Περί των ποιοτικών διακρίσεων στην επιστήμη και την πρακτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Ο Μητροπολιτισμός

 


1.

Der Übergang von der Idealität zur Realität, von der Abstraktion zum konkreten Dasein, hier von Raum und Zeit zu der Realität, welche als Materie erscheint, ist für den Verstand unbegreiflich und macht sich für ihn daher immer äußerlich und als ein Gegebenes.

Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse, 1830, Zweiter Teil. Die Naturphilosophie Mit den mündlichen Zusätzen, Erste Abteilung: Die Mechanik, A. Raum und Zeit, c. Der Ort und die Bewegung, § 261, στο του ιδίου Werke, Band 9, Φρανκφούρτη, Suhrkamp, 1970, σ. 56, απόσπασμα, μτφ: 

Η Ανάβαση από την Ιδεατότητα στην Πραγμότητα, από την Αφαίρεση στη συγκεκριμένη Ύπαρξη, εδώ από το Χώρο και το Χρόνο στην Πραγμότητα που εμφανίζεται ως Ύλη, είναι για την Κατανόηση μη εννοιολογήσιμη, και γι’ αυτό πάντοτε καθίσταται σε αυτήν εξωτερικά και ως ένα Δοσμένο.

_

Η Υποκειμενική αποτύπωση και παρέμβαση στο μέτρο που προσεγγίζει ένα Πραγματικό επίπεδο τείνον σε επίγνωση της Ολότητας, μεταμορφώνεται σε προσίδια Αντικειμενικότητα ως Συλλογικότητα.

Στο επίπεδο μιας ιστορικά προσδιορισμένης και συγκεκριμένης Πράξης, αυτό είναι μια απόλυτα αρνητική τοποθέτηση προς τη μοριακή πρακτική της διανομής διανοητικών δικαιωμάτων ως μορφών του εμπραγμάτου δικαίου, ως ατομικών ιδιοκτησιών. Σ’ αυτήν την πρακτική, το ιδεατό της ατομικά διανεμημένης διανοητικής ιδιοκτησίας είναι μια νέα μορφή πνευματικής σκλαβιάς, καθώς ακόμα και η Ιδιοκτησία ως συγκεκριμένη-υλική πραγμάτωση της Ελευθερίας εμφανίζεται ταυτισμένη με το ενάντιό της, δηλαδή σε πολιτισμικό επίπεδο με την έννοια της αρχαϊκής ολικής ιδιοκτησίας a priori απονεμηθείσας στο μοναδικό θείο πρόσωπο το οποίο προσ/εν-καλείται κάθε τόσο με επιμέρους συνθήκες να αναδιανείμει στους υπηκόους και τους υπόδουλους, ασκώντας τη μοναδικά κυριαρχική εμπράγματη εξουσία του.

Πέρα από αυτό που έχει να κάνει με τα κίνητρα και τις προθέσεις, η συστηματική ενασχόληση μέσα από την εργασία και μέσα από την ταξική πάλη στην εργασία με την κλασική πολιτική οικονομία απαιτεί μια αναβαθμισμένου τύπου αυτοπειθαρχία, οργάνωση του Ego.

Δεν μπορεί να είσαι μονίμως μεθυσμένος, εθισμένος, διακατεχόμενος από ηθική τύφλωση, παρασυρόμενος και παρακινούμενος από προσωπικό και ατομικό πολιτικό ζήλο, και να αξιώνεις μια τέτοια δραστηριότητα και παραγωγή. Αν υπάρχει κάποια θρησκευτικού τύπου εσωτερικότητα που διασφαλίζει μια τέτοια πειθαρχία, -πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτήν την περίπτωση- είναι μόνο ένα μέσο, μια συνθήκη ενεργούς πνευματικότητας, και όχι κάτι το οποίο λειτουργεί ως a priori ή ως κατάφαση στο οποιοδήποτε νοούμενο a priori.

2.

Με τον Σμιθ και τον Ρικάρντο, η οπτική αναβαθμίζεται στο ολικό επίπεδο του αυτοκρατορικού έθνους. Συντελείται έτσι μια ποιοτική διαφοροποίηση από την Εμπειρική Φιλοσοφία του Χιουμ και του Λοκ, όπως περιγράφεται στην Πρώτη Καντιανή Κριτική.

Το κοινό περιεχομενικά στοιχείο που μοιράζεται ο Καντ με τους Χιουμ και Λοκ, είναι η επικέντρωση της σκέψης και της γνώσης στην εμπειρία (είτε άμεση είτε εκ της θεωρητικής/υπερβατικής νόησης) και την Έννοια μιας οριζόμενης περιοχής: η περιοχική φιλοσοφική ματιά. Η Πρακτική Φιλοσοφία αυτής της γραμματείας προσιδιάζει στη δραστηριότητα της κατασκοπείας και διείσδυσης στην εκάστοτε οριζόμενη περιοχή.

Στους Σμιθ και Ρικάρντο, η θεωρητική παραγωγή γίνεται διεθνική: έχει σημείο αναφοράς το διεθνές εμπόριο, την υδρόγειο. Σε αυτό, η Πρακτική Φιλοσοφία της κατόπτευσης και διείσδυσης μετατρέπεται σε ανίχνευση και εντοπισμό κοσμικών μεταβάσεων.

Στη γνήσια εκφορά της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, η οικονομική  παρουσίαση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως έθνος νέου τύπου είναι προσανατολισμένη στον εντοπισμό των σημείων διαπερατότητας του διεθνικού καπιταλιστικού χωροχρόνου.

3.

Έως και τη συγγραφή των “Grundrisse” και την κριτική περιγραφή της παγκόσμιας αγοράς, η Μαρξική οπτική, όπως αναπτύχθηκε στη Γερμανία της δεκαετίας του 1840, είναι επίσης περιοχική. Οι έντονες Βιβλικές-Θεολογικές προβληματικές, διάσπαρτες στην “Κριτική της Φιλοσοφίας Δικαίου” και στην “Αγία Οικογένεια”, ως αποσπασματική προσπάθεια κατάρριψης των Βιβλικών ερευνών των αφων Μπάουερ και της εξουσιαστικής θρησκευτικότητας του Πρωσικού καθεστωτισμού, αυτό καταμαρτυρούν. Ο χαρακτήρας τους παραμένει αποσπασματικός, καθ’ όσον δεν φτάνουν σε μια συνολική κριτική του αρχαϊκού ιουδαϊκού κράτους, σε μια συνολική κριτική του πνεύματος και του πεπρωμένου του χριστιανισμού.

Μέχρι το 1848, η επανάσταση στη Γερμανία δεικνύεται (μέσα από τη Βεστφαλική κουλτούρα) υπόρρητα ως μια μαχητική επανάληψη θρησκευτικών επεισοδίων από τα Προφητικά Βιβλία και τα Λουθηρανικά έργα.

4. 

Η μόνη τομή συντελείται με το “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”, όπου η Ιδέα της χειραφέτησης έχει μεταμορφωθεί σε Ιδέα του Κομμουνισμού.

Στη Νέα Ρηνανική Εφημερίδα και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1850, η εν λόγω Ιδέα λαμβάνει ενεργές μορφές, καθώς συγκεκριμενοποιείται μέσα από τον πατριωτικό ριζοσπαστικό δημοκρατισμό. Ωστόσο, αναπτύσσεται ως αντίφαση προς την αρχική Αφηρημένα Καθολική/Ρωμαλέα μορφή της.

Σε θεωρησιακό επίπεδο, ο προσδιορισμός του κομμουνισμού στη “Γερμανική Ιδεολογία” ως ενεργής καταργητικής κίνησης αναδεικνύει τον εμμενή χαρακτήρα του κομμουνισμού, ωστόσο είναι ένας περιεχομενικά διττός προσδιορισμός, καθ’ όσον κατ’ αυτόν τον τρόπο ο οποιοσδήποτε καπιταλιστικός μετασχηματισμός του υπάρχοντος είναι ήδη και καθ’ εκάστη φορά κομμουνιστικός.

5.

Με τα “Grundrisse” και στη συνέχεια με το “Das Kapital” οι Μαρξ-Ένγκελς εμβαπτίζονται στη διεθνική επιστήμη της αγγλικής πολιτικής οικονομίας των Σμιθ, Ρικάρντο, Τουκ, Ράμσεϊ κοκ. Η παρουσία των στην Αγγλόσφαιρα καθιστά το οικονομικό έργο τους οργανικό τμήμα αυτής μέσα από τη λειτουργική κριτική προς αυτήν.

Ξεχωριστής αξίας είναι τα γραφέντα στα “Grundrisse” περί της διαλεκτικής μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τρόπου παραγωγής, καθ’ όσον συνιστούν μια γνήσια θεωρία περί αυτοκρατορίας.

