Ελάσσων έκθεση περί ερμηνευτικής του φιλοσοφικού λόγου και τυποποίησης

 

"Ὄνομα μὲν οὖν ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου, ἧς μηδὲν μέρος ἐστὶ σημαντικὸν κεχωρισμένον"1


Όπως αναλύει ο Χάμπερμας στο “Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας”, ήδη μετά τον θάνατο του Χέγκελ η υποκειμενοκεντρική συγκρότηση του νεωτερικού φιλοσοφικού λόγου (vernunft/diskurs) είχε αρχίσει να δέχεται πλήγματα. Για σχεδόν δύο αιώνες, από τον Λάιμπνιτς έως και τον Χέγκελ, οι φιλόσοφοι έθεταν εαυτούς στο κέντρο του επιστητού επί του οποίου είχαν αισθητηριακή και θεωρησιακή εποπτεία, και κατ' αυτόν τον τρόπο εμφανίζονταν ως τυπικά ισοδύναμοι με το δημιουργικό Βιβλικό υποκείμενο.

Αυτό συγκροτεί στον αναγνώστη της φιλοσοφίας έναν συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης και πρόσληψης του φιλοσοφικού έργου, καθ' όσον γίνεται αντιληπτό ως έκφραση του φιλοσοφικού Εγώ, ως ταυτότητα με τον φιλόσοφο. Η έκφραση, ως ποιότητα, αναλυόμενη από τον Ντελέζ στην Εισαγωγή του “Ο εξπρεσιονισμός στην Φιλοσοφία” μέσα από το Σπινοζικό σχήμα της έκφρασης της ουσίας/υπόστασης μέσω των ιδιοτήτων/κατηγορημάτων, στην νεωτερική φιλοσοφία καθίσταται μια σχέση δημιουργικής ταυτότητας με το εκφραζόμενο υποκείμενο: σχέση διά της οποίας το φιλοσοφικό Εγώ αυτοπραγματώνεται μέσω του κειμένου του ως εμπλοκή (“implicatio”) και εξήγηση, εκδίπλωση (“explicatio”) του εαυτού του. Πρόκειται για την αυτοαναφορική μορφή του φιλοσοφικού λόγου.

Αυτό άρχισε να ξεπερνιέται θαρρετά και ρητά με την ανάπτυξη εκ μέρους της εργατικής κριτικής του φιλοσοφικού λόγου ως παρουσίασης (“darstellung”).2 Με απλά λόγια απ' αυτό το σημείο και εντεύθεν ο φιλοσοφικός λόγος δεν συνίσταται από την αυταναφορικότητα του φιλοσοφικού υποκειμένου, αλλά εκθέτει, παρουσιάζει, αναλύει έναν δοσμένο βαθμό αντικειμενικής, ενεργής, πραγματικής ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης εμμένειας, συχνά σχετικά διαφοροποιημένα εκ των συγκεκριμένων σημείων, επιπέδων αναφοράς. Επομένως, διαβάζοντας ένα κείμενο εργατικής κριτικής, περισσότερο είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε “τι γίνεται, τι τρέχει, πού πάει το πράγμα, ποια είναι η κατάσταση”, παρά το “τι λέει ή τι κάνει” αυτός, αυτή, που το έχει συντάξει.

Στην πορεία ανάπτυξης αυτής της ποιότητας λόγου της εργατικής κριτικής de facto παράγεται ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής της, που εφάπτεται και διατέμνεται κριτικά με το ίδιο το σύστημα παραγωγής κεφαλαίου. Αυτό προσδίδει στην εργατική κριτική, ιδιαίτερα στην βασική μορφή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας έναν κάθε τόσο ανανεωμένο, αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ειδικά προσδιορισμένο χαρακτήρα. Επομένως, δι' αυτού του τρόπου αποκτά όλο και πιο πολύ ενεργή, αντικειμενική ικανότητα και ισχύ ("kraft und macht"): αναπτύσσεται επιστημονικά ως μη διαμεσολαβημένη παραγωγική δύναμη, κι όχι απλά ως πνευματική δύναμη του προλεταριάτου, όπως είναι στα πρώτα βήματά της. Αυτό σε ένα τρέχον επίπεδο σημαίνει, ότι ο τρόπος παραγωγής της εργατικής κριτικής προοικονομεί τον επαναστατικό, καταργητικό διάδοχο του καπιταλισμού τρόπο παραγωγής.

Η υποκειμενοποιητική δυναμική τόσο ως σχέση ταυτότητας του φιλοσόφου, όσο και ως σχέση αναγνώρισης του φιλοσόφου με το κοινό εμβάζεται επί το πλείστον από την λειτουργία του φιλοσοφικού ρεαλισμού, από την υποστασιοποιητική λειτουργία. Στην νεωτερικότητα αυτό λαμβάνει την μορφή ότι μέσω του ρεαλισμού ο φιλόσοφος όλο και πιο πολύ προβάλλεται ως τυπικά ισοδύναμος του μπουρζουάδικου καλλιτεχνικού υποκειμένου. Η μπουρζουάδικη αξίωση λαμβάνει την μορφή της ταύτισης του φιλοσοφικού με τον καλλιτεχνικό ρεαλισμό.

