Μόντες. Κριτική ανασκόπηση των αντιπαραθέσεων για το κράτος στα seventies

 

Ι. To Συντακτικό πλαίσιο πάλης


Η Φορντική οργάνωση του κράτους είναι η στρατηγική της όλο και πιο επεκτεινόμενης αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου:1 το κράτος δρα, ώστε όλο και περισσότερες ποσότητες πρόσθετης αξίας αφενός να ξαναρίχνονται στο μη διαμεσολαβημένο παραγωγικό προτσές και αφετέρου να μεγαλώνει το ποσοστό της πρόσθετης αξίας και της απόλυτης εδαφικής προσόδου, το οποίο μετατρέπεται σε φόρο, ο οποίος φόρος χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση του εκάστοτε κρατικά οργανωμένου παραγωγικού και αναπαραγωγικού προτσές.

Αυτό ήταν μια εποχή Συστημικής σύγκλισης με τον "κρατικό σοσιαλισμό" της ΕΣΣΔ, αν όχι κάτι ab sich παρόμοιο. Στην προφάνεια της φαινομενολογίας της, αυτή η κρατική μορφή ήλθε σε ανταγωνισμό προς τις καπιταλιστικές επιδιώξεις αποθησαυρισμού και αποθεματοποιήσεων χρηματοκεφαλαίου, αναπτυχθείσες κατά την "ενεργειακή κρίση" της δεκαετίας του 1970 από τις προσίδιες βιομηχανίες και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Η συνέχεια και το συνολικό πλαίσιο έχει επαρκώς περιγραφεί,2 κάτι το οποίο οδήγησε στην συμβατικά καλούμενη νεοφιλελεύθερη/μονεταριστική αναδιάρθρωση του κράτους και του κεφαλαίου, ξεκινώντας από ΜΒ και ΗΠΑ, ως συνολική απάντηση στον σφόδρα ενεργοποιηθέντα νόμο πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Ωστόσο, αν η απάντηση του κεφαλαίου ως τέτοιου ήταν κάτι σχετικά προβλέψιμο και γνώριμο, δεν ισχύει το ίδιο για τις "περιπέτειες" της κρατικής μορφής σε αυτήν την δεκαετία.

Έως και την δεκαετία του 1950, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και η επαναστατική αντιπαράθεσή του προς το κεφάλαιο, είχε με ανταγωνιστικό τρόπο εντοπίσει τρεις κεντρικές μορφές καπιταλιστικού κράτους στην ηπειρωτική Ευρώπη, διακρινόμενες μεταξύ τους με κριτήριο Συντακτικής λειτουργικότητας, διακρινόμενες από την Αγγλοσαξονική πολιτεία με κριτήριο τον αντιφιλελευθερισμό τους:

-το κράτος-επιτελείο, το οποίο συμμετέχει ενεργά στην ταξική πάλη, όπως φανερώθηκε στα 1840-1850 μέσα από τον Πρωσικό και Τσαρικό γραφειοκρατικό κρατικισμό και καμεραλισμό, και τον Φραγκικό νεο-Βοναπαρτισμό, αποκρινόμενο στο κατώφλι ιστορικής συντηρητικοποίησης και αντιδραστικοποίησης της Ευρωπαϊκής μπουρζουάδικης τάξης (Ιούνης 1848). [ενδεικτικά βλ. Die Klassenkämpfe in Frankreich 1848 bis 1850. Geschrieben 1850. Erstmals veröffentlicht in: "Neue Rheinische Zeitung. Politisch-ökonomische Revue", Hamburg 1850, unter der Überschrift "1848 bis 1849"].

-το κράτος-μηχανή του Β΄ Ράιχ και του ΠΠΑ, που εντόπισε και περιέγραψε κριτικά ο Λένιν ως μια στιγμή της συνολικής επαναστατικής διαδικασίας, αντιστοιχιζομενο στις συνθήκες και περιστάσεις της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, αναδειχθέν το πρώτον στον Γερμανο-Φραγκικό Πόλεμο. [ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Über den Krieg. Geschrieben von Ende Juli 1870 bis Februar 1871. Veröffentlicht in »The Pall Mall Gazette«, und Der Bürgerkrieg in Frankreich, Adresse des Generalrats der Internationalen Arbeiterassoziation. Geschrieben April/Mai 1871].

-τις νέες δικτατορικές μορφές της κρατικής εξουσίας στην Φασιστική Ιταλία και στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, συντείνουσες προς το έσχατο όριο, στο οποίο η υπερπαραγωγή απολύει την ποιότητά της ως σχετικό και η ανταλλακτική αξία κινδυνεύει με κοινωνικό αφανισμό.

Η επίγνωση εκ μέρους του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ότι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης αναγκαία αποκτά στρατηγικές αγκυρώσεις στο ζήτημα της κρατικής εξουσίας επιβάλλει -και προκειμένου να αποφευχθεί ένας κατακερματισμός της εργατικής κριτικής ως προς το ζήτημα του κράτους, τόσο σε θεωρησιακό, όσο και σε έμπρακτο επίπεδο- την κριτική αναγνώριση του καπιταλιστικού κράτους στο αυτοκρατορικό επίπεδο συγκρότησης και σύνθεσης των συσχετισμών ισχύος και της ισορροπίας των δυνάμεων. Όλο και πιο πολύ καθίσταται ευκρινές, ότι το καπιταλιστικό κράτος στην ταξική πάλη αντλεί (αντεστραμμένα) τις δυνάμεις του από την θεωρία και την πρακτική του Ρωμαϊκού Δικαίου:

Το κράτος-μπουρζουάδικο επιτελείο-επιτροπή είναι στο κοινωνικό το κράτος των μαγίστρων, συμβούλων, κηνσόρων, ρουφιάνων και δημάρχων. Το καπιταλιστικό κράτος-μηχανή δεν μπορεί παρά να είναι το ιμπεριαλιστικό κράτος-λεγεώνες, κάτι που αναδείχθηκε μέσα από τις ίδιες τις Γερμανικές στρατιές του Βίσμαρκ στα 1871. Εν τούτοις, το κράτος-απόφαση: η κατά την κατάσταση εξαίρεσης εκτύλιξη σε τέτοιο βαθμό των εσωτερικών αντιθέσεων έως το σημείο της αυτοαναστολής, της αυτοκατάργησης, κάτι που θέτει συνεχώς επί του πρακτέου την Δικτατορική δυνατότητα: την πολιτική θαυματουργία3 στην μορφή της Νομιναλιστικής "potentia absoluta" -αυτό ήταν το τότε νέο ιστορικό επεισόδιο.

Ωστόσο, η γνήσια έννοια της Δικτατορίας4 στην εμπειρία και πρακτική του Ρωμαϊκού Δικαίου μάλλον είναι προσοίκεια και ωφέλιμη στο popolo, στο προλεταριάτο, στις πληβειακές μάζες και στους δούλους, παρά στους Συγκλητικούς, τους πατρικίους, τους βιλλάνους και στους αξιωματούχους, καθ' όσον η διαδικασία απ' όπου αναδεικνυόταν, ήταν η μαζική μη διαμεσολαβητότητα της “comitia curiata”. Απ' αυτήν την άποψη, η Σμιτιανή Συνταγματική θεωρία και πρακτική θα ήταν ανέφικτη, χωρίς τον Απρίλη, Ιούνη, Οκτώβρη του 1917, χωρίς τον Νοέμβρη του 1918.

Πριν ακόμη την δεκαετία του 1970, το Δικτατορικό ζητούμενο αναπτύχθηκε μέσα στους ίδιους τους υλικούς όρους της ταξικής πάλης, με την ΜΠΠΕ. Μπορεί να εκληφθεί ως η πιο επιθετική πολιτική μορφή που έλαβε το εργατικό επαναστατικό κίνημα στο παγκόσμιο επίπεδο διεξαγωγής των ταξικών συγκρούσεων της εποχής

Η ανά χώρες κεντρική απάντηση του καπιταλιστικού κράτους ήτο η στρατηγική της έντασης σε Αλγερία, Φραγκική Επικράτεια, Ιταλία, ΟΔΓ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο, η απάντηση ήτο η εξαπόλυση εκ μέρους των ΗΠΑ ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας και έντασης (Βιετνάμ) ως μέσο μιλιταριστικής πειθάρχησης μέσα από την μαζική πραγμάτωση αξίας με μαζικούς καταστροφικούς όρους.

Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις η οργανωμένη μορφή ένοπλης πολιτικής πάλης αναπτύχθηκε (κύρια σε Ιταλία, Γερμανία, Μέση Ανατολή) ως συγκρουσιακή διαλεκτική προς το καπιταλιστικό κράτος και ως μια επιθετική απάντηση στην στρατηγική της έντασης, ανεξάρτητα από το πόσο πετυχημένη και πόσο αποτελεσματική ήταν.

Πάλι, ανά χώρες, η απάντηση της στρατηγικής της έντασης απέναντι στις νέες ένοπλες προκλήσεις του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, ήτο το στήσιμο στρατιωτικών πραξικοπημάτων και προσίδιων διακυβερνήσεων (Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Χιλή,  και σε άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής), στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο οι μεσοπολεμικές παραδοσιακές δικτατορίες (Ισπανία, Πορτογαλία, Αργεντινή) εισήρχοντο σε κρίση.5

Αυτή η σε αδρές γραμμές κριτική περιγραφή των ιστορικών οριζουσών της αντιπαράθεσης για το κράτος, διαθέτει την αρετή, ότι είναι διαχωρισμένη από το δικαιωματίστικο Μπρεζνιεφικό αντιϊμπεριαλιστικό διπολικό αφήγημα μυστικοποίησης και ιδεολογικής διαστρέβλωσης των κοινωνικοταξικών ανταγωνισμών.

Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί, ότι κατά την ίδια εποχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τσεχοσλοβακία (1968) και την στρατιωτική επέμβαση σε αυτήν, το Σοβιετικό κατεστημένο εφάρμοσε παραπλήσιες πρακτικές έντασης και δικτατορικής επέμβασης, κάτι το οποίο είχε εγκαινιασθεί στα 1956 με τις επεμβάσεις στο ΚΚΕ και στην Ουγγαρία.

Ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγει, είναι ότι η μορφική ενιαιότητα των αντικειμενικών χαρακτηριστικών ανάπτυξης του κεφαλαίου στις τότε συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης (ο δοσμένος και ιστορικά προσδιορισμένος βαθμός ενότητας παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων) είχε μια τρόπω τινί ισοδύναμη επίδραση στις συντακτικές και πολιτικές μορφές των Σοβιετικών στρατηγικών επιλογών.


ΙΙ. Η τοποθέτηση ενός προβλήματος


Η θεωρησιακή αναζήτηση επί της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας σε ένα τόσο δύσκολο ζήτημα, εκ των πραγμάτων μεταθέτει την προσίδια δραστηριότητα σε ένα αρχιτεκτονικό, αισθητικό, καλλιτεχνικό, μοριακό, γλωσσολογικό κλπ. πλαίσιο σχέσεων η συγκροτεί τέτοια επίπεδα κριτικής έρευνας:

Στις ημέρες άρνησης εργασίας στο εργοστάσιο, στις ημέρες των διαδηλώσεων, των απεργιών, της κοπάνας η ακόμη και της περιστασιακής ανεργίας μετά από κάποια απόλυση, ο αγωνιστής εργάτης μπορούσε να δει και να βιώσει την μητρόπολη ως το εμπνευσμένο από το ξεσηκωμένο Πεκίνο "ουράνιο βασίλειο". -Τι επακολουθεί της εφόδου στον ουρανό;

Σε ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, είναι η αντιπαράθεση μεταξύ του γειωμένου εργάτη και των υψηλής θεωρίας ζητημάτων της ουράνιας κομματικής ιεραρχίας, σε συνθήκες που τα απανωτά εξεγερτικά προτσές προσεγγίζουν τους υψηλούς στρατηγικούς κόμβους, και η αρχική Επαναστατική ορμή πρέπει να μετασχηματισθεί σε μια ανωτέρου επιπέδου ευθυκρισία.

Κι όμως, αρνηθήκαμε την ερώτηση,6 δίδοντας αρνητική απάντηση, μόνο επειδή βλέπουμε την κατάργηση της ερώτησης στις υψομετρικά άνωθεν επελάσεις των ορδών. Αυτή η συλλογική απείθεια διαθέτει τα ίδια ακριβώς ηθικοπολιτικά ελατήρια με την μετέπειτα πλήρη άρνηση της παραμικρής εξουσίας των ανακριτών, δικαστών, εισαγγελέων και λοιπών παρατρεχάμενων του PCI.

Η μόνη αρνητικά προσδιορισμένη θετικότητα, που προήλθε από αυτήν την επιλογή, ήταν η εφαρμογή της σχιζοανάλυσης στην κριτική ιστορία της κρατικής μορφής.7


ΙΙΙ. Καινοτόμες Προτάσεις


Η θεωρία του Αλτουσέρ για τις Ιδεολογικές Λειτουργίες του Κράτους,8 παρότι διατυπώθηκε επί το πλείστον επί της ανάλυσης του έργου του Λένιν, είναι εν μέρει συναφής στην κριτική στην “Γερμανική Ιδεολογία”, παρότι επίσης αρνείται την αξία της, διότι, όπως λέει, δεν είναι ... Μαρξιστική, αλλά μεταφυσική.

