και οι απολαβές τους είναι κατά μέσο όρο σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες των ανδρών. Η δομή της αποσύνδεσης της αξίας έχει γι’ αυτό αλλάξει, αλλά αξιωματικά συνεχίζει να υφίσταται. Εντός αυτού του συγκειμένου, ίσως δεν είναι έκπληξη να προτείνεις ότι εμφανιζόμαστε να αποκτήσουμε την εμπειρία μιας επιστροφής σε ένα ενικό-έμφυλο υπόδειγμα, αλλά με το ίδιο, οικείο περιεχόμενο: οι γυναίκες είναι άνδρες, μόνο κατά τι διαφορετικές. Κι όμως, αφ’ ής στιγμής αυτό το υπόδειγμα επίσης μετακινήθηκε στο κλασικό προτσές αποσύνδεσης της αξίας, εκδηλώνει εαυτώ διαφορετικά από ότι στους προνεωτερικούς καιρούς. [14]
Οι παραδοσιακές μπουρζουάδικες έμφυλες σχέσεις δεν είναι πια κατάλληλες για το σημερινό “τουρμπο-καπιταλισμό” και την αυστηρή απαίτησή του για ευελιξία. Ένα εύρος εξαναγκασμένων ευέλικτων ταυτοτήτων εγείρεται, αλλά αυτές, ωστόσο, εισέτι αναπαριστώνται ως διαφοροποιημένες από το φύλο. [15] Η παλιά εικόνα της γυναίκας έχει καταστεί απαρχαιωμένη και η διπλά κοινωνικοποιημένη γυναίκα έχει καταστεί ο κυρίαρχος ρόλος. Επιπρόσθετα, πρόσφατες αναλύσεις της παγκοσμιοποίησης και των έμφυλων σχέσεων προτείνουν ότι μετά από μια περίοδο στην οποία φαινόταν ότι οι γυναίκες ήταν τελικά ικανές να απολαύσουν μεγαλύτερες, εμμενείς στο σύστημα ελευθερίες, επίσης παρατηρούμε μια αυξανόμενη αποκτήνωση της πατριαρχίας. Βέβαια, σε αυτήν την υπόθεση, επίσης, πρέπει να αναλογισθούμε μια ποικιλία κοινωνικών και πολιτιστικών διαφορών αποκρινόμενων σε μια ποικιλία πλανητικών περιοχών. Παρομοίως, πρέπει να σημειώσουμε τη διαφορετικά εγκατεστημένη θέση των γυναικών σε ένα συγκείμενο εντός του οποίου μια λογική νικητών και ηττημένων ακόμη επικρατεί, ακόμα κι αν οι νικητές απειλούνται να εξαφανισθούν σε μια άβυσσο διανοιγμένη από την τρέχουσα καταστροφή της μεσαίας τάξης. [16] Από τη στιγμή κατά την οποία ευκατάστατες γυναίκες είναι ικανές να αντέξουν τις υπηρεσίες κακοπληρωμένων γυναικών μεταναστριών εργατριών, παρατηρούμε μια αναδιανομή, για παράδειγμα, της προσωπικής επιμελείας και νοσηλείας εντός του θηλυκού σχεδιασμού υπάρξεως.
