Η κίνηση του θησαυροφυλακίου χρυσού και η εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο σημειοκαπιταλισμό

 

Έχουμε γράψει για την Νομισματική Θεωρία και τον μπουλιονισμό (βλ. https://bestimmung.blogspot.com/2023/05/blog-post.html). 

Η Τραπεζική Πράξη του 1844 σηματοδότησε την μετάβαση στην δεύτερη εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξης, και το τέλος της μεταλλικής κυκλοφορίας του χρήματος ως θεωρούμενης ιδανικής κατάστασης, κάτι που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα το χρήμα να είναι σημείο της αξίας μέσω της πραγματικής σύνδεσής του με τον χρυσό ως μέτρο της αξίας. Αυτό ήταν ο πρώτος θεσμικά οργανωμένος σημειοκαπιταλισμός, δημιουργηθείς μέσα στις λειτουργίες του συνολικού προτσές της καπιταλιστικής παραγωγής.

Ωστόσο, ο σύγχρονος σημειοκαπιταλισμός έχει ανέλθει από το χρήμα στο αδιαίρετο, ατομικό ανθρώπινο σώμα, ώστε τα αδιαίρετα, ατομικά ανθρώπινα σώματα καθίστανται σημεία της σχέσης τους με το κεφάλαιο. Αυτό παρομοιάζει στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και στην σχέση μεταξύ εργάτη και μηχανής, όμως, δεν έχει ως γενέθλιο τόπο το εργοστάσιο, αλλά ξανά το συνολικό προτσές, και δη το χρηματοκεφάλαιο, το τοκοφόρο κεφάλαιο, και τις τράπεζες, δηλαδή η καπιταλιστική σημειωτικοποίηση του αδιαίρετου σώματος είναι λιγότερο ή περισσότερο οργανικά δεμένη με την συνθήκη του κατά Λαζαράτο χρεωμένου ανθρώπου.

Όλ’ αυτά τα εκατομμύρια αδιαίρετα σώματα, ριγμένα στην ημι-ανεργία και στην εξαθλίωση, στοιβαγμένα στις λεγόμενες ανοικτές φυλακές των καπιταλιστικών μητροπόλεων, από την σκοπιά του παραγωγικού προτσές του κεφαλαίου είναι σχετικός υπερπληθυσμός και αποθεματικός, εφεδρικός βιομηχανικός στρατός, όταν κάνουν επικουρικές προς την βιομηχανία εργασίες: εν συνόλω παράγοντας και αποτέλεσμα του προτσές συσπείρωσης, συσσώρευσης κεφαλαίου.

Η υπερσυσσώρευση των σημείων, και η υπερδιόγκωση του σημειοκαπιταλισμού προσεγγίζει και παραβιάζει το οριακό της σημείο, κάτι το οποίο εκδηλώνεται με τα φαινόμενα του παραγεμίσματος, του πληθωρισμού (inflation) και συνεπακόλουθα με την ακρίβεια στις εμπορευματικές τιμές. Στις χώρες και στους τομείς, όπου παρουσιάζεται κάτι τέτοιο, η παραγωγή μειώνεται, και στις χώρες που είναι λιγότερο εξαρτημένες σ’ αυτό, η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται και σε μια πορεία λόγω της μαζικής παραγωγής οι εμπορευματικές τιμές εξισορροπούνται βαίνουσες μειωμένες εν τω προτσές μετατροπής του κέρδους σε μέσο κέρδος.

Στο επίπεδο της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, ο σημειοκαπιταλισμός τροφοδοτείται και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς όλες τις εκδοχές της χυδαίας, της vulgar πολιτικής οικονομίας, καθ’ όσον η τελευταία στηρίζει την ύπαρξη της στις σωματοποιήσεις των οικονομικών λειτουργιών είτε μέσω «θεωρίας» είτε μέσω γενετικής μηχανικής.

Αυτό που παραγνωρίζει ο σύγχρονος σημειοκαπιταλισμός, είναι ότι σε ταραχώδεις χρόνους στις υποδειγματικές, εκπηγαστικές θέσεις της κοινωνίας διεξάγεται μάζεμα πολύτιμων μετάλλων. Μετά το 1844 μέσω των κεντρικών τραπεζών, ώστε τα πολύτιμα μέταλλα να λειτουργήσουν μέσω του χρήματος σε μέσο κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Σε αυτές τις περιστάσεις, η ανακάλυψη και η ενεργοποίηση εξορύξεων χρυσού και των άλλων πολύτιμων μετάλλων αποκτά στρατηγική σημασία. Οι εισαγωγές-εξαγωγές πολύτιμων μετάλλων μεταξύ των χωρών αποκτούν ανεξάρτητο χαρακτήρα ως προς τις εισαγωγές-εξαγωγές των εμπορευμάτων μαζικής κατανάλωσης.

Από ψυχολογική και συμπεριφορική άποψη το κεντρικοτραπεζικό θησαυροφυλάκιο χρυσού προσδίδει σιγουριά και βεβαιότητα, και εξασφαλίζει την δυνητικότητα Αυτοκρατορικής λειτουργίας. Αυτή η κίνηση του θησαυροφυλακίου χρυσού, που εμπλέκει ολόκληρα σύνολα κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, ώστε συχνά παίρνει την μορφή του πολιτικά και στρατηγικά προσδιορισμένου κινήματος, είναι το υλικό θεμέλιο της εξέγερσης ενάντια στον σημειοκαπιταλισμό ο οποίος έχει παραβιάσει το έσχατο όριό του.

Η εξέγερση αυτή στην οργανωτική μορφή της είναι κατά κύριο λόγο διάχυτη, κι αυτό διότι ο σημειοκαπιταλισμός μεταξύ σημείου και σημαινόμενου είναι πιο σφιχτή σχέση, "μετα-Βικτωριανός κορσές", απ’ ότι η σχέση μεταξύ εργάτη και αφεντικού στο εργοστάσιο, δηλαδή στην εσωτερικότητα της σημειοκαπιταλιστικής σχέσης δεν υπάρχει χώρος για αυτονομία, όπως στο εργοστάσιο. Επομένως, κάθε τέτοια εξέγερση εμπλέκει ενεργητικά αμφότερους τους πόλους με την ισχύ των μεταλλικών αναγκαιοτήτων. Όσο διαχέεται και επεκτείνεται η εξέγερση, τόσο το πραγματικό κεφάλαιο αντιτίθεται στην ονομαστική/πλασματική αξία στο μέτρο που η τελευταία έχει ανημπόρια ή και βουλουνταρισμό μη σύνδεσης μαζί του. Αυτό σημαίνει την αντεπίθεση του παραγωγικού κεφαλαίου, του κεφαλαίου της παραγωγής, κάτι που θέτει ζήτημα ισορροπίας δυνάμεων ως προς τις τράπεζες, το χρηματοθετικό και το τοκοφόρο κεφάλαιο: επομένως συνολική ανάγκη για νέες πραγματικά πολιτικές και πραγματικά θεσμικές ρυθμίσεις και διευθετήσεις, όσο κι αν ακούγεται σοσιαλδημοκρατικό: ο βούλγκαρ νεοφιλελευθερισμός του φοιτητισμού είναι πεταμένος στον κάλαθο των αχρήστων.

 

 

Εισαγωγή στην Ντόιτς Φιλοσοφία του Ασυνείδητου


Στα μετά την Γερμανικη πολιτικοδημοκρατική Επανάσταση χρόνια η εστίαση της Ντόιτς Φιλοσοφίας αλλάζει πεδίο από την θεωρησιακή και θεολογική πλαισίωση της συλλογικής πολιτικής δράσης, στον τρόπο και στην μέθοδο σύστασης του γνωσιακού εαυτού, μια επιλογή που συντελείται εντός του συγκειμένου της αντιπαράθεσης για τον υλισμό («Materialismusstreit»)[1].

Μέσα από την φιλοσοφία του ασυνείδητου[2] ο Έντουαρντ βον Χάρτμαν τελειοποίησε τον λεγόμενο μεταγενέστερα υπερβατικό ρεαλισμό.[3] Επ’ αυτού θα πρέπει να εντοπισθεί, ποιο είναι το ζήτημα, που οδηγεί στην ανάδυση ενός νέου ειδικά προσδιορισμένου φιλοσοφικού τύπου εντός της Ντόιτς φιλοσοφίας.

Η σύγχρονη φιλοσοφική έρευνα εκφέρει συναίνεση στο ότι ο υπερβατικός ρεαλισμός έχει να κάνει με την «τυπική δομή του Πραγματικού»[4]. Κατά τον ορισμό του Pete Wolfendale:

«Υπερβατικός Ρεαλισμός: Κάθε θέση, η οποία δείχνει ότι η ίδια η δομή της σκέψης συνεπάγεται ότι υπάρχει μια πραγματική δομή του κόσμου σε υπερβολή της δομής της σκέψης. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή η θέση είναι εναργώς μια ανάπτυξη του αποπληθωριστικού/ξεφουσκωτικού (deflationary) ρεαλισμού, παρά μια απλή επιστροφή στον κλασικό ρεαλισμό. Αυτό μπορεί να φανεί, αν κοιτάξουμε στις σχέσεις εξάρτησης που συνεπάγεται αυτός ο προσδιορισμός. Για τον υπερβατικό ρεαλισμό, η δομή του κόσμου είναι διά των αισθήσεων εξαρτημένη επί της δομής της σκέψης, αλλά η εξάρτηση δεν είναι επαμοιβαία. Αυτό φαίνεται παράξενο, μέχρι κάποιος να αντιληφθεί ότι η κατανόηση της δομής της σκέψης είναι μια αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη της κατανόησης του κόσμου. Κοντολογίς, κάποιος πρέπει να καταλάβει την δομή της σκέψης, προκειμένου να καταλάβει τι πρόκειται να δώσει έναν πρέποντα λογισμό της πραγματικής δομής του κόσμου. Αυτό είναι ό,τι ο Καντ θα μπορούσε να καλέσει κριτική της μεταφυσικής, το οποίο υποτίθεται ότι έρχεται πριν την ίδια την μεταφυσική».[5]

Σ’ αυτήν την περιγραφή, το πιο ενδιαφέρον είναι η σύνδεση μεταξύ αποπληθωριστικού/ξεφουσκωτικού και υπερβατικού ρεαλισμού, και η τοποθέτηση στην βάσανο του φιλοσοφικού ελέγχου και κριτικής του αισθητού και της αισθητότητας (sensibility, «Empfindlichkeit») ως πηγής γνώσης.