Με δεδομένο αυτό, πρόκειται για μια θεωρία που διεισδύει σε, και αναλύει κριτικά πτυχές της κρατικής εσωτερικότητας και τους τρόπους εξωτερίκευσής της στις δημόσιες οικονομικές λειτουργίες του κράτους (σύστημα εκπαίδευσης, δημόσια διοίκηση, στρατός, σύστημα υγείας και πρόνοιας), οι οποίες έχουν να κάνουν με την κοινωνική αναπαραγωγή, καθώς και στις ατομικά ή συντεχνιακά/κοινοτικά προσδιορισμένες κοινωνικές λειτουργίες (οικογένεια, σωματειακή ζωή, εκκλησιαστικά οργανωμένη θρησκεία, τύπος, κουλτούρα).

Η επιστημολογική και πολιτική αξία του κειμένου και της θεωρίας του Αλτουσέρ είναι, ότι μέσα στην καθηγητική αυστηρότητα και ακρίβειά του βάζει σχηματικά τα πράγματα σε μια σειρά: διαμορφώνει ένα σχηματικό διάγραμμα ταξικής πάλης στο προτσές αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, το οποίο συντείνει στην χαρτογράφηση του κρατικού μηχανισμού.

Η δομή ως κρατική ιδεολογική λειτουργία εμφανίζεται στην “Γερμανική Ιδεολογία” μέσα από το σύστημα κρατικών εγκεφάλων (Kopfsystem)9, αλλά ουδέποτε ως οικονομική, παραγωγική λειτουργία, ουδέποτε ως τμήμα της πολιτικής οικονομίας ως τέτοιας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη δομή (και όχι συλλήβδην η Γερμανική Ιδεολογία, ή η Ιδεολογία εφ' όλων) μοιάζει ανιστορική, μόνο στα μυαλά των Ιδεολόγων: την φαντασιώνονται απαράλλαχτη και αμετάβλητη από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι την Πρωσική μοναρχία κι ακόμα παραπέρα. Σε αυτήν την αυταπάτη, η συγκεκριμένη δομή, το σύστημα κρατικών εγκεφάλων, είναι η κύρια κρατική δομή, αν όχι το ίδιο το κράτος.

Αν, όμως, η επιστημολογική φύση της κατηγορίας δομή (κάτι το οποίο έλκει την καταγωγή του από την ανθρωπολογία του Κλοντ Λεβί Στρως) παραπέμπει εκ των πραγμάτων σε μια ανιστορική κατανόηση ή σε μια ανιστορική αντίληψη των κοινωνικών λειτουργιών και μετασχηματισμών (κάτι το οποίο μετατρέπεται διανοητικά σε ding in sich), δεν είναι προβληματική (ή έστω αντιφατική) η αναγόρευση της κατηγορίας δομή σε κεντρική της Μαρξιστικής κριτικής ανάλυσης, όπως γίνεται συχνά στο έργο του Αλτουσέρ;

Η αμφιλεγόμενη φράση που παραφράζει ο Αλτουσέρ (αναφέροντας, ότι “η Ιδεολογία δεν έχει Ιστορία”), είναι, ότι το δίκαιο δεν έχει περισσότερη δική του ιστορία απ' ό,τι η θρησκεία.10

Αν και επιστημολογικά θεωρούμε ωφέλιμη την εφαρμογή του κοντεξτουαλισμού στην κειμενική/διανοητική ανάλυση, η φράση δεν είναι συγκυριακή ή ευκαιριακή επί της συγκυρίας που γράφηκε το έργο, αλλά ως εννοιολογική φράση συνεχίζει να αξιώνει την εγκυρότητά της, καθ' όσον προβοκατόρικα συμπυκνώνει την βασική γραμμή της κριτικής στην Γερμανική Ιδεολογία. Δεν κατανοείται αυτό – ουδέν κατανοείται απ' όλη την Γερμανική Ιδεολογία.

Σε ένα συνολικότερο επίπεδο, πρόκειται για την αναπαραγωγή και μετάθεση της επιστημολογικής διάστιξης μεταξύ Πραγματικού Ουμανισμού (σε αντίθεση προς τον Πνευματισμό ή τον Θεωρησιακό Ιδεαλισμό)11 και Ιστορικισμού, κάτι που κατανοείται κριτικά, αν η Γερμανική Ιδεολογία διαβασθεί σε συσχέτιση και συνδυασμό με τα Οικονομικο-Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844). Ο Γκράμσι το συνόψισε: Ουμανισμός ή Ιστορικισμός. Η ίδια ακριβώς διάστιξη διέπει τον δομισμό του Αλτουσέρ σε συσχέτιση με το έργο του για τον Μοντεσκιέ.12

Δεν έχει να κάνει με κάποιο εσωτερικό θεωρητικό δίλημμα, αλλά με την ίδια την εν τοις ιδίοις όροις αντιφατική αντικειμενικότητα του κεφαλαίου: με το πώς η κρατική μορφή αποκρίνεται ή δεν αποκρίνεται στην αντικειμενικότητα του κεφαλαίου ως περιεχόμενο (απ' όπου και προκύπτουν και οι δομικές λειτουργίες ως υποτιθέμενα πράγματα εν εαυτοίς), και με το πως ο Mensch τίθεται στο επίκεντρο του καπιταλιστικού ενδιαφέροντος ως υπό διαμόρφωση αφηρημένος φορέας της εργατικής δύναμης, κύρια της αφηρημένης εργασίας.

Το Ιστορικιστικό ζήτημα είναι από φιλοσοφική άποψη ζήτημα ενδεδειγμένου Φορμαλισμού, το Ουμανιστικό ζήτημα είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα ανάπτυξης, εξέλιξης και κοινωνικοποίησης της αφηρημένης εργασίας.


ΙV. Η Γερμανική Απάντηση


Στον ίδιο χρόνο, μέσα σε ένα σχετικά ασφυκτικό πλαίσιο κομματικού και κατασταλτικού ελέγχου αναπτύχθηκε η Γερμανική Θεωρία της Staatsableitung13 (της Απορροής/Επαγωγής του κράτους από το κεφάλαιο), σε άμεση σύνδεση με την κριτική θεώρηση του Πασουκάνις περί της εμπορευματικής σύλληψης του υποκειμένου του δικαίου και των προσίδιων σχέσεων.14

Σε γενικές γραμμές, είναι μια πολιτική που κάνει την Θεωρησιακή Ζωή μας πιο εύκολη. Ωστόσο, η βασική αρετή της έγκειται στο ότι αναπτύσσεται επί των πιο προηγμένων παραγωγικών δυνάμεων, επί της ίδιας της αντίθεσης μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό της προσδίδει την ιδιότητα της μελλοντικότητας:

το (νοήμον) κράτος ως μηχανομορφικό aparratus είναι μια μορφοποιητική/τεχνονομική δύναμη τελούσα σε αντίθεση με την ικανότητα των παραγωγικών σχέσεων να παράγουν ιστορικές μορφές: να ένα προωθημένο σημείο εισαγωγής στην σύγχρονη εφαρμογή της εν λόγω θεωρίας


1 Βλ. Das Kapital. II. Band: Der Zirkulationsprozeß des Kapitals. III. Die Reproduktion und Zirkulation des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. 21. Akkumulation und erweiterte Reproduktion, Antonio Negri, The Labor of Dionysus: A Critique of State Form. Chapter V: The State and Public Spending.

2 Ενδεικτικά βλ. Antonio Negri, The Crisis of Planner State: Communism and Revolutionary Organisation, in Revolution Retrieved. Writtings on Marx, Caynes, Capitalist Crisis and New Socials Subjects (1967-1983), Red Notes, 1988, pp. 91-148.

3Βλ. Karl Schmitt, Politische Theologie. Vier Kapitel zur Lehre von der Souveränität, I. Kapitel. Definition der Souveränität, Zweite Ausgabe, Verlag von Duncker und Humblot, München und Leipzig, 1934, S. 11-22.

4 Βλ. Karl Schmitt, Die Diktatur Von den Anfängen des modernen Souveränitätsgedankens bis zum proletarischen Klassenkamp . Achte, korrigierte Auflage, I. Die kommissarische Diktatur und die Staatslehre, a) Die staatstechnische und die rechtsstaatliche Theorie, Die überlieferte Vorstellung der römisch rechtlichen Diktatur, Duncker und Humblot, Berlin, 2015, Arkadij Gurland, PRODUKTIONSWEISE - STAAT - KLASSENDIKTATUR - Versuch einer immanenten Interpretation des Diktaturbegriffs der materialistischen Geschichtsauffassung, Dissertation, 1928, σε http://www.mxks.de/files/kommunism/Gurland.MarxismusUndDiktatur.html, Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής Αντιμέτωπη στον Φασισμό, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

5 Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Η Κρίση των Δικτατοριών. Πορτογαλία – Ελλάδα – Ισπανία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.

6 Βλ. Norberto Bobbio, “Is There a Marxist Doctrine of the State?”, Telos: Critical Theory of the Contemporary, 35:5 (1978)

7 Βλ. Giles DeleuzeFelix Guattaria thousand plateauscapitalism and s c h i z o p h r e n i a, translation and f o r e w o r d by brian massumi, University of Minnesota Press, Minneapolis, London, 2005,

8 Βλ. Louis Althusser, Idéologie et appareils idéologiques d' État (Notes pour une recherche), La Pensée, 151 (1970), 3–38.

9 Βλ. Die deutsche Ideologie. Kritik der neuesten deutschen Philosophie in ihren Repräsentanten Feuerbach, B. Bauer und Stirner und des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten. Geschrieben 1845-1846. V. "Der Dr. Georg Kuhlmann aus Holstein" oder Die Prophetie des wahren Sozialismus "Die Neue Welt oder das Reich des Geistes auf Erden. Verkündigung", απόσπασμα: Die ganze historische Entwicklung reduziert sich für den Ideologen auf die theoretischen Abstraktionen der historischen Entwicklung, wie sie in den "Köpfen" aller "Philosophen und Theologen der Zeit" sich gebildet haben, und da man alle die "Köpfe" unmöglich "zusammensetzen" und "raten und abstimmen" lassen kann, so muß es Einen heiligen Kopf geben, der die Spitze von allen jenen philosophischen und theologischen Köpfen bildet, und dieser Spitzkopf ist die spekulative Einheit jener Dickköpfe - der Erlöser. Dieses Kopfsystem ist so alt wie die ägyptischen Pyramiden, mit denen es mancherlei Ähnlichkeit hat, und so neu wie die preußische Monarchie, in deren Hauptstadt es kürzlich wieder verjüngt auferstand. Die idealistischen Dalai-Lamas haben das mit dem wirklichen gemein, daß sie sich einreden möchten, die Welt, aus der sie ihre Nahrung ziehen, könne ohne ihre heiligen Exkremente nicht bestehen. Sobald diese idealistische Tollheit praktisch wird, tritt alsbald ihr bösartiger Charakter an den Tag, ihre pfäffische Herrschsucht, ihr religiöser Fanatismus, ihre Charlatanerie, ihre pietistische Heuchelei, ihr frommer Betrug. Das Wunder ist die Eselsbrücke aus dem Reiche der Idee zur Praxis. Herr Dr. Georg Kuhlmann aus Holstein ist eine solche Eselsbrücke - er ist inspiriert - und es kann daher nicht fehlen, daß sein Zauberwort die stabilsten Berge versetzt; das ist ein Trost für die geduldigen Geschöpfe, die nicht genug Energie in sich verspüren, diese Berge durch natürliches Pulver zu sprengen, eine Zuversicht für die Blinden und Zaghaften, welche den materiellen Zusammenhang in den mannigfaltig zersplitterten Erscheinungen der revolutionären Bewegung nicht sehen können.

10 Βλ. οπ. I. Feuerbach. Gegensatz von materialistischer und idealistischer Anschauung, B. Die wirkliche Basis der Ideologie, 2. Verhältnis von Staat und Recht zum Eigentum, απόσπασμα: Das Privatrecht entwickelt sich zu gleicher Zeit mit dem Privateigentum aus der Auflösung des naturwüchsigen Gemeinwesens. Bei den Römern blieb die Entwicklung des Privateigentums und Privatrechts ohne weitere industrielle und kommerzielle Folgen, weil ihre ganze Produktionsweise dieselbe  blieb. Bei den modernen Völkern, wo das feudale Gemeinwesen durch die Industrie und den Handel aufgelöst wurde, begann mit dem Entstehen des Privateigentums und Privatrechts eine neue Phase, die einer weiteren Entwicklung fähig war. Gleich die erste Stadt, die im Mittelalter einen ausgedehnten Seehandel führte, Amalfi, bildete auch das Seerecht aus. Sobald, zuerst in Italien und später in anderen Ländern, die Industrie und der Handel das Privateigentum weiterentwickelten, wurde gleich das ausgebildete römische Privatrecht wieder aufgenommen und zur Autorität erhoben. Als später die Bourgeoisie so viel Macht erlangt hatte, daß die Fürsten sich ihrer Interessen annahmen, um vermittelst der Bourgeoisie den Feudaladel zu stürzen, begann in allen Ländern - in Frankreich im 16. Jahrhundert - die eigentliche Entwicklung des Rechts, die in allen Ländern, ausgenommen England, auf der Basis des römischen Kodex vor sich ging. Auch in England mußten römische Rechtsgrundsätze zur weiteren Ausbildung des Privatrechts (besonders beim Mobiliareigentum) hereingenommen werden. (Nicht zu vergessen, daß das Recht ebensowenig eine eigene Geschichte hat wie die Religion.)

11 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten Geschrieben September bis November 1844. Erstmals erschienen Ende Februar 1845. Vorrede. Paris, im September 1844

12 Βλ. Louis Althusser, Μοντεσκιέ. Πολιτική και Ιστορία, μτφ. Σιατίτσας Φώτης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2005.