6.

Η Μαρξική θεωρία της συσσώρευσης, συσπείρωσης κεφαλαίου υπονοεί την έγερση ενός νέου επιπέδου διεξαγωγής αυτής της διαδικασίας το οποίο δεν έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, δεν έχει ξεφανερωθεί τόσο, ώστε να περιγράφεται ρητά. Μηχανές - Μεγάλη Βιομηχανία - Ανταγωνισμός μεταξύ των τμημάτων του Κεφαλαίου και Πάλη μεταξύ Εργάτη και Μηχανής - Εκκαθάριση αγοράς - Συγκέντρωση και Κεντρικοποιηση -αυτή είναι η Μαρξική περιγραφή αυτού του επιπέδου.

Ο μη συγκεκριμένος προσδιορισμός αυτού του νέου επιπέδου έχει ως λογική συνεπαγωγή να λειτουργεί ως causa sui εντός της συνολικής λογικής του “Das Kapital”, ώστε σε τρίτους δίνει την εντύπωση ότι το όλο προτσές δεν διαθέτει εξωτερικό τελεολογικό χαρακτήρα. Σε αυτό, τεχνοκρατικά/δομιστικά η Ιστορία εμφανίζεται ταυτισμένη με το Κεφάλαιο.

7.

Η ανάπτυξη της Γερμανικής Ιστορικής Οικονομικής Σχολής είναι η Κρατική Επιστήμη του γερμανικού σοσιαλισμού/καπιταλισμού με επικέντρωση στην ιστορική προοπτική του γερμανικού χώρου στον αγώνα του να ανυψωθεί ξανά στο επίπεδο του Ράιχ. Σε αυτό, πολιτισμικά, παρατηρείται ένα ξεπέρασμα του μαρξισμού μέσα στη Γερμανία, για τον απλό λόγο ότι αυτή η Επιστήμη αποκρίνεται και απαντάει in concreto στο ζήτημα της συγκρότησης και λειτουργίας του ενιαίου Γερμανικού κράτους.

Η μαρξιστική επιστήμη των Β΄ και Γ΄ Διεθνών είναι εν πολλοίς η σύνθεση ή η συνάρθρωση του “Das Kapital” με τη γερμανική Κρατική Επιστήμη, όπως άρχισε να διαμορφώνεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

8.

Η ποιοτική αναβάθμιση της οικονομικής επιστήμης από την περιοχική οπτική στην ιστορία και εμπειρία του διευρυμένου αυτοκρατορικού έθνους και στη συνέχεια του Ράιχ de facto απελευθερώνει τη δυναμική του εξεγερσιακού Πνεύματος ως περιέργεια, εξωστρέφεια, διεύρυνση, επέκταση, υλοποίηση.

Το επαναστατικό συμβάν της Κομμούνας αποκαλύπτει έναν νέο Πολιτικό Κόσμο, και ουδόλως μια νέα εννοιολόγηση ενός γενικού ανθρώπου.

Η Κομμούνα παριστά τη μόνη εφαρμογή ενός επαναστατικού ουρμπανισμού καθώς καθημερινά επιτίθεται στα απολιθωμένα σημάδια της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής, κατανοώντας τον κοινωνικό χώρο σε πολιτικούς όρους, αρνούμενη να αποδεχθεί την αθωότητα οποιουδήποτε μνημείου.

Theses on the Paris Commune (Debord, Kotanyi, Vaneigem, 1962), απόσπασμα

9.

Εντός αυτού του νέου Πολιτικού Κόσμου, ο καπιταλιστικός καθορισμός λαμβάνει αρχικά τη μορφή της Φιχτεανής έγκλησης για “προσδιορισμό των ανθρώπων” (1800), και στη συνέχεια τη μορφή της ανανέωσης της Παρμενίδειας οντολογίας μέσα από τον Χάιντεγκερ.

Ως προς αυτό, το εργατικό επαναστατικό γίγνεσθαι λαμβάνει τη μορφή της άμεσης άρνησης αυτού του καθορισμού και των αλλοτριωμένων μορφών τις οποίες παράγει.

Το σύνολο των καθορισμών και των αρνήσεων συναρθρώνεται αρχικά αρχιτεκτονικά σε ένα νέο αναβαθμισμένο επίπεδο: στη μητρόπολη. Η αρχιτεκτονική συνάρθρωση συντείνει στην παραγωγή της μορφής μιας νέας βιομηχανικά προσδιορισμένης και λειτουργούσας αστεακής επικράτειας που ονομάζεται μητρόπολη.

10.

Λόγω της Κομμούνας, η πορεία της κλασικής πολιτικής οικονομίας συνοψίζεται στην έλλογη και ενεργή διαδρομή: περιοχή - έθνος και παγκόσμια αγορά - μητρόπολη.

11.

Η Γερμανική Επιστήμη μέσα από τον Σίμελ το διατυπώνει ρητά. Η από τον Μπένγιαμιν μωσαϊκή τέχνη της θραυσματικής απεικόνισης παρουσιάζει αποσπασματικά το Βερολίνο και το Παρίσι με αυτόν τον τρόπο. Η αρχιτεκτονική περιγραφή του Λεφέμπβρ διαπιστωνει νέες μορφές ζωής επ’ αυτού.

12.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Εργατικός Λόγος σε Ιταλία, Φραγκική Επικράτεια, Αγγλία, και στη συνέχεια η γερμανική Αξιακή Κριτική/Αξιακός Προσδιορισμός αναπτύσσονται επικεντρωμένα σε αυτό το επίπεδο.

Η sci-fi άνθιση στις προηγμένες χώρες κατά την ίδια περίοδο ομολογεί ότι αυτή η ανάπτυξη μεταφέρεται στη σφαίρα της Λογοτεχνικής Αισθητικής. Αυτή η μεταφορά και μετάφραση είναι η στιγμή της παγκοσμιότητας του Μητροπολιτικού Εργατικού Λόγου, η στιγμή της απεριόριστης εξωτερίκευσής του.

13.

Μετά τον ΠΠΒ, η κεντρική πρακτική της αισθητικής απόφανσης, της αισθητικής δικανικής αποκτά πολιτική και διοικητική σημασία εντός των λειτουργιών της κοινωνίας του θεάματος, καθ’ όσον το κεφάλαιο ως θέαμα φιλοδοξεί να μετατρέψει τη συνολική αστική κοινωνία σε κοινωνία του θεάματος. Η δικαιολόγηση αυτού εμφανίζεται με την πλήρη καπιταλιστική ιδιοποίηση της τρίτης Καντιανής Κριτικής. Σ’ αυτό, η Καντιανή διάνοια (“Genius”) λειτουργεί σε ομολογία προς τη χρηματομορφή.

14.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το έθνος ως περιοχή κι η Ιδέα της ορισμένης περιοχής ως έθνους επανεμφανίζεται αξιωματικά στο προσκήνιο. Αυτό γίνεται με την επικαιροποίηση του Σπινοζισμού και του ανιμισμού/παμψυχισμού ως “απόλυτης εξαίρεσης” και “δυσουτοπίας”.  

Στον ίδιο χρόνο, επανεμφανίζεται ανανεωμένη κι η προτεραία περιοχική οπτική μέσα από τη Ντελεζιανή γεω-λογία.

Αυτές οι χωριστικές μορφές ως μορφές του ψευδαισθησιακού εἶναι αναπτύσσονται στην αισθητική ολοκλήρωσή τους μέσα από την κίβδηλη αντίθεση μεταξύ Κοσμισμού και Γηινισμού. Σε μια ορισμένη ιστορική φάση, ο Γηινισμός έλαβε την ιδεολογική μορφή της πολιτικής οικολογίας.

15.

Ο συνολικός τυπικός και τροπικός μαρξισμός περιδινίζεται κάπου μέσα σε όλα αυτά ή εφαρμόζεται απ’ τους μάγιστρούς του για την ex post factum δικαιολόγησή των, και γι’ αυτό αποσπάται, διαχωρίζεται στη μορφή της Κοσμικής Θρησκείας της Αξιακής Μορφής, δηλαδή ίσταται ως Αφαίρεση, ως περιγραφικό ομοίωμα του σημειοκαπιταλισμού.

16.

Όσο η επιστήμη της κλασικής πολιτικής οικονομίας διαχωρίζεται από το Απόλυτό της στις τρεις σχετικές μεταξύ των προσίδιες σε αυτήν μορφές (περιοχή/έθνος εντός παγκόσμιας αγοράς/περιοχή ως έθνος - έθνος ως περιοχή) τόσο η μητρόπολη αναπτύσσεται ως ενεργή κατάργηση αυτών των μορφών.