Για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, η αποκτήνωση της πατριαρχίας σημαίνει ότι μπορούμε να αναμένουμε συνθήκες παρόμοιες με αυτές στα μαύρα γκέτο στις ΗΠΑ ή στις παραγκουπόλεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου: οι γυναίκες θα είναι ομοίως υπεύθυνες για το χρήμα και την επιβίωση. Οι γυναίκες αυξανόμενα θα εντάσσονται στην παγκόσμια αγορά χωρίς να τους έχει δοθεί η πιθανότητα να εξασφαλίσουν τη δική τους ύπαρξη. Μεγαλώνουν παιδιά με τη συνδρομή των θηλυκών συγγενών τους και γειτόνων (άλλο ένα παράδειγμα της αναδιανομής της προσωπικής επιμέλειας και των σχετιζόμενων πεδίων εργασίας) καθώς οι άνδρες πηγαίνουν κι έρχονται, μετακινούνται από δουλειά σε δουλειά και από γυναίκα σε γυναίκα που περιοδικά πρέπει να τους στηρίξουν. Ο άνδρας δεν κατέχει πλέον τη θέση του παρόχου λόγω της αυξανόμενης επισφάλειας των σχέσεων εργασίας και της διάβρωσης των παραδοσιακών οικογενειακών δομών. [17] Η αυξανόμενη ατομικοποίηση και εξατομίκευση των κοινωνικών σχέσεων χωρούν προ της εμφάνισης των ανασφαλών μορφών ύπαρξης, και συνεχίζονται ακόμα και σε καιρούς μεγάλης οικονομικής κρίσης χωρίς προεχόντως να εξαλείφεται η παραδοσιακή έμφυλη ιεραρχία μαζί με την εξάλειψη του κοινωνικού προνοιακού κράτους και των υποχρεωτικών μέτρων διαχείρισης της κρίσης.
Η αποσύνδεση της αξίας ως κοινωνική μορφική/τυπική αρχή συνεπακόλουθα απλά μετακινεί εαυτό από τα στατικά, ιδρυματικά όρια της νεωτερικότητας (ιδιαίτερα, της οικογένειας και της εργασίας). Η εμπορευματικά παράγουσα πατριαρχία, γι’ αυτό, βιώνει αυξανόμενη αποκτήνωση χωρίς να αφήνει πίσω τις υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ αξίας (ή καλύτερα αφηρημένης εργασίας) και των αποσυνδεόμενων στοιχείων της αναπαραγωγής. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, επίσης, ότι κατά το τρέχον διάστημα βιώνουμε μια σχετιζόμενη κλιμάκωση της αρσενικής βίας, ποικίλλουσα από οικιακή βία μέχρι βομβιστές αυτοκτονιών. Σχετικά με το τελευταίο, θα πρέπει περαιτέρω να επισημάνουμε ότι δεν είναι μόνο το φονταμενταλιστικό Ισλάμ το οποίο επιχειρεί να ανακατασκευάσει τις “αυθεντικές” πατριαρχικές έμφυλες σχέσεις. Πράγματι, είναι το δυτικό πατριαρχικό υπόδειγμα πολιτισμού το οποίο συγκροτεί το επίκεντρο της κριτικής μας. Ταυτόχρονα, αντιπαρατιθέμεθα με μια μετάβαση στο ψυχολογικό επίπεδο. Στη μετανεωτερικότητα, ένας “εμφυλοποιημένος κώδικας επίδρασης” εγείρεται ο οποίος αποκρίνεται στον παραδοσιακό αρσενικό κώδικα επίδρασης. [18] Εν τούτοις, παλιές επιδραστικές δομές αναγκαία συνεχίζουν να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο επίσης, από τη στιγμή κατά την οποία διασφαλίζουν ότι ακόμα και σε καιρούς μετανεωτερικών ενικών-έμφυλων σχέσεων οι γυναίκες θα συνεχίσουν να υποθέτουν αποσυνδεόμενες υπευθυνότητες, καθιστώντας πιθανή τη διατηρησιμότητα της μητρός με πολλά τέκνα η οποία εισέτι καταφέρνει να είναι γιατρός, επιστήμονας, πολιτικός και πολλά περισσότερα. Αυτό ίσως συμβεί στη μορφή μιας επιστροφής σε παραδοσιακούς θηλυκούς ρόλους και ιδέες, ιδιαίτερα σε καιρούς μεγάλης κρίσης και αστάθειας.
