Ενάντια στα γνωσιακά απαρτχάιντ, ενάντια σε κάθε ψευτοκομματική λογοκρισία. Για την ανάπτυξη της εργατικής επιστήμης, για την ανατίμηση της εργασίας και το πραγματικό ανέβασμα του εργατικού μισθού


ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Tίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκόψασθε. ἦλθε γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει. ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς! Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν·

Κατά Ματθαίον, ΙΑ: 15-20

 

Η απόφανση ή μη περί της εγχώριας ύπαρξης παράτυπων κατεστημένων λειτουργιών αποκλεισμού ανθρώπων, τύπων, ρευμάτων (τυπικά εγνωσμένου και πολλαπλώς αρμόδια πιστοποιημένου προς τούτο κύρους) από πλευρές της επίσημης ιδεολογικής και θεσμικής σφαίρας απαιτεί την εμπλοκή μ’ αυτό το πράγμα. Απ’ αυτήν την άποψη όσα είναι γραμμένα στις ακόλουθες γραμμές αποτυπώνουν προσωπική, αδιαμεσολάβητη εμπειρία.

Το ζήτημα του γνωσιακού αποκλεισμού αναδείχθηκε έντονα και σε μεγάλο εύρος κατά το 2024 λόγω των κινημάτων και των καταλήψεων στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης, που εκφράζουν την θέληση ειρήνευσης και συμπαράστασης στους πληβείους και τους εργάτες της Παλαιστίνης. Είδαμε τις διοικήσεις κάποιων από τα μεγαλύτερα πανεπιστημίων στον κόσμο να διχάζονται, να κλονίζονται, να διασπώνται πολιτικά. Επίσης είδαμε μέσα στους εργαζόμενους καθηγητές και ερευνητές στα πανεπιστήμια την ανάπτυξη θαρραλέων τάσεων γνωστοποίησης και καταγγελίας του παράτυπου καθεστώτος «ορθότητας», λογοκρισίας και αποκλεισμών, το οποίο έχει επιβληθεί.

Αυτό στις προηγούμενες δύο δεκαετίες περιγραφόταν στις ΗΠΑ ως «Καθεδρικός». Ωστόσο, αν δεχθούμε ότι για λόγους που έχουν να κάνουν με τους μετασχηματισμούς της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, αυτό επλήγη, σήμερα η όλη παρατυπία αναγκάζεται να επιδείξει το νέο φτιασίδωμά της ως μια οικτρή χρεωκοπία, ως μια οριακή ακροβασία επί του σύννομου.

Η παρατυπία στοιχειοθετείται από την παραβίαση πυρηνικών συνταγματικών κατοχυρώσεων, όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η τυπική ισότητα, η ελεύθερη ανάπτυξη πανεπιστημιακής έρευνας.

Συνεπώς, για μας δεν είναι ζήτημα «δεν βαριέσαι βρε αδερφέ», καθ’ όσον δεν είναι ζήτημα μιας τυπικής ιδεολογικής διαπάλης, αλλά ζήτημα βαθιά νομικό, και πρωτίστως ζήτημα ταξικής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι όποιες ένθεν και ένθεν κομματικές πασαρέλες δεν μπορούν ούτε να ξεπλύνουν, ούτε να προσφέρουν άλλοθι, ούτε να λειτουργήσουν ως κολυμβήθρες του Σιλωάμ.

Βέβαια, η μανούβρα των εκπροσώπων και των φορέων των απαρτχάιντ συνίσταται στην προσφυγή στην μέθοδο των Κριτών της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή στην πιο καταπιεστική, αντιδραστική, φασίζουσα μορφή τοπικιστικού ιουδαϊσμού, με ό,τι αντανακλαστικές περί του αντιθέτου συνέπειες επιφέρονται από μια τέτοια επιλογή, καθ' όσον στο εγχώριο η διάταξη της παραγράφου 1 άρθρου 3 Συντάγματος διαθέτει αυτοτελή λειτουργία στο υλικό Σύνταγμα.  

Φρονούμε πως στο εγχώριο δεν έχουμε χρεία ενός συλλογικού Δαυίδ απ’ τα κάτω για το τσάκισμα αυτής της ιουδαϊκής Κριτικής μεθόδου. Αλλά, να ανοίξουμε δρόμους ώστε η εργατική ισχύς να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί μέσα στους χώρους φωλιάσματος αυτών των λειτουργιών, πρώτ’ απ’ όλα μέσα από τον αγώνα των εργατών και των νεολαίων σε αυτούς.

Γι' ακόμα μια φορά:

ή με τον Καίσαρα ή με τον Σπάρτακο, ή θα νικήσουμε ή θα νικήσουμε 


 

 


-Κι όμως είναι δυνατόν. Η εκστρατεία κατά του Χάινριχ ως βρυκολακιασμένη επανάληψη της “Reichsverfassungskampagne"

 

Έχουμε προβεί σε μια πρώτη καθαρά θεωρητική παρέμβαση για την χρηματική θεωρία του Μίχαελ Χάινριχ, σε γενικές γραμμές υπέρ του.1 Η όλη αντιπαράθεση έχει έντονο και ιδιαίτερο εγχώριο ενδιαφέρον, καθ' όσον ο Χάινριχ είναι γνωστός από τις μεταφράσεις στα ελληνικά των έργων του και από την παρουσία του στο παράρτημα Αθηνών του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στα πλαίσια των εργασιών του από 2017 συνεδρίου για τα 150 χρόνια από την έκδοση του “Das Kapital”.2

Αυτό που παρατηρούμε, είναι το πρωτόγνωρο φαινόμενο της εκστρατείας προσωπικά κατά του Χάινριχ με απόφαση του πιο πρόσφατου συνεδρίου του ΚΚΕ (7/2021), κάτι το οποίο επεφέρθη στον ίδιο χρόνο με την σχετική αρθογραφία στην ΚΟΜΕΠ.3 Επίσης κατά τον ίδιο χρόνο δημοσιεύθηκαν άρθρα στο περιοδικό “Θέσεις. Αναλύσεις, Κριτική, Ζητήματα της Πάλης των Τάξεων” περί κριτικής εις βάρος του Χάινριχ, αν και πρέπει να σημειωθεί, ότι στο ίδιο τεύχος δόθηκε χώρος (όπως και παλιότερα) σε απάντηση του ιδίου.4 Δεν διαφεύγει της προσοχής μας, ότι η αντιπαράθεση αυτή συγχρονίσθηκε με την από 2019 δημόσια στήριξη στο ΚΚΕ και συμμετοχή σε επίσημες διαδικασίες του, του ιδρυτή και Διευθυντή των “Θέσεων” Γ. Μηλιού.5

Όλ' αυτά προκαλούν εντύπωση που πρέπει να διασκεδασθεί, καθ' όσον 1ον ο Χάινριχ είναι απλά ένας μελετητής, με τις εκ των πιο ταπεινών και σεβάσμιων δημόσιων παρουσιών στις συναφείς διαδικασίες, και όχι εκπρόσωπος κάποιου κόμματος ή κάποιας διακριτής πολιτικής τάσης, και 2ον ενέχει μια παραδοξότητα το οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα του ελλαδικού χώρου να παίρνει απόφαση από το ανώτερο όργανό του κριτικής σε ένα φυσικό πρόσωπο, και μάλιστα σε έναν Γερμανό, που διαθέτει θεσμική ιδιότητα στα Γερμανικά Πανεπιστήμια.

-Γιατί δηλαδή (ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι εις βάρος του θεωρησιακές κατηγορίες του συνεδρίου είναι έγκυρες) ξεχωρίζεται ο Χάινριχ ανάμεσα σε τόσους οπορτουνιστές και διαστρεβλωτές θεωρητικούς;

Αξιωματικά είμαστε παλαιόθεν υπέρμαχοι της ελεύθερης βούλησης κάτι που βρίσκει την πληρέστερη ανάπτυξη στο ότι η ελεύθερη ανάπτυξη ενός εκάστου είναι προϋπόθεση διά την ελεύθερη ανάπτυξη απάντων. Απ' αυτήν την άποψη δεν κρίνουμε τις μετακινήσεις φυσικών προσώπων από κόμμα σε κόμμα, ούτε κάνουμε δίκην προθέσεων πάνω σε θεωρητικά ρεύματα και τάσεις επί της εργατικής κριτικής. Αυτό ισχύει πολλαπλά στο μέτρο που οι εμπρόσωποι φορείς της έρευνας της εργατικής κριτικής συμβάλλουν στην πολιτική ανεξαρτησία του κινήματος της εργατικής τάξης, όπως ο Χάινριχ. Το γνωστό ρητό της Ρόζας για το αλάθητο της κάθε Κεντρικής Επιτροπής επιβεβαιώνεται εκ νέου και μέσα απ' αυτό το παράδειγμα.

Έχουμε, όμως, την υποψία, ότι η ουσία της διαπάλης δεν αφορά τόσο το “Das Kapital” per se, όσο ζητήματα ύπαρξης ή μη ύπαρξης θετικού, δηλαδή κωδικοποιημένου σε ενιαίο κειμενικό corpus Συντάγματος, σε άλλες χώρες πλην Γερμανίας, Ελλάδας, καθ' όσον οι τελευταίες διαθέτουν κωδικοποιημένο Σύνταγμα εδώ και πολλές δεκαετίες. Επομένως, αφορά χώρες του British Commonwealth. Mόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το πρωτόγνωρο της όλης αντιπαράθεσης. 

Κατ' αυτόν τον τρόπο -αν έχει εγκυρότητα η υποψία μας- τίθεται η προβληματική της εκ του πλαγίου θετικιστικής συνταγματοποίησης της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, κάτι το οποίο πρέπει να αποφευχθεί

Λυπούμεθα που θα το πούμε, αλλά το όλο ζήτημα προσιδιάζει σε δεισιδαιμονισμό



1 Βλ. https://techspek999.blogspot.com/2024/06/blog-post_4.html


3 https://www.kke.gr/article/Politiki-Apofasi-toy-21oy-Synedrioy-toy-KKE/, απόσπασμα: “7. Συµβολή στη διαπάλη µε την οπορτουνιστική και αστική προσπάθεια «σύγχρονων» ερµηνειών του µαρξισµού που συσκοτίζουν το επαναστατικό περιεχόµενό του, τη σηµασία των αρχών του και τη µέθοδό του, µε βάση τη δήθεν «νέα» ανάγνωση του Μαρξ, που τον αντιπαραθέτουν στο έργο του Ένγκελς και του Λένιν".