Εκ των συγχρόνων προφητών της αποπληθωριστικής/ξεφουσκωτικής φιλοσοφίας περί αλήθειας είναι ο Robert Brandom.[6] Σ’ αυτόν η «εξάρτηση του κόσμου από την σκέψη» είναι αντιληπτή μέσω του αισθητού, μέσω των αισθήσεων. Κρινόμενο υπό της Ντόιτς Ιδεολογίας, αυτό αναπέμπει σε κάποια εκδοχή του θεωρητικού σύμπαντος της Αγία Οικογένειας. Από καθαρά φιλοσοφική άποψη, θυμίζει πλευρές του εμπειριοκριτικισμού, τον οποίο ο Λένιν χαρακτηρίζει ως αντιδραστική φιλοσοφία, ωστόσο, δεν είναι της ίδιας ποιότητας, ούτε του ίδιου χαρακτήρα αντιδραστισμός με αυτόν, ο οποίος ερευνάται εδώ.

Συνοπτικά, ο Λένιν ασκεί πολεμική περί του Καντιανισμού και του μυστικισμού, ο οποίος οδηγεί στον δυιστικό νιχιλισμό των Υλιστών οπαδών της θεωρίας της εξάρτησης μέσω της αισθητότητας:

“Οι υλιστές, μας λένε, παραδέχονται κάτι το αδιανόητο και αγνώσιμο, «τα πράγματα καθεαυτά», την ύλη «έξω από την πείρα», έξω από την γνώση μας. Με το να παραδέχονται ότι υπάρχει κάτι το παραπέρα, που ξεπερνά τα όρια της «εμπειρίας» και της γνώσης, οι υλιστές κατρακυλάνε σε έναν πραγματικό μυστικισμό. Όταν οι υλιστές λένε ότι η ύλη, επενεργώντας στα αισθητήρια όργανά μας παράγει αισθήματα, παίρνουν σαν βάση το «άγνωστο», το μηδέν, γιατί, λέει, οι ίδιοι διακηρύσσουν ότι μοναδική πηγή της γνώση είναι τα αισθήματά μας. Οι υλιστές κατρακυλάνε στον καντιανισμό ... διχάζουν τον κόσμο, κηρύσσουν το «δυϊσμό», εφόσον γι’ αυτούς πίσω απ’ τα φαινόμενα υπάρχει και το πράγμα καθεαυτό, πίσω από τα άμεσα δεδομένα των αισθήσεων υπάρχει κάτι άλλο, κάποιο φετίχ, ένα «είδωλο», ένα απόλυτο, μια πηγή της «μεταφυσικής», ένας σωσίας της θρησκείας (η «αγία ύλη» …)”.[7]

Σε συνάφεια με την Λενινική πολεμική, στον Ρέυ Μπράσιερ, ο υπερβατικός ρεαλισμός τίθεται σε πιο ευκρινή πλαίσια, παρόλο το κάπως μεγαλόστομο ύφος: “Να γιατί εγκολπώνω έναν «υπερβατικό ρεαλισμό» σύμφωνα με τον οποίο η επιστήμη γιγνώσκει το πραγματικό, αλλά η φύση αυτού του «πραγματικού» δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, αντικειμενοποιήσιμη. Η βασική ιδέα είναι ότι γιγνώσκουμε το πραγματικό μέσω αντικειμένων, αλλά το ίδιο το πραγματικό δεν είναι αντικείμενο”[8].

Σε αυτό έχουμε την αντικατάσταση της αισθητότητας από τα αντικείμενα, δηλαδή την απόδραση από τον νιχιλισμό και τον μυστικισμό. Αυτή η οντολογικής ισχύος κατανόηση της Αντικειμενικότητας ορθώνεται έως το θεωρησιακό επίπεδο κατανόησης της Επιστήμης της Λογικής, και δη της Υποκειμενικής Λογικής ή της Διαδασκαλίας περί Έννοιας, και ειδικότερα στην κατανόηση της Αντικειμενικότητας ως Μηχανισμού:[9]

“4. Αποκτάμε πρόσβαση στην δομή της πραγματικότητας μέσω μια μηχανουργίας εννοιολόγησης, που εξάγει διανοήσιμες ενδείξεις από έναν κόσμο, ο οποίος δεν είναι σχεδιασμένος να είναι διανοήσιμος και δεν είναι αυθεντικά εμποτισμένος με νόημα. Το νόημα είναι μια λειτουργία της εννοιολόγησης και η εννοιολόγηση εμπλέκει αναπαράσταση”.[10]

Έτσι διανοίγεται η εννοιολογική διαδρομή: έννοια – υποκειμενική λογική – αντικειμενικότητα, που φτάνει έως την επαφή με την μηχανουργία, ήτοι μέχρι την θεωρησιακή προπαίδεια μιας εκ των κεντρικών δυναμικών της εργατικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

Επομένως η περιεχομενικότητα της φιλοσοφίας του ασυνείδητου του Χάρτμαν μπορεί να τεθεί με γνήσιους κριτικούς όρους:

Σε αυτό ενάντια στο οποίο «αντιδρά», είναι η μέσω της αισθητότητας σύνδεση των υποκειμένων της πολιτικής κοινωνίας μέσω Καντιανών διαισθήσεων (intuitions), διά της οποίας επιτυγχάνεται η μπουρζουάδικη αυτοσυνειδησία,[11] εξ ου και η ονομασία φιλοσοφία του ασυνείδητου. Πρόκειται για την συνολικοποίηση της κριτικής του Ντόιτς υλισμού στην ίδια την διά των αισθήσεων συνδεσιμότητα της αστικής κοινωνίας.

Ωστόσο, ο Γερμανικός υλισμός ως επιστημονικό, φιλοσοφικό και γνωσιακό apparatus δεν φημίζεται για την πολιτική κριτική του στο υπάρχον. Αναφορικά με το εργατικό κίνημα, η αξία χρήσης αυτού έχει να κάνει με τους προτεινόμενους ανταγωνιστικούς τρόπους σύστασης του γνωσιακού εαυτού.

Από την άλλη, εντός της cyborg οπτικής και πράξης, η φιλοσοφία του ασυνείδητου μετατρέπεται βιομηχανικά σε μια φιλοσοφία του αναίσθητου: οι συνδέσεις δεν είναι εμβιακά αισθητές, δεν είναι αισθήσιμες στην λειτουργία του πυρηνικού βιολογικού σώματος, αλλά σε τελική ανάλυση μηχανουργικά μεσολαβημένες: επισυναπτόμενες και ορατές στην λειτουργία της πραγματικής παραγωγής. Απ’ αυτήν την σκοπιά επιλύονται αναιρούμενοι οι ψυχαναλυτικοί γρίφοι, καθώς ο αναγνώστης εισέρχεται στις υπώρειες της θεωρίας για την «Kraft»[12] (δύναμιν), στις θέσεις περί της αυτονομίας της εργατικής δύναμης.

Επί της βάσεως αυτής συγκροτείται ένας μηχανολογικός υλισμός που εμπεριέχει την θεωρησιακή νόηση προσανατολισμένη και συντείνουσα προς τα προσίδια πεδία. Ο υπερβατικός ρεαλισμός, ο οποίος έχει ως θεμέλιο την φιλοσοφία του Κάντ, είναι σε αυτό πηγή ζητημάτων ανάπτυξης.[13]

Η φιλοσοφία του ασυνείδητου του Χάρτμαν κατατείνει στην παραγωγή της πυρηνικής ενσωματότητας που γίνεται φορέας ενός τέτοιου μηχανολογικού υλισμού.[14] Μπορεί να ειπωθεί, ότι το βιβλίο του είναι ο γενέθλιος διανοητικός τόπος των πρώτων γενιών cyborg εργατών στον ίδιο χρόνο και κυρίως με τον ίδιο τρόπο, που τα εργοστάσια μεταλλουργίας είναι ο υλικός-μηχανουργικός γενέθλιος χώρος των πρώτων γενιών cyborg εργατών και βελτιστοποίησης των επόμενων.

Αυτή η δυναμική έχει μια σχετική ρητότητα στην κατά την διάρθρωση του βιβλίου του φαινομενολογία του ασυνείδητου στο ανθρώπινο Πνεύμα και δη στο ασυνείδητο στην Σκέψη.[15]

Αυτός ανέπτυξε τον επιταχυντισμό, ερευνώντας την ύλη ως ανόργανη και οργανική αμεσότητα, στον ίδιο χρόνο που η εργατική κριτική ανέπτυξε τον επιταχυντισμό, πηγαίνοντας από την κριτική έρευνα της τότε πλανητικής αγοράς και της παγκόσμιας αγοράς, στην κριτική ανάλυση του τρόπου συνάρθρωσης μεταξύ του εργάτη και των μηχανών εντός του παραγωγικού προτσές κεφαλαίου.