13 Ενδεικτικά βλ. http://www.mxks.de/kolitik/apolit.politik.htm, https://archive.ph/20120707074450/http://arranca.nadir.org/arranca/article.do?id=141, Wolfgang Müller, Christel Neusüß: The illusions of state socialism and the contradiction between wage-labour and capital. Telos 1975, vol. 25, Burkhard Tuschling, Rechtsform und Produktionsverhältnisse. Zur materialistischen Theorie des Rechtsstaates, 1976, Sybille von Flatow, Freerk Huisken: Zum Problem der Ableitung des bürgerlichen Staates], In: PROKLA Nr. 7, 1973, Bernhard Blanke, Ulrich Jürgens, Hans Kastendiek: Zur neueren marxistischen Diskussion über die Analyse von Form und Funktion des bürgerlichen Staates, In: PROKLA 14/15, 1974, Projekt Klassenanalyse (1974): Oberfläche und Staat: Kritik neuerer Staatsableitungen (Altvater, Braunmühl u.a., Flatow/Huisken, Läpple, Marxistische Gruppe Erlangen). VSA, Westberlin, Frank Deppe KRISE UND ERNEUERUNG MARXISTISCHER THEORIE Anmerkungen eines Politikwissenschaftlers

14 Βλ. Evgeny Pashukanis, The General Theory of Law and Marxism (1924),
IV. Commodity and the Subject, σε https://www.marxists.org/archive/pashukanis/1924/law/ch04.htm



H ιστορική γέννηση της Γερμανικής Αριστεράς

 

Από ιστορική άποψη έχει αναδειχθεί μια γραμμή διάκρισης και διαφοροποίησης μέσα στην Αριστερά των Ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 1840 είχε να κάνει με την Κριτική Μάχη ενάντια στην Φραγκική Επανάσταση, και στον ίδιο χρόνο με την πολιτική ανάπτυξη, και συγκεκριμένα με τις αληθείς σοσιαλιστικές εκβάσεις της Γερμανικής Ιδεολογίας.2 Η ποιοτική διαφοροποίηση έγκειται στον τρόπο αντιμετώπισης ή εγκόλπωσης της κατηγορίας έθνος και της κατηγορίας του αστικού δικαιώματος.

Η Γερμανική Αριστερά είναι μη διαμεσολαβημένο συγχρονικό τέκνο της πολιτικοδημοκρατικής Επανάστασης του 1848. Ως σημείο γέννησης της μπορεί να εκληφθεί η Συνέλευση Αριστερών της Φρανκφούρτης.3

Σήμερα, αυτό που έχει την πιο μεγάλη σημασία, είναι η μέθοδος πολιτικής πάλης μέσα σε ένα ευρύτερο επαναστατικό προτσές, μέσα σε ένα προτσές γενικού κοινωνικού μετασχηματισμού:  

μελετημένη αποδοχή και ενεργό συμμετοχή στην πολιτικοδημοκρατική εξέγερση,4 υιοθέτηση και με συστηματικό τρόπο συνεκτική μορφοποίηση των πιο προωθημένων αιτημάτων πάλης,5 αναγνώριση των τάσεων και των ρευμάτων που συγκροτούν την ενεργή επαναστατική κίνηση,6 σαφή επίγνωση των καθηκόντων των κομμουνιστών και της μη ξεχωριστής παρουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος – δουλειά για την πραγματική ενότητα όλων των κομμουνιστικών δυνάμεων στην πραγματική βάση των ενιαίων υλικών συμφερόντων της εργατικής τάξης.7

Φερ' ειπείν, το τελευταίο αναφερόμενο υλοποιήθηκε και αποτυπώθηκε κατά την διάρκεια της Επανάστασης με την μη έκδοση αυτοτελούς εφημερίδας του με διάχυτη οργανωτικότητα Κομμουνιστικού Κόμματος, μα με την κυκλοφορία πολιτικοδημοκρατικού εντύπου, της Νέας Ρηνανικής Εφημερίδας – Οργάνου για την Δημοκρατία. Υλοποιώντας αυτήν την κατεύθυνση, ασκήθηκε κριτική ακόμα και σε αξιωματούχους αυτοπροσδιοριζόμενους ως κομμουνιστές, εν όψει των απ' αυτούς παραβιάσεων των πολιτικών δικαιωμάτων, καθ' όσον ήταν κατακτήσεις της Επανάστασης.8

Σίγουρα, είναι κάτι πιο συναρπαστικό ο αναστοχασμός επί των αναψοκοκκινισμένων και εκστατικών ματιών στα οδοφράγματα, η ίδια η παρουσία των εξεγερτικών στιγμών στις συγκρουσιακές διαδικασίες, η καπνισμένη αντεπιχειρηματολογία των συνελεύσεων, η ελευθεριακή Εγελιανή θεωρησιακή νόηση επί της Εξέγερσης παράγουσας τις ιδίες στιγμές της, η εμφάνιση των πιο ακραιοκομμουνιστικών πραττόντων θετόντων των πιο προωθημένων σοκαριστικών ζητημάτων. Εν τούτοις, η μέθοδος, η ρουτινιάρικια εργασία του τυφλοπόντικα, είναι αναπόσπαστο τμήμα, sine qua non, όλων αυτών, ακόμα κι αν πολλές φορές μες στην μοναχικότητά της καταλήγει σε προσπάθεια απόδρασης απ' τους μπάτσους, ρίπτοντας πέτρες για να αποχωρήσεις από μια κακοτοπιά.

Το ερώτημα δεν είναι, αν έχει μείνει κάτι απ' όλ' αυτά -όλα είναι παρόντα είτε φασματικά είτε ενσώματα ενικά, όλα είναι συνειδητά. Το ερώτημα είναι, αν η σύγχρονη Αριστερά σε αμφότερες τις πλευρές του Ρήνου θυμάται κάτι απ' όλ' αυτά, αν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως άμεσο, οργανικό απόγονο αυτής ακριβώς της συνέχειας, και όχι κάποιας άλλης. Αν σε τελική ανάλυση το παράδειγμά μας, η πραγματική ιστορία μας, όπως αναπτύσσεται και εκτυλίσσεται από δεκαετία σε δεκαετία σε αυτές τις χώρες, γίνεται όχι απλά ένα εξαγώγιμο πολιτισμικό προϊόν, αλλά διαλεκτική εξωτερικότητα προς τα πολιτικά κινήματα, τα οποία δεν έχουν φτάσει εισέτι σε έναν τέτοιο βαθμό ανάπτυξης.

Είν' αυτό η κύρια συμβολή μας στο σύγχρονο χειραφετητικό κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο; Είν' αυτό κάτι που μπορεί να καναλιζαρισθεί απ' τους δοσμένους κοινοβουλευτικούς κομματικούς σχηματισμούς της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Οι Ιταλοί σύντροφοί μας, έλεγαν ήδη από την δεκαετία του 1990 για τον δαίμονα του κομμουνισμού, ως μια πνευματική ανασύνθεση της υλικής και πραγματικής εμπειρίας της ενεργής κομμουνιστικής πάλης, ως αυτό που πάντοτε θα σε βγάζει στους δρόμους, στην αναζήτηση της κομμουνικής συλλογικοποίησης. -Κι όμως, πόσο αφελείς ακουγόμεθα στ' αυτιά των μαρξιστών προφεσσόρων. Πόσο φρικιά και εξωπραγματικοί φαινόμεθα στα επίσημα αριστερά κόμματα και τους εκπροσώπους τους. Απ' την άλλη, είν' αυτό κάτι που δυνάμει της ισχύος του εξέρχεσαι του κομμουνισμού των πνευμάτων, απ' την αορατότητα της εργατικής και εργασιακής συνθήκης σου, απ' το περιθώριο της αυτόνομης μοναξιάς σου;


1 Βλ. Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik gegen Bruno Bauer und Kunsorten Geschrieben September bis November 1844. Erstmals erschienen Ende Februar 1845, 6. Kapitel. die absolute kritische Kritik oder die kritische Kritik als Herr Bruno, 3. Feldzug der absoluten Kritik, 3. Kritische Schlacht gegen die französische Revolution

2 Βλ. Die deutsche Ideologie. Kritik der neuesten deutschen Philosophie in ihren Repräsentanten Feuerbach, B. Bauer und Stirner und des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten. Geschrieben 1845-1846. II. Band [Kritik des deutschen Sozialismus in seinen verschiedenen Propheten] Der wahre Sozialismus

3 Βλ. Friedrich Engles, Die Frankfurter Versammlung [Neue Rheinische Zeitung" Nr. 1 vom 1. Juni 1848], Programme der radikal-demokratischen Partei und der Linken zu Frankfurt ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 7 vom 7. Juni 1848], Die Polendebatte in Frankfurt, ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 70 vom 9. August 1848], Der Aufstand in Frankfurt ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 107 vom 20. September 1848, Beilage], und, Die Frankfurter Versammlung ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 150 vom 23. November 1848]

4  Βλ. Friedrich Engles, Die Bewegungen von 1847["Deutsche-Brüsseler-Zeitung" Nr. 7 vom 23. Januar 1848

, Demokratischer Charakter des Aufstandes ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 25 vom 25. Juni 1848]

5 Βλ. Friedrich Engels, Marx und die “Neue Rheinische Zeitung” 1848-49, in Der Sozialdemokrat, March 13, 1884, MEW, Band 21, Dietz Verlag Berlin, 1962, S. 16-24, απόσπασμα οπ. S 19: “Das politische Programm der „Neuen Rheinischen Zeitung” bestand aus zwei Hauptpunkten: Einige, unteilbare, demokratische deutsche Republik und Krieg mit Rußland, der Wiederherstellung Polens einschloß”. 

6 Βλ. Friedrich Engles, Die revolutionäre Bewegung ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 184 vom 1. Januar 1849]

7 Βλ. Forderungen der Kommunistischen Partei in Deutschland, Geschrieben zwischen dem 21. und 29. März 1848. Gedruckt als Flugblatt um den 30. März 1848 in Paris und vor dem 10. September 1848 in Köln. Nach dem Kölner Flugblatt, Manifest der Kommunistischen Partei. Geschrieben im Dezember 1847/Januar 1848. Gedruckt und als Einzelbroschüre im Februar/März 1848 in London erschienen. Der vorliegenden Ausgabe liegt der Text der letzten von Friedrich Engels besorgten deutschen Ausgabe von 1890 zugrunde.

8 Βλ. Drigalski der Gesetzgeber, Bürger und Kommunist ["Neue Rheinische Zeitung" Nr. 153 vorn 26. November 1848]

Τυπική Ισότητα, Queer Υλικότητες, Κομμουνιστική Κίνηση

 

Ο φορέας της επαναστατικής, καταργητικής κίνησης, που περιγράφουμε ως κομμουνισμό, είναι πάντοτε η fur sich εργατική τάξη. Αυτό δεν τροποποιείται, ούτε διαφοροποιείται από τα οποιαδήποτε ιστορικά προσδιορισμένα κοινωνικά κινήματα, τα οποία εκφράζουν στον ίδιο χρόνο τόσο μορφές κοινωνικής συνείδησης, όσο και δοσμένους βαθμούς ανάπτυξης τρόπων παραγωγής: αντιφατική ενότητα και αποσπασματική πάλη μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων.

Στην ιστορική ολοκλήρωση της αστικής κοινωνίας στα μισά του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, το πρόβλημα της τυπικής ισότητας έπαιρνε την πολιτική μορφή του Ιουδαϊκού Ζητήματος, στον ίδιο χρόνο που το Χαρτιστικό Κίνημα έθετε με όρους ταξικής πάλης την συνδυαστικότητα των προβλημάτων τυπικής και οικονομικής ισότητας. Όπως έχουμε αναλύσει, τις τελευταίες δεκαετίες, το πρόβλημα της τυπικής ισότητας της εργατικής μετανάστευσης λαμβάνει επίσης ως τέτοιο μια τροποποιημένη μορφή Ιουδαϊκού Ζητήματος.

Επίσης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το ζήτημα της τυπικής ισότητας των φύλων (genders) έχει αναδειχθεί. Η προσίδια θεωρία αναλύει όλο αυτό και αναπτύσσεται μέσα από φιλοσοφικούς όρους οντολογίας και θεωρίας του υποκειμένου. Η πάλη που καταβάλλει, είναι κύρια απέναντι στις αριστερές και δεξιές εκδοχές του βιολογικισμού, δηλαδή σε τελική ανάλυση του Δαρβινισμού, όπως συνδέεται ιδεολογικά και κυρίως με όρους γενετικής μηχανικής με την εκάστοτε εθνική μοριακότητα και σωματιδιακότητα.

Έχουμε ξαναγράψει εδώ, ότι για μας, η cyborg εμπειρία και πρακτική δεν είναι μόνο μια μορφή αυτοκατανόησης, αλλά η βασική, ήτοι η οικονομική, παραγωγική πλευρά της ίδιας της οντικότητάς μας. Αυτό συνεπάγεται -και έχουμε μιλήσει και δημοσιεύσει περί τούτου- ότι ο οποιοσδήποτε έμφυλος οιονεί ή πραγματικά κανονιστικός προσδιορισμός στις cyborg σωματικότητες, πολλώ δε μάλλον στους cyborg οργανισμούς [μη διαμεσολαβημένα συνδεδεμένους στο Βιομηχανικό Αυτόματο της Γενικής Νοημοσύνης] είναι ab initio μη εφαρμόσιμος και αχρηστευμένος, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές προτιμήσεις εκάστου. Εν τούτοις, ως αυτόνομοι cyborg εργάτες -κι εδώ με τον όρο αυτονομία δηλώνουμε την ικανότητα των cyborg εργατων να συνδέονται οντολογικά με τις αντικειμενικές συνθήκες εργασίας τους, ήτοι σε πρώτο χρόνο τον μέγιστο βαθμό εργασιακής συνειδητοποίησης της μηχανουργίας, συνολικά του σταθερού κεφαλαίου που απασχολήθηκε στην παραγωγή, και του μεταβλητού κεφαλαίου- ξέρουμε, ότι αυτή η οντολογία δεν μπορεί να είναι ως τέτοια πλειοψηφική στην κοινωνική σφαίρα, όπως ορίζεται από το κυκλοφοριακό προτσές κεφαλαίου. -Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η cyborg οντολογία επιλέγει να είναι απούσα από την οργανικότητα και οργανωτικότητα των πληθυσμών των εδραίων και εδραιοποιημένων αστικών κοινωνιών.

