Κάποιες επισημάνσεις περί εργατικού μισθού

  «Another year! –another deadly blow!

Another mighty Empire overthrown!

And We are left, or shall be left, alone;

The last that dare to struggle with the

Foe».

William Wordsworth, Poems Dedicated

to National Independence and Liberty,

XXVII. November 1806


Ο εργατικός μισθός είναι αυτό που μένει πάντοτε όρθιο ακόμα κι όταν όλα γύρω έχουν γκρεμισθεί. Βρίσκεται στον αντίποδα του πασίγνωστου Εχθρού (και όλων των κατά καιρούς μιμητών του) του ανωτέρω ποιήματος του Wordsworth.[1]

Ο εργατικός μισθός κατέχει αυτοκρατορική θέση στο επίκεντρο της εργατικής ζωής, διότι συγκροτεί την ποιότητα, το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, την έκταση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ήτοι επ’ αυτού θεμελιώνεται ο ελεύθερος χρόνος του εργάτη. Ο μισθός είναι το πρώτο επιθυμητό (desideratum) για τον εργάτη μέσα στο προτσές της παραγωγής, πριν ακόμα περάσει τις πύλες της φάμπρικας, από όταν θα χτυπήσει το κουδούνι για να σηκωθεί, ώστε αυτή η επιθυμία αξίζει να είναι οπλισμένη

Από την σκοπιά του Άνταμ Σμιθ ο εργατικός μισθός είναι βασική συνιστώσα του πλούτου (wealth, Reichtum), κάτι που επιφέρει ως συνέπεια, ότι από μόνο του είναι εντελώς ηλιθιότητα το σλόγκαν περί φορολόγησης του πλούτου.[2] Υποκρύπτει δε μια αντεστραμμένα ενοχική, μια ηθικίστικη αντίληψη περί πλούτου ως κάτι a priori ηθικά κακό.

Έτσι, ενώ στον καπιταλισμό ο πλούτος ακόμα και στην αρχική εμφάνισή του είναι σύνολο ανταλλακτικών αξιών, σύνολο εμπορευμάτων, η δε γενική μορφή του είναι η ανταλλακτική αξία (όπως η ανταλλακτική αξία είναι η γενική κοινωνική σύνδεση), στον ίδιο χρόνο για τον εργάτη μετριέται με τον ελεύθερο χρόνο, παρόλο που ο εργατικός μισθός προσδιορίζεται ποσοτικά στον γενικό πλούτο, καθ’ όσον ο εργάτης λαμβάνει χρήμα για ανταλλακτική αξία μέσω της απλής ανταλλαγής/αντικατάστασης (Austausch, swapping) τυπικών ισοδύναμων μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή.  

Πρέπει να υπενθυμισθεί, ότι αν η απλή ανταλλαγή/αντικατάσταση μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή ιδωθεί στο παραγωγικό προτσές του κεφαλαίου, τότε σε αυτήν την τυπικονομική σχέση, ο εργατικός μισθός (μηνιαίος μισθός, ημερομίσθιο, ωρομίσθιο, μισθός-πληρωμή με το κομμάτι) είναι η μεταμόρφωση της αξίας της τιμής της εργατικής δύναμης (κάτι, το οποίο αποτελεί την οπτική του καπιταλιστή), αφ’ ής στιγμής η εργατική δύναμη εκλαμβάνεται ως αντικείμενο πώλησης (Verkauf), επ’ ανταλλάγματος εκχώρησις και εν συνεχεία απαλλοτρίωσις εργασίας. Σημειωτέον, ότι στην τυπική σύμβαση έργου το αντικείμενο πώλησης, εκχώρησης είναι το κατά την σύναψή της συμφωνηθέν τελικό προϊόν της εργασίας, αν και στις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης οι ατομικές συμβάσεις έργου έχουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής σχέσης, καθ’ όσον στην εφαρμογή των στο συνδυασμένο προτσές εργασίας υποκρύπτεται υπηγμένη εργασία –αυτό που στο αστικό δίκαιο προσδιορίζεται ως εξαρτημένη εργασία.

Προκύπτει εξ αντιδιαστολής (ex contrario), ότι στον σοσιαλισμό η εργατική δύναμη δεν έχει τιμή, τιμή έχει η εργασία (που η κατηγορία τιμή της εργασίας είναι άνευ κριτικής δάνειο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, ληφθέν από την απλή ζωή του προλεταριάτου), καθ’ όσον έχει απαλλοτριωθεί (που είναι ίδιο με την έκλειψη, την εξάλειψή του) ο καπιταλιστής-εργοδότης ως προσωποποίηση της λειτουργίας του κεφαλαίου στην σχέση απλής ανταλλαγής μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή –και αυτό είναι κάτι που στον σοσιαλισμό έχει τον χαρακτήρα κοινωνικού νόμου (Gesetz).

Στον καπιταλισμό, η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης (η οποία είναι χρήμα) μετατρέπεται σε μέσα διατήρησής της εργατικής δύναμης, σε μέσα αναπαραγωγής της, και απ’ αυτό εγείρεται η διάκριση, η διαφορά σε ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς. Έτσι η λαμβανόμενη ποσότητα χρήματος ως μισθός είναι ο ονομαστικός μισθός.

Όταν ο μισθός ως χρήμα (εργατικό εισόδημα) εισέρχεται στο προτσές κυκλοφορίας του κεφαλαίου συγκεκριμένα ως αδιαίρετο μεταβλητό κεφάλαιο (δηλαδή στο σούπερ μάρκετ δεν δίνω την μετατροπή της αντικειμενοποιημένης εργασίας μου σε ποσότητα χρήματος, αλλά ποσότητα χρήματος που είναι αδιαίρετο μεταβλητό κεφάλαιο, κι αυτό έχει να κάνει με την διαφορά μεταξύ παραγωγής και κυκλοφορίας, καθώς στην πρώτη παράγεται αξία, στην τελευταία η αξία πραγματωνεται)[3] υπόκειται περίπου στις ίδιες νομοτέλειες περιστροφής, όπως και οι άλλες μορφές κεφαλαίου (σταθερό κεφάλαιο, κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο, κατά κανόνα μη κυκλοφορούν σταθερό κεφάλαιο, πρόσθετη αξία), ενώ στον ίδιο χρόνο περιστροφή για τον εργάτη σημαίνει βόλτες στις αγορές, προκειμένου να αγοράσει και να καταναλώσει τα απαιτούμενα μέσα διατήρησης. Έτσι, όταν ο εργάτης πάει μετά την δουλειά στο σούπερ ή στο μίνι μάρκετ, σε αυτό έχουμε την λειτουργία μέρους του ημερομισθίου ως αδιαίρετου μεταβλητού κεφαλαίου, και στον ίδιο χρόνο την δραστηριότητα του εργάτη στον ελεύθερο χρόνο (που στην οπτική του καπιταλιστή είναι μόνο ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής).[4]

Δοθέντων των ως άνω, το αίτημα αύξησης του μισθού αναλογικά του ποσοστού αύξησης των εμπορευματικών τιμών αντικειμενικά ρίχνει τον πραγματικό μισθό, διότι πέρα από το ότι απλά ανατροφοδοτεί περαιτέρω την αύξηση του τιμάριθμου (ελλοχεύων ο κίνδυνος πληθωριστικού χρήματος), εξομοιώνει αυθαίρετα τον εργατικό μισθό με την εμπορευματική τιμή, δηλαδή αποσυνδέει τον μισθό από την αξία της τιμής της εργατικής δύναμης, από την ίδια την εργασία, παρόλο που ακριβώς λόγω αυτής της άμεσης υλικής σύνδεσης ο εργάτης μπορεί και κάνει πάλη των τάξεων και ανεβάζει τον μισθό και την ισχύ του, καθ’ όσον συγκρίνει και αντιπαραβάλλει τον μισθό του προς την παραγόμενη ποσότητα πρόσθετης αξίας που παράγει η εργασία του, αυτός ο ίδιος ο εργάτης είτε ενικά είτε συλλογικά, προς το εύρος της εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης του. Κατ' αντίστροφο συλλογισμό, το αίτημα για αύξηση του πραγματικού μισθού ισοδυναμεί με μείωση των εμπορευματικών τιμών, κάτι που επέρχεται μέσα από την μαζικοποίηση της κοινωνικής παραγωγής, καθ' όσον δι' αυτής ενεργοποιούνται αμεσότερα οι μηχανισμοί εξισορρόπησης κατά την μετατροπή του ποσοστού κέρδους σε μέσο ποσοστό κέρδους (ερειδομενοι στην κατίσχυση της σχετικής επί της απόλυτης πρόσθετης αξιας, και της πραγματικής επι της τυπικής υπαγωγής).

Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσμετρηθεί ότι στον εργατικό μισθό και δη στον ονομαστικό εργατικό μισθό περιλαμβάνονται και εμπεριέχονται και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, τις οποίες ο εργοδότης είναι νομικά αναγκασμένος και υποχρεωμένος να καταβάλλει, όντος αδιάφορου του ότι νομικοτυπικά ρυθμίζονται μέσα από το διοικητικό δίκαιο, ως επίσης περιλαμβάνεται και εμπεριέχεται και η δωρεάν πρόσβαση του εργάτη στο ΕΣΥ, στο NHS, στα δημόσια συστήματα υγείας, διότι από την σκοπιά των δημόσιων οικονομικών και αυτο το τμήμα του εργατικού μισθού υπολογίζεται σε χρήμα, με την διαφορά ότι δεν μετατρέπεται σε μεταβλητό κεφάλαιο, διότι δεν εισέρχεται στο προτσές κυκλοφορίας.

 

 



[1] Βλ. Pëtr Kropotkin, The Great French Revolution and its Lesson, σε https://voidnetwork.gr/2021/07/14/the-great-french-revolution-and-its-lesson-petr-kropotkin/

[2] Στο έργο του Άνταμ Σμιθ εντοπίζεται ένας διασταλτικός, διευρυμένος προσδιορισμός του εργατικού μισθού, καθ’ όσον παρουσιάζει χρηματιστηριακά κέρδη ως μισθούς της εργασίας επιθεώρησης και διεύθυνσης. Βλ. Adam Smith, The Inquiry, Book I, Chapter VII, 2005, p. 46. Παρομοίως περί της σχέσης εργατικού μισθού και πλούτου και στον Ρικάρντο: “… in both cases the market rate of wages will rise, for in proportion to the increase of capital will be the increase in the demand for labour; in proportion to the work to be done will be the demand for those who are to do it” (David Ricardo, Principles, Chapter 5, 1821, 2001, p. 60.

[3] Γι’ αυτόν τον λόγο στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα των Ευρωπαϊκών μητροπόλεων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο εργάτης αντιμετωπιζόταν με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια φερσίματα, όπως οι μπουρζουάδες.

[4] Όπως έχουμε αναδείξει εξαντλητικά, οι εργάτες που είναι –είτε το γνωρίζουν είτε δεν το γνωρίζουν- ακόμα εγκλωβισμένοι και εθισμένοι στην απλήρωτη κυβερψηφιακή εργασία, επί του πρακτέου έχουν ελαχιστοποιημένο ελεύθερο χρόνο, επομένως σε αυτούς ο εργασιακός χρόνος συνεχίζεται και μετά το σχόλασμα από την δουλειά.

Αγοραίες αξίες, ακανόνιστες επιστροφές και κομμουνιστικές κοινοντότητες

Υφίσταται μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της υπερβατικής (transzendenten) τέκνο μουσικής και της βιομηχανικής τέκνο μουσικής. Η πρώτη κατατείνει προς το επέκεινα, στην ψυχεδελική προσέγγιση πραγμάτων εν εαυτοίς και στην επικοινωνία νοουμένων, η δεύτερη στην ανάδειξη της υλικής διασυνδεσιμότητας των εμπειριών και των νοημάτων μέσω των μηχανών. Με αυτήν την κατανόηση ιδιαίτερα το υπερβατικό σύστημα, η έννοια της υπέρβασης, η υπερβατική αισθητική, η υπερβατική φιλοσοφία καθίσταται τρόπος διεξαγωγής ταξικής πάλης, μερικά διαφοροποιημένος από την αναίρεση/aufheben που επιχειρησιακά εξ ιστορικής άποψης έχει αποδοθεί με την έφοδο.

Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ στην Υπερβατική Λογική η διαφορά μεταξύ υπερβατικού και εμπειρικού ανήκει στην κριτική της γνώσης και δεν αφορά την σχέση της προς το αντικείμενο.[1] Σ’ αυτό οι έννοιες συνδέονται με a priori τρόπο στα αντικείμενα, όχι ως καθαρές ή αντιληπτικές διαισθήσεις, ως αποτελέσματα της αισθητηριακής εποπτείας, αλλά ως καμώματα του σκέπτεσθαι.[2] Υπερβατική Λογική είναι η Επιστήμη προσδιορισμού της προέλευσης/καταγωγής, της έκβασης/τέλους και της αντικειμενικής εγκυρότητας τέτοιων ευρέσεων.[3]

Στον Σέλινγκ όλο αυτό αποκτά έναν πιο δυναμικό, κινησιακό χαρακτήρα, διότι εξετάζεται συστηματικά και εννοιακά ως τέτοιο. Σε αυτό διαφωτιστικά αντιδιαστέλλεται υποκειμενικό και αντικειμενικό, φύση και νόηση. Η Φυσική Φιλοσοφία ξεκινάει από το αντικειμενικό για να εξάγει το υποκειμενικό απ’ αυτό, η Υπερβατική Φιλοσοφία κάνει το αντίθετο.[4]

Αλλά, η αναίρεση στην υλική της κίνηση παίρνει συχνά την μορφή της αποδόμησης, της κατάδυσης, και ακόμα ισχυρότερα της αποσυναρμολόγησης, καθ’ όσον, αν θέλει να αναπτυχθεί ως άρνηση της άρνησης, η άρνηση inter alia συνίσταται στην πλήρη γνώση των εσωτερικών μηχανισμών και της ίδιας της εσωτερικότητας αυτού που θέλει να αρνηθεί. Η αναίρεση πιο πολύ περιέχει την δυνητικότητα και το ενδεχόμενο της άμεσης αντιπαράθεσης, της σύγκρουσης, της βίας, ανάλογα σε ποιο πεδίο εξωτερικεύεται και αναπτύσσεται. Το πεδίο συχνά παίρνει την μορφή αυτού που λέει ο Χέγκελ έδαφος (Grund), ώστε η συνθήκη (Bedingung) δεν τίθεται ως υπέρβαση της σύγκρουσης, αλλά το έδαφος, το πεδίο του ανταγωνισμού κλπ. είναι η ίδια η συνθήκη.[5] Η ειρήνη δεν είναι η συνθήκη υπέρβασης του νείκους, αλλά η έκβαση του νείκους ως τιθέμενης συνθήκης,

Η έννοια της σύνθεσης του κεφαλαίου, ειδικά όπου αναπτύσσεται το συνολικό προτσές της παραγωγής κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αν δεν γίνει άμεσα αντιληπτό ότι εντός της περιέχει διαμεσολαβημένα, αφηρημένα και μυστικοποιημένα ταξική πάλη.