Καθώς ο τουρμποκαπιταλισμός απαιτεί έμφυλες-ειδικές ευέλικτες ταυτότητες, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα αποκρινόμενα μετανεωτερικά έμφυλα υποδείγματα, είναι μονίμως ικανά να σταθεροποιούν την αναπαραγωγή στο συγκείμενο της σημερινής κρίσης του καπιταλισμού. Κατόπιν όλων, το τρέχον στάδιο του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από την “κατάρρευση της νεωτερικοποίησης” και μια συνδεόμενη αντιστροφή του ορθολογισμού σε ανορθολογισμό. [19] Η διπλή κοινωνικοποίηση της ατομικοποιημένης γυναίκας πρέπει αναφορικά με αυτό (όσο κι αν φαίνεται παράδοξο) να κατανοηθεί ως εξυπηρέτηση ενός σημαντικού, λειτουργούντος ρόλου για την εμπορευματικά παράγουσα πατριαρχία, ακόμη κι αν η τελευταία βραδέως αποσυντίθεται. Οργανισμοί αφοσιωμένοι στη διαχείριση της κρίσης στις χώρες του τρίτου κόσμου, για παράδειγμα, συχνά διοικούνται από γυναίκες (καθώς κάποιος επίσης πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι αναπαραγωγικές δραστηριότητες γενικά παίζουν αυξανόμενα ένα καθυποταγμένο ρόλο). Παραδειγματικός μιας τέτοιας εξέλιξης εντός της Δύσεως αναφορικά μ’ αυτό είναι ο Frank Schirrmacher (συντηρητικός δημοσιογράφος και συνεκδότης της Frankfurter Allgemeine Zeitung). Στο κατά το 2006 βιβλίο του Minimum, περιγράφει την “πτώση και αναγέννηση της κοινωνίας μας” στο συγκείμενο της οποίας ο Schirrmacher θέλει να προσδώσει σε γυναίκες το ρόλο των διαχειριστριών κρίσεως, πιστεύοντας ότι αυτές εκπληρώνουν μια σημαντική λειτουργία ως κουβαλήτριες χαλασμάτων και δομικών υλικών (“Trümmerfrauen”) και ως εκκαθαριστικό και απολυμαντικό προσωπικό. [20] Προκειμένου να δικαιολογήσει τέτοιους ισχυρισμούς, ο Schirrmacher κινητοποιεί χύδην βιολογικές και ανθρωπολογικές γραμμές επιχειρηματολογίας προκειμένου να συνυπολογίσει την πλατιά εξαπλωμένη κατάρρευση των κοινωνικών και έμφυλων σχέσεων και να προσφέρει λεγόμενες λύσεις εκφερόμενες πίσω από την πλάτη των γυναικών. Προκειμένου να αποφύγουμε τέτοιες ψευδο-λύσεις, είναι αναγκαίο να αναλύσουμε τις τρέχουσες κοινωνικές κρίσεις σε συσχέτιση με τα κοινωνικά και ιστορικά συγκείμενά τους, όπως η θεωρία αποσύνδεσης της αξίας επισημαίνει. Από αυτή τη βάση, είναι επίσης πιθανό να ρωτήσουμε ποια σημαντικά θεωρητικά και πρακτικά συμπεράσματα πρέπει να σκιαγραφηθούν από τα διλήμματα της κοινωνικοποίησης της αποσύνδεσης της αξίας που σήμερα αυξανόμενα ανάγει άνθρωπο και φύση στα πιο βασικά επίπεδα ύπαρξης και δεν μπορεί πια να αντιμετωπισθεί με τα της παλιάς αριστεράς ή με τα κεϋνσιανά μεταρρυθμιστικά προγράμματα. Παρομοίως, αποδομιστικές και μετα-αποικιακές προσεγγίσεις οι οποίες για παράδειγμα ερμηνεύουν το ρατσισμό καθαρά πολιτιστικά, είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση, όπως και οι μετα-εργατίστικες προσεγγίσεις που όλες μαζί αρνούνται να αντιμετωπίσουν το γενικό πρόβλημα της κοινωνικοποίησης της αποσύνδεσης της αξίας και απεναντίας αναζητούν καταφύγιο σε έννοιες θρησκευτικού κινήματος περί πλήθους και δράσεως, αν και η τελευταία έννοια περιλαμβάνει απαντήσεις στο ρατσισμό και στο σεξισμό. [21] Αυτό που απαιτείται εδώ, γι’ αυτό, είναι μια νέα στροφή προς την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Μια τέτοια κριτική, ωστόσο, δεν μπορεί να επιφερθεί στην παραδοσιακή μορφή της που επικεντρώνει στην εργασιακο-οντολογική και ανδροκεντρικο-οικουμενίστικη μεθοδολογία, αλλά πρέπει απεναντίας να περιλάβει μια στροφή προς μια ριζοσπαστική θεωρία αποσύνδεσης και στις επιστημολογικές συνέπειές της.