Τούτων λαμβανομένων υπ' όψη, σε ουδεμία περίπτωση, η τοποθέτηση κάποιου με πολιτική και οργανωτική αναφορά στην εργατική τάξη προς τα queer ζητήματα επιτρέπεται να είναι με όρους αισθητικού ατομικού υποκειμενισμού.

Απ' αυτήν την άποψη κατανοούμε κριτικά το queer ως ενσώματες εκφράσεις υλικοτήτων που εμφανίζονται αντικειμενικά μέσα από τις αντιφατικές και ετερόκλητες δυναμικές του γίγνεσθαι της κοινωνικής εργασίας. Αυτό είναι ιστορικά προσδιορισμένο αποτέλεσμα της ίδιας της κυριάρχησης των παραγωγικών δυνάμεων, συνολικά του κεφαλαίου επί της πλανητικής φύσης, με τον ίδιο τρόπο, που η παραγωγή παιδιών παίρνει όλο και πιο πολύ μηχανικές μεσολαβήσεις και πραγματικά χαρακτηριστικά, και έχει εξαλειφθεί ως καθαρή, ως αποκλειστικά βιολογική/ανατομοφυσιολογική διαδικασία. Αυτό σημαίνει, ότι δεν επιλέγει κάποιος να είναι queer, λεσβία, gay, trans-, χάριν σε μια Ιδέα ή σε μια ιδεολογία, αλλά η επιλογή του είναι μόνο μια μορφική έκφραση μιας ήδη αναπτυχθείσας και αναπτυσσόμενης υλικότητας που αφορά το σώμα του, τον οργανισμό του, τις ενδιαθέσεις, ενορμήσεις και επιθυμίες του. Τούτου δοθέντος, αν κάποιος πάει να δώσει πολιτική αντιπαράθεση απέναντι στο queer με τους παραπάνω αναφερόμενους Δαρβινικούς και Φυσιοκρατικούς όρους, είναι εκ της ίδιας της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας νομοτελειακό, ότι θα υποστεί πολιτική ήττα (όπως κι έγινε κατ' επανάληψη).

Σίγουρα, είναι κάτι σχετικά δύσκολο, ή κάτι που απαιτεί μεγάλη υπομονή και ευθυκρισία, για κλασικούς φύσει και θέσει εργατιστές, όπως εμείς, να κρατάς την ψυχραιμία σου σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό ιδεολογικίστικου πληθωρισμού, ωστόσο, επί των τιθέμενων ζητημάτων, η εργατική τάξη διανοίγει και επιβάλλει τον πολιτικοδημοκρατικό δρόμο του σεβασμού και της ταπεινοφροσύνης.

Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα όλων αυτών των υποκειμένων, θέτει μια πρόκληση ως προς την πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης, δηλαδή ως προς την δικτατορία του προλεταριάτου, και μια ευθεία αμφισβήτηση προς την δόμηση της μονοπυρηνικής οικογένεια, κάτι το οποίο αφορά κυρίως τον μεσαίου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης εθνοκρατισμό. Το πρώτο γίνεται, διότι, όπως όλα τα κοινωνικά κινήματα, “αυτομολεί” ή αντικειμενικά δεν προέρχεται από την υπεροχή της βάσης της παραγωγής τόσο ως εἶναι, όσο και ως γίγνεσθαι, προς το κοινωνικό και την Ιδεαλιστική Σφαίρα. Το δεύτερο γίνεται, διότι τόσο αντικειμενικά, όσο και πραγματικά, είναι κάτι, το οποίο ίσταται σε ανώτερο του εκάστοτε συστήματος εθνικής οικονομίας πολιτισμικό επίπεδο, δηλαδή το έχει υπερβεί.

Απ' την άλλη, ο queer υλισμός, στο μέτρο που λαμβάνει high-tech γνωρίσματα, επιστρέφει πάλι στην εμπειρία και την πραγματικότητα της εργασίας και της παραγωγής, και απ' αυτήν την άποψη η τυπική ισότητα είναι όρος για την αναπαραγωγή της προσίδιας εργατικής δύναμης, για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσίδιας προσωπικότητας, για την ενάσκηση των προσίδιων πρακτικών προλεταριακής αυτοαξιοποίησης.

Επ' αυτού, το περί ου ο λόγος κίνημα συνδέεται σε πραγματικό επίπεδο με την κομμουνιστική κίνηση. Όχι απλά και μόνο επειδή συγκροτεί κοινότητες και συλλογικότητες. Ακόμα κι αν σε πρώτο χρόνο μπορεί πλειοψηφικά στο εσωτερικό του να μην δέχεται την ιστορική εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου, προσεγγίζει την κομμουνική εμπειρία, της οποίας η δικτατορία του προλεταριάτου, διευρυμένα η εργατική δημοκρατία κοκ, στις σύγχρονες συνθήκες μπορεί να εκληφθεί ως συντακτική υλοποίησή της.

Η αυταπάτη της αντίληψης περί τεχνοκεφαλαιακής μοναδικότητας

  

“Στην πρόταση Α = Α ως πρόταση της ταυτότητας υποβάλλεται σε αναστοχασμό αυτή η συσχέτιση. Αυτή η σχέση, αυτό που είναι ένα, η ισότητα εμπεριέχεται σ’ αυτήν την καθαρή ταυτότητα. Πραγματοποιείται αφαίρεση από κάθε ανισότητα. Η πρόταση Α = Α, η έκφραση της απόλυτης σκέψης ή του Λόγου, έχει για τον μορφολογικό αναστοχασμό που εκφράζεται με προτάσεις της διάνοιας μονάχα τη σημασία της ταυτότητας της διάνοιας, της καθαρής ενότητας, δηλαδή της ενότητας στην οποία πραγματοποιείται αφαίρεση από την αντίθεση.

Όμως ο Λόγος δεν βρίσκει την έκφρασή του σ’ αυτήν τη μονομέρεια της αφηρημένης ενότητας. Αξιώνει επίσης να θέσουμε αυτό από το οποίο πραγματοποιήσαμε αφαίρεση στην καθαρή ισότητα, να θέσουμε το αντιτιθέμενο, την ανισότητα”.[1]

 

Ενδείξεις απ’ την μιζέρια της κομματικότητας

 

Η ιδεολογικοπολιτική προβολή της υπόθεσης περί τεχνοκεφαλαιακής μοναδικότητας, μπορεί να κριθεί μέσα από την κριτική ανάλυση του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου.[2] Από stricto sensu σκοπιά κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η αυταπάτη συνίσταται στο ότι η αξία ουσιωδώς αποδίδεται στον φερόμενο ως εμπράγματο δικαιούχο. Στα μυαλά των οπαδών αυτής της αντίληψης, όπως και στην μπουρζουάδικη πολιτική οικονομία, αξία και ιδιοκτησία είναι σχεδόν ταυτόσημες. Σίγουρα, αυτό είναι ένας προχωρημένος μερκαντιλισμός, αλλά ουδέποτε φτάνει τον Ρικάρντο.[3]

Ακόμα και από μια εμπειρική σκοπιά, η μοναδικότητα δεν λαμβάνει την λειτουργία της ενεργούς παραγωγικής ή ακόμη και της συνάρθρωσης [gestalt] κοινωνικής εργασίας. Απ’ αυτήν την άποψη μάλλον είναι ένα απότοκο της Καλιφορνέζικης Ιδεολογίας, λειτουργούν ως μια υπερκαταληπτική προκατάληψη, παρά κάτι που εμφανίζεται μέσα στο παραγωγικό προτσές.[4] Ωστόσο, είναι αναγνωρίσιμη η ουσιακή υπόστασή του μέσα στην πραγμότητα, απ’ όπου απορρέει η πολιτική λειτουργία του. Αυτή η πραγματική υπόσταση περισσότερο επιδεινώνει τα πράγματα, τις καταστάσεις, τις υποθέσεις, παρά προσφέρει κάποιους διεξόδους ή προοπτικές.

Η αναγνώριση, ότι κατά κάποιον τρόπο μια quasi Θρησκευτικού quasi Ιδεολογικού τύπου προκατάληψη, προεντύπωση, έλαβε μια πραγματική υπόσταση, συντείνει στην καθιέρωση ενός προσίδιου σ' αυτό υπαρξισμού. Σε μια πιο καχύποπτη οπτική, η κατ’ επανάληψη δήλωση περί υπάρξεως, περί πραγματικής υποστάσεως είναι μόνο μια συμμόρφωση προς την λειτουργία του καπιταλιστικού ρεαλισμού.

-Το j υπάρχει. Αυτό in sich πάει πίσω σε μια Καρτεσιανή νοοτροπία. Επειδή υπάρχει, υπάρχει μόνο εκτός χώρου και χρόνου, υπάρχει μόνο εντός Πλατωνικού ατόπου.

Στην συνολικότητά του αποκτά εγκυρότητα μόνο ως Φιχτεανή εξισωτική ταυτότητα. Σ’ αυτό το συγκείμενο, η δήλωση «υπάρχει» σημαίνει την ανικανότητα του σχετίζεσθαι, του συνεργάζεσθαι, του συμμαχείν. Στην άκρα λογική συνέπειά του: ο ταυτοτικός πολιτικός αυτισμός ως Ιδεολογία.

Η τεχνοκεφαλαιακή μοναδικότητα ως brandname, ως εμπορευματικό σήμα, είναι μόνο μια υποκατάσταση της Ιδέας περί Θεού, και ανά περιστάσεις η ενεργοποίησή της. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα μπορεί να αναζητηθεί στις πρώτες καθαρές μορφές της στις πρώτες ριζικές Αγγλικανικές εκφάνσεις των αρχών του 17ου αιώνα. Διαθέτει –λοιπόν- μια ιστορικίστικη συνάφεια προς την λειτουργία του εμπορεύματος ως Leveller –συνεχίζει αυτή η ύπαρξη να είναι εγκλωβισμένη στο άρθρο του Πασουκάνις για τα Επαναστατικά Στοιχεία στην Ιστορία του Αγγλικού Κράτους και Δικαίου!

Αυτό γίνεται ένα φετίχ: η αναγωγή όλων των σχέσεων σε μια μυθοποιημένη Αγγλική Ιστορία αντιπαραθέσεων μεταξύ των ελίτ, κάτι το οποίο υποπίπτει σε αντιπαραθέσεις μεταξύ αυλικών: οι Πλανταγενέτες και οι Υορκιστές, οι Λανκαστεριανοί και οι Τυδώρ, οι Στιούαρτ και το ανήσυχο παπαδαριό, οι ευθυτενείς επιβήτορες του New Model Army και οι σινιόρες των τιμών: όλες αυτές οι κωμικές πλέον φιγούρες παρελαύνουν επί της σκηνής του Ιστορικίστικου δράματος: όλη αυτή η υποκριτική στρατιά κεχρισμένων και Δεσποσυνών έχει αλλαγμένα μόνο τα ονόματα, αλλά τα πρόσωπα παραμένουν ίδια, όσο οι ποιότητές των ανταλλάσσονται με τυπικούς εμπορευματικούς όρους. Είναι αυτό η πιο άξια πολιτική αναπαράσταση του Προυντονικού Συστήματος Οικονομικών Αντιφάσεων;

Στην in concreto πολιτική αντιπαράθεση, η μοναδικότητα κοινοποιείται, και έτσι παύει να προβάλλεται ως τέτοια: ξεγυμνώνεται ως “κύκλος της ήττας”, της κάθε ήττας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απολύει ακόμη και τον όποιο τεχνοκεφαλαιακό χαρακτήρα της, ξεμένει μόνο ως ένα σχεδόν αγοραίο, σχεδόν χυδαίο πολιτικό τρικ. Ο φορέας της «μοναδικότητας» εντοποθετείται στην μόνη διαθέσιμη καπιταλιστική μορφή του: σε αυτήν του μαθητευόμενου μάγου.

 

 



[1] Έγελος, Η Διαφορά των Συστημάτων Φιλοσοφίας του Φίχτε και του Σέλλινγκ, Ορισμένες μορφές που απαντούν στο τωρινό φιλοσοφείν. Αρχή μιας φιλοσοφίας με τη μορφή μιας απόλυτης θεμελιώδους αρχής, μτφ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2006, σ. 59. Στο πρωτότυπο: Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Differenz des Fichteschen und Schellingschen Systems der Philosophie in Beziehung auf Reinholds Beiträge zur leichtern Übersicht des Zustands der Philosophie zu Anfang des neunzehnten Jahrhunderts. Mancherlei Formen, die bei dem jetzigen Philosophieren vorkommen Geschichtliche Ansicht philosophischer Systeme. Prinzip einer Philosophie in der Form eines absoluten Grundsatzes, απόσπασμα: “In A = A, als dem Satze der Identität, wird reflektiert auf das Bezogensein, und dies Beziehen, dies Einssein, die Gleichheit ist in dieser reinen Identität enthalten; es wird von aller Ungleichheit abstrahiert, A = A, der Ausdruck des absoluten Denkens oder der Vernunft, hat für die formale, in verständigen Sätzen sprechende Reflexion nur die Bedeutung der Verstandesidentität, der reinen Einheit, d.h. einer solchen, worin von der Entgegensetzung abstrahiert ist. Aber die Vernunft findet sich in dieser Einseitigkeit der abstrakten Einheit nicht ausgedrückt; sie postuliert auch das Setzen desjenigen, wovon in der reinen Gleichheit abstrahiert wurde, das Setzen des Entgegengesetzten, der Ungleichheit”.