Με τα λόγια του, στον Χάρτμαν, το σκέπτεσθαι είναι διαίρεση, συνδυασμός και συσχετισμός προβολών. Σε αυτό οι προβολές καθίστανται το άμεσο υλικό, επί του οποίου επενεργεί ο μηχανισμός της σκέψης. Η σκέψη εργαλειακά μπορεί να αναπαρασταθεί με ένα μαχαίρι, ώστε τέμνει ποσοτικά τις προβολές. Ο σκοπός, η εμπροθετότητα της εργασίας της αφηρημένης διαίρεσης είναι ο συνδυασμός των αισθητών ενικών σε μια κοινή έννοια, και η απόρριψη των μη εντασσόμενων στον σκοπό αδιαίρετων.[16] Στην συνέχεια αναπτύσσει τις παραγωγές του σκέπτεσθαι, καλλιτεχνική, μαθηματική κοκ. παραγωγή, και την διαπλοκή μεταξύ σκέπτεσθαι και της κατηγορικής λειτουργίας της γλώσσας.

Στο συμπέρασμα διατυπώνει ένα πρόταγμα που εκφεύγει της αυστηρής λογικής του κειμένου του, και είναι ανοικτό στην φιλοσοφία της ιστορίας, προτείνοντας επιπροσθέτως και επί του πρακτέου μια παιδαγωγική του σκέπτεσθαι, θεμελιωτική της κατανόησης της φιλοσοφίας της ιστορίας: σύμφωνα με τα λόγια του, η υποκειμενική αιτιολόγηση πρέπει να έλθει στο φως και να αντιμετωπισθούν τα αποτελέσματα των λεκτικο-λογικών συμπερασμάτων και επιδράσεων ως έστω μια ατελής και δυσλειτουργούσα εγγύηση Αντικειμενικότητας, και έτσι η συνειδητή Λογική κερδίζει έδαφος από γενιά σε γενιά -έτσι, οι αλήθειες αναδύονται στο φως της συνείδησης και αναπτύσσεται ο Αγώνας τους υπερισχύουσες έναντι των κυρίαρχων απόψεων της κάθε εποχής, εγειρόμενη πάλι μια ασυνείδητη Λογική, η ιστορική πρόβλεψη, που κανένας δεν είδε τόσο ευκρινώς, όπως ο Χέγκελ.[17]

Επ’ αυτού ο όρος πρόβλεψη («Vorsehung») δεν πρέπει να προσληφθεί φαταλιστικά, αλλά ως μια ανταγωνιστική διατύπωση του ότι η ιστορία παράγεται από τα ίδια τα υποκείμενά της σε κληρονομημένες σχέσεις. Η πρόβλεψη συνίσταται στην ικανότητα του εντοπισμού και ξεχωρισμού εκείνων των σχέσεων, οι οποίες είναι κληρονομημένες, οι οποίες έρχονται από παλιά, από τις νέες παραγόμενες σχέσεις, εντός ενός δοσμένου ιστορικού πλαισίου εργασίας.

Στο επίπεδο της ηθικής φιλοσοφίας, το έργο του Χάρτμαν διαχωρίζεται από τον Σοπενχαουερικό πεσιμισμό, ήτοι από την αναγωγή του Σαιξπηρικού to be or not to be στο επίπεδο της φιλοσοφίας της ζωής.[18] Διαμορφώνεται λοιπόν ένας εξελικτικός οπτιμισμός διεξαρτώμενος από τον ευδαιμονολογικό πεσιμισμό.[19]

Αν θέλουμε, όμως, να κατανοήσουμε σφαιρικά τον Γερμανικό Υλισμό εκείνης της περιόδου, θα πρέπει να κινηθούμε και εντός του ιστορικού υλισμού, και έτσι κατανοείται ως εκλογίκευση των πολεμικών ιαχών και των πολεμικών εκφράσεων των Γερμανικών μαζών εν όψει του Γερμανο-Φραγκικού Πολέμου[20], της εισβολής στο Παρίσι και της Συνταγματικής ενοποίησης των Γερμανικών Γαιών, και κυρίως ως διαμεσολαβημένη φιλοσοφικά έκφραση της κατάστασης και της ζωής της εργατικής τάξης στην χώρα:

Τον Φεβρουάριο του 1869, ο Ένγκελς σε κείμενό του για τις ενώσεις των ανθρακωρύχων στην Σαξονία έκανε λόγο για θολή, θαμπή εικόνα και για συνθήκες προσωπικής εξάρτησης.[21] Επ’ αυτού ο Γερμανικός Υλισμός είναι η πρωτόλεια, άμεση, ασυνείδητη άρνηση της μιζέριας της εργατικής ζωής στην Γερμανία της περιόδου.

Συνακόλουθα, και χωρίς να υπάρχει αμφιβολία περί τούτου, η πολεμική κατάσταση και το βίωμα του πολέμου ως κάτι ζημιογόνο, επιβλαβές ως προς το υποκείμενο επιφέρει πεσιμισμό. Η επαναφορά στο διανοητικό προσκήνιο της φιλοσοφικής θεωρίας του Σέλινγκ περί κακού οδήγησε στην αναβίωση της Γερμανικής εκδοχής του πεσιμισμού.[22]

Ο Σέλινγκ αντιλαμβάνεται το κακό ως κάτι σχετιζόμενο με την θεολογία και με τον προσανατολισμό των ανθρώπων προς μια ορισμένη, συγκεκριμένη ιδέα περί Θεού.[23] Από την σκοπιά της ανηλεούς κριτικής, η αναβίωση της μεταφυσικής περί κακού εκφράζει μόνο την ενοχική αυτοσυνειδησία, τις συλλογικές τύψεις της Γερμανικής μπουρζουάδικης τάξης και των άλλων προκαπιταλιστικών, αντιδραστικών τάξεων για τον ρόλο τους στην Επανάσταση του 1848 και στο 1870-1871. Ο Γερμανικός Υλισμός είναι η επίγνωση αυτού και η προσπάθεια φυγής προς τα μπρος ολόκληρης της μετά το 1848-1852 Ντόιτς φιλοσοφίας. 

Αυτό, όμως, που έχει την μεγαλύτερη αξία σήμερα και είναι το πιο υποτιμημένο από την κατεστημένη και αδύναμη σκέψη, καθώς και από την ευρύτερη πολιτισμική παρακμή, είναι η ανάπτυξη του προγράμματος παιδαγωγικής του Χάρτμαν, ως μιας εκ των πιο λαμπρών στιγμών της φιλοσοφίας του.

Παρόλη την εκ πρώτης όψης παραπλησιότητα, το πρόγραμμα της παιδαγωγικής του Χάρτμαν δεν μπορεί να συγχέεται με την κάπως πρόχειρη και βιαστική αντιμετώπιση των εννοιών ως χρονολογικά αδιαίρετων, η οποία μάλιστα έχει αξίωση ενός «σφαιρικού παιδαγωγικού προγράμματος».[24] Και τούτο διότι δεν δικαιολογείται στο όνομα των όποιων αναγκών εκλαΐκευσης η διαστροφή του περιεχομένου και της οντολογίας των εννοιών του οποιοδήποτε πεδίου του επιστητού.




[1] Βλ. Kurt Bayertz, Myriam Gerhard, Walter Jaeschke (Hg.), Der Materialismus-Streit, Texte von L. Büchner, H. Czolbe, L. Feuerbach, I. H. Fichte, J. Frauenstädt, J. Froschammer, J. Henle, J. Moleschott, M. J. Schleiden, C. Vogt und R. Wagner, Meiner Verlag für Philosophie, Hamburg, 2012.

[2] Παράβαλε Piero Giordanetti, Riccardo Pozzo, Marco Sgarbi (επιμ.), Kant’s Philosophy of the Unconscious, De Gruyter, Berlin/Boston, 2012.

[3] Βλ. E. v. Hartmann, Dr. Phil., Philosophie des Unbewussten, Verstuch einer Weltanschauung, Speculative Resultate nach inductivwissenschaftlicher Methode, Berlin, 1869, Carl Duncker’s Verlag (C. Heymons).

[4] Βλ. The Dark Fantastic: Literature, Philosophy, and Digital Arts, , Pete Wolfendale: The Radicalization of Kant; or, Transcendental Realism as Epistemology, October 9, 2012 σε https://socialecologies.wordpress.com/2012/10/09/pete-wolfendale-the-radicalization-of-kant-or-transcendental-realism-as-epistemology/

[5] Βλ. Pete Wolfendale, Essay on Transcendental Realism, Part III: Transcedental Realism, σύνδεσμος για το κείμενο περιέχεται οπ.

[6] Βλ. οπ., Part II: Deflationary Realism, 2. Global Deflationism, i) Brandom’s Deflationism.

[7] Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Κριτικά Σημειώματα για μια Αντιδραστική Φιλοσοφία. Αντί Εισαγωγής: Πώς αναιρούσαν μερικοί «Μαρξιστές» τον Υλισμό το 1908 και πώς τον αναιρούσαν μερικοί Ιδεαλιστές το 1710, στο του ιδίου Άπαντα, Έκδοση Πέμπτη, Τόμος 18ος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σ. 14.

[8] Interview With Ray Brassier – Against an Aesthetics of Noise (nY#2), January 2, 2010, απόσπασμα.