Αξιώνει τη συγκρότησή της σε Εσωτερικό Κρατικό Δίκαιο, ως μια διαχωριστική δυναμική έναντι της περιοχικής και εθνικής αμεσότητας της εμπορευματικής οικονομίας.

Στο βαθμό που αναπτύσσεται αυτή η διαλεκτική, ανανεώνονται αρχιτεκτονικά και νομικά ζητήματα συγκρότησης και ρύθμισης των μητροπολιτικών σχέσεων: λχ. Γουελφισμός/Αυτοκρατορία.

Εντός αυτού, το έθνος προβάλλει ως μια συμβεβηκυία δυναμική σεπαρατισμού, ως σωματιδιακή/μοριακή Φιλοσοφία/Λογική της Ιστορίας ανά περιστάσεις καμεραλιστικά ταυτισμένη με διάφορα είδη εθνικισμού.

Στην καταργητική ανύψωση της μητρόπολης σε Εσωτερικό Κρατικό Δίκαιο, όλες οι κατά φαινόμενο διαφορετικές και αλλότριες μορφές καθίστανται προϊόντα της σχιζοποίησής της, προκύπτουσα λογικά και πραγματικά μέσα από την ίδια την παραγωγή και κυκλοφορία της Αξίας. Η μητρόπολη αναπτύσσει την αποικιοποιητική, επεκτατική δυναμική της: γίνεται το γίγνεσθαι-Ολότητα που δύναται να αποκλείει/εγκολπώνει, αφομοιώνει, εμπερικλείει, κατανέμει τα αλλότρια, τα ενάντια ως χωριστικές, πραγμοποιητικές μορφές αυτού του ιδίου.

17.

Εντός της μητρόπολης βρίσκουν τις προνομιακές επικράτειές τους ο επιθυμητικός επιταχυντισμός ως Αντικειμενική τάση και οι φιλοσοφίες της αποανθρωποποίησης ως Πραγματικές Διαδικασίες.

Η τέχνη αποϋκειμενοποιημένη διασπάται και αναπτύσσεται επί της κοσμολογικής διερεύνησης και των υπερκαταληπτικών επεισοδίων και δοξασιών. Ο μαζικά εμπορευματικός και άμεσα πολιτικός ρόλος της τέχνης απομειώνεται, καθώς σε πρώτο χρόνο εξατομικεύεται.

18.

Ο πραγματικός κυβερχώρος είναι η Υποκειμενική έκφανση της παγκόσμιας αγοράς, διαμεσολάβηση των σε αυτήν ανταγωνισμών. Αυτή η ενδιάμεση δυναμική στο παρόν επίπεδο συγχρονικότητας ίσταται ως επιβραδυντική μιας πλήρους μητροπολιτικής επικράτησης. Στην Εσωτερική Αντικειμενική λειτουργία του, ο κυβερχώρος είναι η πιο υπερβατική μορφή της εθνικής αγοράς ως τμήμα της παγκόσμιας, ωστόσο ουδέποτε φτάνει έως το σημείο της αναίρεσης, της κατάργησης ως προς το εκάστοτε εθνικό σημείο αναφοράς.

 

Εξορύκτες του Πραγματικού 

Περί εμφανίσεων, αναπαραστάσεων και μαρξιστικού ρεαλισμού


1.

“Ein junger Mann, der wahrscheinlich, wie jetzt viele andere, zu hochmütig, den ehrlichen Weg Kants zu wandeln, und doch unfähig, sich zum wirklich Besseren zu erheben, ästhetisch irre redet, hat bereits eine solche Begründung der Moral durch Ästhetik angekündigt”.[1]

“Έτσι, η υπογραφή του καταστασιακού κινήματος, το σημείο της παρουσίας και της διαπάλης του εντός της σύγχρονης πολιτιστικής πραγματικότητας (αφ’ ής στιγμής δεν δυνάμεθα να αντιπροσωπεύσουμε το οποιοδήποτε κοινό στυλ) είναι πρώτα από όλα η χρήση της εκτροπής”.[2] 

_

Ξεκινήσαμε την αντι-Ρεαλιστική, νομιναλιστική έρευνα, έχοντας ένα μονεταριστικό οπτιμισμό περί της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, όπως τη θυμόμαστε απ’ τις Σοβιετικές εμπειρίες. Στην πορεία, δεν ήταν μόνο οι αντιφατικές μορφές ανάπτυξης του σύγχρονου μαρξισμού, αλλά η ίδια η ενεργή εμπειρία που μας επανωθούσε στις Καντιανές φιλοσοφικές προβληματικές.

Για να ανταπεξέλθουμε, παρέστη αναγκαία για την αναγνώριση και τον προσδιορισμό των αντικειμενικοτήτων η εφαρμογή στιγμών της πανουργίας της λογικής ως υπόδειγμα Πρακτικού Λόγου, αλλά και η πειραματική εφαρμογή όψεων του Καθαρού Λόγου.

Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η πιο αποτελεσματική και απολαυστική μέθοδο εργασίας στα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα στην εργατική κριτική, είναι η φρακταλική σε αντίθεση προς την διακλαδωτική η οποία -θέλοντας και μη- αποκαλύπτει το μυστικισμό της.

2.

Το Πνεύμα αντικειμενοποιημένο πραγματώνεται ως Εργασία. Η ζώσα εργασία αντικειμενοποιημένη πραγματωνεται ως νεκρή εργασία, ως εμπόρευμα.

Πριν τη λατρεία της Αξιακής Μορφής ως ενός νέου φετίχ κοσμικής θρησκείας, η συνολική επίγνωση της καπιταλιστικής διανοητικότητας περιλαμβάνει μια σειρά προκείμενες και συνιστώσες οι οποίες συχνά διαφεύγουν της προσοχής όσων αντιλαμβάνονται και παρουσιάζουν το σύστημα του Κεφαλαίου ως τεχνοκρατική μερικότητα.

3.

Η αποκλειστική ταύτιση της Συνείδησης με τη συμβεβηκυία οικονομική μορφή πάει πίσω κι από το Καντιανό μονοδιάστατο/μονόπλευρο το οποίο κριτικά ανέδειξε ο Σέλινγκ στο Διάλογο “Μπρούνο”[3].

Επ’ αυτού ανακύπτει η ανάγκη για μια κριτική-ριζοσπαστική Φαινομενολογία του καπιταλιστικού πραγματικού, κάτι στο οποίο η Φιλοσοφική έρευνα προσπαθεί να απαντήσει.

4.

Η Καντιανή πηγή γνώσης συνίσταται από την υπερβατική εμφάνιση ως ενάντια/αντικειμενική αναπαράσταση.[4] 

Αυτό αποδίδει σε Ρεαλιστική θεώρηση το στριφνό υλικό χαρακτήρα της εργασιακής διαδικασίας στον καπιταλισμό.

5.

Ήδη, στη καντιανή Φυσική Ιστορία (1755) ανευρίσκεται η κατανόηση της κοσμικής Δομής (Βau) και η Επικούρεια διαλεκτική της Εμφάνισης.

Στον αναπτυγμένο ιστορικό υλισμό, η Δομή καθίσταται ο τρόπος βιο-λογικής κατανόησης του κράτους και της οικονομικής λειτουργίας του εντός της Αστικής Κοινωνίας.

Η εμφάνιση του ατόμου συνιστά την προϋφιστάμενη φυσική μορφή της αξιακής μορφής, ή μάλλον την υλικοφυσική προϋπόθεση της. Η καπιταλιστική πραγμότητα συντίθεται ήδη υπό της Επικούρειας έννοιας του κόσμου των εμφανίσεων.

Η με Ελληνικούς όρους κατανόηση και αντίληψη της πραγμότητας οδηγεί στην κατανόηση του όλου συστήματος με έναν επίσης Eλληνικό όρο: κέφλειον, Kapital.

6.

Η καπιταλιστική πολιτική οικονομία επιβεβαιώνεται ως η μεταφορά και εφαρμογή της ατομικής φυσικής φιλοσοφίας στο επίπεδο της παραγωγής εμπορευμάτων.

7.

Άτομα αρχαί ως υποστάσεις οικονομικών κατηγοριών και άτομα στοιχεία ως υποστάσεις στιγμών του Iδεατού κυκλοφορούν επί της έκτασης αυτού του Ρεαλιστικά κρυσταλλωμένου κόσμου των εμφανίσεων δεικνύοντας την πραγματική δυνητικότητα και την καπιταλιστική ανάγκη περί μιας νέας μορφής κοινωνίας του θεάματος.