[2] Βλ. Das Kapital. II. Band: Der Zirkulationsprozeß des Kapitals. III. Die Reproduktion und Zirkulation des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. 18. Einleitung. I. Gegenstand der Untersuchung, απόσπασμα: Die Kreisläufe der individuellen Kapitale verschlingen sich aber ineinander, setzen sich voraus und bedingen einander und bilden gerade in dieser Verschlingung die Bewegung des gesellschaftlichen Gesamtkapitals. Wie bei der einfachen Warenzirkulation die Gesamtmetamorphose einer Ware als Glied der Metamorphosenreihe der Warenwelt erschien, so jetzt die Metamorphose des individuellen Kapitals als Glied der Metamorphosenreihe des gesellschaftlichen Kapitals. Wenn aber die einfache Warenzirkulation keineswegs notwendig die Zirkulation des Kapitals einschloß – da sie auf Grundlage nichtkapitalistischer Produktion vorgehn kann –, so schließt, wie bereits bemerkt, der Kreislauf des gesellschaftlichen Gesamtkapitals auch die nicht in den Kreislauf des einzelnen Kapitals fallende Warenzirkulation ein, d.h. die Zirkulation der Waren, die nicht Kapital bilden.

[3] Βλ. Friedrich Engels, Vorwort [zur ersten deutschen Ausgabe "Das Elend der Philosophie"], Stuttgart 1885, αποσπάσματα: Soweit der moderne Sozialismus, einerlei welcher Richtung, von der bürgerlichen politischen Ökonomie ausgeht, knüpft er fast ausnahmslos an die Ricardosche Werttheorie an. … Die obige Nutzanwendung der Ricardoschen Theorie, daß den Arbeitern, als den alleinigen wirklichen Produzenten, das gesamte gesellschaftliche Produkt, ihr Produkt, gehört, führt direkt in den Kommunismus.

[4] Παράβαλε Nick Land, Meltdown, in Fanged Nooumena. Collected Writtings 1987-2007, edited by Robin Mackay and Ray Brassier, Urbanomic. Sequence, UK, 2012, pp. 441-460.  

Περί της παρατεταμένης δικαιολογίας περί συντηρητικών στροφών της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης

 

Τα κάθε είδους εκλογικά αποτελέσματα είναι μόνο ένας δείκτης της αφηρημένης ποιότητας κοινωνικής συνείδησης, και σε λιγότερο βαθμό του επιπέδου της ταξικής πάλης. Το να ξεκινά κάποιος την κοινωνική, την πολική ανάλυση, την κριτική του απ' αυτά, είναι μια ιδεαλιστική συνήθεια, το να διαμορφώνει την πολιτική του απ' αυτά είναι ένα μπουρζουάδικο ίδιον.

Σε συνθήκες εκτεταμένης κρίσης νομιμοποίησης των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων σε μια σειρά χωρών, ως τέτοια τα εκλογικά αποτελέσματα ως σημεία αναφοράς πολιτικής ανάλυσης κλπ. αντικειμενικά απαξιώνονται. Σ' αυτές τις χώρες, το θέμα δεν είναι μόνο, ότι η απόσταση μεταξύ εκλογικής πολιτικής και βάσης της παραγωγής έχει γίνει αγεφύρωτη, αλλά, ότι μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ της εκλογικής πολιτικής και της διεξαγόμενης με πραγματικούς όρους πολιτικής.

Απ' αυτήν την άποψη, είναι αποτυχημένη η πολιτική όποιων κομμουνιστικών δυνάμεων στήριξαν το πολιτεύεσθαί τους στην διαπίστωση περί συντηρητικών στροφών των εργατικών μαζών. Αυτή η διαπίστωση αφήνεται πολλαπλά έκθετη εν όψει των μεγάλων ποσοστών, που θα έχει η αριστερά στις επικείμενες Φραγκικές εκλογές, και το Εργατικό Κόμμα στο ΗΒ. 

-Όσο εσφαλμένη ήτο η διαπίστωση περί συντηρητικοποίησης, άλλο τόσο εσφαλμένη είναι μια εν όψει αυτών διαπίστωση περί ριζοσπαστικοποίησης.

Οι αλλαγές στους συσχετισμούς ισχύος, η υπό ανάδυση νέα ισορροπία ή ακόμη και ανισορροπία των πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, είναι στην βασική πλευρά της αποτέλεσμα της πολιτικής ανόδου και της ανά περιστάσεις αύξησης της έντασης της ταξικής πάλης. Αυτό έχει ως μη διαμεσολαβημένο αποτέλεσμα την υποχώρηση των δυνάμεων του ταξικού συμβιβασμού και των προσπαθειών πολιτικής απαγόρευσης της ταξικής πάλης, των wannabe λογοκριτών συμπεριλαμβανομένων. Η πολιτική άνοδος και η αύξηση της έντασης της ταξικής πάλης ωθεί στο λαμβάνειν αυτή πιο ξεκάθαρες, ήτοι όλο και λιγότερο διαμεσολαβημένες, πολιτικές μορφές, ώστε στην ημερήσια διάταξη του ταξικού ανταγωνισμού τίθεται όλο και πιο ευκρινώς το ποιός – ποιόν.

Βέβαια, η πολυθρύλητη αυτονομία του πολιτικού υπάγει τις πιο ξεκάθαρες, τις λιγότερο διαμεσολαβημένες πολιτικές μορφές σε τροποποιημένα, ή ακόμα και σε διαφοροποιημένα πολιτικά περιεχόμενα. Το κοινό εκλογικό κατέβασμα στις επικείμενες Φραγκικές εκλογές αποκρίνεται σε ένα ούτω τρόπω κατανοούμενο πολιτικοδημοκρατικό καθήκον. -Σε αυτό επιβάλλεται σεβασμός απ' όσους είναι εκτός μάχης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν αντιλαμβανόμεθα τις εξελίξεις ως αναταραχή, ούτε ως θαυμάσια μέρα, αν και σηματοδοτούν την ταφόπλακα στο στυλ πολιτικής "business as usual". Σημαντικό για εμάς είναι ο κριτικός εντοπισμός και η διαύγαση των σύγχρονων τρόπων και μορφών διεξαγωγής του πολιτικού πολέμου, που είναι ποιοτικά διαφορετικοί από τις εμπειρίες του 19ου αιώνα και του Μεσοπόλεμου, καθώς και από εκείνες των δεκαετιών του 1960 και εντεύθεν. Απ' την άλλη, στην οπτική μας δεν τίθεται άμεσο καθήκον εργατικής ηγεμονίας εκφραζόμενο μέσα από εκλογικές επιδόσεις. Επομένως, όποιες εκ των εργατικών δυνάμεων συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική μάχη, έχουν συμφέρον να την διεξάγουν, άνευ άγχους, άνευ βεβιασμένων καταστάσεων. 

Η με πραγματικούς όρους ταξική πάλη είναι τέτοια, το έχει μέσα στην ίδια την φύση της, να διεξάγεται και να εκτείνεται μέσα σε ένα Επικούρειο ανύπαρκτο χρόνο, όπως το θέτει ο ίδιος ο Επίκουρος. Οι war times τουλάχιστον από το 2008-2010 ανταποκρίνονται μόνο στα συμφέροντα ξεπεσμένων κομματιών της μπουρζουαζίας και της ψευτο-αριστοκρατίας, σε τελική ανάλυση σε ενοχικά προβλήματα εμπρόθεσμων πληρωμών.

Η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη έχει όλους τους λόγους του κόσμου να είναι large τόσο ως προς τις κάθε είδους εκλογές, όσο και προς τους πολιτικούς διαγκωνισμούς των ταξικών αντιπάλων της, κύρια δε να μην επιτρέψει την διά της κρυπτομιλιταριστικής γεωπολιτικοποίησης διαστρέβλωση των εκλογικών αναμετρήσεων, ήτοι να περιφρουρηθεί στο εσωτερικό της Ευρώπης ο εμμενής χαρακτήρας των πολιτικών μαχών, παρόλες τις Ασιατικές προκλήσεις.





Σχετικά με την διαμόρφωση της τρέχουσας πολιτικής σε Γερμανία και Φραγκική Επικράτεια

 

Αυτή η εκλογική διαδικασία πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες πολιτικού διαχωρισμού και σχετικής οργανωτικής απομόνωσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης ως τέτοιου.

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στην Φραγκική Επικράτεια, δεικνύει σε εμμενές (δηλαδή μη αναγώγιμο σε άλλες χώρες) επίπεδο τις συστημικές δυσκολίες του καθεστώτος της μπουρζουάδικης διαχείρισης. Η αποδιάρθρωση του δοσμένου συστήματος κυβερνητικής εξουσίας και καταστολής έχει την σφραγίδα του απεργιακού κινήματος του 2023 και της πληβειακής εξέγερσης του Ιουνίου του ίδιου έτους.

Επ' αυτού, η Αριστερά στην Φραγκία (από Insoumise και προς τα αριστερά), παρότι ανεβαίνει σε ποσοστό 13%, ωστόσο απέχει από την εμφατική απόδοση του Μελανσόν στις Προεδρικές Εκλογές του 2022 (20,3%). Αυτό καταδεικνύει όχι τόσο την αδυναμία της στην πολιτική οργάνωση των ταξικών αγώνων, αλλά κύρια τον αυτόνομο πολιτικό χαρακτήρα των ταξικών αγώνων, κάτι που περιλαμβάνει και την CGT, ώστε πλέον όλο και πιο πολύ η ψήφος στην Αριστερά δεν είναι αναγκαία “φυσική συνέχεια των αγώνων”, ή οι αγώνες δεν μεταφράζονται σώνει και ντε στην κάλπη, παρότι στην Φραγκική Επικράτεια πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη χώρα, οι ταξικοί αγώνες, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί έχουν εγγενή τάση πολιτικοποίησης. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτήν την συγκυρία, οι εργάτες έχουν συμφέρον στο να συμμετάσχουν στο μέτρο του επιθυμητού στην έστω και με χαμηλή πολιτική ένταση πολιτική πάλη της Αριστεράς εν όψει των εκλογών της 30/6.

Ο Φραγκικός Σοβινισμός (Λε Πενς, Μπαρντέλα) κατά κύριο λόγο στο οικονομικό περιεχόμενό του εκφράζει την ανάγκη ανάπτυξης και επέκτασης παραγωγικού κεφαλαίου μεσαίας και χαμηλής οργανικής σύνθεσης, με έμφαση στην τεχνολογική ανανέωση της γεωργικής βιομηχανίας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό στην δημοσιονομική και δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης. Ένα κρίσιμο στοιχείο είναι, ότι αποτελεί απάντηση στις στρατιωτικές δυσκολίες και δυσχέρειες του Φραγκικού ιμπεριαλισμού στο Σαχέλ, σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και σε περιοχές της Ωκεανίας. Απ' αυτήν την σκοπιά σ' αυτό μπορούν να εντοπισθούν κατά Λένιν σοσιαλιμπεριαλιστικές τάσεις.

Η διαμόρφωση των πολιτικών και κυβερνητικών συσχετισμών στην Φραγκική Επικράτεια, όπως και στην Γερμανία, σε ένα εύρος σηματοδοτούν την περαιτέρω σκλήρυνση και αυστηροποίηση του κρατικού ελέγχου, ως απάντηση στις επί της συγκυρίας ρωγματώσεις κύρια του συστήματος της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.

Στην Γερμανία (με την μεγάλη ανεβασμένη συμμετοχή του 64,8%) έχουμε μια ακόμα σχεδόν παραδοσιακού τύπου συγκυριακή αποτυχία του Ευρωπαϊκού Σοσιαλισμού, η οποία χρωματίζεται από την έκφραση της δυσαρέσκειας μέσα από το (όχι και τόσο) ανεβασμένο ποσοστό του AFD. Σε αυτό το σκηνικό, ο Χριστιανοδημοκρατικός συνασπισμός επανακτά την πολιτική ηγεμονία και τον χαρακτήρα του συμπαγούς πολιτικού μπλοκ.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη πτώση της πολιτικής Οικολογίας, κάτι που αντανακλά τόσο τις παλινωδίες του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο διαχειρίζεται η εν λόγω δύναμη, αλλά κύρια την πολιτική χρεωκοπία αυτών των αντιλήψεων στο οικονομικό περιεχόμενό τους: την ορμητική πολιτική αποστοίχιση των νέων γενιών εργατών από τις οικολογικές αντεργατικές και αντιβιομηχανικές πρακτικές.

Οι αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις, παρά την διάσπαση του Ντε Λίνκε, αυξάνουν τις δυνάμεις τους από 5,5% στα 2019 σε συνολικά 9% περίπου. Το BSW στο πρώτο εκλογικό κατέβασμα, μετρώντας μόνο τέσσερις μήνες κομματικής ζωής, αποσπά ένα βασικό 6,2%. Το Ντε Λίνκε περιορίζεται στο 2,7%, κάτι που εκ των πραγμάτων θα το ενθέσει στην ζώνη των υπαρξιακών θεμάτων.