4 Βλ. Θέσεις, τ. 167 (Απρίλιος-Ιούνιος 2024), Moseley F., Εισαγωγή στη θεωρία της αξίας του Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου: Μια κριτική στη θεωρία της αξιακής μορφής του Heinrich, Schwarz W., Η μονόπλευρη θεώρηση της αφηρημένης εργασίας από τον MichaelHeinrich. Σημειώσεις για το βιβλίο του Fred Moseley, Heinrich M., Αξία, αφηρημένη εργασία και ανταλλαγή. Μια απάντηση στους Fred Moseley και Winfried Schwarz

Σχετικά με ετερόδοξες παρερμηνείες

 

Στην Αριστοτελική φιλοσοφία κατά την διαδικασία της αυτοματικής ενδελεχούς ανάπτυξης (ήτοι κατά την διαδικασία της τυποποίησης) η τελική αιτία καθορίζει την αρχική μορφή.

Αυτό στην πρόσφατη και σύγχρονη σχολαστικιστική σκέψη αντανακλάται στο ότι ο μαρξισμός βρίσκει την ενδελέχειά του στην κομματική μορφή. Το σχολαστικιστικό τράβηγμα αυτής της θέσης είναι ότι η κομματική μορφή παρίσταται ως η εφ' όλων τελική αιτία, ως αντικατάσταση της Ιδέας περί Θεού. Το τυπικολογικό και πολιτισμικό ισοδύναμο αυτής της παρερμηνείας ανευρίσκεται στην μεσαιωνική θεωρία περί παπικής “απεριόριστης/πλήρους εξουσίας” (“plenitudo potestatis”).

Σε πρώτο χρόνο, πρέπει να επισημανθεί, ότι η συνοδοιπορία με την εξουσία εκφράζει μια στοιχειώδη ανθρώπινη ανάγκη: την ανάγκη ουσιολογικής μεθέξεως σε ένα ποσοστό στερημένης ή απαλλοτριωμένης υφ' ώτερων υπεραπόλαυσης. Στο όνομα αυτής της ανάγκης κατά καιρούς δικαιολογούνται πλείστα πολιτικά ατοπήματα. Βέβαια, στις ευφυές στιγμές αυτής της αντίληψης η δικαιολόγηση της παπικού τύπου “απεριόριστης εξουσίας” της κομματικής μορφής γίνεται ξανά με επίκληση της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, και δη με την επίκληση της οντολογικής ανεξαρτησίας της μορφής από την ύλη στο πλαίσιο της Φυσικής φιλοσοφίας. Ωστόσο, εν τοις ιδίοις όροις το δίλημμα που τίθεται επ' αυτής της επιλογής, είναι αν προτιμάται ο φορμαλισμός της ανεξάρτητης μορφής ή ο υλισμός του περιεχομένου.

Υπάρχει μια γραμμή κριτικής, που άρχισε να αναπτύσσεται ήδη από τους 13ους-14ους αιώνες, ότε ετέθη το ζήτημα, ότι από διανοητική άποψη αυτό προσιδιάζει σε ισλαμιστικές προσλήψεις της σύμφυρσης Αριστοτελισμού και θεολογίας, κάτι το οποίο συνομολογείται και εξωτερικεύεται όλο και πιο ρητά στην σύγχρονη εποχή. Απομυστικοποιημένο, στα πλαίσια της Σμιτικής κριτικής αυτό συγκεκριμενοποιείται στην πολιτικοσυνταγματική κατηγορία περί ραγιαδισμού.

Αν, όμως, αυτό είναι κάτι το οποίο κρίνεται μέσα στην κοινωνική πρακτική, μέσα στην ταξική πάλη, είναι ωφέλιμη η ανατροπή της αντίληψης, η οποία αναπαριστά την μορφή ως αιτιοκρατικά υπέρτερη της ύλης.

Επ' αυτού η απόδειξη είναι απλή: η εργατική κριτική υπάρχει και αναπτύσσεται τόσο εκτός, όσο και χωρίς κομματική μορφή, καθ' όσον ούσα ενεργό περιεχόμενο παράγει πλείστες όσες μορφές (καλλιτεχνικές, επιστημονικές, θεσμικές, μηχανικές, πολιτικές), που μέσα στο σύστημα της κοινωνικής εργασίας συνιστούν in actu τα νέα παραγόμενα περιεχόμενα που με την σειρά τους παράγουν εαυτά και νέες εξελιγμένες μορφές. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αντίληψη της ενεργής εξέλιξης ως μίας κομματικής ή ιδρυματικής δομής, από την αντίληψη της επί της συγκυρίας πολιτικής πάλης ως ανωριμότητας.

-Αλήθεια, σε αυτήν την αντίληψη η μαρξιστική ωριμότητα είναι -ως είθισται- ιδιώτευση ή αυτοκτονία? Έναντι αυτού ας προτιμηθούν οι εξεγερτικές ανωριμότητες

Δυο φορές βέβαια, ο εντός της κομματικής μορφής ετεροδοξισμός δικαιολογείται ρητορικά με την σταλινική καραμέλα ότι ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα κλπ. Δεν γνωρίζουμε για τον μαρξισμό, αλλά για την εργατική κριτική μπορούμε να πούμε ότι ο αντιδογματικός χαρακτήρας της έχει παρερμηνευθεί με μια τόσο ξεχειλωμένη διασταλτική ερμηνεία (lato sensu), ώστε εκτίθεται στο φιλοθέαμον εκκλησίασμα ως ex nihilo. Αυτό σημαίνει, ότι η εργατική κριτική δεν αποκρίνεται σε κάποιο θρησκειολογικό ή φιλοσοφικό δόγμα, πλην όμως, διαθέτει πολιτισμικό πλαίσιο και τα προσίδια συμφραζόμενα παραγωγής και αναφοράς της, που συνίστανται από την συνολικότητα της χειραφετητικής, απελευθερωτικής κίνησης.

Τρεις φορές βέβαια, -ως γνωστό- η εξουσία, η κάθε εξουσία είναι αφροδισιακό. Γι' αυτό και στον ετεροδοξισμό η στρεβλωτική ταύτιση του Λενινισμού με την ανά κάθε περίσταση και περίπτωση “κατάληψη της εξουσίας”, δηλαδή ο νεο-Φαβιανός κρατικισμός, αντιδιαστέλλεται στην -φεῦ- ιστορικά αποτυχημένη κομμούνα, παρότι η υπεραπόλαυση κατά κανόνα εγχωρεί εντός της κομμούνας και όχι εντός του Λενινιστικού intelligent state. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το δυστύχημα είναι ότι ακόμα κι ο γνήσιος Λενινισμός αποκόπτεται οργανικά από την πειθαρχία της εργατικής κριτικής, και συνδέεται με αντίπαλα περιεχόμενα.


Καταδρομή σε όψεις του ευρωπαϊκού 2018


Daher stellt sich die Menschheit immer nur Aufgaben, die sie lösen kann, denn genauer betrachtet wird sich stets finden, daß die Aufgabe selbst nur entspringt, wo die materiellen Bedingungen ihrer Lösung schon vorhanden oder wenigstens im Prozeß ihres Werdens begriffen sind.1


Σε ιδανικές επιστημονικές και κομματικές συνθήκες κατά το 2018 ίσως θα έπρεπε να οργανώνουμε τις επετείους μας εντός μαυσωλείων, ιδρυμάτων και μουσείων. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν ταιριάζει στην εργατική κριτική ως επιστήμη και κομμουνική μορφή οργάνωσης του βίου. Απ' αυτήν την άποψη πρέπει να ειπωθεί, ότι οι πολιτικές συνθήκες στα 2018 ήταν εκρηκτικές λόγω της συσσώρευσης ιστορικών αντιφάσεων στις πολιτικές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, κάτι που εκφράσθηκε με την κατά Μπίφο κατάρρευση του κοινωνικού σώματος κατά την διάρκεια της ανταπεργίας και του εγκλεισμού (2020-2023). Όλο αυτό ήτο μια ειδικά προσδιορισμένη σε τελική ανάλυση βιοχημική κατάσταση που δεν επέτρεπε πολυτέλειες και τρυφηλότητες.

Σε ένα πιο ορισμένο επίπεδο, το 2018 στιγματίσθηκε από την ιδιότυπη προτεραιοποίηση της διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής, καθώς και από την επαναφορά της νεωτερικής εθνικής προβληματικής, κάτι που είχε να κάνει με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, διαδικασίας με διεθνή σημασία,2 και με την θέσπιση3 κατά την ίδια χρονιά του εθνοκρατικού "Θεμελιώδους Νόμου" στο Ισραήλ, κάτι το οποίο εκ των πραγμάτων επανέφερε με κανονιστικό τρόπο την συνταγματική προβληματική της διπλής αφοσίωσης όσον αφορά τους εκτός Ισραήλ εβραϊκούς πληθυσμούς.

Η εξουσιαστική τεχνολογία του βρικολακιασμένου εθνοκρατικού προσδιορισμού ενισχύθηκε σε αφηρημένο επίπεδο από την απ' τα δεξιά οργάνωση της αντίδρασης επί του Μακεδονικού. Όλ' αυτά τόσο στην Βαλκανική και σε διάφορα πληθυσμιακά κομμάτια στις ΗΠΑ, όσο και στην Μέση Ανατολή έπαιρναν δυνάμει την μορφή μιας αντεπαναστατικής διαδικασίας ως “remake” μιας εντόπιας ένδοξης νεωτερικότητας.

Εντός αυτού του σκηνικού τόσο από αναρχίζουσα σκοπιά, όσο και από την υπεραριστερή φρασεολογία ξαμολύθηκαν παπικού τύπου αφοριστικές αντιλήψεις και συνθήματα, τα οποία επί του πρακτέου, αφαιρούσαν τους πληθυσμούς, οι οποίοι έχουν αναφορά σε αυτές τις δυνάμεις, από την επί της στιγμής πολιτική πάλη, καθώς και από μια αναγκαία σε εκείνη την συγκυρία ιστορική κριτική επίγνωση των τεθεισών προβληματικών.

Οι πολιτικές παρεμβάσεις μας σε εκείνη την χρονιά είχαν να κάνουν με την πρακτική όξυνση της μνήμης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης των ευρωπαϊκών χωρών, και την απόκρουση των ηττοπαθών και ανεδαφικών λογικών εντός του κινήματος και του προσοίκειου πολιτικού χώρου. Φρονούμε, ότι εξωτερικεύθηκε η ίδια επαναστατική, πολιτικοδημοκρατική συνέπεια, όπως και στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επί των αιτημάτων της ενιαίας δημοκρατικής Γερμανίας με ενταγμένη την Αυστρία, της ανεξάρτητης δημοκρατικής Πολωνίας, της ελεύθερης αναγεννημένης Ιταλίας.4

Η κατά το 2018 ηττοπαθής λογική μέσα στο κίνημα έπαιρνε την ρητορική μορφή: “ό,τι είναι καπιταλιστικό και προέρχεται από τον ιμπεριαλισμό είναι κακό και γι' αυτό το καταγγέλλουμε”, “ό,τι είναι διεθνιστικό είναι κεφάλαιο”, γιατί, όπως (ξανα)διαβάσαμε πολύ πρόσφατα (μόλις χθες) σε μια ρητορική υπερηρωική διόρθωση, “το κεφάλαιο (ως σχέση...) δεν έχει πατρίδα”.