Στον ίδιο χρόνο, στη σφαίρα του αδιόρατου και του μη περατού μια αχανής πραγματωτική επικράτεια εξόρυξης, μεταπλασης, μεταφορών και ασφάλισης σημαίνεται. Αυτο, άλλωστε, αναπαρίσταται ως η μετα-φυσική (μορφικά ουσιαστική) μήτρα του όλου θέματος: η μετα-φυσική της Σμιθικής πολιτικής οικονομίας.

8.

Το όλο ζήτημα δεν έχει να κάνει με αισθητικούς προσδιορισμούς, ή, όπως η εθνική αφέλεια πιστεύει, με κάποιο υποκρυπτόμενο αισθητικό προτσές, αλλά πρόκειται με Καντιανούς όρους για ζήτημα περί της τυπικής δομής ή σύστασης του πραγματικού.

Ο Καντ με τη Φυσική Ιστορία του έχει απαντήσει: η τυπική δομή του πραγματικού είναι μηχανική. Σε αυτό συναινεί η Πραγματική Φιλοσοφία της Ιένας, κι η ίδια η Αντικειμενικότητα της Έννοιας.

9.

Από αυτήν την άποψη, με τον Καντ έχουμε ήδη μια επίλυση επί της κοσμολογικής αναζήτησης. Επ’ αυτής θεμελιώνεται, λαμβανομένης επίσης υπόψη της Φιλοσοφικής κατανόησής του επί της Νευτώνειας Φυσικής Επιστήμης, η βιομηχανική επιστήμη.

Καθίσταται πιο κατανοητό, αν συνυπολογισθούν οι Καντιανές κατηγορικές προσταγές ως σημεία δυνητικής παρέκκλισης, εκτροπής (όπως τα είχε αναδείξει ο Νέγκρι στο “Καπιταλιστική Κυριαρχία και Προλεταριακό Σαμποτάζ”) ώστε μέσα από αυτές συγκροτείται το αυθεντικό, υποδειγματικό υποκείμενο της νεωτερικής εργασιακής πειθαρχίας.[5]

Το πιο καινοτόμο είναι η μηχανικά νοούμενη ολοκλήρωση της έννοιας ενός υπερβατικού χρόνου προσίδιου στη φυσική οντολογία της καπιταλιστικής παραγωγής.[6] Όπως προτείνεται, με την “Κριτική του Καθαρού Λόγου”, “ο καπιταλιστικός χρόνος καθιδρύει τον εαυτό του ως ένα οικουμενικό, συνθετικό καθεστώς”[7].

10.

Στην ανάπτυξη της εσώτερης λογικής της Καντιανής φιλοσοφίας, η “Κριτική του Πρακτικού Λόγου”, η δεύτερη “Κριτική” τελεί σε αντίφαση προς την πρώτη. -Συνιστά ένα προανάκρουσμα της άρνησης της εργασίας, ή μπορεί να χρησιμεύσει ως τέτοιο.

Στην ενεργότητά της, η δεύτερη “Κριτική” συντείνει στην κριτική του δοσμένου “raison dtat”, και στην κριτική της επιχειρηματικής τάξης, το πνεύμα της οποίας αποδίδεται με την πρώτη “Κριτική”.

Στη δεύτερη ενυπάρχει η αντιφατική ένταση μεταξύ της ικανοποίησης της απαίτησης για την εμφάνιση ενός “Ενάντιου” (“Gegenstandes”) του “καθαρού πρακτικού Λόγου”, και της διαμόρφωσης μιας έννοιας Αυτονομίας: ο ηθικός νόμος εκφράζει την Αυτονομία του “καθαρού πρακτικού Λόγου”, ήτοι την Ελευθερία.

Σε αυτό, η καντιανή έννοια της Αυτονομίας συναρτάται προς την υπερβατική αναγκαιότητα της εμφάνισης του προσίδιου “Ενάντιου” κάτι το οποίο δεν εκδηλώνεται ως έριδα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά ως κατάφαση στην αναπαράσταση ή σε μια τέτοια γνωσιακή λειτουργία.

11.

Ως σύνολο, οι τρεις “Κριτικές” είναι ένας μηχανισμός παραγωγής πραγματικών αντιφάσεων: αυτό το οποίο είχε στο μυαλό του ο Προυντόν όταν έγραφε περί του “συστήματος οικονομικών αντιφάσεων”, περίπου αυτό το οποίο είχαν στο μυαλό τους οι Μαρξ-Ένγκελς όταν έγραφαν την “Αγία Οικογένεια”.

Στη σφαιρικότητά του, πρόκειται για την ίδια την υποδειγματική σύσταση του συνειδητού της καπιταλιστικής νεωτερικότητας και των πρώτων μορφών άρνησής της.

Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η Καντιανή κριτική στην αρνητικότητά της συνιστά την πρώτη μορφή εργατικής κριτικής. Αυτό επιφέρει ως αποτέλεσμα ότι συνολικά η εργατική κριτική αποδεσμεύεται από την εκκλησιολογική οντολογία των τριών, τεσσάρων, πέντε προσώπων του μαρξισμού ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη ικανότητα επίγνωσης και μετασχηματισμού της ολότητας.

12.

Ο σύγχρονος ενεργός μαρξισμός εμφανίζει από εργασιακή σκοπιά ένα διχασμό οντολογικής ισχύος:

Αφενός ο ποιοτικοποιημένος από το US κεφάλαιο βιομηχανικός μαρξισμός -και γι’ αυτό στον ουσιώδη χαρακτήρα του κρατικοποιημένος,[8] κι από την άλλη ένας εγχώριου τύπου φυσικός-γενετικός μαρξισμός ο οποίος συχνά γίνεται αυτό στο οποίο έκανε κριτική όταν αρχικά δημοσιεύθηκε: Ιστορική Σχολή Δικαίου υποστηριζόμενη εξαιτίας φυσικών/εθνικών εννοιολογήσεων.

 

Εξορύκτες του Πραγματικού

 



[1] Friedrich Wilhelm Joseph Schelling, Philosophische Untersuchungen über das Wesen der menschlichen Freiheit und die damit zusammenhängenden Gegenstände, [Philosophische Untersuchungen ...], στο του ιδίου, Werke, Band 3, Λειψία, 1907, σ. 488. Translation: “A young man who, probably like many others now, is too arrogant to walk along the honest path of Kant and is yet incapable of lifting himself up to a level that is actually better, blathers about aesthetics [ästhetisch irreredet], has already announced such a grounding of morality through aesthetics”, στο F. W. J. Schelling, Philosophical Investigations into the Essence of Human Freedom, Translated and with an Introduction and Notes by Jeff Love and Johannes Schmidt, Νέα Υόρκη, State University of New York Press, 2006, σ. 58

[2] Internationale Situationniste #3 (1959), Détournement as Negation and Prelude, απόσπασμα.

[3] Βλ. Naomi Fisher, Kevin Mager, “Schelling Responds to Kant. The Bruno Critique of One-Sided Idealism”, Idealistic Studies, 52(1), 2022, σ. 23-44.

[4] Βλ. Sergey Katrechko, “Kantian Appearance as an Objective–Objectual Representation”, Con-Textos Kantianos, International Journal of Philosophy, No 7, Junio 2018, σ. 44-59.

[5] Ενδεικτικά βλ. Nick Land, “Kant, Capital, and the Prohibition of Incest: A Polemical Introduction to the Configuration of Philosophy and Modernity”, στο του ιδίου, Fanged Nooumena. Collected Writings. 1987-2007, HB, urbanomic, 2012, σ. 55-80.

[6] Βλ. Anna Greenspan, Capitalism’s Transcendental Time Machine, Άρκαμ, Λονδίνο, Miskatonic Virtual University Press, 2023, σ. 43 επ.

[7] Οπ., σ. 45.

[8] Ενδεικτικά βλ. Giorgio Griziotti, Neurocapitalism. Technological Mediation and Vanishing Lines, Foreword by Tiziana Terranova, Translated by Jason Francis McGimsey, Κόλτσεστερ, Νέα Υόρκη, Πορτ Γουάτσον, Minor Compositions, 2019, σ. 13-18.

Κατανοήσεις και τροπές της Λαντιανής φιλοσοφίας

 

Ο Νικ Λαντ είναι φιλόσοφος. Όλο το εἶναι του περιστρέφεται γύρω από αυτήν την ιδιότητα και αναπτύσσεται επ' αυτής με Καντιανό καθαρό τρόπο. Επιπρόσθετα, κι αυτό είναι που έχει σημασία και βαρύτητα, είναι ένας φιλόσοφος της φιλοσοφίας της πράξης, ήτοι διαθέτει και πραγματώνει τεχνικοεπιστημονική ικανότητα.