[9] Βλ. Hegel, Wissenschaft der Logik, Zweiter Teil: Die subjektive Logik oder die Lehre vom Begriff, Zweiter Abschnitt, απόσπασμα: «Die Objektivität Fürs erste nun ist die Objektivität in ihrer Unmittelbarkeit, deren Momente um der Totalität aller Momente willen in selbständiger Gleichgültigkeit als Objekte außereinander bestehen und in ihrem Verhältnisse die subjektive Einheit des Begriffs nur als innere oder als äußere haben, – der Mechanismus. – Indem in ihm aber».

[10] Ray Brassier, «Concepts and Objects», στο Levi R. Bryant, Nick Srnicek & Graham Harman (eds.), The Speculative Turn: Continental Materialism and Realism. re.press (2011), p. 47.

[11] Παράβαλε Franco Berardi, And. Phenomenology of the end. Cognition and sensibility in the transition from conjunctive to connective mode of social communication, Part I. Sensibility, Aalto University publication series, Doctoral Dissertations 139/2014, Finland, 2014, pp. 29-116, Emma Sofie Brogaard Jespersen, Sensibility and semio-capitalism - a bodily experience of crisis in Ursula Andkjær Olsen's "The crisis notebooks", The Nordic Journal of Aesthetics, No. 60 (2020), pp. 140–157.

[12] Βλ. Hegel, Phänomenologie des Geistes, A. Bewußtsein, III. Kraft und Verstand, Erscheinung und übersinnliche Welt.

[13] Παράβαλε Reza Negasterani, Intelligence and Spirit, 4. Some Unsettling Kantian News, as Delivered by Boltzmann (An Excursion into Time), Freezing the Flux, urbanomic, sequence, 2018, UK – USA, pp. 137 επ.

[14] Βλ. Hartmann, οπ., Erster Theil. Phänomenologie des Unbewussten, A. Die Erscheinung des Unbewussten in der Leiblichkeit, pp. 39-156, και πιο συγκεκριμένα VII. Der indirecte Einfluss bewusster Seelenthätigkeit auf organische Functionen. 1. Der indirekte Einfluss des bewussten Willens, 2. Der Einfluss der bewussten Vorstellung, VIII. Das Unbewusste im organischen Bilden, pp. 126-138, 139-156.

[15] Βλ. οπ. B. Das Unbewusste im menschlichen Geist, VII. Das Unbewusste im Denken.

[16] Βλ. οπ., απόσπασμα: ''Man versteht unter Denken im engeren Sinne das Theilen, Vereinen und Beziehen der Vorstellungen. Das Theilen kann in räumlichem oder zeitlichem Zerschneiden oder in abstrahirendem Theilen der Vorstellungen bestehen. Jede Vorstellung kann auf unendlich viele Arten getheilt werden, es kommt also wesentlich darauf an, wie der Schnitt geführt wird zwischen dem Stück, das man behalten, und dem, welches man fallen lassen will. Wieviel und was von einer Vorstellung man aber behalten will, das hängt davon ab, zu welchem Zwecke man es braucht. Der Hauptzweck beim abstrahirenden Theilen ist das Zusammenfassen vieler sinnlicher Einzelnen zu einem gemeinsamen Begriff; dieser kann nur das in allen Gleiche enthalten, die Schnitte müssen also so geführt werden, dass man von allen Einzelvorstellungen nur das Gleiche übrig behält, und die ungleichen individuellen Reste fallen lässt''.

[17] Βλ. οπ., απόσπασμα: ''Wollte man nun aber durch diese Betrachtung sich zu einer Geringschätzung der bewussten Ratiocination hinreissen lassen, so würde man dennoch einem sehr grossen Irrthum verfallen. Eben weil bei sprunghaften Schlüssen leicht Irrthümer unterlaufen, ist es dringend erforderlich, in wichtigen Fragen die einzelnen Glieder durch discursives Denken klar zu stellen, und bis auf so kleine Denkschritte herabzusteigen, dass man vor Irrthümern in den Schlüssen sich möglichst geschützt weiss. Eben weil bei den Ansichten, deren wahre Begründung im Unbewussten liegt, die Verfälschung des Urtheils durch Interessen und Neigungen sich jeder Controle entzieht und ungenirt breit macht, ist es doppelt nöthig, die subjective Begründung an's Licht zu ziehen, und mit den Resultaten discursiv-logischer Schlussfolgerungen zu confrontiren, da nur in den letzteren eine gewisse, wenn auch immer noch sehr mangelhafte Garantie der Objectivität liegt. Ist auch für den Augenblick das subjective Vorurtheil stärker, mit der Zeit gewinnt die bewusste Logik doch an Boden, und ist es nicht in Einer Generation, so ist es im Laufe vieler. Aber auch in diesem Hervortreten gewisser Wahrheiten an das Licht des Bewusstseins und in ihrem Kampf und Sieg gegen herrschende Zeitanschauungen waltet, wie wir später sehen werden, selbst wieder eine unbewusste Logik, eine historische Vorsehung, die von Keinem klarer erschaut worden ist als von Hegel''.

[18] Βλ. Frederick C. Beiser, Weltschmerz: Pessimism in German Philosophy, 1860–1900, Oxford University Press, 2016. Αντιπαράβαλε Friedrich Nietzsche, Vom Nutzen und Nachteil der Historie für das Leben.

[19] Βλ. Zur Geschichte und Begründung des Pessimismus Von Eduard von Hartmann, Berlin, Carl Duncker’s Verlag (C. Heymons), 1880, pp. 20-64.

[20] Βλ. Friedrich Engels, Über den Krieg. Geschrieben von Ende Juli 1870 bis Februar 1871. Veröffentlicht in «The Pall Mall Gazette».

[21] Βλ. του ιδίου, Bericht über die Knappschaftsvereine der Bergarbeiter in den Kohlenwerken Sachsens Geschrieben zwischen dem 17. und 21. Februar 1869. ["Demokratisches Wochenblatt" Nr. 12 vom 20. März 1869], απόσπασμα: Das Vorstehende liefert bereits ein trübes Bild von der Lage dieser Bergarbeiter. Zum Verständnis ihrer leibeigenschaftlichen Zustände.

[22] Για μια κριτική στον πεσιμισμό ως συνείδηση του καταστροφισμού βλ. Oswald Spengler, Reden und Aufsätze, Pessimismus? (1921).

[23] Ενδεικτικά βλ. Veroniki Petrou, «Schelling's Critical View on Leibniz's Notion of Evil», Conatus - Journal of Philosophy, 2(2), 91–102, Gavin Rae, «Schelling and the Metaphysics of Evil», Sophia, 57 (2):233-248 (2018).

[24] Βλ. Reza Negasterani, οπ., 5. This I, or We or It, the Thing, Which Speaks (Objectivity and Thought), As if Raising a child και Global Pedagogical Project, οπ., pp. 267-277, 277-292.

Για την κατάργηση του κοινωνικομοριακού «Πολέμου του Αστρών»


Το επί Ρίγκαν νέο τότε πρόγραμμα πυρηνικών όπλων με την θεαματική ονομασία «Star Wars» συνοδεύθηκε και προώθησε μια ολόκληρη κουλτούρα και ιδεολογίες καταστροφισμού, οι οποίες κατά τις επόμενες δεκαετίες απέκτησαν σχετικά αυτοτελή λειτουργία τόσο μέσα στο κοινωνικό όσο και μέσα στο μοριακό επίπεδο. Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτές οι λειτουργίες διαθέτουν και αυτοματοποιημένο χαρακτήρα.

Το ότι ένα συγκεκριμένο βιομηχανικό σύστημα διαθέτει ως τέτοιο κοινωνική ύπαρξη και λειτουργία, δείχνει μόνο τον κοινωνικό χαρακτήρα του προτσές υπό το οποίο παρήχθη, και την εξ αυτού αντικειμενική δυνατότητα κοινωνικοποιησιμότητάς του. Επομένως, ο κοινωνικομοριακός «Πόλεμος των Άστρων» αποτελεί μόνο την ενεργοποίηση του «συστήματος» στο κυκλοφοριακό προτσές και σε μερικότητες του προτσές αναπαραγωγής του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου, χωρίς να χρειάζεται το πάτημα κάποιου κομβίου εντολής εκτόξευσης. Στα inferiora επίπεδα του Πλανητικού αυτό το πράγμα έχει τις διακλαδώσεις του: ο «πόλεμος των άστρων» καθίσταται «πόλεμος ανατολιτών βασιλέων» και ο «πόλεμος ανατολιτών βασιλέων» ξεπέφτει σε «πόλεμο αυλικών».

Αν αυτό ακούγεται ωραίο και σχετικά προνοητικό, η συγκεκριμένη ανάγνωση των επιστημονικοτεχνικών και πολιτισμικών προκειμένων του «Πολέμου των Άστρων» κάνει και τον τελευταίο να προβληματισθεί.

Ο γνωστός επιστήμονας Κ. Robert Jastrow στα 1985 δημοσίευσε στις ΗΠΑ το βιβλίο του με τίτλο «How to Make Nuclear Weapons Obsolete», το οποίο μεταφράσθηκε στα ελληνικά ως «Τα Πυρηνικά Όπλα και ο Πόλεμος των Άστρων» (εκδ. Ροές, 1987, Ιπποκράτους 59). Πρόκειται για ένα κατατοπιστικό βιβλίο σχετικά με τα τότε τρέχοντα προγράμματα πυρηνικών όπλων και τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Ξεχωρίζουμε σ’ αυτό, κάτι που είναι αληθές, την από την σκοπιά του ηθικού κριτικισμού (η τότε εκδοχή κριτικής της κριτικής, η πιο ευφυής εκδοχή της Αγίας Οικογένειας) παρουσίαση του δόγματος MAD (Mutually Assured Destruction), που κάθε φορά που ενεργοποιήθηκε, αποδίδεται με την ορθή δημώδη κυριολεκτική έκφραση «το άνοιγμα της πόρτας του τρελοκομείου». Όπως έλεγε η Άρεντ, «δεν χρειαζόμαστε την τρέλα για να σωθούμε».