Συμπέρασμα
Αυτό που έχω προσπαθήσει να δείξω σχηματικά σε αυτό το δοκίμιο, είναι η ανάγκη να σκεφτούμε την οικονομία και την κουλτούρα στην αντιφατική ταυτότητα και μη-ταυτότητά τους από την (αφ’ εαυτή αντιφατική) οπτική της αποσύνδεσης της αξίας ως μιας βασικής κοινωνικής αρχής. Επομένως, η αποσύνδεση της αξίας πρέπει επίσης να κατανοηθεί όχι ως μια στατική δομή αλλά αντιθέτως ως ένα ιστορικά δυναμικό προτσές. Αυτή η προσέγγιση αρνείται τον ταυτοτικο-κριτικό πειρασμό να υποτάξεις με ισχύ το ιδιαίτερο εντός του γενικού. Απεναντίας, αντιμετωπίζει την ένταση μεταξύ έννοιας και διαφοροποίησης (χωρίς να διαλύει την έννοια στο μη-διακριτό, στο άπειρο) και είναι κατ’ αυτό τον τρόπο ικανή να μιλήσει στις τρέχουσες διαδικασίες ομοιογενοποίησης και διαφοροποίησης με τρόπους που μπορεί επίσης να αντιμετωπίζει συνδεόμενες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανόμενης της αρσενικής βίας. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η θεωρία της αποσύνδεσης της αξίας, στο μέτρο που η τελευταία συγκροτεί μια βασική κοινωνική αρχή (και γι’ αυτό δεν αφορά μονάχα τις έμφυλες σχέσεις σε στενή έννοια) πρέπει κατά καιρούς να αρνηθεί εαυτό, στο μέτρο που πρέπει να διαθέσει πλησίον του σεξισμού ίσο χώρο σε αναλύσεις του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και των οικονομικών ανισοτήτων, αποφεύγοντας κάθε αξίωση προς οικουμενικότητα. Μόνο σχετικοποιώντας τη δική της θέση και λειτουργία με αυτόν τον τρόπο θα είναι ικανή η θεωρία αποσύνδεσης της αξίας να υπάρξει σε πρώτη μεριά.
* https://de.wikipedia.org/wiki/Nachholende_Entwicklung
[1] See, for instance, Scholz, Das Geschlecht des Kapitalismus. Feministische Theorie und die postmoderne Metamorphose des Patriarchats (Unkel: Horlemann, 2000) 61 and following, 107 and following, 184 and following, and Scholz, “Die Theorie der geschlechtlichen Abspaltung und die Kritische Theorie Adornos,” Der Alptraum der Freiheit. Perspektiven radikaler Gesellschaftskritik, edited by Robert Kurz, Roswitha Scholz, and Jörg Ulrich (Blaubeuren: Verlag Ulmer Manuskripte, 2005).
[2] Robert Kurz, Der Kollaps der Modernisierung (Leipzig: Reclam, 1994); Kurz, Schwarzbuch Kapitalismus: ein Abgesang auf die Marktwirtschaft (Frankfurt am Main: Eichborn Verlag, 1999); Moishe Postone, “Anti-Semitism and National Socialism,” Germans and Jews Since the Holocaust, edited by Anson Rabinbach and John David Zipes (New York: Holmes and Meier, 1986); Postone, Time, Labor, and Social Domination: A Reinterpretation of Marx’s Critical Theory (Cambridge: Cambridge University Press, 1993).