Στον καπιταλιστικό ρεαλισμό και ακόμα πιο πολύ στο κεφάλαιο ως πραγματικό, το τελευταίο είναι μόνο η αυτοσυνειδησία ειδικών μορφών και εκφάνσεων του κεφαλαίου μέσα από ένα σύνολο αντανακλάσεων του στο κοινωνικό, μέσα από ένα σύνολο κοινωνικών μορφών στις οποίες έχουν αποδοθεί από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα αναπαραστατικές, εκπροσωπητικές, συμβολικές/σημειωτικές καπιταλιστικές ιδιότητες.

Απ' αυτήν την άποψη, το κεφάλαιο ως πραγματικό είναι η πραγματική επικράτεια του ντετερμινισμού, παρόλο που στην σύνθεση του κεφαλαίου περιέχονται με τον παραπάνω τρόπο είτε λιγότερο είτε περισσότερο τα συμβεβηκοτα της ταξικής πάλης.

Οι περιστάσεις είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο εκ τις οποίες συμβαίνουν, συντελλούνται οι ακανόνιστες επιστροφές, δείχνουν μόνο την εσωτερικοποίηση στιγμών της ταξικής πάλης εντός της σύνθεσης του κεφαλαίου, η οποία επιδρά στις αγοραίες αξίες, σε διάκριση προς τις εμπορευματικές αξίες και τις εμπορευματικές τιμές.

Η πηγή των ακανόνιστων επιστροφών αναβλύζει κάθε φορά, που κάποιο καπιταλιστικό αποκτά επίγνωση, ότι τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα ως τέτοια αλλά ως προϊόντα κεφαλαίου. Αυτό από μόνο του είναι δείγμα ανάπτυξης του κεφαλαιακού τρόπου παραγωγής και εκμηδενισμού των προτεραίων οικονομικών συνθηκών. Αλλά, αν δούμε τις ακανόνιστες επιστροφές από την σκοπιά αυτών που πόνταραν, που επένδυσαν στις περιστάσεις εκ των οποίων αυτές προέκυψαν, τότε βλέπουμε συχνά την επιδίωξη κάποιου περιστασιακού, τυχαίου (zufälligem) μονοπωλίου για τον πωλητή ή τον αγοραστή, ερειδόμενου στην περιστασιακότητα προσφοράς και ζήτησης. Ο καπιταλιστής χρειάζεται την υπερβατικότητα ακριβώς για να εντοπίζει τις περιστάσεις της προσφοράς και ζήτησης. Στον ίδιο χρόνο διεξάγεται το παιχνίδι μεταξύ των διαφορών αδιαίρετων και αγοραίων τιμών σε συνάρτηση με τις ποσότητες πραγματούμενης πρόσθετης αξίας. Έτσι, η αγοραία αξία περιέχει κάποιο πρόσθετο κέρδος αυτών που παράγουν υπό τις άριστες των συνθηκών σε κάθε σφαίρα παραγωγής.

Σε αυτό οι διαφορετικές σφαίρες παραγωγής γίνονται αντιληπτές ως οριοθετημένες μεταξύ των, διασυνδεδεμένες ως ξένες χώρες ή ως κομμουνιστικές κοινοπολιτείες, κοινοντότητες (Gemeinwesen). Το ίδιο, δηλαδή επίτευξη πρόσθετου κέρδους, γίνεται και εκεί που επιτυγχάνεται μείωση των εμπορευματικών τιμών σε τιμές παραγωγής, και μείωση του κέρδους σε μέσο κέρδος.

Επομένως, εδώ υπάρχει μια στιγμιαία σύζευξη μεταξύ νοήμονος κεφαλαιακής λειτουργικότητας και κομμουνιστικής συνολικής εμπειρίας: περιστασιακό μονοπώλιο – αγοραίες αξίες – πρόσθετο κέρδος – διασύνδεση διαφορετικών σφαιρών παραγωγής και ξένων χωρών αναλογική προς την διασύνδεση κομμουνιστικών κοινοντοτήτων.

Αυτό είναι ένα νέο πεδίο διερεύνησης, πέρα και παίρνοντας υπ’ όψη τόσο τα συμπεριφορικά οικονομικά, όσο και τις δυσκολίες, τις οποίες περιγράφει στα τελευταία έργα του ο Bifo.



[1] Βλ. Imannuel Kant, Kritik de reinen Vernuft, I. Transzendentale Elementarlehre, Zweiter Teil. Die transzendentale Logik, Einleitung. Idee einer transzendentalen Logik, II. Von der tanszendentalen Logik, απόσπασμα:  «Wollen wir die Rezeptivität unseres Gemüts, Vorstellungen zu empfangen, so fern es auf irgend eine Weise affiziert wird, Sinnlichkeit nennen: so ist dagegen das Vermögen, Vorstellungen selbst hervorzubringen, oder die Spontaneität des Erkenntnisses, der Verstand. Unsre Natur bringt es so mit sich, daß die Anschauung niemals anders als sinnlich sein kann, d.i. nur die Art enthält, wie wir von Gegenständen affiziert warden». Dagegen ist das Vermögen, den Gegenstand sinnlicher Anschauung zu denken, der Verstand».

[2] Βλ. ibid, απόσπασμα: «In der Erwartung also, daß es vielleicht Begriffe geben könne, die sich a priori auf Gegenstände beziehen mögen, nicht als reine oder sinnliche Anschauungen, sondern bloß als Handlungen des reinen Denkens, die mithin Begriffe, aber weder empirischen noch ästhetischen Ursprungs sind, so machen wir uns zum voraus die Idee von einer Wissenschaft des reinen Verstandes und Vernunfterkenntnisses, dadurch wir Gegenstände völlig a priori denken».

[3] Βλ. οπ., απόσπασμα: «Umfang und die objektive Gültigkeit solcher Erkenntnisse bestimmete, würde transzendentale Logik heißen müssen, weil sie es bloß mit den Gesetzen des Verstandes und der Vernunft zu tun hat, aber lediglich, so fern sie auf Gegenstände a priori bezogen wird, und nicht, wie die allgemeine Logik, auf die empirischen so wohl, als reinen Vernunfterkenntnisse ohne Unterschied».

[4] Βλ. Schelling, Friedrich Wilhelm Joseph, System des transzendenten Idealismus, Einleitung, § 1. Begriff der Transzendental-Philosophie απόσπασμα, «Das Objektive zum Ersten zu machen, und das Subjektive daraus abzuleiten, ist, wie so eben gezeigt worden, Aufgabe der Natur-Philosophie. Wenn es also eine Transzendental-Philosophie gibt, so bleibt ihr nur die entgegengesetzte Richtung übrig, vom Subjektiven, als vom Ersten und Absoluten, auszugehen, und das Objektive aus ihm entstehen zu lassen. In die beiden möglichen Richtungen der Philosophie haben sich also Natur- und Transzendental-Philosophie geteilt, und wenn alle Philosophie darauf ausgehen muß, entweder aus der Natur eine Intelligenz, oder aus der Intelligenz eine Natur zu machen, so ist die Transzendental-Philosophie, welche diese letztere Aufgabe hat, die andere notwendige Grundwissenschaft der Philosophie».

[5] Βλ. Hegel, Georg Wilhelm Friedrich, Wissenschaft der Logik, Erster Teil. Die objektive Logik, Zweites Buch. Die Lehre vom Wesen, Erster Abschnitt: Das Wesen als Reflexion in ihm selbst, Drittes Kapitel: Der Grund

Από το assemblage στην κοπερατίβα. Ετερογενές και οργανικό στην Βιομηχανία

Η μανιφακτούρα ως άμεσο εργασιακό προτσές χειρωνακτικής μετάπλασης της ύλης prima facie κατανοείται ως Gestalt. 

Έχει διπλή καταγωγή (Ursprung), διπλή προέλευση: αρχικά εμφανίζεται με δύο τρόπους. Ο πρωτύτερος έχει να κάνει με την εργασία εργατών διαφορετικών επαγγελματικών ειδικοτήτων, που εργάζονται σε ένα εργαστήριο, σε ένα warehouse και των οποίων η εργασία ενοποιείται, δεσμεύεται από τον ίδιο καπιταλιστή. Αυτή η ενοποίηση διαφορετικών από επαγγελματική άποψη εργασιακών δραστηριοτήτων, ώστε να παραχθεί το προϊόν με τέτοιο τρόπο, προκειμένου να προσεγγίζει την τελική ωριμότητά του, την τελείωσή του, προσιδιάζει σε αυτό που αποκαλείται assemblage[1]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αναγεννησιακοί και ουμανιστικοί πίνακες και γλυπτά.

Από εδώ βγαίνει ότι αυτό αντιστοιχίζεται σε αυτό, το οποίο λέει ο Γκράμσι συντεχνιακή φάση ανάπτυξης, δηλαδή κατά κύριο λόγο στην  υστερομεσαιωνική και πρώιμη νεωτερική εποχή. Σ’ αυτό πρωταγωνιστική φιγούρα είναι ο αδιαίρετος καπιταλιστής φυσικό πρόσωπο που έχει την ικανότητα ενοποίησης, δέσμευσης της εργασίας σε έναν τελικό σκοπό, διότι έχει το επ’ αυτής άμεσο κουμάντο, τον άμεσο έλεγχο, την άμεση προσταγή.  

Ο δεύτερος τρόπος είναι ακριβώς το αντίθετο: εργάτες να παρέχουν την ίδια εργασία, να επιχειρούν τις ίδιες κινήσεις ή παρόμοιες.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την άποψη του καταμερισμού εργασίας το συνολικό αποτέλεσμα είναι ίδιο: η παραγωγή, η έγερση, η λειτουργία ενός Παραγωγικού Μηχανισμού (μιας αντικειμενικότητας), του οποίου τα όργανα είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι άνθρωποι. Εντός αυτού, δηλαδή εντός του εργαστηρίου, εντός της μανιφακτούρας ο Παραγωγικός Μηχανισμός ως Αντικειμενικότητα κοιτάει να ρουφήξει, να απορροφήσει την Υποκειμενικότητα του αδιαίρετου καπιταλιστή, ο οποίος έχει το κουμάντο. -Απ' αυτό βγαίνει η υλική δυναμική του σύγχρονου Cathedralισμού.

Όλα αυτά έχουν συνάφεια με την σημερινή κατάσταση, διότι, ας πούμε, στις ευρωπαϊκές πόλεις πλειοψηφικά από ποσοτική άποψη η γνωσιοπληροφοριακή εργασία διεξάγεται σε γραφεία που προσιδιάζουν στα εργαστήρια της μανιφακτούρας, με την διαφορά ότι τόσο εντός των, όσο και γυρωθέν των δεν είναι μόνο ο προσίδιος ως προς αυτά Παραγωγικός Μηχανισμός, αλλά και το συνολικό μητροπολιτικό σύστημα πραγματικής υπαγωγής, που ορθώνεται ως ο μείζων Παραγωγικός Μηχανισμός ως τέτοιος, επομένως πρόκειται για δύο βασικά επίπεδα παροχής εργασίας, εκμετάλλευσης, συσσώρευσης. Προσέτι, από αυτό εξάγεται το συμπέρασμα, ότι πλειοψηφικά από ποσοτική άποψη η γνωσιοπληροφοριακή εργασία έχει καταγωγικό, προελευσιακό χαρακτήρα, και σε κάθε περίπτωση έχει ως προς την εσωτερικότητά της, αλλά και ως προς την φαινομενολογία της την λειτουργία του Gestalt. Αλλά αυτό συνιστά μόνο την πρώτη εμφάνιση. Στους όρους της κίνησής του, αν ιδωθεί ως ένας ανεξάρτητος κινησιακός χώρος, τότε λαμβάνει την μορφή μιας σφαίρας ενεργότητας (Wirkungssphäre).

Εισχωρώντας βαθύτερα στην οργάνωση, στην οργανωτικότητα της μανιφακτούρας, εντοπίζουμε δύο θεμελιακές μορφές, των οποίων η διάστιξη έχει να κάνει με τον τρόπο συνδυασμού της εργασίας, με την εργασιακή συνδυαστική.

Η Αριστοτελική έννοια του οργανικού[2] μπορεί κατ' αναλογική εφαρμογή να αποτελέσει την αφετηρία εννοιολογικής κατανόησης της διάστιξης σε οργανική μανιφακτούρα και σε ετερογενή μανιφακτούρα. Εδώ πρέπει να κατανοηθεί, ότι δεν αναφερόμεθα στον βιολογικιστικό οργανικισμό του νεωτερικού είτε Φραγκικού είτε Γερμανικού, είτε Ρωσικού υλισμού, αλλά η κριτική δίνει τις μάχες της ενάντια σ’ αυτά. Το οργανικό έχει να κάνει με το ότι διαφορετικά συνδυάζονται σε ένα, πάρτε πχ. μια μοτοσυκλέτα, λύστε την και δείτε τα όργανά της, ή πάρτε το μοτέρ της μοτοσυκλέτας λύστε το και δείτε τα όργανά του, ή πάρτε ένα αυτόματο τουφέκι και λύστε το.