Από την σκοπιά της κριτικής της πολιτικής οικονομίας πρόκειται για αυθαιρέτως βαλμένα όρια στον πολλαπλασιασμό και αυτοεπέκταση της αξίας, δηλαδή για όρια, τα οποία απλά εκφράζουν τον αβάσιμο υποκειμενισμό αυτού που τα θέτει. Είναι σαν κάποιος να λέει: «τέρμα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τέρμα στις επιδράσεις της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασίας, ας αυτοετεροκαταστραφούμε». Όσες φορές έχει εφαρμοσθεί, η ζωή έχει δείξει, ότι καταστράφηκε συλλογικά, αυτός που αυθαιρέτως και μέσα από τον υποκειμενισμό του έθεσε κατ’ αυτόν τον τρόπο όρια. –Δεν απέχει πολύ από την επιδίωξη της Ελλαδικής χούντας περί καταργήσεως της ταξικής πάλης με υπουργική απόφαση, ή εμφορείται από τέτοιες αντιλήψεις.

Φυσικά, όσες φορές ενεργοποιήθηκε, πάντοτε κάποιες δυνάμεις έδρασαν προς την αποτροπή του, και μέσα απ’ αυτό ο κάθε κύριος M.A.D βρήκε ευκαιρία να κηρύξει τον μεσσιανισμό του, και το γνωστό παραμύθι ξεκίνησε απ’ την αρχή, μέχρι να αυτοετεροκαταστραφεί ξανά, ή μέχρι την επαναστατική κατάργηση κάθε μορφής δευτεροκοσμικού μεσσιανισμού.

Μια Καντιανή αισθητική απόφανση ενάντια σε αυτό είναι ότι συνιστά μίζερο θέαμα φριχτά ξεπερασμένο: κιτς γκλαμουριά των eighties, προϊών λουξουρισμός των nineties: ανθρωπόμορφα μοντέλα σε πληθωρισμένα τιμαριθμικά κέντρα ψυχαγωγίας να ψάχνουν εναγωνίως για ουσίες, Τουρινγκ μπάτσοι εντός-εκτός να παρακολουθούν και να αναμεταδίδουν την όλη κυκλοφορία, μυστικοί να προσπαθούν να αποκωδικώσουν την φάση, πρωτοσέλιδα με διπλές και τριπλές σημασίες στην ίδια φράση, μετάλλαξη της χρήσης των γλωσσών, βούλγκαρ Βιτγκενσταϊνικές χρήσεις των γλωσσών, φετιχισμοί του τρόπου γραψίματος, των γλωσσικών χαρακτήρων, εμπορευματοποιημένος Ταλμουδισμός ως φετιχισμός της γαστρονομίας, ουσιοκρατία, σύνθεση αλληλοαποκλειόμενων δυναμικών: κάποιες μόνο όψεις της γενικευμένης καπιταλιστικομερκαντιλιστικής σήψης.

Ένα πραγματικά ορθολογικό ερώτημα είναι: σήμερα φέρνει λεφτά όλο αυτό;

Έφερνε κάποια μέχρι και την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Σε συνθήκες γενικευμένης ανάπτυξης της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι ένας καταστροφισμός που αδυνατεί να κατανοήσει και να αντιληφθεί την οικονομική δυναμική και τον επιστημολογικό, θεωρητικό χαρακτήρα της Σουμπετεριανής δημιουργικής καταστροφής. Επιβιώνει μόνο σε κάποιες αντιζηλίες και φθόνους ανθρωπομορφών της βιομηχανίας του θεάματος, τις οποίες μεταφράζει εντός των γκέτο των μεταναστών σε μεγάλες πόλεις μεσαίου και χαμηλού βαθμού ανάπτυξης, δηλαδή γεωγραφικά, αφορά κατά κύριο λόγο τα Βαλκάνια, την Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Έχει χαρακτηρισθεί ευστόχως από τεχνικοοικονομική άποψη ως μια νέα μορφή καταστροφής σε αυτούς τους χώρους: παραγωγή ανταξίας.

Το γενικό πρόβλημα του συνολικού προτσές καπιταλιστικής παραγωγής παραμένει, και αυτό το πράγμα το οξύνει: ως δυνητικά χρηματική ποσότητα η συνολική αξία του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου είναι λιγότερη από όση ήταν μέχρι και το 1993. Σίγουρα, η 4η Βιομηχανική Επανάσταση έχει ανεβάσει την συνολική αξία σε σχέση με αυτή που ήταν από το 1993 και μέχρι αυτήν, αλλά η οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα αντικειμενικά εξασθενεί τις γενικές ανοδικές τάσεις.

Η πολυεθνική εργατική τάξη, το παγκόσμιο προλεταριάτο δεν έχει άλλο δρόμο από την πάλη ενάντια στον τεχνητά προκληθέντα πληθωρισμό, για το ανέβασμα της αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου μέσα από την αύξηση ονομαστικού και πραγματικού μισθού, την επιβολή εργατικού επιταχυντισμού, την ανάπτυξη ταξικού εργατικού Μητροπολιτισμού.

 

 

Φεύγοντας απ’ το φως. Ελληνικός Μητροπολιτισμός και εργατικοβιομηχανικές δραστηριότητες


Όσο η πολυεθνική εργατική τάξη μιας μεγάλης πόλης διαχωρίζεται με κάθε τρόπο από τον εθνισμό της χώρας και από την προσίδια εθνική ιδεολογία, ήτοι όσο κατανοεί με υλικούς οικονομικούς όρους μέσα από την ίδια την εμπειρία της στο προτσές της συνολικής καπιταλιστικής παραγωγής την πόλη ως τμήμα της μητροπολιτικής Αυτοκρατορίας, τόσο αποκτά την πολιτική ικανότητα και αρμοδιότητα του προσδιορίζειν οντολογικά τον «εθνικό» χώρο της πόλης. Αυτό, ενάντια στον φυσιοκρατισμό και στον μερκαντιλισμό, σε πρώτο χρόνο χωρεί ως κατάργηση του επαρχιώτικου θεάματος της πόλης «ως τουριστικού προϊόντος», το οποίο παρακμάζει σε επαρχιωτικοποίηση της ίδιας της πόλης.

Όπως είναι γνωστό, στις μεγάλες καπιταλιστικές Μητροπόλεις, ο τουρίστας ως μια φιγούρα καταναλωτή, αποκλειστικά ως υποκειμένου κατανάλωσης στο κυκλοφοριακό προτσές, έχει de facto αντικατασταθεί από την δραστηριότητα του ταξιδιώτη, περιπλανητή-μη υλικά (με τους σύγχρονους όρους της έννοιας) εργαζόμενου μέσα στον Μητροπολιτικό χώρο της πόλης, την οποία επισκέπτεται, με εξαίρεση τις φιγούρες των καταναλωτών πολυτελειών ως τουριστών (όπου επιβιώνουν ακόμα).

Την επόμενη φορά που κάποιος αναγνώστης θα επισκεφθεί μια Μητρόπολη, έχοντας τα ως άνω κατά νου, ας προσπαθήσει να δει και να βιώσει με διαφορετικό τρόπο την εμπειρία ακόμα και των στερεοτυπικών μερών (μουσείο, ιστορικό τοπίο, ιστορικό μνημείο, ιστορικό κτίσμα κλπ).

Ώστε αν η καπιταλιστική Μητρόπολη εμπεριέχει inter alia την κατάργηση της επαρχιωτικής θεαματικής πόλης (την functionally flat city), μέσα από τις εργατικές αρνήσεις εντός της καπιταλιστικής Μητρόπολης, εντός του μητροπολιτικού εργοστασίου στον ίδιο χρόνο παράγεται η Μητρόπολη επέκεινα της καπιταλιστικής Μητρόπολης. Αυτό είναι ένας τρόπος ανάπτυξης σύγχρονου ατόφιου εργατικού Λενινισμού.

Όπως δείχνει η κριτική ανάλυση των αυτόνομων αρχιτεκτόνων, σε γενικές γραμμές η καπιταλιστική Μητρόπολη δεν είναι απλά μια προσδιορίσιμη αρχιτεκτονική δομή, που μένει ως τέτοια αναλλοίωτη, ήτοι δεν είναι απλά ένας δοσμένος αρχιτεκτονικός φορμαλισμός, αλλά κατά κύριο λόγο περιγράφεται μέσω των κοινωνικών λειτουργικοτήτων και των κοινωνικών εμφανίσεων των ειδικά προσδιορισμένων μορφών της αξίας, από τον τρόπο συνάρθρωσης αυτού που προσδιορίζεται ως Μητρόπολη, με το κεφαλαιακό πραγματικό, με την πραγματοκεφαλαιακή σφαίρα, διότι η τελευταία μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει στην πληρότητά της μόνο εντός της καπιταλιστικής Μητρόπολης.