Με δεδομένο ότι έχει επίσημα αναγνωρισθεί ως ο πιο επιδραστικός Άγγλος φιλόσοφος των τελευταίων 3 δεκαετιών, η κοινή γνώμη συνεχίζει να τον θέλει ως το “παιδί” της Αγγλόσφαιρας. Αυτή η μυθική εικόνα ίσως να ταίριαζε στην όψη του πριν 25 χρόνια. Στα χρόνια της Σανγκάης, ο Λαντ προβάλλει ως ένας τύπος χωρίς μαλλιά και με κάποια παραπανίσια κιλά, που ίσως είναι δείγμα ωριμότητας.

Συχνά, ποικίλοι δημοσιολογούντες και επαΐοντες υποπίπτουν στο σφάλμα κατηγοριοποίησης του Λαντ με ταξινομητικά κριτήρια λαμβανόμενα ευθέως από το φάσμα της συμβατικής πολιτικής γεωγραφίας. Με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και οι γνώστες των φιλοσοφικών υποθέσεων αμελούν ότι απ' όταν ξέκοψε οργανικά με τα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια, τα πλείστα εκ των διαδικτυακών εγχειρημάτων του έχουν υλικό και πραγματικό πειραματικό χαρακτήρα.

Στα τεχνολογικά και γνωσιακά πειράματα, ο νόμος της αξίας και ο αξιακός προσδιορισμός είναι πιο εφαρμοστέος απ' ότι πχ. στο εμπόριο. Έτσι ένα zero ή selfunded budget πείραμα, ακόμα κι αν είναι μη επιτυχές όσον αφορά τις αρχικές υποθέσεις εργασίας του, ως βιομηχανικό προτσές, είναι απίστευτα πιο πετυχημένο, από ένα regularly ή officially budget πείραμα το οποίο πετυχαίνει πχ. στα 3/4 των αρχικών υποθέσεων και των στόχων. Αυτό είναι η άνεση του να δουλεύεις ανεξάρτητα (δηλαδή μη χρηματοδοτούμενα) της Ακαδημίας και της κρατικής γραφειοκρατίας. Όμως, από αυτό, αφ' ής στιγμής η εργασία σου έχει ξεπεράσει το ασεμπλάζ και έχει αποκτήσει βιομηχανικό χαρακτήρα και ικανότητα, συνεπάγεται μια ανώτερης ποιότητας εργασιακή και τεχνοεπιστημονική υπευθυνότητα και συνέπεια αντικειμενικά επιβαλλόμενη από το ίδιο το σύστημα υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Φυσικά, αυτά δεν καθίστανται εισέτι κατανοητά, και κάποιοι συνεχίζουν να απαιτούν τα αθώα χρόνια της έρευνας της κυβερκουλτούρας, μόνο επειδή δι' αυτού του τρόπου μπορούν να νοσταλγούν την ddr και την post-kgb.

Μια αναδρομή στο έργο του καθίσταται αναγκαία:

Στο διδακτορικό του συνθέτει επί μιας Χαϊντεγκεριανής πραγματικής εκτάσεως κομβικά στοιχεία από τη φαινομενολογία, τη θεωρία περί έργου τέχνης και τη φιλοσοφία της γλώσσας. Από αυτό εξάγεται και αναπτύσσεται ένας νέος τύπος κατανόησης και εφαρμογής των πραγματικοτήτων της πραγμάτωσης και της ενεργοποίησης.

Στη δημοσίευσή του περί Καντ και απαγόρευσης της αιμομιξίας (που συνιστά ένα φιλοσοφικό ορόσημο για το σύγχρονο αγγλικό και βρετανικό κόσμο) εντάσσεται στο συνολικό πρόγραμμα ριζοσπαστικής κριτικής εις βάρος της νεωτερικότητας και παρουσιάζει μια νέα θεμελίωση της φιλοσοφίας της επιθυμίας.

Διανοίγει δυο δρόμους: παράλληλους και διατεμνόμενους: από τη μια, μια χωρική επιστροφή στην κλασική πολιτική οικονομία και σε στοιχεία από την κριτική της, που οδηγεί στον επιταχυντισμό, κατανοούμενο σε πρώτο χρόνο μέσα από Σουμπετεριανούς όρους, και από την άλλη, την ανάπτυξη της υπερκαταληπτικής γραμματείας που εμπλέκει κοσμολογικές προβληματικές, κριτικές διερευνήσεις περί της στρατηγικής, εγκατεστημένες νοητικότητες και γνωσιακά παίγνια.

Συνέκλινε προς την κριτική του Yarvin στο Cathedral την οποία ανέπτυξε σε πιο υλιστικές κατευθύνσεις ως το συνολικότερο project του “Dark Enlightenment”. Αυτό αποτελεί και το US άνοιγμα του Λαντ.

Στα της Σανγκάης χρόνια αναπτύσσει μια επικέντρωση σε θεωρητικές προβληματικές της εφαρμοσμένης πολιτικής οικονομίας, κύρια επί του μερκαντιλισμού, των ετερόδοξων οικονομικών και του μαλθουσιανισμού, κάτι που οδηγεί στη σύνταξη και έκδοση σε τέσσερις τόμους των  “Εμπλοκων με την πραγματικότητα”, και το οποίο συνιστά τη Λαντιανή εκδοχή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, καθώς και σε μια κριτική κατανόηση με όρους θεωρητικής φυσικής των αλυσίδων κρυπτονομισμάτων.

Έχουμε την υπόθεση ότι ο Λαντ δεν έχει αναγνώσει με συστηματικά ενδελεχή τρόπο το “Das Kapital” σε όλη την πληρότητά του. Αυτό ίσως είναι το ατού του. Το ότι δηλαδή επιχειρεί σύνταξη κριτικής της πολιτικής οικονομίας με Λαντιανούς όρους. Απ' αυτήν την άποψη, η Λαντιανή κριτική στο κεφάλαιο γίνεται με τους όρους της επισήμανσης περί Γραικών στην Eισαγωγή των Grundrisse. Πρόκειται δηλαδή για μια πολιτισμικά ελληνική κριτική κατανόηση των προβληματικών του Κεφαλαίου. Αυτό επιφέρει και την ανάλογη μερικότητα, αλλά τον γειώνει με το κοσμικό πολυεπίπεδο του πολιτισμικά ελληνικού χώρου. -Δεν είναι κάτι που μας είναι an sich ευχάριστο, αν και

we have no open accounts with Nick Land _





Προσλήψεις του Χαϊντεγκεριανού έργου στην Ελλάδα

 

"Ich habe nichts, wovon ich sagen möchte, es sei mein eigen. Fern und tot sind meine Geliebten, und ich vernehme durch keine Stimme von ihnen nichts mehr. Mein Geschäft auf Erden ist aus. Ich bin voll Willens an die Arbeit gegangen, habe geblutet darüber, und die Welt um keinen Pfenning reicher gemacht"1


Εισαγωγή

Σε μια νυχτερινή εργατική κινητοποίηση στην Αθήνα του 2012-2013, ακούστηκε από έναν εκ των συμμετεχόντων, το σύνθημα "ο εργάτης δεν είναι πίθηκος". Όσο κι αν ακούγεται τραχύ και σκληρό, αυτό το σύνθημα με αρνητικό τρόπο κωδικώνει όλη την προβληματική περί ανθρώπου από τα "Παρισινά Χειρόγραφα του 1844" έως την "Διαλεκτική της Φύσης". Όμως, το βασικότερο είναι ότι υπονοεί, ότι ο εργάτης δεν είναι αποκλειστικά μια σχέση μεταξύ κοινωνικού και φυσικού, όπως δηλαδή εννοιολογείτο ο άνθρωπος στην φυσική σύλληψη της Γερμανικής Ιστορικής Σχολής Δικαίου, ως φυσικό όν,2 αλλά σαν ειδικά προσδιορισμένος μέσα από και μέσα στην εργασία συνιστά, παράγει και εισφέρει μια ειδικά προσδιορισμένη σχέση μεταξύ κοινωνικού και μηχανικού, η οποία ίσταται ως ένα νέο εν τω εργασιακώ γίγνεσθαι gestalt.