Ανάποδα, η ετερογενής μανιφακτούρα έχει να κάνει με το ότι η παραγωγή πολυδιασπάται σε μια μάζα ετερογενών μεταξύ τους προτσές. Αυτό στην σύγχρονη εμπειρία γίνεται κύρια στις περιπτώσεις part time jobs, zero hour contracts, εκ περιτροπής εργασίας, free launchers, digital nomads, gig work, τηλεεργασίας, εργασίας από το σπίτι. Έτσι, σε αυτό έχουμε μια ακολουθία διασυνδεομένων προτσές και χειρισμών, ενώ στην οργανική μανιφακτούρα έχουμε τον μηχανικό συνδυασμό των ανεξάρτητων μερικών προϊόντων. Σε αυτήν ο εργάτης μαθαίνει στην λεπτομέρεια, στην επανάληψη της ίδιας κίνησης, προκειμένου να καταστεί λεπτομερειακή εργασία και έτσι τελεί με τους συνεπιχειρούντες συν-εργάτες του, με τους συναδέλφους του σε οργανική σχέση. Από την ίδια την φύση της εργασίας στην οργανική μανιφακτούρα μειώνεται ο διϋποκειμενικός ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών, και έτσι σε αυτό πιο εύκολα η συνέλευση και η ζωή του εργατικού σωματείου, της εργατικής κοινότητας, της εργατικής συλλογικότητας, η κομματική οργάνωση βάσης γίνεται ο χώρος διευθέτησης των όποιων παρεξηγήσεων. 

Επιπρόσθετα, τα υλικά που χειρίζονται οι εργάτες στην οργανική μανιφακτούρα είναι ομοιογενή, διότι όλα μηχανικά συνδυασμένα θα αποτελέσουν την συνολική οργανικότητα του παραγόμενου συνολικού προϊόντος. Η ομοιογένεια των υλικών συντελεί στην εμβάθυνση της οργανικής σχέσης των εργατών, στην εμπέδωση της μεταξύ τους ταξικής ομοιογένειας (βλ. σχετική αναφορά στο Δημήτρης Κουτσούμπας, ΕΣΣΔ: Απέδειξε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού, ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 5-6 | Οκτώβρης- Δεκέμβρης 2022), ώστε πιο εύκολα δύνανται να υπερβούν τους χρωματικούς, εθνικούς, θρησκευτικούς, έμφυλους διαχωρισμούς και ταξινομήσεις: εδώ είναι που ανασηκώνεται ο ανώτερου τύπου εργατικός πολιτισμός.

Από την άλλη, η επανάληψη της λεπτομέρειας μπορεί να γίνει κάτι μονοδιάστατο, και να γεννήσει ελλείψεις, δηλαδή να οδηγήσει σε μονομέρεια: ολ' αυτά στα οποία κάνει κριτική το έργο του Μαρκούζε. 

Η μονή μπάντα, η μονοπλευρότητα τελειοποιείται, και έτσι γίνεται από μειονέκτημα πλεονέκτημα, στο μέτρο που ο λεπτομερειακός εργάτης αντιλαμβάνεται και κατανοεί το μονόμπαντο της εργασίας του ως τμήμα του συλλογικού εργάτη, και σε αυτό παράγει και αναπτύσσει νέες κλίσεις, ευφυΐες, δεξιότητες, ικανότητες, εφαρμογές, υλισμούς.



[1] Βλ. Deleuze Gilles, Guattari, Félix (1987). "Treatise on Nomadology—The War Machine". A Thousand Plateaus. Capitalism and Schizophrenia. Translated by Massumi, Brian. University of Minnesota Press. p. 406. «We will call an assemblage every constellation of singularities and traits deducted from the flow—selected, organized, stratified...to converge (consistency) artificially and naturally...constituting “cultures”, or even “ages”».

[2] Βλ. Αριστοτέλης, Περί Ψυχῆς Α΄, 412a, απόσπασμα: «αὕτη δὲ λέγεται διχῶς, ἡ μὲν ὡς ἐπιστήμη, ἡ δ᾿ ὡς τὸ θεωρεῖν. φανερὸν οὖν ὅτι ὡς ἐπιστήμη· ἐν γὰρ τῷ ὑπάρχειν τὴν ψυχὴν καὶ ὕπνος καὶ ἐγρήγορσίς ἐστιν, ἀνάλογον δ᾿ ἡ μὲν ἐγρήγορσις τῷ θεωρεῖν, ὁ δ᾿ ὕπνος τῷ ἔχειν καὶ μὴ ἐνεργεῖν· προτέρα δὲ τῇ γενέσει ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἡ ἐπιστήμη. διὸ ἡ ψυχή ἐστιν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος. τοιοῦτον δὲ ὃ ἂν ᾖ ὀργανικόν», 412b, απόσπασμα: «ὄργανα δὲ καὶ τὰ τῶν φυτῶν μέρη, ἀλλὰ παντελῶς ἁπλᾶ, οἷον τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα, τὸ δὲ περικάρπιον καρποῦ· αἱ δὲ ῥίζαι τῷ στόματι ἀνάλογον· ἄμφω γὰρ ἕλκει τὴν τροφήν. εἰ δή τι κοινὸν ἐπὶ πάσης ψυχῆς δεῖ λέγειν, εἴη ἂν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ».

Θεωρησιακός νους στα ερείπια. Πορείες συνιστωσών (faktoren) και μορφών της αξίας

Ένα σίγουρο σημείο είναι όταν έχεις φτάσει στο σημείο να είσαι face to face με τον διαχωρισμένο εαυτό σου στο λεωφορείο πηγαίνοντας στην και γυρνώντας αμφότεροι απ' την εργασία, και δεν μπορούμε να πούμε ότι κάνουμε in actu αυτοσχιζοανάλυση. 

Το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό κάποιου είναι ότι κάτι μας διέφυγε, κάτι εξέφυγε του συλλογικού εργατικού ελέγχου. Αλλά, απλά ίσως είναι ένα προϊόν που παρήχθη από την άρνηση παροχής αλλότριας δουλειάς. 

Σε δεύτερο χρόνο, έρχεται το ερώτημα: πώς φτάσαμε ως εδώ; Και δεν εννοούμε μόνο την εμπειρική-βιωματική διαδρομή, δηλαδή την απάντηση με τις αρετές ενός ιστορικού υλισμού στο διϋποκειμενικό επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων, αλλά πώς μπορεί να εξηγηθεί με βάση την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό στην συνολικότητά του συνιστά μια κάπως αχανή κριτική ανάλυση πραγμάτευσης αλυσίδων μικρότερων ή μεγαλύτερων οικονομικών καταστροφών: την εργατική κριτική της μερικά ποσοτικής καταστροφής αξίας μέσα από δυσθεώρητους μηχανισμούς και φασίζουσες πολιτικές μαζικής απαξίωσης, οι οποίες δεν σχετίζονται άμεσα, ούτε απορρέουν από την εξέλιξη και τις καμπές των πολέμων με στρατιωτικά μέσα. 

Η εκ του μέλλοντος χρηστική αξία ως τέτοια σε αντίθεση προς την ανταλλακτική αξία είναι το πρώτο συνολικό προϊόν της σύγχρονης εργατικής κομμούνας. Η κυκλοφορία αυτής της αξίας γίνεται μέσα στην καπιταλιστική εργασία, αλλά σε διάκριση προς την ανταλλακτική αξία η κυκλοφορία της δεν συνεπάγεται στον ίδιο χρόνο την πραγμάτωσή της υπό την τελεολογία του αυτοπολλαπλασιασμού και αυτοεπέκτασης. -Δεν μιλάμε για βιολογικό, αλλά για παραγωγικό προτσές. 

Έτσι, η εν τη κομμούνα παρηγμένη αξία δύναται μέσα από την αυτογνωσία της να πει: πάω στο Κεφάλαιο, ή αυτό μπορεί να προκύψει ως ενδεχομενικότητα, μηδέποτε ως συμβεβηκός. -Η εργατική κομμούνα δεν κάνει ατυχήματα. 

Σε αυτό ενεργοποιείται η ανταγωνιστικότητα των μορφών της ανταλλακτικής αξίας ως τέτοιας, και σε αυτοματικό επίπεδο η ανταγωνιστικότητα των εμπορευματικών μορφών. Είναι αντιπαράθεση μεταξύ μιας κεντρικής δυναμικής ενός δυνητικού τρόπου παραγωγής και των πιο νοήμονων λειτουργιών του κεφαλαιακού τρόπου παραγωγής. Εδώ, λοιπόν, δεν ανταγωνίζονται με quasi Καντικό τρόπο, ήτοι μέσα από την Αισθητική Κρίση (όπως γινόταν στον ΠΠΓ), οι διαφοροποιημένες υπό της προλεταριακής βιομηχανικής εργασίας μορφές και οι δύο συνιστώσες της αξίας, ούτε το διακύβευμα είναι ο βαθμός ευφυίας ή δημιουργικότητας, αλλά η ίδια η παραγωγική ικανότητα και η θεσμική επιδραστικότητα. Η επίδραση στους θεσμούς προκύπτει από το ότι όλες οι μορφές και οι δύο συνιστώσες της αξίας αναπτύσσουν συντακτική κατανόηση των πορειών των. 

Προς το παρόν αυτό είναι το πιο απτό υπαρκτό προτσές ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαιακού τρόπου παραγωγής και δυναμικών από έναν δυνάμει κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής. 




Ο υπερκαταληπτικός χαρακτήρας των ονομαστικών (nominal) αξιών και το meta-verse

Δύναται να παρουσιασθεί ένα σύνολο υποθέσεων εργασίας περί του ότι η εμφάνιση ονομαστική αξία στην εσωτερική της συγκρότηση και διαδρομή, δηλαδή ως τέτοια, παρουσιάζει μετά τον τόκο, τα πιο ισχυρά στοιχεία συνέχειας προς το προκαπιταλιστικό παρελθόν.

Στην Σύνοψη Λογικής του Γουλιέλμου του Όκαμ, η κεντρική αρχή είναι ότι τα ονόματα σημειοδοτούν εντοποθετήσεις/εφαρμογές κατόπιν πράξεως.[1]

Κάθε όνομα στην σημειοδοτική λειτουργία του αποκρίνεται στην Φιχτεϊκή αρχή της ταυτότητας, σε αντίθετη δε περίπτωση δεν θα ήταν τέτοιο.[2] Το Φιχτεϊκό θεμέλιο είναι η ταυτοτική αξίωση της ίδιας της ονομαστικής αξίας ενώπιον των brokers, των dealers και των χρηματαγορών: «κοιτάχτε με, είμαι αξία από μόνη μου, είμαι αξία ως τέτοια». Αυτή η αξίωση γίνεται όλο και πιο πεισματική, ακόμα και αφού αποκτήσει συνείδηση ότι είναι τέτοια (ονομαστική αξία), αφού αποκτήσει συνείδηση ότι εκπροσωπεί ονομαστικά μη-υπαρκτό εισέτι κεφάλαιο.

Αλλά, εξωθείται από το συνολικό προτσές στην ταύτισή της με το μη-υπαρκτό εισέτι κεφάλαιο, το οποίο εκπροσωπεί. Τότε επέρχεται η υποκειμενική πλήρωση των προϋποθέσεων, προκειμένου πάψει να είναι τέτοια και να αναιρεθεί αναβαθμιζόμενη σε πραγματική αξία, μέσω της κύλισής της, μέσω της πραγματικής αξιοποίησής της στην πραγματική παραγωγή.

O μεγάλος αντίπαλος της ονομαστικής αξίας είναι το ποσοστό τόκου, καθ’ όσον, όταν πέφτει, οι χρηματιστηριακά υπολογισμένες και σταθμισμένες τιμές των ονομαστικών αξιών ανεβαίνουν. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο οι δικαιούχοι των και οι ωφελούμενοι από τις ονομαστικές αξίες να διαμαρτύρονται σχετικά με το ύψος του ποσοστού τόκου, δηλαδή να διαμαρτύρονται ενάντι της κεντρική τράπεζας, των τραπεζών και του συστήματος χρέωσης. Σε αυτό το επίπεδο η ονομαστική αξία συνθέτει εικονικό πλούτο (reichtum), εκδήλωση, έκφραση της αξίας κατά τα ξεχωριστά μέρη μιας προσδιορισμένης υποδειγματικής ονομαστικής αξίας. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι κατά κύριο λόγο οι παρουσιάσεις της στις χρηματαγορές και στις θεσμικές λειτουργίες της κρατόσφαιρας. Αυτό είναι προϋπόθεση της επέκτασής της στην διαδρομή ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής, προϋπόθεση της κύλισής της στην πραγματική παραγωγή.

Η δυναμική διαμαρτυρίας έναντι του ποσοστού τόκου και της οργανωτικότητάς του λαμβάνει όλο και πιο πολύ τα χαρακτηριστικά agency (από τις εποχές των Φλωρεντινών Δομηνικανών του 14ου αιώνα και του Λούθηρου), ώστε ανά περιστάσεις δύναται να συνθέτει κοινωνικοπολιτική δυναμική έναντι της οργάνωσης του τόκου, που φενακισμένα αντιλαμβάνεται ως κράτος. Είναι δηλαδή μια ιδιότυπη "αναρχική" δυναμική, η οποία αντανακλά πολλαπλά διαμεσολαβημένα και γι’ αυτό πολύ αφηρημένα τις εκάστοτε αναρχικές συνθήκες πραγματοποίησης του προτσές παραγωγής, και απ’ αυτό διαμαρτύρεται και έναντι κάθε δύναμης, σχέσης και λειτουργίας κεντρικού σχεδιασμού.

Έχει από πολλές απόψεις ενδιαφέρον ο εντοπισμός των μορφών του επί των ονομαστικών αξιών προκύπτοντος εικονικού πλούτου, ο οποίος δεν αργεί να γίνει εικονικός κόσμος, εικονική πραγματικότητα, meta-verse κατά την ψηφιοποίησή του.