Εν προκειμένω, από λειτουργική άποψη ο Ελληνικός χαρακτήρας (άρα και τα φλέγοντα ζητήματα του μητροπολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης) μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από την φιλοσοφία της βιομηχανίας, ήτοι ως ξεπέρασμα του Σπινοζιστικού επιπέδου εμμένειας διεξαγωγής της υπερεκμετάλλευσης κύρια με όρους έντασης της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο (: -το ίδιο σφάλμα επαναλήφθη δις). Αυτό πρακτικά συνεπάγεται, ότι μέσα στον Καρτεσιανά κατανοούμενο χώρο της πόλης, μέσα στον χώρο της πόλης ως αισθητηριακής βεβαιότητας, το σύστημα πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο του μητροπολιτικού εργοστασίου έρχεται όλο και πιο πολύ σε αντίθεση ως προς την Σπινοζιστική εμμενιστική τυπική υπαγωγή της εργασίας στα αδιαίρετα, στα ατομικά κεφάλαια, έχοντα ως συνήθως urban χαρακτήρα.

Ωστόσο, το παράγειν την Μητρόπολη επέκεινα της καπιταλιστικής Μητρόπολης-βασικός τρόπος ανάπτυξης του ατόφιου εργατικού Λενινισμού της εποχής μας σχετικά πρόσφατα απέκτησε και έναν από τα παλιά καινούριο αντίπαλο: τον μετ’ επικλήσεως του «Μαοϊσμού» ουτοπισμό του άστεως εν είδει αγροτικής κοινότητας, που πρακτικά σημαίνει την εκ προθέσεως μικροαστική, αντεργατική δολιοφθορά στην λειτουργία του μητροπολιτικού εργοστασίου, το πισωγύρισμα σε καταστάσεις προσιδιάζουσες σε μαζική λειτουργική βιομηχανική καταστροφή.

Επ’ αυτού, η πρωτοβουλία για το τσάκισμα των δολιοφθορών πρέπει να περάσει από το κεφάλαιο στην εργατική τάξη, επιστρατεύοντας τα όπλα της όλο και πιο πλατιάς εργατικής συλλογικοποίησης, του όλο και πιο εντεινόμενου εργατικού κοοπερατιβισμού, των απεργιών ως μικρογραφιών εξέγερσης, και το μεγάλο όπλο της γενικής απεργίας. –Η εμπειρία στην Φραγκική Επικράτεια κατά τους πρώτους επτά μήνες του τρέχοντος έτους κάτι έχει να μας πει.




“Εγερθέν εκ των ερειπίων …”. Η ιστορική κατάσταση του Γερμανικού κομμουνιστικού κινήματος


Το Γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα εμφανίσθηκε, αναπτύχθηκε, ατσαλώθηκε μέσα στο ίδιο το βίαιο, ένοπλο επαναστατικό προτσές, σε σφοδρή διαμάχη εντός του σοσιαλιστικού χώρου τόσο με το SPD (η οποία στα 1919 έλαβε διάσταση ένοπλης αντιπαράθεσης), όσο και ιδεολογικά ενάντια στις δεξιές εξωτερικεύσεις και πραγματεύσεις του Μπολσεβικισμού, για το ποιό κέντρο θα έχει την πολιτική ηγεσία εντός του Ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος.

Με τις μνήμες νωπές από τις εκ μέρους της αντίδρασης δολοφονίες της Ρόζας και του  Λιέμπκνεχτ, και καθώς διεξάγετο το επαναστατικό προτσές, στο Γερμανικό επαναστατικό κίνημα κολλήθηκε η ρετσινιά του αριστερού κομμουνισμού (όπως και στο Ολλανδικό). Αυτό οφείλεται στην παρέμβαση του Λένιν τον Απρίλιο του 1920 (μέσω του κεφαλαίου περί αριστερού κομμουνισμού στην Γερμανία του κειμένου του για την «παιδική ασθένεια του αριστερισμού», το οποίο εκδόθηκε στην μορφή φυλλαδίου τον Ιούνιο του 1920) στην εσωκομματική κατάσταση συνομιλιών μεταξύ KPD και USPD (απ' τ' αριστερά διάσπαση του SPD, απ' το οποίο αποσπάσθηκε η επαναστατική τάση και σχημάτισε την Ένωση του Σπαρτάκου - Spartakusbund) περί ένταξης του τελευταίου στο KPD.

Η παρέμβαση έγινε, με αφορμή την έκδοση σε Φρανκφούρτη και Μάιν μιας (όπως χαρακτηρίσθηκε απ’ τον ίδιο τον Λένιν στο επόμενο κεφάλαιο του περί ού ο λόγος φυλλαδίου του «γελοίας θεωρίας» περί μη συμμετοχής των επαναστατών στα αντιδραστικά συνδικάτα) μπροσούρας της εσωκομματικής «αξιωματικής αντιπολίτευσης», που λέγεται ότι γράφτηκε από τον Heinrich Laufenberg, που έχει το επαναστατικό ψευδώνυμο Karl Erler. Η μπροσούρα συνόψιζε στοιχεία από το πολιτικό περιεχόμενο της διάσπασης του KPD. Θυμίζουμε, ότι η “αντιπολίτευση” είχε αποσχισθεί από το KPD τον Οκτώβριο του 1919 στο Συνέδριο της Χαϊδελβέργης, και συγκρότησε το KAPD. Η δικαιολόγησή της παρέμβασης έγινε στο όνομα της υποβοήθησης των συνομιλιών, προκειμένου τελικά να ενταχθεί το USPD στο KPD, και να καμφθούν οι περί τούτου διαφωνίες.

Στο παράρτημα του κειμένου του προτείνει συμφωνία μεταξύ KPD και αριστερών Ανεξάρτητων (έτσι λέει τις αριστερές τάσεις του USPD) ως «αντικειμενική βάση για την δικτατορία του προλεταριάτου γιατί η πλειοψηφία των εργατών πόλεων υποστηρίζουν τους Ανεξάρτητους» (κάτι που προφανώς δεν ισχύει, εκτός κι αν έχει άλλη χώρα στο μυαλό του και όχι την Γερμανία, καθ' όσον ήταν ηλίου φαεινότερο, ούτε αμφισβητείτο, ότι η πλειοψηφία των βιομηχανικών εργατών σε βιομηχανικά μητροπολιτικά κέντρα και Ρηνανία στήριζε το KPD και τις επαναστατικές δυνάμεις), και διευκρινίζει ότι ο σκοπός του είναι η ενότητα των κομμουνιστικών δυνάμεων στην Γερμανία: «η αναγκαία συνένωση σε ένα ενιαίο κόμμα, αναπόδραστη στο κοντινό μέλλον, όλων των συμμετεχόντων στο κίνημα της εργατικής τάξης που ειλικρινά και συνειδητά στηρίζουν την Σοβιετική κυβέρνηση και την δικτατορία του προλεταριάτου». Κατά λογική συνέπεια, αυτό συμπεριλαμβάνει και το KAPD (παρά τις κατά Λένιν «παιδικές ασθένειές» και τον αναρχοσυνδικαλισμό των), καθ’ όσον σταθερά τάσσονται με το πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης, είναι συμπαθούντες της Γ΄ Διεθνούς και συμμετείχαν δι’ αποστολής επίσημων αντιπροσώπων στο δεύτερο Συνέδριό της. Φυσικά, κάτι τέτοιο ουδέποτε επετεύχθη, αλλά φεύ και το ίδιο το KAPD υπέστη διάσπαση στα 1922 σε Τμήμα της Έσσης και Τμήμα του Βερολίνου.

Επ' αυτού τίθενται δύο ερωτήματα: 1ον πώς, αφού κατά Λένιν το USPD είχε μεγαλύτερη στήριξη από τους εργάτες απ' ότι το KPD, το USPD ήθελε να ενταχθεί στο KPD, και όχι το αντίστροφο; 2ον πώς ο Λένιν στήριζε την ένταξη του USPD που είχε ως αρχιστελέχη τον Καουτσκυ και τον Μπερνστάιν, και στον ίδιο χρόνο "δαιμονοποιουσε" και κατάγγελνε ως ασθενείς μάλιστα τους κομμουνιστές επαναστάτες του KAPD; Εξαντλώντας την καλή προαίρεση μας, λέμε ότι η εκ μέρους του Λένιν εσφαλμένη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων έχει να κάνει με disinformation (που αντανακλά βέβαια εκ μέρους του έλλειψη πίστης στο ίδιο το Γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα), αλλά όσον αφορά το δεύτερο είναι κάτι, το οποίο δεν έχει εισέτι εξηγηθεί.

Προκαλεί εντύπωση, ότι η παρέμβαση δεν έγινε μέσα από την διαδικασία της Τρίτης Διεθνούς, ή έστω διά συντροφικής αλληλογραφίας (όπως γινόταν η αντιπαράθεση και οι συνομιλίες με την Ρόζα και την Τσέτκιν) αλλά προσωπικά-ονομαστικά με δημοσιευθέν φυλλάδιο. Αυτό καταδεικνύει, ότι εν τω μέσω της επανάστασης το Γερμανικό και το Σοβιετικό κίνημα δεν ήταν σε οργανωτικοκομματικό συντονισμό.