Σε πιο διευρυμένη και ποιοτικά διαφορετική κλίμακα η υποκειμενοποιητική διαδικασία επανεισάγεται μέσα από την ύπαρξη, λειτουργία και θεωρία για το κόμμα νέου τύπου, κύρια των Λένιν και Γκράμσι. Η οργανωμένη πρωτοπορία της τάξης ως κόμμα, ήτοι ως κομμάτι εξ αυτής σχετικά αποσπασμένο, ο συλλογικός διανοούμενος, η ηθικοπολιτική αριστοκρατία, γίνονται αναπόδραστα κατανοητά ως ένα συλλογικό υποκείμενο, και εξ αυτού ο υποκειμενοκεντρισμός έρχεται εκ νέου στο προσκήνιο. Σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο αυτό αναζωογονήθηκε στις δεκαετίες 1970 και 1980 από τον Νεγκρικό (νεο)-λενινισμό, και στην συνέχεια από την Χεγκελικά μετα-δομημένη επιθυμητική υποκειμενικότητα μέσα από το διδακτορικό “Υποκείμενα Επιθυμίας: Χεγκελικοί Στοχασμοί/Αντανακλάσεις στην Γαλλία του 20ου αιώνα” (1984) της Butler.

Στην αντίστιξή του, όλη η Χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία, και πιο στοχευμένα το διδακτορικό του Χαϊντεγκερ για την κριτική στον ψυχολογισμό (“Die Lehre vom Urteil im Psychologismus. Ein kritisch-positiver Beitrag zur Logik, 1914) μπορεί να εκληφθεί ως μια ριζοσπαστικά διαφορετική θεμελίωση μέσω της επανασύνδεσης της γερμανικής φιλοσοφίας με την πιο αναπτυγμένη μορφή ανάπτυξης της σχολαστικιστικής επιστήμης (και δη με τον Ντανς Σκότους όπου και το μεταδιδακτορικό του: “Die Kategorien- und Bedeutungslehre des Duns Scotus”, 1916), καθώς και με την παράδοση της ελληνικής υλιστικής κοσμολογίας (Παρμενίδης, Ηράκλειτος).

Εμβαθύνοντας αυτήν την έρευνα, στον Αριστοτέλη, το υποκείμενο εξαλείφεται (ή ουδόλως υπάρχει) από τον τύπο ως μια αιτιοκρατικά, τελεολογικά αυτοματική ενδογενή μορφή ενδελέχειας, κατά την οποία η τελική αιτία καθορίζει τις αρχικές σπερματικές μορφές.3 Διαμορφώνεται έτσι η Αριστοτελική έννοια του τύπου ως αυτοματική αιτιοκρατική εξέλιξη διάφορη τόσο της Χεγκελικής παράστασης του ανθρώπου ως αυτοσυνειδησίας, όσο και της αξίας ως αποτέλεσμα της παραγωγής για την παραγωγή.

Στην δεκαετία του 1970, ο Σουηδός μαθηματικός Per Erik Rutger Martin-Löf διαμόρφωσε την Κατασκευαστική Τύπου Θεωρία (Constructive Type Theory)4, η οποία συνδιαλέγεται και συνδέεται με την Οργανική επαγωγική και αποδεικτική επιστήμη των Αναλυτικών (Πρότερα και Ύστερα) του Αριστοτέλη: κύρια με το ζήτημα της "quiditas". Σε αυτό η Αριστοτελική τυπικότητα αποκτά ικανότητα ενεργού σύνδεσης στην βιομηχανική παραγωγή: καθίσταται προτσές τυποποίησης.

Τούτων λαμβανομένων υπ' όψη, καθίσταται αναγκαία η κριτική διερεύνηση της νεοεισαχθείσας από τον Νέγκρι στο πιο πρόσφατο κείμενό5 του (1/2024) για το “Κράτος και Επανάσταση” αντίληψης περί “υποκειμενοποίησης του “Das Kapital””.

Θεωρούμε, ότι πρόκειται για μια εμπρόθετα εσφαλμένη εννοιολόγηση μιας διαδικασίας που περιλαμβάνει στον ίδιο χρόνο τυποποίηση των κειμένων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, όσο και ενεργή παραγωγή εργατικής κριτικής. Βέβαια, ο εν λόγω όρος επιλέγεται απ' τον Νέγκρι, προκειμένου να συμφωνεί και να στηρίζει την κεντρική Δομηνικανική-κορπορατιβιστική ιδεά, ότι “το Κράτος και Επανάσταση είναι η καλύτερη εισαγωγή στον μαρξισμό” και ότι “το σώμα είναι ο Λένιν και η εργατική κριτική ως μέρος του υποτιθέμενου Λενινικού σώματος είναι ο εγκέφαλος”. Επομένως, κατ' αυτή την πρόσφατη Νεγκρική ιδέα, πρέπει να βρούμε ακόμα έναν Λένιν για τον 19ο αιώνα, προκειμένου να καλύψουμε a posteriori όλη την διαδρομή του εργατικού κινήματος σε αυτόν τον αιώνα, αλλιώς δήθεν θα είμαστε πολιτικά και ιστορικά έκθετοι.