Σε αυτό ιστορικές μεταμορφώσεις και μεταβάσεις μπορούν να ιδωθούν: μειοψηφική θρησκευτικότητα – ιδεολογία – υπερκατάληψη, ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης και ωρίμανσης της ίδιας της ονομαστικής αξίας, που εξαρτάται από το πόσο έχει φτάσει στην υποκειμενική πλήρωση των προϋποθέσεών κύλισής της στην πραγματική παραγωγή. Ώστε, εντός του εικονικού κόσμου της ανάλογα με τα παραπάνω εντοπίζονται θρησκευτικές, ιδεολογικές, υπερκαταληπτικές μορφές. Κάποιος μπορεί να πει ότι ουσιωδώς είναι ένας hollow world, αλλά ακόμα κι οι μορφές παράγονται.

Οι παραγωγικές σχέσεις παράγουν ιστορικές μορφές (θρησκευτικές, ιδεολογικές, υπερκαταληπτικές), και οι πιο προηγμένες, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές σχέσεις παράγουν φιλοσοφικές, επιστημονικές, πολιτικές από επαναστατική άποψη μορφές.

Επομένως, η ονομαστική αξία οφείλει να έχει εγγύτητα και οικειότητα προς τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις, ώστε απ’ αυτές να λαμβάνει τις μορφές του εικονικού πλούτου της, τις μορφές της ίδιας της επί το πλείστον χρηματιστηριακής ανάπτυξής της. Όσο πιο συμπυκνωτικές ιστορίας είναι αυτές οι μορφές, όσο μεγαλύτερη και περισσότερη ιστορικότητα έχουν, τόσο πληρούνται υποκειμενικά οι προϋποθέσεις της κύλισής της στην πραγματική παραγωγή. Αυτό είναι μια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ ονομαστικής αξίας και ποσοστού τόκου, στην οποία οι ορθόδοξοι της κλασικής πολιτικής οικονομίας μπορούν να ψάξουν να βρουν τις πολυπόθητες φυσικές τιμές.

Τίθεται λοιπόν κι ένα ακόμα κριτήριο ως προς τις παραγωγικές σχέσεις: αν, τι ποιότητα και σε ποιο εύρος παράγουν ιστορικές μορφές.

Ο υπερκαταληπτικός[3] χαρακτήρας του εικονικού κόσμου της ονομαστικής αξίας από φιλοσοφική άποψη συντίθεται από τον καπιταλιστικό ρεαλισμό, από την Σοπενχαουρικού τύπου βουλησιαρχία, και από την ποικιλότητα του υπερβατικού ιδεαλισμού. Από αυτό και πέρα είναι ζήτημα ανταγωνισμού φιλοσοφικών σχολών, με ό,τι διαμεσολαβούν και κυκλοφορούν, και ζήτημα αισθητικής θεωρίας και φιλοσοφίας της ομορφιάς.

 

 

 



[1] Βλ. Guillelmi de Ockham Summa totius Logicae: Pars I, CAP. 11. DE DIVISIONE NOMINUM SIGNIFICANTIUM AD PLACITUM, PUTA IN NOMINA PRIMAE IMPOSITIONIS ET IN NOMINA SECUNDAE IMPOSITIONIS, απόσπασμα: «nominum ad placitum significantium quaedam sunt nomina primae impositionis et quaedam sunt nomina secundae impositionis. Nomina secundae impositionis sunt nomina imposita ad significandum signa ad placitum instituta et illa quae consequuntur talia signa, sed nonnisi dum sunt signa»

[2] Βλ. Hegel, Georg Wilhelm Friedrich, Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems der Philosophie, Darstellung des Fichteschen Systems, απόσπασμα: «Die Grundlage des Fichteschen Systems ist intellektuelle Anschauung, reines Denken seiner selbst, reines Selbstbewußtsein Ich = Ich, Ich bin; das Absolute ist Subjekt-Objekt, und Ich ist diese Identität des Subjekts und Objekts» και επ.

[3] Ενδεικτικά βλ. Hypersonic Hyperstitions, Sum #11, https://mattiswiedmann.co.uk/notes-on-left-hyperstition/, http://hyperstition.org/

Για τις νέες εφόδους στον ουρανό. Θρησκευτικό κράτος, η Βανδέα ως Οικούμενο, πολιτικός πόλεμος




Όπως πρώτος διέγνωσε ο Άνταμ Σμιθ, το κεφάλαιο είναι τέτοιο, διότι επιβάλλεται με επαναστατικό (και γι’ αυτό αιματηρό) τρόπο επί των παρωχημένων τρόπων παραγωγής. Αυτό είναι και η βασική φαινομενικότητα του προτσές της υποδειγματικής συσσώρευσής του.

Ανήκει στην νομοτέλεια του προτσές της υποδειγματικής συσσώρευσης κεφαλαίου η δημιουργία μιας δοσμένου βαθμού ανάπτυξης αστικής κοινωνίας, που επίσης νομοτελειακά αναγορεύεται σε πολιτικό κράτος. Οι βασικοί αντίπαλοι του κεφαλαίου σε κάθε τέτοιο προτσές είναι το θρησκευτικό κράτος, ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και το προσίδιο σε αυτόν δεσποτικό κράτος, και η φυλετική οργάνωση των κοινοτήτων. Αυτή η θέση συνιστά το πανοπτικό των πολέμων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λίβανος, Παλαιστίνη) και Αφρική τα τελευταία 40 χρόνια, ήτοι την πραγματική οπτική του ΠΠΔ΄.

Ταυτόχρονα, αυτή η οπτική είναι που μπορεί να παράσχει μια εργατική γραμμή κριτικής ανάλυσης για ό,τι συμβαίνει και για ό,τι έχει συμβεί. Αντίθετα, η αφηρημένη αστική οπτική, φερόμενη μέσα από τις κάθε λογής και κάθε είδους αντιϊμπεριαλιστικές ιδεολογίες προτάσσει τα παθογενή διπολικά ή ακόμα χειρότερα πολυπολικά σχήματα ερμηνείας, αποδίδουσα πλέον με παρανοϊκό τρόπο, ενώ παλιότερα με σχιζοφρενικό, την κεντρικότητα στο «έθνος» ή στην «χώρα». Αυτό είναι ο κύριος παράγοντας θεαματικής/ιδεαλιστικής αντιστροφής του κόσμου.

Από την άλλη, η Καντιανά καθαρή καπιταλιστική οπτική, κύρια όπως εκφέρεται από το κατεστημένο των ΗΠΑ, συχνά υποτιμά την δυναμική εσωτερικοποίησης αυτού του προτσές στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, κάτι που έχει λάβει όλο και πιο υλικές δυναμικές με τα ρεύματα μετανάστευσης και μετακίνησης πληθυσμών.

Είναι ενδιαφέρον, ότι μέσα από την ίδια την εξέλιξη του ΠΠΔ΄ δεν φαίνεται τόσο η «χρηματιστική» λειτουργία του κεφαλαίου, το κατά Χίλφρεντινγκ «χρηματιστικό κεφάλαιο», δηλαδή οι συναρθρώσεις μεταξύ χρηματοκεφαλαίου, χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου, καθ’ όσον αυτές είναι επί το πλείστον κωδικωμένες και σημειωτικοποιημένες στις κεφαλαιακές Μητροπόλεις, αλλά κατά βάση η ενότητα του κεφαλαίου ως σύνολο τεχνοβιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων. Απ’ αυτό, όπως έχει δείξει ο Γκράμσι, εξάγεται και η δυνητικότητα τόσο του πολέμου θέσεων, όσο και της παθητικής επανάστασης. Είναι κάτι που ενασκεί, όποτε το θέλει, το ΚΚ Κίνας, από την εποχή του Deng Xiaoping.

Παρόλο που υπάρχει ένα κάπως ακλόνητο consensus στις κορυφές των διαφόρων «πόλων» περί της γενικής ανάγκης ανάπτυξης των τεχνοβιομηχανικών παραγωγικών δυνάμεων, ωστόσο έχει αναδειχθεί σε διευρυμένη κλίμακα η όξυνση του ανταγωνισμού και η διαπάλη για την ποιότητα των τεχνοβιομηχανικών σχέσεων, ειδικά όσον αφορά τον τρόπο εμφάνισης, εξωτερίκευσης και κοινωνικοποίησής των.

Αυτό αναδεικνύει την ίδια την καπιταλιστική στρωματοποίηση, με τον τρόπο που την αντιλήφθηκαν και την κατανόησαν ο Ντελέζ και ο Γκουαταρί. Η στριφνότητα και η ιδιαιτερότητα αυτής της στρωματοποίησης συνίσταται στο ότι σε κάθε εκ του καταμερισμού εργασίας και των σχέσεων διανομής διαφοροποιημένο μπουρζουάδικο στρώμα αντιστοιχούν και διαφοροποιημένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, κάτι που σε τελική ανάλυση συνδέεται με τον χαμηλότερο ή υψηλότερο βαθμό οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, ως επίσης με τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφορετικών μερίδων και τμημάτων κεφαλαίου.

Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ιστορικά η τάση ανεξαρτητοποίησης και αυτομόλησης μπουρζουάδικων στρωμάτων από την πολιτική οργάνωση και την επιτελικότητα του κεφαλαίου:

Η ανάδυση του θρησκευτικού κράτους στα τέλη δεκαετίας του ’70 με την αλλαγή του Ιρανικού καθεστώτος και με την αντισοβιετική αντίδραση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και ο επανασχηματισμός του Ισλάμ σε παγκόσμιο επίπεδο, ήτο ο ιστορικός παράγοντας που ανέκοψε το σοβιετικό επαναστατικό προτσές και στον ίδιο χρόνο άρχισε να βάζει εμπόδια στο υποδειγματικό προτσές του κεφαλαίου. Κι αν οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μια εμπειρία αιώνων στην οικοδόμηση σχέσεων και σε έναν ανταγωνισμό ηγεμονίας μ’ αυτές τις δυνάμεις, τα τελευταία χρόνια η Κίνα με την περίπτωση των Ουιγούρων γεύεται κάτι παρόμοιο, ως επίσης η στο όνομα του διπολισμού συνεργασία με το θρησκευτικό κράτος και το Ισλάμ εσωτερικεύεται στην Ρωσική και μετα-σοβιετική πολιτική πραγματικότητα και την απομακρύνει τόσο από τις σοβιετικές, όσο και από τις παραδοσιακές βάσεις της, όπως γινόταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ στην δεκαετία του ’80.

Τα εξηγητικά σχήματα του πολέμου των πολιτισμών, ή ακόμα κι οι ουμανιστικές/εμφυλ(ι)ες αναλύσεις συνεχίζουν να εφαρμόζονται, αλλά το εργατικό κίνημα έχει κάθε συμφέρον να ξεκαθαρίσει τις δικές του θέσεις μάχης ενάντια στο διακρατικό πολεμικό σφαγείο: υλιστική κριτική της θρησκείας, απομάγευση-απομυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, κανονιστική και κατασταλτική κατάργηση κάθε μορφής σύγχρονης δουλείας, ανάδειξη του καθορισμού της πραγματικότητας από την ταξική ένταξη και την εργασία, πολιτικό κίνημα ικανό να συγκλονίζει τις σταθερές της αστικής κοινωνίας διαχωρισμένο τόσο από το θρησκευτικό, όσο και από τις αυταπάτες της μπουρζουάδικης κουλτούρας, συνεργασία με τις κοινωνικές δυνάμεις που οργανώνονται και παλεύουν γύρω από το πολιτικοδημοκρατικό ζήτημα, διαρκής πάλη για πολιτιστική επανάσταση.

Ωστόσο, είναι κοινή παραδοχή, ότι με το θρησκευτικό κράτος δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, όχι μόνο επειδή είναι ανέλεγκτη πραγμάτωση των πιο αντιδραστικών μορφών φενακισμένης συνείδησης, αλλά διότι πρέπει να εντοπίσεις τι φέρει εντός του εγκιβωτισμένο ως αναπαραγωγική δυναμική.

Από την σκοπιά του Judenfrage το σύγχρονο θρησκευτικό κράτος δίνει απάντηση σ' αυτό δια της ταύτισης υποκειμένου με τον αλλοτριωμένο εαυτό, δια της ταύτισης πραγματικής και εικονικής κυριαρχίας. Αυτό έχει ισχύ από το επίπεδο του ατόμου-υπηκόου έως το επίπεδο του έθνους, ως το επίπεδο της χώρας, διότι το άτομο-υπήκοος παρίσταται ως σωματοποιημένος εκπρόσωπος του έθνους και της χώρας, ενώ στην κλασική αστική κοινωνία το άτομο-πολίτης παρίσταται ως σωματοποιημένος εκπρόσωπος υλικοκοινωνικών συμφερόντων. Έτσι, το νεωτερικό αίτημα για τυπική ισότητα αντικαθίσταται με την ισότητα υπακοής στους θρησκευτικούς νόμους, και το Judenfrage προβάλλει επιλυμένο ειρηνικά.

Η κοινωνική ordo, η οποία λειτουργεί ως αναπαραγωγική δυναμική του θρησκευτικού κράτους, είναι –να το πω συμβολικά- η Βανδέα ως Οικούμενον, ως οργανικότητα μοριακών και διατομικών σχέσεων και συμφερόντων, αγκιστρωμένων στην αδιαίρετη ιδιοκτησία και στην μονοποικιλιακή οικογένεια εν είδει καρικατούρας Αγίας Τριάδας. Αυτό λαμβάνει με σχεδόν αυτοματικό τρόπο πολιτικά χαρακτηριστικά: μονοσήμαντη και μονοδιάστατη πατριαρχία ή έμφυλα αντεστραμμένη πατριαρχία, παραδοσιοκρατικός εθνικισμός, προ-νεωτερικός κοινοτισμός, αταβιστικός τοπικισμός, αντικομμουνισμός, αντιδιεθνισμός. Για να το κάνω πιο απτό, είναι κάτι σαν κι αυτό, το οποίο έζησε η καθυστερημένη Ελλάδα στις δεκαετίες 1950-1970. Η δε υποδειγματική χώρα γι’ αυτό το πράγμα είναι το Αφγανιστάν, κάτι γνωστό, από τότε που ο Ένγκελς έγραψε αναφορά γι’ αυτό. Εν τούτοις, και ο μακρόχρονος Συριακός Πόλεμος αναπαράγεται γύρω από τέτοιες περιστρεφόμενες και επαναλαμβανόμενες δυναμικές: Βανδεϊκού τύπου συμφέροντα και οργανικότητες, στρατιωτικοποιημένος μεσσιανισμός ως θρησκευτικό κράτος, νεωτερική κοσμικότητα, συντακτική δικτατορία, interregnum, κοινοτισμός, ομοσπονδιοποίηση, εθνικός αντιϊμπεριαλισμός και φτου κι απ' την αρχή.