Υπάρχει ένας τρόπος να το δει κάποιος όλο αυτό όχι μόνο σεκταριστικά, αλλά και υπό το πρίσμα της ναζιστικής προπαγάνδας περί συνωμοσίας. Σίγουρα, οι Γερμανοί μικροαστοί, οι Γιούνκερς, οι Μπάουερς έτσι το είδαν (και γι’ αυτό είχαν την καταστροφική εθνική ήττα τους). Από την άλλη, η όλη κατανόηση αλλάζει ποιοτικά, αν το δεις μέσα από την ίδια την εργατική τάξη που αποφασίζει, υλοποιεί, πραγματώνει το επαναστατικό προτσές. Αυτό δεν σημαίνει, ότι σε χαοτικές πολιτικές καταστάσεις δεν εκδιπλώνονται συνομωσίες και μυστικοί σχεδιασμοί, ωστόσο αυτό αφορά κατά κύριο λόγο τις εκμεταλλεύτριες και καταπιεστικές τάξεις, και όχι αυτούς που συμμετέχουν σε μια επανάσταση.

Έχει όλο αυτό κάποια συνάφεια στην μεταπολεμική κατάσταση του κομμουνιστικού κινήματος στην Γερμανία, ή ακόμα και στην σημερινή κατάσταση της Αριστεράς

Στο εσωκομματικό, εσωοργανωτικό πεδίο μπορείς να βρεις σε οριακές στιγμές την ενεργοποίηση στοιχείων από τέτοιες διαλεκτικές (χωρίς να είναι φάρσα). Ωστόσο, η ίδρυση του SED, και της DDR, η λειτουργία πολυκομματικού συστήματος στην DDR, καθώς και η πολιτική διαδρομή των ενάντια στον φασισμό και των συνεπών επαναστατικών δυνάμεων στην λεγόμενη "Δυτική Γερμανία" μέχρι και το 1989, σηματοδοτεί, ότι είχε επιτευχθεί μια καλώς εννοούμενη υπέρβαση των πικρών κομματικών εμπειριών της Γερμανικής επανάστασης. Επίσης, μέσα από τον εμπλουτισμό του θεωρητικού οπλοστασίου με την Κριτική Θεωρία, αλλά και με τις ίδιες τις θεωρητικές συμβολές των στελεχών του KAPD (καθώς και με την ανακάλυψη της ενεργούς συμμετοχής των ως ηγετών εργατικών αγώνων, απεργιών, εξεγέρσεων), διανοίγονταν σε DDR και στην λεγόμενη "Δυτική Γερμανία", παρόλες τις υπερβολές, τους προσωπικούς εγωισμούς, και τις αντιφάσεις, επιστημονικά θεμελιωμένοι, απελευθερωτικοί, καινοτόμοι, πρωτοβουλιακοί δρόμοι για το παγκόσμιο κίνημα.

Το ερώτημα παραμένει: εργατική τάξη – πραγματική κίνηση – κόμμα εργατών – κομμουνιστικό κίνημα 

Στην μεταπολεμική διοικητική αντίληψη των κομματικών πραγμάτων, ιδιαίτερα στις χώρες που τα ΚΚ σημείωναν υψηλές εκλογικές επιδόσεις κλπ, η εργατική τάξη εφέρετο "λίγο-πολύ πολύ-λίγο" ως νεροκουβαλητής, και κάθε φορά που κατάφερνε να χτίσει κίνημα, αντιμετωπίζετο ως «πολιτικό υποκείμενο», που προφανώς ήταν τέτοιο, επειδή δήθεν όφειλε να αναζητήσει τον μονάρχη ή τον αρχηγό του, στην υποστασιοποιημένη μορφή του επίσημου κόμματος ή κάποιας διάσπασής του, στον ίδιο τον κομματικό ρεαλισμό.

Η ρήξη ενάντια σε αυτό έγινε μέσα στις ίδιες τις εξεγέρσεις (συμβατικά 1965-1977), με την πολιτική συνάρθρωση και μορφοποίηση (και κατά την δεκαετία του 1980) της συνολικής Εργατικής Αυτονομίας σε Ιταλία, Γερμανία, Φραγκική επικράτεια, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι, που όπως έχουμε γράψει, με όλες τις επιμέρους νίκες και τις επιμέρους υποχωρήσεις, συνεχίζει να μετασχηματίζεται είτε σε κάμψη είτε σε ανάπτυξη.

Συγχρόνως, μετά τα  1991-1993, κάποια εκ των ευρωπαϊκών ΚΚ διατήρησαν τον χαρακτήρα τους, όπως και δυνάμεις που επιβίωσαν από την διάλυση κάποιων εκ των ΚΚ, συγκρότησαν νέους πολιτικούς σχηματισμούς, που σε γενικές γραμμές απαρτίζουν την σύγχρονη Αριστερά. Αυτή η Αριστερά στην Ευρώπη διέρχεται φάσεως κρίσης, κινδύνου νέων διασπάσεων και εκλογικών υποχωρήσεων, δυνάμει ανασύνταξης, ανασυγκρότησης, αντεπίθεσης. Βέβαια, αυτό σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορεί να αναλυθεί, αν δεν ληφθεί υπ’ όψη η διαλεκτική σχέση του με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα κάθε τόσο νέα κοινωνικά κινήματα, τις πολιτικές ταυτοτήτων και μειονοτήτων, τους οικολόγους, δηλαδή μέσα από την προσπάθεια της Αριστεράς να λειτουργήσει μέσα στην κρατική μηχανή και να επανασυστήσει οικεία “burgerlische gesellschaft”. Προσέτι, πρέπει να εκτιμάται και να λαμβάνεται υπ’ όψη η σχέση της Αριστεράς με τον λεγόμενο «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» στις χώρες της Ασίας και της Αμερικής.

Μας βγάζει αυτό ως τέτοιο σε ένα ανανεωμένο Γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα (σχετικά ανεξάρτητα από τις εκλογικές προτιμήσεις εκάστου που παλεύει για κάτι τέτοιο και σχετικά ανεξάρτητα από τους ιστορικούς μητροπολιτικούς χώρους όπου κινούμεθα); Η εμπειρία τουλάχιστον μέχρι τώρα έχει δείξει ότι δεν μας βγάζει. Αυτό από την άλλη, δεν είναι δικαιολογία για τον προς την κατάσταση της Αριστεράς πολιτικό αδιαφορισμό, ούτε υπάρχει η πολυτέλεια για κάτι τέτοιο. Λενινιστικά, κάποιος μπορεί να θέσει ένα παρόμοιο ερώτημα και να ρωτήσει: από πού πρέπει ν’ αρχίσουμε;

Σε γενικότερο επίπεδο, η σύγχρονη μητροπολιτική εργατική τάξη μέσα από τους αγώνες και την αυτοεπέκτασή της –έχει έλθει η ώρα- να αποβάλει την κομματική ρετσινιά του υποκειμένου, και να θέσει αυτή το ζήτημα: τί και ποιά είναι τα κομματικά υποκείμενά μας;

 



Μετατόπιση. Kulturkampf και Υποκειμενικότητα



Η όλη οπτική διευρύνεται κατά πολύ, αν βλέπεις την κοινωνική κατάσταση και κίνηση από τo σημείο θέασης της νέτα-σκέτα εργατικής κριτικής, και αν την δεις από την σκοπιά ενός μαζικού εργατικού κόμματος ή από την στόχευση συγκρότησης ενός τέτοιου.

Πολύ πριν τον Γκράμσι και τον πολιτισμικό μαρξισμό, παραμονές της Επανάστασης του 1848, ο Ένγκελς σε κείμενό του (1846-1847) με τίτλο Ο Ντόιτς Σοσιαλισμός σε Στίχους και Πρόζα (Deutscher Sozialismus in Versen und Prosa) προέβη με κριτική διάθεση σε μια σύνδεση της λαοφιλούς (pop) μουσικής ποίησης της εποχής με την αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική τάση. Επρόκειτο για τα πρώτα δείγματα του αληθούς (wahren) σοσιαλισμού (βλ. Friedrich Engels, Deutscher Sozialismus in Versen und Prosa, Geschrieben Ende 1846 bis Anfang 1847, "Deutsche-Brüsseler-Zeitung" Nr. 73 vom 12. September 1847)

Τα χρόνια πέρασαν, τέσσερις δεκαετίες μετά, κατόπιν της καταστολής της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, της Κομμούνας του Παρισιού, και μετά την καθιέρωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στο κείμενό του Για τον Ρόλο της Βίας στην Ιστορία (1887-1888) (Die Rolle der Gewalt in der Geschichte), σφυρηλάτησε τον όρο Kulturstaaten, για να δηλώσει την έστω και ισχνή επίδραση της Φραγκικής Επανάστασης στην συγκρότηση της κουλτούρας των Ευρωπαϊκών κρατών:

Das war aber keine welthistorische Errungenschaft, wie der jetzt chauvinistisch werdende Bourgeois ausposaunte, sondern eine sehr, sehr späte und unvollkommne Nachahmung dessen, was die Französische Revolution schon siebzig Jahre früher getan, und was alle andern Kulturstaaten längst eingeführt. Statt zu prahlen, hätte man sich schämen sollen, daß das "hochgebildete" Deutschland hiermit zuallerletzt kam (Friedrich Engels, Die Rolle der Gewalt in der Geschichte, απόσπασμα, Geschrieben Ende Dezember 1887 bis März 1888. Nach der Handschrift. Der Teil, für den die entsprechenden Seiten der Handschrift fehlen, wird nach dem in der "Neuen Zeit", Nr. 25, 14. Jahrgang, 1. Band, 1895-1896, S. 722-776, veröffentlichten Text gebracht).