Ωστόσο, οι όχι τόσο μεγάλες εκλογικές επιδόσεις στα κράτη κατά μήκος του Ρήνου, δείχνουν την ανάγκη ποιοτικών μετασχηματισμών συνολικά για το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, προβλήματα απόσπασης από την πάλη και τους αγώνες μέσα στις βιομηχανίες. Το να αποκριθεί και να φέρει εις πέρας αυτό το καθήκον έχει να κάνει και συνδυάζεται με την διαμόρφωση και συγκρότηση μιας δρομίσιας πολιτικής με σημείο απεύθυνσης τον δημόσιο χώρο, τις ανεξάρτητες από το κράτος διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Από την άλλη, στα πρώην DDR κράτη, το BSW είναι τρίτη δύναμη με πάνω από 15%, με πρώτη δύναμη το AFD γύρω στα 27%. Αυτό είναι ένα κρίσιμο πολιτικό στοιχείο, καθ' όσον εκφράζει συνολικά στην χώρα δυναμικές διάσπασης της πολιτικής συμπεριφοράς.

Το ΑFD ένεκα και των πρόσφατων σκανδάλων χαρακτηρίζεται όλο και πιο πολύ ως κόμμα- υβρίδιο απ' όλες τις απόψεις. Κι αυτό γιατί το πολιτεύεσθαί του συνίσταται στην πολιτική της αφαίρεσης, στην πολιτική του μη λαμβάνειν θέση τόσο στον εσωτερικό ταξικό ανταγωνισμό, όσο και στον εξωτερικό στρατηγικό ανταγωνισμό. Κυρίως, με αφηρημένο τρόπο τροφοδοτεί δυναμικές πολιτικού πολέμου γύρω από ζητήματα εθνοτικών και πολιτισμικών συνθέσεων, καθώς και γύρω από ζητήματα υπεροχής των Γερμανικών πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτό, το οποίο παραμένει ασαφές στην ρητορική και στην σύστασή του είναι από ποιό καθεστώς Γερμανικής ιστορικότητας προέρχεται, πού ήτο στις ιστορικούς αγώνες της Γερμανικής εργατικής τάξης. Η πιο ασφαλής απάντηση είναι, ότι στην πλειοψηφικότητά του είναι συναφές σε Ανατολικούς πληθυσμούς της DDR κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, οι οποίοι έχουν μάθει να αναπαράγονται κάτω από τις ζεστές φτερούγες του κράτους, και από αυτό έλκει την πολιτική καταγωγή και κινησιολογία του.

Συνολικά, οι Νότιες εγκλήσεις περί του ότι οι εκλογικοί συσχετισμοί δεν είναι ούτε για γέλια, ούτε για κλάματα, περί δήθεν άκρων και εξτρεμισμού, περί δήθεν σοβαρότητος και τα τοιαύτα, με σημεία αναφοράς την Γερμανία και την Φραγκική Επικράτεια, είναι εκτός χρόνου. Επίσης συνολικά, έχει καταστεί πασιφανέστατο, ότι τα εκατομμύρια της εργατικής τάξης των Βόρειων χωρών αναζητούν διεύρυνση του δικού τους ζωτικού χώρου και την διαμόρφωση μιας προσίδιας ή έστω προσοίκειας Ανατολικής Πολιτικής.

Το μόνο σίγουρο είναι, ότι κάτι έχει αρχίσει να ανακινείται στην Γηρασμένη Ευρώπη.







Ανάγκες. Για την (τότε) Νέα Γερμανική Ανάγνωση στο “Κεφάλαιο”

 

Η θεμελιακή αφετηρία και οπτική του έργου του Μίχαελ Χάινριχ είναι ορθή και έγκυρη. Από την άποψη, ότι θεωρεί τον ίδιο τύπο ως τέτοιο με αυτόν που συνέγραψε την πρωτότυπη εργατική κριτική. Αυτή η εγκυρότητά της, της προσδίδει την ικανότητα της επικαιροποίησης, ήτοι την ικανότητα του διακρίνειν τον πρωτότυπο τρόπο ανάπτυξης της εργατικής κριτικής τόσο στον 20ο αιώνα, όσο και σήμερα.

Αυτό δεν απορρέει δήθεν από κάποια μεγαλοφυΐα, αλλά κύρια από το γεγονός ότι ο Χάινριχ, ως Γερμανός και εμβριθής ερευνητής αφενός έχει πρόσβαση στο πραγματικό εμπειρικό και γεγονοτικό υλικό συγγραφής της εργατικής κριτικής, και αφετέρου από το ότι άρχισε να αναπτύσσει το έργο του κατά τις αρχές τις δεκαετίες του 1990, παλεύοντας ενάντια σε θεούς και δαίμονες.1

Στην ίδια κοίτη συνέκλιναν τα έργα και άλλων Γερμανών μελετητών της περιόδου, με πιο χαρακτηριστικό τον Robert Kruz, παρότι συχνά παρατηρούνταν διχογνωμίες για την πολλαπλότητα2 και την ενική ταυτότητα των εμπρόσωπων φορέων της εργατικής κριτικής. Όλο αυτό, που συνέπεσε χρονικά με την συνέχιση των M-E Jahrburg, συνοψίσθηκε στην ονομασία “Νέα Ανάγνωση” (The Neue Lektüre).

Περιεχομενικά, τα βασικά νέα ζητήματα, που προτάσσει, είναι το ζήτημα των εμπορευματικών τιμών και των ειδικά προσδιορισμένων μορφών και διαδικασιών καπιταλιστικής κρίσης, μαζί με τα τόσο περιφρονημένα στην χώρα fundamentalia της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, καθώς και η κριτική κατάδειξη του κεφαλαίου ως ενός ιστορικά καθορισμένου συστήματος κοινωνικής κυριάρχησης.

Σε αυτό, η θεωρητικοεπιστημονική συμβολή του Χάινριχ συνίσταται στην Χρηματική Θεωρία της Αξίας (Monetäre Werttheorie).3

Η θεωρία αυτή στην γενικότητά της βρίσκει έρεισμα στην ίδια την υλική φαινομενολογία του καπιταλιστικού προτσές. Κύρια, διότι το κεφάλαιο (τόσο στο ίδιον προτσές του, όσο και στο κοινωνικό) λαμβάνει πάντοτε την μορφή και λειτουργεί ως χρήμα και ως εμπόρευμα. Όμως, και στην σχηματοποίηση του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου (Χ – Ε – Χ΄), το χρήμα τίθεται ως η οικονομική προϋπόθεση για την εκκίνηση του προτσές, καθώς μέσω αυτού αγοράζονται τα υλικά κλπ., επί των οποίων επενεργεί η εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος, ενώ μέσα από το κυκλοφοριακό προτσές η αξία επιστρέφει περιστρεφόμενη στην παραγωγή επίσης στην μορφή του χρήματος. Στο δε συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής το κεφάλαιο σε όλες τις ειδικότερες μορφές του έχει αποκλειστικά την μορφή του χρήματος.

Σίγουρα, κάθε θεωρητικό ρεύμα κριτικής στην πορεία ανάπτυξής του αποκτά τις μετεξελίξεις και την πολυσχιδότητά του. Η πολιτικής φύσεως κατηγορία, η οποία απευθύνεται στην Νέα Ανάγνωση, κάνει λόγο περί υποτίμησης ή αντίθεσης προς τον Ένγκελς, επί του ζητήματος της εφαρμογής και εμπλουτισμού του ιστορικού υλισμού στην μέθοδο του “Κεφαλαίου”.4

Παρότι η Νέα Ανάγνωση αναπτύχθηκε στην Γερμανία ως πάλη ενάντια στον Μαρξιστικό σχολαστικισμό και ιδεολογικισμό, απ' την κριτική επισκόπηση της ανωτέρω θεωρητικής διαπάλης ο μέσος αναγνώστης ή ο συμμετεχών σε αυτήν εύκολα εξάγει το συμπέρασμα, ότι κινδυνεύει να εξοκείλει σε κάτι τέτοιο.

Αυτό βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει, αφ' ής στιγμής εκ των πραγμάτων η διαπάλη άπτεται τόσο των τρεχουσών πολιτικών αντιπαραθέσεων εντός της κομμουνιστικής αριστεράς, όσο και του ευρύτερου Αλτουσεριανά ή Γκραμσιανά προσδιορισμένου πολέμου θέσεων.

Σε μια συνολική οπτική, η θεωρητική διαπάλη ακόμα και σε έναν με τέτοιο τρόπο ειδικά προσδιορισμένο πολιτικό χώρο αντικειμενικά διαμεσολαβεί ταξική πάλη. Αυτό, παρότι φοβίζει μερικούς, και σίγουρα τον γραφειοκρατισμό, δηλαδή τον μανδαρινισμό, ο οποίος έχει αναχθεί σε κομματική τάξη, ή μάλλον λειτουργεί ως κοινωνική τάξη μέσα στο κόμμα, σε ένα εύρος αναδεικνύει τα επίπεδα διείσδυσης της εργατικής κριτικής, της ίδιας της ταξικής πάλης -και κυρίως στοχοποιεί αυτό, το οποίο προβάλλει κάθε φορά απέναντί μας ως παλαιόθεν νιοφερμένος ταξικός αντίπαλος.

Κάποιες, όμως, επιστημολογικές επισημάνσεις -φρονούμε- θα σταθούν χρήσιμες για την συνέχεια. Όπως, η μελέτη του “Κεφαλαίου” στον 19ο αιώνα είναι αδύνατη, χωρίς την Φαινομενολογία του Πνεύματος και της Επιστήμης της Λογικής, το ίδιο ισχύει για την Φαινομενολογία του Χούσερλ, του Μερλώ-Ποντύ κοκ. Ομοίως, όπως γράψαμε και δημοσιεύσαμε πρόσφατα, ιδιαίτερα στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, στην καπιταλιστική συνολικότητα, η εργατική κριτική προχωράει μέσα από την συνδυαστική έρευνα και εφαρμογή τόσο της οντολογίας, όσο και της διαλεκτικής του γίγνεσθαι. -Άλλωστε, αυτό είναι ένα από τα κομβικά και κρίσιμα Χαϊντεγκεριανά εγχειρήματα: η ανάδειξη της μη αντίθεσης μεταξύ Παρμενίδη και Ηράκλειτου.

Απ' αυτήν την άποψη, δεν υπάρχουν διλήμματα, ούτε ζητήματα διάκρισης μεταξύ μιας λογικής, ιστορικής, ιστορικολογικής, λογικοϊστορικής κλπ. μεθόδου ή προσέγγισης. Σε εγκυκλοπαιδικό επίπεδο αυτά -αναγκαζόμαστε να το πούμε- είναι λυμένα για την εργατική κριτική από τον 19ο αιώνα.



1 Βλ. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert: Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Verlag Westfälisches Dampfboot, Münster, 1999.

2 Κληροδοτηθείσα από την αμφίπλευρη αντίληψη του Νέγκρι περί οντολογικής διττότητας.

3 Βλ. οπ., pp. 196-251, "Monetäre Werttheorie. Geld und Krise bei Marx", PROKLA. Zeitschrift für kritische Sozialwissenschaft, Heft 123, 31. Jg., 2001, Nr. 2, pp. 1-30, “Χρηματική Θεωρία της Αξίας. Χρήμα και Πίστη”, μτφ. Μπάμπης Αντωνίου, Θέσεις, Τεύχος 82: Ιανουάριος - Μάρτιος 2003

4 Βλ. Holger Wendt, Λογικά; Ιστορικά; Λογικο-Ιστορικά!, ΚΟΜΕΠ, τ. 6, 2018, Χρήστος Μπαλωμένος, «Το Κεφάλαιο» στο στόχαστρο της «νέας ανάγνωσης του Μαρξ» (μέρος Α, Β), ΚΟΜΕΠ, τ. 2, 4, 2022.

Διαχέοντας την μη σοβαρότητά μας. Πολιτικοί Αγώνες και Κοινωνικός Ανταγωνισμός


“Der Pol läßt als dieser Ort das Seiende in seinem Sein jeweils im Ganzen seiner Bewandtnis erscheinen. Der Pol macht nicht und schafft nicht das Seiende in seinem Sein, sondern als Pol ist er die Stätte der Unverborgenheit des Seienden im Ganzen. Die πόλις ist das Wesen des Ortes, wir sagen die Ort-schaft für den geschichtlichen Aufenthalt des griechischen Menschentums. Weil die πόλις jeweilen das Ganze des Seienden so oder so in das Unverborgene seiner Bewandtnis kommen läßt, deshalb ist die πόλις; wesenhaft auf das Sein des Seienden bezogen. Zwischen πόλις und »Sein« waltet ein anfänglicher Bezug.

… Die πόλις ist die in sich gesammelte Stätte der Unverborgenheit des Seienden. Wenn nun aber, wie das Wort sagt, zur αλήθεια das streithafte Wesen gehört, und wenn das Streithafte auch im Gegensätzlichen der Verstellung und der Vergessung erscheint, dann muß in der πόλις als der Wesensstätte des Menschen alles äußerste Gegenwesen und darin alles Un-wesen zum Unverborgenen und zum Seienden, d.h. das Unseieode in der Mannigfaltigkeit seines Gegenwesens, walten”.[1]

 

Η έγκληση συγκεκριμένων μερίδων της ιθύνουσας πολιτικής τάξης της προηγούμενης ιστορικής περιόδου για σοβαρότητα σε τελική ανάλυση είναι μια έγκληση αισθητικής, παρότι για την δικαιολόγησή της επικαλείται θέματα υψηλής πολιτικής. Η πλήρης υποκατάσταση της ανεξαρτησίας της πολιτικής από την μονομέρεια των αισθητικών προκαταλήψεων στα μυαλά της μπουρζουαζίας δείχνει μόνο τον βαθμό της πραγματικής φασιστικοποίησής της, την πλήρη πολιτισμική κατάπτωσή της. Βέβαια, η μπουρζουάδικη μανία με την σοβαρότητα έχει κάτι απ’ το κρυπτο-Ρωμαϊκό μικρορητορικό μεγαλείο –είναι νηπιακού χαρακτήρα: η parole δεν συναρθρώνεται με το Vernunft, ούτε μπορεί να μετασχηματισθεί ποιοτικά σε κάτι τέτοιο: μένει απλά ως ομιλία. Το να μην ενδώσεις στην αισθητικοποιημένη πολιτική μιας τέτοιας σοβαρότητας σημαίνει τουλάχιστον την ικανότητα μιας ταξικής ανάλυσης της σπαρασσόμενης πραγματικότητας: την κατανόηση και εξωτερίκευση της αλήθειας ως συγκρουσιακής και αντιφατικής στην φύση της.