[3] See Karl Marx, Capital: A Critique of Political Economy, Volume I, trans. Ben Fowkes (New York: Penguin, 1976), Chapter 4: “The General Formula for Capital,” especially 255 [Eds.].
[4] Frigga Haug, Frauen-Politiken (Berlin: Argument, 1996) 229 and following.
[5] ibid.
[6] Eva Herman, Das Eva-Prinzip (München: Pendo, 2006).
[7] Regine Gildmeister and Angelika Wetterer, “Wie Geschlechter gemacht werden. Die soziale Konstruktion der Zwei-Geschlechtlichkeit und ihre Reifizierung in der Frauenforschung,” Traditionen Brüche. Entwicklungen feministischer Theorie (Freiburg: Kore, 1992) 214 and following.
[8] Haug, Frauen-Politiken 127 and following.
[9] Από τη στιγμή κατά την οποία το επίκεντρο της ανά χείρας εξέτασης είναι στις σύγχρονες έμφυλες σχέσεις, δεν μπορώ να συζητήσω αυτές τις άλλες μορφές κοινωνικής ανισότητας λεπτομερώς. Για μια πιο ουσιώδη ανάλυση, see Scholz, Differenzen der Krise — Krise der Differenzen. Die neue Gesellschaftskritik im globalen Zeitalter und der Zusammenhang von “Rasse”, Klasse, Geschlecht und postmoderner Individualisierung (Unkel: Horlemann 2005).
[10] Thomas Laqueur, Making Sex: Body and Gender from the Greeks to Freud (Cambridge: Harvard University Press, 1990) 25 and following.
[11] Bettina Heintz and Claudia Honegger, “Zum Strukturwander weiblicher Widerstandsformen,” Listen der Ohnmacht. Zur Sozialgeschichte weiblicher Widerstandsformen, edited by Bettina Heintz and Claudia Honegger (Frankfurt am Main: Europäische Verlagsanstalt, 1981) 15.
[12] Judith Butler, Gender Trouble (London: Routeledge, 1991) 208.
[13] Ulrich Beck, Risikogesellschaft: Auf dem Wages einem andere Moderne (Frankfurt: Suhrkampf, 1986) 174 and following.
[14] Kornelia Hauser, “Die Kulturisierung der Politik. ‘Anti-Political-Correctness’ als Deutungskämpfe gegen den Feminismus,” Bundeszentrale für politische Bildung: Aus Politik und Zeitgeschichte (Bomm: Beilage zur Wochenzeitung Das Parlament, 1996) 21.
[15] Compare Irmgard Schultz, Der erregende Mythos vom Geld. Die neue Verbindung von Zeit, Geld und Geschlecht im Ökologiezeitalter (Frankfurt am Main: Campus Verlag, 1994) 198 and following, and Christa Wichterich, Die globalisierte Frau. Berichte aus der Zukunft der Ungleichheit (Reinbek: Rowohlt, 1998).
[16] Compare Kurz, “Der letzte Stadium der Mittelklasse. Vom klassischen Kleinburgertum zum universellen Humankapital,” Der Alptraum der Freiheit, Perspectiven radikaler Gesellschaftskritik, see 133n1.
[17] Compare Schultz, Mythos 198 and following.
[18] Compare Hauser, “Kulturisierung” 21.
[19] Για μια πιο λεπτομερή έρευνα του τρέχοντος σταδίου του καπιταλισμού και της αναχώρησής του από τις κλασικές μορφές της νεωτερικότητας, ως επίσης για τις εκπηγάσεις του όρου “κατάρρευση της νεωτερικοποίησης”, see Kurz, Kollaps.
[20] Women who helped clear debris after World War II — literally: “rubble-women” [Eds.]. See also Christina Thürmer-Rohr, “Feminisierung der Gesellschaft. Weiblichkeit als Putz- und Entseuchungsmittel,” Vagabundinnen. Feministische Essays, edited by Christina Thürmer-Rohr (Berlin: Orlanda Frauenverlag, 1987).
[21] See Michael Hardt and Antonio Negri, Empire (Cambridge: Harvard University Press, 2001), and Scholz, Differenzen 247 and following.