Προκύπτει από τα συμφραζόμενα του κειμένου, ότι ο όρος περιλαμβάνει τις συνολικές μορφωτικές, παιδευτικές, καλλιτεχνικές συνθήκες της ζωής ενός έθνους. Στις συνθήκες του τότε νέου Ράιχ, προσδιορίζει τον Kulturkampf (αγώνα περί της κουλτούρας) ως αντικληρικαλιστική πάλη, αξιοποιώντας το παράδειγμα του διασυρμού του Πάπα Γρηγορίου Ζ στην Κανόσα (1077) κατά την Αυτοκρατορική θητεία του Ερρίκου Δ΄ (υπενθυμίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η Ντόιτς ιστορία είναι inter alia ιστορία σύγκρουσης ενάντια στην εκκλησιαστική εξουσία):

Kulturkampf. Der katholische Pfaff kein Gendarm und Polizist. Jubel der Bourgeoisie - Hoffnungslosigkeit - Gang nach Canossa. Einzig rationelles Resultat: die Zivilehe! (Friedrich Engels, Gliederung des Schlußteils des vierten Kapitels der Broschüre "Die Rolle der Gewalt in der Geschichte", Geschrieben zwischen Ende Dezember 1887 und März 1888. Nach der Handschrift).

Στην οπτική αυτή, το άμεσο έλλογο αποτέλεσμα αυτού του αγώνα ενάντια στους αστυνομικούς και χωροφυλακίστικους ρόλους των Καθολικών παπάδων είναι ο πολιτικός γάμος. Η σύνδεση κουλτούρας και νομικής μεταρρύθμισης βασίζεται στην ίδια την άποψη του Γκαίτε, ότι κάθε Νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να εισάγει ένα προσδιορισμένο Kultus, κατανοούμενου του όρου στην πρωτότυπη Λατινική κυριολεξία του ως καλλιέργειας, μόρφωσης:

Weil Goethe in seiner Doktordissertation die These aufstellte, jeder Gesetzgeber sei sogar verpflichtet, einen bestimmten Kultus einzuführen - eine These, die Goethe selbst als ein bloßes amüsantes Paradoxon, veranlaßt durch allerlei kleinstädtischen Frankfurter Pfaffenkrakeel, behandelt (was Herr Grün selbst zitiert) - so "lief der Student Goethe den ganzen Dualismus der Revolution und des heutigen französischen Staats an den Schuhsohlen ab" p. 26, 27. (Friedrich Engels, Deutscher Sozialismus in Versen und Prosa, απόσπασμα, οπ.).

Επομένως, η νομική πράξη (νομοθετική, δικανική, διοικητική) οφείλει, προκειμένου να επιβεβαιώνει τον εαυτό της, να ανεβάζει τον βαθμό της μορφωτικής, παιδευτικής, γνωσιακής στάθμης των προς ούς απευθύνεται και εφαρμόζεται.

Σε αυτό, από την μια αναπαράγεται η κλασική Γερμανική διάκριση μεταξύ κουλτούρας κατανοούμενης συμπεριληπτικά στο Ντόιτς συγκείμενο ως πνευματικότητας (Geisticht, και επιμέρους απόρροιες σε Zeitgeist, Volksgeist), και του in sich υλικού πολιτισμού.

Επ' αυτών των επισημάνσεων μπορεί να διαυγασθεί περαιτέρω η πραγματικότητα του Ντόιτς έθνους στην νεωτερικότητα:

Η εκπήγαση αυτού του εθνισμού είναι το Ρομαντικό κίνημα, που στα έργα ιδιαίτερα του Χόλντερλιν, το Ντόιτς εἶναι [αποδεσμευόμενο μέσω της κουλτούρας από την Βαρβαρικότητα (ενδεικτικά βλ. Friedrich Engels, Zur Urgeschichte der Deutschen, Geschrieben 1881/1882. Nach der Handschrift), όπως την επαναθεμελίωσε ο Χέρντερ ως φιλοσοφία της ιστορίας] αναπέμπει σε ένα Ελληνικό μυθολογικό παρελθόν των Τιτάνων, μοτίβο που επανεμφανίζεται στα τέλη του επόμενος αιώνος στον Νίτσε. Αυτό λίγο-πολύ επικράτησε μέσα στους Γερμανικούς λαούς, παρ' όλες τις τιτάνιες προσπάθειες του Σέλινγκ και του Χέγκελ να συνδέσουν την Ντόιτς κουλτούρα με την παγκόσμια ιστορία, με το παγκόσμιο πνεύμα.

Στην ανάπτυξη αυτού, η πλειοψηφία των τάξεων των Ευρωπαϊκών χωρών υπό το βάρος της επίδρασης των επιστημονικών πειθαρχιών της βιολογίας, της ανθρωπολογίας, της εθνολογίας, στα μέσα του 19ου αιώνα είχαν αναπτύξει εδραία πεποίθηση περί εθνικής οντολογίας, κατανοούμενης ως σχέσης διαμεσολάβησης του κοινωνικού από το βιολογικό, και αντίστροφα. Αυτό αποτυπώνει ο Ενγκελσικός Kampf ums Dasein (βλ. Friedrich Engels, Dialektik der Natur, Biologie, απόσπασμα, Geschrieben 1873 bis 1883; einzelne Ergänzungen wurden 1885/1886 verfaßt. Dietz Verlag, Berlin. Band 20. Berlin/DDR. 1962. Dialektik der Natur, S. 554-568).

H εμφάνιση του νεορομαντισμού και του αποσπασματικού Βαρβαρικού και παγανιστικού φολκλόρ γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν μόνο τα υποπροϊόντα της απ' τα δεξιά πολιτισμικής κριτικής: η τοποθέτηση και η συμμετοχή της δεξιάς στον ίδιο τον Ενγκελσικό Kulturkampf. Στην δεκαετία του 1920 μέσα στο γενικότερο κλίμα οικονομικής και κοινωνικής παρακμής και αποσάρθρωσης αυτό έλαβε ξανά μια διανοητική διάσταση μέσα από την άποψη περί Παρακμής της Δύσης, που την μοιραζόταν η συντριπτική πλειοψηφία των αντιμαχόμενων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων (βλ. Oswald Spengler, Der Untergang des Abendlandes).

Αναμφίβολα, είναι κάτι πολύ πιο ευχάριστο και ωφέλιμο για την προσωπική ψυχική υγεία, να κάθεσαι και να κοιτάς το ηλιοβασίλεμα, έχοντας μπροστά σου μια Καλιφορνέζικου τύπου παραλία, ακούγοντας μια playlist της Λάνα Ντελ Ρέι, με ανεβασμένα τα μπάσα, ή ακόμα και να σκέφτεσαι deep house λούπες απ' τα κομμάτια της, απ' το να προσπαθείς να επαναφέρεις αυτά τα ζητήματα στην διανοητική και πολιτική επιφάνεια. Ωστόσο, η συνάφεια αυτής της επαναφοράς είναι πραγματική με υλικό τρόπο, καθώς τα τελευταία χρόνια η πολιτική διαπάλη σε Αμερική και Ευρώπη καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τον όρο των culture wars. Η έκβαση αυτών είναι εισέτι αβέβαιη. Ωστόσο ότι διεξάγονται, είναι δηλωτικό όχι μόνο της ανάγκης του συστήματος αναπαραγωγής κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου για την διαμόρφωση νέων συλλογικών υποκειμενικοτήτων, αλλά και της ανάγκης των κοινωνικών μαζών περί αποδραστικών πρακτικών και κουλτούρων (ενδεικτικά βλ. Alex Williams, Escape Velocities, e-flux Journal, Issue #46, June 2013), ώστε στην προφάνειά του ο Ενγκελσικός Kulturkampf είναι σε τελική ανάλυση η ίδια η απόδραση από τον δυστοπισμό και από τις δυστοπίες, και η παραγόμενη απ' αυτόν υποκειμενικότητα.

Σε ένα γενικότερο διανοητικό επίπεδο, οι τόσο προσφιλείς στην χώρα πόλεμοι για την ιστορία, εκπορευθέντες από την πολιτισμική κάθοδο των Γερμανικών 80's, και ανά περιστάσεις εν μέρει ορίσαντες την τότε αντίστιξη αριστερά-δεξιά, έχουν υποχωρήσει όχι μόνο από την άνοδο της “εναλλακτικής ιστορίας” και των θεωριών συνωμοσίας, αλλά και κάτω από το βάρος της μεταμόρφωσης του κατά Χάντινγκτον πολέμου των πολιτισμών σε Kulturkampf με διακρατική διαμεσολάβηση.

Η παγκόσμια αλυσίδα αναπαραγωγή κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου – κουλτούρα – υποκειμενικότητα φαίνεται ότι δομεί και κατασκευάζει νέα πεδία ανταγωνισμού, επομένως και καπιταλιστικής συσσώρευσης. 

Αυτό μπορεί να εξηγεί το πως Ευρωπαϊκές νεολαΐστικες κομμουνιστικές οργανώσεις μοιάζουν όλο και πιο πολύ στις αριστερές πτέρυγες του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, και το πώς τύποι με τατουάζ ναζιστικών συμβόλων αποτίουν φόρο τιμής στην 9η Μάη, ώστε όσοι παρακινούνταν από “διακηρύξεις” τύπου Μπρέιβικ, ή όσοι προωθούν μανιχαϊστικές πολιτισμικές διακρίσεις (ως τα τελευταία απόνερα του πολέμου των πολιτισμών), ή όσοι είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες θιασώτες του μετα-Βικτωριανού μούλτι-κούλτι ουτοπισμού της Aurorae Aureae (οι οπαδοί της χώρας του πουθενά) έχουν ξεπερασθεί από τα ίδια τα πράγματα.




De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

  De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y li...