Η γνωσιολογία εμπεριέχεται στην ελληνική κοσμολογική και υλιστική ανάπτυξη, συντελεσθείσα στην μορφή της φυσικής φιλοσοφίας, στις πόλεις-κράτη της Ιωνίας και της νότιας Ιταλίας και μετέπειτα και σε άλλες πόλεις. Τόσο στην οντολογική έρευνα, όσο και στην παρουσίαση του γίγνεσθαι μέθοδος–έρευνα περί του κόσμου και του θείου–οντολογική έκθεση είναι λογικά και αδιάσπαστα δεμένα μεταξύ τους. -Από τους αρχαίους υλιστές φιλοσόφους ελλείπει ο εκλεκτικισμός και τα λογικά σφάλματα των αυτοαντιφάσεων.
Στον Πλάτωνα, και δη στον Θεαίτητο και στον Τιμαίο, η γνωσιολογία και η επιστημολογία τίθενται ως αυτοτελές φιλοσοφικό πεδίο. Αυτό είναι εύλογο, καθ' όσον στον Πλάτωνα, αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση, είναι η ίδια η αισθητηριακή γνώση του πραγματικού, και στην συνέχεια η ίδια η υλικότητα ως συνεκτική δύναμη του εξωτερικού κόσμου, ενώ η πολεμική του στους Σοφιστές έχει να κάνει με το ότι από την δημόσια και θεσμική ρητορική δεν μπορούν να εξαχθούν τυπικοί και ουσιακοί προσδιορισμοί του πραγματικού. -Σε μια παραπλήσια κατεύθυνση, ο γνωστικισμός και ο χριστιανικός μυστικισμός κατά τους ρωμαϊκούς αιώνες ανέδειξαν υπερβατικές μορφές γνώσεως.
Στον Αριστοτέλη, η γνώση αποκτά συστηματικό χαρακτήρα, καθίσταται εγκύκλια: ταξινομείται μέσα από προσδιορισμούς ειδικοποίησης. Αυτό κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή προσέλαβε τον εγκυκλοπαιδικό φορμαλισμό των Ετυμολογιών του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636), όπου η γνώση παρουσιάζεται αυθεντικά (authoritatively) με τυπικούς και ποσοτικούς όρους, κάτι που ολοκληρώνεται ποιοτικά στον σχολαστικισμό κατά τον 13ο αιώνα.
Μια τέτοια στοιχειώδης ιστορική αναδρομή (όσο κι αν δυσαρεστεί ή δυσαρεστούσε στο παρελθόν διάφορους υπεραριστερούς επαΐοντες και καρδιναλίους) σε βασικές πλευρές του γνωσιολογικού ζητήματος καθίσταται αναγκαία από εργατική άποψη, κι ως συμβολή στο χτίσιμο ενός εργατικού γνωσιολογικού και επιστημολογικού κινήματος, σε μια ιστορική συγκυρία κλονισμού της ίδιας της πεποίθησης περί της γεγονοτικότητας των αστικών κοινωνιών, κι ακόμα παραπέρα σε μια εποχή τεχνητής μέσα από το θέαμα, τις επαυξημένες πραγματικότητες και τους εικονικούς κόσμους αμφισβήτησης της κοινωνικής οντολογίας της γνώσεως.1
Κατά τον 14ο αιώνα, σε έναν ιστορικά προσδιορισμένο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα από τον νομιναλισμό, η ειδικά προσδιορισμένη, ήτοι η επιστημονική γνώση συνδέθηκε οργανικά με την Λογική. Αυτή η παράδοση συνεχίσθηκε στους επόμενους αιώνες, ανεξάρτητα αν αυτό επιτυγχάνεται σε υλιστικό ή ιδεαλιστικό συγκείμενο, έως και την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ. Στο επίκεντρο της έρευνας τέθηκε η διαδικασία της νόησης ως το ίδιο το γνωσιακό