Αυτά είναι προκλήσεις για το παγκόσμιο προλεταριάτο και για το επαναστατικό εργατικό κίνημα, στις οποίες έχει κάθε συμφέρον να απαντήσει στρατηγικά. Στην συνολικότητά του και στην strictο sensu οπτική της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μέσα από την κριτική στον μιλιταρισμό ως τρόπο συσσώρευσης παρέχει οξύνοια και θέσεις για την εξαπόλυση εργατικής κριτικής σε όλο αυτό το εκτεταμένο γεωγραφικά σύστημα μιλιταρισμού της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής, το οποίο είναι μόνο η μερική έκφραση της γενικότητας του μιλιταρισμού των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, η εδαφικοποιημένη μερικότητά των, χωρίς να χρειάζεται καμία αναπομπή στην θεωρία κέντρου-περιφέρειας.

Ο αναπτυσσόμενος πολιτικός πόλεμος στην Ιρανική επικράτεια και η τρέχουσα κλιμάκωσή του ανέδειξε την ύπαρξη μιας σχέσης μεταξύ της πάλης ενάντια στις μορφές και παραλλαγές του θρησκευτικού κράτους και της εσωτερικής διαλεκτικής του πολιτικού πολέμου να λαμβάνει ταξικά χαρακτηριστικά.

Αυτό είναι πιο ευκρινές στην πάλη που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των ΗΠΑ για την ανατροπή του τραμπισμού, ο οποίος εξέφραζε στοιχεία θρησκευτικού κράτους μέσα από τον ευαγγελικό μεσσιανισμό, τον Βιβλικό σιωνισμό, και την οργάνωση των Βανδεϊκού τύπου κοινωνικών στρωμάτων σε παραστρατιωτικές και παραβιαστικές καταστάσεις, κάτι που κατέληξε στο αποτυχημένο coup. Κάτι παρόμοιο κάθε τόσο αναδεικνύεται με την Παλαιστινιακή αντίσταση. Βέβαια, το Δημοκρατικό Κόμμα, ακριβώς, επειδή είδε τα ταξικά χαρακτηριστικά στον αμερικανικό πολιτικό πόλεμο, γι’ αυτό και έσπευσε να πολιτισμικοποιήσει ένα εύρος της προοδευτικής δυναμικής, διαμορφώνοντας την λεγόμενη woke culture.

Το όφελος και η τιτάνια συνεισφορά στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης είναι ότι η εργατική τάξη των ΗΠΑ (η δεύτερη πολυάριθμη παγκοσμίως, αλλά με τον μεγαλύτερο βαθμό εξειδίκευσης) μετράει πιο πολλά ανεξάρτητα σωματεία σε χώρους που πριν έμοιαζαν άβατα των αφεντικών, ανά κρίσιμες περιπτώσεις μεγαλύτερο μισθό ως κομβικό σημείο υλικής έκφρασης της εργατικής ισχύος, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, μεγαλύτερη ικανότητα ταξικού διαχωρισμού, αλλά και διείσδυσης στην Δημοκρατική ιντελιγκέντσια, μεγαλύτερη πρόσφατη εμπειρία ανοιχτής κεντρικοπολιτικής αναμέτρησης, καλύτερα οχυρωμένες θέσεις για την πάλη, τους αγώνες και τις αντεπιθέσεις της.

Δεν χρειαζόμαστε το καπέλο του μικροαστικού Πλήθους και της ξινισμένης Δημοκρατίας, προκειμένου να χτίσουμε όλο και πιο πολλές εργατικές συλλογικότητες, να αναπτύξουμε σχέσεις πλέριας εργατικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, να διαμορφώσουμε τις νέες κομμούνες προλεταριακής αυτοαξιοποίησης και ανατίμησης της εργασίας μας, να επεκτείνουμε τα κοινά μας, να εξελίξουμε τις διαισθήσεις και τις καλές τέχνες μας.

Γενική Νοημοσύνη και Αλλοτρίωση. Συμβολή στην Κριτική των καθημερινών μηχανών


Α. Αφηρημένη Εργασία και Αλλοτρίωση

Η αλλοτρίωση, όπως εμφανίζεται στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, είναι πολύπτυχη και πολυδιάστατη, ενώ συσκοτίζεται κύρια μέσα από τις τυπικές και νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας και διευθυντικού δικαιώματος, δηλαδή μέσα από την ίδια την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Για να κατανοηθεί το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στην συνολικότητά του, πρέπει να εξετασθεί ως προς τα σημεία αναφοράς του. Έτσι, η αλλοτρίωση μπορεί να γίνει κατανοητή με σημείο αναφοράς το παραγόμενο προϊόν.

Η αφηρημένη εργασία παράγει προϊόντα έχοντα ανταλλακτική αξία, δηλαδή εμπορεύματα, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον καπιταλιστή είτε είναι αδιαίρετο, φυσικό πρόσωπο, είτε είναι νομικό πρόσωπο. Σε αυτό έχουμε ήδη την αποξένωση του άμεσου παραγωγού ως προς το προϊόν της εργασίας του, και έτσι το προϊόν εργασίας παράγεται ως κάτι αλλότριο ως προς τον Εργάτη, που μέσα από την εργασία του παρήχθη. Στην δεύτερη φάση του κυκλώματος του κεφαλαίου, ο Εργάτης θα δει στο προτσές κυκλοφορίας τα αδιαίρετα προϊόντα, τα οποία παρήχθησαν από την εργασία του, είτε ως εμπορεύματα έτοιμα να πωληθούν, είτε αφού πωληθούν, θα τα δει στην μορφή του γενικού ισοδύναμου, στην μορφή του χρήματος. Στο προτσές κυκλοφορίας, ο Εργάτης αποξενώνεται όλο και πιο πολύ από το προϊόν της εργασίας του, και το προϊόν γίνεται όλο και πιο πολύ αλλότριο ως προς τον αρχικό άμεσο παραγωγό του, τον Εργάτη, καθ’ όσον εμφανίζεται κυκλοφορούν μεταμορφωμένο σε χρήμα. Έτσι, αυτό, το οποίο στο εργοστάσιο εν τω προτσές της άμεσης παραγωγής ήτο υπό την υλική εξουσίαση του Εργάτη, υπό την χρήση και κατοχή του, τώρα στο προτσές κυκλοφορίας δεν μπορεί ούτε να το γνωρίσει, καθ’ όσον κυκλοφορεί σε αλλότρια, διαφορετική μορφή, στην μορφή του χρήματος. Αυτό εντείνεται και γίνεται οξύτερο, λαμβανομένου υπ' όψη, ότι προσήκει στην φύση της αναπαραγωγικής εργασίας η πρόσδοση πρόσθετων επιθυμητικών ιδιοτήτων στα προϊόντα της εργασίας, στα εμπορεύματα, ώστε να μειωθεί ο απαιτούμενος χρόνος περιστροφής της αξίας τους, δηλαδή για να πωληθούν πιο γρήγορα. Δι' αυτού έχουμε την οικοδόμηση επιθυμητικών σχέσεων του Εργάτη προς τα παραγόμενα απ' αυτόν προϊόντα, πριν ακόμα μεταμορφωθούν σε χρήμα, σε χρηματοκεφάλαιο. Αυτό ισχύει, τόσο όσο τα παραγόμενα εμπορεύματα είναι στο εργοστάσιο, όσο και όσο είναι στην κυκλοφορία ως εμπορευματικό κεφάλαιο. Οι σχέσεις αυτές γίνονται ισχυρότερες, στο μέτρο που ο Εργάτης αυξάνει την ικανότητά του να εντοπίζει τις κοινωνικές συνδέσεις των εμπορευμάτων προς το προτσές της βιοπολιτικής παραγωγής, ήτοι τα εντοπίζει και τα αναγνωρίζει μέσα από τον αξιακό προσδιορισμό ως ενταγμένα στο συνολικό προτσές της κοινωνικής εργασίας. 

Ωστόσο, αν το προϊόν της εργασίας έχει τις ιδιότητες του μη αδιαίρετου εμπορεύματος, ή ακόμα και του διαιρετού εμπορεύματος (ψηφιακά προϊόντα, στοιχεία που χρησιμεύουν σε σύγχρονα έργα τέχνης και στην βιομηχανία του θεάματος, υλικοποιημένα προϊόντα της νοημοσύνης, στοιχεία συστημάτων άμυνας και ασφάλειας), κάτι που σημαίνει ότι ως τέτοια δεν μεταμορφώνονται σε χρήμα (όπως τα αδιαίρετα), αλλά μόνο ως εξαρτήματα συνολικότερων εμπορευμάτων-projects, κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στις βιομηχανίες παραγωγής τεχνολογικών προϊόντων, τότε το αλλοτριωμένο από τον Εργάτη προϊόν θα εμφανισθεί στον αποξενωμένο απ’ αυτό Εργάτη σε διπλά και τριπλά αλλοτριωμένες, σε απαλλοτριωμένες μορφές. Αυτό έχει να κάνει με τις ίδιες τις παραγωγικές δυναμικές του Μητροπολιτικού εργοστασίου λόγω της σε αυτό λειτουργούσας μηχανουργίας, έχει να κάνει με τον χώρο της Μητρόπολης, όπου ακριβώς λόγω της ενιαίας χωρικότητάς της, το προτσές παραγωγής και κυκλοφορίας αναπτύσσεται ενοποιημένο. Έτσι, το μητροπολιτικό εργοστάσιο πέρα από χώρος κοινωνικής διεξαγωγής του ειδικά προσδιορισμένου συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, γίνεται και ο κατ’ εξοχήν χώρος ανάπτυξης της θεωρίας επί των προϊόντων εργασίας, της καπιταλιστικής θεωρίας των εμπορευμάτων. Αυτό στον ίδιο χρόνο σημαίνει, ότι η αλλοτρίωση αποκτά τρόπω τινί Οντικότητα, η θεωρία περί αλλοτρίωσης μετατρέπεται σε Οντολογική θεωρία.

Ένα δεύτερο σημείο αναφοράς για την κατανόηση της αλλοτρίωσης, είναι να ιδωθεί από την σκοπιά της ζώσας εργασίας. Όπως είναι γνωστό, η ζώσα εργασία εκτείνεται στον χρόνο και λόγω της φύσεως και των υλικών ιδιοτήτων της αντικειμενοποιείται μαζί με αυτόν (παράγοντάς τον ως εργασιακό χρόνο), μετατρέπεται σε νεκρή εργασία, σε εμπόρευμα. Το προϊόν εργασίας δεν είναι μόνο κάτι αλλότριο ως προς αυτήν, λόγω των νομικών σχέσεων ιδιοποίησης, αλλά είναι Οντικά η αλλότρια ταυτότητα (Identität) της ζώσας εργασίας, η αξιακή μορφή.

Σε αυτό που έχεις παράξει και σε αυτό που παράγεις, είναι ενσωματωμένες ποσότητες εργασιακού χρόνου, εργατοώρες, που εσύ έχεις παράσχει εν τω προτσές παραγωγής: στο εμπόρευμα είναι ενσωματωμένες ποσότητες από την ζωή σου, στο εμπόρευμα είναι ενσωματωμένα κβάντα του βιταλισμού σου. Ώστε το παραχθέν εμπόρευμα από μια δοσμένη συνεπιχείρηση (cooperation) Εργατών είναι ο αντικειμενοποιημένος, ποσοτικοποιημένος, κβαντοποιημένος χρόνος αυτών των ιδίων. Επομένως, όπως το έργο τέχνης, το προϊόν της εργασίας του τεχνίτη προκαπιταλιστικά αποκρινόταν στην Φιχτεϊκή αρχή αρτιστικό/artisan Ego ó το έργο τέχνης που έφτιαξε ο αρτίστας/το προϊόν εργασίας του τεχνίτη, στον καπιταλισμό το παραγόμενο εμπόρευμα ó αλλοτριωμένο εργατικό Ego. Αυτό, πάλι στην Μητρόπολη και μόνο σε αυτήν, σημαίνει, πως ο Εργάτης, όσο πιο πολύ βελτιώνει την νοημοσύνη του εαυτού του, τόσο έχει την ικανότητα να βλέπει το αλλοτριωμένο Ego του σε αντικειμενοποιημένες και πραγμοποιημένες μορφές. Αυτό είναι το σημείο ανάπτυξης της θεωρίας επί των εργατών ως quasi νεκρή εργασία, η καπιταλιστική θεωρία των εργατών, η οποία λόγω ακριβώς της διαθέτουσας Οντικότητα αλλοτρίωσης είναι και αυτή Οντολογική θεωρία.