Αυτός ο προσδιορισμός στον 19ο αιώνα αρχικά παρουσιάζεται από το περίφημο απόσπασμα περί μηχανών στα Grundrisse,3 και στην συνέχεια στο κεφάλαιο4 περί πάλης μεταξύ εργάτη και μηχανής στον πρώτο τόμο του "Κεφαλαίου". Προϊόντος του χρόνου, η Β΄ Βιομηχανική Επανάσταση κατάφερε κατά τον Μεσοπόλεμο εξ ίσου σε ΕΣΣΔ και Γερμανία να καθιερώσει νέους οντικούς όρους για το εργασιακό υποκείμενο, για τον οντικό φορέα της εργασίας: στην ΕΣΣΔ τον όρο του “ανθρώπου νέου τύπου”, στην Γερμανία την εννοιολόγηση του cyborg, που χρησιμοποιείται διαδεδομένα στην τρέχουσα ορολογία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η βασική θέση των γραμμών που έπονται, είναι ότι η Χαϊντεγκεριανή οντολογία, όπως αναλύεται στο έργο του, είναι τέτοιας ποιότητας, επειδή εμμένει σε έναν μη ειδικό προσδιορισμό του ανθρώπου, και απ' αυτό δομείται η ποιοτική διαφοροποίησή της ως προς τον ανωτέρω προσδιορισμό της εργατικής κριτικής. Στον ίδιο χρόνο αποκρίνεται στην κριτική Χεγκελιανή παράδοση της άρσης της αλλοτρίωσης συνδιαλεγομενη με αυτήν, κάτι που από αυτήν την σκοπιά την φέρνει κοντά στις εκπηγαστικές προβληματικές της εργατικής κριτικής.5

Αν οι παραπάνω εισαγωγικές επισημάνσεις ληφθούν υπ' όψη, καθίσταται ευκολότερη η κατανόηση και ενεργοποίηση των πιο χρήσιμων, ωφέλιμων δυναμικών του Χαϊντεγκεριανού έργου ή ακόμα κι η υλιστική κατανόησή του. Ωστόσο, από την μπάντα μας πρέπει να ειπωθεί, ότι αυτό στο οποίο εφ' όλων εστιάζουμε την κριτική μας ως προς την Χαϊντεγκεριανή σκέψη, είναι η αποδοχή της εκάστοτε γερμανικής λαϊκότητας και σε ένα εύρος η δικαιολογητική εννοιολόγησή της. Σε αυτήν την αποδοχή το "Sein und Zeit" προβάλλει ως "Volksgeist". 

Από την άλλη, δεν αποδεχόμεθα την Αντορνιανή κριτική, η οποία τον θέλει ως έναν φιλόσοφο του Υπαρξισμού.6 Στον Χάιντεγκερ η “ύπαρξη” (αν υφίσταται) μάλλον πρέπει να εκληφθεί ως μια ιδιότητα/κατηγορία του υπαρκτικού εἶναι (“Dasein”), ως ένα -συχνά μη επιθυμητό και μη προνοημένο, απρόβλεπτο- αποτέλεσμα του Ενγκελσικού “Kampf ums Dasein”.


Σύγκρουση γραμμών

Η σε γενικές γραμμές ριζοσπαστική -για τα εγχώρια μέτρα- παρουσίαση του Χαϊντεγκεριανού έργου στην Ελλάδα έχει να κάνει με τις εργασίες του μαθητή του, Κώστα Αξελού. Στο έργο του αναπτύσσεται ένας προγραμματικός στόχος “επανασυμφιλίωσης” του μαρξισμού με τον Χάιντεγκερ και τον Φροϋδισμό.7 Επ' αυτού πρέπει να ειπωθεί, ότι αυτός ο αμφίπλευρος στόχος είναι αντιφατικός εν τοις ιδίοις όροις, καθ' όσον η διδακτορική θέση του Χάιντεγκερ είναι η κριτικο-θετική (στην συνέχεια οντο-λογική) σύλληψη της ψυχολογίας.8

Στον Αξελό, το προβληματικό είναι ο κατακτητικός προγραμματικός στόχος προς το πλανητικό και προς τον κόσμο, ενώ στην συστηματική κριτική της πολιτικής οικονομίας, το να αφήνεις τον κόσμο στην ησυχία του είναι κεντρικό έθος της. Σε κάθε περίπτωση αμφιβάλλουμε περί του αν ο Χάιντεγκερ επιθυμεί να αφήσει τις ομορφιές της Σουαβίας και του Μέλανος Δρυμού, ώστε να επιδοθεί ως δήθεν Μ. Αλέξανδρος σε κάποιο εγχείρημα κατάκτησης του κόσμου και κάποιου πλανήτη. Δεν προκύπτει κάποια τέτοια στοχοθεσία από το έργο του.

Κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80 συγκροτήθηκε μια γραμμή πρόσληψης του Χαϊντεγκεριανού έργου ως ενός εργαλείου κατάγνωσης μια εικαζόμενης γερμανικής ελληνικότητας ή μιας ελληνικής γερμανικότητας.9 Βέβαια, αρχικά το τότε εγχώριο Ακαδημαϊκό apparatus εξανίστατο στην συνεπαγωγή του Χάιντεγκερ ότι “η ύπαρξη αποφασίζεται”, κάτι το οποίο μπορεί να αποδοθεί στο πρωτείο των Ακαδημαϊκών εθνικοφυλετικών κριτηρίων περί υπάρξεως.10

Προς απόκλιση από τα παραπάνω, σε εγχώριο επίπεδο και συγκεκριμένα στις σύγχρονες επιστημονικές εργασίες αναπτύσσεται μια συνεπής, αντικειμενική (δηλαδή μη υποκείμενη σε διάφορες εθνικές πολιτικές σκοπιμότητες) γραμμή κατανόησης και ανάδειξης δυναμικών από το έργο του στα διάφορα επιστημονικά πεδία έρευνας.11


Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις

Όπως είναι γνωστό, στα early nineties στην επανενωμένη Γερμανία, σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας προωθήθηκε από ποικίλους κύκλους μια δημόσια πολιτισμική εικόνα ενός εικαζόμενου Χαϊντεγκεριανού όντος, που εξέφραζε κάποιον αντιϊμπεριαλισμό της κουλτούρας. Εν τούτοις, η επίδραση και η αποτύπωση του Χάιντεγκερ στον γερμανικό κόσμο (welt) κατάφερε και ξέφυγε από τέτοιες γελοιογραφικές απόπειρες.

Για περισσότερα από είκοσι έτη ο νοήμων φιλοσοφικός ρεαλισμός με υλιστικό υπόβαθρό έχει προσεγγίσει ένα καταργητικό του φιλοσοφικού Ουμανισμού Χαϊντεγκεριανό σημείο ανάπτυξης. Πρόκειται για την αποκαλούμενη Προσανατολισμένη προς το Αντικείμενο Οντολογία.12

Παρά τις θεμελιώδεις νομιναλιστικές διαφωνίες μας και τον συνθετισμό της, δεν μπορεί να μην ειπωθεί ότι εκ του ιδίου του χαρακτήρα της αυτή η σύγχρονη ρεαλιστική οντολογία οργανώνει ένα βιομηχανικό υλιστικό ρεύμα.



1 Friedrich Hölderlin, Hyperion oder der Eremit in Griechenland, Erstes Buch, Hyperion an Bellarmin, απόσπασμα

2 Βλ. Das philosophische Manifest der historischen Rechtsschule, MEW, Band 1, Dietz Verlag, Berlin, 1981, S. 78-85.

3 Βλ. Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie, 1857-1858, – Das Kapitel vom Kapital – Heft VI [Fixes Kapital und Entwicklung der Produktivkräfte der Gesellschaft], Europa Verlag Wien, Berlin, 1953, S. 590-595

4 Βλ. Das Kapital, I. Band: Der Produktionsprozeß des Kapitals, IV. Die Produktion des relativen Mehrwerts, 13. Maschinerie und große Industrie, 5. Kampf zwischen Arbeiter und Maschine, in MEW, Band 23, Dietz Verlag, Berlin, 1962, S. 451-461.

5 Ενδεικτικά βλ. Martin Heideger, Hegels Begriff der Erfahrung (1942/43), in Gesamtausgabe, Band 5: Holzwege, Vittorio Klosterman, Frankfurt am Main, 1977,  S. 115-208, Hegel 1. Negativität. Eine Auseinandersetzung mit Hegel aus dem Ansatz in der Negativität (1938/39, 1941). 2. Erläuterung der "Einleitung" zu Hegels "Phänomenologie des Geistes" (1942). Abhandlungen 1938/39, 1941 und 1942 herausgegeben von Ingrid Schüssler, ibid, 1993.

6 Βλ. Theodor Adorno, The Jargon of Authenticity, translated by Knut Tarnowski and Frederic Will, Northwestern University Press, Evanston, 1973, Martin Heideger, Über den Humanismus, Vittorio Klostermann, Frankfurt Am Main, 2000.

7 Βλ. Κώστας Αξελός, Ο Μαρξ Στοχαστής της Τεχνικής. Από την Αλλοτρίωση του Ανθρώπου στην Κατάκτηση του Κόσμου, Βιβλίο VI. Η Προοπτική της Επανασυμφιλίωσης ως Κατάκτηση, μτφ. Τάκης Αθανασόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2000, σ. 287-380, Kostas Axelos, Future Thought. Marx. Heidegger. Introduction to a Future Way of Thought, Translated by Kenneth Mills, μ meson press, Lüneburg, 2015.

