Στους μεγάλους φιλοσόφους και στοχαστές που ασχολήθηκαν επισταμένως και συστηματικά με το ζήτημα της ηθικής, αυτή δεν ίσταται από μόνη της, ως τέτοια, αλλά πάντοτε οργανικά συνδεόμενη και απορρέουσα από κάποιο τρίτο σημείο αναφοράς. Φερ' ειπείν, στον Σοφοκλή από κάποιoν τύπο νόμου, στον Αριστοτέλη από την ίδια την μακροχρόνια κοινωνική πρακτική, στον Μακιαβέλι η πολιτική αποκτά την δική της ανεξάρτητη ηθική, στον Καντ συνδέεται με την ελλογότητα του αδιαίρετου και την γνώση, στον Λούκατς με ένα ιδεώδες, επιθυμητό κόμμα.
Ο Χέγκελ στα έργα του προσιδιάζοντα σε πολιτική φιλοσοφία και φιλοσοφία δικαίου συμπυκνώνει την προβληματική της ανεξάρτητης πολιτικής ηθικής με συγκεκριμένο τρόπο ως εξής:
“Dieser Staat ist der einfache absolute Geist, der seiner selbst gewiß ist und dem nicht[s] Bestimmtes gilt als er selbst, keine Begriffe von gut und schlecht, schändlich und niederträchtig, Arglist und Betrug; er ist über alles Dieses erhaben, denn das Böse ist in ihm mit sich selbst versöhnt. In diesem großen Sinne ist Macchiavellis Fürst geschrieben, daß in der Konstituierung des Staats überhaupt das, was Meuchelmord, Hinterlist, Grausamkeit usf. heißt, keine Bedeutung des Bösen hat, sondern [die] des mit sich selbst Versöhnten. Man hat seine Schrift sogar für Ironie genommen, aber welch) [ein] tiefe[s] Gefühl des Elendes seines Vaterlandes, welche Begeisterung des Patriotismus seinen kalten besonnenen Lehren zugrunde liegt, spricht er in der Vorrede und im Schlüsse aus! Sein Vaterland [war] von Fremden zu Boden getreten, verheert, ohne Selbständigkeit; jeder Edelmann, [jeder] Anführer, [jede] Stadt behauptete sich als souverän. Das einzige Mittel, den Staat zu stiften [,war:] diese Souveränitäten zu vertilgen; und zwar, da sie eben als unmittelbare Einzelne für souverän gelten wollen, ist gegen die Rohheit nur der Tod der Anführer das Mittel, und der Schrecken des Todes für die Übrigen".1
Στην ίδια κατεύθυνση η σχετική βιβλιογραφία συναινεί στο ότι ο Χέγκελ για λογαριασμό της συνολικής αστικής πολιτικής συνείδησης συνηγορεί υπέρ του Μακιαβέλι.2
Στην ενεργή πολιτική ιστορία το ζήτημα ετέθη το πρώτον κυρίως από την εμπειρία της τρομοκρατίας της Φραγκικής Επανάστασης και του Βοναπαρτικού εθνικού επεκτατισμού. Επ' αυτού η εργατική κριτική από τα πρώτα βήματά της τοποθετήθηκε ρητά ενάντια στην Φραγκική Επανάσταση, λαμβάνοντας την μορφή της Κριτικής Μάχης, το ίδιο και ως προς τον Στίρνερ, που ανεχόταν την “τρομοκρατία των Ιδεών”.3
Αυτό δεν σημαίνει, ότι το επαναστατικό εργατικό κίνημα αρνείται την εργαλειοποιημένη, στοχευμένη βία προσδιοριζόμενη και οριοθετημένη σε κάθε περίπτωση ως υλικό γεγονός από την αρχή της αναλογικότητας -κάθε άλλο. Σημαίνει, ότι η εργατική κριτική δεν δέχεται την a priori και στον ίδιο χρόνο ex post factum επίκληση του αδιάσπαστου ιεροποιημένου ζεύγους κρατικότητα–ηθικότητα για την δικαιολόγηση της οποιασδήποτε πολιτικής βίας. Ήτοι, αρνείται την πολιτική βία ως απορρέουσα από ένα κέντρο (τονικό, εξουσιαστικό, πολιτικό, κομματικό, οργανωτικό κοκ.), το οποίο σε αυτήν την περίπτωση λειτουργεί ως causa sui.
Δεν χρειάζεται κάποιος να έχει διαβάσει ολόκληρες εθνικές βιβλιοθήκες, προκειμένου να κατανοήσει, ότι αυτό πολιτισμικά έχει μια αξιωματική/μεταφυσική θεμελίωση στην Ρητορική απόκριση της Αντιγόνης “Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν" (στιχ. 523), όπως και στο ίδιο το Ευαγγέλιο.4
Αυτό διαστρέφεται στον καπιταλιστικό πολιτισμό στα πλαίσια του προτσές εκπηγαστικής συσσώρευσης κεφαλαίου, όπου η μαζική αγριότητα βρίσκει την ειλικρινή εξήγησή της μέσα από το έργο του Χομπς. Κατ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο εξηγείται και δικαιολογείται και μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα, ώστε η ένοπλη ισχύς του συχνά ταυτιζόταν με τις ίδιες τις ατσαλένιες αναγκαιότητες του κεφαλαίου ως τέτοιου. Στις δεισιδαίμονες περιπτώσεις, μέχρι κι ο Ναπολέων ο μικρός προβαλλόταν σε αυτή την αντίληψη ως ο πρώιμος Λένιν του 19ου αιώνα.