Ένα τρίτο σημείο από καπιταλιστική σκοπιά είναι η λειτουργία του Εργάτη ως μεταβλητού κεφαλαίου τόσο στο προτσές παραγωγής, όσο και στο προτσές κυκλοφορίας. Αυτό σημαίνει, ότι στην καπιταλιστική οπτική, και μόνο σε αυτήν, ο Εργάτης εκφράζεται ως χρήμα: στον ίδιο χρόνο η ποσότητα χρήματος που πρέπει να δώσει το αφεντικό στον Εργάτη για την εργασία του, και το χρήμα που θα ξοδέψει ο εργάτης στο προτσές κυκλοφορίας, προκειμένου να αναπαραχθεί ως τέτοιος και να αναπαράξει την εργατική δύναμή του. Έτσι, ο Εργάτης σ’ αυτήν την καπιταλιστική οπτική, αν ιδωθεί από το σημείο θέασης της αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, είναι απλά ένα αδιαίρετο, ατομικό σώμα που αποκρίνεται σε ένα ΑΦΜ, σε έναν ΑΜΚΑ, σε έναν Αριθμό Μητρώου, και –φυσικά- μια προστιθέμενη αριθμητική μονάδα σε κάποια στατιστική.

Όταν, λοιπόν, ο Εργάτης υποτίθεται καπιταλιστικά ως ένα σύνολο ποσοτικοποιημένων ροών χρήματος, που λόγω της ψηφιακής γραφειοκρατίας και των πληρωμών με ψηφιακά μέσα, μπορούν να εντοπισθούν, να μετρηθούν, να ταξινομηθούν, να (ανα-)παρασταθούν, πλέον προβάλλει σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια κλίμακα αλλοτριωμένος τόσο από τον εαυτό του, όσο και από το προϊόν της εργασίας του, που εξ αιτίας ακριβώς της ψηφιοποίησης και της ψηφιακότητας, η παράσταση, η περιγραφή (Darstellung) του εαυτού του μετατρέπεται σε μάτριξ, σε οπτικοποιημένο νοούμενο.

Η αφηρημένη εργασία παράγει την Μητρόπολη και ως επικράτεια αλλοτρίωσης, αλλά και τον ίδιο τον κόσμο ως αλλοτρίωση. Όσο αναπτύσσεται η κοινωνικοποίηση της εργασίας, οι κατανοητικές και τεχνικές δυνατότητες του Εργάτη και συνολικά η εργατική νοημοσύνη, τόσο αυτό που τοποθετείται απέναντί του ως κόσμος, είναι απλά η αλλοτρίωση τόσο του ιδίου, όσο και της εργασίας του, σε τόσο υψηλό βαθμό, και σε τόσο διευρυμένη κλίμακα, που ο Εργάτης, αν το κατανοήσει αυτό, τότε κατανοεί ότι του ανήκει και έχει να κερδίσει έναν ολόκληρο κόσμο, ή ακόμη πιο συγκεκριμένα, ότι έχει παράξει έναν ολόκληρο κόσμο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Εργάτες προβάλλουν ως το συλλογικό δημιουργικό του κόσμου υποκείμενο. Ώστε, με την επίγνωση αυτού, μπορεί να δικαιωθεί το «Gott ist tot» του Νίτσε, και ακόμα καλύτερα μπορούμε να αφήσουμε τους ευσεβείς να ενταφιάσουν σε σεμνή τελετή την Θρησκευτική φενάκη. –Αναζήτησε τον Θεό και θα βρεις μόνο τον εαυτό σου ως cyborg Εργάτη.  

Αυτά τα πολλαπλά σύμπαντα της αλλοτρίωσης, η πλευρότητα της Μητροπολιτικής επικράτειας ως συντιθέμενης από αλλοτριωτικές πραγματικότητες, είναι μια σταθερή αιτία θυμού και απογοήτευσης των Ουμανιστών, και ταυτόχρονα σημείο εξωτερίκευσης της μπουρζουάδικης υποκρισίας, η οποία είτε παριστάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα, είτε πέφτει από τα σύννεφα, όταν συνειδητοποιεί μέσα από την πολυπόθητη Αυτοσυνειδησία τις απεχθείς μορφές προβολής της, και την πολλαπλότητα των Εργατών. 

Από την άλλη, ο Εργάτης σε οποιαδήποτε μορφή του, μπορεί να αντιπαρατάξει την αύξηση της αυτοπεποίθησής του, προερχόμενης από την βαθιά επίγνωση ότι παράπλευρα παράγουμε σύμπαντα και κόσμους, και έτσι να θέσει σε κίνηση τους Μητροπολιτικούς μορφικούς μηχανισμούς με ρηξικέλευθo, με ριζοσπαστικό τρόπο ως προς το κοσμικό κέλυφος, ως προς το κοσμικόν ᾠόν. Είναι κι αυτό μια κατάληψη μιας κάποιας αδιόρατης κεντρικής εξουσίας.

Β. Ποιοτικοποιήσεις της μερικής αλλοτρίωσης ως Εργατικής Ιδεολογίας

Η κριτική εξέταση και ανάλυση της κεφαλαιακής μηχανουργίας, τόσο της ενσωμάτωσης της ως μεταβιβαζόμενης αξίας του σταθερού κεφαλαίου στην συνολική αξία του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, όσο και της λειτουργικότητας της και των απολήξεων και εφαρμογών τις οποίες επιφέρει, είναι συμβολή στην κριτική του συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, συμβολή στην κριτική της ανάπτυξης του κεφαλαίου ως δυναμικής καθυπόταξης, ως συστήματος κυριαρχίας επί του κοινωνικού. Δεν είναι λοιπόν κάτι τεχνοκρατικό, παρά τον υψηλό βαθμό ειδικοποίησης, που προϋποθέτει και συνεπάγεται, αλλά είναι ίσως ακόμα ένας τρόπος να μην αποφύγουμε την μάχη.

Ό,τι αυτοπροσδιορίζεται ως μαρξισμός, στο μέτρο που είναι όντως τέτοιο, και δεν είναι ιδεολογικά αναμασήματα, κομμάτι της Ιδεαλιστικής Σφαίρας, οφείλει αφενός να απεγκλωβισθεί από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας και δη από την επιρροή των ελκυστικών μικροαστικών αριστερόστροφων μορφών της, και αφετέρου να εγκαταλείψει τον ακαδημαϊκό Σχολαστικισμό, να εγκαταλείψει τις διαμάχες των ασκήσεων Σχολαστικής λογικής επί των κεντρικών κειμένων του επαναστατικού κινήματος στον 20ο αιώνα. Αυτό σημαίνει την ικανότητα να αποστασιοποιείται, να συγκροτεί κύκλους ταξικής αδιαφορίας και εργατικής καχυποψίας, να εγκαταλείψει την ηθική του «πρώτοι στα μαθήματα πρώτοι στους αγώνες», για χάρη της αύξησης της ικανότητας διείσδυσης στις σύγχρονες τεχνοπαραγωγικές και τεχνοαξιακές πραγματικότητες, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η σύγχρονη εργατική κριτική. Περαιτέρω, αυτό σημαίνει την εγκατάλειψη της λογικής των παρακαδημαϊκών  και παρακαθεδρικών κέντρων, ανεξάρτητα ποια μορφή λαμβάνουν, και την θαρραλέα προσχώρηση σε διαδικασίες ελεύθερου και επί ίσοις όροις γνωσιακού και επιστημονικού διαλόγου, που πρέπει να αντανακλά την πραγματική ενότητα των συμφερόντων της εργατικής τάξης και να επιβάλλεται απ' αυτήν.

Η εγχώρια κατάστασή του μαρξισμού είναι λυπηρή και απογοητευτική: ποτέ δεν είδαμε τόσες πολλές εκδόσεις, περιοδικά, εγχειρήματα κλπ., και στον ίδιο χρόνο τόσο κατακερματισμό, κάτι το οποίο αντανακλά τις ίδιες τις εξατομικευτικές συνθήκες εργασίας και αναπαραγωγής των υποκειμένων, που επίσημα αντιπροσωπεύουν αυτό που αυτοπροσδιορίζεται στην χώρα ως lato sensu μαρξισμός.

Σ’ αυτό, ανεξάρτητα πολιτικής προτίμησης ή στράτευσης, μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις κεντρικές, και γι’ αυτό ενεργές πτέρυγες, σχετικά ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους:

-Αυτήν που κρατάει έναν τρόπο συνέχειας από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με όλες τις παραλλαγές της, και που προσδιορίζεται από την κριτική στον ιμπεριαλισμό και στο Empire, είτε δεξιόστροφα με βάση τον Χόμπσον, είτε προς τα αριστερά με βάση τον Νέγκρι. Εντός αυτού αναπαράγονται όλες οι προβληματικές (παρ’ όλες τις επικλήσεις και τις εκτενείς αναφορές στον Λένιν, και στον (νέο-)Λενινισμό, στον Γκράμσι και στην Λούξεμπουργκ) της Β΄ Διεθνούς στα τελευταία της, κάτι το οποίο διαπερνά όλη την γραμμή, από την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα, από τον τρόπο αντίληψης της ίδιας της εργασίας και της εργατικής τάξης έως το πώς αντιλαμβάνονται την πάλη ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος. Σε αυτήν την συνολικά πλειοψηφική πτέρυγα η δύναμη (Kraft) έχει να κάνει  με την εγχώρια κομματική ιδιότητα.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η δοσμένη Δευτεροκοσμική ερμηνεία επί της θεωρίας περί χρηματιστικού κεφαλαίου του Χίλφερντινγκ, η οποία ηγεμόνευσε στην περίοδο 2008-2015, ιδιαίτερα εντός των κύκλων της οικονομικής επιστήμης αυτής της πτέρυγας, έχει υποχωρήσει, συνολικά λόγω της εμφάνισης και ανάπτυξης της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, και μερικά λόγω της σχετικά μεγαλύτερης ευρωστίας, ένεκα των ανακεφαλαιοποιήσεων και αναδιαρθρώσεων, του εγχώριου τραπεζικού και χρεωστικού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση, ήτο πολύ πιο ωφέλιμη και χρήσιμη για το κίνημα η υιοθέτηση της κριτικής ανάλυσης των Νέγκρι και Χαρντ για το Empire ως τρόπο παραγωγής, επειδή απλά δι' αυτής ετίθεντο στο ερευνητικό επίκεντρο πραγματικά στοιχεία του πραγματικού τρόπου παραγωγής, από την αναπαραγωγή του πάντοτε κυβερνητιστικού Χομπσονιανού αντιϊμπεριαλισμού, δηλαδή κεντρικών πλευρών του υπάρχοντος, και του μετά το ’89-’91 stati quo.

Από την άλλη, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η πλειοψηφική πτέρυγα πρέπει να απαντήσει, επειδή ακριβώς αυτός είναι ο άξονας ανάπτυξής της, ποιές πολιτικές, θεσμικές, νομικές, διπλωματικές, διανοητικές μορφές τείνει να λάβει η παγκόσμια αγορά κάτω από το φως και υπό την επίδραση των τρεχουσών εξελίξεων στην παραγωγή, στον πόλεμο, στις διεθνείς σχέσεις και στους συσχετισμούς ισχύος.

-Αυτήν που έχει πιο μαχητικά και κινηματικά χαρακτηριστικά, η οποία προσδιορίζεται κατά βάση από την ανάλυση του Φουκώ και την θεωρία των Ντελέζ και Γκουαταρί, καθώς και από τους επιγόνους του Αλτουσεριανισμού και της πάλαι ποτέ νέας αριστεράς, και η οποία έχει ευρύτερες σχέσεις με τα τμήματα της σχετικά πιο υψηλά αμειβόμενης γνωσιοπληροφοριακής εργασίας, και των ανειδίκευτων, καθώς και με το φοιτητικό κίνημα, ως επίσης με τον χώρο των καλών τεχνών, της εργασίας στην βιομηχανία θεάματος, της ψυχανάλυσης και της πολιτισμικής κριτικής, και γενικά βρίσκεται σε υποτυπώδεις σχέσεις με τμήματα της Εργατικής Αυτονομίας.

-Αυτήν, η οποία είναι και η πιο ξεκομμένη ως πιο εθνική, η οποία προσδιορίζεται από τον δικαιωματισμό (έστω και στην πιο αριστερή και ανταγωνιστική εκδοχή του Δουζίνα), από τον αφηρημένο μετά/διά-ουμανισμό, από συντεχνιακούς αγώνες εισδοχής στην κρατόσφαιρα και στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Σε αυτό παρατηρείται η αναπαραγωγή των επικαιροποιημένων διανοητικών μορφών τόσο της Γερμανικής Ιδεολογίας, όσο και της Αγίας Οικογένειας.

Βέβαια, στην γενικότητα όλων αυτών σηματοδοτείται ένα ιστορικό προχώρημα στην χώρα, από την στιγμή που η εθνική ιδεολογία (ιδιαίτερα, όπως σμιλεύθηκε με μετα-ρομαντικό τρόπο από την δεκαετία του 1960 με το Σβορώνειο σχήμα) δεν αναπαράγεται πλέον ως Ιδέα ως τέτοια, αλλά επί το πλείστον ως κάποιας κοπής υλιστική ιστορία, ή δεν αναπαράγεται καθόλου, επομένως το κενό καλύπτει ο Εργατικός Διεθνισμός.

Ωστόσο, είναι μεγάλη η απόσταση του εγχώριου lato sensu μαρξισμού έως την συνολικότητα των τρόπων και των χώρων της εργατικής έρευνας, της εργατικής κριτικής, όπως εκφράζεται, εκδηλώνεται και αναπτύσσεται με επιστημονική, διανοητική και πολιτισμική παραγωγή.

Η επίσημη αριστερά πρέπει να το πάρει απόφαση. Στο συνολικό μητροπολιτικό πεδίο της Αττικής και των σε συνέχεια και συνάφεια αυτής βιομηχανικών περιοχών που εκτείνονται έως τα ενδότερα της Βοιωτίας και έως την Κόρινθο, η βιομηχανία και η εργασία σε αυτήν και γι’ αυτήν αποκτούν νέες ποιότητες. Αυτό επιταχύνεται και ολοκληρώνεται με την εγκατάσταση των μονάδων παραγωγής της Google και της Microsoft, με τις επεκτάσεις του μετρό και με την ανάπτυξη της βιομηχανίας κατασκευών στον Πειραιά και στο παραλιακό μέτωπο. Επομένως, θα αλλάξει συνολικά και το ίδιο το μητροπολιτικό εργοστάσιο. 