Ας αναλογισθούμε όμως: ποιά είναι η έμπρακτη συνέπεια της αντίληψης μια ανεξάρτητη Πολωνία θα είναι καπιταλιστική, επομένως καταγγέλουμε το αίτημα για ανεξάρτητη Πολωνία. Μα, φυσικά η έμπρακτη συνέπεια αυτής της αντίληψης στον 19ο αιώνα θα ήτο μια Ρωσοκρατούμενη Πρωσία και μια μάλλον Τουρκικά ελεγχόμενη Αυστρία, και δυο φορές φυσικά, οι Πολωνοί και οι Ιταλοί επαναστάτες θα ήταν χωμένοι πιο βαθιά στις φυλακές των δεσποτικών κρατών.

Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο: το να φτιαχτεί ένα καπιταλιστικό εργοστάσιο σε μια απομονωμένη, καθυστερημένη αγροτική περιφέρεια είναι κάτι ριζοσπαστικό εντός αυτής της δοσμένης περιφέρειας, διότι δι' αυτού του τρόπου συγκεντρώνεται και αναπτύσσεται εργατική τάξη, αναπτύσσεται ταξική πάλη. Επ' αυτού η παραπάνω λογική παίρνει καθ' έξιν την εξής εκδοχή: “το εργοστάσιο είναι a priori καπιταλιστικό, και γι' αυτό δεν πρέπει να γίνει -κι ας μείνουν οι χωρικοί αιωνίως κάτω από την εξουσία του βούρδουλα”.

Πιο διεισδυτικά, όλη αυτή η ηττοπαθής λογική απηχεί έναν Απόλυτο Ιστορικισμό των κάθε ειδικών στην θέση του Απόλυτου Κριτικισμού των Χωρικών. Ο Απόλυτος Ιστορικισμός σ' αυτό κατατείνει στην Ιδεολογική μορφοποίηση του “λαού” στην θέση των απομειναριών του Νεγκρικά προσδιορισμένου Πλήθους. Ο “λαός” είναι αυτό που έχει αναφορά στο έθνος, και έτσι τόσο μυθολογικά, όσο και φετιχιστικά μοιάζει ότι ίσταται ύπερθεν των ταξικών ανταγωνισμών και διασπάσεων -είναι αυτό το οποίο ως εικαζόμενο μπορεί να κάνει με Ιδεολογικούς όρους την δουλειά του εθνικά νομισματωμένου χρήματος, ακόμα κι αν χρειαστεί να υποτιμιέται κάθε τόσο, ώστε να μπορεί α λά Πρεομπραζένσκι να εργαλειοποιεί στρατηγικά τον πληθωρισμό.

Όπως λένε, κάποιοι νεολαίοι, η φάση αυτή είναι late έιτιζ

Αναδείχθηκε πρόσφατα, ότι πρόκειται για μια ακόμη μορφή οσταλγίας: φαντασιακή ύπαρξη σε μια εικαζόμενη εικονική κυριαρχία η οποία παίρνει την μορφή της πατρίδας του εργάτη κόντρα στους κοζμοπολίτες, εθνικά (δηλαδή κομματικά) ύποπτους της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.

Τα χρόνια μετά το 2018 έδειξαν ότι εξ ίσου η αριστερή εθνοκαπηλεία και η παπικού τύπου υπεραριστερά ήταν ανήμπορες στο να εμποδίσουν την επισώρευση καταστροφών ακόμα και στις χώρες τις οποίες φετιχοποιούν, και στις οποίες υποτίθεται ότι αναφέρονται και υπερασπίζονται.

Παρά τα περί του αντιθέτου των Γερμανών και Ελβετών κριτικών μας, -ευτυχώς, 

οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα.5


1 Zur Kritik der Politischen Ökonomie, MEW, Band 13, Dietz Verlag, Berlin, 1961, S. 9

2 Βλ. Νίκος Κοτζιάς, Η Λογική της Λύσης. Πολιτική Θεωρία και Πρακτική στις Διεθνείς Σχέσεις. Αλήθειες για το Μακεδονικό και τη Διαπραγμάτευση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, Δεκέμβριος 2020.

3 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Basic_Law:_Israel_as_the_Nation-State_of_the_Jewish_People

4 Ενδεικτικά βλ. Νίκος Κοτζιάς, Μαρξ και διπλωματία. Καρλ Μαρξ: Θεωρία και πρακτική εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, Οκτώβριος 2024.

5 Βλ. Über F. Lists Buch „Das nationale System der politischen Ökonomie“, https://www.marxists.org/deutsch/archiv/marx-engels/1845/list/flist.htm


Ανανεωμένη σύνοψη φυσικής φιλοσοφίας και κοσμολογικής διερεύνησης

 

Εξ αφορμής του ιωβηλαίου της εξέγερσης του 1968 επιλέξαμε να προβούμε σε μια μικρή παρουσίαση μιας κοσμολογικής διάστασής της, έτσι όπως είχε αποτυπωθεί στην εκ μέρους ημών νοητική διαδικασία.1 Ουδόλως απασχολεί και είναι αδιάφορο ο μειοψηφικός χαρακτήρας μας εντός της. Άρνηση του έθνους σημαίνει inter alia την κατάργηση της νεύρωσης και ψύχωσης περί κατάκτησης της κάθε εθνικής Πορφυριανά κατηγοριοποιημένης πλειοψηφίας.

Λίγους μήνες μετά δημοσιεύθηκε μια φωτογραφία μιας μαύρης τρύπας.2 Αυτό αντικειμενικά επέφερε ένα θανάσιμο επιστημολογικό πλήγμα στην θεμελιώδη συγκρότηση του θετικισμού, επομένως και στην ίδια την επιστημολογική συγκρότηση της ποιοτικά νεωτερικής μπουρζουάδικης επιστήμης.

Ως γνωστό παλαιόθεν η βασική κοσμολογική θέση μας είναι ότι η Eνγκελσική εννοιολόγηση της αντικειμενικής διαλεκτικής της φύσης συμπυκνώνεται περιγραφικά από τον όρο “potentia absoluta”, ενώ η σύμφωνα με τον ίδιο εννοιολόγηση της υποκειμενικής διαλεκτικής της φύσης συμπυκνώνεται περιγραφικά από τον όρο “potentia ordinata”.

Απ' αυτό συνεπάγεται, ότι δεν υποθέτουμε, ούτε απαιτούμε κάποιο σημείο μηδέν, ή έστω ένα οποιοδήποτε εναρκτήριο σημείο σε κάποια υποτιθέμενη δημιουργικοσυμπαντική διαδικασία, ως επίσης δεν υποθέτουμε, ούτε απαιτούμε το οποιοδήποτε προς τούτο δημιουργικό υποκείμενο.

Αυτό τελεί σε συμφωνία με τον εναρκτήριο στίχο της Θεογονίας του Ησίοδου, όπου σημαίνεται και δηλώνεται με άφταστη πολιτισμικά ρητότητα. Προκύπτει δε και από το κείμενο της Βολούσπα.

Εν τούτοις, στις 10/12/2018 ο κύριος Ζίζεκ δημοσίευσε πολεμική στον Ιλιένκοφ περί του ότι η κοσμολογική διερεύνηση είναι τρέλα.3 Αυτό που ενοχλεί, είναι το από την δεκαετία του 1950 κείμενο του Ιλιένκοφ με τίτλο “Η Κοσμολογία του Πνεύματος”4 Θεωρούμε, ότι ο κύριος Ζίζεκ παραπήρε στα σοβαρά την προτροπή του Χικμέτ περί άστρων και γλώσσας. Δεν χρειάζεται να επιστρατεύσουμε πλείονα επιχειρήματα, αρκεί να πούμε, ότι, όπως θα δειχθεί στην συνέχεια, η υποκειμενική διαλεκτική της φύσης, λόγω της ίδιας της αντανακλαστικής φύσης της, είναι προϊόν της συλλογικής κοινωνικής εργασίας. Επομένως, η εργατική τάξη και η επιστήμη της έχει όλα τα συμφέροντα των κόσμων περί κριτικής ενασχόλησης με την κοσμολογία.

Αυτό επιρρώνεται από ότι λόγω της επιστημονικής αμφισβήτησης της θεωρίας της “μεγάλης έκρηξης” από την κβαντική θεωρία και την θεωρία των χορδών (ενδεικτικά αναφερομένων), η ανθρωπότητα επί το πλείστον τελεί σε πλάνη ή σε πλήρη άγνοια σε σχέση με την αντικειμενική διαλεκτική της αστροφυσικής. Από την άλλη, αυτό επιβάλλει μια νέα εποχή στην επιστημονική έρευνα, η προώθηση της οποίας προϋποθέτει ρήξεις πρώτ' απ' όλα στα πεδία της ταξικής πάλης ενάντια στις καπιταλιστικές αντανακλάσεις της συμπαντικής φύσης και στις αφηγήσεις περί αυτής.

Η γενική γνωσιακή αβεβαιότητα επιτείνεται αντικειμενικά από την Church-Deutch-Touring θέση, καθ' όσον λογική συνέπεια αυτής είναι ότι ο συμπαντικός θεωρησιακός ουρανός είναι προϊόν λειτουργίας μιας μάτριξ γενήτριας, μιας υπερεξελιγμένης Τούρινγκ μηχανής, κάτι που in actu συνιστά υλιστική αντιστροφή του Πλατωνισμού. Αντίστοιχη αβεβαιότητα επιφέρεται από τις μαθηματικές κοσμολογικές υποθέσεις.5

Εν ολίγοις η τρέχουσα επιστήμη διαθέτει μονάχα εξηγητικά μοντέλα για την συνολικότητα του σύμπαντος, αλληλοαποκλειόμενα ή συμπληρωματικά μεταξύ τους κατά τις λειτουργίες των, τα οποία επιβεβαιώνονται βήμα το βήμα ή κλονίζονται και ανατρέπονται από τα εμπειρικά, ποσοτικά δεδομένα.

Σε επίπεδο θεωρησιακής φυσικής φιλοσοφίας είναι πάγια θέση μας ότι όλο αυτό εννοιολογικά είναι ωφέλιμο και χρήσιμο να προσεγγίζεται μέσα από την διερεύνηση της οντολογικής διαλεκτικής μεταξύ ύλης και μορφής.