προτσές, και επομένως το βασικό εργαλείο τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής ανάπτυξης της νόησης, η γλώσσα, κατανοούμενη και παρουσιαζόμενη ως λογικός μηχανισμός. Πάλι με τον Χέγκελ, στηριγμένη εν μέρει στην μεσαιωνική θεωρία περί “intellectus” (διάνοιας) και στην θεωρία του Καντ περί “genius” (ευφυίας) αναπτύχθηκε η Φαινομενολογία ως φυσική (σχετιζόμενη, συνδεόμενη με την εξωτερική υλική, κοσμική πραγματικότητα) εργασία (φιλοσοφική προπαίδεια της εν τη αληθεία ενεργούς γνώσεως), όπου η γνώση παρίσταται και λειτουργεί ως μέσο, διά του οποίου αποκτούμε έλεγχο και οπτική αντίληψη του Απόλυτου.2
Σε όλη αυτήν την επιστημονική παράδοση, inter alia η γλώσσα (ούσα βασική παραγωγική δύναμη) επικυρώνει ή μη την λειτουργικότητα και τον ακριβή χαρακτήρα (ως εξωτερίκευση και ενεργοποίηση του δίκαιου/ορθού λόγου -"rectus ratio") μιας λεκτικά εκφερόμενης νοητικής διεργασίας. Έτσι, γίνεται δεκτό στην Επιστήμη της Λογικής, ότι η καθ' έξιν (αν όχι κατ'επάγγελμα, κάτι το οποίο συναντιέται στους πολιτικάντηδες κάθε είδους και στους δημαγωγούς κάθε λογής) μετωνυμική, συνεκδοχική, μεταπτωτική λεκτική σήμανση συγκεκριμένων -ανεξάρτητων ως προς το ομιλούν υποκείμενο- ποιοτήτων (διεξαγόμενη όχι σε λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό πεδίο αναφοράς, αλλά κατά την προσδιοριστική λεκτική εκφορά) συνήθως υποκρύπτει λογικά σφάλματα (fallacies)3 της νοητικής διεργασίας, την οποία εξωτερικεύει. Από την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση και εντεύθεν, όλο αυτό δεν είναι άμοιρο των (δυσ-)λειτουργιών των λεγόμενων λογικών, αφηρημένων μηχανών, και γενικά των μιμητικών μηχανών δυαδικής κωδικοποίησης.4
Σε φιλοσοφικό και επιστημολογικό επίπεδο, η ειθισμένη γνωσιολογική προβληματική της νεωτερικότητας συντίθεται από τον θετικισμό και τα παράγωγά του. Αυτό αντικειμενικά εδέχθη ισχυρότατο πλήγμα μέσα από την ανάπτυξη της κβαντικής επιστήμης, ώστε η φιλοσοφία περί πραγμότητας,5 η εξπρεσσιονιστική φιλοσοφία6, και βαθύτερα η φαινομενολογία της αντίληψης7, φαίνεται, ότι παρέχουν ορθότερες λύσεις, ειδικά στην σύγκρουσή τους ενάντια στις τυπικές και ρεαλιστικές εμμονές του θετικισμού. Στον ίδιο χρόνο (οργανικά συνδεόμενη με την μαθηματική επιστήμη) αναπτύχθηκε περαιτέρω η Λογική Επιστήμη μέσα από το έργο μειζόνων φιλοσόφων, ενδεικτικά αναφερομένων των Βιτγκενστάιν και Χούσερλ.8
Μετά τις εξεγέρσεις του 1968-69, την καταστολή της ΜΠΠΕ και των ανατρεπτικών εργατικών εξεγέρσεων σε Ιταλία και άλλες χώρες, δεν διήλθε -κατ' Αλτουσέρ- κρίση μονάχα ο Μαρξισμός, αλλά συνολικά ο υλισμός, ως φιλοσοφικό στρατόπεδο, όπως ποιοτικά προσδιορίζεται9 από τον Ένγκελς. Σε εκείνη την περίοδο ένα ευφυές πλατωνιστικό ρεύμα ανήλθε στο προσκήνιο, κυρίως μέσα από το έργο του Μπροντιγιάρ.