8 Martin Heidegger, Die Lehre vom Urteil im Psychologismus. Ein kritisch-positiver Beitrag zur Logik, Barth, Leipzig, 1914.

9 κάτι το οποίο εντοπίζεται στο ή σε κάθε περίπτωση ανακύπτει κύρια από το έργο του Γιανναρά.

10 Βλ. Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία της 23ης Νοεμβρίου 1972, Ανακοίνωσις Μέλους, Φιλοσοφία-Κριτική της Οντολογίας του Heidegger, υπό Ιωάννου Ν. Θεοδωρακόπουλου, σε https://digitallibrary.academyofathens.gr/archive/item/16176?lang=el

11 Ενδεκτικά βλ. Διονύσης Φιλίππου, Ο δικαιοπολιτικός Heidegger στο έργο του Χάρη Παπαχαραλάμπους: «Στα μονοπάτια της Σιγής. Ο Heidegger και το Δίκαιο», The Art of Crime, Νοέμβριος 2024, σε https://theartofcrime.gr/%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-heidegger-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%AC%CF%81%CE%B7/

12 Ενδεικτικά βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Object-oriented_ontology#:~:text=In%20metaphysics%2C%20object%2Doriented%20ontology,the%20existence%20of%20nonhuman%20objects.


Καποιες ειδήσεις από τον πόλεμο των ειδικά προσδιορισμένων

 

Μετά από πολλά χρόνια προεβημεν στην σύνταξη κειμένων αφορώντα την λειτουργική διάρθρωση της σύγχρονης κομματικής μορφής. Επιλέξαμε αυτό να γίνει κυρία μέσα από όρους ιστορικού υλισμού και ανεύρεσης της περιεχομενικοτητας. Αυτό το οποίο επιβεβαιώνεται, είναι η μετακυλιση από την εργοστασιακή λειτουργία του τυπικού κόμματος νέου τύπου του 20ου αιώνα σε μια λειτουργία με καντιανη μηχανευση οργανωσιακου συστήματος, περιστρεφόμενο γύρω από εμπροσωπες μορφές συμπυκνωτικες εκτενών σημειολογιων.

Αυτό de facto οδηγεί σε μια επιχειρησιακή, οικονομικοποιημενη συγκρότηση. Επομένως, αυτοεπιβεβαιώνεται και επικυρώνεται ως μορφή τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, ως παράταση του εργασιακού χρόνου.

Το συγχρονικο ιδιαίτερο πρόβλημα συνιστάται από το ότι η κομματική ατομικότητα, ο κομματικός άνθρωπος συγκροτείται μέσα από την απόκριση στο ερώτημα "τι να κάνουμε", το οποίο κατανοεί ως καταφαση στην λειτουργία πραγμάτωσης της αφηρημένης μηχανής. Βέβαια, αυτός ο καταφασισμος πλασάρεται και δικαιολογείται ως ουμανισμός, ως μια καταφαση στο γενικό, απ' όπου εξάγεται ο γενικισμος ως ιδεολογία του αφηρημένου γενικού.

Ωστόσο, οι εξελίξεις στο εσωτερικό της ΗΠΑ βιομηχανίας και η νέα φάση του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια προχωρηματικης πολιτικής ανάπτυξης αυτού του υποδείγματος. 

Οι λειτουργίες της παγκόσμιας αγοράς αντιλαμβάνονται όλο και πιο πολύ αυτο που ονομάζουμε κομματική μορφή, ως μια εμφορτη πραγματικής και υλικής διαδικασίας ιδιαίτερη παραγωγική σχέση. Το κριτήριο γι' αυτήν είναι, αν αποκρίνεται, αν τελεί σε συμφωνία με τις προωθημένες παραγωγικές δυνάμεις, απλούστερα ο βαθμός βιομηχανικοτητας αυτής της δοσμένης παραγωγικής σχέσης. 

Σε ένα διευρυμένο επίπεδο οι καπιταλιστικές ιδεολογίες και αφηγήσεις μυστικοποιουν, εμφανίζοντας τους σε αλλοτριωμενες, παραλλαγμενες μορφές, τους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφορετικών οντολογικων επιπέδων ειδικού προσδιορισμού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, ότι απολύουν την οντικη ισχύ και επίδραση τους ως τέτοια.

Βέβαια, ολ' αυτά στα αυτιά των μεσσιανικών, των πολιτισμένων χριστιανών και των νεωτερικων  ιδεολόγων συνεχίζουν να ακούγονται ως "ιστορίες γι' άγριους". 

Αυτό δεν ματαιώνει το γεγονός (ούτε βγάζει τους επενδυτές της γεωπολιτικής από τις δύσκολες συνθήκες και στιγμές) ότι το κεφάλαιο μέσω της δημιουργικής καταστροφής φανερώνει ένα a posteriori σημείο ως συμπύκνωση και απολυτοποιητικη εξήγηση μιας εικαζομενης αναδρομικής πορείας, κάτι που συνιστά την σύγχρονη μορφή ιστορικού και στρατηγικού αναθεωρητισμού.

Αυτό, όπως έχει αναλυθεί (βλ. Aufheben #24, 25) στην αντεστραμμένη εκδοχή του παίρνει την μορφή των θεωριών συνομωσίας "ως πραγμοποιηση της ήττας". 

Λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης για έναν προοπτικισμο, η μόνη άμεσα διαθέσιμη σύσταση είναι να δούμε τα πράγματα από την μεσότητα τους και όχι από τα έσχατα σημεία τους. 

Αυτό, επίσης με κριτήριο την αμεσότερη διαθεσιμότητα, προσδίδει επίκαιρη πολιτική χρησιμότητα στο sci-fi ως μια ανταγωνιστική συναρθρωση παραγωγής πολιτικής γνώσης. 

Τούτων δοθέντων, επιστρέφουμε στο μητροπολιτικό project


Ξεδιαλύματα. Περί κάποιων διευκρινίσεων στην επιστήμη της κριτικής της πολιτικής οικονομίας

 

Δεν θεωρούμε, ότι οι παρεκκλίσεις του μαρξισμού του 20ου αιώνα επί της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ήταν φαινόμενο παρεξηγήσεων, αλλά επικαλύψεις συνειδητών πολιτικών επιλογών, οι οποίες εκφράζονταν κύρια εντός των πεδίων της κομματικής και κινηματικής διαπάλης. Αυτό ως τέτοιο -φυσικά- δεν συνιστά εργατική κριτική, καθ' όσον η εργατική κριτική αναπτύσσεται σε γενικό επίπεδο ως total concrete. Αντίθετα, η υποβάθμιση της εργατικής κριτικής σε μορφή εσωκομματικής διαπάλης το μόνο το οποίο αποδίδει, είναι ένα absolutised partial. -Ανήκει αυτό το χούι στις αντι-προλεταριακές διδαχές της επίσημης κομματικής μορφής. Βέβαια, πρέπει να ειπωθεί, ότι μεθοδολογικά είναι πιο πίσω κι από το οικονομικό έργο του Προυντόν.

Η κύρια εξ αυτών των παρεκκλίσεων ήτο εντός της Β΄ Διεθνούς, και συγκεκριμένα η αναπαράσταση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως δήθεν εκπροσώπου της Ρικαρντιανής εργασιακής θεωρίας της αξίας, κάτι που μισο-έγινε άρχικα από την Ρόζα και διορθώθηκε εν ριπή οφθαλμού, αλλά στην συνέχεια έγινε παντιέρα του Μπουχάριν και των συνοδοιπόρων του, με τις γνωστές επακολουθησάσες συνέπειες για την προωθημένα Ρικαρντιανά οργανωμένη οικονομία των λαϊκών δημοκρατιών.

Για την Φαβιανή Εταιρεία, και την εξ αυτής εξέλιξη της θεωρίας περί ιμπεριαλισμού και κρατικού καπιταλισμού (βλ. τα γνωστά, σχετικά κείμενα του Λένιν, στα οποία by word εκθέτει θεωρία κρατικού καπιταλισμού) έχουμε μιλήσει και καταθέσει την κριτική μας.

Εφ' όλων πρέπει να καταστεί ευκρινές, ότι στο πρωτότυπο κειμενικό corpus της stricto sensu κριτικής της πολιτικής οικονομίας, οι οικονομικές θεωρίες της κλασικής πολιτικής οικονομίας εκλαμβάνονται ως έχουσες εγκυρότητα (ως συγκεκριμένα συνολικά) και μεγαλύτερη σημασία, απ' ό,τι πχ. τα στατιστικοποιημένα ποσοτικά δεδομένα. Άλλωστε, εις βάρος των στατιστικών ασκείται θεμελιακή κριτική, κάτι που συνεχίσθηκε απ' τον Λένιν. Δείγμα του πόσο σημαντική είναι η κριτική παρουσίαση των θεωριών της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι μαζί με τα σχετικά κεφάλαια στα “Grundrisse”1, Zur Kritik der Politischen Ökonomie"2,Das Kapital”3, η ίδια η συγγραφή των “Θεωριών για την Πρόσθετη Αξία, Τέταρτο Τμήμα Κεφαλαίου”4.