1 Βλ. Μικρός Πανηγυρικός για την εξέγερση του 1968, https://theshadesmag.wordpress.com/2018/04/26/mikros-panigirikos/

2 Ενδεικτικά βλ. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10291469

3 Βλ. https://thephilosophicalsalon.com/evald-ilyenkovs-cosmology-the-point-of-madness-of-dialectical-materialism/

4 Βλ. Evald Ilyenkov, “Cosmology of the Spirit An attempt to give a basic outline of the objective role of thinking matter in the system of universal interaction (A Philosophical-Poetic Phantasmagoria based on the principles of dialectical materialism)”, Stasis, Vol. 5, No. 2, 2017, pp. 164-190.

5 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Mathematical_universe_hypothesis


Για τον ιστορικά προσδιορισμένο λιμπερτινισμό (μας)

 

Το ελευθεριακό ρεύμα αναπτύχθηκε παραπλεύρως της συγκρότησης της Καλβινικής εκκλησίας και των μεταρρυθμιζόμενων αστεακών κοινοτήτων.1 Είναι τόσο μεγάλο το σημείο διατομής, ώστε ο ιστορικός λιμπερτινισμός δύσκολα ξεχωρίζεται από το κίνημα του οποίου ηγήθηκε ο Καλβίνος και οι οπαδοί του.

Ωστόσο, ο λιμπερτινισμός στιγματίσθηκε από την εις βάρος του πολεμική του ίδιου του Καλβίνου.2 Διακρίνουμε μια φοβία στον κατά Καλβίνο χαρακτηρισμό του “πνευματικού κινήματος των ελευθεριακών ως διαθέτοντος φαντασιακό χαρακτήρα, και στον κατά τον ίδιο χαρακτηρισμό "υποστηρικτές του διαβόλου". Αυτό προκαλεί εντύπωση, διότι στην δοσμένη ιστορική συγκυρία οι ελευθεριακοί δεν είχαν εκκλησιαστικές αξιώσεις, ούτε καν ενασχόληση ή παρέμβαση στα εκκλησιαστικά πράγματα. 

Η υπόθεση του Αμίν Περίν, εκ των πιο γνωστών ελευθεριακών της Γενεύης και εκλεγέντος επικεφαλής της πολιτοφυλακής της Γενεύης, συγκεκριμένα η πολιτική αντιπαράθεσή του με τον Καλβίνο, σε πρώτο χρόνο για την του Καλβίνου πολιτική εισδοχής -αθρόας για τα μέτρα της εποχής- προσφύγων από άλλα μέρη, και στην συνέχεια η εις βάρος της συζύγου του Αμίν και του πεθερού του δικαστική δίωξη, καθώς και η καταδίκη του για προδοσία επειδή υποστήριξε την σύζυγο και τον πέθερό του, συνιστά το σημείο αποτύπωσης των αντιθέσεων μεταξύ του λιμπερτινισμού και του συστήματος εκκλησιαστικής υπακοής και υπαγωγής συλλήβδην.

Το να είσαι ελευθεριακός είναι απλό: σημαίνει ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις και αντιλήψεις σου να αρνείσαι την εξουσία της οποιασδήποτε εκκλησίας και οποιασδήποτε πνευματικής αυθεντίας επί του σώματος και νου σου.

Παρόλες, όμως, τις κατασταλτικές προσπάθειες, ο λιμπερτινισμός κατά τους επόμενους αιώνες κινήθηκε προς τα βόρεια και δυτικά, και αναπτύχθηκε στην Αγγλία, με βασική έδρα το Λονδίνο. Δείγμα αυτής της ανάπτυξης είναι το έργο του Ned Ward (1667-1731), όπου μέσα από το “The London Spy Compleat” (1703) διαμορφώνεται η σύνδεση μεταξύ των ελευθεριακών αρετών και της Αριστοτελικής πολιτικής λειτουργίας προς την διαμόρφωση μιας νεότευκτης μητροπολιτικής κουλτούρας.

Άνευ αυτού του συγκειμένου, το έργο λχ. του Μπλέικ, των Σέλλευ, του Γουόντσγουορθ, του Μπάιρον, του Ντίκενς, του Ουάιλντ, δεν μπορεί να προσεγγισθεί στην πληρότητά του.

Ομοίως η πρακτική της μητροπολιτικής περιπλανήσης και της καταστασιακής ψυχογεωγραφίας


1 Βλ. Κωνσταντίνος Γαγανάκης, Sixteenth Century Civic Communities and the Advent of Reformation, Thesis, University of Glasgow. Faculty of Arts. Department of Modern History, 1988, https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/4700

2 Βλ. Jean Calvin, Contre la secte phantastique et furieuse des libertins qui se nomment spirituelz, 1545.


Ευσύνοπτες κριτικές επισημάνσεις περί ηθικής φιλοσοφίας

 

Στους μεγάλους φιλοσόφους και στοχαστές που ασχολήθηκαν επισταμένως και συστηματικά με το ζήτημα της ηθικής, αυτή δεν ίσταται από μόνη της, ως τέτοια, αλλά πάντοτε οργανικά συνδεόμενη και απορρέουσα από κάποιο τρίτο σημείο αναφοράς. Φερ' ειπείν, στον Σοφοκλή από κάποιoν τύπο νόμου, στον Αριστοτέλη από την ίδια την μακροχρόνια κοινωνική πρακτική, στον Μακιαβέλι η πολιτική αποκτά την δική της ανεξάρτητη ηθική, στον Καντ συνδέεται με την ελλογότητα του αδιαίρετου και την γνώση, στον Λούκατς με ένα ιδεώδες, επιθυμητό κόμμα.

Ο Χέγκελ στα έργα του προσιδιάζοντα σε πολιτική φιλοσοφία και φιλοσοφία δικαίου συμπυκνώνει την προβληματική της ανεξάρτητης πολιτικής ηθικής με συγκεκριμένο τρόπο ως εξής:

Dieser Staat ist der einfache absolute Geist, der seiner selbst gewiß ist und dem nicht[s] Bestimmtes gilt als er selbst, keine Begriffe von gut und schlecht, schändlich und niederträchtig, Arglist und Betrug; er ist über alles Dieses erhaben, denn das Böse ist in ihm mit sich selbst versöhnt. In diesem großen Sinne ist Macchiavellis Fürst geschrieben, daß in der Konstituierung des Staats überhaupt das, was Meuchelmord, Hinterlist, Grausamkeit usf. heißt, keine Bedeutung des Bösen hat, sondern [die] des mit sich selbst Versöhnten. Man hat seine Schrift sogar für Ironie genommen, aber welch) [ein] tiefe[s] Gefühl des Elendes seines Vaterlandes, welche Begeisterung des Patriotismus seinen kalten besonnenen Lehren zugrunde liegt, spricht er in der Vorrede und im Schlüsse aus! Sein Vaterland [war] von Fremden zu Boden getreten, verheert, ohne Selbständigkeit; jeder Edelmann, [jeder] Anführer, [jede] Stadt behauptete sich als souverän. Das einzige Mittel, den Staat zu stiften [,war:] diese Souveränitäten zu vertilgen; und zwar, da sie eben als unmittelbare Einzelne für souverän gelten wollen, ist gegen die Rohheit nur der Tod der Anführer das Mittel, und der Schrecken des Todes für die Übrigen".1

Στην ίδια κατεύθυνση η σχετική βιβλιογραφία συναινεί στο ότι ο Χέγκελ για λογαριασμό της συνολικής αστικής πολιτικής συνείδησης συνηγορεί υπέρ του Μακιαβέλι.2

Στην ενεργή πολιτική ιστορία το ζήτημα ετέθη το πρώτον κυρίως από την εμπειρία της τρομοκρατίας της Φραγκικής Επανάστασης και του Βοναπαρτικού εθνικού επεκτατισμού. Επ' αυτού η εργατική κριτική από τα πρώτα βήματά της τοποθετήθηκε ρητά ενάντια στην Φραγκική Επανάσταση, λαμβάνοντας την μορφή της Κριτικής Μάχης, το ίδιο και ως προς τον Στίρνερ, που ανεχόταν την “τρομοκρατία των Ιδεών”.3

Αυτό δεν σημαίνει, ότι το επαναστατικό εργατικό κίνημα αρνείται την εργαλειοποιημένη, στοχευμένη βία προσδιοριζόμενη και οριοθετημένη σε κάθε περίπτωση ως υλικό γεγονός από την αρχή της αναλογικότητας -κάθε άλλο. Σημαίνει, ότι η εργατική κριτική δεν δέχεται την a priori και στον ίδιο χρόνο ex post factum επίκληση του αδιάσπαστου ιεροποιημένου ζεύγους κρατικότητα–ηθικότητα για την δικαιολόγηση της οποιασδήποτε πολιτικής βίας. Ήτοι, αρνείται την πολιτική βία ως απορρέουσα από ένα κέντρο (τονικό, εξουσιαστικό, πολιτικό, κομματικό, οργανωτικό κοκ.), το οποίο σε αυτήν την περίπτωση λειτουργεί ως causa sui.

Δεν χρειάζεται κάποιος να έχει διαβάσει ολόκληρες εθνικές βιβλιοθήκες, προκειμένου να κατανοήσει, ότι αυτό πολιτισμικά έχει μια αξιωματική/μεταφυσική θεμελίωση στην Ρητορική απόκριση της Αντιγόνης “Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν" (στιχ. 523), όπως και στο ίδιο το Ευαγγέλιο.4 

Αυτό διαστρέφεται στον καπιταλιστικό πολιτισμό στα πλαίσια του προτσές εκπηγαστικής συσσώρευσης κεφαλαίου, όπου η μαζική αγριότητα βρίσκει την ειλικρινή εξήγησή της μέσα από το έργο του Χομπς. Κατ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο εξηγείται και δικαιολογείται και μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα του 20ου αιώνα, ώστε η ένοπλη ισχύς του συχνά ταυτιζόταν με τις ίδιες τις ατσαλένιες αναγκαιότητες του κεφαλαίου ως τέτοιου. Στις δεισιδαίμονες περιπτώσεις, μέχρι κι ο Ναπολέων ο μικρός προβαλλόταν σε αυτή την αντίληψη ως ο πρώιμος Λένιν του 19ου αιώνα. 

Προς απόκλιση από τις παραπάνω δικαιολογήσεις, σε επίπεδο υλιστικής  κατανόησης θεωρούμε, ότι οι τεχνικοοικονομικές πρακτικές της “δημιουργικής καταστροφής”, καθώς και οι θεωρίες του Πρεομπραζένσκι περί “σοσιαλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης” είναι ανοίκειες σε ένα εργατικό κίνημα που οικοδομεί ενεργό σοσιαλισμό.