Οι νέες ιδεαλιστικές τάσεις είχαν ως υλικό έρεισμα την ίδια την νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και κατεύθυνση του κεφαλαίου, την μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική κεντρικότητα, η οποία είχε αποδοθεί στην ονομαστική αξία, στο χρηματοθετικό και γινόμενο/τεχνητό κεφάλαιο, και στα χρηματιστήρια. Στον ίδιο χρόνο, όλο αυτό σηματοδοτούσε μια συνολική τεχνολογική, γνωσιακή επίθεση στην εργατική δύναμη, στην ζώσα εργασία, στην τιμή της εργασίας. Στην συνολικότητά του (κρινόμενο υπό το φως της κριτικής της πολιτικής οικονομίας) αντανακλούσε με ψευδαισθησιακό τρόπο και μυστικοποιούσε την μείωση της αξίας του παραγωγικού κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο (ανεξάρτητα των όποιων διακυμάνσεων ή πληθωριστικών αυξήσεων των εμπορευματικών τιμών), τάση ενισχυθείσα σε ογκούμενες ποσότητες απ' την διάλυση της ΕΣΣΔ -κάτι το οποίο στις δυτικές χώρες συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Κρυστάλλωμα αυτών των τάσεων -κύρια στους αγγλοσαξονικούς χώρους-, και η πιο επιδραστική απ' αυτές ήτο η λεγόμενη “γλωσσική στροφή”.10 Επ' αυτού συγκροτήθηκε μια ολόκληρη γνωσιολογία επί της κατηγορίας της επιτελεστικότητας. Στο έργο της Τζούντιθ Μπάτλερ εσωκλείονται κάποιες από τις ευφυέστερες συνοψίσεις του επιτελεστικού.11 Κι όμως, όλο αυτό (όπως και η διατομεακότητα/διαθεματικότητα)12, αν και ξεκινούσε από το φύλο (gender), δεν είχε να κάνει μόνο με αυτό, ή μόνο με τους κυρίαρχους καπιταλιστικούς ταυτοτικούς προσδιορισμούς (διαχωρισμοί με το εθνικό, φυλετικό), αλλά στην κύρια πλευρά του με την ίδια την κατανόηση -και ακόμα πιο κρίσιμα- με την αντίληψη για την παραγωγή της πραγματικότητας. Έτσι, κρινόμενο μέσα από την οπτική της κοινωνικής παραγωγής, της κοινωνικής εργασίας, in tacit συνδιαλέγεται με θεωρίες απολυτοποίησης της μη υλικής εργασίας, όπως είχαν εντυπωθεί στην λεγόμενη “Καλιφορνέζικη Ιδεολογία”, στην οικονομική θεωρία του Jeremy Rifkin, σε προτεραίες στρεβλές κατανοήσεις της βιοπολιτικής παραγωγής.
Σε επίπεδο πολιτισμικής κριτικής, μπορεί να ειπωθεί, ότι η κουλτούρα του επιτελεστικού αναφύεται μέσα από την ίδια την θεαματική συγκρότηση της εικονικής (ή εικαζόμενης) κυριαρχίας, μέσα από την μιμητική προς το θέατρο λειτουργία της μαζικής πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, μέσα από φασίζουσες πρακτικές αισθητικοποίησης της πολιτικής.
1 Ενδεικτικά βλ. Künstliche Intelligenz für gute Arbeit?, Von Gruppe gegen Kapital und Nation, 18 Dezember 2024, https://communaut.org/de/kuenstliche-intelligenz-fuer-gute-arbeit
2 Βλ. Hegel, Phänomenologie des Geistes, Enleitung, Werke. Band 3, Frankfurt a. Main, 1979 S. 68, απόσπασμα: “Es ist eine natürliche Vorstellung, daß, ehe in der Philosophie an die Sache selbst, nämlich an das wirkliche Erkennen dessen, was in Wahrheit ist, gegangen wird, es notwendig sei, vorher über das Erkennen sich zu verständigen, das als das Werkzeug, wodurch man des Absoluten sich bemächtige, oder als das Mittel, durch welches hindurch man es erblicke, betrachtet wird.
3 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_fallacies
4 Ενδεικτικά βλ. Antero Karvonen, Tuomo Kujala, Tommi Kärkkäinen, Pertti Saariluoma, “Fundamental concepts of cognitive mimetics”, Cognitive Systems Research, Volume 82, December 2023, Thomas Ryba, Sandor Goodhart (eds.), Mimetic Theory, AI, and Desiring Machines. Explorations in Technology, Film, Fiction, and Philosophy, Bloomsbury, 2025.
5 Βλ. Martin Heideger, Das Realitätsproblem in der modernen Philosophie (1912), in Frühe Schriften, Band 1, Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1978, S. 1-16.
6 Ενδεικτικά βλ. Giles Deleuze, Spinoza et le problème de l'expression, Les Éditions de Minuit, Paris, 1968.
7 Βλ. Maurice Merleau-Ponty, Phénoménologie de la perception, Gallimard, Paris, 1945.
8 Ενδεικτικά βλ. Edmund Husserl, Logische Untersuchungen, Verlag Von Veit et Comp, Leipzig, 1900-1901, Evald Ilyenkov, Dialectical Logic, Essays on its History and Theory, Progress Publishers, London, 1977, https://www.marxists.org/archive/ilyenkov/works/essays/
9 Ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Ludwig Feuerbach und der Ausgang der klassischen deutschen Philosophie, II. MEW, Band 21, Dietz Verlag, Berlin, 1975, S. 274-282.
10 Ενδεικτικά βλ. Jeffrey T. Nealon’s, Fates of the Performative: From the Linguistic Turn to the New Materialism , University of Minessota Press, 2021.
11 Βλ. https://www.cla.purdue.edu/academic/english/theory/genderandsex/modules/butlerperformativity.html
12 Για μια πρόσφατη κριτική βλ. Roswitha Scholz: Intersektionalität und Diversität in der altlinken Sackgasse, https://exit-online.org/textanz1.php?tabelle=aktuelles&index=0&posnr=911
No comments:
Post a Comment