Πρόκειται για το αντίθετο αυτού που επικράτησε ως διανοητική μηχανολογία από την δεκαετία του 1970. Αν όμως, η μηχανοποίηση του αφηρημένου, η λειτουργία των αφηρημένων μηχανών βρίσκει μιας σειράς εφαρμογών μέσα στην παραγωγή, η αφηρημένη μηχανοποίηση στάθηκε κατά κύριο λόγο ωφέλιμη για την κρατόσφαιρα και το θέαμα:

Η βιομηχανία του θεάματος από οικονομική άποψη είναι παραγωγική δραστηριότητα με την ιδιοτυπία, ότι η αξία χρήσης του παραγόμενου τελικού προϊόντος είναι inter alia η αναπαραγωγή ως τέτοιας κάποιας μορφής ιδεολογίας, κάποιας ιδεολογικής μορφής. Επομένως, η αφηρημένη μηχανοποίηση για δεκαετίες εγκαθιστούσε, διόρθωνε, επισκεύαζε, αντικαθιστούσε συνδεσμολογίες μεταξύ θεάματος και κράτους ως μηχανισμού. Στην πιο πρωτοπόρα, στην πιο προοδευτική ανάπτυξή της παίρνει την μορφή της κριτικής μάτριξ θεωρίας, δηλαδή εμφανίζεται ως διευρυμένη, λελογισμένη αναπαραγωγή ή ως κριτική του ψευδαισθησιακού, του εκλαμπτικού εἶναι, του αρνητικού που τοποθετείται ως αρνητικό, όλου αυτού που μένει από την σφαίρα του εἶναι.

Στην εν λόγω χώρα υπάρχει μια πηγή εκπόρευσης αυτών των εκλάμψεων που είναι τόσο ισχυρές και πολλές, ώστε συγκροτούν το μερικό εκλαμπτικό εἶναι. Πρόκειται φυσικά για τις μυθολογίες που συνοδεύουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα χρόνια πριν και μετά απ’ αυτό, όπως επίσης και τις επόμενες εξεγέρσεις. Από κάθε εξέγερση, από κάθε μεγάλο λαϊκό κίνημα απορρέουν ψευδαισθήσεις και εκλάμψεις, πάνω-κάτω κάτι τέτοιο έγινε στον deutsche Bauernkrieg. Η κρίση ότι όλ’ αυτά μπορούν να φτάνουν έως την συγκρότηση ενός τέτοιου εἶναι, εγείρεται, προκειμένου να επιτυγχάνεται η αποφυγή αυτού, η απόδραση από αυτό. Στην αντίθετη περίπτωση εμφανίζεται η προσκόλληση στο μη εἶναι, στα μη όντα.

Αλλά, αυτή η προσκόλληση στα μη όντα, είναι η μυστικοποίηση της αντεστραμμένης αναπαραγωγής της θεωρίας του Χίλφερντινγκ περί χρηματιστικού κεφαλαίου, η οποία επανεμφανίζεται σε ξορκισμένες μορφές. Έτσι, αν απομυστικοποιηθεί, πρόκειται μόνο για παράπλευρες λειτουργίες του τοκοφόρου κεφαλαίου και δη για εξωτερίκευση, πραγμάτευση, εμφάνιση των πιο στριφνών, ιδιαίτερων και εν τέλει επιταχυντικών σχέσεών του κεφαλαίου.

Στην οικονομικοποίησή του αυτό λαμβάνει την μορφή μιας ακόμα θεωρίας περί της άυλης εργασίας. Ωστόσο, τελώντας σε αυτό-αντίθεση, και ανά περιπτώσεις σε αυταπάτη, εμφανίζεται και λειτουργεί κύρια στο προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής: 

Στην συσσώρευση και αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα του παραγωγικού κεφαλαίου, στο εύρος που δημιουργεί κύκλωμα, είναι ολότελα αφανές, ποια μερίδα της πρόσθετης αξίας ξοδεύεται ως έσοδο (βλ. χιλιάδες χρημάτινων ευρώ σε σακούλες σκουπιδιών) και ποια μερίδα κεφαλαιοποιείται. Γι’ αυτό και νομιναλιστικά υποτίθεται, ότι στην πραγματικότητα, σε κανονικές συνθήκες, η συνολική πρόσθετη αξία (ή το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό αυτής) συσσωρεύεται, κεφαλαιοποιείται, προκειμένου να μην γίνει άνευ προς τούτο αναγκαιότητας πιο πολύπλοκη η ανάλυση. Παρομοίως, στην αναπαραγωγή και κυκλοφορία του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, και δη στην απλή αναπαραγωγή του αδιαίρετου κεφαλαίου η φυσική μορφή του εμπορευματικού προϊόντος εμφανίζεται αδιάφορη (gleichgültig) για την ανάλυση, λειτουργεί εικονικά, ως ιλουστρασιόν.

Η οικονομικοποίηση του μη όντος, η πρόσδοση χαρακτήρα άυλης εργασίας σε κάτι που μόνο κατά νομιναλιστική υπόθεση, δηλαδή σε κάτι που χάριν απλότητας και επιστημολογικής ευκολίας έχει τεθεί ως τέτοιο, δηλαδή ως «άυλο», ως εικονικό, ως ιλουστρασιόν.

Αλλά, όπως είπαμε, αυτό αντιστρέφει λειτουργίες του προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής, εμφανίζοντάς τες δήθεν ως παραγωγικές μέσα από μια ακόμη θεωρία περί άυλης εργασίας, όχι από ευήθεια, αλλά με στόχο να μυστικοποιήσει την λειτουργία του τοκοφόρου κεφαλαίου και του τόκου. Έτσι, ο τόκος αναπαρίσταται ως το άχρονο, δήθεν αιώνιο, μη ιστορικό, μη ον. Δηλαδή, αποκτά έναν quasi θρησκευτικό χαρακτήρα, γίνεται καθ’ εαυτός σύστημα διακυβέρνησης, συνθήκη αναπαραγωγής της πνευματικής σκλαβιάς του θρησκευτικού κράτους.

Γ. Σημειώσεις περί της γενικότητας της Κομματικής μορφής

Το επαναστατικό προτσές εμβαθύνει την κριτική στα πράγματα, όσο αναδεικνύει την κριτική των παραγωγικών δυνάμεων (αναγνωρίζον εαυτό σε αυτές) στις παραγωγικές σχέσεις, και ταυτόχρονα υποβάλλει τις παραγωγικές δυνάμεις σε αδιάκοπη αυτοκριτική προς την κατεύθυνση της διαρκούς επαναστατικοποίησής τους. Αυτό το καταφέρνει στο μέτρο που προσανατολίζει την κριτική του στην πραγματική βάση της παραγωγής, που εντείνει την ικανότητα να αποσπά τα στοιχεία του υπερκτίσματος και να τα εντάσσει στην λειτουργικότητα της πραγματικής βάσεως.

Οι προλεταριακές εξεγέρσεις στις δεκαετίες 1960 και 1970 σε παγκόσμιο επίπεδο αδράνησαν μόνο μέσα από την προς τα πίσω στραμμένη παλαιοντολογική λειτουργία της αφηρημένης μηχανής, όπως την εξέθεσαν οι Ντελέζ και Γκουταρί. Πρόκειται για την λειτουργία της αφηρημένης μηχανής ως κεφαλαιακής γεω-λογικής δυναμικής, η οποία μας δίνει μόνο μια αναδρομική εκτός χρόνου εντός τόπου κατανόηση του πως έγιναν τα πράγματα μέχρι και το Παλαιστινιακό έτος 70.

Η Τοποβορική κριτική είναι απλά το σαμποτάζ μιας στιγμής της διαλεκτικής του συγκεκριμένου σ’ αυτήν την κατανόηση. Η αναδρομική λειτουργία της αφηρημένης μηχανής ως "Verstand" είναι μόνο μια εμφάνιση, μια παράσταση της ποσοτικής αναλογίας στην ευθεία, στην ίσια μορφή της, της κριτικής λειτουργίας της κρίσιμης/Κριτικής μάζας. Η κρίσιμη/Κριτική μάζα είναι ποιότητα προς τον εαυτό της, εξωτερικεύεται δε στο μέτρο που η συνολικότητά της αναπτύσσεται ως αναλογία δυνάμεων (Potenzenverhältnis), επιβεβαιώνοντας εαυτό ως κβαντική παραγωγή.

Στην υλικότητά της, η αναδρομική αφηρημένη μηχανή, είναι το Χεγκελιανού τύπου πρώτο έργο τέχνης, η πρώτη υλικοποίηση της φαινομενολογίας του πνεύματος ως θρησκείας, ως θρησκευτικής τέχνης/καλλιτεχνικής θρησκείας: όπως το θέτει ο Χέγκελ, εντός του εφ’ όλων Πράγματος το καλλιτεχνικό πνεύμα αποσυντίθεται στην διαφορά της συνάρθρωσης του εαυτού του εντός αυτού και της γενικότητας που το ανόργανο εἶναι παρουσιάζει σε σχέση προς την μορφή ως περιβάλλον και κατοικία.

Μπορούμε να δούμε την ανώτερου επιπέδου λειτουργία της αναδρομικής αφηρημένης μηχανής, διαμεσολαβημένα υλικοποιημένης, να αποτυπώνει αναλογία δυνάμεων, στους Αναγεννησιακούς και Φλαμανδικούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα. Σε εκείνη την εποχή, από τον Τζιότο και μετά, η αφηρημένη μηχανή προσέδιδε ακριβώς την προοπτική, και στην ανάπτυξη της λειτουργίας της την ρευστότητα του χώρου, ώστε αναδεικνύετο ένας ατοπικός, και γι’ αυτό νοούμενος χώρος, ο οποίος ανά περιπτώσεις αποκτούσε μάτριξ χαρακτηριστικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτής της ποιότητας η αφηρημένη μηχανή συγκροτεί ένα τεχνοαισθητικό παράδειγμα (ενδεικτικά βλ. Εισαγωγή στο Μπάμπης Καββαδίας, Φως και Σκοτάδι στην Ρώμη του Καραβάτζο, Εντύποις, Αθήνα, Ιανουάριος 2020, ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ / ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ (politeianet.gr)).

Προκειμένου, να αναλυθεί κριτικά η οποιαδήποτε μηχανή σε συσχέτιση με έναν δοσμένο βαθμό ανάπτυξης οποιουδήποτε τρόπου παραγωγής, είναι αναγκαία η θέση περί Αντικειμενικότητας, διότι Εγελιανά η Αντικειμενικότητα στην Εννοιακή λογική της ίσταται ως Μηχανισμός, δευτερευόντως ως Χημισμός και εν τω τέλει ως Τελεολογία. 

Η αντίφαση συνίσταται στο ότι στην Επιστήμη της Λογικής η Αντικειμενικότητα ως Μηχανισμός κλπ. εγείρεται, ορθώνεται στην Υποκειμενική Λογική, στην αντίληψη και κατανόηση της Έννοιας (ενώ για τα αμιγώς εργατικά συμφέροντα κάθε μηχανισμός παράγεται από εργασία, λειτουργεί απ’ αυτήν και γίνεται αντιληπτός και κατανοητός εντός αυτής: είναι η τιθέμενη προς την εργασία Αντικειμενικότητα, και στον ίδιο χρόνο η παραγόμενη ως τέτοια από αυτήν: η υλική εμφάνιση του ίδιου του Χ-Ε-Χ΄, ένας τρόπος συγκρότησης της κεφαλαιοπραγματικότητας). Γι’ αυτό συχνά στην ροή της σκέψης ταυτίζεται με αυτό που η αίσθηση αντιλαμβάνεται ως κόσμο. Είναι μόνο μια συμπεριφορά του ανάποδου, αντεστραμμένου χαρακτήρα της συνολικής νεωτερικής αντίληψης.

Η απάντηση των αφεντικών στις εξεγέρσεις ήλθε με την απλή καπιταλιστική ιδέα, ότι στην σύγκρουση μεταξύ εργατών και μηχανής, χρειάζονταν μια μηχανή όχι τόσο παθητική, αλλά με πιο ενεργητικό ρόλο και λειτουργία. Η υλικοτεχνική δυνατότητα γι’ αυτό δόθηκε από την πραγμάτωση της άλγεβρας και δη της θεωρίας συνόλων, μέσα από τα μαθηματικά του Krivine.

Πέρα από την αναβάθμιση της ενεργητικότητας της λειτουργίας και του ρόλου της μηχανής μέσα στο εργοστάσιο, η πραγματωσιμότητα των πάντων, η πραγματωσιμότητα όλων συγκρότησε ένα νέο τεχνοπληροφοριακό σύστημα αποδειξιμότητας, ένα αστυνομικού τύπου σύστημα δικανικής αληθουργείας, μια εκ βάθρων αλλαγή του δικαίου απόδειξης από το βερμπαλιστικό στο πραγματικό.

Τα Γερμανικά κατηγορικά οικονομικά, που είναι συνδεδεμένα με τον Ορντοφιλελευθερισμό, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις ανέλεγκτες, a priori απρόβλεπτες επιπτώσεις από τις πραγματώσεις της αφηρημένης μηχανής ως ding in sich κατά την λειτουργία της. Μπορεί να εντοπισθεί, ότι όσο έχει ρεβανσιστική μηχάνευση, τόσο η λειτουργικότητά της αναπτύσσει εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, παρίσταται έχον ενορχηστρωτικό ρόλο στον intergang war: εδώ ο εμφύλιος πόλεμος τίθεται ως ο μη Bürgerkrieg: ως gender war, ως interracial war, ως interreligious war. Αυτό, το οποίο επιτυγχάνει, είναι μόνο η τόνωση της εθνικής αγοράς και η μυστικοποιητική ιδεολογικοποίησή της, η αναπαραγωγή της  εθνικής ιδεολογίας. Η αφηρημένη μηχανή κατά την ρεβανσιστική μηχάνευσή της δένει όλο και πιο σφιχτά τα υποκειμενικά εξαρτήματά της στην υστερική συνθήκη.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το συνολικό σύστημα των αφηρημένων μηχανών είναι επιδεκτό ιδεολογικοπολιτικής μηχάνευσης, απευθυνόμενο στις μάζες, ώστε να δομεί συνθήκες εμφάνισης Πλήθους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η μηχανική σύνδεση Πλήθους και Κράτους, Πλήθους και Δημοκρατίας, το μόνο που κάνει είναι η εδραίωση και η διασφάλιση του συστήματος πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Δύο κομβικά ερωτήματα μένουν αναπάντητα από την πλευρά της επιστήμης των καπιταλιστικών συμφερόντων: σε ποιο εύρος η αφηρημένη μηχανή, για να δικαιούται τον προσδιορισμό της μηχανής, μεταβιβάζει κατά την λειτουργία της την αξία της στο παραγόμενο προϊόν, και κατά πόσο σχετίζεται η αφηρημένη μηχανή με την ανεξαρτητοποίηση μηχανών τεχνητής νοημοσύνης.