Επιπρόσθετα, φρονούμε ότι η κριτική του Κροπότκιν, αναπτυχθείσα εντός της Διεθνούς Ένωσης Εργατών σε γενικές γραμμές μπορεί να προσφέρει μια ανταγωνιστική οπτική και πρακτική αντιμετώπισης της φετιχοποιημένης φορμαλιστικής πολιτικής βίας.5  Όπως είναι γνωστό, αμφότεροι Μπακούνιν και Κροπότκιν εξαπέλυσαν πολεμική ενάντια στον μηδενισμό της περιστρεπτικής, κυκλωματικής πολιτικής στάσης. 

Στο "L' Enracinement. Prélude à une déclaration des devoirs envers l' être humain" (1943) της Σιμόν Βέιλ σφυρηλατείται μια υπέρτερη συμπονετική, συναισθητική πρακτική και αντίληψη ("affectus") ως αγωνιστική, μαχητική στάση διάσωσης και ανύψωσης του ανθρώπινου. 

Συνήθως, στην ηθική προβληματική (συνδεόμενη οργανικά με κάποια υψιπετή πολιτικοστρατηγική στόχευση) εκπίπτει όποιος έχει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παρεκτρεπόμενης βίας ή της εξόφθαλμης αδικίας εκφερθείσας στα πλαίσια της εξουσιαστικής πρακτικής, της εξουσιαστικής τεχνολογίας, ανεξαρτήτως του πόσο μυστικοποιημένη είναι κάθε φορά. Απ' αυτήν την άποψη τα λεγόμενα περί ηθικής in tacit λειτουργούν, όπως η διαδικασία της συγχώρεσης στην Καθολική εκκλησία των 15ου-16ου αιώνων, δηλαδή ως ένα Ηθικό πάρε-δώσε.

Οι κοινωνικές τάξεις δεν έχουν αυτοτελή, προσίδια σε αυτές ηθική -έχουν διαφοροποιημένες (σε τελική ανάλυση από την εργασία) αρετές. Τα ηθικά, αξιολογικά συστήματα ως τέτοια διαμορφώνονται από κρατικούς, εξουσιαστικούς θεσμούς, από πολιτικές δυνάμεις κι από φιλοσόφους. Επομένως, οι Ηθικές λειτουργούν μέσα στην κοινωνία ως μορφές κοινωνικής συνείδησης, κατά κύριο λόγο ως αναπόσπαστα στοιχεία των θρησκευτικών και ιδεολογικών μορφών και λειτουργιών.


1 G.W.F. Hegel, Jenaer Realphilosophie Vorlesungsmanuskripte zur Philosophie der Natur und des Geistes von 1805-1806 Herausgegeben von Johannes Hoffmeister, Akademia Verlag, Berlin, 1969, III. Konstitution, S. 246-247

2 Βλ. Philip J. Kain, "Hegel, "History, and Evil", History of Philosophy Quarterly, 33 (2016), pp. 275-91, Jose L. Fernandez, "Evil as Modal Mismatch: On Hegel Distinction between What Is and What Ought Be”, Cosmos and History: The Journal of Natural and Social Philosophy, vol. 17, no. 1, 2021, pp. 599-616.

3 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten, 6. Kapitel. die absolute kritische Kritik oder die kritische Kritik als Herr Bruno 3. Feldzug der absoluten Kritik c) Kritische Schlacht gegen die französische Revolution, MEW, Band 2, Dietz Verlag, Berlin, 1972, S. 125-131.

4 Παράβαλε Judith Butler, Η Διεκδίκηση της Αντιγόνης. Η συγγένεια μεταξύ ζωής και θανάτου, μτφ. Βαρβάρα Σπυροπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Φεβρουάριος 2014.

5 Ενδεικτικά βλ. Carl Joachim Friedrich, "The Anarchist Controversy over Violence", Zeitschrift für Politik, Neue Folge, Vol. 19, No. 3 (1972), pp. 167-177.

Ελάσσων έκθεση περί ερμηνευτικής του φιλοσοφικού λόγου και τυποποίησης

 

"Ὄνομα μὲν οὖν ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου, ἧς μηδὲν μέρος ἐστὶ σημαντικὸν κεχωρισμένον"1


Όπως αναλύει ο Χάμπερμας στο “Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας”, ήδη μετά τον θάνατο του Χέγκελ η υποκειμενοκεντρική συγκρότηση του νεωτερικού φιλοσοφικού λόγου (vernunft/diskurs) είχε αρχίσει να δέχεται πλήγματα. Για σχεδόν δύο αιώνες, από τον Λάιμπνιτς έως και τον Χέγκελ, οι φιλόσοφοι έθεταν εαυτούς στο κέντρο του επιστητού επί του οποίου είχαν αισθητηριακή και θεωρησιακή εποπτεία, και κατ' αυτόν τον τρόπο εμφανίζονταν ως τυπικά ισοδύναμοι με το δημιουργικό Βιβλικό υποκείμενο.

Αυτό συγκροτεί στον αναγνώστη της φιλοσοφίας έναν συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης και πρόσληψης του φιλοσοφικού έργου, καθ' όσον γίνεται αντιληπτό ως έκφραση του φιλοσοφικού Εγώ, ως ταυτότητα με τον φιλόσοφο. Η έκφραση, ως ποιότητα, αναλυόμενη από τον Ντελέζ στην Εισαγωγή του “Ο εξπρεσιονισμός στην Φιλοσοφία” μέσα από το Σπινοζικό σχήμα της έκφρασης της ουσίας/υπόστασης μέσω των ιδιοτήτων/κατηγορημάτων, στην νεωτερική φιλοσοφία καθίσταται μια σχέση δημιουργικής ταυτότητας με το εκφραζόμενο υποκείμενο: σχέση διά της οποίας το φιλοσοφικό Εγώ αυτοπραγματώνεται μέσω του κειμένου του ως εμπλοκή (“implicatio”) και εξήγηση, εκδίπλωση (“explicatio”) του εαυτού του. Πρόκειται για την αυτοαναφορική μορφή του φιλοσοφικού λόγου.

Αυτό άρχισε να ξεπερνιέται θαρρετά και ρητά με την ανάπτυξη εκ μέρους της εργατικής κριτικής του φιλοσοφικού λόγου ως παρουσίασης (“darstellung”).2 Με απλά λόγια απ' αυτό το σημείο και εντεύθεν ο φιλοσοφικός λόγος δεν συνίσταται από την αυταναφορικότητα του φιλοσοφικού υποκειμένου, αλλά εκθέτει, παρουσιάζει, αναλύει έναν δοσμένο βαθμό αντικειμενικής, ενεργής, πραγματικής ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης εμμένειας, συχνά σχετικά διαφοροποιημένα εκ των συγκεκριμένων σημείων, επιπέδων αναφοράς. Επομένως, διαβάζοντας ένα κείμενο εργατικής κριτικής, περισσότερο είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε “τι γίνεται, τι τρέχει, πού πάει το πράγμα, ποια είναι η κατάσταση”, παρά το “τι λέει ή τι κάνει” αυτός, αυτή, που το έχει συντάξει.

Στην πορεία ανάπτυξης αυτής της ποιότητας λόγου της εργατικής κριτικής de facto παράγεται ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής της, που εφάπτεται και διατέμνεται κριτικά με το ίδιο το σύστημα παραγωγής κεφαλαίου. Αυτό προσδίδει στην εργατική κριτική, ιδιαίτερα στην βασική μορφή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας έναν κάθε τόσο ανανεωμένο, αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ειδικά προσδιορισμένο χαρακτήρα. Επομένως, δι' αυτού του τρόπου αποκτά όλο και πιο πολύ ενεργή, αντικειμενική ικανότητα και ισχύ ("kraft und macht"): αναπτύσσεται επιστημονικά ως μη διαμεσολαβημένη παραγωγική δύναμη, κι όχι απλά ως πνευματική δύναμη του προλεταριάτου, όπως είναι στα πρώτα βήματά της. Αυτό σε ένα τρέχον επίπεδο σημαίνει, ότι ο τρόπος παραγωγής της εργατικής κριτικής προοικονομεί τον επαναστατικό, καταργητικό διάδοχο του καπιταλισμού τρόπο παραγωγής.

Η υποκειμενοποιητική δυναμική τόσο ως σχέση ταυτότητας του φιλοσόφου, όσο και ως σχέση αναγνώρισης του φιλοσόφου με το κοινό εμβάζεται επί το πλείστον από την λειτουργία του φιλοσοφικού ρεαλισμού, από την υποστασιοποιητική λειτουργία. Στην νεωτερικότητα αυτό λαμβάνει την μορφή ότι μέσω του ρεαλισμού ο φιλόσοφος όλο και πιο πολύ προβάλλεται ως τυπικά ισοδύναμος του μπουρζουάδικου καλλιτεχνικού υποκειμένου. Η μπουρζουάδικη αξίωση λαμβάνει την μορφή της ταύτισης του φιλοσοφικού με τον καλλιτεχνικό ρεαλισμό.

Σε πιο διευρυμένη και ποιοτικά διαφορετική κλίμακα η υποκειμενοποιητική διαδικασία επανεισάγεται μέσα από την ύπαρξη, λειτουργία και θεωρία για το κόμμα νέου τύπου, κύρια των Λένιν και Γκράμσι. Η οργανωμένη πρωτοπορία της τάξης ως κόμμα, ήτοι ως κομμάτι εξ αυτής σχετικά αποσπασμένο, ο συλλογικός διανοούμενος, η ηθικοπολιτική αριστοκρατία, γίνονται αναπόδραστα κατανοητά ως ένα συλλογικό υποκείμενο, και εξ αυτού ο υποκειμενοκεντρισμός έρχεται εκ νέου στο προσκήνιο. Σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο αυτό αναζωογονήθηκε στις δεκαετίες 1970 και 1980 από τον Νεγκρικό (νεο)-λενινισμό, και στην συνέχεια από την Χεγκελικά μετα-δομημένη επιθυμητική υποκειμενικότητα μέσα από το διδακτορικό “Υποκείμενα Επιθυμίας: Χεγκελικοί Στοχασμοί/Αντανακλάσεις στην Γαλλία του 20ου αιώνα” (1984) της Butler.

Στην αντίστιξή του, όλη η Χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία, και πιο στοχευμένα το διδακτορικό του Χαϊντεγκερ για την κριτική στον ψυχολογισμό (“Die Lehre vom Urteil im Psychologismus. Ein kritisch-positiver Beitrag zur Logik, 1914) μπορεί να εκληφθεί ως μια ριζοσπαστικά διαφορετική θεμελίωση μέσω της επανασύνδεσης της γερμανικής φιλοσοφίας με την πιο αναπτυγμένη μορφή ανάπτυξης της σχολαστικιστικής επιστήμης (και δη με τον Ντανς Σκότους όπου και το μεταδιδακτορικό του: “Die Kategorien- und Bedeutungslehre des Duns Scotus”, 1916), καθώς και με την παράδοση της ελληνικής υλιστικής κοσμολογίας (Παρμενίδης, Ηράκλειτος).