Είναι ένας κατ’ εξοχήν πολιτικός αγώνας, πρωτακτικά επειδή διεξάγεται στους χώρους και τις λειτουργίες της Μητρόπολης.

Η κεφαλαιακή Μητρόπολη απορροφά τις μπουρζουάδικες γεωπολιτικές ευαισθησίες, διότι εμφανίζει έναν ενικά συνδεδεμένο κόσμο μέσα από τις κοινωνικές μορφές και λειτουργίες της ανταλλακτικής αξίας στα επίπεδά της. Αυτός, ο οποίος είναι ανίκανος να συνειδητοποιήσει κάτι τέτοιο, ξεκόβεται από την Μητροπολιτική πραγματικότητα, ώστε οι γεωπολιτικές ευαισθησίες του αποκτούν τον ιδεολογικό χαρακτήρα του γιούνκερ, όσο κι αν απ’ την άλλη προσπαθεί την ψυχροπολεμική επιβολή μιας ρομπότ τεχνοκρατίας. Αδιαμφισβήτητα, το πρώτο τμήμα της 18ης Μπρυμαίρ μπορεί να λάβει λογισμική υπόσταση προς εξυπηρέτηση του κάθε λογής και κάθε είδους πραξικοπηματισμού, αλλά, η περιγραφή της εργατικής εξέγερσης του Ιούνη του 1848, δεν βγαίνει σε αλγόριθμο.

Εξ ίσου στην Ευρώπη και ΗΠΑ, το 2024 μέχρι στιγμής έχει αναδείξει αντιφατικές μορφές ανάπτυξης του κοινωνικού ανταγωνισμού, ανά περιστάσεις τελούσες σε αντίφαση προς την ανάπτυξη του ταξικού κινήματος της εργατικής τάξης κατά το 2023. Αυτό οφείλεται κύρια στις διαφορετικές ταξικές και κοινωνικές συνθέσεις των κινημάτων, κάτι το οποίο αντανακλά στα περιεχόμενά τους. Το κοινό στοιχείο είναι η ποιοτικά διαφοροποιημένη και διαβαθμισμένη αντίθεση στον ανατολικό και δυτικό μιλιταρισμό, στην μιλιταριστική λειτουργία της βιομηχανίας και στην θέση σε κίνηση του μιλιταρισμού ως μοντέλου συσσώρευσης κεφαλαίου.

Επ’ αυτών εντείνεται και αποκτά πιο ξεκάθαρο χαρακτήρα η Γερμανική κριτική τόσο στην εμπορευματική κοινωνία, όσο και στην κοινότητα της αξίας. Συνδέεται αυτό με την εμφάνιση και την παρουσία της πολιτικής ακροδεξιάς στην Γερμανία;

Στην ελώδη μετα-φραστική και συμπυκνωσιακή σκέψη της δοσμένης ηγεμονίας στους συσχετισμούς βιομηχανικής ισχύος, ο προωθούμενος αιτιοκρατισμός δείχνει όλους υπεύθυνους για όλα, και στο τέλος η ίδια η έννοια της ενοχής, καθώς και του καταλογισμού απολύει το νόημά της.  

Η θεωρησιακή σφαίρα της κριτικής στην εμπορευματική κοινωνία και την κοινότητα της αξίας (η κυρίαρχη κρυστάλλινη μορφή την οποία λαμβάνει η σύγχρονη αστική κοινωνία), είναι μια σφαίρα διακινδύνευσης, απ’ όπου εξάγονται βιοτικά συμβάντα, πραγματικά περιστατικά. Δεν είναι το ζήτημα, αν η ακροδεξιά, και δη η Βερολινέζικη –με την πάντα μυστικιστική υφή της- είναι ή δεν είναι μέσα σε αυτό, αλλά, αν η ίδια καθίσταται αντικείμενο, στόχος της προσίδιας κριτικής, με σκοπό –ακριβώς- να μην νιώθει αυτήν την σφαίρα κριτικής ως χώρο προεμπεδωμένης ασφάλειας, αλλά αντικειμενικά ως χώρο ιδίας διακινδύνευσης για τις πολιτικές θέσεις και στάσεις της. Εν ολίγοις, να κατανοήσει, ότι είναι άμεσο προϊόν αυτού στο οποίο θέλει να κάνει κριτική, και ότι επί το πλείστον έχει να υποστεί υλικές ήττες, όσο τρυπώνει ή ακόμα κι αν θεμιτά εκφράζεται, μέσα σε αυτήν την σφαίρα. –Όσο το υφίσταται αυτό, τόσο θα στρέφεται προς την ανατολή, ή θα συγχωνεύεται στην επικράτεια της αξίας, στην επικράτεια της αφηρημένης υπαγωγής, στην οποία τόσο θέλει να κάνει αφηρημένη (ή ακόμα και ρομαντική) κριτική.

Απ’ την άλλη, στα δυτικά μας, εμφανίζεται μια πιο γνώριμη μορφή ρεπουμπλικάνικου εθνικισμού, στην ιστορικά μισο-νομιμοποιημένη μορφή του «εθνικού μετώπου». Είναι μια ενδοστρεφής κίνηση εγχρήματων κομματιών της κοινωνίας της Φραγκικής επικράτειας, κάτι με αυτιστικό χαρακτήρα, το οποίο είναι σαν να λέει: «ίσταμαι μονάχο μου ενώπιον του σύμπαντος κόσμου για την δόξα του Φραγκικού έθνους μου».

Ο συγκολλητικός παράγοντας όλων αυτών των υποτροπών της Ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας είναι οι ιδεολογικές αναφορές στις πιο πρόσφατες απ’ την Ρωσία ορμώμενες παραδοσιοκρατικές μορφές –κι αυτό διότι θεωρούνται ιστορικά νικηφόρες στον αντιδιεθνιστικό και αντικομμουνιστικό αγώνα. Αυτό είναι η τελική μορφή αχρήστευσης της γνωστής Ευρωενωσιακής εξίσωσης, κάτι το οποίο –μηχανολογικά κρινόμενο- λειτουργεί ως η μέγιστη πυρηνική αντίφαση στο σώμα της Ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.

Τούτων δοθέντων, η λειτουργία της εργατικής αυτονομίας εκ των πραγμάτων αποκτά όλο και πιο βαθύ και έντονο πολιτικό χαρακτήρα, καθ’ όσον οι μηχανολογίες και συνδεσμολογίες αρχίζουν και λειτουργούν ως τέτοιες στο επίσημο και κεντρικό πολιτικό.



[1] Martin Heidegger, Gesamtausgabe. 2. Abteilung: Vorlesungen 1923-1944. Band 54: Parmenides. Erster Teil. 6a, Freiburger Vorlesung Wintersemester 1942/4·3 herausgegeben von Manfred S. Frings, Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1992,  S. 133, απόσπασμα

Περί Ταξικότητας και Γερμανικού Λαϊκισμού

 

Η έννοια της ταξικότητας (Klassizität) στην πολιτική είναι άμεσα συναρτώμενη με την συνολικότητα της κατανόησης, εξήγησης και ερμηνείας της κλασικής πολιτικής οικονομίας ιδιαίτερα της πρώτης εποχής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό εμπεριέχει κάποιες συγκεκριμένες επιστημονικές και θεωρητικές παραδοχές, αλλά κυρίως έναν συγκεκριμένο τρόπο τοποθέτησης και μαχητικοποίησης των υποκειμένων στην ιστορική διαπάλη και ανταγωνισμό μεταξύ αφενός των προκαπιταλιστικών και Ασιατικού τρόπων παραγωγής και αφετέρου του καπιταλισμού.

Έτσι, στην αυγή του 19ου αιώνα, ταξικός σήμαινε την απροϋπόθετη πάλη όχι μόνο ενάντια στην φεουδαρχία ή τις μορφές του Ασιατικού Δεσποτισμού, αλλά και ενάντια στον Φυσιοκρατισμό και ενάντια στον Μερκαντιλισμό. Απ' αυτήν την άποψη, το πρώτο ολοκληρωμένο ιστορικά νεωτερικό ταξικό κόμμα ήταν οι Ουίγοι.

Απ' την ίδια άποψη, ο Γιακωβινισμός δεν ήταν ένα ταξικό κόμμα, δηλαδή δεν είχε κατακτήσει εισέτι ένα τέτοιο επίπεδο αυτοσυνειδησίας και τοποθέτησης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στο γίγνεσθαι του ταξικού ανταγωνισμού. Κι αυτό γιατί προσβλέπει σε ένα αφηρημένο πολιτικό σώμα, το οποίο ταυτίζει με την κοινωνική τάξη και τις κοινωνικές ομάδες τις οποίες αντιπροσωπεύει, και το οποίο ονομάζει λαό. Αυτό βέβαια δεν ήτο μόνο μια καινοτομία των Γιακωβίνων ή της Φραγκικής Επανάστασης, διότι το στον ίδιο χρόνο κείμενο του Συντάγματος των ΗΠΑ ξεκινάει με μια λαϊκίστικη φράση. Επ' αυτών εντοπίζεται η συντακτική και ιδεολογική εκπήγαση της κυρίαρχης μορφής λαϊκισμού μέχρι και σήμερα.

Πρέπει να διακριθεί από σκοπιά συνεπούς ιστορικού υλισμού αυτή η νέα μπουρζουάδικη ιδεολογία περί λαού, από την έννοια και την ιστορική εμπειρία του "popolo", όπως συναντάται τόσο στην Ρωμαϊκή νομική πραγματικότητα, όσο και στις Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές αυτοδιοικούμενες πόλεις και πόλεις-κράτη.

Στην Γερμανική ιστορία, ωστόσο, η πολιτική πρακτική και εμπειρία του λεγόμενου λαϊκισμού (πάλι σε διάκριση από την εμπειρία της εδαφικοποιημένης λαϊκής κοινότητας) έχει υλικό έρεισμα στα λαϊκά δίκαια (volksrechten) των σιδηρουργών, μεταλλουργών και των τεχνιτών μετάλλων. Αυτή η μορφή τελεί σε ποιοτική διαφορά από οποιαδήποτε αφηρημένη χρήση του όρου λαός και των παραγωγών του, καθ' όσον είναι ένα αδιαμεσολάβητο οικονομικό προϊόν συμπυκνωτικό και αποτυπωτικό κοινωνικού ανταγωνισμού.

Απ' την άλλη, όλες οι Γερμανικές πολιτικές δυνάμεις μοιράζονται ένα μίνιμουμ κοινού ή διαφοροποιημένου λαϊκισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο τα εικαζόμενα άκρα της πολιτικής σκηνής, αλλά πρώτα και κύρια την Γερμανική Χριστιανοδημοκρατία και τον Χριστιανοκοινωνισμό, καθ' όσον διαθέτουν οργανική σύνδεση με την πιο μακρά μορφή Γερμανικού λαϊκισμού: τον διαμαρτυρόμενο Χριστιανισμό. Ώστε, συχνά η πολιτική κατηγορία του λαϊκισμού ξεφτίζει σε ένα αδειανό πουκάμισο.

Όπως είναι γνωστό, μια προοικονομία ταξικότητας ή καλύτερα μια ταξική πρόνοια ήλθε με αντιφατικούς τρόπους μέσα στους Γερμανικούς λαούς με τον σταδιακό εκρωμαϊσμό των Βαρβαρικών κανονιστικών ρυθμίσεων και την συγκρότηση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Καρόλων. Ωστόσο, κύρια κατά τον 17ο αιώνα, κάτι στο οποίο ο Τριακονταετής Πόλεμος επέδρασε καταλυτικά, άρχισε η διαμόρφωση μιας σχετικά ευδιάκριτης ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας.

Πρέπει να καταστεί ευκρινές, ότι κατά την μακραίωνη ιστορία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η πρακτική της ταξικότητας εισήχθη και επιβλήθηκε μέσα από τον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό (συχνά, με ένοπλες και στρατιωτικές όπως στην περίπτωση του Μεσαιωνικού Στρασβούργου, εξεγέρσεις), έχουσα την ποιότητα και μιας αρχιτεκτονικής οργάνωσης της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των πόλεων, ως προς το Αυτοκρατορικό κέντρο, και ενάντια στα Επισκοπάτα και τα κέντρα εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας.

Έχοντας υπ' όψη τα ως άνω κομβικά στοιχεία των ιστορικών διαδρομών, η ταξικότητα μιας πολιτικής δύναμης σήμερα προσδιορίζεται από το αυταπόδεικτο: αν έχει οργανική σχέση οποιασδήποτε ποιότητας με μια βασική κοινωνική τάξη. Αυτό, άλλωστε, διαχωρίζει την ταξική πολιτική, την ταξικότητα της οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης, απ' τις λαϊκιστικές πολιτικές, οι οποίες αναφέρονται πολιτικά και συνδέονται οργανικά στην κατηγορία έθνος, ανεξάρτητα, αν ούτως ή άλλως εξυπηρετούν ταξικά προσδιορισμένα συμφέροντα.

Σε κάθε περίπτωση, όπως σε όλα τα ζητήματα, η κοινωνική πρακτική είναι το κριτήριο της αλήθειας. Αυτό σε ένα πιο ειδικά προσδιορισμένο επίπεδο σημαίνει, ότι η προσαρμογή και η απόκριση κάποιου στις απαιτήσεις της βιομηχανικής οργάνωσης, της βιομηχανικής εργασίας, είναι μια ασφαλής ένδειξη περί ταξικότητας, ώστε αυτή κρίνεται από το ίδιο το εργασιακό προτσές.