Εν τούτοις, για μερικούς μεγαλόσχημους και διάσημους μαρξιστές ακόμα κι η θεωρία επί της εργατικής κριτικής (πόσω μάλλον επί της κλασικής πολιτικής οικονομίας και των προκαπιταλιστικών μορφών οικονομικής σκέψης) είναι λογοκριτέα. Σ' αυτούς η θεωρία της πολιτικής οικονομίας αντικαθίσταται από κάποιες ιδέες περί μαρξιστικών πραγμάτων και υποθέσεων, τις οποίες έχουν στο μυαλό τους. Άλλα είπαμε -ό,τι πει το κόμμα, ό,τι συμφέρει το κόμμα, το κάθε κόμμα εκάστη φορά (: οικειοποιημένος και γι' αυτό απολυτοποιημένος κρυπτομπενθαμικός ωφελιμισμός).

Πάραυτα δεν θα αναγάγουμε αυτές τις κομματικές συμπεριφορές σε συμπτώματα της συγκυρίας.Η κριτική μας είναι υλιστική: προέρχεται, αναπτύσσεται, επιστρέφει στην υλική, ενεργή βάση της παραγωγής.

Τούτου δοθέντος, φρονούμε, ότι μια εκτενή μερίδα της επίσημης μαρξιστικής διανόησης έχει υποπέσει διά της διολισθητικής καλλιτεχνικής επιρρέπειας στην λειτουργία των αφηρημένων μηχανών. Προβαίνουμε σε αυτόν τον μηχανολογικό προσδιορισμό, ώστε να αναπτυχθεί προβληματισμός για τις επιδράσεις αυτών των συμπεριφορών στην ανάπτυξη της εργατικής κριτικής ως υλικοπραγματικού παραγωγικού προτσές.

Αφ' ής στιγμής διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, η συμβουλή μας είναι ίδια με αυτήν την Ρόζας στα 1900: “Πίσω στον Άνταμ Σμιθ”.

Θέτουμε λοιπόν το καθήκον κριτικής παρουσίασης των φιλοσοφικών και ευρύτερα πολιτισμικών προαπαιτουμένων και προκειμένων του Σμιθικού έργου και της συναφούς πρακτικής μέσα στο εργατικό κίνημα.

Επ' αυτού, για αρχή, επιθυμούμε να αναδείξουμε μονάχα μια κρίσιμη στιγμή:

Την φιλονομιναλιστική φιλοσοφία της γλώσσας του Άνταμ Σμιθ που συνδιαλέγεται απευθείας με την κριτική του Γρηγορίου του Ρίμινι εις βάρος των τροπιστών.5


1 Βλ. MEW, Band 44, Dietz Verlag, Berlin, 2023, καθώς και εκδόσεις προγενέστερων χειρογράφων ενδεικτικά από Παρατηρήσεις στον Mill και εντεύθεν

2 Βλ. οπ. Band 13, 1961

3 Βλ. οπ. Band. 23, 1962, 24, 1963, 25, 1964, και μετέπειτα εκδόσεις συμπληρωμάτων και προσθηκών στο Κεφάλαιο

4 Βλ. Band. 26.1, 1965, 26.2, 1967, 26.3, 1968

5 Βλ. Adam Smith, The theory of moral sentiments. To which is added a dissertation on the origin of languages, London, 1768, pp. 443 επ.

Ενάντια στα γνωσιακά απαρτχάιντ, ενάντια σε κάθε ψευτοκομματική λογοκρισία. Για την ανάπτυξη της εργατικής επιστήμης, για την ανατίμηση της εργασίας και το πραγματικό ανέβασμα του εργατικού μισθού


ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Tίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκόψασθε. ἦλθε γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει. ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς! Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν·

Κατά Ματθαίον, ΙΑ: 15-20

 

Η απόφανση ή μη περί της εγχώριας ύπαρξης παράτυπων κατεστημένων λειτουργιών αποκλεισμού ανθρώπων, τύπων, ρευμάτων (τυπικά εγνωσμένου και πολλαπλώς αρμόδια πιστοποιημένου προς τούτο κύρους) από πλευρές της επίσημης ιδεολογικής και θεσμικής σφαίρας απαιτεί την εμπλοκή μ’ αυτό το πράγμα. Απ’ αυτήν την άποψη όσα είναι γραμμένα στις ακόλουθες γραμμές αποτυπώνουν προσωπική, αδιαμεσολάβητη εμπειρία.

Το ζήτημα του γνωσιακού αποκλεισμού αναδείχθηκε έντονα και σε μεγάλο εύρος κατά το 2024 λόγω των κινημάτων και των καταλήψεων στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης, που εκφράζουν την θέληση ειρήνευσης και συμπαράστασης στους πληβείους και τους εργάτες της Παλαιστίνης. Είδαμε τις διοικήσεις κάποιων από τα μεγαλύτερα πανεπιστημίων στον κόσμο να διχάζονται, να κλονίζονται, να διασπώνται πολιτικά. Επίσης είδαμε μέσα στους εργαζόμενους καθηγητές και ερευνητές στα πανεπιστήμια την ανάπτυξη θαρραλέων τάσεων γνωστοποίησης και καταγγελίας του παράτυπου καθεστώτος «ορθότητας», λογοκρισίας και αποκλεισμών, το οποίο έχει επιβληθεί.

Αυτό στις προηγούμενες δύο δεκαετίες περιγραφόταν στις ΗΠΑ ως «Καθεδρικός». Ωστόσο, αν δεχθούμε ότι για λόγους που έχουν να κάνουν με τους μετασχηματισμούς της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, αυτό επλήγη, σήμερα η όλη παρατυπία αναγκάζεται να επιδείξει το νέο φτιασίδωμά της ως μια οικτρή χρεωκοπία, ως μια οριακή ακροβασία επί του σύννομου.

Η παρατυπία στοιχειοθετείται από την παραβίαση πυρηνικών συνταγματικών κατοχυρώσεων, όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η τυπική ισότητα, η ελεύθερη ανάπτυξη πανεπιστημιακής έρευνας.

Συνεπώς, για μας δεν είναι ζήτημα «δεν βαριέσαι βρε αδερφέ», καθ’ όσον δεν είναι ζήτημα μιας τυπικής ιδεολογικής διαπάλης, αλλά ζήτημα βαθιά νομικό, και πρωτίστως ζήτημα ταξικής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι όποιες ένθεν και ένθεν κομματικές πασαρέλες δεν μπορούν ούτε να ξεπλύνουν, ούτε να προσφέρουν άλλοθι, ούτε να λειτουργήσουν ως κολυμβήθρες του Σιλωάμ.

Βέβαια, η μανούβρα των εκπροσώπων και των φορέων των απαρτχάιντ συνίσταται στην προσφυγή στην μέθοδο των Κριτών της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή στην πιο καταπιεστική, αντιδραστική, φασίζουσα μορφή τοπικιστικού ιουδαϊσμού, με ό,τι αντανακλαστικές περί του αντιθέτου συνέπειες επιφέρονται από μια τέτοια επιλογή, καθ' όσον στο εγχώριο η διάταξη της παραγράφου 1 άρθρου 3 Συντάγματος διαθέτει αυτοτελή λειτουργία στο υλικό Σύνταγμα.  

Φρονούμε πως στο εγχώριο δεν έχουμε χρεία ενός συλλογικού Δαυίδ απ’ τα κάτω για το τσάκισμα αυτής της ιουδαϊκής Κριτικής μεθόδου. Αλλά, να ανοίξουμε δρόμους ώστε η εργατική ισχύς να εγκατασταθεί και να αναπτυχθεί μέσα στους χώρους φωλιάσματος αυτών των λειτουργιών, πρώτ’ απ’ όλα μέσα από τον αγώνα των εργατών και των νεολαίων σε αυτούς.

Γι' ακόμα μια φορά:

ή με τον Καίσαρα ή με τον Σπάρτακο, ή θα νικήσουμε ή θα νικήσουμε 


 

 


Πατριαρχία και Εμπορευματική Κοινωνία: Φύλο χωρίς το Σώμα (2009), Roswitha Scholz

Roswitha Scholz, “ Patriarchy and Commodity Society: Gender without the Body (2009)”, Mediations. Journal of the Marxist Literary Group, Vol...