Εμβαθύνοντας αυτήν την έρευνα, στον Αριστοτέλη, το υποκείμενο εξαλείφεται (ή ουδόλως υπάρχει) από τον τύπο ως μια αιτιοκρατικά, τελεολογικά αυτοματική ενδογενή μορφή ενδελέχειας, κατά την οποία η τελική αιτία καθορίζει τις αρχικές σπερματικές μορφές.3 Διαμορφώνεται έτσι η Αριστοτελική έννοια του τύπου ως αυτοματική αιτιοκρατική εξέλιξη διάφορη τόσο της Χεγκελικής παράστασης του ανθρώπου ως αυτοσυνειδησίας, όσο και της αξίας ως αποτέλεσμα της παραγωγής για την παραγωγή.

Στην δεκαετία του 1970, ο Σουηδός μαθηματικός Per Erik Rutger Martin-Löf διαμόρφωσε την Κατασκευαστική Τύπου Θεωρία (Constructive Type Theory)4, η οποία συνδιαλέγεται και συνδέεται με την Οργανική επαγωγική και αποδεικτική επιστήμη των Αναλυτικών (Πρότερα και Ύστερα) του Αριστοτέλη: κύρια με το ζήτημα της "quiditas". Σε αυτό η Αριστοτελική τυπικότητα αποκτά ικανότητα ενεργού σύνδεσης στην βιομηχανική παραγωγή: καθίσταται προτσές τυποποίησης.

Τούτων λαμβανομένων υπ' όψη, καθίσταται αναγκαία η κριτική διερεύνηση της νεοεισαχθείσας από τον Νέγκρι στο πιο πρόσφατο κείμενό5 του (1/2024) για το “Κράτος και Επανάσταση” αντίληψης περί “υποκειμενοποίησης του “Das Kapital””.

Θεωρούμε, ότι πρόκειται για μια εμπρόθετα εσφαλμένη εννοιολόγηση μιας διαδικασίας που περιλαμβάνει στον ίδιο χρόνο τυποποίηση των κειμένων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, όσο και ενεργή παραγωγή εργατικής κριτικής. Βέβαια, ο εν λόγω όρος επιλέγεται απ' τον Νέγκρι, προκειμένου να συμφωνεί και να στηρίζει την κεντρική Δομηνικανική-κορπορατιβιστική ιδεά, ότι “το Κράτος και Επανάσταση είναι η καλύτερη εισαγωγή στον μαρξισμό” και ότι “το σώμα είναι ο Λένιν και η εργατική κριτική ως μέρος του υποτιθέμενου Λενινικού σώματος είναι ο εγκέφαλος”. Επομένως, κατ' αυτή την πρόσφατη Νεγκρική ιδέα, πρέπει να βρούμε ακόμα έναν Λένιν για τον 19ο αιώνα, προκειμένου να καλύψουμε a posteriori όλη την διαδρομή του εργατικού κινήματος σε αυτόν τον αιώνα, αλλιώς δήθεν θα είμαστε πολιτικά και ιστορικά έκθετοι.

Από την άλλη, το ότι επιλέγεται ένα έργο ιστορικά μεταγενέστερο της πρωτότυπης εργατικής κριτικής ως δήθεν εισαγωγή σε αυτήν, προσιδιάζει στην λεγόμενη σειριακή διαλεκτική του Προυντόν -και κατ' αυτόν τον τρόπο ο Νέγκρι συνεχίζει να αναπαριστά την εργατική κριτική ως μορφή per se πολιτικής θεωρίας.

Επιπρόσθετα, διακρίνουμε μια πρόθεση επιβολής ενός Κουνιανού τύπου παραδείγματος στο πώς κάποιος έρχεται σε επαφή με την εργατική επιστήμη, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις αχρείαστες και αντισυντροφικές (σταλινικού τύπου) αναφορές στο κείμενο περί ceremonies of a rebellious dogmatism", unable”, “unclear incidents and occasional volcanic party polemics”, σε αντίθεση φυσικά προς τον απόλυτα επιτυχημένο Λένιν της “victorious class struggle”.

Προφανέστατα, για να έχουν ιστορικολογική αξίωση τα παραπάνω, θα πρέπει ο Νέγκρι να τελεί σε κάποια υποκειμενοποιητική παραδοχή, ότι η Σοβιετική Ένωση, η ΕΣΣΔ, το ΚΚΣΕ, τα γκούλαγκ εισέτι υπάρχουν -μάλλον σε κάποια υπόγεια βάση ή κάπου σε κάποιον εξωπλανήτη, ή απλά μες στο α λα Μπάουερ Κριτικό μυαλό του Νέγκρι.



1 Αριστοτέλης, Περὶ ἑρμηνείας, 16a.20, απόσπασμα

2 Ενδεικτικά βλ. Pablo Pulgar Moya, Die kritische Darstellung der Gesellschaftsformation. Systematische Untersuchungen zur Marxschen Methode, Hegel-Jahrbuch Sonderband (SB HGJB), Band 14, 2021, Frieder Otto Wolf, Marx’ Konzept der ‘Grenzen der dialektischen Darstellung’, 2004, George Hartley, The Abyss of Representation: Marxism and the Postmodern Sublime, Duke University Press, USA, 2003

3 Ενδεικτικά βλ. Αριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, Βιβλίο Α΄, κεφ. 1ο απόσπασμα: “Ἀρχὴ ἄρα καὶ ποιητικὸν τοῦ ἐξ αὐτοῦ τὸ σπέρμα. Φύσει γὰρ ταῦτα· φύεται γοῦν ἐκ τούτου. Ἀλλὰ μὴν ἔτι τούτου πρότερον τὸ οὗ τὸ σπέρμα· γένεσις μὲν γὰρ τὸ σπέρμα, οὐσία δὲ τὸ τέλος. Ἀμφοῖν δ' ἔτι πρότερον, ἀφ' οὗ ἐστι τὸ σπέρμα. Ἔστι γὰρ τὸ σπέρμα διχῶς, ἐξ οὗ τε καὶ οὗ· καὶ γὰρ ἀφ' οὗ ἀπῆλθε, τούτου σπέρμα, οἷον ἵππου, καὶ τούτου ὃ ἔσται ἐξ αὐτοῦ, οἷον ὀρέως, τρόπον δ' οὐ τὸν αὐτόν, ἀλλ' ἑκατέρου τὸν εἰρημένον. Ἔτι δὲ δυνάμει τὸ σπέρμα· δύναμις δ' ὡς ἔχει πρὸς ἐντελέχειαν, ἴσμεν”, Jesica Gelber, “Telological Perspectives in Aristotle's Biology” in Sophia M. Connell (ed.), The Cambridge Companion to Aristotle's Biology, Cambridge University Press, 2021.

4 Ενδεικτικά βλ. JT Paasch, Georgetown University, School of Continuing Studies, Aristotle and Constructive Type Theory, https://en.wikipedia.org/wiki/Intuitionistic_type_theory, https://en.wikipedia.org/wiki/Constructivism_(philosophy_of_mathematics)

5 Βλ. https://www.versobooks.com/blogs/news/antonio-negri-on-lenins-the-state-and-revolution?srsltid=AfmBOorsdd2tAW2YogHIeFis866pQVp5oEIFFbYf0g-h0xxULgGRoPOX


Τα ευτράπελα των συγκυριακων εθνικών οικονομιών. Σημείωμα κριτικής στον Αυστρομαρξισμο


Οικονομικά φαινόμενα των τελευταίων ετών, επί το πλείστον απορροιες της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες εμφανίζονται ως εχουσες αντικειμενικά χαρακτηριστικά, έχουν ευνοήσει την επαναφορά στοιχείων από συστήματα εθνικής οικονομίας.
Οι κύριες τάσεις για κάτι τέτοιο είναι ο πληθωρισμός, η όξυνση των εμπορικών ανταγωνισμών διεξαγομενων σε πρώτο χρόνο από τα κράτη και σε δεύτερο από την παγκόσμια αγορά. Αυτό στην γενικότητα του είναι σύμπτωμα της ανεπιστρεπτης υποχωρησης της παγκοσμιοποίησης, και της ταυτόχρονης αύξησης της εσωτερικής  πολιτικής σημασίας των τρεχόντων πολέμων.

Στον ίδιο χρόνο, σε επίπεδο χωρών μεσαίου βαθμού ανάπτυξης η εφαρμογή εθνικής οικονομίας πλασάρεται ως μια μορφή επιθετικής άμυνας, κάτι το οποίο αναποδραστα επιφέρει μορφές οικονομικού εθνικισμού.

Στην πολιτική οικονομία των συστημάτων εθνικής οικονομίας από τον Λιστ και τον Σισμοντι μέχρι τον Αυστρομαρξισμο του Μπάουερ και του Ρένερ, εμφανίζεται μια σχετικά κοινή αντίληψη:
-Τοποθέτηση της εθνικής κυβέρνησης έναντι των λειτουργιών της παγκόσμιας αγοράς.
-Επιμονή στο στήσιμο κρατικών θεσμών με εθνικό περιεχόμενο.
-Υποτροπή της κριτικής της αξίας μέσα από την τεχνητή αντικατάσταση της οικονομικής κεντρικοτητας της ανταλλακτικής αξίας ως γενικής κοινωνικής σύνδεσης, από την κατηγορία του εθνικού προϊόντος.
-Οικονομικός ρομαντισμός στην μορφή της πανάκειας των εθνικοποιητικων λειτουργιών.

Η κριτική μας έχει να κάνει με ότι αυτή η οικονομική πολιτική σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα, απ' όσα υποτίθεται, ότι μπορεί να αντιμετωπίσει, λειτουργώντας εκτονωτικα, σε βραχύ χρόνο. In concreto, πρόκειται περισσότερο για πολιτική αναδιανομής της εσωτερικής οικονομικής ισχύος, και όχι τόσο για ενεργή πολιτική βιομηχανικής ανάπτυξης και επέκτασης.

Στα κείμενα του Μπάουερ, κυρία σ' αυτό περί εθνικοτήτων και σοσιαλδημοκρατίας, η πολιτισμική νεωτερικότητα απολυτοποιείται και εμφανίζεται ταυτισμένη με το ίδιο το χειραφετητικο εγχείρημα. Ομοίως, το νεωτερικό εβραϊκό υποκείμενο, το οποίο κατ' αυτόν είναι φορέας της "αρνητικής ταυτότητας" δεν αργεί να εμφανισθεί ως ο φορέας του ίδιου του χειραφετητικου εγχειρήματος. 

Φυσικά, αυτή η αντίληψη συνδέεται τόσο με τον Απόλυτο Κριτικισμο των αφών Μπάουερ, όσο και πιο πίσω με την ριζική πολιτική θεολογία περί Αγγλικανων Αγίων του 17ου αιώνα.