Ιδεολογια και ανταγωνιστικό κίνημα. Επισημάνσεις


Η σύγχρονη ιδεολογία στις πρωτογενείς μορφές της παράγεται παράπλευρα, ως υποπροϊόν της εργασίας, ως μυστικοποιητική διαμεσολάβηση της ταξικής πάλης. Παρότι η προνομιούχα επικράτειά της βρίσκεται στην αστική κοινωνία, η ιδεολογία προσάγεται στην εργασία, κυρίαρχα ως κατά Χέγκελ ενεργότητα της Ιδέας.

Η κυρίαρχη μορφή, την οποία λαμβάνει η ιδεολογία στα σημεία ενεργότητάς μέσα στην εργασία, στην ταξική πάλη, στον ανταγωνισμό, προκύπτει από την πραγμάτωση της κατά Χιουμ δέσμης (bundle) του εαυτού, της δέσμης του αντικειμένου. Αυτό δεν είναι άμοιρο της λειτουργίας του ενεργού κεφαλαίου στο συνολικό προτσές καπιταλιστικής παραγωγής, αντίθετα είναι η πιο οικονομική μέθοδος διείσδυσής του στις λειτουργίες των μορφών του χρηματοθετικού και τοκοφόρου κεφαλαίου, η πιο οικονομική μέθοδος ελέγχου της ονομαστικής αξίας. Στον ίδιο χρόνο, η δικαιολόγηση αυτών των πραγματώσεων αποκρίνεται στην καπιταλιστική απαίτηση του “να δούμε τί πραγματικά είναι έγκυρο μέσα από την συμπεριφορά/λειτουργία/κινησιολογία της πραγματοποιημένης μορφής του, που de facto εμπεριέχει αντικειμενικότητα”. Αυτό συγκροτεί την συνολική καπιταλιστική παραγωγή ως έναν αχανή χώρο, διεπόμενο από εντροπία, απροσδιοριστία, αβεβαιότητα, μη προβλεψιμότητα. Επ' αυτού συναρθρώνεται η λειτουργία του χρηματοθετικού κεφαλαίου και οι τεχνικές κινήσεις του, ώστε αυξάνεται η ποσότητα της ονομαστικής αξίας.

Αν, όμως, αυτό είναι απλά η κριτική περιγραφή της λειτουργικότητάς του, ο προσδιορισμός, η κατηγοριοποίηση αυτών των ιδεολογικών λειτουργιών από διαδικασίες ab initio μη προσίδιες σε αυτό, μπορεί να φωτίσει περισσότερο τα πράγματα.

Το παραγωγικό κεφάλαιο, ειδικά αυτό της υψηλής οργανικής σύνθεσης, προς διάκριση, με ό,τι τυχόν πιστεύουν οι αδιαίρετοι καπιταλιστές, ή τυχόν έχουν στα μυαλά τους ως Ιδέα, συνεχίζει να κατηγοριοποιεί τις πραγμοποιημένες ιδεολογικές μορφές με τους τυπικούς όρους του ανταγωνιστικού πολιτικού λεξιλογίου, συχνά δε (ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία) με τους τυπικούς όρους του λεξιλογίου του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό αφενός είναι μια λειτουργία, η οποία εκ των πραγμάτων ξεφεύγει του εργατικού ελέγχου, και αφετέρου πάλι απ' τα ίδια τα πράγματα συγκροτεί ζώνες ιδεολογικής δια/αντι-επίδρασης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτή η επαφή εισάγεται στις λειτουργίες της αστικής κοινωνίας και του κράτους, λαμβάνοντας την μορφή του ανταγωνισμού για τις διανεμόμενες θέσεις ισχύος.

Με την σειρά του, όλο αυτό σε Ευρωπαϊκές χώρες και ΗΒ, στα μέσα δεκαετίας του 1990 σχηματίσθηκε σε μορφή πολιτικής στρατηγικής, σε μια μορφή εργατικής ηγεμονίας με όρους συνεπούς μαχητικού ρεφορμισμού. Είναι κάτι που επανέρχεται στο ΗΒ και προοδευτικά στο Commonwealth, το πιο πιθανόν τροποποιημένο και ισχυρότερο, εν όψει των γενικών εκλογών της 4ης Ιουλίου.

Αν στις παραπάνω γραμμές ερευνάται η ιδεολογική λειτουργία ως συναρθρωμένη στο εργασιακό και ανταγωνιστικό προτσές, στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής του εργατικού κινήματος εμφανίζεται Ιδεολογία, ανοίκεια, ήτοι, μη συναρθρωμένη στην εργασία ως τέτοια. Αυτό χωρικά μεταθέτει το υποκείμενο από το Αυτοκρατορικό στο περιφερειακό, κι από 'κει στο εθνικό, κι από 'κει στο τοπικό, λειτουργώντας ξανά ως έμμεσος μηχανισμός υποτίμησης της εργασίας. Οι κατηγορίες απ' τις οποίες απορρέει, έχουν να κάνουν με αυτό, το οποίο καλείται δικαιωματισμός και με το έθνος, είτε πλασάρεται σε δεξιά, είτε σε αριστερή εκδοχή.

Πρόκειται για την εκτός εργασίας επιρροή της μπουρζουαζίας μέσα στο εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα του ποιος πλέον είναι φορέας της. Σ' αυτό, η μοίρα της καταστροφής του καθορίζει εκ των προτέρων και την κατάληξή του. Δηλαδή, είναι η ίδια η αντικειμενικότητα αμφοτέρων της εργασίας (κύρια μέσα από τις επιδιορθωτικές λειτουργίες του σταθερού κεφαλαίου) και της ταξικής πάλης, που επιβάλλουν την εκδίωξή του, καθ' όσον αργότερα ή νωρίτερα αποδεικνύεται, ότι λειτουργεί σαν μερικό μπουρζουάδικο σαμποτάζ προς την εργασία και την ταξική πάλη, στο όνομα προκατασκευασμένων ιδεοληψιών.

Δεν είναι κάτι οργανικά συνδεόμενο προς τον οικονομικό (νεο-)φιλελευθερισμό ή τον ιστορικό Λιμπερτινισμό, αντίθετα, επί το πλείστον κρύπτεται στις κρατικίστικες ποδιές, σε σημείο που κάθε τόσο φανερώνεται ως πολιτικές απατεωνιές πίσω από σφυροδρέπανα. 

Σίγουρα, σε κάποιον, που αντιλαμβάνεται την ζωή ως φαγητό, αυτό το στόρυ του φαντάζει ως το αλατοπίπερο -και πιθανόν για το "μεγάλο κεφάλαιο" να έχει έναν τέτοιο ρόλο. 


Το Καταστασιακό Ρεύμα, σήμερα


Ο καταστασιασμός αναπτύσσεται επί της αποσύνθεσης της σύγχρονης κουλτούρας. Το θέαμα έχει ως υποκειμενική αιτιότητα την ανημπόρια της μπουρζουάδικης τάξης να σκεφθεί θεωρησιακά, την αποκοπή της από τις μορφές και τους βαθμούς διαλεκτικής νόησης. Το θέαμα είναι το συμβεβηκός της εικονικής κυριαρχίας, όπως φανερώνεται στα κανάλια και στα μέσα της αστικής κοινωνίας.

Οποιαδήποτε ιστορική αναδρομή στον καταστασιασμό τον αποστερεί από το εναργές περιεχόμενό του. Ο καταστασιασμός, επειδή πρέπει να εκληφθεί ως σύνολο μητροπολιτικών πρακτικών, δεν έχει ιστορία, όπως ακριβώς και το δίκαιο. Η κατάχρηση του, η υπερβολική επιτέλεσή του, η διολισθητική μετατροπή του σε μορφή ιδεολογίας, νομοτελειακά θέτει ενώπιον του φέροντος όλ' αυτά υποκειμένου το δίλημμα: Αυτοκτονία ή Επανάσταση

Δεν είναι κάτι μιμήσιμο ή επαναλήψιμο. Δεν είναι κάτι που γίνεται ώστε να ειπωθεί, θεωρητικολογώντας μετά, δεν είναι κάτι αναπαραστάσιμο. Σίγουρα, κάποιες ζώνες έχουν στοιχειωθεί από έναν φαταλισμό ουσιών και αυτοχειρίας.

Απ' την άλλη, στο αισθητικό συγκείμενό του, υπάρχει μια καταργητική του σουρεαλισμού εμμενή τάση, μια μη κυρηχθείσα εισέτι μετα-μεσαιωνικής υφής εχθρότητα προς αυτό. Αυτό ίσως επιβάλλεται από τον εμμενή στην καθημερινή ζωή της Μητρόπολης καταστασιακό χαρακτήρα. Κάτι που μπορεί να ανιχνευθεί στα μετά την ΜΠΠΕ σημεία έκρηξης της ιδεολογίας. Αλλά, είναι επίσης κάτι, που φανερώθηκε στα πρώτα βήματα στις περιπλανήσεις στα Παρισινά γκέτο μέσα από τις αδιαίρετες ατσαλένιες αναγκαιότητες της Αλγερινής Επανάστασης. Η ΚΔ ήταν εν μέρει η μητροπολιτικοποίηση μιας σειράς βεντετών, χωρίς τότε να προσβλέπει σε παρελθούσες απολυτρώσεις.

Σε ένα πιο απο-γειωτικό επίπεδο το πρώτο πράγμα που υλικοποιεί ο καταστασιασμός, είναι μια αρχιτεκτονική οργάνωση σχέσεων μεταξύ ανεξάρτητων ανθρώπινων όντων που συνέχονται από την πρακτική της συντροφικότητας, και μεταξύ εργατών και δομημένου μητροπολιτικού χώρου. Απ' αυτήν την άποψη η ΚΔ είναι μια Αρχιτεκτονική Κομμούνα. Στον ίδιο χρόνο η ποίηση της Μιλανέζικης Εργατικής Αυτονομίας υλικοποιεί σχέσεις μεταξύ εργατών και μηχανών, πιο προωθημένα μεταξύ εργατών και σταθερού κεφαλαίου, εκλαμβανόμενου ως μη διαμεσολαβημένη μορφή νεκρής εργασίας τους. Απ' αυτήν την άποψη, όπου η ποίηση της Μιλανέζικης Εργατικής Αυτονομίας οδηγεί σε στιγμιαία αυτο-μηχανοποίηση, επειδή ακριβώς κατανοεί το προλεταριακό καθήκον ως σε τελική ανάλυση επιχειρησιακό, ο καταστασιασμός δίνει ξανά ζωή σε νεκρά αρχιτεκτονικά στοιχεία: είναι η επιστήμη ζωντανέματος των δομικών υλικών. Δεν πρόκειται για θέμα σύγκρισης, αλλά για δυο δυναμικές διατεμνόμενες, που αναπτύσσονται στον ίδιο χρόνο.

Η πολιτική έγκληση της ΚΔ είναι να αφήσουμε ξοπίσω τον άρρωστο και παρανοϊκό χαρακτήρα της πολιτικής ιστορίας του 20ου αιώνα, ώστε συνεχώς να δεχόμεθα καλοσωρίσματα από το μέλλον, στον ίδιο χρόνο που η ποίηση της Μιλανέζικης Εργατικής Αυτονομίας, με την ανεπαίσθητη Λομβαρδική ειρωνεία, στέλνει χαιρετίσματα στους απ' τις δομές εγκλωβισμένους.

Βέβαια, στην μορφή της καρικατούρας ο καταστασιασμός μετέρχεται στιγμών του θεάματος, προκειμένου να τις καταστήσει άχρηστες: -μια ατάκα, ένα επιφώνημα και καθάρισες, ή μήπως έμπλεξες βαθύτερα;

Στο τέλος της ημέρας, η με ανατρεπτικούς στόχους διεξαγωγή της ταξικής πάλης με αυτούς τους όρους, με αυτήν την αισθητική, επαναφέρει την δικαιική προβληματική της συλλογικής ευθύνης: τί είναι πιο ειρηνικό: να επιτεθώ στην καπιταλιστική τάξη, επιτιθέμενος σε μια προσωποιητική μορφή της, ή να επιτεθώ συλλήβδην στα φυσικά πρόσωπα απαρτίζοντα την καπιταλιστική τάξη; Είναι ένα καταστασιακό ερώτημα, που όσο αναμένει απάντηση, τόσο παράγονται και μεγεθύνονται καταστασιακές καταστάσεις. Μέχρι να ανακηρυχθεί η απάντηση, οι στόχοι μπορεί να έχουν αποχωρήσει ή ακόμα και νά 'χουν αυταναφλεχθεί.

Σε πιο ειρηνικά ερωτήματα, ο καταστασιασμός υφολογικά περιορίζει το ναίφ γκροτέσκο, την κωμικότητα για την κωμικότητα, την επιτηδευμένη αφέλεια, τον μιμητισμό της κουλτούρας του Δαρβινισμού, συχνά υποκρυπτόμενη πίσω από καθηγητικά άμφια. 

Ο καταστασιασμός λειτουργεί ως πρακτική ξεκαθαρίσματος, -θέλοντας και μη- με Νερβικούς όρους ταξικού ρωμαϊκού δικαίου. Είναι ο Νερβικού τύπου όρκος του πληβείου στον διατρέχοντα την ταξική αντιπαράθεση Ρουβίκωνα -και στον ίδιο χρόνο το Φλωρεντίνικο έτσι, Πανηγυρικοί και ταξικές δημηγορίες για εξεγέρσεις που είναι να έλθουν, για το έρχεται 


De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...