Από την άλλη, το ότι επιλέγεται ένα έργο ιστορικά μεταγενέστερο της πρωτότυπης εργατικής κριτικής ως δήθεν εισαγωγή σε αυτήν, προσιδιάζει στην λεγόμενη σειριακή διαλεκτική του Προυντόν -και κατ' αυτόν τον τρόπο ο Νέγκρι συνεχίζει να αναπαριστά την εργατική κριτική ως μορφή per se πολιτικής θεωρίας.

Επιπρόσθετα, διακρίνουμε μια πρόθεση επιβολής ενός Κουνιανού τύπου παραδείγματος στο πώς κάποιος έρχεται σε επαφή με την εργατική επιστήμη, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις αχρείαστες και αντισυντροφικές (σταλινικού τύπου) αναφορές στο κείμενο περί ceremonies of a rebellious dogmatism", unable”, “unclear incidents and occasional volcanic party polemics”, σε αντίθεση φυσικά προς τον απόλυτα επιτυχημένο Λένιν της “victorious class struggle”.

Προφανέστατα, για να έχουν ιστορικολογική αξίωση τα παραπάνω, θα πρέπει ο Νέγκρι να τελεί σε κάποια υποκειμενοποιητική παραδοχή, ότι η Σοβιετική Ένωση, η ΕΣΣΔ, το ΚΚΣΕ, τα γκούλαγκ εισέτι υπάρχουν -μάλλον σε κάποια υπόγεια βάση ή κάπου σε κάποιον εξωπλανήτη, ή απλά μες στο α λα Μπάουερ Κριτικό μυαλό του Νέγκρι.



1 Αριστοτέλης, Περὶ ἑρμηνείας, 16a.20, απόσπασμα

2 Ενδεικτικά βλ. Pablo Pulgar Moya, Die kritische Darstellung der Gesellschaftsformation. Systematische Untersuchungen zur Marxschen Methode, Hegel-Jahrbuch Sonderband (SB HGJB), Band 14, 2021, Frieder Otto Wolf, Marx’ Konzept der ‘Grenzen der dialektischen Darstellung’, 2004, George Hartley, The Abyss of Representation: Marxism and the Postmodern Sublime, Duke University Press, USA, 2003

3 Ενδεικτικά βλ. Αριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, Βιβλίο Α΄, κεφ. 1ο απόσπασμα: “Ἀρχὴ ἄρα καὶ ποιητικὸν τοῦ ἐξ αὐτοῦ τὸ σπέρμα. Φύσει γὰρ ταῦτα· φύεται γοῦν ἐκ τούτου. Ἀλλὰ μὴν ἔτι τούτου πρότερον τὸ οὗ τὸ σπέρμα· γένεσις μὲν γὰρ τὸ σπέρμα, οὐσία δὲ τὸ τέλος. Ἀμφοῖν δ' ἔτι πρότερον, ἀφ' οὗ ἐστι τὸ σπέρμα. Ἔστι γὰρ τὸ σπέρμα διχῶς, ἐξ οὗ τε καὶ οὗ· καὶ γὰρ ἀφ' οὗ ἀπῆλθε, τούτου σπέρμα, οἷον ἵππου, καὶ τούτου ὃ ἔσται ἐξ αὐτοῦ, οἷον ὀρέως, τρόπον δ' οὐ τὸν αὐτόν, ἀλλ' ἑκατέρου τὸν εἰρημένον. Ἔτι δὲ δυνάμει τὸ σπέρμα· δύναμις δ' ὡς ἔχει πρὸς ἐντελέχειαν, ἴσμεν”, Jesica Gelber, “Telological Perspectives in Aristotle's Biology” in Sophia M. Connell (ed.), The Cambridge Companion to Aristotle's Biology, Cambridge University Press, 2021.

4 Ενδεικτικά βλ. JT Paasch, Georgetown University, School of Continuing Studies, Aristotle and Constructive Type Theory, https://en.wikipedia.org/wiki/Intuitionistic_type_theory, https://en.wikipedia.org/wiki/Constructivism_(philosophy_of_mathematics)

5 Βλ. https://www.versobooks.com/blogs/news/antonio-negri-on-lenins-the-state-and-revolution?srsltid=AfmBOorsdd2tAW2YogHIeFis866pQVp5oEIFFbYf0g-h0xxULgGRoPOX


No comments:

Post a Comment

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...