Σ' αυτό δικαιολογείται ο πολιτικά  συμβιβαστικός χαρακτήρας στην φορεσιά της "κοινωνικής δημοκρατίας" της μετα-Δευτερης Διεθνούς.

Στην δεξιά εφαρμογή του λαμβάνει την μορφή της εξίσωσης εθνικότητα = κάποια μορφή διαφωτισμενης εβραιικοτητας 

Ευτυχώς, παραμένουμε με τις "ιθαγένειες" μας αφηρημένες


Για τα μισόλογα της εθνικής ιδεολογίας και του μυστικισμού. Στιγμιότυπα από την ιστορία της φιλοσοφίας

 

Η συμπλήρωση 1700 χρόνων από την Σύνοδο της Νίκαιας (Α΄ Οικουμενική) προσφέρεται για έναν αναλογισμό της ιστορικής πορείας των πολιτισμών της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου. Παρότι η Σύνοδος εκλήθη με πρωτοβουλία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, διεξήχθη κατά τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο “contra mundum”. Κι αυτό διότι με σημείο αναφοράς τον κόσμο εντός του οποίου διεξήχθη, η εκκλησιαστική χριστιανική ορθοδοξία, που αποτύπωσε η Σύνοδος, ήταν εισέτι μειοψηφική.

Πέρα από τα θέματα εκκλησιολογίας και εκκλησιαστικής συγκρότησης, τα οποία επέλυσε η Σύνοδος, το σημαντικό ήταν η διαμόρφωση μιας δογματικής ενότητας, που έκτοτε ακολουθείται από όλα τα ρεύματα και τις εκκλησίες του χριστιανισμού. Αυτό προσέδωσε στον χριστιανισμό την λογική και πολιτισμική συνοχή, ώστε αφενός να επιτεθεί με όρους πολιτικής θεολογίας στο παραπαίον δουλοκτητικό σύστημα, και αφετέρου κατά τους επόμενους αιώνες να επιδοθεί στην πολιτισμική μακρά εποποιία εκχριστιανισμού των Γερμανικών και Σκανδιναβικών λαών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο προηγηθείς αντιαιρετικός αγώνας1 είχε προσδώσει στις ορθόδοξες εκκλησίες κατασταλτική τεχνογνωσία και πρακτική, κάτι το οποίο επικυρώθηκε και ενισχύθηκε στην Σύνοδο.

Στην περιεχομενικότητά της η Σύνοδος συνιστά την αμετάκλητη θεμελίωση του χριστιανισμού επί του οικουμενισμού του Παύλου.2 Αυτό εκ της συστάσεώς του επέφερε έναν πολεμικό χαρακτήρα εις βάρος τόσο του (κατά το μάλλον συγκρητικού) ιουδαϊσμού της εποχής και των παγανιστικών πρακτικών, όσο και εις βάρος των εθνικών (“gentiles”). Ανεξάρτητα από τις τότε και μεταγενέστερες φυλετικές και εσχατολογικές (βλ. Προς Ρωμαίους Β:14) σημάνσεις του όρου εθνικός, φρονούμε, ότι η αντιμετώπισή του ως κατηγορία του ρωμαϊκού δικαίου μπορεί να παράσχει ένα ευκρινέστερο πραγματολογικό πλαίσιο για την κριτική κατανόησή του.3

Σε εκείνη την εποχή, και σε ένα εύρος και μεταγενέστερα ο μη χριστιανικός νεο-πλατωνισμός λειτουργούσε ως ομπρέλα για τις εθνικές και θρησκευτικά ελληνιστικές πρακτικές. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο Πορφύριος της Τυρού (π. 234-π. 305) αποτελούσε τον βασικό διανοητή και φιλόσοφο, ο οποίος ασκούσε πολεμική στον χριστιανισμό (βλ. “Κατὰ Χριστιανῶν), υπερασπιζόμενος στοιχεία της αρχαίας ελληνικής πρακτικής και γραμματείας (βλ. “Περὶ τῆς ἐκ λογίων φιλοσοφίας”-“De philosophia ex oraculis haurienda”, “Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν Νυμφῶν Ἄντρου”), καθώς και του Πυθαγόρειου μυστικισμού (βλ. “Vita Pythagorae”). Ο εθνικός πολιτισμικά χαρακτήρας των έργων του Πορφύριου προκύπτει ex contrario απ' το ότι στα έργα του εμπεριέχεται αμφισβήτηση βασικών στοιχείων του ιστορικού και πραγματολογικού πλαισίου του Βιβλικού ιουδαϊσμού (βλ. Σχολιασμό του στο Βιβλίο του Δανιήλ), παρότι θρυλείται, ότι η μητρική γλώσσα του ήταν τα αραμαϊκά, και στην “Theosophia Tubingensis” (τέλη 5ου αιώνα, επιτομή του απολεσθέντος Βυζαντινού έργου “Περι τῆς ὀρθῆς πίστεως”) αναφέρεται, ότι η σύζυγός του ονόματι Μαρκέλα ήταν εβραία.

Στο αμιγώς φιλοσοφικό επίπεδο, ο Πορφύριος έμεινε γνωστός από τα έργα του σχετικά με τις κατηγορίες (“praedicamenta”), όπου προωθεί έναν εξελιγμένο νεοπλατωνικό ρεαλισμό, ο οποίος αποτυπώνεται στην μυστικιστική θεώρησή του περί της “κλίμακος των κατηγοριών” (“scala praedicamentalis”), το λεγόμενο “Πορφυριανό δέντρο” (“arbor Porphyriana”). Σ' αυτό εισάγει σχετικά με τον Πλάτωνα την αντίληψη βάσεωςVidetur autem neque genus neque species” (“ούτε γένος ούτε είδος”), και στην κορυφή της κλίμακας εισάγει τον όρο “summum genus” (“κορυφαίο γένος” ως κλιμάκωση της ουσίας). Η ουσιολογική αντίληψη των κατηγοριών και δη του γένους, μας επιτρέπει να συσχετίσουμε την αντίληψη του Πορφύριου με την κατά πολύ μεταγενέστερη Προυντονική “valeur constituée”.

Το ερώτημα συνίσταται στο αν μ' αυτά εντοπίζεται μια πρώτη φιλοσοφική εκπήγαση της εθνικής ιδεολογίας ως αφαίρεσης, σε κατά τον Πορφύριο εμβρυακή μορφή σε διάκριση προς την συγκεκριμένη Γερμανική Ιδεολογία, δηλαδή, ως μια εκδοχή κατά την αποδιδόμενη σε αυτόν θεωρία της εμψυχίας “εἰσκρίσεως” (βλ. “Ad Gaurum”).4


1 Ενδεικτικά βλ. Εἰρηναῖος της Λυών, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως. Σε σχέση με αυτό, όσον αφορά τον Βυζαντινό κόσμο βλ. Πολύμνια Αθανασιάδη, Η Άνοδος της Μονοδοξίας στην Ύστερη Αρχαιότητα, εκδ. Εστία, Δεκ. 2017.

2 Βλ. Alain Badiou, Saint Paul: The Foundation of Universalism, translated by Ray Brassier, Stanford University Press, Stanford, California, 2003, Giorgio Agamben, The Time that Remains. A Commentary on the Letter to the Romans, translated by Patricia Dailey, ibid, Nov. 2005.

3 Ενδεικτικά βλ. https://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/secondary/SMIGRA*/Gens.html

4 Βλ. https://www.graeco-arabic-studies.org/view/psgal.adgaurum-orig-gr1, https://www.ims.forth.gr/el/news-item/view?id=1581

Σχετικά με την επιτελεστική "γνωσιολογία". Κριτικές παρατηρήσεις

 

Η γνωσιολογία εμπεριέχεται στην ελληνική κοσμολογική και υλιστική ανάπτυξη, συντελεσθείσα στην μορφή της φυσικής φιλοσοφίας, στις πόλεις-κράτη της Ιωνίας και της νότιας Ιταλίας και μετέπειτα και σε άλλες πόλεις. Τόσο στην οντολογική έρευνα, όσο και στην παρουσίαση του γίγνεσθαι μέθοδος–έρευνα περί του κόσμου και του θείου–οντολογική έκθεση είναι λογικά και αδιάσπαστα δεμένα μεταξύ τους. -Από τους αρχαίους υλιστές φιλοσόφους ελλείπει ο εκλεκτικισμός και τα λογικά σφάλματα των αυτοαντιφάσεων.

Στον Πλάτωνα, και δη στον Θεαίτητο και στον Τιμαίο, η γνωσιολογία και η επιστημολογία τίθενται ως αυτοτελές φιλοσοφικό πεδίο. Αυτό είναι εύλογο, καθ' όσον στον Πλάτωνα, αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση, είναι η ίδια η αισθητηριακή γνώση του πραγματικού, και στην συνέχεια η ίδια η υλικότητα ως συνεκτική δύναμη του εξωτερικού κόσμου, ενώ η πολεμική του στους Σοφιστές έχει να κάνει με το ότι από την δημόσια και θεσμική ρητορική δεν μπορούν να εξαχθούν τυπικοί και ουσιακοί προσδιορισμοί του πραγματικού. -Σε μια παραπλήσια κατεύθυνση, ο γνωστικισμός και ο χριστιανικός μυστικισμός κατά τους ρωμαϊκούς αιώνες ανέδειξαν υπερβατικές μορφές γνώσεως.

Στον Αριστοτέλη, η γνώση αποκτά συστηματικό χαρακτήρα, καθίσταται εγκύκλια: ταξινομείται μέσα από προσδιορισμούς ειδικοποίησης. Αυτό κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή προσέλαβε τον εγκυκλοπαιδικό φορμαλισμό των Ετυμολογιών του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636), όπου η γνώση παρουσιάζεται αυθεντικά (authoritatively) με τυπικούς και ποσοτικούς όρους, κάτι που ολοκληρώνεται ποιοτικά στον σχολαστικισμό κατά τον 13ο αιώνα.