Προς απόκλιση από τις παραπάνω δικαιολογήσεις, σε επίπεδο υλιστικής κατανόησης θεωρούμε, ότι οι τεχνικοοικονομικές πρακτικές της “δημιουργικής καταστροφής”, καθώς και οι θεωρίες του Πρεομπραζένσκι περί “σοσιαλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης” είναι ανοίκειες σε ένα εργατικό κίνημα που οικοδομεί ενεργό σοσιαλισμό.
Επιπρόσθετα, φρονούμε ότι η κριτική του Κροπότκιν, αναπτυχθείσα εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών σε γενικές γραμμές μπορεί να προσφέρει μια ανταγωνιστική οπτική και πρακτική αντιμετώπισης της φετιχοποιημένης φορμαλιστικής πολιτικής βίας.5 Όπως είναι γνωστό, αμφότεροι Μπακούνιν και Κροπότκιν εξαπέλυσαν πολεμική ενάντια στον μηδενισμό της περιστρεπτικής, κυκλωματικής πολιτικής στάσης.
Στο "L' Enracinement. Prélude à une déclaration des devoirs envers l' être humain" (1943) της Σιμόν Βέιλ σφυρηλατείται μια υπέρτερη συμπονετική, συναισθητική πρακτική και αντίληψη ("affectus") ως αγωνιστική, μαχητική στάση διάσωσης και ανύψωσης του ανθρώπινου.
Συνήθως, στην ηθική προβληματική (συνδεόμενη οργανικά με κάποια υψιπετή πολιτικοστρατηγική στόχευση) εκπίπτει όποιος έχει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παρεκτρεπόμενης βίας ή της εξόφθαλμης αδικίας εκφερθείσας στα πλαίσια της εξουσιαστικής πρακτικής, της εξουσιαστικής τεχνολογίας, ανεξαρτήτως του πόσο μυστικοποιημένη είναι κάθε φορά. Απ' αυτήν την άποψη τα λεγόμενα περί ηθικής in tacit λειτουργούν, όπως η διαδικασία της συγχώρεσης στην Καθολική εκκλησία των 15ου-16ου αιώνων, δηλαδή ως ένα Ηθικό πάρε-δώσε.
Οι κοινωνικές τάξεις δεν έχουν αυτοτελή, προσίδια σε αυτές ηθική -έχουν διαφοροποιημένες (σε τελική ανάλυση από την εργασία) αρετές. Τα ηθικά, αξιολογικά συστήματα ως τέτοια διαμορφώνονται από κρατικούς, εξουσιαστικούς θεσμούς, από πολιτικές δυνάμεις κι από φιλοσόφους. Επομένως, οι Ηθικές λειτουργούν μέσα στην κοινωνία ως μορφές κοινωνικής συνείδησης, κατά κύριο λόγο ως αναπόσπαστα στοιχεία των θρησκευτικών και ιδεολογικών μορφών και λειτουργιών.
1 G.W.F. Hegel, Jenaer Realphilosophie Vorlesungsmanuskripte zur Philosophie der Natur und des Geistes von 1805-1806 Herausgegeben von Johannes Hoffmeister, Akademia Verlag, Berlin, 1969, III. Konstitution, S. 246-247
2 Βλ. Philip J. Kain, "Hegel, "History, and Evil", History of Philosophy Quarterly, 33 (2016), pp. 275-91, Jose L. Fernandez, "Evil as Modal Mismatch: On Hegel Distinction between What Is and What Ought Be”, Cosmos and History: The Journal of Natural and Social Philosophy, vol. 17, no. 1, 2021, pp. 599-616.
3 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten, 6. Kapitel. die absolute kritische Kritik oder die kritische Kritik als Herr Bruno 3. Feldzug der absoluten Kritik c) Kritische Schlacht gegen die französische Revolution, MEW, Band 2, Dietz Verlag, Berlin, 1972, S. 125-131.
4 Παράβαλε Judith Butler, Η Διεκδίκηση της Αντιγόνης. Η συγγένεια μεταξύ ζωής και θανάτου, μτφ. Βαρβάρα Σπυροπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Φεβρουάριος 2014.
5 Ενδεικτικά βλ. Carl Joachim Friedrich, "The Anarchist Controversy over Violence", Zeitschrift für Politik, Neue Folge, Vol. 19, No. 3 (1972), pp. 167-177.
No comments:
Post a Comment