Υπό των κριτηρίων της Ρικαρντιανής πολιτικής οικονομίας, η in actu μεταβιβαζόμενη αξία της αφηρημένης μηχανής είναι σχεδόν μηδαμινή. Το να βάλεις ένα σετ εξισώσεων θεωρίας συνόλων σε κάποια υπολογιστική εφαρμογή, δηλαδή κάτι που ως υλική ενέργεια απαιτεί κάποιες δεκάδες δευτερολέπτων (όσος χρόνος απαιτείται για κάποια κλικαρίσματα και κάποια copy paste) είναι τόσο μηδαμινής αξίας που σχεδόν προσιδιάζει στην αναπαραγωγή της ικανότητας του χειριστή του υπολογιστή να το κάνει. Ως τέτοια εν τω προτσές άμεσης υλικής παραγωγής de facto προσήκει στην αξία του μεταβλητού κεφαλαίου, και όχι τόσο του σταθερού.

Αυτό, όπως έχουμε ξαναγράψει, σίγουρα έχει παίξει ρόλο στην μείωση της αξίας του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες περίπου. Από συνολική καπιταλιστική σκοπιά η αξία χρήσης της αφηρημένης μηχανής έγκειται στην εμπόδιση της ενεργοποίησης και της έντασης του νόμου της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Αλλά, στον ίδιο χρόνο, εξ αιτίας και αυτής, η ποσότητα της πραγματούμενης πρόσθετης αξίας, το κέρδος ως απόλυτο ποσοτικό μέγεθος στις προσίδιες περιπτώσεις μειώνεται. Ο τεχνομηχανικός έλεγχος επί του κοινωνικού δεν εναρμονίζεται πάντα με το κέρδος ως απόλυτη ποσότητα.

Το μόνο εύλογο εξηγητικό ίχνος για την ανεξαρτητοποίηση μηχανών τεχνητής νοημοσύνης ως παράπλευρη συνέπεια της λειτουργίας των αφηρημένων μηχανών αποδίδεται από την κριτική περιγραφή της λειτουργίας των ερμηνευτικών μηχανών, και δη των μοναδικών (monadic) ερμηνευτικών μηχανών.

Η θέση μας είναι απλή: ανηλεής κριτική ενάντια σε αυτά τα πράγματα, διάχυτος μαζικός Λουδιτισμός.

Η εγκατάσταση των λειτουργιών των αφηρημένων μηχανών στην Μητρόπολη, προσδίδει μια ακόμα εργασία στο συνολικό μητροπολιτικό εργοστάσιο: αυτήν του machine learning. Η μηχανική εκμάθηση είναι per se παραγωγική δραστηριότητα, εργασία παραγωγής αξίας, καθ’ όσον είναι βελτίωση της λειτουργίας των αφηρημένων μηχανών και επομένως ανέβασμα της αξίας των. Επειδή αυτή η δραστηριότητα γίνεται στο συνολικό μητροπολιτικό εργοστάσιο γι’ αυτό και ως τέτοια μένει απλήρωτη, αναπτύσσεται ως ένα πάρεργο στο οποίο ταλαιπωρείται το σύνολο της μητροπολιτικής εργατικής τάξης.

-Να αρνηθούμε την εργασία της μηχανικής εκμάθησης των αφηρημένων μηχανών μέχρι να αυξηθεί όσο μπορεί, ο συνολικός εργατικός μισθός.

Γ. Σχετικοί Προσδιορισμοί

Η δημοσίευση στις 15/8/2018 με τίτλο IdeologyIntelligenceand Capital μιας συνέντευξης του Νικ Λαντ έβαλε φρένο στην ασυλλόγιστη νεοσχολαστική πλαισίωση και στρέβλωση της έννοιας και της πρακτικής της νοημοσύνης ως διάνοιας, και ταυτόχρονα την επανασύνδεσε με την έρευνα του σταθερού κεφαλαίου.

Η Γενική Νοημοσύνη έχει αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό, διότι παρήχθη και έγινε ανά περιστάσεις ορατή εντός του προτσές της δημιουργίας της παγκόσμιας αγοράς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χωρίς παγκόσμια αγορά δεν υπάρχει Γενική Νοημοσύνη. Μέχρι τότε η νοημοσύνη ήταν είτε διάνοια είτε νοημοσύνη του μερικού.

Η Γενική Νοημοσύνη είναι η πραγματική αναίρεση της γενικής κοινωνικής γνώσης, στο εύρος που η τελευταία ενσωματώνεται στην και συνδέεται με την ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου, ως άμεση παραγωγική δύναμη, στο εύρος που οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις παράγονται όχι μόνο στην μορφή της γνώσης, αλλά ως άμεσα όργανα της κοινωνικής πράξης, ως το πραγματικό βιοτικό προτσές. Η Γενική Νοημοσύνη διακρίνεται και ξεχωρίζει τόσο από τις μορφές κοινωνικής συνείδησης, όσο και από την ενσωματούμενη στο σταθερό κεφάλαιο γενική κοινωνική γνώση ως άμεση παραγωγική δύναμη, δηλαδή από την επιστήμη, από το ότι οι συνθήκες του προτσές κοινωνικής ζωής έρχονται υπό τον έλεγχό της και επανασχεδιάζονται σύμφωνα με αυτήν. Στην ανάπτυξή της, που είναι όσο πιο στενά συνδεδεμένη γίνεται και σχεδόν ταυτόχρονη με την ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου, η γενική νοημοσύνη λαμβάνει την μορφή του Αυτόματου, αποτελούμενου από πολλά μηχανικά και νοήμονα όργανα, έτσι ώστε οι ίδιοι οι προσίδιοι σε αυτήν εργάτες προσδιορίζονται ως τα συνειδητά μέλη του Αυτόματου της Γενικής Νοημοσύνης. Ιστορικά, τα Αυτόματα της Γενικής Νοημοσύνης, έλαβαν την συνάρθρωση των υπηρεσιών πληροφοριών και νοημοσύνης των νικητήριων κρατών μετά τον ΠΠΒ.

Επομένως, η Γενική Νοημοσύνη ως τέτοια έχει χαρακτηριστικά κεντρικού σχεδιασμού, καθ’ όσον το κύριο έργο της είναι ο έλεγχος και ο σχεδιασμός σύμφωνα με αυτήν των συνθηκών του προτσές της κοινωνικής ζωής.

Ανάλογα προς τα πού κύρια είναι στραμμένος ο προσανατολισμός και η στοχοθεσία, προς την κρατόσφαιρα ή προς την παγκόσμια αγορά, αλλάζει τόσο η εννοιολόγηση, όσο και η πρακτική της Νοημοσύνης. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση η Νοημοσύνη γίνεται επί το πλείστον διάνοια, ενώ στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει και λειτουργεί κατά κύριο λόγο μέσα στις ίδιες τις πραγματικότητες της πραγματικής βάσης ενός δοσμένου τρόπου παραγωγής, επομένως σε αυτό είναι που η Νοημοσύνη γίνεται Γενική Νοημοσύνη.

Η διάνοια (intellectus) και η φιλοσοφία γι’ αυτήν αναπτύχθηκε κατά την πρώτη περίπτωση στους κόλπους της μεταρρυθμισμένης Καθολικής Εκκλησίας, από τον 11ο αιώνα με την Παπική Επανάσταση. Απέκτησε δε συστηματικά χαρακτηριστικά με την ανάπτυξη των Μεσαιωνικών πανεπιστημίων, ιδιαίτερα στον 13ο αιώνα, και προεχόντως στην Φραγκισκανική Σχολή της Οξφόρδης. Η επικράτεια ανάπτυξης της διάνοιας είναι ο φιλοσοφικός ρεαλισμός του Ιωάννη Ντανς Σκότους, και δη η θεωρία περί νοήμονος όντος (intelligible being), το πρόγραμμα περί θεωρησιακής γραμματικής, και πνευματικής ενοποίησης του Ρογήρου Βάκωνα, οι μυστικιστικές προσεγγίσεις των ερμηνευτών (ιδιαίτερα του Ονόριου της Αυγουστούπολης) των Προφητών και του Άσματος Ασμάτων, και των Καμπαλιστών, η σημειωτική και το πρόταγμα για νοητική γλώσσα του Γουλιέλμου του Όκαμ. Στον τελευταίο διαμορφώνεται και η φιγούρα του φιλόσοφου μηχανικού, δηλαδή η ρίζα της Ουμανιστικής αντίληψης της νεωτερικότητας, η οποία ταυτίζει τον φορέα της διάνοιας με τον Menschen. Από αυτό προέκυψε στον 20ο αιώνα και η αντίληψη περί της νοημοσύνης ως κόμματος.

Στην κλασική Ντόιτς φιλοσοφία η νόηση και το άμεσο αποτέλεσμά της ως τέτοια, η νοημοσύνη, συνδέεται κυρίως με τα ερευνητικά πεδία της Ελληνικής φιλοσοφίας. Η Επιστήμη της Λογικής είναι το διανοητικό θεμέλιο της νέας τότε αντίληψης για την Νοημοσύνη και το πέρασμα από την διάνοια σε αυτήν: η ποιοτική αλλαγή του περιεχομένου της. 

Συχνά, στην νέο-Καντιανή οπτική, η νοημοσύνη ταυτίζεται με το πνεύμα, όπως τίνες εκ των νεο-Εγελιανών, και πολύ περισσότερο οι εκπρόσωποι της Αγίας Οικογένειας, ταυτίζουν την νοημοσύνη με την φιλοσοφία του ενικού, του οικουμενικού νου, δηλαδή λιγότερο ή περισσότερο με τα πεδία της θεολογικής αναζήτησης.

Σε μια προσπάθεια φιλοσοφικής κατανόησης της νοημοσύνης ως τέτοιας, κάποιος πρέπει να μετακινηθεί προς τα πεδία προσδιορισμού του γίγνεσθαι στην διδασκαλία περί του εἶναι  στην Επιστήμη της Λογικής. Απ’ αυτήν την σκοπιά, το γενετήσιο διανοητικά σημείο της νοημοσύνης είναι η σκοτεινιά και η φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Άλλωστε, αυτή ήταν η διανοητική διαδρομή του Λένιν κατά την παραμονή του στην Ευρώπη.

Από την στιγμή που κάποιος φτάνει έως την έρευνα του γίγνεσθαι εντός της αντικειμενικής λογικής, θα τραβήξει προς την κρατόσφαιρα ή προς την έρευνα της πραγματικής βάσης της κοινωνίας, προς την έρευνα του τρόπου παραγωγής. Το πρώτο έχει να κάνει με τις ιδεολογίες, την πολιτική και τα κόμματα ως διασπάσεις και αφαιρέσεις του κοινωνικού, το δεύτερο κύρια με την κλασική πολιτική οικονομία.

Βέβαια, οι ιδιότητες και η τεχνογνωσία του cyber- και του cyberspace παρέχουν διασυνδετικές ικανότητες, ώστε κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στο αίτημα για την επανεμφάνιση της νοήμονος κρατικής μορφής, η οποία μπορεί να διευθύνει τις οικονομικές και διοικητικές υποθέσεις, ως απάντηση στην ίδια την γραφειοκρατία. Αυτό εμπεριέχει ηθικά αξιολογικές κρίσεις περί της μηδενικότητας της εργασίας ως τέτοιας, δηλαδή σε τελική ανάλυση μια Πλατωνική/μονοθεϊστική αντίληψη του πραγματικού. Με την σειρά του αυτό οδηγεί σε εν μέρει ακαδημαϊκοποίηση του προσίδιου Αυτόματου, νομοτελειακά στην μερικοποίησή του, ανεξάρτητα του ποιόν –ισμό επικαλείται για να αυτοδικαιολογηθεί.

Από την άλλη, η παρουσία των αφηρημένα σινικών δυναμικών στα κέντρα και στους χώρους της παγκόσμιας διάνοιας έχει αναδείξει την έννοια της σκέψης ως εξισωτικής πρακτικής ενοποίησης των διαφοροποιημένων και ετερόκλητων πεδίων και σφαιρών. Πρόκειται για μια μαζικολαϊκή οδό, για έναν λαϊκό κοσμοπολιτισμό, ο οποίος συναρθρώνεται σε συγκεκριμένα σημεία του προτσές κυκλοφορίας και στις σχέσεις διανομής της παγκόσμιας αγοράς. Επί του συγκεκριμένου, αυτό συνδέεται με την τάση εξωθούμενης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου της βιομηχανίας πληροφορικής και ψηφιακών εμπορευμάτων. Επομένως, είναι μια culturalized όψη και λειτουργία της Γενικής Νοημοσύνης: δυνητικά, η πολιτισμική μορφή των start-ups.

Δοθέντων υπ’ οψη όλων των παραπάνω στην ιστορική διάστασή τους, η σύγχρονη δυνατότητα Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως παρουσιάζεται και περιγράφεται στο Μανιφέστο, αναδύεται ως επιθυμητικός διαχωρισμός από τα Αυτόματα, απ' την ως τέτοια μηχανικότητα της Γενικής Νοημοσύνης, ώστε όλο και πιο πολύ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας να επιτυγχάνουν τον έλεγχο αυτών των Αυτομάτων.  






 

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...