Μια τέτοια στοιχειώδης ιστορική αναδρομή (όσο κι αν δυσαρεστεί ή δυσαρεστούσε στο παρελθόν διάφορους υπεραριστερούς επαΐοντες και καρδιναλίους) σε βασικές πλευρές του γνωσιολογικού ζητήματος καθίσταται αναγκαία από εργατική άποψη, κι ως συμβολή στο χτίσιμο ενός εργατικού γνωσιολογικού και επιστημολογικού κινήματος, σε μια ιστορική συγκυρία κλονισμού της ίδιας της πεποίθησης περί της γεγονοτικότητας των αστικών κοινωνιών, κι ακόμα παραπέρα σε μια εποχή τεχνητής μέσα από το θέαμα, τις επαυξημένες πραγματικότητες και τους εικονικούς κόσμους αμφισβήτησης της κοινωνικής οντολογίας της γνώσεως.1

Κατά τον 14ο αιώνα, σε έναν ιστορικά προσδιορισμένο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα από τον νομιναλισμό, η ειδικά προσδιορισμένη, ήτοι η επιστημονική γνώση συνδέθηκε οργανικά με την Λογική. Αυτή η παράδοση συνεχίσθηκε στους επόμενους αιώνες, ανεξάρτητα αν αυτό επιτυγχάνεται σε υλιστικό ή ιδεαλιστικό συγκείμενο, έως και την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ. Στο επίκεντρο της έρευνας τέθηκε η διαδικασία της νόησης ως το ίδιο το γνωσιακό προτσές, και επομένως το βασικό εργαλείο τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής ανάπτυξης της νόησης, η γλώσσα, κατανοούμενη και παρουσιαζόμενη ως λογικός μηχανισμός. Πάλι με τον Χέγκελ, στηριγμένη εν μέρει στην μεσαιωνική θεωρία περί “intellectus” (διάνοιας) και στην θεωρία του Καντ περί “genius” (ευφυίας) αναπτύχθηκε η Φαινομενολογία ως φυσική (σχετιζόμενη, συνδεόμενη με την εξωτερική υλική, κοσμική πραγματικότητα) εργασία (φιλοσοφική προπαίδεια της εν τη αληθεία ενεργούς γνώσεως), όπου η γνώση παρίσταται και λειτουργεί ως μέσο, διά του οποίου αποκτούμε έλεγχο και οπτική αντίληψη του Απόλυτου.2

Σε όλη αυτήν την επιστημονική παράδοση, inter alia η γλώσσα (ούσα βασική παραγωγική δύναμη) επικυρώνει ή μη την λειτουργικότητα και τον ακριβή χαρακτήρα (ως εξωτερίκευση και ενεργοποίηση του δίκαιου/ορθού λόγου -"rectus ratio") μιας λεκτικά εκφερόμενης νοητικής διεργασίας. Έτσι, γίνεται δεκτό στην Επιστήμη της Λογικής, ότι η καθ' έξιν (αν όχι κατ'επάγγελμα, κάτι το οποίο συναντιέται στους πολιτικάντηδες κάθε είδους και στους δημαγωγούς κάθε λογής) μετωνυμική, συνεκδοχική, μεταπτωτική λεκτική σήμανση συγκεκριμένων -ανεξάρτητων ως προς το ομιλούν υποκείμενο- ποιοτήτων (διεξαγόμενη όχι σε λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό πεδίο αναφοράς, αλλά κατά την προσδιοριστική λεκτική εκφορά) συνήθως υποκρύπτει λογικά σφάλματα (fallacies)3 της νοητικής διεργασίας, την οποία εξωτερικεύει. Από την Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση και εντεύθεν, όλο αυτό δεν είναι άμοιρο των (δυσ-)λειτουργιών των λεγόμενων λογικών, αφηρημένων μηχανών, και γενικά των μιμητικών μηχανών δυαδικής κωδικοποίησης.4

Σε φιλοσοφικό και επιστημολογικό επίπεδο, η ειθισμένη γνωσιολογική προβληματική της νεωτερικότητας συντίθεται από τον θετικισμό και τα παράγωγά του. Αυτό αντικειμενικά εδέχθη ισχυρότατο πλήγμα μέσα από την ανάπτυξη της κβαντικής επιστήμης, ώστε η φιλοσοφία περί πραγμότητας,5 η εξπρεσσιονιστική φιλοσοφία6, και βαθύτερα η φαινομενολογία της αντίληψης7, φαίνεται, ότι παρέχουν ορθότερες λύσεις, ειδικά στην σύγκρουσή τους ενάντια στις τυπικές και ρεαλιστικές εμμονές του θετικισμού. Στον ίδιο χρόνο (οργανικά συνδεόμενη με την μαθηματική επιστήμη) αναπτύχθηκε περαιτέρω η Λογική Επιστήμη μέσα από το έργο μειζόνων φιλοσόφων, ενδεικτικά αναφερομένων των Βιτγκενστάιν και Χούσερλ.8

Μετά τις εξεγέρσεις του 1968-69, την καταστολή της ΜΠΠΕ και των ανατρεπτικών εργατικών εξεγέρσεων σε Ιταλία και άλλες χώρες, δεν διήλθε -κατ' Αλτουσέρ- κρίση μονάχα ο Μαρξισμός, αλλά συνολικά ο υλισμός, ως φιλοσοφικό στρατόπεδο, όπως ποιοτικά προσδιορίζεται9 από τον Ένγκελς. Σε εκείνη την περίοδο ένα ευφυές πλατωνιστικό ρεύμα ανήλθε στο προσκήνιο, κυρίως μέσα από το έργο του Μπροντιγιάρ.

Οι νέες ιδεαλιστικές τάσεις είχαν ως υλικό έρεισμα την ίδια την νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και κατεύθυνση του κεφαλαίου, την μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική κεντρικότητα, η οποία είχε αποδοθεί στην ονομαστική αξία, στο χρηματοθετικό και γινόμενο/τεχνητό κεφάλαιο, και στα χρηματιστήρια. Στον ίδιο χρόνο, όλο αυτό σηματοδοτούσε μια συνολική τεχνολογική, γνωσιακή επίθεση στην εργατική δύναμη, στην ζώσα εργασία, στην τιμή της εργασίας. Στην συνολικότητά του (κρινόμενο υπό το φως της κριτικής της πολιτικής οικονομίας) αντανακλούσε με ψευδαισθησιακό τρόπο και μυστικοποιούσε την μείωση της αξίας του παραγωγικού κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο (ανεξάρτητα των όποιων διακυμάνσεων ή πληθωριστικών αυξήσεων των εμπορευματικών τιμών), τάση ενισχυθείσα σε ογκούμενες ποσότητες απ' την διάλυση της ΕΣΣΔ -κάτι το οποίο στις δυτικές χώρες συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Κρυστάλλωμα αυτών των τάσεων -κύρια στους αγγλοσαξονικούς χώρους-, και η πιο επιδραστική απ' αυτές ήτο η λεγόμενη “γλωσσική στροφή”.10 Επ' αυτού συγκροτήθηκε μια ολόκληρη γνωσιολογία επί της κατηγορίας της επιτελεστικότητας. Στο έργο της Τζούντιθ Μπάτλερ εσωκλείονται κάποιες από τις ευφυέστερες συνοψίσεις του επιτελεστικού.11 Κι όμως, όλο αυτό (όπως και η διατομεακότητα/διαθεματικότητα)12, αν και ξεκινούσε από το φύλο (gender), δεν είχε να κάνει μόνο με αυτό, ή μόνο με τους κυρίαρχους καπιταλιστικούς ταυτοτικούς προσδιορισμούς (διαχωρισμοί με το εθνικό, φυλετικό), αλλά στην κύρια πλευρά του με την ίδια την κατανόηση -και ακόμα πιο κρίσιμα- με την αντίληψη για την παραγωγή της πραγματικότητας. Έτσι, κρινόμενο μέσα από την οπτική της κοινωνικής παραγωγής, της κοινωνικής εργασίας, in tacit συνδιαλέγεται με θεωρίες απολυτοποίησης της μη υλικής εργασίας, όπως είχαν εντυπωθεί στην λεγόμενη “Καλιφορνέζικη Ιδεολογία”, στην οικονομική θεωρία του Jeremy Rifkin, σε προτεραίες στρεβλές κατανοήσεις της βιοπολιτικής παραγωγής.

Σε επίπεδο πολιτισμικής κριτικής, μπορεί να ειπωθεί, ότι η κουλτούρα του επιτελεστικού αναφύεται μέσα από την ίδια την θεαματική συγκρότηση της εικονικής (ή εικαζόμενης) κυριαρχίας, μέσα από την μιμητική προς το θέατρο λειτουργία της μαζικής πολιτικής και της δημόσιας σφαίρας, μέσα από φασίζουσες πρακτικές αισθητικοποίησης της πολιτικής.


1 Ενδεικτικά βλ. Künstliche Intelligenz für gute Arbeit?, Von Gruppe gegen Kapital und Nation, 18 Dezember 2024, https://communaut.org/de/kuenstliche-intelligenz-fuer-gute-arbeit

2 Βλ. Hegel, Phänomenologie des Geistes, Enleitung, Werke. Band 3, Frankfurt a. Main, 1979 S. 68, απόσπασμα: “Es ist eine natürliche Vorstellung, daß, ehe in der Philosophie an die Sache selbst, nämlich an das wirkliche Erkennen dessen, was in Wahrheit ist, gegangen wird, es notwendig sei, vorher über das Erkennen sich zu verständigen, das als das Werkzeug, wodurch man des Absoluten sich bemächtige, oder als das Mittel, durch welches hindurch man es erblicke, betrachtet wird. 

3 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_fallacies

4 Ενδεικτικά βλ. Antero Karvonen, Tuomo Kujala, Tommi Kärkkäinen, Pertti Saariluoma, “Fundamental concepts of cognitive mimetics”, Cognitive Systems Research, Volume 82, December 2023, Thomas Ryba, Sandor Goodhart (eds.), Mimetic Theory, AI, and Desiring Machines. Explorations in Technology, Film, Fiction, and Philosophy, Bloomsbury, 2025.

5 Βλ. Martin Heideger, Das Realitätsproblem in der modernen Philosophie (1912), in Frühe Schriften, Band 1, Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1978, S. 1-16.

6 Ενδεικτικά βλ. Giles Deleuze, Spinoza et le problème de l'expression, Les Éditions de Minuit, Paris, 1968.

7 Βλ. Maurice Merleau-Ponty, Phénoménologie de la perception, Gallimard, Paris, 1945.

8 Ενδεικτικά βλ. Edmund Husserl, Logische Untersuchungen, Verlag Von Veit et Comp, Leipzig, 1900-1901, Evald Ilyenkov, Dialectical Logic, Essays on its History and Theory, Progress Publishers, London, 1977, https://www.marxists.org/archive/ilyenkov/works/essays/

9 Ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Ludwig Feuerbach und der Ausgang der klassischen deutschen Philosophie, II. MEW, Band 21, Dietz Verlag, Berlin, 1975, S. 274-282.

10 Ενδεικτικά βλ. Jeffrey T. Nealon’s, Fates of the Performative: From the Linguistic Turn to the New Materialism , University of Minessota Press, 2021.

11 Βλ. https://www.cla.purdue.edu/academic/english/theory/genderandsex/modules/butlerperformativity.html

12 Για μια πρόσφατη κριτική βλ. Roswitha Scholz: Intersektionalität und Diversität in der altlinken Sackgasse, https://exit-online.org/textanz1.php?tabelle=aktuelles&index=0&posnr=911


De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...